Quantcast
Channel: Το Ρεμπέτικο Τραγούδι
Viewing all 1578 articles
Browse latest View live

Τα τραγούδια έχουν ιστορία: Ποιος ήταν ο Καπετανάκης που είχε «ντούγκλα στο μουστάκι»

$
0
0

«Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη…». Τραγούδι του 1975 που ίσως πρωτοτραγουδήθηκε από τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλοκαι έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές σε ταβέρνες αλλά και… σκυλάδικα της εποχής. Τη μουσική φέρεται να έχει γράψει ο Λεονάρδος Μπουρνέληςενώ στιχουργός… υπογράφει ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος.


Οι στίχοι:

Δεν ξανακάνω φυλακή.
με τον Καπετανάκη
που `χει ντούγκλα στο μουστάκι
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε.

Τη δόλια τη μανούλα μου
την πότισες φαρμάκι,
αχ, εσύ Καπετανάκη.
Τα μελιτζανιά να μην τα βάλει πια.

Ξυπνώ και βλέπω σίδερα,
στη γη στερεωμένα
τα παιδάκια τα καημένα.
Τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε.

Ομοιότητες

Οι μελετητές του ρεμπέτικουεπισημαίνουν αρκετά συχνά τις ομοιότητες του «Καπετανάκη» με το τραγούδι «Καταστράφηκα». Πρόκειται για τραγούδι του 1957 με τον Στέλιο Σουγιουλτζήκαι τη Βούλα Γκίκασε σύνθεση του Γιώργου Ροβερτάκη. Υπάρχουν μουσικές ομοιότητες, αλλά και στιχουργικές.

  

«Ο Καπετανάκης», συμπεριλήφθηκε από τον Ηλία Πετρόπουλο, στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του "Ρεμπέτικα τραγούδια", το 1968, στο κεφάλαιο "Της φυλακής" (σελ.278). Ο Πετρόπουλοςυποστηρίζει ότι το τραγούδι ακουγόταν τη δεκαετία του 1920. Αναφέρει επίσης ότι ο «Καπετανάκης προφανώς ήταν δεσμοφύλακας».

Ο επιστάτης

Η αναζήτηση του πραγματικού «Καπετανάκη», απασχόλησε αρκετούς μελετητές. Με αυτό το επώνυμο υπήρχε επιστάτης των φυλακών της Παλιάς Στρατώνας - δίπλα από την πύλη Ανδριανούστο Μοναστηράκι- το 1920 από την Κρήτη. Μάλιστα, ο Καπετανάκηςκατάφερε να σταματήσει ποινικούς κρατούμενους που προσπάθησαν να δραπετεύσουν στη διάρκεια εξέγερσης με αφορμή ένα βασιλικό διάταγμα που έδινε αμνηστία στους περισσότερους πολιτικούς κρατούμενους.

Ο λοχαγός

Ένας άλλος Καπετανάκης, που από κάποιους συνδέεται με το τραγούδι είναι ο Νικόλαος Καπετανάκηςαπό το Μοχό Πεδιάδας Ηρακλείου. Ήταν λοχαγός στη Μικρασιατική Εκστρατείακαι συγκεκριμένα στη Μάχη του Δορυλαίουτο 1921. Αργότερα τοποθετήθηκε ακόλουθος του Βενιζέλου. Δεν έχει όμως σχέση ο Νικόλαος Καπετανάκης, με τη φυλακή και σύμφωνα με φωτογραφίες της εποχής δεν είχε «ντούγκλα στο μουστάκι».

Πηγή ανάρτησης: www.fosonline.gr

Ο Douglas Fairbanks

Σύμφωνα με μια εκδοχή, η λέξη «ντούγκλα» προέρχεται από το όνομα του ηθοποιού Douglas Fairbanks (1883-1939), που έπαιζε τη δεκαετία του 1920, σε ταινίες όπως ο «Ζορό» (1920) και ο «Ρομπέν των Δασών» (1922). Ο ηθοποιός είχε «τσιγκελωτό» μουστάκι. Την ίδια εποχή, οι ρεμπέτες χρησιμοποιούσαν, για τα μαλλιά κυρίως, την αλοιφή «Douglas» ως ζελέ.

Η εξήγηση του Πλεμμένου

Υπάρχει και η εξήγηση, στην οποία αναφέρεται ο Γιάννης Πλεμμένος, εθνομουσικολόγος – ερευνητής του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίαςτης Ακαδημίας Αθηνών. Ο κ. Πλεμμένος αναφέρει:

«…σύγχρονοι μελετητές του ρεμπέτικου έχουν αμφισβητήσει τη θεωρία ότι ο Καπετανάκης του τραγουδιού ήταν δεσμοφύλακας, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να ήταν κάποιος κρατούμενος. Ο γνωστός ρεμπετολόγος Νίκος Πολίτης (εγγονός του πατέρα της Ελληνικής Λαογραφίας), «βασιζόμενος στην ιδιότητα της ρουφιανιάς που του αποδίδεται», πιστεύει ότι ο Καπετανάκης πρέπει να ήταν «γνωστός και συχνός τρόφιμος των φυλακών, κατάδικος δηλαδή. Αν ένας δεσμοφύλακας καρφώσει κρατούμενο στη διεύθυνση, τη δουλειά του κάνει, ενώ ένας συγκρατούμενος χαρακτηρίζεται ρουφιάνος». Το σκεπτικό του Πολίτη συνοψίζεται στη φράση πως «είναι κάπως περίεργο να δηλώνει ο κατάδικος ότι “δεν ξανακάνει φυλακή με δεσμοφύλακα τον τάδε”, αφού συνήθως δεν διαλέγει αυτός το δεσμοφύλακά του».

Ο κρατούμενος

Συνεπώς, ο μυστηριώδης Καπετανάκης του τραγουδιού πρέπει να ήταν κρατούμενος με ιδιότυπο μύστακα και σύγχρονος του Μιχαλόπουλου. Μια φυσιογνωμία που πληροί αυτές τις προϋποθέσεις είναι ο Καλαματιανός Τάσος Καπετανάκης… Ο Τάσος Καπετανάκης ήταν όπως περιγράφεται στο τραγούδι: ψηλός, αγέρωχος, με γυριστό μουστάκι, αλλά με ευαίσθητη καρδιά και ευγενικά αισθήματα. Γεννήθηκε το 1930 στην Καλαμάτα…

Ο Τάσος Καπετανάκης μπήκε στη βιοπάλη από την παιδική του ηλικία και συνελήφθη το 1943 από τους Γερμανούς καθώς πουλούσε τσιγάρα (κατόπιν προδοσίας δύο συμπολιτών του). Κατάφερε να σωθεί την τελευταία στιγμή με τη μεσολάβηση ενός άλλου γνωστού του και κρύφτηκε σε σπίτια φίλων του.

Η γνωριμία του με τον Πάνο Μιχαλόπουλο ξεκινά από την Καλαμάτα αλλά παγιώνεται στην Αθήνα όπου ο Τάσος Καπετανάκης συστήνει τον Μιχαλόπουλο στον Ζαμπέτα, στον Κουγιουμτζή και σε άλλους λαϊκούς βάρδους της εποχής, τους οποίους ήξερε μέσω μιας φίλης του τραγουδίστριας. Το τραγούδι που τους ένωσε καλλιτεχνικά γεννιέται στις φυλακές των Βούρλων, όπου βρέθηκαν και οι δυο τους ως κρατούμενοι στις αρχές της δεκαετίας του 1950…

Ο ίδιος ο Τάσος Καπετανάκης διαβεβαίωνε μέχρι το τέλος της ζωής του ότι το τραγούδι γράφτηκε για τον ίδιο και ότι και η δική του εντύπωση ήταν ότι ο Μιχαλόπουλος (τον οποίο θεωρούσε ως στιχουργό του) πρέπει να βασίστηκε σε ένα παλιότερο τραγούδι…

Οι σχέσεις με τον Μιχαλόπουλο

Οι σχέσεις των δύο Μεσσήνιων στη φυλακή πρέπει να ήταν τεταμένες, καθώς, ο Καπετανάκης δήλωνε ότι στα Βούρλα έκανε «διάφορα που δε χρειάζεται να τα γράψουμε», ενώ μετά από δυο μήνες μεταφέρθηκε στις Αγροτικές Φυλακές Κασσάνδρας. Έτσι εξηγείται τόσο η επίκληση του Μιχαλόπουλου στη μητέρα του («τη δόλια τη μανούλα μου την πότισες φαρμάκι») όσο και το επίθετο «ρουφιανιά» που αποδίδουν στον Καπετανάκη άλλες παραλλαγές. Ας σημειωθεί πως ο Καπετανάκης είχε υπηρετήσει τη θητεία του στην ΕΑΤ-ΕΣΑκαι ως εκ τούτου πρέπει να είχε προνομιακή μεταχείριση από τους αστυνομικούς…

Φαίνεται λοιπόν πως έχει δίκιο ο Νίκος Πολίτηςόταν γράφει ότι η φράση του πρώτου στίχου «δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη» σημαίνει πως «όσο παραμένει ο Καπετανάκης στη φυλακή, δεν ξαναπαρανομώ ώστε να μην μπλέξω ξανά μαζί του». Αν και οριστική απάντηση δεν μπορούμε να πάρουμε…».


Fosonline.gr

Πηγή ανάρτησης: www.fosonline.gr



Γιάννης Αδάμος: “Ο Έλληνας τον πόνο του τον χορεύει”

$
0
0
Γιάννης Αδάμος
Επιμέλεια συνέντευξης: Βασιλική Ευαγγέλου Παπαθανασίου
Ο Γιάννης Αδάμος γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 1986 στην Καρδίτσα. Τα παραδοσιακά τραγούδια που τραγουδούσε ο παππούς του στα χωράφια της Σέκλιζας καθώς και το πάθος του πατέρα του για τα ρεμπέτικα και τον Μάρκο είναι η σημαντικότερες αναμνήσης του σήμερα. Στην Καλαμάτα σπούδασε στη Σχολή Διοίκησης κ Οικονομίας ενώ στην συνέχεια χάνει ένα χρόνο από την ζωή του όπως λέει ο ίδιος υπηρετώντας στον Έβρο την στρατιωτική του θητεία όπου έγραψε πάρα πολλούς στίχους.

Ξεκίνησε γράφοντας στιχάκια σε ηλικία 12 ετών όταν σε μια εργασία για το σχολείο έγραψε ένα παιδικό ποίημά για την άνοιξη. Από τότε όσο θυμάται τον εαυτό του σχεδόν κάθε βράδυ γράφει στίχους. Στα 13 του ξεκίνησε να μελετάει μουσική καθώς βρίσκει ένα τρίχορδο μπουζούκι του πατέρα του στην αποθήκη της γιαγιάς του. Αμέσως ξεκινάει μαθήματα σε Ωδείο της Καρδίτσας όπου δύο χρόνια αργότερα το εγκαταλείπει λόγο οικονομικών δυσκολιών. Αυτοδίδακτος από τότε μελετάει ακόμη και σήμερα μουσική καθώς όπως λέει η μουσική είναι ατελείωτη σαν τον γαλαξία μας , όσο μελετάς τόσο θες να μάθεις. Παίζει τζούρα , μπαγλαμαδάκι , μεσομπούζουκο και κιθάρα.

Το 2012 αποφασίζει με δύο φίλους του να δημιουργήσουν το μουσικό σχήμα Ροζ Πένες παίζοντας τραγούδια του Γιώργο Μιχαήλ , Θανάση Παπακωνσταντίνου , Σωκράτη Μάλαμα και πολλά ρεμπέτικα σε μαγαζιά της πόλης.

Ο προφητικός Χατζηδάκις και η Χρυσή Αυγή

$
0
0

Τι να πρωτοπεί κανείς για τον Μάνο Χατζιδάκι;Να αναφερθεί στο ογκώδες -και κλασσικό πλέον - έργο του, στον μοναδικό τρόπο που συνδύασε τη λόγια με τη λαϊκή παράδοση ή στον τρόπο που «πήρε στα χέρια του» το ρεμπέτικο τραγούδι για να του δώσει τη θέση που του αρμόζει στην ελληνική μουσική; Όλα αυτά συνθέτουν τον μεγάλο καλλιτέχνη που είχε όμως και άλλη μια ιδιότητα - αυτή του πολιτικού στοχαστή. 

Ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε σαν σήμερα, στις 15 Ιουνίου του 1994 αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο έργο αλλά και ένα κενό δυσαναπλήρωτο. Η μουσική του, ο στοχασμός του και η παρουσία του μαζί με τη γενιά του '30 τον κατέστησαν μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας.

Πέρα όμως από τους Εσπερινούς, τον μελοποιημένο Έλιοτ, τα τραγούδια με τον Γκάτσο και την Πορνογραφία υπήρξε και ένας άλλος Χατζιδάκις, ο «αστός, ουμανιστής, αναθεωρητής της Δεξιάς» όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει για τον εαυτό του.

Αυτός ο Χατζιδάκις είχε μια άλλη νοοτροπία, ένα άλλο ήθος από αυτά που περιμένει κανείς να δει στην μεταπολιτευτική Ελλάδα. Ήταν από τους λίγους κοσμοπολίτες αστούς που αγκάλιασαν την λαϊκή παράδοση, που αντιμετώπισαν στα «ίσα» την Ευρώπη και τον κόσμο. Σε ένα κείμενό του ο Τάκης Θεοδωρόπουλος τον χαρακτήρισε πρόσφατα ως «τον μεγάλο ηττημένο της σημερινής Ελλάδας». Δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει καλύτερη φράση για να περιγράψει το κενό που αφήνουν από τη δημόσια ζωή οι άνθρωποι του διαμετρήματος του Χατζιδάκι, όταν φεύγουν.

Αυτές τις ημέρες, ένα κείμενο που έγραψε λίγο πριν τον θάνατό του για τον εθνικισμό και το φασισμό ίσως είναι η πιο επίκαιρη παρακαταθήκη που θα μπορούσε να μας αφήσει, πέραν φυσικά της εκπληκτικής μουσικής του.

Μάνος Χατζιδάκις: «Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι»

«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενυσχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.

Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.

Ενώ τα πουλιά... Για τα πουλιά, μόνον οι δολοφόνοι, οι άθλιοι κυνηγοί αρμόζουν, με τις «ευγενικές παντός έθνους παραδόσεις». Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιαζόμενο κάτω από συγκυρίες και με τη μορφή «λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων» σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου που προσβάλλει μεγάλες ανθρώπινες μάζες και επιβάλλει θανατηφόρες επιδημίες.

Πρόσφατη περίπτωση ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μόνο που ο πόλεμος αυτός μας δημιούργησε για ένα διάστημα μιαν αρκετά μεγάλη πλάνη, μιαν ψευδαίσθηση. Πιστέψαμε όλοι μας πως σ' αυτό τον πόλεμο η Δημοκρατία πολέμησε το φασισμό και τον νίκησε. Σκεφθείτε: η «Δημοκρατία», εμείς με τον Μεταξά κυβερνήτη και σύμμαχο τον Στάλιν, πολεμήσαμε το ναζισμό, σαν ιδεολογία άσχετη από μας τους ίδιους. Και τον... νικήσαμε. Τι ουτοπία και τι θράσος. Αγνοώντας πως απαλλασσόμενοι από την ευθύνη του κτηνώδους μέρους του εαυτού μας και τοποθετώντας το σε μια άλλη εθνότητα υποταγμένη ολοκληρωτικά σ' αυτό, δεν νικούσαμε κανένα φασισμό αλλά απλώς μιαν άλλη εθνότητα επικίνδυνη που επιθυμούσε να μας υποτάξει.

Ένας πόλεμος σαν τόσους άλλους από επικίνδυνους ανόητους σε άλλους ανόητους, περιστασιακά ακίνδυνους. Και φυσικά όλα τα περί «Ελευθερίας», «Δημοκρατίας», και «λίκνων πνευματικών και μη», για τις απαίδευτες στήλες των εφημερίδων και τους αφελείς αναγνώστες. Ποτέ δεν θα νικήσει η Ελευθερία, αφού τη στηρίζουν και τη μεταφέρουν άνθρωποι, που εννοούν να μεταβιβάζουν τις δικές τους ευθύνες στους άλλους.

(Κάτι σαν την ηθική των γερόντων χριστιανών. Το καλό και το κακό έξω από μας. Στον Χριστό και τον διάβολο. Κι ένας Θεός που συγχωρεί τις αδυναμίες μας εφόσον κι όταν τον θυμηθούμε μες στην ανευθυνότητα του βίου μας. Επιδιώκοντας πάντα να εξασφαλίσουμε τη μετά θάνατον εξακολουθητική παρουσία μας. Αδυνατώντας να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας μας. Το ότι μπορεί να υπάρχει ο κόσμος δίχως εμάς και δίχως τον Καντιώτη τον Φλωρίνης).

Δεν θέλω να επεκταθώ. Φοβάμαι πως δεν έχω τα εφόδια για μια θεωρητική ανάπτυξη, ούτε την κατάλληλη γλώσσα για τις απαιτήσεις του όλου θέματος. Όμως το θέμα με καίει. Και πριν πολλά χρόνια επιχείρησα να το αποσαφηνίσω μέσα μου. Σήμερα ξέρω πως διέβλεπα με την ευαισθησία μου τις εξελίξεις και την επανεμφάνιση του τέρατος. Και δεν εννοούσα να συνηθίσω την ολοένα αυξανόμενη παρουσία του. Πάντα εννοώ να τρομάζω.

Ο νεοναζισμός δεν είναι οι άλλοι. Οι μισητοί δολοφόνοι, που βρίσκουν όμως κατανόηση από τις διωκτικές αρχές λόγω μιας περίεργης αλλά όχι και ανεξήγητης συγγενικής ομοιότητος. Που τους έχουν συνηθίσει οι αρχές και οι κυβερνήσεις σαν μια πολιτική προέκτασή τους ή σαν μια επιτρεπτή αντίθεση, δίχως ιδιαίτερη σημασία που να προκαλεί ανησυχία. (Τελευταία διάβασα πως στην Πάτρα, απέναντι στο αστυνομικό τμήμα άνοιξε τα γραφεία του ένα νεοναζιστικό κόμμα. Καμιά ανησυχία ούτε για τους φασίστες, ούτε για τους αστυνομικούς. Ούτε φυσικά για τους περιοίκους).

Ο εθνικισμός είναι κι αυτός νεοναζισμός. Τα κουρεμένα κεφάλια των στρατιωτών, έστω και παρά τη θέλησή τους, ευνοούν την έξοδο της σκέψης και της κρίσης, ώστε να υποτάσσονται και να γίνονται κατάλληλοι για την αποδοχή διαταγών και κατευθύνσεων προς κάποιο θάνατο. Δικόν τους ή των άλλων. Η εμπειρία μου διδάσκει πως η αληθινή σκέψη, ο προβληματισμός οφείλει κάπου να σταματά. Δεν συμφέρει. Γι' αυτό και σταματώ. Ο ερασιτεχνισμός μου στην επικέντρωση κι ανάπτυξη του θέματος κινδυνεύει να γίνει ευάλωτος από τους εχθρούς. Όμως οφείλω να διακηρύξω το πάθος μου για μια πραγματική κι απρόσκοπτη ανθρώπινη ελευθερία.

Ο φασισμός στις μέρες μας φανερώνεται με δυο μορφές. Ή προκλητικός, με το πρόσχημα αντιδράσεως σε πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα που δεν ευνοούν την περίπτωσή τους ή παθητικός μες στον οποίο κυριαρχεί ο φόβος για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Ανοχή και παθητικότητα λοιπόν. Κι έτσι εδραιώνεται η πρόκληση. Με την ανοχή των πολλών. Προτιμότερο αργός και σιωπηλός θάνατος από την αντίδραση του ζωντανού και ευαίσθητου οργανισμού που περιέχουμε.

Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. Εκεί επιδρά και το marketing. Η επιρροή από τα ΜΜΕ ενός τρόπου ζωής που ευνοεί το εμπόριο. Κι όπως η εμπορία ναρκωτικών ευνοεί τη διάδοσή τους στους νέους, έτσι και η μουσική, οι ιδέες, ο χορός και όσα σχετίζονται με τον τρόπο ζωής τους έχουν δημιουργήσει βιομηχανία και τεράστια κι αφάνταστα οικονομικά ενδιαφέρονται.

Και μη βρίσκοντας αντίσταση από μια στέρεη παιδεία όλα αυτά δημιουργούν ένα κατάλληλο έδαφος για να ανθίσει ο εγωκεντρισμός η εγωπάθεια, η κενότητα και φυσικά κάθε κτηνώδες ένστιχτο στο εσωτερικό τους. Προσέξτε το χορό τους με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακρά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας. Το τραγούδι τους με τις συνθηματικές επαναλαμβανόμενες λέξεις, η απουσία του βιβλίου και της σκέψης από τη συμπεριφορά τους και ο στόχος για μια άνετη σταδιοδρομία κέρδους και εύκολης επιτυχίας.

Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα 'ναι αργά για ν' αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να 'μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια.

Και το Κακό ελλοχεύει χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία. Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο Θάνατος».

Πηγή: iefimerida.gr



 
 

Τα Ρεμπέτικα και τα Λαϊκά της Φυλακής (Ηλία Σιδηρόπουλου)

$
0
0
source pic: spotify.com
Το ρεμπέτικο, τόσο ως τραγούδι, όσο και σαν κοινωνικό ρεύμα και στάση ζωής, γεννήθηκε και διαμορφώθηκε, τα πρώτα χρόνια της ζωής του, σ έναν κόσμο που ζούσε στο περιθώριο και στον κοινωνικό αποκλεισμό.
 
Η άρνηση του ρεμπέτη να αποδεχτεί τον μικροαστικό καθωσπρεπισμό  της εποχής του τον έφερνε πάντα σε ρήξη με την εξουσία και τους μηχανισμούς της. Συνέπεια αυτής της ρήξης  ήταν  οι συχνές συλλήψεις  των ρεμπέτηδων απ την αστυνομία, οι εξορίες τους και οι φυλακίσεις.
 
Στους στίχους  των  τραγουδιών τους, οι  ρεμπέτες, στολίζουν με πικρόχολους και βαρείς χαρακτηρισμούς και προσφωνήσεις τους αστυνομικούς και τους δεσμοφύλακες.
(Μπάτσοι, καρακόλια, μαύροι, τζουτζέδες  κτλ )

Επίσης με ακόμα μελανότερα χρώματα και ακόμα πιο γλαφυρές προσφωνήσεις περιγράφουν την φυλακή. (ψειρού, σκολιό, σίδερα, στρουγκού, γκιστάνι, κολλέγιο, χάψη, στενή, τζέλα κτλ ).
Τα πρώτα ρεμπέτικα της φυλακής  αποκαλούνταν «μουρμούρικα».
Είναι τραγούδια γραμμένα μέσα στην φυλακή από κατάδικους που τραγουδιόνταν αρχικά με συνοδεία αυτοσχέδιων και μικρών σε μέγεθος  μουσικών οργάνων. Αυτά τα τραγούδια διαδίδονταν από φυλακή σε φυλακή και τα σιγομουρμούριζαν οι κρατούμενοι.

Αργότερα, κυρίως όταν το ρεμπέτικο έπαψε να ανήκει μόνο στο περιθώριο, γράφτηκαν πολλά τραγούδια με αναφορές στην φυλακή, στους τσακωμούς και στις, πάντα άδικες  για τους ρεμπέτηδες, συλλήψεις κουτσαβάκηδων.

Στους στίχους των προπολεμικών αυτών τραγουδιών  δεν υπάρχει καμιά μεταμέλεια απ τον φυλακισμένο ακόμα και αν έχει διαπράξει το βαρύτερο έγκλημα. Πάντα φταίει η κοινωνία, η ραδιουργία της γυναίκας, τα ψέματα των μπάτσων και των μαρτύρων, η αδυναμία του προέδρου στο δικαστήριο να καταλάβει το δίκιο του.

Είναι η φάση που το ρεμπέτικο δείχνει μια αφελή ολοκληρωτική άρνηση απέναντι στους αστικούς νόμους έχοντας ακόμα σε μεγάλο βαθμό την νοοτροπία των παλιών κουτσαβάκηδων της πλατείας του ψυρρή που θεωρούσαν τιμή για αυτούς τα χρόνια καταδίκης τους.

Μετά τον πόλεμο κυρίως, αλλά  και κατά την δικτατορία του Μεταξά, ο συγχνωτισμός ρεμπέτηδων και πολιτικών  κρατούμενων στις φυλακές αλλάζει την στάση των λαϊκών δημιουργών απέναντι στην φυλακή, το έγκλημα και το αστικό δίκαιο.

Τα τραγούδια από εκείνη την εποχή και μετά, παρουσιάζουν διάθεση μετάνοιας, ανάληψη της όποιας ευθύνης, αυτοκριτική και πικρία. Γράφονται επίσης πολλά τραγούδια συμπαράστασης στους πολιτικά εξόριστους και φυλακισμένους .

Ας ακούσουμε και κυρίως ας σχολιάσουμε ,κάποια απ τα γνωστότερα  λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια της φυλακής.

(Κάντε κλικ στα link 🔗με τον τίτλο του τραγουδιού, για να τα ακούσετε)

ΔΥΟ ΜΑΓΚΕΣ ΜΕΣ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ

Συνθέτης-στιχουργός : Κώστας  Τζόβενος
Πρώτη εκτέλεση : Ρίτα Αμπατζή  (1934)
🔗ΒΡΕ ΜΑΓΚΕΣ ΔΥΟ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ- [ Ρ.ΑΜΠΑΤΖΗ [Κ.ΤΖΟΒΕΝΟΥ} ]-[1935]
Το τραγούδι εξιστορεί την επίσκεψη δυο σερέτηδων (νταήδων) κρατούμενων στον διευθυντή της φυλακής. Ούτε  λίγο ,ούτε πολύ ,οι κρατούμενοι προσπαθούν να αποσπάσουν την εύνοια του διευθυντή  τάζοντας του μπεσκιέσια  μετά την αποφυλάκισή τους.
Με αφορμή τον στίχο «θα σου ξηγηθώ μπαγιόκο»  ας δούμε την προέλευση και της σημασία της λέξης που χρησιμοποιούσαν οι ρεμπέτηδες. Μπαγιόκο σήμαινε πολλά λεφτά μαζεμένα και μπαγιοκλής  ήταν ο πλούσιος ,ο ματσωμένος. Η λέξη προέρχεται πιθανόν απ την ιταλική baiocco.  Το baiocco ήταν νόμισμα μικρής αξίας του κρατιδίου του βατικανού. Χαρακτηριστική η έκφραση  ,που πέρασε και στην σύγχρονη Ιταλική γλώσσα, «Non balere un baiocco» δηλαδή σε ελεύθερη  μετάφραση ,δεν αξίζεις ούτε δεκάρα.
Επίσης ακούμε την έκφραση «κάνε μόκο». Κάνε μόκο σήμαινε κάτσε ήσύχος, λούφαξε, μην λες κουβέντα. Το μόκο ήταν μια ιδιωματική ονομασία για το αφιόνι (afyon στα τούρκικα),δηλαδή το χασισέλαιο .Κάποτε συνηθίζονταν να δίνουν λίγες σταγόνες μόκο στα μωρά όταν βγάζαν δόντια .Τα μωρά σταματούσαν αμέσως κάθε κλάμα ή γκρίνια. Έτσι προέκυψε η έκφραση κάνε μόκο των ρεμπέτηδων.

Η ΦΥΛΑΚΗ ΕΙΝΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ

Αντώνη Κωστή (Κώστα Μπέζου) 1931
🔗Η ΦΥΛΑΚΗ ΕΙΝΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ- [ΚΩΣΤΗΣ {ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ} ]-[1931]
Χαρακτηριστικότατο δείγμα της εποχής που οι ρεμπέτες θεωρούσαν τιμή τα χρόνια καταδίκης τους. Η φυλακή εκτός από μεγάλο σχολείο, παρουσιάζεται και σαν το μέρος όπου καταλήγουν όλοι οι γνήσιοι μάγκες και φυσικά την περνάνε και φίνα.
Τα στοιχεία που συνοδεύουν αυτή την φωνογράφηση ,ήρθαν να προσθέσουν ένα ακόμα μπέρδεμα στο ήδη μυστήριο που υπάρχει σχετικά με την ταυτότητα του ρεμπέτη δημιουργού και ερμηνευτή , Αντώνη Κωστή και στην πιθανότατη ταύτιση του με τον μουσικό και ερμηνευτή του ελαφρού τραγουδιού, Κώστα Μπέζο. Στον δίσκο ,που φωνογραφήθηκε στην Αθήνα το 1931 για λογαριασμό Αμερικάνικης εταιρίας, ως συνθέτης του τραγουδιού αναφέρεται κάποιος ονόματι  Scotti  ενώ και ο ερμηνευτής αναγράφεται ως Κ. Κωστής και όχι Αντώνης .Το πιθανότερο, βέβαια , είναι να είναι απλά ένα λάθος στην ετικέτα του δίσκου και μόνο.

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΟΡΩΠΟΥ

Γιώργου Μπάτη (1934)
🔗ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΟΡΩΠΟΥ- [ Γ.ΜΠΑΤΗΣ {Γ.ΜΠΑΤΗ} ]-[1935]
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι της περιόδου κατά την οποία  οι ρεμπέτηδες απλά έβγαζαν άρνηση στον στίχο τους  χωρίς ίχνος μεταμέλειας ή χωρίς να καταδεχτούν να παραπονεθούν για τις συνθήκες ζωής στην φυλακή. Η φυλακή μοιάζει σαν παράδεισος για τον σκληραγωγημένο μάγκα που κατά κανόνα είναι εκεί από σκευωρία.
Δημιουργός του τραγουδιού ο  δημοφιλόσοφος, τεκετζής, παλιατζής  και δημιουργός της Ξακουστής Τετράδος του Πειραιά, Γιώργος  Μπάτης ή Αμπάτης ,κατά κόσμον Γεώργιος Τσωρός . Ερμηνεύει ο ίδιος ,με την χαρακτηριστική φωνή του και το γνωστότατο παίξιμο του μπαγλαμά του. Στο μπουζούκι είναι ο θρυλικός Ανέστης Δελιάς  ,ο «Αρτέμης» της ξακουστής τετράδας.
Οι φυλακές του Ωροπού  ήταν , μαζί με τις φυλακές του Μεντρεσέ και αυτές του Συγγρού ,οι συχνότεροι τόποι περιορισμού  των περιθωριακών στοιχείων της εποχής(πρεζάκηδες, χασικλήδες,  λαθρέμποροι, σωματέμποροι, μαχαιροβγάλτες  κ.α.). Πριν μετατραπεί σε αγροτικές φυλακές το κτήριο ,δωρεά και αυτό του Συγγρού, στέγαζε το Αμαλίειο ορφανοτροφείο. Κατά την εφταετία της  χούντας  των συνταγματαρχών, χρησιμοποιήθηκε ως χώρος κράτησης πολιτικών κρατουμένων . Ανάμεσα τους και ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης.

ΜΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΟΥ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ

Αγνώστου  συνθέτη. Ερμηνεύει η Μαρίκα Παπαγκίκα (1927)
🔗ΜΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΟΥ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ- [Μ.ΠΑΠΑΓΚΙΚΑ {ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ} ]-[1926]
Απτάλικο  ζεϊμπέκικο με βιολί, τσέλο, τσέμπαλο και καστανιέτες .Δημιουργήθηκε από σκόρπια δίστιχα μουρμούρικων τραγουδιών και φωνογραφήθηκε στην Αμερική τον Νοέμβρη του 1927.
Η φυλακή του Συγγρού βρίσκονταν στον Ταύρο, στις τρεις γέφυρες, στην οδό Χαμοστέρνας.
Τραγούδι με τον ιδιο τίτλο αλλά διαφορετικό στίχο έχει ερμηνεύσει και ο Αντώνης Νταλγκάς.
( (Δίσκος Columbia DG-208 / 1931 Συνθ.: Αντώνης Διαμαντίδης, Τραγ.: Αντ. Νταλγκάς)

ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ

Σώσου Ιωαννίδη (Σ. Ψυρριώτη), Αιμίλιου Σαββίδη (, Βοσπορινού, Σαβαϊμ)
Ερμηνεύει ο Γιώργος Παπασιδέρης (1934)
🔗ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ- [ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΙΔΕΡΗΣ {ΒΟΣΠΟΡΙΝΟΥ &Σ.ΨΥΡΙΩΤΗ} ]-[1935]
Το τραγούδι ,αν και γράφτηκε το 1934,ξεφεύγει από όσα είχαμε αναφέρει για τα ρεμπέτικα της φυλακής που γράφτηκαν εκείνη την εποχή. Η εξήγηση βέβαια είναι απλή. Ο στίχος που μιλά για θρήνο και για πόνο των κρατούμενων, όπως και η μουσική ,γράφτηκαν από δημιουργούς που δεν άνηκαν στον χώρο του ρεμπέτικου. Ο  Σαβαίμ Βοσπορινός ,μάλιστα,δεν είναι άλλος απ τον πολέμιο του ρεμπέτικου Αιμίλιο Σαββίδη.
Το Φρούριο του Επταπυργίου, γνωστό και με την οθωμανική ονομασία Γεντί Κουλέ, βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο των τειχών της Θεσσαλονίκης, εντός της Ακρόπολης. Αποτελείται από δύο ενότητες: το βυζαντινό φρούριο, το οποίο συνθέτουν δέκαπύργοι με τα μεταξύ τους μεσοπύργια διαστήματα και τον περίδρομο, καθώς και τα νεότερα κτίσματα των φυλακών, που έχουν κτιστεί εντός κι εκτός του φρουρίου. Οι πύργοι της βόρεια πλευράς αποτελούν τμήματα του παλαιοχριστιανικού τείχους της Ακρόπολης, ενώ αυτοί της νότιας προστέθηκαν πιθανότατα κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, σχηματίζοντας τον κλειστό πυρνα του φρουρίου. Ο μεσαίος πύργος της εισόδου κατασκευάστηκε το 1431 από τον Τσαούς Μπέη, πρώτο διοικητή της Θεσσαλονίκης μετά της άλωσή της.
Γύρω στο 1890 το μνημείο χρησιμοποιήθηκε ως ανδρικές, γυναικείες και στρατιωτικές φυλακές. Ο εσωτερικός χώρος αναδιαμορφώθηκε και προστέθηκαν εγκαταστάσεις και εξωτερικά του κτηρίου. Το 1989 οι φυλακές μεταφέρθηκαν και το Επταπύργιο αποδόθηκε στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού.
.Αν και σημερινό μνημείο το Επταπύργιο, δύσκολα θα καταφέρει να ξεκολλήσει από πάνω του την ιστορική ταμπελίτσα της κακουχίας και της βίας που το συνοδεύει από το παρελθόν του.
Οι φυλακές του Γεντί Κουλέ έχουν σημαδευθεί από πολλά ρεμπέτικα τραγούδια, καθώς πολλοί συνθέτες τραγούδησαν για τους καημούς των φυλακισμένων.
Δραπέτης του Γεντί Κουλέ


(Τα κάστρα του Γεντί κουλέ)
Στίχοι: Γιώργος Μητσάκης
Μουσική: Γιώργος Μητσάκης
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Γιουλάκης
 
🔗ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕ – ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ
Μητσάκη-Χρυσίνη
Μπουζούκι παίζει ο Γιώργος Μητσάκης
Ηχογράφηση Σεπτέμβριος 1956
ΑΝΑΣΤΕΝΑΖΕΙ Ο ΓΕΝΤΙ ΚΟΥΛΕΣ» του Σαράντη Κοτομάτη :

Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΡΓΙΛΕ

Βαγγέλη Παπάζογλου . Στελλάκης Περπινιάδης (1935)
🔗Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΑΡΓΙΛΕ (ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ)- [ΣΤΕΛΛΑΚΗΣ {Β.ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ} ]-[1934]
Καρσιλαμάς  που πιθανόν αναφέρεται στο γεντί κουλέ της Κωνσταντινούπολης και όχι σ αυτό της Θεσσαλονίκης.
Του τραγουδιού προηγείται ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ Βαγγέλη Παπάζογλου και Στελλάκη Περπινιάδη:
-Γεια σου φίλε μου Στελλάκη
-Γεια και χαρά σου Βαγγέλη μου
-Τι ειν’ αυτό που κρατάς;
-Αργιλές.
-Αργιλές;
-Αμ, τι ήθελες να κρατώ, κανένα υπερωκεάνειο; -Μα αιωνίως μωρ’ αδερφέ μου Στελλάκη, όποτ’ έρθω να σε βρω, όλο με τον αργιλέ στα χέρια σε βρίσκω!
-Α, φίλε μου Βάγγο, έχεις δίκιο. Αλλά αν ήξερες κι εσύ τα ντέρτια και τα βάσανα που ‘χω, δε θα μ’ αδικούσες ποτέ! Άκου τα μωρ’ αδερφέ μου Βάγγο, να με παρηγορήσεις.

ΓΙΑΦ- ΓΙΟΥΦ

Μαρίκα Παπαγκίκα (1928)
🔗ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΜΕ ΒΑΛΑΝΕ- [Μ.ΠΑΠΑΓΚΙΚΑ {ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ} ]-[1928]
Στην ετικέτα του δίσκου αναγράφεται, ίσως για πρώτη φορά η λέξη ρεμπέτικα, σε φωνογράφηση της Αμερικής. Το δίστιχο «πορτοκαλιά εφύτεψα στην φυλακή σαν μπήκα
και πορτοκάλια έφαγα κι ακόμα δεν εβγήκα» λέγεται πως βρέθηκε γραμμένο σε κελί του Μεντρεσέ.

ΟΙ ΔΥΟ ΣΕΡΕΤΕΣ

Μανώλη Χρυσαφάκη με τους Αντώνη Νταλγκά-Ζαχαρία Κασιμάτη (1933)
🔗ΟΙ ΔΥΟ ΣΕΡΕΤΕΣ- [ ΑΝ.ΝΤΑΛΚΑΣ~ΖΑΧ. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ {ΕΜ.ΧΡΥΣΑΦΑΚΗ} ]-[1932]
Το τραγούδι του Μικρασιάτη συνθέτη Μανώλη Χρυσαφάκη (φυστιξής),περιγράφει τον καυγά δυο σερέτηδων (νταήδων) στην φυλακή. Ο όρος σερέτης προέρχεται απ την τούρκικη λέξη sirret  που σήμαινε κυριολεκτικά ,πρόστυχος, αλλά στην καθομιλουμένη ονόμαζαν έτσι τους προστάτες ή μπράβους των οίκων ανοχής.

ΕΠΙΑΣΑΝΕ ΤΟΝ ΜΠΑΤΗ

Γιώργου Ροβερτάκη – Αιμίλιου Σαββίδη
Γιώργος Κάβουρας (1936)
🔗ΕΠΙΑΣΑΝΕ ΤΟΝ ΜΠΑΤΗ -[Γ.ΚΑΒΟΥΡΑΣ {Γ.ΡΟΒΕΡΤΑΚΗ &ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΣΑΒΒΙΔΗ} ]
Οι στίχοι του τραγουδιού είναι κατά πάσα πιθανότητα προϊόν φαντασίας του Αιμίλιου Σαββίδη. Ο Μπάτης δεν ήταν σίγουρα φυλακόβιος . Είχε κάτι μικρές καταδίκες αλλά ποτέ βαριές ποινές. Η γνωστή φωτογραφία που δείχνει την σύλληψη του Μπάτη, φαίνεται μάλλον μεταγενέστερη και πιθανώς πλαστή.

ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΝΕ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ

Μάρκου Βαμβακάρη (1935)
🔗ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΝ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ -[Μ.ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ {Μ.ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ} ]
Ζεϊμπέκικο  του Μάρκου. Οι στίχοι προϋπήρχαν με την μορφή δίστιχων σε μουρμούρικα τραγούδια. Ο ρεμπέτης Τάκης Μπίνης , λέει στην βιογραφία του αναφερόμενος  στο τραγούδι :  »Για ν’ αντιλαλούν οι φυλακές πρέπει να είναι απέναντι η μία στην άλλη, αλλιώς δεν έχει λογική. Ούτε μεταφορικά. Δε γράφαμε εμείς τέτοια …μεταφορικά». Και συμπλήρωνε ότι κάποιοι παλιοί το έλεγαν το τραγούδι σωστά, δηλαδή «…το Μπούρτζι και το Ιτς Καλέ…» .
Ο Μάρκος σωστά για λόγους μουσικότητας άλλαξε το ν στίχο .Το Ιτς Καλέ (Ακροναυπλία) γίνεται  Γεντί Κουλέ.  Για τον ίδιο λόγο το Γεντί ,αναφέρεται ως ο Γεντί Κουλές.
Τα «Παραπήγματα» ήταν στρατιωτικές φυλακές στο δρόμο Βασιλίσσης Σοφίας.

Ο ΙΣΟΒΙΤΗΣ

Μάρκου Βαμβακάρη (1936)
🔗Ο ΙΣΟΒΙΤΗΣ -[Μ.ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ {Μ.ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ} ]
Αν και ο Μάρκος δεν πήγε φυλακή, όμως έγραψε γι’ αυτή μερικά αριστουργηματικά τραγούδια. Το χασάπικο «Ισοβίτης»,  το 1936  . Στα 1975 το τραγούδησε σε δίσκο και ο Γιάννης Κυριαζής.
Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό το ρεμπέτικο, γιατί περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά των τραγουδιών με θέμα την φυλακή που περιγράψαμε στην εισαγωγή μας.
Για όλα φταίει η ραδιουργία της γυναίκας. Η καταδίκη του είναι πλάνη ,άσχετα αν πράγματι διέπραξε τον ξυλοδαρμό ,μιας και είχε δίκιο που τον έδειρε. Ελπίζει σε έφεση ενώ γνωρίζει ότι την εποχή εκείνη το να ξυλοφορτώσεις  έναν Χίτη  ( Αναφορά σε γνωστούς ακροδεξιούς της ομάδας  «Χ»  πριν και κατά την δικτατορία του Μεταξά ,και δοσίλογους των ταγμάτων ασφαλείας επί κατοχής  ) σου εξασφάλιζε το λιγότερο πολλά χρόνια φυλακής .
Να σημειώσουμε επίσης την αναφορά του Φράγγου στον Έκτορα και τον Αχιλλέα.

ΤΑ ΜΑΝΤΑΛΑ

Βασίλη  Τσιτσάνη  .
Πρώτη εκτέλεση με τους , Δ. Χρήστου  και την Ευαγγελία Μαρκοπούλου το 1950
🔗ΤΑ ΜΑΝΤΑΛΑ – Β.ΤΣΙΤΣΑΝΗ
Το ζεϊμπέκικο αυτό γράφτηκε την εποχή που οι διώξεις , οι φυλακίσεις και οι εξορισμοί βρίσκονταν στο αποκορύφωμα τους στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε πολύ απ τον κόσμο όπως και τα «Της Γερακίνας Γιος» και «Βαριά χτυπούν τα σήμαντρα» του ίδιου δημιουργού.

ΜΕΣ ΤΑ ΜΠΟΥΝΤΡΟΥΜΙΑ (Ένας λεβέντης ξαγρυπνά )

Μπάμπη Μπακάλη με τους Π. Γαβαλά και Μαίρη Τζάνετ, το 1955
🔗ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΞΑΓΡΥΠΝΑ- [Π.ΓΑΒΑΛΑΣ {ΜΠ.ΜΠΑΚΑΛΗ & Κ.ΒΙΡΒΟΥ} ]
Ίσως  το πιο ξεκάθαρο σε στίχο τραγούδι συμπαράστασης στους πολιτικούς κρατούμενους.
«Ένας λεβέντης ξαγρυπνά
στο σκοτεινό κελί του,
μες στα μπουντρούμια τα φριχτά
τον ‘ρίξαν οι εχθροί του.»
Το μυστήριο με τον Μπάμπη Μπακάλη είναι ,ότι ενώ έγραψε τραγούδια συμπαράστασης σους φυλακισμένους  κομμουνιστές όπως αυτό και το «Συρματοπλέγματα Βαριά»,  έγραψε και τραγούδια που τους κατηγορούσαν όπως το «Ο Ανταρτόπληκτος» .

ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ

Σπ. Περιστέρη – Απόστολου  Καλδάρα  με την  Στέλλα Χασκίλ  (27/2/1947)
🔗ΝΥΧΤΩΣΕ ΧΩΡΙΣ ΦΕΓΓΑΡΙ- [ ΣΤΕΛΛΑ ΧΑΣΚΗΛ {ΑΠ.ΚΑΛΔΑΡΑ} ]-[1947]
Για αυτό το τραγούδι σταθμό στην ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού ,θα δανειστώ τα σχόλια του συγγραφέα και ερευνητή  Σάκη Παπίστα  απ το βιβλιο του «ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ 1940 – 1949″
 
1. Τραγούδι-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, που το έγραψε ο Απ. Καλδάρας σε ηλικία 21 ετών, σε συνεργασία με τον έμπειρο δημιουργό Σπύρο Περιστέρη και αποτυπώνει τις σκληρές συνθήκες της εμφύλιας αντιπαράθεσης, που εκδηλώθηκε φανερά πλέον με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 1944, μετά την απόφαση των Άγγλων να «καθαρίσουν» το ελληνικό τοπίο από τους διαφω-νούντες με αυτούς.
 
2. Ο νεαρός τότε Απόστολος Καλδάρας (1923 – 1990), συγκινημένος από τις πρώτες συλλήψεις και καταδίκες αριστερών αγωνιστών, λόγω της εξέγερσης, θα καταφέρει, μετά από αυτολογοκριτικές παρεμβάσεις, να περάσει στη δισκογραφία ένα από τα ωραιότερα και πλέον αποκαλυπτικά τραγούδια της εμφυλιακής περιόδου, το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», που θα γίνει κι αυτό -όπως και το «Κάποια μάνα αναστενάζει» των Τσιτσάνη – Μπακάλη- σύμβολο ενότητας του ελληνικού λαού.

3. Ο Καλδάρας ανήκε στον ιδεολογικό και πολιτικό χώρο της Αριστεράς, όπως εξ’ άλλου και το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας. Υπήρξε οπαδός και τροφοδότης του ΕΛΑΣ από τον καιρό που το Γενικό Στρατηγείο του είχε εγκατασταθεί στα Τρίκαλα.

4. Το τραγούδι χρησιμοποιεί τον κώδικα σκοταδιού – φωτός για να απεικονίσει παραστατικά τη νέα τυραννία που επικράτησε στη χώρα, αμέσως μετά τη γερμανική Κατοχή και την ανελευθερία που ακολούθησε και οφείλεται στην αγγλοαμερικανική επέμβαση και που τελικά μας οδήγησε για τα καλά στον ολέθριο Εμφύλιο Πόλεμο.

5. Η τότε κυβέρνηση -μέσω της επιτροπής λογοκρισίας- απαγόρευσε το τραγούδι γιατί μιλούσε για τα βάσανα του φυλακισμένου.

6. Ο Απόστολος Καλδάρας, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, αφηγείται σχετικά με το τραγούδι: «Ήταν λίγο μετά τη γερμανική κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ήμουν τότε στη Θεσσαλονίκη, κι ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων. Αυτό ήταν! Έτσι γράφτηκε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι».

7. Κατά μια δική μου πληροφορία, που έχω στο προσωπικό μου αρχείο εδώ και πολλά χρόνια, ο Καλδάρας, έγραψε το τραγούδι για τον Θεσσαλονικιό φίλο του οργανοπαίκτη ρεμπέτη Χρήστο Μίγκο, που την εποχή εκείνη ήταν κρατούμενος στις Νέες Φυλακές της οδού Κασσάνδρου της Θεσσαλονίκης.
8. Τέλος, σε συνέντευξη του ίδιου του δημιουργού προς τον Παναγιώτη Κουνάδη, το φθινόπωρο του 1989, αναφέρονται όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με την ιδέα της δημιουργίας του τραγουδιού. Λέει λοιπόν ο Καλδάρας: «Αυτό το τραγούδι το ‘χα εμπνευστεί από μια μικρή ιστοριούλα. Τότε ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά το Δεκέμβρη αρχίσαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός πέθανε, Θεός σχωρέστον- τον Μίγκο. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο -το Γεντί Κουλέ. Και μ’ έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του. Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω, από ‘κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το ‘βλεπα. Εκείνη τη φορά μου ‘κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου ‘κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ’ τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και ‘κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου ‘δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το ‘γραψα τότε στις αρχές του ’45. Μετά τα Δεκεμβριανά, τότε που πιάναν τους αριστερούς θυμάμαι». Σε ερώτηση του Π. Κουνάδη, αν το τραγούδι αυτό ήταν αφιερωμένο σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ο Απ. Καλδάρας απάντησε: «Όχι γενικά. Πλην όμως είχε διαδοθεί. Εγώ το ‘πα σ’ ένα-δυό πρόσωπα για ποιο λόγο έγραψα το τραγούδι, αυτοί το ‘παν σ’ άλλους και ούτω καθεξής. 
 
Έτσι έκατσα κι έγραψα το τραγούδι αυτό. Αλλά δεν το είχα γράψει όπως είναι στο δίσκο. 
Ήταν:
Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ,
Κι όμως ένα παλληκάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.
Άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωΐ
Στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελλί.
Όχι «Που φωτίζει με κερί». Αυτό δεν λέει τίποτα. Αλλά αναγκάστηκα για τη λογοκρισία να το βάλω έτσι. Ο τρίτος στίχος είναι:
Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί,
Τι έχει κάνει και το ‘ρίξαν το παιδί στη φυλακή.

 
Και μετά τ’ άλλαξα τελείως, διότι το ‘χε κόψει η λογοκρισία και το ‘βαλα έτσι όπως είναι σήμερα. Και έγινε επιτυχία πάλι και μ’ αυτά τα λόγια».

open.spotify.com/album/Τα Ρεμπέτικα  της Φυλακής

Η Λάρισα του ρεμπέτικου: 7 μαγαζιά που τα ξέρουν λίγοι.♪ ♫

$
0
0

Ο Μιχάλης Μαντέλας εξηγεί γιατί οι νέοι αγαπούν το ρεμπέτικο τραγούδι

Ρεπορτάζ: Εύη Μποτσαροπούλου.


Κάνοντας μια έρευνα για τα μαγαζιά στα οποία μπορεί κανείς να ακούσει ρεμπέτικα στη Λάρισα, άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί το ρεμπέτικο τραγούδι εξακολουθεί να προσελκύει και να γοητεύει τους νέους ανθρώπους. Και δεν υπάρχει καταλληλότερος Λαρισαίος για να συζητήσει κανείς για το ρεμπέτικο στην πόλη από τον Μιχάλη Μαντέλα, που προφανώς δεν χρειάζεται συστάσεις…

Για να καταλάβεις, μου εξηγεί ο Μιχάλης Μαντέλας, θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή… Η αναβίωση του ρεμπέτικου πιστώνεται στον Γιώργο Νταλάρα, ο οποίος από το 1974 και μετά προσέγγισε ουσιαστικά το ρεμπέτικο τραγούδι με σύγχρονες ηχογραφήσεις και εξαιρετικές ενορχηστρώσεις που έδωσαν πολύ μεγάλη πιστότητα στο ήθος και στο ύφος του ρεμπέτικου. Οι φοιτητές το ενστερνίστηκαν αμέσως με αποτέλεσμα όλες οι συναυλίες στους πανεπιστημιακούς χώρους τη δεκαετία του ΄70 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄80, να έχουν σαν θέμα το ρεμπέτικο.

Τότε εμφανίστηκαν και οι πρώτες κομπανίες με πιο χαρακτηριστική την Οπισθοδρομική Κομπανία του Σαββόπουλου με την Ελευθερία Αρβανιτάκη, ακολούθησε η Αθηναϊκή Κομπανία, Τα Παιδιά από την Πάτρα και εμφανίστηκαν μεγάλες μορφές όπως ο Αγάθωνας, ο Μπάμπης Γκολές και τότε ξεκίνησε ξανά να ακούγεται το ρεμπέτικο.

Τη δεκαετία του ΄80 έγινε και η πρώτη σοβαρή προσπάθεια στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση να εισαχθούν οι μουσικές σπουδές και έτσι το ρεμπέτικο θεωρήθηκε το ελληνικό μπλουζ καθώς και τα δύο θεωρούνται τραγούδια κοινωνικής διαμαρτυρίας. Το ρεμπέτικο ξεκίνησε στο περιθώριο μιας κοινωνίας των πρέπει και βρήκε τον χώρο του, ανάμεσα στους μετανάστες στο λιμάνι του Πειραιά και στην Αθήνα και στις δυτικές συνοικίες και στη συνέχεια πέρασε σε θέματα καθημερινότητας.

Και ενώ μουσικά το ρεμπέτικο, συνεχίζει απολαυστικά να κάνει την ιστορική αναδρομή ο Μαντέλας, αποτελεί μετεξέλιξη της παραδοσιακής και δη της βυζαντινής μικρασιατικής εκδοχής της, εξελίχθηκε σε μια μουσική που εστίασε στα κοινωνικά θέματα, τα συμπεριέλαβε όλα και έφτασε στους κορυφαίους δημιουργούς, τον Βαμβακάρη, τον Παπαϊωάννου και τον Τσιτσάνη, οι οποίοι δημιούργησαν αριστουργήματα τόσο στιχουργικά, όσο και σε μουσικό επίπεδο. Ο Τσιτσάνης ουσιαστικά είναι αυτός που έβγαλε το ρεμπέτικο από τα καταγώγια και τους τεκέδες και το έβαλε στα σαλόνια της αστικής τάξης και αυτό αποτέλεσε τη βάση για το καλό νέο ελληνικό τραγούδι.

Γιατί όμως παραμένει τόσο διαχρονικό, τον ρωτάω, γιατί εμπεριέχει πολύ έντονα το στοιχείο της “ανυπακοής” στην κοινωνική σύμβαση;

Η θεματολόγια του, με επιβεβαιώνει, παραμένει επίκαιρη, γιατί πάντα θα υπάρχει κοινωνική αδικία και κοινωνικός αποκλεισμός, προδομένος έρωτας, ξενιτιά και ανισότητα. Αυτό αγγίζει πολύ τη νέα γενιά. Άλλωστε, ο ρεμπέτης είναι ο «ρέμπελος», ο επαναστάτης δηλαδή που αγνοεί τις κοινωνικές νόρμες. Αυτό που ταυτίζει τους νέους με το ρεμπέτικο είναι η ανεπιτήδευτη αλήθεια με την οποία έχει ασχοληθεί με όλα αυτά τα θέματα.

Τον ρωτάωαν θα μπορούσε να γραφτεί σήμερα νέο ρεμπέτικο και μου απαντά με σιγουριά όχι.Ούτε οι κοινωνικές συνθήκες, εξηγεί, ούτε η εξέλιξη της μουσικής δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για κάτι τέτοιο. Όμως, υπάρχουν δημιουργοί που γράφουν και σήμερα πάνω στη μουσική μανιέρα των ρεμπέτικων.

Και που ακούμε στη Λάρισα ρεμπέτικο λοιπόν;


Γιάννης Τσιαντής: «Το κορίτσι του τεκέ»

$
0
0
Γιάννης Τσιαντής
Γράφει η: *Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου

Το πρόσφατο βιβλίο του Γιάννη Τσιαντή, Το κορίτσι του τεκέ – Οδοιπορικό Δραπετσώνα (Εκδόσεις Μετρονόμος), αποτελεί ένα μοναδικό ηχητικό και ιστορικό ντοκουμέντο στις γειτονιές του Πειραιά και της Δραπετσώνας αναφορικά με το προπολεμικό ρεμπέτικο. Ένα συγκινητικό μυθιστόρημα, ένα σπάνιο στασίδι στον υψηλό ναό της Μουσικής και των Συναισθημάτων, ένας ύμνος στην ανθρώπινη ύπαρξη και τους στεναγμούς της καρδιάς.

Επτά τα μέρη και δέκα τα κεφάλαια του βιβλίου. Και στο τέλος, οι σημειώσεις-φάροι των τραγουδιών, μεταξύ άλλων, του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, του Περιστέρη, και το εκπληκτικό «Μανταλιώ και Δραπετσώνα» του ίδιου του συγγραφέα. Σ’ ένα οδοιπορικό βαρύ μα και ανάερο, χειμαρρώδες και ασάλευτο μπροστά στη μορφή του κάθε ήρωα, η οποία μοιάζει να ηχεί ως ένας ασυγκράτητος λυγμός σε ολόκληρο το βιβλίο. Η γέννηση της Μανταλιώς πάνω στη Γέφυρα του Ρεμπέτη, Δραπετσώνα, 1905: μία ασύλληπτη περιγραφή, κραταιή και έντονη έως δακρύων. Η μάνα της,

σωριάστηκε πάνω στη γέφυρα, άνοιξε τα πόδια της και ούρλιαξε στα άστρα. Η τάβλα έπεσε χάμω και τα λουκούμια με την άχνη άσπρισαν τη γέφυρα, σαν το στρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι.

Η φοβερή ετούτη προοικονομία, ο ερχομός στον κόσμο μιας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου, αλλά και οι διαυγείς παραπόταμοι της αφήγησης που θα ακολουθήσει, χαράσσονται βαθιά στο στέρνο του παραλήπτη-ακροατή χάρη στη δυνατή πένα του πολυτάλαντου δημιουργού. Η πένα του Γιάννη Τσιαντή, που παίζει επί του κειμένου και των χορδών του τρίχορδου μπουζουκιού, υπό τη σκέπη της Ιατρικής, της Μουσικής και της Γραφής, μας παρουσιάζει ένα πρωτοφανές σκηνικό στα παραπήγματα της προσφυγιάς, των τεκέδων, των πορνείων, της φτώχειας, της ελπίδας. Ανυψώνει τις λέξεις σε μια απόκοσμη συνοικία, κάπου μεταξύ της Ομορφιάς και της Φιλότητας. Διότι ο ίδιος, χάρη στις αρετές των ιδιοτήτων του, έχει μελετήσει σε βάθος την ιστορία, μεταβιβάζοντας τα γεγονότα με τόση γλαφυρότητα και ισορροπία στην ελληνική πεζογραφική παράδοση.

Το μωσαϊκό των ηρώων του –ανθρώπων με σωθικά που φλέγονται από νότες και λέξεις, μεθυστικές μα θανατερές ουσίες, οργή και πάθος για εκδίκηση, έρωτα και θάνατο συλημένο απ’ όλα και όλους–, Μανταλιώ και Ακριβούλα, Μίχαλος και Λενιώ, Αντώνης και κυρα-Καλλιόπη, και τόσες άλλες γερμένες, προς την Άτροπο, ψυχές που συνοδοιπορούν μαζί τους· δεξιοτέχνες της δικής τους μοίρας-μουσικής, λαμβάνουν τον δικό τους προσωπικό χώρο στην πλοκή του βιβλίου. Ζώντες και νεκροί. Ματωμένοι και υπέρλαμπροι. Και ο Γιάννης Τσιαντής δίνει σημαντικότατα στοιχεία για την περίοδο του προπολεμικού ρεμπέτικου και την πορεία του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τη σχεδόν άγνωστη, ακόμη και στις μέρες μας, περίπτωση του Γιαπωνέζου καπετάνιου του εμπορικού πλοίου Τόκει Μαρού, ο οποίος διέταξε από την πρώτη στιγμή να πετάξουν στη θάλασσα όλο το πανάκριβο εμπόρευμα μεταξιού και δαντέλας, για να γλιτώσει όσα γυναικόπαιδα χωρούσε το καράβι του. Την είσοδο των προσφύγων και τις προσμείξεις με τους αμανέδες της άλλης μεριάς:

Ανυψώνει τις λέξεις σε μια απόκοσμη συνοικία, κάπου μεταξύ της Ομορφιάς και της Φιλότητας.

στη Δραπετσώνα δημιουργήθηκαν εφτά προσφυγικές συνοικίες, ανάμεσα στις βαριές βιομηχανίες, τα μπουρδέλα και τους τεκέδες, ανάμεσα στους παλιούς πρόσφυγες και στους εργάτες. Ένα χαρμάνι πειραιώτικου νταλκά αναμεμιγμένο με το σπαραχτικό αμάν του ξεριζωμού έμελλε να ζυμωθεί σε εκείνον τον τόπο. Και αφού η απανθρωπιά και η μισαλλοδοξία χώριζε τους ανθρώπους του Πειραιά σε ελλαδίτες και τουρκόσπορους, ανέλαβε πλέον η μουσική να ενώσει δύο κόσμους σε έναν.

Με όχημα την κινηματογραφική πλοκή του μυθιστορήματος Το κορίτσι του τεκέ, ο αναγνώστης βυθίζεται σε μια ατέρμονη πανδαισία αισθήσεων, τις ημέρες της παράδοξης και άγιας δημιουργίας του ρεμπέτικου. Αφουγκράζεται το τραγούδι της Μανταλιώς από τα έγκατα της γης, τα δάκρυα της συμπονετικής Λενιώς και την αβρότητα της φωνής της Ακριβούλας, τα βήματα του δωρικού Μίχαλου καθώς μπαίνει στη φυλακή, την τελευταία πνοή του Ανέστου, νεκρό, δίπλα στο μπουζούκι του. Όλα ήχος και λέξεις. Εισπνοές και εκπνοές της Τύχης. Ρίγος και μελωδίες του Καημού. Ματζόρε και μινόρε του Νόστου.

Ο συγγραφέας, με την άλλη του ιδιότητα, του καρδιολόγου, περιδιαβαίνει τις αρτηρίες και τον παλμό της καρδιάς, ως ένας χρονοταξιδιώτης που διαθέτει την αλάνθαστη διαίσθηση του θαυμάσιου αυτού οργάνου του ανθρώπινου σώματος. Μας αποκαλύπτει τον μυστικό ρυθμό του σε στιγμές ηρεμίας αλλά και τις αρρυθμίες που του προκαλεί ο χωρισμός, τις μαρμαρυγές με τις οποίες το παρενοχλούν απειλητικά η μοναξιά, η καταδίκη, ο διωγμός. Όπως στην καταληκτική σκηνή του μυθιστορήματος, με τα δακρυσμένα μάτια της Ακριβούλας:

η Ακριβούλα σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε από το παράθυρο το μπλε του ουρανού. Έπιασε για τελευταία φορά τον σκοπό της, όχι σφυρίζοντας αλλά με ένα μελωδικό «οοο», ενοχλητικό για άλλους μα κατανυκτικό για κείνη. Τα μάτια της φεγγάρωσαν, τα χείλη της χαμογέλασαν και εμείς σωπάσαμε και ακούγαμε ευλαβικά. Έμοιαζε με προσευχή. Σαν μια άφθογγη ευχαριστία προς τον Θεό της, που τόσα χρόνια ικέτευε να της εμφανίσει τον Αντώνη και τη Μανταλιώ. Δεν ήταν εκκλησιαστικός ψαλμός, είχε όμως μελωδική γραμμή σε δρόμο νιαβέντ μινόρε που μύριζε Βυζάντιο, αλήτεμα και πεζοδρόμιο.

gtsiantsΜε ρίζες μικρασιατικές, πέρασα τις παιδικές μου Κυριακές στη Δραπετσώνα, στο σπίτι των παππούδων μου, τραγουδώντας επί ώρες ρεμπέτικα τραγούδια και εισπνέοντας την τοξική μυρωδιά από τα Λιπάσματα. Στην αγκαλιά του παππού μου, ο οποίος έφυγε από καρκίνο των πνευμόνων, ήσυχα, νοσταλγώντας όπως πάντα τον μπαξέ του και τους αμανέδες των φίλων. Ναι, θα τη νιώσουν οι αναγνώστες αυτή την αλησμόνητη εμπειρία της μύησης σε μία τόσο ταραχώδη εποχή, από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα ακουμπήσουν τα δάχτυλα και την ψυχή τους στις κλίμακες της Ζωής και του Θανάτου, της Απώλειας και της Έλξης, του Ξεριζωμού και της Επανένωσης, με τον βαθιά ανθρώπινο –και εμποτισμένο με θεία στοιχεία– τρόπο που μας τα παραδίδει ο Γιάννης Τσιαντής.

Η *Χρυσούλα Αγκυρανοπούλου είναι μουσικός, ποιήτρια και δρ Μετάφρασης.

 

Το κορίτσι του τεκέ
Οδοιπορικό Δραπετσώνα

Γιάννης Τσιαντής
Μετρονόμος
248 σελ.
ISBN 978-618-5339-50-0
Τιμή €14,84



Πηγή: diastixo.gr
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr 



Η «ρεμπετοαναβίωση» στον ελληνικό κινηματογράφο των αρχών της δεκαετίας του ’60.

$
0
0
Ο Ανδρέας Αναστασάτος δεύτερος από αριστερά. Πηγή: festivalierapetra.gr

ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΠΩΣη λεγόμενη «ρεμπετοαναβίωση» ήταν υπόθεση της δεκαετίας του ’80 (με τις δεκάδες κομπανίες, τα ρεμπετάδικα, τις επανεκδόσεις δίσκων με παλιά ρεμπέτικα, την ταινία Ρεμπέτικοτου Κώστα Φέρρη κ.λπ.). Εντάξει, τότε μπορεί να συνέβησαν πολλά, πάρα πολλά, αλλά, ουσιαστικά, αναβίωση του ρεμπέτικου δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει από τον Πόλεμο και μετά.

Ειδικά στο επίπεδο των κειμένων η αρθρογραφία υπήρξε συνεχής (Σοφία Σπανούδη, Μίνως Δούνιας, Φοίβος Ανωγειανάκης, Μίκης Θεοδωράκης, Νέστορας Μάτσας, Μάρκος Φ. Δραγούμης και πάμπολλοι άλλοι), μαζί βεβαίως με διαλέξεις, ομιλίες κ.λπ. Όλοι γνωρίζουμε, για παράδειγμα, την διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο στις 31 Ιανουαρίου 1949 στην Αθήνα, κάποιοι σίγουρα θα ξέρουν μιαν ανάλογη ομιλία του Ντίνου Χριστιανόπουλου στην Θεσσαλονίκη, για τη μορφή της μάνας στα ρεμπέτικα, την 14η Μαΐου 1954 κ.ο.κ. 

Όσον αφορά τη δισκογραφία; Εδώ, ως τομή στο θέμα «ρεμπετοαναβίωση», θα πρέπει να θεωρήσουμε τις επανεκτελέσεις του Γρηγόρη Μπιθικώτση στα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, στις αρχές της δεκαετίας του ’60. 

Πρώτος δίσκος τής σειράς εκείνος με τα τραγούδια............

Αποχαιρετώντας τον Αγάθωνα: Αβάντι Μαέστρο... Ρεμπέτικα

$
0
0
Παράσταση θεάτρου σκιών και λαϊκής ορχήστρας για μικρούς και μεγάλους στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης..

Το «Αβάντι Μαέστρο… Ρεμπέτικα» είναι και ένας φόρος τιμής στον αξέχαστο Θεσσαλονικιό ρεμπέτη Αγάθωνα 

Ο γνωστός σκιοπαίκτης και σκηνοθέτης Ηλίας Καρελλάς, μετά τις επιτυχημένες παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με «Το σπίτι του Καραγκιόζη» και «Τα Χριστούγεννα του Καραγκιόζη», καθώς και στο θέατρο Κάππα με τον «Συρανό ντε Μπερζεράκ», παρουσιάζει μια παραγωγή για όλη την οικογένεια,το «Αβάντι Μαέστρο… Ρεμπέτικα».
Πρόκειται για ένα σπάνιο οδοιπορικό στη ζωή και το έργο μεγάλων συνθετών και ερμηνευτών της ρεμπέτικης και λαϊκής μουσικής, γεμάτο χιούμορ, ζωντανή μουσική και τις ανεξίτηλες στον χρόνο ατάκες του Καραγκιόζη.
Στον φωτισμένο μπερντέ του Ηλία Καρελλά, ο Καραγκιόζης συνομιλεί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Απόστολο Χατζηχρήστο, τη Μαρίκα Νίνου, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τη Σωτηρία Μπέλου, και μας αφηγούνται σπαρταριστά στιγμιότυπα από τη ζωή και την καριέρα τους. Όλοι οι συνθέτες σε γιγαντοφιγούρες συνομιλούν και με τον Καραγκιόζη αλλά και με το κοινό.

Πηγή: cityportal.gr
«Φραγκοσυριανή», «Καροτσέρη τράβα», «Τα καβουράκια», «Μινόρε της αυγής», «Θέλω στα μπουζούκια», «Λεμονάδικα», «Εγώ πληρώνω τα μάτια», «Απόψε στις ακρογιαλιές» και πολλά άλλα αγαπημένα τραγούδια παρουσιάζονται σε ένα μοναδικό θέαμα που συνδυάζει το θέατρο σκιών με τη ζωντανή ρεμπέτικη, λαϊκή και παραδοσιακή μουσική.
Το «Αβάντι Μαέστρο… Ρεμπέτικα» είναι και ένας φόρος τιμής στον αξέχαστο Θεσσαλονικιό ρεμπέτη Αγάθωνα, καθώς ήταν η τελευταία παράσταση στην οποία συμμετείχε. Τώρα, στη θέση του εμφανίζεται ο Γιώργος Ξηντάρης, γνήσιος εκφραστής του ρεμπέτικου τραγουδιού, που συναντά στη σκηνή τη μοναδική ερμηνεύτρια Κατερίνα Τσιρίδουκαι μας προσκαλούν σε αυτή τη μουσική παράσταση-έκπληξη!

Ο Αγάθωνας Ιακωβίδηςήταν ένας από τους πιο άξιους εκπρόσωπους του ρεμπέτικου, βαθύς γνώστης του, αφοσιωμένος, ακριβής και καλλίφωνος. Η καλλιτεχνική του πορεία ξεκίνησε το 1977 με το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης, που ο ίδιος ίδρυσε, για να συνεχιστεί το 1981 στην Αθήνα. Συνεργάστηκε με σημαντικούς μουσικούς και τραγουδιστές και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε την καλλιτεχνική του διαδρομή. Σημαντική είναι η προσφορά του στη διαφύλαξη και διάσωση του ρεμπέτικου τραγουδιού με την ανάδειξη παλιών ξεχασμένων και άγνωστων στο σύγχρονο κοινό τραγουδιών, που είχε συγκεντρώσει στο προσωπικό του αρχείο. Ρεμπέτικα τραγούδια έγραψε και ο ίδιος, ενώ υπήρξε και δεξιοτέχνης μουσικός όλων των έγχορδων νυκτών μουσικών οργάνων του ρεμπέτικου. Έφυγε στις 5 Αυγούστου 2020 σε ηλικία 65 ετών.

Γιώργος Ξηντάρης τραγούδι
Κατερίνα Τσιρίδου τραγούδι, μπαγλαμάς
Νίκος Πρωτόπαπας κιθάρα, τραγούδι
Κυριάκος Γκουβέντας βιολί
Δήμος Βουγιούκας ακορντεόν
Αντώνης Ξηντάρης μπουζούκι, τραγούδι
Θοδωρής Ξηντάρης μπουζούκι, τραγούδι

Ηλίας Καρελλάς θέατρο σκιών
Δήμητρα Κώνστα θέατρο σκιών
Μιχάλης Καντήλωρος θέατρο σκιών

Ηχολήπτης Νίκος Καραπιπέρης

Συμπαραγωγή: Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης / Intershow Productions

Αποχαιρετώντας τον Αγάθωνα: Αβάντι Μαέστρο... Ρεμπέτικα
Παράσταση θεάτρου σκιών και λαϊκής ορχήστρας για μικρούς και μεγάλους
Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2020

Έναρξη: 21.00
Χώρος: Μ1 - Αίθουσα Φίλων Μουσικής
Τιμές εισιτηρίων: 35 ευρώ, 25 ευρώ (20 ευρώ*), 20 ευρώ (15 ευρώ*), 15 ευρώ (10 ευρώ*), 10 ευρώ
*μειωμένο εισιτήριο

Πληροφορίες COVID-19
Σύμφωνα με τον επιδημιολογικό χάρτη ασφάλειας και προστασίας, ο νομός Θεσσαλονίκης βρίσκεται έως τις 26 Οκτωβρίου στο Επίπεδο 2 (Επιτήρηση) και η μέγιστη πληρότητα των κλειστών χώρων εκδηλώσεων ορίζεται στο 50%.

Σύμφωνα με τις υγειονομικές οδηγίες, υποχρεωτική είναι:
- η ηλεκτρονική προμήθεια εισιτηρίων
- η χρήση μάσκας καθ? όλη την παραμονή του κοινού στο ΜΜΘ.

Η εκδήλωση δεν έχει διάλειμμα.

Πηγή: cityportal.gr





Ο Mάνος Χατζηδάκις και οι απόψεις του για το λαϊκό τραγούδι

$
0
0
Mάνος Χατζηδάκις

Όσα είπε σε μία από τις επιδραστικότερες συνεντεύξεις της σύγχρονης ελληνικής μουσικής

Πριν από 95 χρόνια ακριβώς, στις 23 Οκτωβρίου 1925, γεννιέται στην Ξάνθη ο Μάνος Χατζηδάκις.

Το 1945, στην καταστραμμένη από την γερμανική κατοχή Αθήνα, θα κάνει τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα πλάι στον σπουδαίο σκηνοθέτη Κάρολο Κουν, ενώ το 1948 σε ηλικία 23 χρονών, θα δώσει την ιστορική διάλεξη με την οποία, είναι ο πρώτος που φέρνει στο προσκήνιο το περιθωριοποιημένο, μέχρι τότε, ρεμπέτικο τραγούδι.

Στα επόμενα χρόνια ο Μάνος Χατζηδάκις αρχίζει να ξεχωρίζει με τις συνθέσεις του. Γράφει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο και  τον Απρίλιο του 1961 κερδίζει το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για «Τα Παιδιά του Πειραιά», της ταινίας του Ζυλ Ντασέν, «Ποτέ την Κυριακή».

Οι ασίκηδες και η μουσική της αγάπης: Συζήτηση με τον Aydın Işleyen

$
0
0

 Ασίκηδες

«Πέσε, ψυχή μου, στη φωτιά, ν’ ανάψεις της αγάπης το δαδί, με δάκρυα ματωμένα και λευκά, άσβηστη την αγάπη θα κρατήσω.» Yunus Emre

Οι ασίκηδες είναι οι περιπλανώμενοι καλλιτέχνες της τουρκικής Ανατολής και ένα από τα κατεξοχήν σύμβολα της λαϊκής μουσικής παράδοσης, η οποία αναπτύσσεται από τον 13οαιώνα στην ευρύτερη οθωμανική επικράτεια. Μουσικοί καταγόμενοι κυρίως από την ύπαιθρο και τα χωριά της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Τουρκίας, συνήθως κουρδικής ή ιρακινής καταγωγής, οι ασίκηδες προέρχονται, στην πλειονότητά τους, από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα.

Η ιδιότητα του ασίκη ταυτίζεται με αυτήν του οργανοπαίχτη, του ερμηνευτή παραδοσιακών τραγουδιών και του λαϊκού ποιητή, ενώ, η τέχνη του είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοσχεδιαστική. Τα τραγούδια γράφονται αναφορικά με τη ζωή και τους προβληματισμούς του εκάστοτε ασίκη δημιουργού και καλύπτουν μια πλειάδα θεμάτων ατομικού και κοινωνικού χαρακτήρα, όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η ξενιτιά, η ζωή στην φύση, η θρησκεία, η φιλία και η κοινωνία. Σημαντική επιρροή στη δημιουργία της ασίκικης ποίησης και μουσικής ασκούν, επίσης, οι παραδόσεις της υπαίθρου, οι γιορτές, τα νομαδικά γλέντια, και οι λαϊκές αφηγήσεις.

Η λέξη Ασίκης (Aşık) σημαίνει εραστής, ερωτευμένοςκαι ετυμολογικά προέρχεται από την τούρκικη λέξη aşk, που σημαίνει αγάπη ή έρωτας.Ωστόσο, ο έρωτας του ασίκη μουσικού δεν αφορά μόνο στον καθαρά συναισθηματικό και σαρκικό έρωτα, αλλά αναπτύσσεται σαν μια καθολικότητα, εκφράζοντας, επίσης, την αγάπη για ζωή και ελευθερία, τη λατρεία της φύσης και του κόσμου, εν γένει.

Μάγκας βγήκε για σιργιάνι…

$
0
0
Μάγκας βγήκε για σιργιάνι…, Πάνος Σαββόπουλος
Γράφει ο: Πάνος Σαββόπουλος

Σας έχω ήδη μιλήσει απ’ αυτή την ιστοσελίδα για τα κουτσαβάκιακαι ήρθε η ώρα να σας μιλήσω τώρα για τους συναφείς τους μάγκες. Ο μάγκας, λοιπόν, ήταν ένας λαϊκός τύπος των πόλεων, ανάμεσα στα 1900-1910 με 1950 περίπου, ο οποίος συχνά φλερτάριζε με τα όρια νομιμότητας και παρανομίας.

Κάποιες φορές τα ξεπερνούσε, προς την πλευρά της παρανομίας, όμως αυτό δεν αρκούσε για να χαρακτηρίσει κάποιον ως μάγκα, αφού υπήρχαν κι άλλα στοιχεία τα οποία τον ολοκλήρωναν. Και για αυτό το λόγο δεν μπορούσε ο πασαένας να είναι μάγκας!


Ο σωστός μάγκας (ο οποίος σημειωτέον λίγη σχέση είχε με το γραφικό κουτσαβάκι) είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση, μάλιστα κάποιες φορές και έπαρση! Είχε, γενικότερα, ελκυστική εμφάνιση και ήταν άψογα ντυμένος με κοστούμι, λευκό πουκάμισο, γιλέκο, μαντηλάκι και ενίοτε γραβάτα. Είχε μουστακάκι, κρατούσε κεχριμπαρένιο κομπολόι, είχε ασημοδαχτυλίδι στο δάχτυλο, ενώ στην τσέπη του υπήρχε πάντα τέμνον όργανον. (Τα φτωχαδάκια περιορίζονταν σε τσαγκαράδικη φαλτσέτα).

Στα πόδια φορούσε στιβάλια, δηλαδή υποδήματα σαν μπότες, όχι ψηλές σαν τις κρητικές, αλλά μόνο 10 πόντους πάνω από τον αστράγαλο. Τέτοια στιβάλια φορούσε κι ο Γιώργος Μπάτης μέχρι που πέθανε. Ο μάγκας είχε αδυναμία στις γυναίκες και δεν ήταν πιστός, γι’ αυτό και κάποιες φορές τ’ άκουγε στα ίσα από τις αντίστοιχες μάγκισες-ρεμπέτισσες της εποχής του. Χαρακτηριστικό τραγούδι είναι το "Τράβα ρε αλάνι" (1933).


 

«Σαρμάκο», μια ιστορία της Θεσσαλονίκης του 1949 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου.

$
0
0

Το Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020 κάνει πρεμιέρα στο 61ο διαδικτυακό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης η ταινία «Σαρμάκο - Μια Ιστορία του Βορρά» σε σενάριο και σκηνοθεσία Μάρκου Παπαδόπουλου, από φοιτητές και φοιτήτριες του Τμήματος Κινηματογράφου ΑΠΘ, και μαζί της αναβιώνει η Θεσσαλονίκη του 1949 μέσα από ένα -επί δεκαετίες- θρυλικό στέκι της πόλης το "Μακεδονικόν" στα Κάστρα.

"Σαρμάκο" μία λέξη που ο Μάρκος Παπαδόπουλος βρήκε αρχικά στο «Λεξικό της Πιάτσας» και κατά την διάρκεια της έρευνάς του τη συνάντησε και στο τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη από το 1935 το "Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο". Στη λέξη αυτή, που σημαίνει ησυχία, σιωπή, ο σκηνοθέτης βρήκε το ρεμπέτικο στοιχείο που ήθελε να έχει ο τίτλος της ταινίας.

Περίληψη:Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 1949: Λένε πως ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε, αλλά ακόμα οι άνθρωποι ζουν με τα τραύματά του. Ο τεκετζής Αντώνης ιδιοκτήτης του μαγαζιού «Μακεδονικόν», φροντίζει να κρατιέται μακριά από τα πολιτικά. Όμως, μια έκτακτη είδηση ξυπνάει ξανά το πιο σκληρό παιδικό του βίωμα. Καθώς μια δεκαετία, μια ολόκληρη εποχή, κλείνει, η κομπανία παίζει τα τελευταία ρεμπέτικα τραγούδια της. Και για τον Αντώνη έχει έρθει η στιγμή να κλείσει ένα παλιό ανοιχτό λογαριασμό.

Κώστας Φέρρης: Η επιτυχία του «Ρεμπέτικου» ήταν η καταστροφή μου

$
0
0
Κάιρο, Παρίσι, Αθήνα, μεγάλες προσωπικότητες, αξιομνημόνευτες στιγμές: Ο σημαντικός σκηνοθέτης και συγγραφέας μιλά για τη ζωή και την πορεία του.

Γεννήθηκα το 1935 στη Σούμπρα του Καΐρου, όπου κατοικούσαν κυρίως Έλληνες. Υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι όλοι οι Αιγυπτιώτες ήταν πλούσιοι, αλλά αυτό ίσχυε για την Αλεξάνδρεια, η πλειονότητα ήταν φτωχαδάκια.

Η Σούμπρα ήταν μια λαϊκή διεθνής φτωχογειτονιά. Είχαμε και μια εκκλησία, τους Αγίους Αναργύρους, και δύο σχολεία, την Πατριαρχική Σχολή Σούμπρας και το Λύκειο Μικέ, όπου πήγα δημοτικό. Ήταν σαν να ζούσαμε σε ένα παραμελημένο ελληνικό νησί που νοσταλγούσε την Ελλάδα. Όλα τα παιδιά της γειτονιάς είχαμε μια μάνα, μια μεγαλόσωμη γυναίκα, την Ούμα Σαλάχ ‒ ήταν η μάνα του κολλητού μου, του Σαλάχ, αλλά και όλων μας, και είχε τον νου της μη μας συμβεί κάτι. Επειδή το «Κώστας» είναι κακόηχο στα αραβικά, με έκανε «κεφτέ» ‒ φώναζε από το μπαλκόνι της, απ' όπου μας επέβλεπε, «Ουάντ – για Κόφτα».

• Ο πατέρας μου ήταν μηχανικός μοτοσικλετών αλλά και πλοίων, έτσι, όταν χρειάστηκε,.........

Ο Βαμβακάρης κατηγορούμενος για το φόνο μιας πόρνης.

$
0
0

Στη δεκαετία του ΄30 ο πατριάρχης του Ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης, αναγκάστηκε να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη, γιατί στον Πειραιά και στην Αθήνα το καθεστώς του Μεταξά έκλεινε τον ένα μετά τον άλλο τους τεκέδες και τα ρεμπέτικα στέκια και έσπαζαν τα μπουζούκια στα κεφάλια των ρεμπέτηδων.

Την πρώτη νύχτα στη Σαλονίκη συνευρέθηκε με μια πόρνη η οποία στη συνέχεια βρέθηκε δολοφονημένη. Το επόμενο πρωί ένας χωροφύλακας χτυπούσε την πόρτα του και του ζητούσε να παρουσιαστεί αμέσως στον Διοικητή.

Ο Μάρκος υπάκουσε και λίγη ώρα μετά βρέθηκε στο γραφείο του Νίκου Μουσχουντήαντιμέτωπος με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας.

Ευτυχώς η παρεξήγηση λύθηκε γρήγορα και ο Βαμβακάρης αθωώθηκε. Έτσι άρχισε μια σχέση φιλίας ανάμεσα σ' ένα μουσικό του περιθωρίου και σ' ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του επίσημου κράτους.

Στη Θεσσαλονίκη ο Μάρκος βρήκε έναν ανέλπιστο προστάτη στο πρόσωπο του Νίκου Μουσχουντή, μετέπειτα κουμπάρου του Τσιτσάνη.

Στην αυτοβιογραφία του παραδέχθηκε ότι ο Μουσχουντής τους πρόσφερε μέχρι και χασίς για να φουμάρουν. Ο αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης γοητευόταν αφάνταστα τόσο από τη ρεμπέτικη μουσική όσο και από την ζωή των ρεμπέτηδων.

Με δική του παρέμβαση ο φόνος της πόρνης, που αρχικά βάρυνε τον Μάρκο, αποδόθηκε σε άλλο πρόσωποκαι αποκαταστάθηκε η δικαιοσύνη.

Πηγή: www.fosonline.gr


Παπαϊωάννου: Ο αστυνόμος, το χασίσι και οι ρεμπέτες.

$
0
0

«Για λέγε εσύ Βαμβακάρη,λέει του Μάρκουο Μουσχουντής. Να σας πω, απαντάει ο Μάρκος: εγώ θέλω λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο για να τα κάνω χαρμάνι! Εγώ και ο Στράτος μόλις ακούσαμε έτσι μας καπήκανε τα πόδια…» 

Ο Γιάννης Παπαϊωάννουστην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα», αφηγείται ένα περιστατικό με τον Αστυνομικό Διευθυντή Θεσσαλονίκης Νίκο Μουσχουντήπου κυνηγούσε τους κομμουνιστές αλλά λάτρευε τους ρεμπέτες και το τραγούδι τους. Πρωταγωνιστούν ο ίδιος, ο Μάρκος Βαμβακάρηςκαι ο Στράτος Παγιουμτζής.

«Όταν είμαστε στη Θεσσαλονίκη ήρθανε κάτι χωροφύλακες στο μαγαζί ένα βράδυ και μας είπανε ότι μόλις σκολάγαμε ήθελαν να μας δούνε. Πήγαμε στο τμήμα και εκεί μας είπανε ότι την άλλη μέρα θα ξαναπάμε για να μας μιλήσει ο διοικητής… Σκεφθήκαμε ότι θα μας θέλανε για καμιά ιστορία με τεκέδες και τέτοια, γιατί ο Μάρκος και ο Στράτος πήγαιναν κάθε μέρα.

Tέλος μας πάνε στο γραφείο του Μουσχουντή. Μας κοιτάει για λίγη ώρα ο Μουσχουντής χωρίς να μιλάει. Ρωτάει, ποιοι είσαστε εσείς; Του είπαμε, αλλά ξέραμε ότι μας ήξερε καλά. Πούλαγε παραμύθι. Ανοίγει τότε ένα συρτάρι και βγάζει δυο κομμάτια χασίσι και τ’ ακουμπάει πάνω στο τραπέζι! Εμείς κόκκαλο! Από ποιο κομμάτι θέλετε να σας δώσω; ρωτάει ο Μουσχουντής. Πήρα εγώ το λόγο και είπα εμείς, κύριε Διοικητά δεν έχουμε πάρε δώσε με τέτοια, εμείς είμαστε καλλιτεχνες και κοιτάμε τη δουλειά μας... Εσύ τι λες; ρωτάει το Στρατο. Κι αυτός τα ίδια που απάντησα εγώ.«Για λέγε εσύ Βαμβακάρη,λέει του Μάρκουο Μουσχουντής. Να σας πω, απαντάει ο Μάρκος: εγώ θέλω λίγο από το ένα και λίγο από το άλλο για να τα κάνω χαρμάνι! Εγώ και ο Στράτος μόλις ακούσαμε έτσι μας καπήκανε τα πόδια. Αλλά ο Μουσχουντής έβαλε τα γέλια. Πάρτα Μάρκο και τα δυο και καλή διασκέδαση...»

Πηγή: www.fosonline.gr



Το ρεμπέτικο και ο Μάρκος Βαμβακάρης σε κόμικς.

$
0
0
Η Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΕΡΑΣΙΔΗΣ ΚΑΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ ΜΙΛΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΤΕΤΡΑΣ Η ΞΑΚΟΥΣΤΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ», ΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΕΣ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ.

Γράφει ο Μάνος Νομικός


Η «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» σχηματίστηκε το 1934, ήταν η πρώτη κομπανία με μπουζουκομπαγλαμάδες σπεσιαλίστες μουσικούς. Αποτελούνταν από τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιώργο Μπάτη, που υπήρξε ο «νονός» του ονόματος της ορχήστρας, και τους Μικρασιάτες Ανέστο Δελιά και Στράτο Παγιουμτζή. Ο Μάρκος ήταν τότε 29 χρονών, ο Δελιάς 22, ο Στράτος 28 με 30 και ο Μπάτης, από τους πρωτομάστορες του ρεμπέτικου, 45 με 50, του οποίου οι ηχογραφήσεις εντοπίζονται από τις αρχές του αιώνα.

Το graphic novel «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς» (εκδ. Μικρός Ήρως) βασίστηκε στο βιβλίο του πεζογράφου-δημοσιογράφου Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας» και φιλοτεχνήθηκε από τον πολιτικό γελοιογράφο Δημήτρη Κερασίδη, δύο ανθρώπους από τη Θεσσαλονίκη, συνεπαρμένους από την ιστορία της κομπανίας του Μάρκου Βαμβακάρη, τις άγνωστες πτυχές της ζωής του, τον έρωτα του Μάρκου για τη Ζιγκοάλα, τα ναρκωτικά, την τιμή και όλα τα στοιχεία που διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο. Το εξώφυλλο σχεδιάστηκε από τον Κωνσταντίνο Σκλαβενίτη.
Ο Δημήτρης Κερασίδης και ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης μιλάνε στην Athens Voice για τη δημιουργία του βιβλίου τους «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς», τον Μάρκο Βαμβακάρη, το ρεμπέτικο και τα κόμικς.

Ιδρυτικό μέλος των Dead Can Dance κυκλοφόρησε δίσκο με ρεμπέτικα

$
0
0

«Songs Of Disenchantment – Music From The Greek Underground» ονομάζεται το νέο άλμπουμ του Brendan Perry  και περιλαμβάνει ακριβοδιαλεγμένα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια.

Του πήρε έντεκα χρόνια να περάσει από τον πρώτο προσωπικό δίσκο στον δεύτερο. Κι άλλα δέκα από τον δεύτερο στον τρίτο. Μάλλον, ξέρει πώς να κάνει τους φαν να ανυπομονούν-η μουσική για αυτόν δεν είναι fast food. Ο συγκεκριμένος δίσκος κυκλοφορεί τον Φεβρουάριο, αλλά ο Brendan Perry τον ανέβασε στο διαδίκτυο από τώρα.

Το συγκρότημα στο οποίο ανήκε, μαζί με το έτερόν του ήμισυ, την Lisa Gerrard, είναι ο ορισμός αυτού που λέμε «sui generis» και πλήρως ακατάταχτο από άποψης μουσικού είδους. Μυσταγωγία στις ατμόσφαιρες, συγκίνηση, πάθος, τρέλα παντρεύονται ιδανικά στον ήχο της συγκεκριμένης μπάντας, που έστω ως όνομα, είναι σχεδόν τοις πάσι γνωστή.

Το επιτυχημένο ντουέτο δανειζόταν  στοιχεία από μη δυτικές κουλτούρες και να τις ενέτασσε με τρόπο οργανικό στη μουσική του. Αν και αγγλικής και γενικώς ευρωπαϊκής κουλτούρας, οι Dead Can Dance έχουν εντάξει στον ήχο τους στοιχεία από τη μουσική της Αιγύπτου, της Ινδίας, της Περσίας, αλλά και κάθε πολιτισμού που έχει τις ρίζες του στα βάθη της ιστορίας.

Ο ίδιος ο Perry  ποτέ δεν έκρυψε το πάθος του για την ελληνική φιλοσοφία, τη μυθολογία, τη μουσική και ιδιαιτέρως τα ρεμπέτικα ιδιαιτέρως. Έχει εμφανιστεί πολλάκις επί σκηνής με μπουζούκι, ενώ πολλοί τίτλοι τραγουδιών δικών του ή των Dead Can Dance έχουν ελληνική προέλευση. Άλλωστε ρεμπέτικα τραγούδια είχαν ακουστεί και στην περιοδεία των Dead Can Dance “Anastasis” και μάλιστα είχαν αποδοθεί στα ελληνικά.

Στον νέο του δίσκο, ο Perry τραγουδάει στα αγγλικά, με τους στίχους μεταφρασμένους με εκπληκτική ακρίβεια και ευρηματικότητα όπου χρειάζεται, τραγούδια όπως τα «Μες Της Πόλης Το Χαμάμ» του Ανέστη Δελιά, «Ήσουνα Ξυπόλητη» των Τέτου Δημητριάδη και Κώστα Μπέζου, «Παίξε Χρήστο το Μπουζούκι» του Τσιτσάνη   και «Φέρτε Μια Κούπα Με Κρασί» των Απόστολου Καλδάρα και Χαράλαμπου Βασιλειάδη.

Λάτρης του μπουζουκιού ο γνωστός καλλιτέχνης.

Ο καλλιτέχνης αφιερώνει τον δίσκο σε  «όλους τους μετανάστες, του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος».

Τα ελληνικά blues στα καλύτερά τους, λοιπόν…

Πηγή: www.in.gr


Το χαμένο τραγούδι του Χιώτη για τον Άρη Βελουχιώτη (vid)

$
0
0
Οι ερευνητές του ρεμπέτικουαναζητούν ακόμα και σήμερα το τραγούδιπου έγραψε ο  Μανώλης Χιώτηςσε στίχους του ρεμπέτη Νίκου Μάθεσηγια τον Άρη Βελουχιώτηαμέσως μετά την αυτοκτονία του.

Άπαξ και το τραγούδι αυτό δεν κατάφερε να ηχογραφηθεί για λόγους που όλοι αντιλαμβανόμαστε, ούτε ο στιχουργός ούτε κανένας άλλος από το σινάφι των ρεμπέτηδων δεν κατάφερε να ανακτήσει.

15 Ιουνίου 1945, ο Άρης Βελουχιώτης, κατά κόσμον Θανάσης Κλάρας,αποκηρυγμένος από το ΚΚΕ και καταδιωκόμενος από τον Εθνικό Στρατό αυτοκτονεί στη Μεσούντα Άρτας και περνά ανεπιστρεπτί στη σφαίρα του θρύλου. Χαρισματικός και αμφιλεγόμενος ενέπνευσε μια ολόκληρη αφήγηση για την Εθνική αντίσταση και τον Εμφύλιο με υποστηρικτές και πολέμιους, αλλά και με την σφραγίδα ήρωα και αντιήρωα της Ιστορίας. Το ρεμπέτικο τραγούδι δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχο και αδιάφορο απέναντι σε μια τέτοια προσωπικότητα.

Οι ρεμπέτισσες του… ντουνιά!

$
0
0
photo: parathyro.politis.com.cy
Ένα μικρο αφιέρωμα στις γυναίκες που άφησαν εποχή στο ρεμπέτικο και παραδοσιακό τραγούδι....

Από τη Ρόζα Εσκενάζυ ως τη Μαριώ η χρονική απόσταση μεγάλη. Όμως το ρεμπέτικο δεν θα ήταν ίδιο αν δεν υπήρχαν κι οι γυναίκες, που «στόλισαν» με την παρουσία τους το πάλκο, το ομόρφυναν κι άφησαν σημαντική κληρονομιά για το λαϊκό τραγούδι. 

Είτε λόγω νοοτροπίας καθώς ήταν πιο απελευθερωμένες είτε λόγω ανάγκης  οι γυναίκες της Μικράς Ασίας πρωταγωνίστησαν τα πρώτα χρόνια του ρεμπέτικου και καθόρισαν τη σφραγίδα του αλλά κι αργότερα.

Ανεξάρτητα από την τύχη που είχε η καθεμιά και πως συντελέστηκαν όλα αυτά, ήταν γυναίκες που έκαναν σε γενικές γραμμές αυτό που ήθελαν σε μια εποχή, που δε συγχωρούσε τη γυναικεία χειραφέτηση. Ας δούμε μερικές από τις κυριότερες εκπροσώπους του ρεμπέτικου:

Ρόζα Εσκενάζυ


 
Το «καναρίνι», η ναζιάρα Εβραιοπούλα Ρόζα Εσκενάζυ ήταν εμβληματική φυσιογνωμία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Το ρεμπέτικο ίσως να μην ήταν ίδιο χωρίς τη φωνή και τον τρόπο της Ρόζας, η οποία όχι απλώς τραγούδησε αλλά χόρεψε κι ερμήνευσε με τον τρόπο που εννοούμε σήμερα. Γεννήθηκε πιθανότατα στα μέσα της δεκαετίας του 1890 και έφυγε στις 2 Δεκεμβρίου του 1980 έχοντας ζήσει μια θυελλώδη ζωή γεμάτη έρωτες και πάθη, ακόμη και με σύντροφο κατά 30 χρόνια νεότερό της.


 
Γεννήθηκε μάλλον ως Σάρα Σκιναζή σε Σεφαραδίτικη οικογένεια της Πόλης, έζησε στη Θεσσαλονίκη – όπου ο πατέρας της εργαζόταν σε εργοστάσιο βάμβακος- ενώ η παραμονή της για λίγο διάστημα στη Θράκη, ήταν καθοριστική για την επίδρασή της από το μουσουλμανικό στοιχείο. Φυλακίστηκε γιατί βοηθούσε τους Έλληνες και τους Εβραίους στην κατοχή και κράτησε επάξια μια θέση στο πάνθεον των τραγουδιστών, που έχουν επηρεάσει μέχρι σήμερα τον τρόπο που τραγουδιέται το ρεμπέτικο αλλά και το λαϊκό κι η παρουσία της στο πάλκο ήταν αξεπέραστη.

Τραγούδησε και παραδοσιακά κομμάτια κι η φωνή της είναι σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης εποχής λατρεύτηκε από την ελληνική Ομογένεια κι από τους πολίτες των Βαλκανίων ενώ οι ρυθμικές κινήσεις των χεριών της με τα βραχιόλια της μετέτρεπαν στην πραγματικότητα σε μουσικό όργανο και το σώμα της. Πέθανε από Αλτσχάιμερ και δυο χρόνια μετά το θάνατό της ο Κώστας Χατζηδουλής δημοσίευσε ένα βιβλίο με απομνημονεύματα της κορυφαίας ερμηνεύτριας με τίτλο: «Αυτά που θυμάμαι» ενώ το 2008 ο σκηνοθέτης Roy Sher δημιούργησε ένα μουσικό ντοκιμαντέρ με τίτλο: Καναρίνι μου γλυκό, που αναφέρεται στη ζωή της Ρόζας Εσκενάζυ.


Ρίτα Αμπατζή



Μικρασιάτισσα κι η Ρίτα Αμπατζή αλλά από τη Σμύρνη γεννήθηκε το 1914 κι είχε κι αδερφή τραγουδίστρια. Ακολουθώντας το κλίμα της εποχής τραγουδά ρεμπέτικα, σμυρναίικα και δημοτικά τραγούδια και συνεργάζεται με τους κορυφαίους του ρεμπέτικου και του δημοτικού τραγουδιού: Τούντα, Παπαζόγλου, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, αδελφούς Χαλκιάδες.
Πεθαίνει στο Αιγάλεω το 1969 έχοντας σταματήσει ήδη από πολύ νωρίς μια επιτυχημένη καριέρα. Παρά το γεγονός ότι σταμάτησε γρήγορα το όνομά της έμεινε με φωτεινά γράμματα στο ρεμπέτικο τραγούδι.


Αγγέλα Παπάζογλου


 
Γεννήθηκε το 1899 στη Σμύρνη και ήταν σύζυγος του Βαγγέλη Παπάζογλουκαι κόρη μουσικού του Δημήτριου Μαρωνίτη, που έπαιζε βιολί και σαντούρι.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας η Αγγέλα Μαρωνίτη που έμεινε γνωστή με το όνομα Παπάζογλου έμεινε τυφλή λίγο μετά το γάμο της, το 1928 εξαιτίας μιας πάθησης που είχε από νεαρή ηλικία.
Πρωτοτραγούδησε σε ηλικία 16 ως 17 ετών σε διάφορα κέντρα κι ελάχιστα τραγούδια έχουμε σε ηχογραφήσεις της, αμανέδες κι ένα τραγούδι τη Δερβίσαινα, του συζύγου της. Πέθανε τον Αύγουστο 1983 στην Κοκκινιά.



Στέλλα Χασκίλ, η Θεσσαλονικιά


 
Η Στέλλα Χασκίλ, Ιγεχασκέλ ή Γεχασκέλ – Γαέγου, σύζυγος του Ιάκωβου Γεχασκέλ, γεννήθηκε το 1918 στη Θεσσαλονίκη.
Εξ ου κι είχε και το παρατσούκλι «Θεσσαλονικιά» κατά τον ερευνητή – συγγραφέα Σάκη Πάπισταυπήρξε από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου τραγουδιού με βελούδινη φωνή που ερμήνευσε πολλά τραγούδια και με διαφορετικό ύφος από άλλες Θεωρείται πως ανήκει στη δεύτερη γενιά του ρεμπέτικου κι η φωνή της ακούγεται σε τραγούδια των Τσιτσάνη, Χατζηχρήστου, Χιώτη, Περιστέρη, Μπακάλη, Παπαϊωάννου κ.ά.
Τραγούδησε και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα και ξεχωρίζει στο αισθησιακό κομμάτι οι «Σεβιλιάνες» και στο ζεϊμπέκικο «Εδώ πληρώνονται όλα». Μάλιστα, πρώτη φορά γραμμοφώνησε εκείνη το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και το «Πάλιωσε το σακάκι μου», που ακούγονται μέχρι σήμερα.


Γεωργία Μηττάκη


 
Γεννήθηκε το 1911 στον Αυλώνα Αττικής κι ήταν Αρβανίτισσα στην καταγωγή η Γεωργία Μηττάκη. Ο πατέρας της λεγόταν Ευάγγελος Κουρουμπέτσης και η μητέρα της Όλγα Φίστη.
Σε ηλικία 18 ετών εγκαταστάθηκε στου Ψυρρή κι ένα χρόνο αργότερα το 1930 παντρεύτηκε τον Κρητικό, Γεώργιο Μηττάκη και πήρε το επίθετό του, με το οποίο έμεινε γνωστή. Απίστευτη φωνή, λατρεμένη στο δημοτικό τραγούδι που επηρέασε όπως κι η Ρόζα Εσκενάζυ τραγουδίστριες της νεότερης γενιάς, όπως τη Χαρούλα Αλεξίου κ.ά.
Τραγούδησε στον Έλατο και την Αράχωβα με κορυφαίους σολίστες στο κλαρίνο όπως ο Νίκος Καρακώστας ο Κώστας Γιαούζος, συνεργάστηκε με τους αδελφούς Χαλκιά κ.ά. Ταξίδεψε και στην Αμερική και στην Αίγυπτο , ηχογράφησε τραγούδια κι η στεντόρεια δωρική ερμηνεία της την έκανε να ξεχωρίζει. Τελευταίες ηχογραφήσεις της το 1965 αλλά θεωρείται θρύλος για όλη την περιοχή της Αττικής, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου.
Πέθανε το 1977 στο μέρος που γεννήθηκε.
Τραγούδησε Περιστέρη, Παντελίδη, Σκαρβέλη, Τούντα, Τσιτσάνη αλλά ουσιαστικά είναι θεμέλιος λίθος για το δημοτικό τραγούδι η φωνή της. Όποιος δεν έχει ακούσει το «Με γέλασαν μια χαραυγή», έστω από δίσκο, με τα γυρίσματά της φωνής της κι αγαπά τη δημοτική μουσική έχει χάσει ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής παράδοσης αλλά και την ευκολία με την οποία πηγαινοέρχεται στις μουσικές κλίμακες…


Μαρίκα Νίνου


 
Γεννήθηκε 1 Ιανουαρίου 1918 πέθανε 23 Φεβρουαρίου του 1957 και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να γίνει θρύλος.
Το αηδόνι της δεύτερης γενιάς του ρεμπέτικου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη κι ήταν ακροβάτης. Το 1947 με το Ντούο Νίνο και μισό, έκανε ακροβατικά νούμερα με τον άνδρα και το παιδί της. Αν ο Τσιτσάνης έφτιαξε όνομα στο ρεμπέτικο, σίγουρα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του το οφείλει και στη Μαρίκα Νίνου, η οποία θεωρήθηκε η μούσα του.
Η ζωή της Μαρίκας Νίνου ήταν έμπνευση για τον Κώστα Φέρρη που έγραψε το σενάριο «Ρεμπέτικο» το 1983. Μελωδική, αισθησιακή η φωνή της, όσο λίγο τραγούδησε τόσο μεγάλο αποτύπωμα άφησε…


Σωτηρία Μπέλλου


 
Κορυφαία ερμηνεύτρια γεννήθηκε στο χωριό Δροσιά κοντά στη Χαλκίδα στις 29 Αυγούστου 1921. Άνθρωπος των παθών, η Σωτηρία Μπέλλου με τη μπάσα φωνή ήταν από τις αγαπημένες τραγουδίστριες του κοινού αλλά και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Εκρηκτική ως χαρακτήρας έζησε μια ζωή γεμάτη που πηγαινοερχόταν από το ζενίθ στο ναδίρ ως τις 27 Αυγούστου 1997. Παντρεύτηκε αλλά ο γάμος της δεν ήταν ό,τι καλύτερο και σ΄ έναν από τους πολλούς ξυλοδαρμούς που βίωσε του έριξε βιτριόλι και μπήκε φυλακή.
Συνεργάστηκε με τους καλύτερους μουσικοσυνθέτες: Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Καλδάρα και μερικά από τα τραγούδια, που ερμήνευσε, έγιναν τόσο μεγάλες επιτυχίες που τ΄ ακούμε μέχρι σήμερα: Συννεφιασμένη Κυριακή, Είπα να σβήσω τα παλιά κ.ά.
Βασανίστηκε και κλείστηκε ξανά φυλακή και κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, αυτή τη φορά εξαιτίας της αντιστασιακής της δράσης.
Η αντιπαλότητά της με τη Μαρίκα Νίνου έντονη ενώ παροιμιώδης ήταν η αγάπη της για το τζόγο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής της διαγνώστηκε με καρκίνο του φάρυγγα.


Σεβάς Χανούμ

https://i.ytimg.com/vi/oVAndOauvTE/hqdefault.jpg

Η Σεβαστή Παπαδοπούλου ή Σεβάς Χανούμ γεννήθηκε το 1931 κοντά στα Κοκκινόγεια Δράμας. Καλλιτεχνικό ζευγάρι στο πάλκο και στη ζωή με το Στέλιο Καζαντζίδη έμειναν για λίγο χρονικό διάστημα μαζί, σύμφωνα με το βιβλίο «Υπάρχω».
Συνεργάστηκαν με τον Καζαντζίδη σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης και κατά τον τραγουδιστή, βασική αιτία χωρισμού τους ήταν η εξάρτησή της από τα ναρκωτικά, ο οποίος μαζί της ανακάλυψε τον πλούτο της αραβικής μουσικής αλλά και την εκρηκτική τραγουδίστρια της Αιγύπτου Ουμ Καλσούμ. Πέθανε το 1990 στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης.
Αφηγήσεις της περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Σεβάς Χανούμ – Η ιστορία μιας τραγουδίστριας», επιμέλεια Μανουήλ Τασούλας (εκδόσεις Πανός).





Αναδημοσίευση από: www.lesandmore.gr


O θυελλώδης, έρωτας του Βασίλη Τσιτσάνη για τη Μαρίκα Νίνου

$
0
0

Αυτή είναι η ιστορία ενός μεγάλου και σχετικά άγνωστου, φλογισμένου ερωτικού ειδυλλίου, που σημάδεψε τον κόσμο της ελληνικής μουσικής την δεκαετία του 1950. Ο κρυφός έρωτας του Βασίλη Τσιτσάνη με την «αγαπημένη του» Μαρίκα Νίνου, ενώ και οι δύο ήταν παντρεμένοι και με παιδιά, κατέληξε σε μία παθιασμένη σχέση που κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια, για να τελειώσει με ένα από τα πιο αναγνωρίσα κομμάτι της ελληνικής δισκογραφίας.

 Το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι ώρα» ήταν ο τρόπος του μεγάλου συνθέτη να πει στην ερωτευμένη Νίνου πως ο δεσμός τους είχε έρθει η ώρα να τελειώσει. Πώς ξεκίνησε όμως αυτή η θρυλική ιστορίας μίας μεγάλη αγάπης;

Βασίλης Τσιτσάνης και Μαρίκα Νίνου.

 Ο μεγάλος Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 και από μικρή ηλικία κατάλαβε (και εκείνος και οι γύρω του) πως η μουσική είναι η ζωή του. Κατέβηκε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει στη Νομική αλλά αποδείχθηκε άδικος κόπος, αφού το μυαλό ήταν μόνο στο τραγούδι και τη μουσική. 

 Τον Ιούλιο του 1942, ο Τσιτσάνης, παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά μετά από 19 μήνες που υπήρξαν αρραβωνιασμένοι. «Καρποί» του συγκεκριμένου γάμου η Βικτωρία και ο Κώστας.

Πηγή ανάρτησης:www.iellada.gr

Μαζί στο πάλκο. Λέγεται ότι η Νίνου είχε δεχθεί να είναι η παράνομη ερωμένη του Τσιτσάνη αλλά ζήτησε αποκλειστικότητα στη σκηνή και στη δισκογραφία.

 Σχεδόν σε μια παράλληλη ιστορία, η σπουδαία ερμηνεύτρια Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε το 1918 στην Κωνσταντινούπολη.  Το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν. Στα 17 της παντρεύεται τον πρώτο της σύζυγο, τον Αρμένιο Χάικ Μεσποριάν και αποκτούν έναν γιο. Λίγα χρόνια αργότερα, ωστόσο, χωρίζει και το 1944 ερωτεύεται τον δεύτερο σύζυγό της, ακροβάτη και ζογκλέρ Νίνο Νικολαΐδη.

 Εμφανίζεται σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, κάνοντας ακροβατικά νούμερα μαζί με το Νίνο και το παιδί της. Το σχήμα ονομάζεται «Ντούο Νίνο και μισό» και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Η Ευαγγελία αλλάζει το όνομά της σε Μαρίκα, προς τιμήν, όπως η ίδια έλεγε, της Μαρίκας Κοτοπούλη, «υιοθετεί» το όνομα του συζύγου της για επώνυμο όντας πιο… καλλιτεχνικό από το Αταμιάν και ρίχνεται με πάθος στη δουλειά προκειμένου να κάνει πραγματικότητα το μεγάλο της όνειρο. Να γίνει τραγουδίστρια.

 Και κάπως έτσι οι δυο παράλληλες, αυτές ιστορίες, γίνονται μία για πρώτη φορά το 1949. Ο Τσιτσάνης βάζει «φωτιά» στις αθηναϊκές νύχτες τραγουδώντας μαζί με την αξέχαστη Σωτηρία Μπέλλου στου «Τζίμη του Χονδρού» στην Αχαρνών. Η Νίνου τραγουδούσε στο κέντρο «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας στο πλευρό του Στελλάκη Περιπινιάδη και του Μιχάλη Γενίτσαρη.

 Ένα βράδυ ο Τσιτσάνης πηγαίνει στο κέντρο που τραγουδούσε η Νίνου για την ακούσει διότι πολλά του είχαν μεταφέρει για εκείνο το «ανερχόμενο αστέρι του ρεμπέτικου». Λίγο καιρό αργότερα ένα τυχαίο και ολίγον τι βίαιο επεισόδιο θα φέρει τον ένα δίπλα στον άλλο.
Ένα βράδυ και ενώ το κέφι στου «Τζίμη του Χονδρού» βρίσκεται στο ζενίθ μια παρέα θαμώνων που απαρτιζόταν από γνωστούς φιλοβασιλικούς έστησε έναν μεγάλο «τσαμπουκά» με την Μπέλλου.

 Η παρέα ζήτησε από την ορχήστρα να παίξει το τραγούδι «του αητού ο γιος». Η Μπέλλου τους αποκάλεσε «Χίτες» και αρνήθηκε να το ερμηνεύσει.  Στο μαγαζί έγινε χαμός και δεδομένων των πολιτικών συνθηκών το κλίμα δεν την σήκωνε πλέον. Έπρεπε να φύγει από το μαγαζί και ο Τσιτσάνης δεν δυσκολεύτηκε να βρει την τραγουδίστρια που θα την αντικαταστήσει.

Αυτόγραφο της Μαρίκας Νίνου.

Ο Στελλάκης Περπινιάδης γράφει στην αυτοβιογραφία του πως τότε η Νίνου έπαιρνε νυχτοκάματο 25 δραχμές. Ζήτησε αύξηση και όταν της είπε όχι, εκείνη του είπε πως είχε πρόταση να πάει να δουλέψει με 90 δραχμές δίπλα στον Τσιτσάνη. «Της είπα να πάει να δουλέψει με τον Τσιτσάνη, όπου όχι μόνο θα έπαιρνε καλό μεροκάματο, αλλά θα την βοηθούσε και ο Βασίλης, που ήταν καλός συνθέτης. Ο Τσιτσάνης την πήρε έτοιμη από μένα στα μυστικά της δουλειάς και στην τεχνική, αλλά με την κατάλληλη προετοιμασία και με το καλό υλικό που της ετοίμασε δημιούργησε τη μεγάλη Μαρίκα Νίνου, που όλοι μας γνωρίσαμε» γράφει  ο Περπινιάδης.

 Από εκεί και πέρα όλα έγιναν με έναν, σχεδόν, φυσικό τρόπο. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο το δίδυμο Τσιτσάνη- Νίνου «σαρώνει» τα πάντα στο πέρασμά του. Όπου παίζουν γίνεται το αδιαχώρητο. Ο Τσιτσάνης γράφει το ένα τραγούδι μετά το άλλο για την μούσα του και η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη.

 Παράλληλα, οι δυο τους ζουν έναν δυνατό, «παράνομο» έρωτα. Είναι και οι δυο παντρεμένοι και με παιδιά αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να εκδηλώνονται ακόμα και δημόσια.

 Ο Τσιτσάνης, λέγεται, πως από την αρχή της είχε ξεκαθαρίσει πως δεν έχει πρόθεση να διαλύσει την οικογένειά του. Εκείνη φάνηκε να το αποδέχεται, ωστόσο, απαιτούσε να έχει την αποκλειστικότητα στο πάλκο και στην δισκογραφία. Δεν δεχόταν να μοιράζεται τον καλλιτέχνη Τσιτσάνη με καμία άλλη. Ήλπιζε πως έτσι, σταδιακά και με το πέρασμα του χρόνου, θα τον κατακτούσε ολοκληρωτικά.

 Μια από τις απαιτήσεις της Νίνου ήταν να πάψει ο Τσιτσάνης κάθε συνεργασία με την Μπέλλου. Όταν το έμαθε αυτό η Μπέλλου ορκίστηκε εκδίκηση. Είχε πει δημόσια πως αν την έβρισκε ποτέ μπροστά της θα την «έσπαγε στο ξύλο».

 Ένα βράδυ η Μπέλλου δέχθηκε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα σύμφωνα με το οποίο η Νίνου ήταν στο καφενείο του Μάριου, στο κέντρο της Αθήνας, στέκι των μουσικών εκείνη την εποχή. Η Μπέλλου δεν έχασε καθόλου χρόνο. Έφυγε από το σπίτι της, έφτασε στο καφενείο, μπήκε μέσα και έκανε πράξη την απειλή της. Έσπασε στο ξύλο την Νίνου η οποία μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για τις πρώτες βοήθειες.

Πηγή ανάρτησης:www.iellada.gr

Τσιτσάνης και Σωτηρία Μπέλλου.

 «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα…»

 Όσο περνούσε ο καιρός η Νίνου γινόταν και περισσότερο πιεστική. Εν έτη 1953, ωστόσο, τίποτε δεν ήταν όπως πρώτα. Οι τσακωμοί ανάμεσα στο ζευγάρι ήταν συνεχής. Είναι ενδεικτικό πως εκείνη τη χρονιά Τσιτσάνης και Νίνου εμφανίζονταν και πάλι στου «Τζίμη του χονδρού» αλλά δεν μιλιόντουσαν.

 Λίγο καιρό αργότερα, ο καρκίνος «χτύπησε» την πόρτα της σπουδαίας ερμηνεύτριας. Ο Τσιτσάνης της συμπαραστέκεται όσο μπορεί και την πηγαίνει στους κορυφαίους γιατρούς της χώρας. Κάποιοι από αυτούς της συστήνουν θεραπεία στην Αμερική και εκείνη προτείνει στον Τσιτσάνη να πάνε μαζί ώστε να συνδυάσουν την θεραπεία μαζί με μια περιοδεία.

 Εκείνος είναι αρχικά αρνητικός και στη συνέχεια όταν μαθαίνει πως η γυναίκα του είναι έγκυος στο δεύτερο παιδί τους είναι κάθετος πως δεν πρόκειται να πάει μαζί της. Το ζευγάρι τσακώνεται άσχημα και η σχέση τους βρίσκεται πλέον ένα «βήμα» πριν το τέλος.

 Το 1954 δεν είχε απομείνει τίποτα από εκείνον τον σπουδαίο έρωτα. Λίγο προτού φύγει η Νίνου για την Αμερική ο Τσιτσάνης της ζητάει να ηχογραφήσει (τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς) ένα τραγούδι. Εκείνη πηγαίνει στο στούντιο χωρίς να γνωρίζει τους στίχους. Όταν τους διαβάζει συνειδητοποιεί πως δεν είναι ένα απλό τραγούδι αλλά ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα που έπρεπε η ίδια να ερμηνεύσει.

 Η Νίνου δεν άντεξε. Λύγισε αλλά επειδή ήταν περήφανος άνθρωπος έφυγε από το στούντιο για να μην την δουν να κλαίει. Επέστρεψε λίγη ώρα αργότερα και τραγούδησε το «τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», μόνο μια φορά. Το είπε τέλεια. Είναι αυτό που τελικά ηχογραφήθηκε. Λένε πως αν προσέξει κάποιος καλά την ερμηνεία της υπάρχουν φορές που η φωνή της έχει ένα φυσικό λυγμό.

 Λίγο καιρό αργότερα η Νίνου έφυγε για τις ΗΠΑ. Τα χρήματα τα συγκέντρωσαν με έρανο διάφοροι συνάδελφοί της. Εκεί όμως η υγεία της χειροτέρεψε. Ο καρκίνος έκανε πολλές μεταστάσεις και έτσι η μοίρα της ήταν προδιαγεγραμμένη. Επέστρεψε στην Ελλάδα εξαιρετικά αδυνατισμένη. Εργάστηκε για λίγο ακόμη και με φοβερούς πόνους. Πέθανε λίγους μήνες μετά, στις 23 Φεβρουαρίου του 1957, σε ηλικία μόλις 39 ετών. Ο Τσιτσάνης δεν πήγε στην κηδεία της.

Εξώφυλλο από κοινό τους δίσκο.

 Ο μεγάλος ρεμπέτης συνάντησε την Νίνου μόνο μία φορά από τότε που εκείνη επέστρεψε στην Ελλάδα. Την επισκέφθηκε στο σπίτι της στο Αιγάλεω τα Χριστούγεννα του 1956. Όταν η Νίνου τον είδε του είπε: «Σαν άστρο εβασίλεψα…»!

 Αυτά τα λόγια θα είναι οι πρώτοι στίχοι ενός ακόμα τραγουδιού που έγραψε ο Τσιτσάνης για την μούσα του. «Κυριακή σε γνώρισα, Κυριακή σε χάνω, θέλω να είναι Κυριακή κι αυτή που θα πεθάνω», έγραψε ο μεγάλος ρεμπέτης και τραγούδησε η Καίτη Γκρέυ. Ήταν το δικό του αντίο, η δική του συγγνώμη στην Μαρίκα Νίνου.

 «Δουλεύαμε εκείνη την εποχή (σσ: έχουμε φτάσει ήδη στο 1961) με τον Τσιτσάνη. Είχε πεθάνει η Μαρίκα η Νίνου. Μια μέρα λοιπόν, ο Βασίλης είχε μια κασέτα στο αυτοκίνητό του και μου λέει: "Καιτούλι, έλα να ακούσεις ένα τραγούδι που έγραψα για τη Μαρίκα". Μόλις το άκουσα ξετρελάθηκα. Αμέσως μου το έδωσε να το ερμηνεύσω εγώ. Όποτε με άκουγε ο Βασίλης να το τραγουδάω, δάκρυζε», είχε πει παλαιότερα η Καίτη Γκρέυ


Αρχική

Πηγή ανάρτησης:
Viewing all 1578 articles
Browse latest View live