Quantcast
Channel: Το Ρεμπέτικο Τραγούδι
Viewing all 1586 articles
Browse latest View live

Το «ιερό τέρας» της ρεμπέτικης μουσικής ..

$
0
0
«Καρπός» της πολύχρονης έρευνας σχετικά με το έργο και τη ζωή του μεγάλου ρεμπέτη
http://www.koinignomi.gr/news/politismos/2017/06/21/iero-teras-tis-rempetikis-moysikis.html
Συντάκτης: Αντώνης Μπούμπας

Το ταξίδι στις αναμνήσεις της ζωής του Πατριάρχη του ρεμπέτικου τραγουδιού Μάρκου Βαμβακάρη και η ξενάγηση στις έρευνες που επιχειρούν να εξηγήσουν τη μοναδικότητα του ταλέντου του, ξεκινούν μέσα από το δίτομο βιβλίο του Δημήτρη Βαρθαλίτη «Μάρκος Βαμβακάρης: Από τον μύθο στην ιστορία (1600-2017)».
Η παρούσα έκδοση, που πραγματοποιήθηκε από τα Εκπαιδευτήρια Άγιος Παύλος στην Αθήνα, είναι τα αποτέλεσμα της πολύχρονης και εμπεριστατωμένης ενασχόλησης του κ. Βαρθαλίτη με το έργο και τη ζωή του μεγάλου ρεμπέτη. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας, «το βιβλίο αποτελεί έναν ενδιάμεσο σταθμό στη διαδρομή προς την ίδρυση Ιδρύματος Μάρκου Βαμβακάρη με έδρα τη Σύρα», επιθυμία την οποία έχει εκφράσει και σε παλαιότερη συνέντευξή του στην «Κοινή Γνώμη».
Σημειώνεται μάλιστα, ότι το σχετικό δημοσίευμα με τίτλο «Η Σύρος το οφείλει στον Μάρκο» περιλαμβάνεται στις τελευταίες σελίδες του δεύτερου τόμου.
http://www.koinignomi.gr/news/politismos/2017/06/21/iero-teras-tis-rempetikis-moysikis.htmlΜε όπλα τη βαθύτατη γνώση και την αγάπη για το έργο του Μάρκου Βαμβακάρη, ο Δημήτρης Β. Βαρθαλίτης παραδίδει μια βιογραφία του Συριανού καλλιτέχνη που συμπεριλαμβάνει νέες μοναδικές μαρτυρίες για γεγονότα, τόπους και καταστάσεις με αναφορές στον Μάρκο, το έργο του, τα μέρη που έζησε, τους ανθρώπους που γνώρισε και συναναστράφηκε. Ο Πρόεδρος του ΑΧΕΠΑ Αναστάσιος Ε. Βασίλας και ο σκηνοθέτης Νίκος Κούνδουρος, ο φιλόσοφος Ευάγγελος Ρούσσος και ο εθνομουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας, η μουσικολόγος Αναστασία Γεωργάκη, γείτονες από τη Σύρα και τον Πειραιά, μέλη της οικογένειας, δάσκαλοι και συμμαθητές των παιδιών του, καλλιτέχνες που έπαιξαν μαζί του και πολλοί άλλοι, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ξαναζωντανεύουν με το λόγο τους, μαγικές στιγμές της ρεμπέτικης ιστορίας με πρωταγωνιστή το ιερό τέρας του πολιτιστικού underground της πατρίδας μας.
Μία πρώτη γεύση από το βιβλίο του κ. Βαρθαλίτη πήρε το κοινό της Σύρου κατά τη διάρκεια του 1ου Φεστιβάλ Ρεμπέτικου, το καλοκαίρι του 2016, ενώ η ολοκληρωμένη και καλαίσθητη έκδοση θα παρουσιαστεί από τον συγγραφέα στις 30 Αυγούστου 2017, στην έναρξη της δεύτερης διοργάνωσης, στην Έπαυλη Τσιροπινά.

Αποδείξεις της μοναδικότητάς του
Στο βιβλίο αυτό, οι αναγνώστες θα διαβάσουν βιωματικές ιστορίες της οικογένειας του Μάρκου Βαμβακάρη, της συζύγου του Ευαγγελίας, των παιδιών του Δομένικου και Στέλιου, των συγγενών και των γειτόνων του στα Άσπρα Χώματα, των φοιτητών που ξημεροβραδιάζονταν στο υπόγειό του και του κάνανε μεγάλες εκδηλώσεις, των τραγουδιστών που τον επισκέπτονταν στο στούντιό του για να τον συμβουλευτούν, των απλών ανθρώπων, κυρίως των Συριανών, που τον γνώρισαν και διασκέδασαν με τη μουσική και τα τραγούδια του είτε στη Σύρα είτε στην Αθήνα, παιδιών δώδεκα χρονών που έτρεχαν να τον γνωρίσουν, λόγιων της εποχής του, κορυφαίων στο είδος τους, που τον είχανε στο εικονοστάσι και πήγαιναν να τον ακούσουν.

Μεταξύ άλλων, περιλαμβάνονται έρευνες γύρω από το έργο του μεγάλου ρεμπέτη, μια σπουδαία και μοναδικήμελέτη για το γενεαλογικό δέντρο του Μάρκου Βαμβακάρη από το 1600 ως σήμερα,μια ξεχωριστή έρευνα για όλα τα τοπωνύμια της Σύρας που αναφέρονται μέσα στην «Αυτοβιογραφία» του, μια συλλογή από επίσημα έγγραφα του Μάρκου Βαμβακάρη, ένα ταξίδι στον χωροχρόνο της Σύρας μέσα από μια διαδρομή στο παρελθόν στην ώριμη ηλικία του Μάρκου και στο παρόν σε μια φανταστική αναβίωση του Μάρκου σήμερα.

http://www.koinignomi.gr/news/politismos/2017/06/21/iero-teras-tis-rempetikis-moysikis.htmlΤα βιβλίο είναι πλούσιο σε γλωσσάρια, στίχους των τραγουδιών του Μάρκου Βαμβακάρη και στίχους δημοτικών τραγουδιών που άκουγε στη Σύρα, λεξικογραφημένες πληροφορίες, φωτογραφικό υλικό και μερικές διορθώσεις στις ανακριβείς πληροφορίες γύρω από τη ζωή και το έργο του, ενώ περιλαμβάνονται και μερικά κείμενα που φωτίζουν τη θρησκευτική παράδοση της Απάνω Σύρας, όπως την έζησε ο ίδιος ως το 1920, που έφυγε από το νησί.
Για τη συγγραφή του βιβλίου αντλήθηκε υλικό από τα Αρχεία της Καθολικής Επισκοπής Σύρου, της Καθολικής Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του Ιερού Καθολικού Ναού Αγίου Σεβαστιανού Απάνω Σύρας, του Ιερού Καθολικού Ναού Αγίου Παύλου Πειραιά, του Ιστορικού Αρχείου Κυκλάδων, του Ληξιαρχείου Άνω Σύρας, του Υποθηκοφυλακείου Ερμούπολης, του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Κυκλάδων, του Μουσείου Μάρκου Βαμβακάρη της Απάνω Σύρας, του Ληξιαρχείου του Δήμου Νικαίας και του Ληξιαρχείου του Πειραιά.

Στον πρόλογό του, ο κ. Βαρθαλίτης ευχαριστεί όλους εκείνους που του παραχώρησαν μελέτες, συνεντεύξεις ή σκίτσα, τα ονόματα των οποίων βρίσκονται στα περιεχόμενα και στα ευρετήρια του βιβλίου με μαύρα γράμματα.

Όπως υπογραμμίζει «οι συνεντεύξεις των απλών ανθρώπων αυτού του βιβλίου, μας ωθούν να δούμε τον Μάρκο πίσω από τον Βαμβακάρη και να γνωρίσουμε αθέατες πτυχές της ψυχής του. Η κάθε συνέντευξη είναι μοναδική, καμία δεν επαναλαμβάνει την άλλη και χαρίζει μια ξεχωριστή οπτική στην προσωπικότητά του».

«Σύγκριση» με τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις πρώτες σελίδες του Α’ Τόμου, ο συγγραφέας επιχειρεί έναν παραλληλισμό ανάμεσα στις αυτοβιογραφίες του Μάρκου Βαμβακάρη και του Γάλλου φιλοσόφου και συγγραφέα Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, με σκοπό να αναδείξει τη σοφία και το μεγαλείο της ψυχής του μεγάλου ρεμπέτη. Η πνευματική «συνάντηση» των δυο τους στα προοίμια των έργων τους, με κοινό κίνητρο, την εξομολόγηση, αλλά και η καταγεγραμμένη επιθυμία τους να εκθέσουν τις προσωπικές αλήθειες τους στον κόσμο, αναγνωρίζοντας το παράτολμο του εγχειρήματός τους, προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον και περιέργεια.

http://www.koinignomi.gr/news/politismos/2017/06/21/iero-teras-tis-rempetikis-moysikis.htmlΗ έκδοση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε από τα Εκπαιδευτήρια Άγιος Παύλος μέσα στα οποία δημιουργήθηκε το μη κερδοσκοπικό σωματείο C.I.R.EL. – Διεθνές Κέντρο Έρευνας Αίσωπος – Λα Φονταίν με ιδρυτή τον Δημήτριο Βικεντίου Βαρθαλίτη. Οι μύθοι του Αισιώπου με πρωταγωνιστές τα ζώα είναι γνωστοί για τον εκπαιδευτικό χαρακτήρα τους. «Κατά τρόπο ανάλογο θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η μουσική διαδραματίζει τον δικό της ρόλο στη διάπλαση του ψυχισμού των ανθρώπων, μέσω των θεραπευτικών ιδιοτήτων που διαθέτει. Έτσι, το ρεμπέτικο είδος μουσικής, εκφραστής του οποίου είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης χρησιμοποιεί το μπουζούκι και καταφέρνει με τις πενιές του να μας ψυχαγωγήσει και να μας λυτρώσει από το ντέρτι και τον καημό της ψυχής μας», καταλήγει ο κ. Βαρθαλίτης.

 

 
http://www.koinignomi.gr/news/politismos/2017/06/21/iero-teras-tis-rempetikis-moysikis.html

http://www.koinignomi.gr/news/politismos/2017/06/21/iero-teras-tis-rempetikis-moysikis.html



«ΧΑΡΜΑΝΤΑΛΗ ΖΕΙΜΠΕΚ» και «ΤΑΞΙΜ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ!» [video]

$
0
0
Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος
Πολλά τα γραφόμενα σε σχέση με μουσικά δάνεια και αντιδάνεια της παραδοσιακής μας μουσικής. Ακούσματα παλιών λαϊκών οργανοπαιχτών και ασματόρων λειτούργησαν συνειρμικά για πολλούς από γνωστούς καταξιωμένους ονομαστούς μας «παιχνιδοπαίχτες» και αποτέλεσαν  την αφορμή και τη βάση για δημιουργία αριστουργημάτων του Αστικού Λαϊκού μας Τραγουδιού.

Ιδιαίτερα το ανατολικό μας νησιωτικό Αιγαίο βρίθει από σκοπούς και ανάλογους μουσικούς ρυθμούς.

Ρυθμοί που κύρια εκφράζονταν με όργανα όπως η ταμπούρα, τα γόνατα, τα τσιβούρια, το βιολί και το σαντούρι, που ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να θεωρούνται παραδοσιακοί σαν τοπικοί χορευτικοί ρυθμοί.

Είναι εξαίσιο από μουσικολογική άποψη πως σε χρόνο ανύποπτο ένα μουσικό αυτί αντιλαμβάνεται και ταυτοποιεί ένα παλιό άκουσμα με κάποιο ύστερο.

Η γειτνίαση νησιών μας όπως η Λέσβος, η Σάμος, η Χίος με τα Ιωνικά παράλια υπήρξε ο βασικός λόγος που εδώ και πάνω από ενάμισι αιώνα προσδιόρισε ουσιαστικά ένα πανομοιότυπο εκφραστικό τρόπο μουσικής.

Το σύμμικτο για πολλά χρόνια του πληθυσμιακού στοιχείου συνέβαλε εξ άλλου και στην ιδιαίτερη μουσική εκφραστικότητα  των νησιών μας που γειτονεύουν όσο μια ματιά με τα μικρασιατικά παράλια.

Μουσικοί λοιπόν με σαντουροβιόλια συνδιασκέδαζαν με συναδέλφους τους κι’ ας προέρχονταν από απέναντι.

Ιδιαίτερα πρωταρχικά συναντώνται εκτός από μπάλλους και άλλα είδη χορευτικά, όπως ο μακελάρικος, ο βρακάδικος, ο τσανταρμάς, τα γιουρούκικα, ο Φωκιανός καρσιλαμάς, η Αισέ, τα μικρά απτάλικα και βέβαια ο περίφημος Χαρμαντλή Ζειμπέκ, που εκφράζονται μέχρι τις μέρες μας.

Ρυθμοί με βάση τον μακάμικο τρόπο παιξίματος και  την Σμυρναϊκή Ιωνική η πολίτικη νωχελική, μα ιδιαίτερα συγκινησιακή και σημειολογική μουσική ταυτότητα που σφράγιζε και αποτύπωνε την εκδηλωτική εθιμικότητα κυρίως του ανδρικού πληθυσμού.

Καθαροί βυζαντινοί ρεμπέτικοι τρόποι και ρυθμοί αποτέλεσαν το έρεισμα για τους Έλληνες ρεμπετοπαίχτες αλλά και τους εκ Σμύρνης προσφυγοκαλλιτέχνες που ήρθαν στην Ελλάδα το 1922, ώστε  να δημιουργήσουν αριστουργήματα.

Όπως το αξεπέραστο «Ταξίμ ζειμπέκικο» του Μάρκου στα 1937.


Πρόκειται για αποτύπωση του «Χαρμαντλή ζειμπέκ», μιας μελωδίας ανώνυμης πριν το 1900 που λαϊκοί οργανοπαίχτες έπαιζαν με δύο όργανα (βιολί και σαντούρι).

Παιδί στη Σύρα ο Μάρκος, συμμετείχε στις ζειμπέκ εκδηλώσεις, κρυφάκουγε τους τότε λαϊκούς οργανοπαίχτες, πέρασαν τα χρόνια αλλά το μυαλό δεν γέρασε. Ήρθε στον Πειραιά, κάποια στιγμή θυμήθηκε τη μελωδία, πήρε το μπουζούκι, την προσάρμοσε με δικό του τρόπο και έφτιαξε το …θαύμα. Το «Ταξίμ ζειμπέκικο».
Στην ηχογράφηση στην κιθάρα τον συνόδευσε ο Σπ.Περιστέρης. Ήταν τόσος ο θαυμασμός του για το κομμάτι που λίγο αργότερα o ίδιος πήρε το ρυμό, έβαλε λόγια και έφτιαξε το «Ένας μάγκας στο Βοτανικό». Αλλά το πρωτότυπο είναι πρωτότυπο και ήταν…Μάρκος!.

Το «Χαρμαντλή ζειμπέκ» παίζεται ακόμα και σήμερα στην Αγιάσο της Λέσβου με βιολί και σαντούρι όπως κάποτε.
*Εκπληκτικό παίξιμο με σαντούρι από τον Παναγιώτη  Βέργο 
«Χαρμαντλή ζειμπέκ»
 
Του Μπάμπη Κ. Μώκου
 
 

«ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ…ΟΡΙΕΝΤΑΛΙΣΜΟΣ!» (Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος)

$
0
0
Στην πολιτική και την διπλωματία,εν πολλοίς, σε χαρακτηρισμούς  και λέξεις διαπιστώνεται σκοπούμενη νοηματική σημειολογική εννοιολογική παραλλαγή. Στον προσδιορισμό όμως ρευμάτων μουσικής εκφραστικότητας τα πράγματα αλλάζουν. Κάθε παρέκκλιση είναι αξιωματικά ανεπίτρεπτη.

Μουσικός οριενταλισμός. Νοοτροπία,ύφος  έκφρασης από την στιχουργική μέχρι την μελωδία,που στηρίζεται σε θεώρηση της ανατολίτικης εξωτικής εθιμικότητας από τη δύση και αφορά η πραγματεύεται δρώμενα εκδηλωτικότητας της ανατολίας.

Ιδιαίτερη η σχέση του με το ρεμπέτικο,καθώς άξιοι και σημαντικοί του ρεμπέτες δημιουργοί  τον προσδιόρισαν σαν πηγή έμπνευσής τους και νοσταλγικά και αριστοτεχνικά αποτύπωσαν μουσικά αριστουργήματα.

Αλλιώτικα,καμία Σεράχ,καμιά Γιουλμπαχαρ,καμιά Γκιουλ Τζαμάλ  δεν θα έφθανε να ακουστεί η να γραμμοφωνηθεί στην Ελλάδα την εποχή μάλιστα του δημιουργικού γιγαντισμού και της αποθέωσης του πραγματικού ρεμπέτικου.

Μουσικός οριενταλισμός. Μια μυθοπλασία με στοιχεία πραγματικότητας. Οπου σε εποχή που πρωτομάστορες όπως ο Μάρκος,ο Τσιτσανης,Ντουο Χάρμα,Απόστολος Χαντζηχρήστος,ξέκοβαν από τα 9/8 και …μαστόρευαν τραγούδια περίφημα σε ρυθμό ανατολίτικο.

Από το 1880 που ο Αρμένης Ντιχράν Τσοχαντζιάν έγραψε μια τρίπρακτη μουσική οπερέττα,στην τούρκικη γλώσσα,την «Λελεπιντζή Χορ-χορ αγάς» με  μελωδίες και τραγούδια που παίχτηκαν σε όλη την βαλκανική,αλλά και σε πολλές παραστάσεις στην Ελλάδα,στα ελληνικά. Στα 1931 η οπερέττα παρουσιάστηκε μάλιστα και στην Πόλη με πρωταγωνίστρια την Ζωζώ Νταλμάς.

Χαρακτηριστικό πως στην πρώτη παράσταση Κωμειδύλλιου του Δ.Κόκκου στη χώρα μας,όλες οι μελωδίες ήταν από την «Λελεπιντζή Χορ- χορ Αγάς»!. Ακολουθεί η δεκαετία (1886-1896) των Καφέ Αμάν με φυσιογνωμίες του ανατολίτικου τραγουδιού (Πολίτισσα,Σιορ Κατίγκω,Φωτεινή κ.α.) που κατακλύζουν την Αθήνα,υστερα ο περίφημος Γιοβανίκας,οι αμανέδες, τα ταξίμια,κι’αφού παρακμάσουν τα Καφέ Αμάν,έρχεται το Θέατρο Σκιών που εκφράζεται ανατολίτικα.

Ακολουθεί η επιθεώρηση με τα δυτικότροπα και τους εκφραστές της να συγκρούνται ανηλεώς με τα ανατολίτικα. Οπότε προβάλλει το 1922 που επικρατεί η ωριμότητα των συνθηκών για διασταύρωση Ανατολής-Δύσης και η επικράτηση του ρεμπέτικου που θέλγει και ενσωματώνεται στην λαική κουλτούρα.

Φαντασία,έμπνευση,ακούσματα,καταβολές,τοπωνύμια,δρώμενα, συνθέτουν τον εκφραστικό κορμό του ρεμπέτικου. Κάτι εμφανές σε όμορφες συνθέσεις και δημιουργίες ανεπανάληπτες, ιδίως του γηγενή ξεριζωμένου του πρόσφυγα που μέχρι το τέλος του δεν θα ξεχάσει ποτέ ό,τι εζησε,
ό,τι είδε, ότι,άκουγε να συμβαίνει γύρω του,στον τόπο του. Γι’αυτό και το…τραγουδούσε!.

Όπως του Απόστολου Χατζηχρήστου,αυτού του ευγενή, γενναιόδωρου Σμυρνιού που κάθησε και έγραψε τον «Καικτσή». Ενα τραγούδι μνημείο ανεπανάληπτο που πολλοί το συνδέουν με το «Λεπλεπιντζή Χορ- χορ Αγά»(;). (Λεπλεπιντζης=Ο στραγαλαντζής στα τούρκικα).-

Γεγονός πως  ο Χαντζηχρήστος  χρησιμοποιεί πολλές τουρκικές λέξεις στα τραγούδια του. Λίγα για τον «Καικτσή» αναφέρει ο αείμνηστος Νέαρχος Γεωργιάδης στο βιβλίο του «Από το Βυζάντιο στον Μάρκο Βαμβακάρη»:

«Οπου το τραύμα του ξεριζωμένου και της χαμένης πατρίδας,του προκαλεί αθεράπευτη νοσταλγία εξωτισμού να πεί στην κλεισμένη στο χαρέμι «γιαλέλι»,να κλέψει την «γκιουζέλ-χανούμ» που φυλακισμένη χάνει τα νειάτα της λιώνοντας  μέσα στο Χαρέμι στη «Λίμνη του Σαραγιού!».-

Αξίωση: Μακρυά από απαξιώσεις και δαιμονοποιήσεις μουσικών παραδοσιακών δημιουργημάτων. Σεβασμός σε ότι έκτισαν οι πρωτομάστορες.Είναι ευθύνη μας στο διηνεκές. Η παράδοση είναι η ταυτότητα,η…ψυχή μας.

Εδώ,το…«περί ορέξεως!» δεν εχει θέση!.-

Του Μπάμπη Κ. Μώκου

Λεωνίδιο: Αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι στην Φάμπρικα Πολιτισμού (pics-vid)

$
0
0

Leonidion.grΗ Χορωδία Ενηλίκων Δήμου Νότιας Κυνουρίας, υπό τη διεύθυνση του μαέστρου κ. Σταύρου Κουτίβα, μας ταξίδευσε  το βράδυ,2 Ιουλίου, σε καιρούς περασμένους αλλά όχι ξεχασμένους, με αγαπημένα ρεμπέτικα τραγούδια, στην κατάμεστη αίθουσα πολλαπλών χρήσεων της Φάμπρικας Πολιτισμού στο Λεωνίδιο.

Την εκδήλωση συνδιοργάνωσαν το Αρχείο Τσακωνιάς και η Χορωδία Ενηλίκων Νότιας Κυνουρίας, υπό την αιγίδα του Δήμου Νότιας Κυνουρίας.

Η κάμερα του Leonidion.grήταν εκεί:


Leonidion.gr

«Ο ΞΕΦΤΙΛΗΣ!..». (Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος)

$
0
0
Άλλο γνώση, άλλο γνωστικότητα. Ενδείξεις, αμφιθυμίες και μη αποδεδειγμένες θεωρίες  στη μουσική δεν αρκούν. Η γνωστικότητα απαιτεί τεκμηρίωση.

Χωρίς αυτήν γεννάται η αμφιβολία. Στο ρεμπέτικο σαν σύνολο πολιτισμικής κουλτούρας ,ό,τι πεις, ό,τι ισχυρισθείς, ό,τι προβάλλεις, σαν θέση και άποψη χρειάζεται να το αποδείξεις, να το στηρίξεις. Το ρεμπέτικο ήταν και εξακολουθεί να είναι…πολιτισμικό κίνημα!. Ένα κίνημα με σπουδαίους μουζικάντες που σκιαγράφησαν ανεξίτηλα στο νεοελληνικό πολυπολυτισμικό κάδρο.

Ανθρώπους που κατέθεσαν ταυτότητα δημιουργικού μουσικού ανεπανάληπτου ταλέντου και μας κατέλιπαν υποθήκες Λαϊκής Αστικής παράδοσης. Έτσι εξηγείται και η χρονική διαπερατότητα και βέβαια η αντοχή τραγουδιών πάνω από ενάμιση αιώνα, μέχρι τα σήμερα.
Ο ΞΕΦΤΙΛΗΣ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΛΙΚΙΑΣ (ΤΖΑΚ ΓΚΡΕΓΚΟΡΥ) 
 video: pankonstantopoulos

Κι’ αυτό γιατί δεν ταν τραγούδια ρηχά, φαιδρά, εφήμερα επινοήματα.
Ήταν η κοινωνία…τραγουδισμένη!

Όπως παντού, δημιουργοί υπήρξαν τρίτοι, δεύτεροι και πρώτοι!. Όμως ο πρωτομάστορας είναι πρωτομάστορας. Κι’όταν πρόκειται για τον άνθρωπο που έσιαξε τον…ύμνο του ρεμπέτικου, «Το μινόρε του τεκέ», τότε και…τα σκυλιά δεμένα. Ούτε αμφιβολίες, ούτε εξηγήσεις ούτε…παρεξηγήσεις!.

Αμερική των Ελλήνων μουσικών της διασποράς. Εκτός από τον Μιχάλη Αραχιτιντζή που γραμμοφώνησε το πρώτο του τραγούδι στα 1896, η πραγματική δισκογραφική αποτύπωση αρχίζει στα 1910. Το ρεπερτόριο κάθε είδους, πολυποίκιλο.

Οι…πρεσβευτές «ρεμπετοπαιχνιδοπαίχτες» τεράστιοι : (Παύλος Αρμάνδος, Γιώργος Χέλμης, Κυρία Κούλα, Μαρίκα Παπαγκίκα, Αχιλλέας Πούλος, Αμαλία Βάκα, Γιαννάκης Ιωαννίδης, Γ.Κατσαρός, Κ.Μπέζος, Τέτος Δημητριάδης, Σωτήρης Στασινόπουλος, Κώστας Δούσας, Σταύρος Καλούμενος, Μανώλης Καραπιπέρης, Βιργινία Μαγκίδου, Μάρκος Μελκόν, Βικτωρία Χαζάν, Ι.Δεγαίτας, Αξιώτης Κεχαγιάς κ.α.)

Είναι η πρώτη φουρνιά λαϊκών οργανοπαικτών και ασματόρων. Μέχρι το 1926 η παραγωγή τραγουδιών με ταμπούρ, κιθάρα, σαντουροβιόλια, ούτια κ.λ.π. αγγίζει τα 670. Οι ρυθμοί παραδοσιακοί, κυρίως ανώνυμων, αλλά και συνθέσεις επιτηδευμένες με λόγια για νόστο, για την ξενιτειά, για το περιθώριο-τη μαγκιά, την γυναίκα, τον έρωτα, την εργατιά, τις..κακές συνήθειες και τα καθημερινά βιώματα σ’ένα κόσμο για τους πιο πολλούς πρωτόγνωρο.

Οι δισκογραφικές εταιρείες με πρώτη την Columbia διεκδικούν θέση-μερίδα στην αποτύπωση των τραγουδιών. Μάλιστα από το 1919 εμφανίζονται οι πρώτες ελληνικές εταιρείες (Κα Κούλα-Γιάννης Κυριακάτης, Γιώργος Γκρέτσι και Αφοι Στάμου, Χαρίλαος Κρητικός κ.α), που διεκδικούν και καταλαμβάνουν μερίδιο στην αγορά .


Το Μινόρε Του Τεκέ - Οργανική Εκτέλεσις - 
Video:Θεοφάνης Δ. Αλεξάνδρα Κ.


Ένας ανηλεής πόλεμος αρχίζει στα 1931. Ο Ιωάννης Χαλικιάς η Τζάκ Γκρέκορυ  ταιριάζει «Το Μινόρε του Τεκέ». Τρέχουν οι εταιρείες που αντιλαμβάνονται την αξία της μελωδίας. Κερδίζει τη μάχη η Columbia και ο Χαλκιάς είναιο πρώτος επίσημα μπουζουκτζής στην δισκογραφία.

Το ίδιο και στην Ελλάδα όπου ταυτόχρονα έρχεται τον ίδιο χρόνο το τραγούδι και γίνεται πανζουρλισμός. Το οργανικό αυτό κομμάτι θεωρείται ιστορικό καθώς γίνεται η αιτία να καθιερωθεί το μπουζούκι ως πρωτότυπο εθνικό όργανο για τον ελληνισμό τον 20 ο αιώνα.

Ο πανέξυπνος Περιστέρης, ακούει το κομμάτι, βλέπει την κυκλοφορία στα ύψη και δυο χρόνια αργότερα ανακαλύπτει μια άλλη περίφημη δημιουργία του Χαλικιά. Πάλι ένα οργανικό κομμάτι, που έχει μέν λόγια-συνομιλία στην εισαγωγή αλλά στη συνέχεια ένα συνθετικό ρυθμό αριστοτεχνικά οργανικό που τον…τρελλαίνει.Είναι ο περίφημος «Ξεφτίλης».

Εκεί κοντά στα 1935 δεν χάνει καιρό φωνάζει τον φίλο του στιχουργό Κώστα Μακρή και τον τραγουδιστή Γιώργη Παπασιδέρη και φτιάχνει το περίφημο «Μεσ’στον Τεκέ της Μαριγώς».

Το …ρίχνει στην αγορά και γίνεται χαμός.

*Αξιομνημόνευτη την ίδια χρονιά και η εκτέλεση του ίδιου τραγουδιού με τον Τέτο Δημητριάδη..

ΜΕΣ' ΣΤΟΝ ΤΕΚΕ ΤΗΣ ΜΑΡΙΓΩΣ, 1935, ΤΕΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ. 


Του Μπάμπη Κ. Μώκου

Annabouboula - Ανναμπουμπούλα: Οι εφευρέτες της ελληνικής της διασκευής

$
0
0

Οι εφευρέτες της ελληνικής ψυχεδελικής Funk και της διασκευής.

Το 1986, οι Ανναμπουμπούλα ξεκίνησαν με το πρώτο άλμπουμ  με τον τίτλο"Hamam"

Ας ακούσουμε μερικά από τα τραγούδια-διασκευές...


Annabouboula Bio



“Annabouboula” is a Greek expression meaning a mixed-up noise, but for years, Annabouboula the group has been exploring a seductive alternate musical world where Greek, Middle Eastern and Balkan  traditions are re-tooled and re-imagined with an anything-goes attitude befitting their Athens-meets-downtown New York origins. Featuring the spellbinding Anna Paidoussi singing provocatively over the rhythms and soundscapes of guitarist George Barba Yiorgi and friends, their new release Immortal Water picks up where their classic critically-acclaimed World Beat albums like In The Baths of Constantinople left off, injecting surf-rock, big-beat electronica, and gypsy-pop flash into their unique blend of Greek folk, rebetika, and contemporary flavors. From the hard-rocking anthem of the Athens underworld Hello Sailor, to the haunting dub-reggae inflected What Do You Care, to the odd-meter electronic dance workout of The Drum Lesson, to the title song, a reworking of a 1920s folk tune for the 21st century, Annabouboula will take you on a trip to the outer limits of global pop.
~
In the 1980s, Greek-American producer/anthropologist Chris Lawrence set out to put together a pop music act named Annabouboula to embody his vision of a totally contemporary, progressive electric rock sound rooted in traditional music of Greece and the Near East, a concept that was, at that time, unheard-of. He enlisted fellow Greek-American singer ANNA PAIDOUSSI to be the “Anna” to front this downtown New York-meets-Athens experimental recording project. After hearing demos of Anna backed by psychedelic trance-rockers Saqqara Dogs, composer/producer GEORGE SEMPEPOS came aboard as musical director, bringing along his alter-ego, guitarist GEORGE BARBA YIORGI. Like Chris and Anna, George had grown up in a bi-cultural environment and had long nurtured a dream of combining Greek and modern pop influences to create something altogether new, that could hold its own in the emerging alternative rock and electronic dance club scenes. In 1986 Annabouboula’s utterly other-worldly debut single “Hamam”, recorded and mixed not far from the old belly-dance clubs of New York’s West Side, was released by Virgin Records in Greece; exported to the U.S., France, and England, and propelled by Anna’s soprano keening over a relentless Go-Go funk-meets-the-Casbah rhythmic fever dream, it soon became an underground cult sensation. In the years that followed, the project evolved into a proper band with an international following especially in what would come to be called “World Music” circles. They played to the crowds at festivals such as WOMAD and appeared on U.S., U.K. and Japanese network television; their American releases on Shanachie generated critical praise and college radio airplay– even though almost all of their material was sung in Greek. In Greece, their influence continues to be heard today in numerous Hellenic dance music and would-be “World Beat” productions.
For all their modernist attitudes and production styles, which anticipated the likes of Trans Global Underground by several years, ANNABOUBOULA members did their homework and exhaustively researched the more obscure corners of Greek and neighboring musical cultures. These include Rembetika–the so-called Greek Blues, originally the songs of hashish clans and outlaws; and Smyrnaika, the elaborate oriental cafe music of the refugees from Greek Asia Minor. ANNABOUBOULA’s noisy confusion has embraced deliciously vulgar belly-dance tunes, romantic oriental tangos, pentatonic dirges from the mountains of Epirus, crypto-Turkish laments, proto-feminist rants, sampled Orthodox clerics, wailing clarinets and drunken baghlamas…
Ironically, Annabouboula went into hibernation in 1993 just as the concept it had pioneered– fusing contemporary electro-pop and rock with traditional music from “exotic” sources– was becoming an accepted genre. But in 2008 Anna Paidoussi , George Barba Yiorgi and Chris Lawrence re-united to pick up where they had left off, dusting off early tracks from what was to have been their third CD album, a collection of tunes named for their version of a nearly-century-old Asia Minor rembetika folk song. After re-recording and writing new material, they proudly present the now-complete IMMORTAL WATER. This contemporary release effectively re-launches Annabouboula, and more surprises are planned for the months ahead. The sound they create today is an extension of the sound they pioneered in the ‘80s and ‘90s: Drum machines, funky loops, surf-rock guitars and African percussion underscore Anna’s soaring vocals, but the songs are always the real stars of this Mediterranean sideshow. As always, some tunes are covers or radical re-workings of old bouzouki and folk songs; others are original compositions inspired by the modes, textures and rhythms of old genres. The new Greek lyrics express the irreverent attitude of an uprooted culture forced to create a kind of dream-world modern Greek pop. As Annabouboula write in the CD liner notes: “We all imagine ourselves, and this is the Greek music of our imaginations”.


Annabouboula.com

«ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ - CAFE AMAN» στο Ρωμαϊκό Ωδείο

$
0
0
«ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ - CAFE AMAN» στο Ρωμαϊκό Ωδείο
http://www.pelop.gr/?page=article&DocID=382531Το Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας παρουσιάζει την Τρίτη 11 Ιουλίου στις 9.30 το βράδυ, στο Ρωμαϊκό Ωδείο το «ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ - CAFÉ AMAN» του Κώστα Φέρρη, σε μουσική Διεύθυνση Θέσιας Παναγιώτου.
Το συγκρότημα με την αρχική επωνυμία «το CAFÉ AMAN του Φέρρη», ιδρύθηκε το 2001, από τον σκηνοθέτη της ταινίας ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ και την μουσικό ΘΕΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, και από τότε συμμετείχε σε τέσσερις πλήρεις σεζόν σε Νυχτερινά Κέντρα, δεκάδες συναυλίες και μουσικές παραστάσεις στην Ελλάδα και το Εξωτερικό(Βουδαπέστη, Σμύρνη, Ιερουσαλήμ, Γερμανία), σε σειρά 60 ωριαίων εκπομπών με τον τίτλο ΟΝΕΙΡΟΥ ΕΛΛΑΣ για την ΕΡΤ3, δεκάδες εμφανίσεις σε πολλά τηλεοπτικά κανάλια.
Η τηλεοπτική σειρά ΟΝΕΙΡΟΥ ΕΛΛΑΣ, σημείωσε τεράστια εμπορική και κριτική επιτυχία και αναγνωρισιμότητα, και σήμερα οι εκπομπές σε μορφή DVD, προβάλλονται στα περισσότερα Μουσικά Σχολεία της χώρας.
Μαζί με τον Κώστα Φέρρη οι:
Θεοδοσία Στίγκα, Γιώργος Κουτουλάκης, Θοδωρής Λίζος, Σπύρος Κονσολάκης, νίκος Ανδριάς, Αντώνης Γζίκας και Γιώργος Γκίκας
Τιμές εισιτηρίων : 10& 7*ευρώ *(φοιτητικά, απόρων,ανέργων)

Σημεία πώλησης

ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ
Ταμείο Δημοτικού Θεάτρου "Απόλλων"
10.00 - 13.00 & 18.00 - 21.00
Πλατεία Γεωργίου
2610 273.613
Music Station (ώρες καταστημάτων) Ρήγα Φεραίου 34
2610 222.411
Οπτικά Καραμούζης (ώρες καταστημάτων) Μαιζώνος 92
2610 221.989
Βιβλιοπωλείο Discover Πατρέως 30
Βιβλιοπωλείο «Ροδόπουλος» Κορίνθου και Φιλοποίμενος (ώρες καταστημάτων)

http://www.pelop.gr/?page=article&DocID=382531

Ο Θανάσης Παπαγεωργίου θα ενσαρκώσει τον κορυφαίο ρεμπέτη Μάρκο Βαμβακάρη

$
0
0

in.gr logoΤον κορυφαίο Έλληνα μουσικό του ρεμπέτικου τραγουδιού Μάρκο Βαμβακάρη θα ενσαρκώσει ο Θανάσης Παπαγεωργίου τον επόμενο χειμώνα στην παράσταση με τίτλο «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης»στο Θέατρο Στοά.

Πρόκειται για μονόλογο, που έγραψε η Νάνση Τουμπακάρη, ο οποίος είναι βασισμένος στις αφηγήσεις του ίδιου του Μάρκου έτσι όπως καταγράφηκαν στο βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ «Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία».

Η ζωή του βασανισμένου ποιητή, συνθέτη, μπουζουξή και τραγουδιστή, του μεγάλου ρεμπέτη, του αριστοκράτη μάγκα που με το έργο του καθόρισε την πορεία του αστικού λαϊκού τραγουδιού, συμπυκνώνεται μέσα στην εξομολόγηση - συνέντευξη που έδωσε το 1969, τρία χρόνια πριν τον θάνατό του.
Όπως είπε ο ίδιος «Παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που εγώ του τραγούδησα τις χαρές του, τις λύπες του, τα πλούτη του, τη φτώχεια του, την ορφάνια του, την ξενιτιά του. Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου». Ωστόσο η εξομολόγησή του δεν αποτελεί απλά μια αφήγηση των γεγονότων της ζωής του αλλά μια, εκπληκτικής καθαρότητας, θαρραλέα μαρτυρία της εποχής του.

Τα 150 περίπου τραγούδια του, γραμμένα μέσα από την εσωτερική του ανάγκη να εκφράσει εκείνο που τον βασάνιζε, δικαιώνουν την άποψη του μελετητή του ρεμπέτικου Παναγιώτη Κουνάδη ότι πρόκειται για τον «εν δυνάμει αναρχικό πατέρα της μεγάλης παρέας της μαγκιάς του Πειραιά».

Ο γιος του Στέλιος θα επενδύσει την παράσταση που θα σκηνοθετήσει ο Θανάσης Παπαγεωργίου, με τις μελωδίες του ίδιου του Μάρκου, έτσι όπως τις άκουσε και τις διδάχτηκε από εκείνον.
VAMVAKARIS.jpg
ΦΩΤΟ: mywaypress.gr

Για τον Θανάση Παπαγεωργίου, η παράσταση αυτή είναι ένα χρέος που οφείλει στο δικό του πατέρα, που σε μια από τις οικογενειακές κυριακάτικες εξόδους, σε ηλικία δέκα μόλις ετών τον πήγε στου καλαματιανού στις Τζιτζιφιές όπου συνάντησε τους μεγάλους λαϊκούς συνθέτες και όλη τη μυσταγωγία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Η εμπειρία αυτή, μαζί με άλλες ανάλογες που ακολούθησαν, του χάραξε την αποστολή της ζωής του: την αφοσίωσή του στον απλό άνθρωπο της δουλειάς και του μεροκάματου.

Θέατρο Στοά, Μπισκίνη 55, Ζωγράφου | Τηλ.: 210 7702830 | http://theatrostoa.gr

 in.gr logo

Βούρλα, ένα δημόσιο πορνείο στη Δραπετσώνα που έφτιαξε το κράτος και φρουρούσε η αστυνομία

$
0
0
photo
Τα Βούρλα που θα μας απασχολήσουν δεν είναι τα Καμμένα Βούρλα, δεν είναι ούτε τα φυτά ούτε οι ανόητοι άνθρωποι (παρόλο που ο χαρακτηρισμός τους ως βούρλα δεν είναι εντελώς άσχετος με το θέμα μας).
Τα Βούρλα ήταν ένα τεράστιο δημόσιο μπορντέλο στη Δραπετσώνα που έφτιαξε ο δήμος του Πειραιά και λειτούργησε υπό την προστασία του κράτους και την περιφρούρηση της αστυνομίας. Ήταν περιφραγμένο με ψηλό μαντρότοιχο, είχε πτέρυγες με ομοιόμορφα κελιά κι έμοιαζε με φυλακή. Τον καιρό της κατοχής μετατράπηκε σε φυλακή και ως φυλακή τελείωσε τη σταδιοδρομία του το 1970 που κατεδαφίστηκε.
Ανάπτυξη και υπόκοσμος
Το 1835 ο Πειραιάς ήταν ένα λιμανάκι χωρίς κίνηση, με λίγα αλιευτικά, μερικές καλύβες και χίλιους κατοίκους. Κάπου κάπου προσορμιζόταν κανένα πλοίο, για ν' αποπλεύσει μετά από λίγες ώρες.

«Ο ΩΡΩΠΟΣ»,«ΟΙ ΠΟΝΤΙΚΟΙ…ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΙ!» και η «ΙΣΤΟΡΙΑ!».

$
0
0
Παλιές Φυλακές Σκάλας Ωρωπού

Γράφει ο Μπάμπης Κ.ΜώκοςΑπό τα «Δίστιχα του μάγκα» του Θανάση Μανέττα και του Σπαχάνη,με ασύντακτη,αυθαίρετη στιχουργική που αποτέλεσαν την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα,κάποιοι άλλοι στον Πειραιά έφθασαν και με έναν …πήδο,όσα έπαιζαν,όσα τραγουδούσαν για πάρτη τους,άρχισαν κι’ αυτοί να τα γραμμοφωνούν.

Η διαφορά πως στα τραγούδια τους αποτυπώθηκε βαθιά χαραγμένη η ρεπορταζιακή χρειά. Κάθε τραγούδι,συμπυκνωμένη μια ιστορία,ένα βίωμα,ένα γεγονός,όπως κυρίως οι δημιουργοί του Πειραιώτικου ρεμπέτικου το κατέγραψαν και το εξέφρασαν. Γι’αυτό και το 80% των τραγουδιών της
«Τετράδας» είναι απόλυτα χρονογραφικά.

Όταν στα 1933…λιποθύμησαν τα σαντουροβιόλια,ήδη ο Μάρκος είχε κάνει τις πρώτες γραμμοφωνήσεις του. Ένας άλλος της…παρέας που ένα χρόνο αργότερα ονομάστηκε «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», ο Γεώργιος Τσωρός η Αμπάτης η Μπάτης,δαιμόνιος, καταφερντζής και χωραταντζής,πήρε τον μπαγλαμά και έγραψε τον «Ωρωπό»!.

Όπου με παραβολικότητα και σημειολογικά πληρέστατο τρόπο εξιστορούσε σαρκαστικά τη ζωή κάποιων τρόφιμων μιας φυλακής. Την πραγματική τους ζωή.

Τι ήταν λοιπόν ο Ωρωπός; Μια φυλακή φόβητρο για τους κάθε λογής παραβατικούς.



Κτιριακό συγκρότημα, με ιστορία πού έρχονταν από μακρυά. Ήδη από το 1896 ο Συγγρός κληροδοτεί την έκταση για να λειτουργήσει ως ορφανοτροφείο κοριτσιών. Στα 1906 κτίζεται ένα κτιριακό συγκρότημα και αρχίζει η λειτουργία του.

Το 1915 στεγάζονται εκεί προσφυγόπουλα από την Αρμενία και το 1922 η διοίκηση του το παραχωρεί για στέγαση προσφυγόπουλων από την Μικρά Ασία. Στα 1926 στεγάζει το Εμπειρίκειο Ασυλο Αρρένων και το 1929 λειτουργεί ως Αναμορφωτήριο Αρρένων,μέχρι το 1931 που το Δημόσιο αγοράζει το ίδρυμα και το μεταμορφώνει σε«Επανορθωτική Φυλακή Σκάλας Ωρωπού».

Κάθε καρυδιάς καρύδι,κάθε χαμίνι,κάθε εγκληματίας,λωποδύτης,φονιάς,πρεζάς κ.α….στοιχεία της φύσεως,αποτελούν πλέον τους τρόφιμους της συγκεκριμένης φυλακής.

Ένας …αχταρμάς παρανομίας και παραβατικότητας για ενήλικες και ανηλίκους. Για την …μαγκιά,το άκουσμα Ωρωπός,αναθεματισμένο,κόκκινο …πανί,φόβητρο.

Οι συνθήκες απάνθρωπες,η διαμονή εφιαλτική,σε κάθε κρατούμενο φαγητό μια φορά την ημέρα,υδροδότηση μέρα παρά ημέρα,συνθήκες υγιεινής υποτυπώδεις και επί πλέον…μιλλιούνι τεράστιων ποντικών να…παρελαύνει ακόμα και στα υπνωτήρια. (Ποντικούς γενίτσαρους!) τους ονόμαζαν γελαστικά οι κρατούμενοι αφού κατέτρωγαν τα πάντα,από τα τρόφιμα μέχρι και τα..στρώματα στα κρεβάτια τους και δεν τους άφηναν σε ησυχία ημέρα-νύχτα.

Μέχρι που πολλοί απ’τους κρατούμενους με θύμησες από τον Μεντρεσέ αυτοσαρκάζονταν ψιθυρίζοντας: «Ψύλλοι,κοριοί και ποντικοί,αυτά τα τρία…όντα είναι της μαύρης φυλακής τα τρία…προιόντα!».-

Αυτά και άλλα …υπόλοιπα είχε κατά νούν ο Μπάτης και έγραψε τον «Ωρωπό» στα 1933. (Στο μπουζούκι ο Ανέστος Δελιάς).


Από την  βασική γραμμοφωνημένη στιχουργική λείπει ένα τετράστιχο που αργότερα τραγουδιόταν κάθε φορά και τραγουδιέται μέχρι σήμερα
στις ρεμπετοπαρέες, το παρακάτω:

«…Πέντε ποντικοί βαρβάτοι

     μου χαλάσαν το κρεββάτι.

     Κι’αλλοι τρείς μουνουχισμένοι

     μου το σιάξαν οι καημένοι!...».

ΣΗΜ: Το συγκεκριμένο τετράστιχο αποτυπώνεται αυτούσιο στην «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου. Τώρα,πώς και από πού κάποιοι το προσέθεσαν στο τραγούδι, άγνωστο. Μάλλον για να…θυμίζουν τους «ποντικούς γενίτσαρους!».
Στον Ωρωπό εξέτισαν ποινές και πολλοί ρεμπέτες,κάτι που δεν έμεινε ασχολίαστο σε πολλά ρεμπέτικα. Ενδεικτικό το «Μάγκες πιάστε τα βουνά»του Ανέστου Δελιά. Στο τραγούδι ο Στράτος Παγιουμντζής. 1936. (Μπράβο σου Κύριε Πρόεδρε,καλά τα καταφέρνεις με τις 45 σου στον Ωρωπό με στέλνεις!».)


Αυτά είδε το ρεμπέτικο μάτι και τα εξιστόρησε σαρκαστικά και …σαρδώνεια κα περιπαιχτικά.

Σήμερα οι «Φυλακές του Ωρωπού»χαρακτηρίζονται ιστορικό μνημείο,αφού υπάρχει και η άλλη πλευρά του…νομίσματος:

Τον Μάρτιο του 1933 φυλακίζονται οι πρώτοι κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι. Στα δημοσιεύματα της εποχής αναφέρεται πως στις φυλακές που είχαν χωρητικότητα για 80 κρατούμενους φυλακίζονται 400 άτομα που κοιμούνται στο τσιμέντο.

Την περίοδο της χούντας κρατούνται 72 νεαροί πολιτικοί κρατούμενοι ενώ μεταφέρονται εκεί άλλοι 100 πολιτικοί κρατούμενοι από το Λακί της Λέρου. Συνολικά την χουντική περίοδο πρέπει να…πέρασαν από τις συγκεκριμένες φυλακές πάνω από 700 πολιτικοί κρατούμενοι.

Ο Ωρωπός τραγουδήθηκε και από το πολιτικό τραγούδι: Τρόφιμός του υπήρξε και ο Μίκης Θεοδωράκης στα 1969. Την 19/12/1969 στέλνει επιστολή προς τον Ερυθρό Σταυρό μαζί με 28 άλλους συγκρατούμενους να παρέχονται κάποιες διευκολύνσεις και βοήθεια στους συγγενείς τους.

Η επιστολή του επιστρέφεται ως απαράδεκτη «διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις». Το 1974 έγραψε τα τραγούδια «Μην ξεχνάς τον Ωρωπό» και«Διότι δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις!».

«Φυλακές του Ωρωπού». Από τη μια αντικείμενο σαρκασμού και από την άλλη τόπος ιστορικής διαδρομής απάνθρωπης,κολαστήριο, με βασανισμένους,πόνο,δεσμά  και…βάσανα που έγιναν τραγούδι!.-

Φωτογραφίες από: oroposapopseis.blogspot.gr

Του Μπάμπη Κ. Μώκου


 

ΤΟ ΠΟΛΥ ΤΟ ΚΥΡΙΕ ΕΛΕΗΣΟΝ

$
0
0
markos_vamvakaris.jpg
Γράφει οΘανάσης Θ. Νιάρχος
Δεν μπορεί να παραμείνει ασχολίαστο ένα γεγονός έστω κι αν πρόκειται για σύμπτωση, έστω κι αν αφορά φίλους αγαπημένους που πρόκειται να την υλοποιήσουν. 
Εννοούμε το ανέβασμα τον ερχόμενο χειμώνα, σε τρία διαφορετικά θέατρα, έργων που αναφέρονται στη ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη, του Γιώργου Ζαμπέτα και του Στέλιου Καζαντζίδη. Με όλη την αξία τους, το εκτόπισμά τους στην καλλιτεχνική ζωή φαίνεται να μονοπωλεί, για δεκαετίες ολόκληρες πια, έναν πολιτισμό που πιστώνεται όμως στο σύνολό του με απείρως σημαντικότερες φυσιογνωμίες. Αν τώρα οι τρεις αυτοί καλλιτέχνες έτυχε να γίνουν ιδιαίτερα δημοφιλείς γιατί, πέραν της μουσικής τους αξίας - την πολύ μεγάλη, θέλετε;
Την πολύ μεγάλη - έστερξε να καλλιεργηθεί γύρω από τον καθένα τους μια μυθολογία όσον αφορά την προσωπική του ζωή, δεν είναι λόγος αυτός για να αναπαράγονται στο διηνεκές η φτώχεια του Βαμβακάρη, το καβουράκι του Ζαμπέτα και η μητέρα του Καζαντζίδη, η κυρα-Γεσθημανή.
Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε να μπορούν να «συνεννοούνται», κουτσομπολίστικα βέβαια και κάθε άλλο παρά μουσικά, εκατομμύρια Ελληνες, μ' έναν τρόπο μάλιστα που μεταβάλλεται σε ανύπαρκτος ένας πολιτισμός, ακόμη και μουσικά, αφαντάστως πιο ουσιαστικός σε σχέση με το επίπεδο των τριών επίμαχων συνθετών και ερμηνευτών. Σαφώς δεν εννοούμε ως θεατρόφιλο όποιον κινείται ανάμεσα στα Φεστιβάλ Αθηνών και το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, ενώ θεωρεί ότι ως σκηνοθέτες υπάρχουν στην ημεδαπή μόνον ο Θόδωρος Τερζόπουλος και ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Αλλά κι αυτή η συνεχής ανατροφοδότηση ενός κλειστού κυκλώματος, όπως το συγκροτούν ο Βαμβακάρης, ο Ζαμπέτας, ο Καζαντζίδης και δυο - τρεις άλλοι, με τη μορφή τώρα πια μιας θεατρικής παράστασης, μοιάζει να δικαιώνει, σαράντα χρόνια αργότερα, τον Αλέξη Μινωτή που είχε χαρακτηρίσει πολλά θέατρα ως εμπορικά καταστήματα - και είχε προκληθεί σάλος.

Επιτέλους, έχουν συμβεί τόσα γεγονότα - και όχι μόνον μουσικά - από τότε που εμφανίστηκαν ο Βαμβακάρης, ο Ζαμπέτας και ο Καζαντζίδης, που θα ήταν μια μορφή ουσιαστικής χειραφέτησης να τους αισθάνεσαι συγκινητικούς βέβαια, αλλά και λίγο ή πολύ παρωχημένους.

Θανάσης Θ. Νιάρχος

 http://www.enimerosi24.gr/wp-content/uploads/2017/04/tanea.gr_.jpg

Με Βασίλη Τσιτσάνη άρχισε το 1936 την καριέρα της στο τραγούδι, η Αυλωνίτισσα ερμηνεύτρια Γεωργία Μηττάκη.

$
0
0
Με ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη το 1936, σε στίχους Δημήτρη Περδικόπουλου, άρχισε την καριέρα της η Αυλωνίτισσα ερμηνεύτρια, Γεωργία Μηττάκη.
Ήταν το τραγούδι με τίτλο, "Σ΄ ένα τεκέ μπουκάρανε". Εδώ, ο Τσιτσάνης τραγουδά μαζί με την ερμηνεύτρια:
Και η Γεωργία η τρανή με κέφι και μεράκι,
σαμπαχαδάκι έλεγε με φίνο μπουζουκάκι.
Στο ίδιο τραγούδι ο Τσιτσάνης, λέει: Γειά σου, Γεωργία μερακλού.
Η ερμηνεύτρια τραγούδησε διάφορα είδη τραγουδιού, ρεμπέτικα, σμυρναίϊκα, λαϊκά, παραδοσιακά, δημοτικά, και τραγούδια μεταξύ άλλων, των συνθετών Βασίλη Τσιτσάνη, Παναγιώτη Τούντα, Σπύρου Περιστέρη, Στέλιου Παντελίδη, Κώστα Σκαρβέλη.

Στα τέλη του '50 είχε ταξιδέψει δύο φορές στην Αμερική, όπου οι ομογενείς την υποδέχτηκαν εγκάρδια. Στην Αμερική, ηχογράφησε αρκετά τραγούδια. Νωρίτερα στην αρχή της δεκαετίας του '50 είχε ταξιδέψει και στην Αίγυπτο.

Εργάστηκε σε κέντρα δημοτικής μουσικής και συνεργάστηκε με κορυφαίους μουσικούς, μεταξύ των οποίων οι, Ν. Καρακώστας, Κ. Γιαούζος κ.α.

Στον Αυλώνα είχε τραγουδήσει στο κέντρο ''Κουλουφάκος'', στο πλαίσιο του πανηγυριού της Αγίας Τριάδας. Το 1965 ηχογραφεί τα τελευταία της τραγούδια, πριν αποσυρθεί.

Γεννήθηκε το 1911 στον Αυλώνα Αττικής. Σε ηλικία 18 ετών, το 1929 είχε εγκατασταθεί στου Ψυρή, στην Αθήνα. Το 1930 παντρεύτηκε το Γιώργο Μηττάκη.

Έφυγε από τη ζωή στον Αυλώνα, στις 28 Φλεβάρη 1977.



Περισσότερες πληροφορίες, Ταινία "Αστέρω", 1959, Γεωργία Μηττάκη, ''Απόψε μαυρομάτα μου'', "Οι Μεγάλοι του Δημοτικού Τραγουδιού", Γιάννη Μητρόπουλου, 1996 και στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις
1. http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=index&sort=alpha&singer_id=789
2. http://kithara.to/ss.php?id=MTQ4MDQ4NDA2
3. Σύλλογος Αυλωνιτών
4. Βικιπαίδεια, https://el.wikipedia.org/wiki/Γεωργία_Μηττάκη

www.anparatiritis.gr
www.anparatiritis.gr

« ΟΙ…ΑΛΜΠΑΝΗΔΕΣ του ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ!». [Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος]

$
0
0
Και ξαφνικά,γέμισε ο κόσμος από…τάχα μου…«μερακλήδες» περιεργους ευκαιριακούς μουσικοασχολούμενους…αλχημιστές!. Γέμισε ο κόσμος από μουσικά…παγανιστικά…ξεκούδουνα!. Γέμισε ο κόσμος από τυχοδιώκτες,συλητές…χειρουργούς,αυθάδεις κομπογιαννίτες,σκυλευτές του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού.

Γέμισε ο κόσμος από…όψιμους ρεμπετολόγους,ρεμπετοεπαίοντες και ρεμπετοεκφραστές για το πιο γνήσιο μουσικό κεφάλαιο του μουσικού μας πολιτισμού. Κάποιους  επιφανειακά …μισογνώστες του είδους,που δεν σέβονται τίποτα και που καιροσκοπικά, επιπόλαια και…κουτσουρεμμένα καυχώνται πως το…υπηρετούν και το τιμούν.

Το ρεμπέτικο δεν είναι μόδα. Δεν είναι κουλτούρα για επιδειξιομανείς,δήθεν γνωστικούς. Είναι φιλοσοφία. Είναι τρόπος ζωής,με χρώμα ανεξίτηλα ταξικό,επαναστατικό και…πολιτιστικά κινηματικό!.

«Φερέλπιδες»,αυτοαποκαλούμενοι,αυτοχριζόμενοι,αυτοανακηρυσσόμενοι «μουσικοειδικοί» (;),θεραπεύοντες και συγκροτούντες νεότευκτη,αστήρικτη μουσική…φάλτσα…παραμυθία δεν ορροδούν πρό ουδενός και ακάθεκτοι συνεχίζουν να αναφέρονται σε παράπλευρες,κύρια,ιστορίες και δρώμενα του Λαικού Αστικού μας Τραγουδιού,παριστάνοντας τους κατ’εξοχήν …επαίοντες ειδικούς και βαθειά γνώστες.

Αλιείς απροσδιόριστων και ατεκμηρίωτων διαδικτυακών πληροφοριών,δεν ντρέπονται που προβάλλουν  πλευρές του ρεμπέτικου,ανεύθυνα,επιπόλαια και αστήρικτα ,προκειμένου εξυπνακίστικα ,να παραστήσουν εαυτούς συγκροτημένους αρθρογραφούντες και…ειδικούς!

Γράφτηκαν και γράφονται πολλά. Τόσα που εντείνουν την θολούρα. Αναλυτές,εμπειριστές (;),παραοικονομούντες,ψευδόμενοι αχρείοι,κυνικοί έμποροι πολιτισμού,αδυνατούν, δυστυχώς επί σκοπώ,να καταννοήσουν το Μεγαλείο του Λαικού Αστικού Τραγουδιού,την συμβολή του στην νεοελληνική εθιμική πολιτιστική κουλτούρα μας.

Αν το κάνουν για το κέρδος είναι αναίσχυντοι. Αν το κάνουν για επίδειξη λογομνημοσύνης επιεικώς ανόητοι…αλμπάνηδες της μουσικής μας παραδοσιακότητας,που δυστυχώς τελευταία πλήθυναν επικίνδυνα.

Δεν μπορείς θρασύτατα,βάναυσα και ανενδοίαστα να ασελγείς σε ένα περιούσιο μουσικό είδος με αποδειγμένη μουσική λαική διαπερατότητα πάνω από έναν αιώνα. Αν ειλικρινά σε συγκινεί κάτσε και άκουσέ το. Αν πρόσφατα το…ανακάλυψες,ρώτα να μάθεις,ερεύνησε,σεβάσου το και απόλαυσέ το.
Αν θες να το σκηνοθετήσεις,να το…παραστήσεις,κάτσε και μελέτησέ το.
Το ρεμπέτικο δεν είναι…παραμύθι και δεν…απομυθοποιείται. Είναι ζωντανό,επαναστατικό και …ιδιόμορφο Δεν είναι για…πλασσάρισμα,καλλιτεχνική σκόπιμη καταξίωση  και…κονόμες! Στολίδια, σεναριακές εμβόλιμες θεματικές θελκτικές προσθαφαιρέσεις δεν του προσθέτουν,το απογυμνώνουν και το …κακοποιούν. Κάθε…γκροτέτσκα επινόηηση το …αποφλοιώνει,το προσβάλει προκλητικά κι’ανεπανόρθωτα,το απαξιώνει,το ευτελίζει.

Το ρεμπέτικο δεν είναι τραγούδι για διασκεδαστική…κραιπάλη και…αρπαχτές. Ούτε για διασκευαστικές  πειραματικές μουσικές ερμηνευτικές πρωτοτυπίες. Είναι ατόφιο και …απαραβίαστο και δεν επιδέχεται όποια αλλοίωση στο όνομα της όποιας μουσικοτεχνικής εξέλιξης.

Είναι αυτόνομο κι’αν το μπλέξεις συνδυαστικά με οιοδήποτε άλλο μουσικό είδος,το παραλάσσεις εκφραστικά και ασχημονείς. Το ρεμπέτικο σε θέλει αδελφικά συνοδοιπόρο. Και ξέρει να…φυλάγεται!. Αν σε πάρει χαμπάρι σαν στυγνό ευκαιριακό,πονηρό εκμεταλλευτή του,θα σε…εκδικηθεί,θα σε ξεφτιλίσει!. Είναι είδος και ύφος περίεργο και…ιδιότροπο που…σιχαίνεται την όποια πρόσμιξη,προσποίηση και την δήθεν –καλλιτεχνική αδεία-θεματική διαφοροποίηση. Είναι αξία σταθερή,διαχρονική και μη…διαπραγματεύσιμη.

Δεν γίνεται να το…στριμώξεις,να το …φυλακίσεις σε …φόρμες και…σενάρια για…εκδήλώσεις η παραστάσεις μιάς και δυό ωρών. Θα το…πνίξεις!. Κοροιδεύεις τον θεατή, τον ακροατή,κοροιδεύεις και τον εαυτό σου.

Αν είσαι μουσικός η θεατράνθρωπος-όποιος κι’αν είσαι-και έχεις πρόθεση να το παρουσιάσεις,οφείλεις να το στοιχειοθετήσεις γνωστικά. Δεν αρκεί ο επιφανειακός και θεματικά ελλιπής μουσικός η θεατρικός λόγος.

Οφείλεις για το είδος να έχεις θεώρηση ολοκληρωμένη, να έχεις από  προίμιο κτίσει συνειδητοποιημένη συγκρότηση για το είδος. Αλλιώς θα το παρουσιάσεις αναιμικά μορφοποιημένο,λειψό και θα το κακοποιήσεις,θα το…κακοφορμίσεις.

Το ρεμπέτικο είναι …σύνολο με ροή ατέρμονη. Κάθε αποσπασματική του θεώρηση η παρουσίαση το αδικεί. Είναι χρυσή εθνική παράδοση και υποθήκες που οφείλεις να τις συντηρείς.

Είναι ντομπροσύνη,πόνος,μπεσαλίκι,ευαισθησία,χαρά και παράπονο!

Αν τώρα θέλεις να αποτολμήσεις,να μιλήσεις ξέχωρα για τους παλιούς ρεμπέτες,μήν ταυτίζεσαι με κάποιους εμπόρους που κάποιοι τους…ξεθάβουν,κάποιοι τους αγνοούν.

Αφήστε λοιπόν αυτούς τους ογκόλιθους «πρωτομάστορες» στον αιώνιο ύπνο τους. Δεν προσφέρονται  ούτε για…επιδεικτικές λεκτικές φανφάρες,
ούτε για …μπασταρδεμένη,καιροσκοπική ιδιοποίηση του σπουδαίου έργου τους. Ψάξτε για…θέμα και…ρεπερτόριο αλλιώτικο!. Ασχοληθείτε με κάτι
άλλο,εύπεπτο ,εύκολο και πιο…προσοδοφόρο!. Το ρεμπέτικο είναι αισθητικά και πολιτιστικά…ασυμβίβαστο!. Απαιτεί σεβασμό και έχει απαιτήσεις!.-

Δεν είναι για…τυχάρπαστους…μίσθαρνους…αμακαδόρους και αριβίστες του πολιτισμού. Ελεος!...


*Θυμάσθε την παλιά διαφήμιση; «Να φύγετε,να πάτε αλλού!».-

Του Μπάμπη Κ. Μώκου


Χασικλίδικα Ρεμπέτικα... Ανθολογία-Ανάλυση-Σχόλια

$
0
0
An introduction to and an anthology of Greek "rebetika" ("hashish songs", subcultural, romanticising folk music), recorded in 1925-1936. The book is in Modern Greek.

Γιάννης Παπαϊωάννου, 3 Αυγούστου 1972...(vid)

$
0
0
papaioannou.jpg
ΟΓιάννης Παπαϊωάννου αποτελεί μια πολυδιάστατη μουσική προσωπικότητα στον χώρο του αστικού λαϊκού τραγουδιού με συνεισφορά σε επίπεδο συνθέτη-στιχουργού και τραγουδιστή-οργανοπαίχτη.

Αποτελεί μέρος της νεότερης μουσικής γενιάς του λαϊκού όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνηςκαι ο Απόστολος Χατζηχρήστος. Γεννήθηκε στην Κίο της ελληνικής Προποντίδος από τον Παναγιώτη Παπαϊωάννου, από την νότια Αττάλεια, και τη Χρυσή Βονομπάρτη, από την Κίο.
Το ξεκίνημα της ζωής του η οικογένεια Παπαϊωάννου βίωσε σε άνετα οικονομικό περιβάλλον, με τον πατέρα του να δουλεύει ως καμαρότος σε πλοίο της γραμμής Πόλη-Μουδανιά-Κίος.
Όμως το κλίμα αυτό διαταράχτηκε με την φυλάκιση του πατέρα του στις φυλακές της Προύσας της Τουρκίας. Κατά το διάστημα της προφυλάκισης του ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα υγείας, με αποτέλεσμα να πεθάνει λίγο μετά την αθώωση και την αποφυλάκιση του.
Το γεγονός αυτό άφησε τον Γιάννη Παπαϊωάννου ορφανό από την ηλικία των οκτώ χρονών. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω με τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής, αναγκάζοντας τον Γιάννη Παπαϊωάννου με την υπόλοιπη οικογένειά του να μεταβούν αρχικά στην Σαμοθράκη.
Μεταγενέστεροι προορισμοί προσωρινής εγκατάστασης αποτελούν περιοχές όπως η Περίσταση της Θράκης, ο Άη Γιώργης στο Κερατσίνι, τα τσαντίρια του Αγίου Διονυσίου και οι παράγκες στις Τζιτζιφιές.
Στην Ελλάδα ο Γιάννη Παπαϊωάννου απασχολείται σε διάφορες δουλειές για να συντηρήσει την οικογένειά του όπως σε ψαράδικα, στα καΐκια του Ανδρέα Ζέππου (όπου θα τον κάνει και τραγούδι), στην οικοδομή-εργάτης, φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, σε συνεργείο αυτοκινήτων κτλ. Αγαπημένη του δραστηριότητα αποτελούσε το ποδόσφαιρο όπου και έπαιζε για πολλά χρόνια στον «Φαληρικό». Ύστερα από σοβαρό τραυματισμό, η μητέρα του, για να τον αποκόψει από το ποδόσφαιρο του αγοράζει μαντολίνο.
Επιπλέον μουσικά όργανα με τα οποία έχει ασχοληθεί είναι η φυσαρμόνικα και το μπουζούκι. Το τραγούδι το οποίο έκανε τον Γιάννη Παπαϊωάννου να ερωτευτεί το μπουζούκι και να το υπηρετήσει μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν "Το μινόρε του τεκέ"του Γιάννη Χαλκιά. Από εκείνη την ημέρα η ζωή του πήρε μια άλλη τροπή με δρόμο τα καλλιτεχνικά δρώμενα.
Στην περίοδο της κατοχής γνωρίζει την Ευδοξία Καμπούρη όπου και παντρευτεί την 19η Φεβρουαρίου του 1944. Από τον μοναδικό του γάμο αποκτάει τρία παιδιά, τον Παναγιώτη, τον Αντώνη, και τη Χρύσα.

Η ζωή του τελειώνει από ένα απρόσμενο γεγονός. Στις 3 Αυγούστου του 1972, φεύγοντας χαράματα από το μαγαζί που δούλευε με τον Τσιτσάνη, πέφτει με το αυτοκίνητο του σε στύλο όπου και σκοτώνεται.

Μουσική Σταδιοδρομία

Η «Φαληριώτισσα» (1937) αποτελεί το πρώτο τραγούδι του νεαρού καλλιτέχνη που γίνεται δίσκος και κάνει μεγάλη επιτυχία. Την ίδια περίοδο μπαίνει στην «Πειραιώτικη Κομπανία» μαζί με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Στράτο Παγιουμτζή, Στέλιο Κερομύτηκαι Ανέστη Δελιάόπου και πραγματοποιούν εμφανίσεις στη Θεσσαλονίκη.

Μέχρι την κήρυξη του πολέμου το 1940 συμμετέχει σε διάφορα μουσικά σχήματα καθώς και σε πολλά τραγούδια συναδέλφων του συνθετών όπως του Σπύρου Περιστέρη, του Απόστολου Χατζηχρήστου, Γρηγόρη Ασίκη, και Κώστα Σκαρβέληκ.α.

Τραγούδια του τραγουδούν τόσο οι παλαιοί (Στράτος Παγιουμτζής, Στελλάκης Περπινιάδης) όσο και πρωτοεμφανιζόμενοι ερμηνευτές-συνθέτες (Σωτηρία Μπέλλου, Ρένα Στάμου, Μαρίκα Νίνου, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Τάκης Μπίνης, Ιωάννης Τζιβάνης, Στέλιος Καζαντζίδης) κ.α. Επίσης έχει να επιδείξει συνεργασία με μεγάλους στιχουργούς του Ρεμπέτικουόπως ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, ο Κώστας Μάνεσηςκ.α.

Τα χρόνια της κατοχής ο Γιάννης Παπαϊωάννου γνωρίζει και συνεργάζεται με τον Οδυσσέα Μοσχονάόπου και παίζουν μαζί σε διάφορα μαγαζιά όπως στου «Τοτόμη» και στου «Καρίπη». Εκεί γνωρίζει και τη μέλλουσα γυναίκα του, Ευδοξία Καμπούρη.

Το 1947, υπό την διεύθυνση του μαέστρου Σπύρου Περιστέρη, ηγείται μιας πληθώρας προσωπικοτήτων του χώρου (όπως Μάρκος Βαμβακάρης, Γιώργος Μητσάκης, Απόστολος Χατζηχρήστος, Στέλιος Κηρομύτης, Κώστας Ρούκουναςκ.α.) στο κέντρο του «Καλαματιανού». Τα επόμενα χρόνια τον βρίσκουν σε διάφορα μεγάλα κέντρα όπως τα στέκια στις Τζιτζιφιές, η «Τρένα» στη Συγγρού και τα μαγαζιά στη Νίκαια. Το 1952 ακολουθεί περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη, ενώ το 1953 εμφανίζεται σε κέντρα και δισκογραφικές δουλειές στην Αμερική μαζί με γνωστά πρόσωπα όπως ο Τζιμ Αποστόλου, ο Αξιώτης Κεχαγιάςκ.α.

Το καλοκαίρι του '52 δίνοντας τη "Βαλίτσες" στον Στέλιο Καζαντζίδη, ένα τραγούδι που προορίζονταν για τον Δ.Ρουμελιώτη, ευθύνεται κατά μεγάλο ποσοστό για την μετέπειτα πορεία του. Στη συνέχεια του δίνει κι άλλα δυνατά τραγούδια (Εχθές αργά το δειλινό κ.α.), που τον καθιέρωσαν στην εταιρεία και στον κόσμο.

Το 1955 συνεργάζεται καλλιτεχνικά, επί το πλείστον, με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Το 1957 και το 1968 εμφανίζεται ξανά στην Αμερική κατέχοντας μεταπολεμικά το μεγαλύτερο δισκογραφικό χαρτοφυλάκιο. Μετά την επιστροφή του από την Αμερική το 1968 εμφανίζεται στον «Ξενύχτη» στην Ν. Φιλαδέλφεια, ενώ στη συνέχεια συνεργάζεται για τελευταία φορά με τον Τσιτσάνη μέχρι τον θάνατό του το 1972.

Πηγές

  • Κουνάδης, Λ., Π., (1998), «Συνθέτες του Ρεμπέτικου: Γιάννης Παπαϊωάννου», Αρχείο Ελληνικής Δισκογραφίας,(Ένθετο) Μίνος-ΕΜΙ, Αθήνα.
  • Κόντος, Αντώνης, (2007), «Η δισκογραφία του Γιάννη Παπαωϊάννου», Λαϊκό τραγούδι, τεύχος 20, Ιούνιος-Ιούλιος, σελ. 62-69.
  • Χατζηδούλης, Κώστας, (1996), «Ντόμπρα και Σταράτα», Αυτοβιογραφία, Κάκτος
Αναδημοσίευση : rebetiko.sealabs.net




Μαριώ Κωνσταντινίδου (ΜΑΡΙΩ)

$
0
0
afigisizois.wordpress.com

Μαριώ Κωνσταντινίδου -  Ρεμπέτικη ιστορία
 Oι Τimes την παρομοίασαν με την Μπέτυ Σμιθ, η Telegram με την Έντιθ Πιαφ και ο ελληνικός τύπος με «Καθιστή Τίνα Τάρνερ της Ελλάδας». Η Μαριώ από την άλλη, δεν φαίνεται να πολυδίνει σημασία: «Ψευδεπίγραφα όλα» λέει. Τέλος πάντων, ο δίσκος «50 χρόνια Μαριώ» καταφτάνει σύντομα, χωρίς επιγραφές, να αποδείξει ότι στις φλέβες της δεν κυλά αίμα πλέον…  αλλά το ρεμπέτικο και λαικό τραγούδι.

Γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου (ένα μήνα πριν την απελευθέρωση) του 1945 στη Θεσσαλονίκη από μητέρα μικρασιάτισσα και πατέρα «Καθαρόαιμο Μακεδόνα» όπως λέει η ίδια. Πρωτότοκη, με μια μικρότερη αδελφή και δύο αγόρια που μεγάλωσαν «δίπλα στη διεθνή έκθεση στην Κάτω Αγία φωτεινή. Ήταν απέναντι από το πάρκο. Ζεστά πράγματα, ανθρώπινα…» όπως θυμάται.

Ο πατέρας της μουσικός, έπαιζε ντραμς «Τζαζμπανίστες τους έλεγαν τότε» και στην ηλικία των 7 ετών πήγε στο κρατικό ωδείο να μάθει πιάνο χωρίς να τελειώσει τα μαθήματα λόγω οικονομικών δυσκολιών, καταφέρνοντας όμως  να μάθει ακορντεόν.
mario.jpg
www.newsbeast.gr

Άρχισε να τραγουδάει τα κάλαντα  διασχίζοντας όλη την Τσιμισκή και ο κόσμος την έβαζε να λέει κι άλλα τραγούδια. «Τότε η Θεσσαλονίκη ήταν πολύ γειτονιά. Υπήρχε η μυρωδιά της προσφυγιάς από τη μικρά Ασία, δεν υπήρχαν άσφαλτοι». Δεν άργησε να γίνει το «παιδί θαύμα» της Θεσσαλονίκης αφού τραγουδούσε και έπαιζε ακορντεόν μέχρι τα 13 της που ξεκίνησε και επαγγελματικά με τον πατέρα της σε οικογενειακές ταβέρνες και σε πανηγύρια παρέα με τον Χρήστο Νικολόπουλο.

 Συγχρόνως τελείωσε το δημοτικό και τις 3 τάξεις του Γυμνασίου αλλά και την οικοκυρική σχολή της Αλεξανδρούπολης με ειδικότητα στην ταπητουργία όπου το 1963 ήρθε στην Αθήνα για μετεκπαίδευση ως υφάντρια αλλά όπως εξομολογείται δεν… της άρεσε. Έτσι, ανέβηκε πάλι στη Θεσσαλονίκη και ξεκίνησε να δουλεύει «με τον Καμπουρέλο στο Μπουζούκι και με την Λιλή τη Βαλαβάνη, κυρίως αρχοντορεμπέτικα όπως το «Το τραμ το τελευταίο την ταμπακέρα». Στη γειτονιά της τότε υπήρχαν τρεις ταβέρνες, η Κιβωτός εξοχικό κοσμικό κέντρο, ο Κυρ Μανώλης οικογενειακή ταβέρνα αλλά και η Βασίλω, μια κακόφημη ταβέρνα που πήγαιναν μόνο άντρες.


 Ένα απόγευμα παίζοντας κρυφτό έφτασε έξω από τη Βασίλω και άκουσε πρώτη φορά την Εσκενάζυ «Πήρα ανάποδες στροφές!…» λέει η Μαριώ «Ερωτεύτηκα το ρεμπέτικο τραγούδι! Σκύβοντας από τα παραθυράκια, είδα το γραμμόφωνο. Ήταν ένας τεκές με φοβερή κάπνα. Έμεινα για ώρες, ξεχάστηκα ακούγοντας τους καρσιλαμάδες, το «Θεσσαλονικιά, πώς μου πήρες τα μυαλά κι από σεριανό λουκούμι είσαι πιο γλυκιά». Έφυγα πολύ αργά για το σπίτι. Ήταν το πρώτο ξύλο που έφαγα της χρονιάς μου. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να ακούω ρεμπέτικα.  Εγώ όμως άρχισα και να τα τραγουδάω. Η αδελφή μου φώναζε «μπαμπά, η Μαριώ παίζει αυτά τα αλήτικα τραγούδια». Τελικώς του το ξεκαθάρισα: «Θέλω να λέω αυτά τα τραγούδια, γιατί μ αρέσουνε». Ήμουν αντάρτισσα, δεν καταλάβαινα τίποτα. Από τότε έκανα ότι ήθελα. Και σταμάτησα να δουλεύω με τον πατέρα μου».

Η πορεία στα Ρεμπέτικα, Σμυρνέικα, λαϊκά.

Πρωτοβγήκε στο πάλκο τραγουδώντας Δερβενιώτη και Βίρβο και είχε την τύχη να τραγουδήσει δίπλα στον Μάρκο Βαμβακάρη. «Ξεκίνησα να τραγουδάω λαίκά, Τσιτσάνη, ρεμπέτικα, αλλά και τα «ξένα χέρια» Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου και το 67 γνώρισα τον Μάρκο Βαμβακάρη στα «Ξημερώματα» στη Νεάπολη της θεσσαλονίκης. Εκεί έκανα φωνητικά και έπαιζα ακορντεόν» Άρεσε πολύ στον Μάρκο η Μαριώ και το αγαπημένο της τραγούδι ήταν τότε η «Άτακτη».


 Το 68 γνώρισε το Χοντρονάκο (Στέφανο Κυπρούλη) που ήταν μικρασιάτης από τη Κίο, και πρώτος ξάδελφος του Γιάννη Παπαιωάννου και τραγούδησε μαζί με τη Ρίτα Σακελαρίου, το Γιάννη Φλωρινιώτη, τη Μαρία Δουράκη, τον Τέλη Χρυσό, τον Χρηστάκη. «Παντρεύτηκα το 69 (παραλίγο να βάλω την κόρη μου παρανυφάκι) και το 70 γέννησα και τον γιο μου» θυμάται. Εκεί κάπου το 69 άνοιξε και η  «Καλύβα» στην Επτάλοφο στην Ηλιούπολη που τραγούδησε συνολικά 14 χρόνια: «Ήταν ένα μαγαζί με φλοκάτες κάτω και σοφράδες αλλά με καλό κόσμο.

mario.jpg

Δεν έμπαινε άντρας μέσα, αν δεν συνόδευε γυναίκα. Προς το τέλος ήρθαν και ο Πασχάλης Τερζής με τον Βασίλης Καρά, μέχρι που το 1985 έκλεισε». Στη συνέχεια («Ωωωχ, που να τα θυμηθώ όλα!» παραπονιέται έντονα) βρέθηκε στο «Σκορπιό» με τον Λιδάκη, Μακεδόνα και Τζούλη Μασίνου, αλλά και τον Χοντρονάκο μετά το 87 με ρεμπέτικο πρόγραμμα. «Κατόπιν πήγα στο «Μοσχού» στη Θέρμη με τον Καρά και τον Ζαφείρη Μελά.

Έχω τραγουδήσει και στις «Χάντρες», στο «Γλεντικουλέ», στο «Παλάτι» όλα στη θεσσαλονίκη, με τους Κώστα Ρούκουνα, Κυρομύτη, Μιχάλη Γενίτσαρη, Μαρινάκης αλλά και με τον Γιώργο Τζώρτζη και τον Τάκη Μπίνη». Το 93 πρώτη φορά συνεργάστηκε και με το Στέλιο το Βαμβακάρη στο «Πάλκο» με την Πανωραία Κονταξή αλλά και τον Γιάννη Κότσιρα που έπαιζε μπαγλαμά. «Ε, κατέβηκα στην Αθήνα στο Περιβόλι τ’ ουρανού το το 1999, στο «Χάραμα» με τους (Λάμπρο Καρελά, από τα παιδιά της πάτρας, Λίτσα Διαμάντη, Λένα Αλκαίου και το Χάρη Ρώμα) και στα 13 φεγγάρια πάλι με τον Λάμπρο Καρελά και το Νίκο Ζιώγαλα.

μαριω.jpg

Με βάση τη Θεσσαλονίκη περιόδευσε στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, αλλά και την Ευρώπη, Σκανδιναβία και Αμερική. Πρωτοβγήκε στο πάλκο τραγουδώντας Δερβενιώτη και Βίρβο. Συμμετείχε στους δίσκους “Η Θεσσαλονίκη στα Ρεμπέτικα” και “Η Θεσσαλονίκη στα Ρεμπέτικα Νο 2″, (οι πρώτες ανθολογήσεις ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών με θέμα τη Θεσσαλονίκη), “Σβήστα Όλα”, “Πάμε Τσάρκα”, “Ρεμπέτικο Τραγούδι 1935 – 1959″, “Ο Αραμπάς”, “Αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη” αλλά και ως βασική ερμηνεύτρια στην παρουσίαση ανθολογίας τραγουδιών των Καφέ-Αμάν με τίτλο “Της Ασιάτιδος Μούσης Ερασταί”, αναδεικνύοντας την ουσία της ανατολίτικης ρίζας του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, όπως και στους δίσκους “Τακίμια”, “Μικρές Αγγελίες”, “The Grand Dame from Greece”, “Τα Λαλεδάκια”, “Στο Περιβόλι τ’ ουρανού”, “Μπιτ Παζάρ”. Το 1999 επιλέχθηκε από τον συντονιστικό οργανισμό όλων των Ευρωπαϊκών Φεστιβάλ Μουσικής του Κόσμου (European Forum Of World Music Festivals) ως η σημαντικότερη Περιοδεύουσα Καλλιτέχνης για το 1999 (Touring Artist of the Year). Την ίδια χρονιά ο δίσκος της “The Grand Dame From Greece” μπήκε στο Top 20 του European World Music Charts για τους μήνες Ιούλιο – Αύγουστο.


Ποιοι είναι οι πιο αγαπημένοι σας δίσκοι και τα πιο αγαπημένα σας τραγούδια;
Οι δίσκοι για τα ρεμπέτικα της Θεσσαλονίκης, η συνεργασία μου με τον Λουδοβίκο των ανωγείων, με τον Μπάμπη Μαρκάκη, θυμάμαι ένα αγαπημένο τραγούδι «Ο μάγκας ξεχωρίζει από το πρόσωπο, κι από το μπεσαλίκι που χει στο λόγο του. Μάγκας θα πει κιμπάρης, μάγκας θα πει σωστός, φιλότιμος κι ωραίος και πάντα Θεσσαλονικιός» του Χοντρονάκου αλλά και τον «Άι γιώργη» του Γράψα, που μου το ζητάνε κάθε βράδυ. Ακόμη ένα πολύ αγαπημένο μου είναι το «Δε θα λυγίσω» του Δημήτρη Λίβανου και το «Πάρε το δρόμο σου» αλλά και το μικρασιάτικο «το Μανάκι» από ζωντανή ηχογραφηση στο Περιβόλι τ΄ουρανού.
Ποιο είναι το motto της ζωή σας;
Το γαμώτο; Το γαμώτο της ζωής μου; Είναι ότι δεν έχω ξυπνήσει ακόμα κι ας είμαι στη νύχτα. Η νύχτα δε με έχει αγγίξει, ούτε πρόκειται να με αγγίξει. Και δεν με επηρεάζουν ότι γράφουν οι άλλοι. Ψεδεπίγραφες φράσεις.
Σας πειράζει να το γράψω, αυτό δηλαδή, ότι… βρίζετε και καπνίζετε συχνά;
Γράψε ότι θέλεις!
Ο ορισμός της τέχνης του τραγουδιού για εσάς;
Πω… πω…Πως θα το γράψουμε αυτό ρε μαλάκα! Είναι…. μεγαλείο!
Ποιες ήταν οι βασικές σας επιρροές;
Η Εσκενάζυ και οι δίσκοι των γραμμοφώνων που τραγουδούσαν οι ρεμπέτες και βγάζαν την ψυχούλας τους. Ακούγονταν εκεί κάποια λάθη που ήταν η αλήθεια τους. Αυθεντικά. Δεν είχαν τις σημερινές τεχνολογίες αλά μόνο 3-4 λεπτά για να πουν το κάθε τραγούδι. Ήταν διαμάντια αυτά που λέγανε που μέχρι σήμερα δεν έχουνε θαμπώσει. Δοξασμένοι οι ρεμπέτες που γράψανε και αφήσαν μια παρακαταθήκη σε όλους αυτούς που σήμερα τους τραγουδάνε και παίρνουν μεροκάματα και ζουν ολόκληρες οικογένειες. Ανεκτίμητα κομμάτια για τον ελληνικό πολιτισμό! Που κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να φροντίσει το κάθε Υπουργείο για να μη σβήσουν. Άντε, να μη βάλω και κανένα sos: Σώστε το καλό ελληνικό τραγούδι!
Θυμάστε ένα αξέχαστο περιστατικό στην καριέρα σας;
Αααα πολλά! Τώρα τελευταία με τη Φαραντούρη στο Λος Άντζελες, σε ένα σεμινάριο στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα τραγούδησα ρεμπέτικα και γνώρισα τον Jack Loyd, ινδιάνο σαξοφωνίστα. Γονάτισε και μου φίλησε τα πόδια! Έλεγε σε όλους «Δεν έχω δει τόσο ζωντανή γυναίκα. Η ζωντάνια της σε ξεσηκώνει». Αλλά και στην Πορτογαλία με τη Σαβίνα Γιαννάτου ή στη “Symfony Space” στην Αμερική που τραγούδησα…. Ήταν αξέχαστα.


Τι είναι για εσάς η Θεσσαλονίκη;
Είναι το καμάρι! Είναι το στολίδι της Ελλάδας! Είμαι περήφανη για την πόλη που γεννήθηκα.
Θ άθελα να ξανανοίξουν κάποιοι χώροι που αγκάλιασαν κάποτε το ρεμπέτικο και το σμυρναίικο και έγραψαν ιστορία στη Θεσσαλονίκη. Αλλού κυνηγήθηκε πολύ το ρεμπέτικο. Δεν τους επέτρεπαν ούτε να κρατάνε μπαγλαμά στα χέρια. Θυμάμαι κάποτε είχαν πάει στα δικαστήρια τον Γιώργο Μουφλουζέλη. Μπήκε με το μπαγλαμαδάκι του στα χέρια και ο Δικαστής τον ρώτησε «Γιατί κάνεις διατάραξη κοινής ησυχίας;» Τότε εκείνος άρχισε να παίζει…  «Μα είστε καλά κύριε πρόεδρε; Ορίστε. Εδώ δε μ ακούτε εσείς… θα μά ‘κουγαν στον έκτο όροφο;»
Ποια είναι τα μυστικά της επιτυχίας για εσάς;
Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Τίποτα άλλο δε βλέπεις από το να δουλεύεις και να τραγουδάς. Εγώ δεν είχα ωράριο. Δούλεψα πολύ σκληρά.
Ποια συμβουλή έχετε στο μυαλό σας;
Τρεις παροιμίες πού λεγε η γιαγιά μου: «Η υπομονή κερδίζει τα πάντα», «άνευ τόλμης ουδεμία πρόοδος» και «Άξιο όνομα υπέρ πλούτος».
Ποιο τραγούδι θα αφιερώνατε στην πόλη που μεγαλώσατε;
“Είσαι το καμάρι της καρδιάς μου, Θεσσαλονίκη όμορφη γλυκειάααα. Κι αν ζω στην ξελογιάστρα την Αθήνα για σένα τραγουδώ κάθε βραδιάααα»
Να σου τραγουδήσω και τον άλλο στίχο; «Πάντα σε κρατώ στην αγκαλιά μου, πάντα σε θυμάμαι και πονώ, κι αν είμαι τώρα λίγο μακριά σου, με τον καιρό κοντά σου θα βρεθώ….»
Από την Κρυσταλία Πατούλη  για το περιοδικό Thessaloniki Confidential, Εκδ. Λυμπέρη

ΠΗΓΗ
 

Ιωάννα Γεωργακοπούλου..

$
0
0
IOANNA_GEORGAKOPOULOU.jpg
Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών σαν σήμερα, την Τρίτη 7 Αυγούστου 2007

Γεννήθηκε στα 1920 στον Πύργο της Ηλείας. Μόλις δύο χρονών χάνει τον πατέρα της. Στη συνέχεια η οικογένειά της μετακομίζει στην Αθήνα (στα Θυμαράκια επί της Λιοσίων ήταν το σπίτι τους), όπου η μητέρα της Ελευθερία, δουλεύοντας ως παραδουλεύτρα, τους εξασφαλίσει το καθημερινό φαγητό.

Από οκτώ χρονών η Ιωάννα συμμετέχει στη χορωδία της ενορίας του Αγίου Παύλου, όπου την ανακαλύπτει αργότερα η τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου που εργαζόταν τότε στη «Μάντρα του Αττίκ».

«Η ηλικία σου είναι μικρή, αλλά η φωνή σου μεγάλη! Δεν κάνεις όμως για ελαφρά τραγούδια. Θα μπορούσες θαυμάσια να τραγουδήσεις λαϊκά. Εκεί πιστεύω πως θα κάνεις θαύματα», της είχε πει η Λυκιαρδοπούλου, μόλις την πρωτοάκουσε.

Στο τραγούδι μπήκε με τη βοήθεια του συνθέτη και μαέστρου Γιάννη Βέλλα, στον οποίο τη σύστησε η Λυκιαρδοπούλου. Με τον Βέλλα –ανήλικη ακόμα και γι’ αυτό συνοδευόμενη από τη μητέρα της- ηχογράφησε το 1938 σε τα δύο πρώτα της χασάπικα: «Σμυρνιά» και «Χριστίνα».

Εκείνα τα πρώτα χρόνια, όπως αφηγείται η ίδια σε συνέντευξή της στον Πάνο Γεραμάνη, ο Δημήτρης Σέμσης ή «Σαλονικιός» είχε εκφραστεί αρνητικά για τη νεοεμφανιζόμενη τραγουδίστρια- «Τι να το κάνουμε αυτό το γατί...», είχε πει. Ωστόσο, η Columbia θέλει τη φωνή της και την καλεί και πάλι να ηχογραφήσει νέα τραγούδια:

Στα τέλη του 1938 ηχογραφώ τα τραγούδια του Τούντα «Τα τσόκαρα», «Τσιγγάνα Μανταλένα», «Τομπουρλίκα» με το Στράτο Παγιουμτζή και το Στέλιο Κηρομύτη, και αμέσως μετά ένα τραγούδι που μου έγραψε ο Νίκος Γούναρης, το «Μπρος στον Αγιο Σπυρίδωνα», αφηγείται η ίδια.

Την εξαιρετική ποιότητα της φωνής της διέκρινε και ο Βασίλης Τσιτσάνης και της εμπιστεύτηκε πολλά τραγούδια του, με πρώτο το «Οι φιλενάδες».

Πρωτοεμφανίζεται περί τα τέλη του 1939 στο πάλκο του κέντρου «Δάσος» στο Βοτανικό με τους Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Παγιουμτζή, Καλλέργη και Τουρκάκη και τον επόμενο χρόνο στην «Όαση» στο Περιστέρη με τους Μανώλη Χιώτη, Στεφανάκη Σπιτάμπελο, Ανδρέα Σπαγγαδώρο, Γοδαζίνο.


Μετά τον πόλεμο συνεργάστηκε συνεργάστηκε με το Βασίλη Τσιτσάνη, το Μανώλη Χιώτη, το Γιώργο Μητσάκη, καθώς και με τον κορυφαίο σολίστα του μπουζουκιού, τον Δημήτρη Στεργίου ή «Μπέμπη». Τραγούδησε ρεμπέτικα, λαϊκά και λιγοστά νησιώτικα τραγούδια και στις ηχογραφήσεις τη συνόδευε κυρίως ο Στελλάκης Περπινιάδης με τα ιστορικά του σεγκόντα.

Αρκετά από τα τραγούδια που ερμήνευσε φέρονται ως δικές της συνθέσεις, όπως ο «Τρελός Τσιγγάνος», «Φυσάει ο μπάτης», «Βράδια στη Χαβάη», «Ποιος καημός τον βασανίζει» κ.ά., αν και οι περισσότεροι ερευνητές του ρεμπέτικου συμφωνούν πως πρόκειται για τραγούδια άλλων συνθετών (του Τσιτσάνη κυρίως), χαρισμένα στην Γεωργακοπούλου. Ειδικότερα από το 1946 μέχρι και το 1950, 44 τραγούδια είναι περασμένα στη δισκογραφία στο όνομά της.

Για την Ιωάννα Γεωργακοπούλου ο Τσιτσάνης έγραψε μερικά από τα ωραιότερά του τραγούδια: «Τι τη θέλεις την τσιγγάνα», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Αργοσβήνεις μόνη», «Αχάριστη», κ.ά. Η συνεργασία τους όμως, διακόπηκε απότομα το χειμώνα του 1949, όταν τη θέση της στο πάλκο του «Τζίμη του Χοντρού» δίπλα στον Τσιτσάνη, παίρνει η Μαρίκα Νίνου.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε την έντονη πικρία της Γεωργακοπούλου. Οι σχέσεις της με τον Τσιτσάνη οδηγήθηκαν σε έντονη κόντρα όταν ο Τσιτσάνης δίνει στο Χατζηδάκι το τραγούδι «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» η μουσική του οποίου έμοιαζε σε πολλά σημεία με τη μελωδία του Τσιγγάνου. «Τι δουλειά έχει ο Τσιτσάνης και χαρίζει δικό μου τραγούδι στο Χατζηδάκι;» δήλωσε τότε η Γεωργακοπούλου, η οποία μέχρι τέλους επέμενε ότι ο «Τρελλός τσιγγάνος» είναι δικό της τραγούδι γραμμένο κατά την κατοχή και αναφερόμενο σε υπαρκτό πρόσωπο.

Η καριέρα της Γεωργακοπούλου ακολουθεί φθίνουσα πορεία μετά το 1950, ενώ τα τελευταία χρόνια εμφανιζόταν σε μικρές μουσικές σκηνές («Μετρό», «Απτάλικο» κ.ά.).

Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών την Τρίτη 7 Αυγούστου 2007.






Στα στενά που περπάτησε ο Μάρκος...

$
0
0
Για δεύτερη φορά πραγματοποιείται φέτος, από τις 30 Αυγούστου μέχρι και τις 3 Σεπτεμβρίου, το Φεστιβάλ Ρεμπέτικου στην Σύρο, τείνοντας έτσι να μετατραπεί σε θεσμό. 

Το Φεστιβάλ Ρεμπέτικου διοργανώνεται από τον Δήμο Σύρου - Ερμούπολης και έχει τον υπότιτλο «Η Σύρα του Μάρκου Βαμβακάρη», τιμώντας έτσι τον κατά τεκμήριο σημαντικότερο από τους αυθεντικούς δημιουργούς του ιδιώματος που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της λαϊκής μουσικής μας και ο οποίος γεννήθηκε στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων.

Έτσι, για ένα πενταήμερο σχεδόν όλες οι γειτονιές του μεγάλου λιμανιού της Ερμούπολης -σε χώρους που ξεκινούν από το Θέατρο Απόλλων και την έπαυλη Τσιροπινά και φτάνουν μέχρι την πηγή του Αγίου Αθανασίου και την Πιάτσα της Άνω Σύρου - θα φιλοξενήσουν φυσικά πολλές συναυλίες ρεμπέτικου, αλλά ταυτόχρονα και αρκετές παράλληλες εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, σεμινάρια και έκθεση λαϊκών και παραδοσιακών οργάνων.
Η έναρξη μάλιστα του φεστιβάλ την Τετάρτη 30 Αυγούστου θα γίνει με την παρουσίαση από τον συγγραφέα τους Δημήτρη Βαρθαλίτη δύο βιβλίων για τον Μάρκο Βαμβακάρη για να ακολουθήσουν, συμβολικά ίσως, τα Μυστικά Μπουζούκια, μια παρέα πολύ νέων παιδιών από την Ερμούπολη που όχι μόνο αγαπούν αλλά και μελετούν και παίζουν το ρεμπέτικο.


Στη συνέχεια, βέβαια, θα παίξουν ενήλικοι και λίαν έμπειροι μουσικοί του ιδιώματος, ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Νίκος Τατασόπουλος μαζί με την καλή ερμηνεύτρια Αθηνά Λαμπίρη, το δίδυμο των λαϊκών κιθαριστών Βασίλη Σκούτα και Δημήτρη Μηταράκη αλλά και ο βιολιστής των Rebetien Γιάννης Ζαρίας.

Την Πέμπτη 31.8 θα παίξει η πενταμελής Banda Jovanica με τη σύμπραξη των δεξιοτεχνών του μπαγλαμά Γιώργου Ζορμπά και του μπουζουκιού Αντώνη Μαραγκού, την Παρασκευή 1.9 ένα τρίο λαϊκών κιθαριστών από τη Μύκονο, τη Σύρο και την Τήνο και την Παρασκευή 2.9 το νεανικό -με δύο από τα έξι μέλη του να είναι κοπέλες- ρεμπέτικο σχήμα Λακριντί.

Η πανηγυρική λήξη του 2ουΦεστιβάλ Ρεμπέτικου το Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου θα γίνει με την επανάληψη της συναυλίας - αφιέρωμα στον Μάρκο που είχε επιμεληθεί η Λίνα Νικολακοπούλου και είχε πραγματοποιηθεί πριν από πέντε χρόνια στο Ηρώδειο, με τη συμμετοχή καλών ερμηνευτριών όπως οι Σοφία Παπάζογλου και η Εβελίνα Αγγέλου, και μουσικών όπως ο σπουδαίος εκτελεστής του μπουζουκιού Μανώλης Πάππος αλλά και ο γιος του Μάρκου Βαμβακάρη, ο Στέλιος, άξιος κληρονόμος του πατέρα του ως εκτελεστής, ερμηνευτής μα και συνθέτης, πάντα εντός της παράδοσης του ρεμπέτικου, αλλά με το δικό του διακριτό ύφος.

Ένα φεστιβάλ λοιπόν που σίγουρα δεν είναι μόνο για... Φραγκοσυριανούς, αλλά για κάθε εραστή τής γνήσιας λαϊκής μουσικής μας!

Η ΑΥΓΗ

ΣΤΗΣ ΜΑΣΤΟΥΡΑΣ ΤΟ ΣΚΟΠΟ… ΤΑ AΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ «ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ» ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

$
0
0

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ -
Πηγή zenithmag.wordpress.com
«Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα
και στη σπηλιά του Δράκου βγήκα
Βλέπω τρεις μαστουρωμένοι
και στην άμμο ξαπλωμένοι.
Ήταν ο Μπάτης και ο Αρτέμης
και ο Στράτος ο τεμπέλης
Βρε συ Στράτο, βρε συ Στράτο
φιάξε αργιλέ αφράτο
να φουμάρει το Μπατάκι
που είναι χρόνια ντερβισάκι
να φουμάρει και ο Αρτέμης
που πάει και μας φέρνει
Μας φέρνει μαύρο από την Πόλη
και μαστούρια είμαστε όλοι
τουμπεκί απ’ την Περσία
πίνει ο μάγκας με ησυχία»…
Στη δεκαετία του 1930, η σκηνή που περιγράφει ο Γιώργος Μπάτης ήταν καθημερινότητα στις σπηλιές και τους λόφους γύρω από τον Πειραιά.
Οι μάγκες επέλεγαν τα απόμερα σημεία για να αποφύγουν είτε την κακή εξήγηση του τεκετζή, είτε το «ξενέρωμα» που έφερναν οι εισβολές των –ανεπιθύμητων στους τεκέδες– οργάνων της τάξης. Για «να πιουν με ησυχία» πάνω στην κουρελού που είχαν κουβαλήσει στη σπηλιά, όπως τραγουδά κι ο Γιάννης Εϊτζιρίδης, πιο γνωστός ως Γιοβάν Τσαούς, στο «Πέντε μάγκες στον Περαία», ένα απ’ τα ωραιότερα τραγούδια που γράφτηκαν με θέμα το χασίς και την κοινωνία των χασικλήδων του Πειραιά.
Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΣΙΣ
Ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του περιγράφει μια εμπειρία του στη σπηλιά του Κουλού, ένα απόκρημνο μέρος στην ακτή της Δραπετσώνας:
«Πήγα με λαχτάρα να φουμάρω μόνος μου. Τότες το χασίσι ήταν πολύ δυνατό, τούρκικο από την Προύσα. Μόλις πήρα τον αργιλέ στα χέρια μου να φουμάρω, τράβηξα δυνατά με το καλάμι. Ένιωσα μια φοβερή ζαλάδα, κοπήκανε όλες μου οι αισθήσεις κι έπεσα χάμω και συλλογιζόμουνα πώς ν΄ ανέβω τώρα το γκρεμό να φύγω;
Αρχίνησα με τα τέσσερα να προχωρώ στο έρημο βουνό, ώσπου έφτασα ως πίσω από το νεκροταφείο, την Ανάσταση, περίπου ένα μίλι δρόμο. Εβρέθηκα πάλι σε μια γούβα στην οποία να είναι και κει χασικλήδες να φουμέρνουνε. Ήταν οι πρόσφυγες των Ταμπουριών και δεν ερχόντουσαν μαζί στη σπηλιά όπου πηγαίναμε οι Πειραιώτες. Είχαν δικό τους νταραβέρι…».


Το χασίς δεν ήταν κάτι νέο για τον Πειραιά ούτε φυσικά το έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Την εποχή που αφηγείται ο Μάρκος, η καλλιέργεια της κάνναβης είχε ήδη δια νόμου (Ν. 2017 του 1920) απαγορευθεί, οι δε καπνίζοντες χασίς τιμωρούντο με κράτηση ή και πρόστιμο. Η αστυνομία, σύμφωνα με το νόμο αυτό είχε καθήκον «να παρακολουθή αγρύπνως τας κινήσεις των χασισοποτών και να κλείη τα καταγώγια ή τα άλλα ενδιαιτήματα εις ά επιδίδονται καθ΄ έξιν εις χασισοποτίαν ούτοι, συλλαμβάνουσα δε τούτους επ΄ αυτοφώρω να τους παραδίδη εις την αρμοδίαν Εισαγγελικήν αρχήν δια την κατά νόμον τιμωρίαν των»!

Ματαίως. Πίναν στη ζούλα, φτωχοί και πλούσιοι, όπως λέει ο Μάρκος, σε διάφορους τεκέδες, χασίς διαφορετικής ποιότητας ανάλογα με το πορτοφόλι τους. Όταν τύχαινε να συνυπάρχουν οι τάξεις στον τεκέ, οι φτωχότεροι φρόντιζαν να κάθονται κοντά στις θέσεις των πλουσίων καθώς πάντα οι τελευταίοι έπιναν απ΄ το «καλό». Για τους φτωχότερους έμενε ο «φλόμος», τ΄ αποτσίγαρα, οι κάφτρες δηλαδή που άφηναν οι πλούσιοι.
 Πλένανε το τουμπεκί, τα καλής ποιότητας, συνήθως περσικά, φύλλα καπνού, των πλουσίων, το βάζαν σε κάτι αυτοσχέδιους αργιλέδες και ξανακάπνιζαν το «φλόμο». Σε μια από τις παλιότερες ηχογραφήσεις του ο Μάρκος τραγουδάει: «Όταν πλύνω τουμπεκάκι, θα φουμάρω τσιμπουκάκι». Στην ετικέτα του δίσκου, ο τίτλος του τραγουδιού είναι «Όταν πίνω τουμπεκάκι». Κατά λάθος.

ΖΩΡΖ ΜΠΑΤΙ: «ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΤΕΚΕΤΖΗΣ, ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΧΑΣΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΑΣΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΗΣ»
Αλλά, εκτός από τους τεκέδες, υπήρχαν κι οι σπηλιές στις ακτές, οι γούβες και τα βουνά. Κάποτε, ο Μπάτης με τον Στράτο πήγαιναν στα βουνά της Νίκαιας για να πιουν αργιλέ. Τους παρακολουθούσαν δυο χωροφύλακες για να τους πιάσουν επ΄ αυτοφώρω. Ο Μπάτης τους αντελήφθη κι εκεί που κάθισαν να καπνίσουν, βάζει φωτιά σ΄ ένα θυμάρι για ν΄ ανάψει τον αργιλέ και φωνάζει: «Βάρδα, φουρνέλο»! Όπου φύγει – φύγει, οι χωροφύλακες…
Η διάσημη από το τραγούδι του Μπάτη, σπηλιά του Δράκου, στον Κερατόπυργο στο Κερατσίνι που σήμερα είναι σφραγισμένη, ήταν μια από τις προσφιλείς καβάτζες για τους μάγκες αλλά και για τους τέσσερις της «Τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς» που ήσαν δεινοί χασισοπότες. Ο Μπάτης (o, κατά Ζωρζ Πιλαλί, «Ζωρζ Μπατί, χοροδιδάσκαλος και τεκετζής, ουράνιος χασιστής και στη μαστούρα του ευγενής») που διέθετε δικό του τεκέ – χοροδιδασκαλείο στην οδό Αίμου στην Αγιά Σοφιά –σήμερα στη θέση του υψώνεται πολυκατοικία– περηφανευόταν πως στη ζωή του είχε πιει βαπόρια χασίσι. Όπως μαρτυρά ο Μανώλης Δημητριανάκης, μαθητής του Μάρκου (και εκ των τριών βασικών, μαζί με τους Γιώργο και Δημήτρη Κοντογιάννη, της «Ρεμπέτικης Κομπανίας»), όταν λίγο πριν τη δικτατορία του 1967 και προς το τέλος της ζωής του Μπάτη, του ζητούσε να παίξει μαζί του μπαγλαμά, εκείνος του έλεγε: «Άμα θέλετε να παίξω, να με παίρνετε λίγες μέρες πριν για να περπατήσω, να κυκλοφορήσει το αίμα μου»!
Όσο για τον Στράτο τον «τεμπέλη»; Η συγκλονιστικότερη φωνή που έβγαλε το ρεμπέτικο τραγούδι, ο μέγας Στράτος Παγιουμτζής, μαγκίτης, αλανιάρης και βαρκάρης του λιμένος Πειραιώς ήταν πολύ περήφανος μαστούρης.

«ΣΟΥΡΑ ΚΑΙ ΜΑΣΤΟΥΡΑ»
Ο τέταρτος, ο μικρότερος της παρέας, ο Ανέστος –ο «Αρτέμης» του τραγουδιού– η «μαύρη γάτα» όπως άλλωστε λέγαν και τον πατέρα του στη Σμύρνη για τη δεινότητά του στο σαντούρι, ήταν φυσικά κι αυτός χασικλής αλλά πιο ντροπαλός καθώς ήταν –σαν κορίτσι όπως λέγαν οι υπόλοιποι στεκόταν πάνω στο πάλκο– δεν το διατυμπάνιζε κιόλας. Διέθετε, όπως όλοι συμφωνούσαν, το γλυκύτερο παίξιμο ανάμεσα στους μπουζουξήδες της εποχής και μιλούσε με τα τραγούδια του: «Όταν μπουκάρω στον τεκέ, τον αργιλέ τσακώνω και μες στα φυλλοκάρδια μου τραβώ, τον ξελιγώνω», ακούγεται στο «Σούρα και μαστούρα». Λίγα τραγούδια άφησε ο Ανέστος Δελιάς αλλά ένα κι ένα: «Το σακάκι», «Το χαρέμι στο χαμάμ», «Κουτσαβάκι», «Τον άντρα σου κι εμένα», «Αθηναίισα», «Ο πόνος του πρεζάκια»….


«Απ΄ τον καιρό που άρχισα
την πρέζα να φουμάρω,
ο κόσμος μ΄ απαρνήθηκε
δεν ξέρω τι να κάνω.
Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ
ο κόσμος με πειράζει
και η ψυχή μου δεν κρατά
πρεζά να με φωνάζει.
Απ΄ τις μυτιές που τράβαγα
άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε
σιγά σιγά να λιώνει.
Τίποτα δεν μ’ απόμεινε
Στον κόσμο για να κάνω
Αφού η πρέζα μ’ έκανε
Στους δρόμους ν΄ αποθάνω…»

Το «Αρτέμης» ήταν παρατσούκλι που του είχε κολλήσει ο Γιώργος Μπάτης ή, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, ο Μήτσος ο Καρυδάκιας. Ο Ανέστης Δελιάς είχε έρθει από τη Σμύρνη με την καταστροφή, μόλις δέκα χρόνων μαζί με την μεγαλύτερη αδερφή του και την έγκυο στο τρίτο παιδί μητέρα τους και έμενε στη Δραπετσώνα. Στην αρχή της Δραπετσώνας, δίπλα στις προχειροφτιαγμένες παράγκες όπου στοιβάζονταν οι πρόσφυγες, υπήρχαν τα διαβόητα Βούρλα,  οίκος ανοχής με περισσότερες από 70 τρίτης κατηγορίας πόρνες εγκατεστημένες εκεί ήδη πριν τα τέλη του 19ου αιώνα για τις ανάγκες των ξένων στόλων που ελλιμενίζονταν στον Πειραιά. Στα Βούρλα δούλευε και η ερωμένη του Δελιά, η Δήμητρα Σ., η επονομαζόμενη «Σκουλαρικού», εκείνη που, σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων και συγγενών του, τον «μύησε» στην πρέζα. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, ο Δελιάς ήταν τότε 23 και ήδη χασισοπότης, εκείνη μόλις 15 χρόνων. Ήταν τέλη του 1934, αρχές του 1935…
Η ΠΡΩΤΗ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΚΟΜΠΑΝΙΑ
Εν τω μεταξύ, το καλοκαίρι του 1934, ο Ανέστης Δελιάς από τη Σμύρνη, ο Στράτος Παγιουμτζής από τ’ Αϊβαλί, ο Μάρκος Βαμβακάρης από τη Σύρα και ο Γιώργος Μπάτης από τον Πειραιά, έχουν ήδη σχηματίσει την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία και εμφανίζονται για έξη μήνες στη μάντρα του Σαραντόπουλου στη Δραπετσώνα.
Είναι η πρώτη ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, όργανα που μόλις έχουν περάσει στη δισκογραφία και από κείνη τη στιγμή αρχίζουν να γίνονται δημοφιλή.

«Αυτός, λοιπόν, ο “Αρτέμης” ήτανε πολύ ωραίο παιδί. Φορούσε μια τραγιάσκα κι ένα πανωφόρι το οποίον θα χωρούσε δυο τέτοιοι μέσα», αφηγείται για τον Δελιά ο Γιώργος Μουφλουζέλης. «Ήταν πολύ καλό παιδί, ήσυχο, ομορφόπαιδο, μελαχρινό, με κάτι μάτια που τρέλαιναν τις γκόμενες. Και μουσικός καλός, πολύ όμορφο μπουζούκι έπαιζε, πολύ τεχνίτης, με ωραία τραγούδια» συμπληρώνει ο Γενίτσαρης.
Ο τελευταίος αλλά και ο Μπαγιαντέρας, ο Κερομύτης, ο Παπαϊωάννου, που σύχναζαν στο χοροδιδασκαλείο του Μπάτη, τον θυμούνταν να παίζει μπουζούκι, όρθιος πάνω στο σκαλί μιας καρέκλας, όπως το συνήθιζε. Εκεί μαζεύονταν μετά τη δουλειά του στα σφαγεία ο Μάρκος και ο Στράτος που ήταν βαρκάρης.

«Όταν ο Ανέστος έφυγε από κοντά μας και έγινε πρεζάκιας, εμείς τότε δεν τον εζυγώναμε», αφηγείται ο Μάρκος Βαμβακάρης. «Πόσες φορές του ελέγαμε, βρε Ανέστο δεν βλέπεις τους άλλους που έχουνε γίνει; Είναι αμαρτία. Κόψε την πρέζα κι έλα μαζί μας να φιαχτείς, να δουλέψεις κοντά μας. Του ελέγαμε όλοι και οι τρεις (και ο Στράτος και ο Μπάτης δηλαδή), αλλά αυτός δεν άκουγε κανένα. Μια φορά τον επείσαμε και ήρθε μαζί μας και τον εφυλάγαμε να μη μας φύγει… Έγινε πολύ ελεεινός, αρχίσαμε μόλις τον εβλέπαμε να τον αποφεύγουμε διότι δεν ημπορούσαμε να μας βλέπει η Ασφάλεια με αυτόν να έχουμε πάρε -δώσε…».

ΧΑΣΙΚΛΗΔΕΣ ΚΑΙ ΠΡΕΖΑΚΗΔΕΣ
Οι χασικλήδες και οι πρεζάκηδες ήταν δυο κόσμοι διαφορετικοί…
«Σ’ ένα ξερόνησο, στη Νιό
που ‘χει εκκλησιές και μύλοι
υποδοχή μου κάνανε
ένα κοπάδι ψύλλοι…».

Η δικτατορία του Μεταξά σήμανε απαγορεύσεις και εκτοπίσεις. Ο Μιχάλης Γενίτσαρης στον οποίο ανήκουν οι πιο πάνω στίχοι από το τραγούδι του «Με πιάσαν επί Μεταξά», έκανε εξορία στην Ίο μαζί με τον Ανέστη Δελιά, κι οι δυό τους ως «δημόσιοι επικίνδυνοι». Χασισοπότης και νταής ήταν ο Γενίτσαρης, πρεζάκιας ο Ανέστος. Στην αυτοβιογραφία του, που διέσωσε ο Κώστας Χατζηδουλής, ο Γενίτσαρης περιγράφει τις προσπάθειες που έκανε εκεί για να βοηθήσει τον Δελιά να κόψει την πρέζα…
Αυτός, όμως, το βιολί του.

Πώς αλλιώς, άλλωστε, αφού όπως διηγείται χαρακτηριστικά ο Γενίτσαρης, «την πρέζα που είδα εγώ να κυκλοφορεί στην εξορία, δεν την είχε όλη η Αθήνα»!
Η ηρωίνη, παράγωγο της μορφίνης, προέκυψε ως αναλγητικό τρεις φορές ισχυρότερο από την μορφίνη το 1898 από την φαρμακευτική εταιρεία Bayer για τις ανάγκες των τραυματιών των πολέμων. Στην Ελλάδα, η χρήση της άρχισε να εξαπλώνεται από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1920. Στη μελέτη του «Ο Πειραιάς και το ρεμπέτικο τραγούδι» που είχε κυκλοφορήσει ως ημερολόγιο του 2006 –της δημοτικής κίνησης «Το λιμάνι της αγωνίας»– ο ερευνητής Σπύρος Παπαϊωάννου μεταφέρει την πιο κάτω γλαφυρή αφήγηση ποινικού κρατουμένου, καταγραμμένη το 1966 στο Νοσοκομείο Κρατουμένων «Ο Άγιος Παύλος»:

«Το 1926 πρωτοήρθε η πρέζα. Πουλιόταν ελεύθερα και πάμφθηνα. Θυμάμαι πίσω από το Ρολόι στον Πειραιά. Μέσα σε μπουκαλάκια, σαν αυτά αργότερα της πενικιλίνης, πέντε γραμμαρίων που γράφαν απ’ έξω “Made in Germany”. O κόσμος έπεσε με τα μούτρα, ιδιαίτερα η νεολαία. Έβλεπες αγέλες από εξαθλιωμένους, ξυπόλητους, αξύριστους, με μακριά μαλλιά και νύχια, λιγδιασμένους και αποβλακωμένους, έξω από τη Δημαρχία στο Γκαζοχώρι, να κάθονται και να ψειρίζονται».
Λογικό φαίνεται, ανάμεσα στα πρώτα υποψήφια θύματα της ηρωίνης να ήσαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες.
Η απόγνωση, η περιθωριοποίηση, ο αποκλεισμός, η ανέχεια και η εξαθλίωση που βίωναν με τον ερχομό τους στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τα αναπάντητα «γιατί» και την αδυναμία τους να θρηνήσουν, να πενθήσουν γι΄ αυτούς που έμειναν πίσω, ήταν τραυματικές εμπειρίες, καθοριστικές για το πέρασμα στην ηρωίνη. Πόσο μάλλον όταν κυκλοφορούσε ελεύθερη και πάμφθηνη.
Ο Δελιάς ήταν το πρώτο παιδί της πενταμελούς οικογένειάς του.
Ο πατέρας του –ευκατάστατος έμπορος γαλακτοκομικών προϊόντων στη Σμύρνη– αλλά και ο παππούς του, έμειναν πίσω χωρίς ποτέ κανείς να μάθει τί απέγιναν. Το φορτίο για κείνον, έναν ευαίσθητο μουσικό, βαρύ.

«Σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων του, ο Δελιάς δεν ήταν τοξικομανής όταν έγραψε το τραγούδι “Ο πόνος του πρεζάκια”», γράφει ο Δημήτρης Υφαντής στη μελέτη του για τον Ανέστη Δελιά που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στα τεύχη 20 και 21 του περιοδικού «Λαϊκό Τραγούδι». «Όμως», συνεχίζει ο Υφαντής, «εξετάζοντας το στίχο με προσοχή και συγκρίνοντάς τον με άλλα τραγούδια, διαπιστώνουμε πως το τραγούδι αυτό είναι το πλησιέστερο, αν δεν συμπίπτει, στις εκφράσεις, στη νοοτροπία και στην ψυχική κατάσταση των εξαρτημένων από ηρωίνη… Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η λέξη “πόνος” σε τίτλο χρησιμοποιείται σε τραγούδι σχετικό με τις ουσίες μόνο από τον Ανέστη Δελιά, αφού ο ίδιος είχε βιώσει αυτήν  την κατάσταση. Ο πόνος αυτός είναι αβάσταχτος και απερίγραπτος. Διαφέρει κατά πολύ του σωματικού ή αυτού της απώλειας, διότι ακριβώς δεν μπορεί να προσδιορισθεί αυτό που τον προκαλεί, συνεπώς να αναπαραχθεί».

Ο ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ
Για τον Γιοβάν Τσαούς που συνέθεσε τον «Πρεζάκια», το άλλο σπουδαίο τραγούδι της πειραιώτικης σχολής εμπνευσμένο από τα βιώματα των ηρωινομανών, όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν στο ότι δεν έπινε ούτε χασίσι. Ούτε βέβαια η γυναίκα του Κατερίνα που έγραψε τους στίχους. Το τραγούδι του Δελιά, όμως, έμελε ν’ αποδειχτεί προφητικό για τον ίδιο.
Από την Ίο και την εξορία επέστρεψε λίγο μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Κατέφυγε στον Γενίτσαρη που τον κλείδωνε σ΄ ένα υπόγειο για να τον κρατήσει μακριά από την πρέζα. Μάταιος κόπος. Ο Δελιάς συνέχισε τα ίδια. Τρία χρόνια αργότερα, τη φύλαξή του είχε αναλάβει ο φίλος του Στράτος Παγιουμτζής με τη γυναίκα του Ζωή στο σπίτι τους. Στις 2 Φλεβάρη του 1944, ο Στράτος με τη Ζωή κάνουν εισαγωγή έναν διαλυμένο από τη στέρηση Ανέστο στο Δρομοκαΐτειο για αποτοξίνωση. Στις 28 του ίδιου μήνα απολύεται, με αίτησή του.
«Είμαι καλά, δεν θα πιω», είπε στο Στράτο.
Λίγους μήνες μετά, το καλοκαίρι του 1944, τον βρήκαν κοκκαλωμένο έξω απ’ το Βαρβάκειο. Τον πήρε το σκουπιδιάρικο κάρο του Δήμου, όπως τους πρεζάκηδες του ομώνυμου τραγουδιού του Γιοβάν Τσαούς που στα χρόνια του μεσοπολέμου έβρισκαν παγωμένους από το κρύο στις περιοχές που σύχναζαν: στο Καστράκι, τη Δραπετσώνα και το σταθμό του Αγίου Διονύση.

«Σαν αποθάνω φίλε μου, έρχετ΄ αστυνομία
με κάρο σκουπιδιάρικο και κάνει την κηδεία».

Ο ΜΕΤΑΞΑΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΑ «ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ» ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Τα «χασικλίδικα» τραγούδια είχαν σταματήσει βεβαίως να δισκογραφούνται από τα τέλη του 1937. Τότε η «Επιτροπή προληπτικής λογοκρισίας» που επέβαλε ο Μεταξάς, μαζί με τα τραγούδια που περιείχαν κοινωνικούς υπαινιγμούς απαγόρεψε ο,τιδήποτε υπήρχε υποψία πως παρέπεμπε στην Ανατολή: τα λεγόμενα «μπεμόλια», τα ημιτόνια, δηλαδή τις διέσεις και τις υφέσεις, ακόμα και τους αμανέδες. Τι τύχη λοιπόν θα μπορούσαν σ΄ ένα τέτοιο περιβάλλον να έχουν τα τραγούδια που ώς τότε αναφέρονταν ελεύθερα σε ουσίες; Οι συνθέτες τους κλήθηκαν να συμμορφωθούν, ν΄ αλλάξουν τα λόγια. Κάποιοι το έκαναν, «φκιάνοντας», όπως ο Μάρκος, «διαφορετικά το γράψιμό τους», άλλοι, όπως ο Δελιάς, ο Μπάτης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου ή ο Γιοβάν Τσαούς προτίμησαν να σιγήσουν. Αλλοι, πάλι, ελαφροί κυρίως συνθέτες που προ του 1936 έγραφαν και «χασικλίδικα», δεν δίστασαν να περάσουν στην αντίπερα όχθη:

«Το Υφυπουργείον Τύπου και Τουρισμού έθεσε φραγμόν στις διάφορες αηδίες που άκουγε κανείς από τα μεγάφωνα των καφενείων και των εξοχικών κέντρων. Τα “χασίσια”, τα “μπουζούκια”, οι “λουλάδες” και οι “αργιλέδες”, οι ακατάληπτες ρεμπέτικες εκφράσεις που είχαν πλημμυρίσει όλην την Ελλάδα, από της στιγμής που γράφονται οι γραμμές αυτές ανάγονται πλέον ανεπιστρεπτί στην ιστορίαν του θλιβερού παρελθόντος. Στο εξής δεν θα μπορή ο κάθε “τυχαίος” να πιάνη ένα μουσικό πεντάγραμμο και αρπάζοντας από τα μαλλιά ένα οποιοδήποτε μοτίβο μουσικό κάποιου …συγχωρεμένου σαντουριέρη να το σερβίρη για δημιουργία μοντέρνα! Ούτε και ένας οποιοσδήποτε (κουρέας, μεσίτης οικοδομών, ψαράς, ταβερνιάρης) θα παίρνει στα χέρια του ένα κομμάτι χαρτί και θα γράφη αντιαισθητικούς στίχους. Το κράτος έδωσε επιτέλους και σ΄ αυτήν την υπόθεσι, την πρέπουσα λύσι. Θα γράφουν εκείνοι που πρέπει και μπορούν να γράφουν. Εκείνοι που είναι ειδικοί και “επαγγελματίαι”…»

Το άρθρο από το περιοδικό Το τραγούδι (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1937), υπογράφει με το ψευδώνυμο Σαβαίμ κάποιος που δεν είναι άλλος από τον γνωστό στιχουργό Αιμίλιο Σαββίδη που πριν από το 1936 –με το ψευδώνυμο Ν. Δέλτας– είχε γράψει τραγούδια όπως το «Είμαι πρεζάκιας» που επανέφερε στη δισκογραφία τη δεκαετία του 1970, με την εκτέλεσή της, η Χαρούλα Αλεξίου. Οι στίχοι του τραγουδιού: «Πρέζα όταν πιεις, ρε θα ευφρανθείς κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θα δεις. Σα μαστουρωθείς γίνεσαι ευθύς, βασιλιάς, δικτάτορας, θεός και κοσμοκράτορας», δεν έχουν καμιά σχέση με τον πόνο και την αγωνία που κρύβουν τραγούδια όπως «Ο πόνος του πρεζάκια» του Δελιά και «Ο πρεζάκιας» του Γιοβάν Τσαούς. Μάλλον με απόπειρες αναπαράστασης μοιάζουν μιας κατάστασης που δεν είχαν βιώσει άμεσα.
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1946
Με την επανέναρξη της δισκογραφικής βιομηχανίας το 1946, τα απαγορευμένα «χασικλίδικα» κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους καθώς το ανακαινισμένο εργοστάσιο δίσκων της Columbia στον Περισσό ξεκίνησε τη λειτουργία του πριν καθιερωθεί μηχανισμός λογοκρισίας. Έτσι, επί ενάμιση μήνα το καλοκαίρι του 1946, ηχογραφούνταν και πάλι ελεύθερα χασικλίδικα τραγούδια. Ο Βασίλης Τσιτσάνης που πριν ακόμα από την δικτατορία του Μεταξά είχε ηχογραφήσει το πρώτο του χασικλίδικο, το «Σ΄ ένα τεκέ σκαρώσανε», εκείνο το καλοκαίρι του ΄46, δίπλα σε τραγούδια όπως ο «Λουλάς» του Μητσάκη, ηχογραφεί τρία από τα ωραιότερά του ζεϊμπέκικα με το θέμα τους να περιστρέφεται γύρω από το χασίς:
το «Το πρωί με τη δροσούλα» με τραγουδιστές τον ίδιο και τον Στράτο Παγιουμτζή,
το «Μάγκας βγήκε για σεριάνι» του Απόστολου Καλδάρα δυο φορές (μια με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Απόστολο Χατζηχρήστο και τον ίδιο, και μια με τον Παγιουμτζή και τον Στελλάκη Περπινιάδη)
και το «Της μαστούρας ο σκοπός», το γνωστό «Τα πέριξ», με τους Στράτο Παγιουμτζή και Στέλιο Κερομύτη.
ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ ΚΑΙ «ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΑ»
Στο ερώτημα γιατί ο Τσιτσάνης σπεύδει να ηχογραφήσει χασικλίδικα τραγούδια αντί να προσαρμόσει τα λόγια τους ώστε ν΄ απευθυνθεί αργότερα σ΄ ένα ευρύτερο ακροατήριο, ο Μανόλης Αθανασάκης στο βιβλίο του «Βασίλης Τσιτσάνης – 1946» απαντά πως αφενός οι εταιρείες δίσκων επέμεναν στην προβολή των χασικλίδικων με το επιχείρημα της εμπορικότητας και αφ΄ετέρου τα τραγούδια αυτά ήταν μερικά μόνο από έναν ολόκληρο κύκλο χασικλίδικων που έγραψε μέσα στην Κατοχή ο Τσιτσάνης τραγουδώντας στα κέντρα της Θεσσαλονίκης όπου έπαιζε τότε μπροστά σ΄ ένα κοινό που, «αφού εν μέσω των τρομερών συνθηκών της Κατοχής επεδίωκαν τη διασκέδαση και είχαν την οικονομική δυνατότητα να συντηρούν καταστήματα με ορχήστρες, στην πλειονότητά τους δεν μπορεί παρά να ήσαν μαυραγορίτες και ποικιλοτρόπως συνεργαζόμενοι με τις κατοχικές αρχές».
Το πιθανότερο, πάντως, είναι πως για τους ανθρώπους της εποχής, οι μνήμες μιας Ελλάδας όπου η κάνναβη καλλιεργείτο σε εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων και η χασισοποτία θεωρείτο πταίσμα –αν σ΄ έπιαναν σε κρατούσαν μέχρι να ξεμαστουριάσεις και μετά σε άφηναν, όπως λέει ο Δημητριανάκης– δεν ήσαν μακρινές. Όμως, το σύντομο δισκογραφικό καλοκαίρι του μεταπολεμικού χασικλίδικου τραγουδιού έμελε να διακοπεί με την επιβολή εκ νέου της λογοκρισίας, οι μεγάλες επιτυχίες του Τσιτσάνη για να επανακυκλοφορήσουν έπρεπε να επανεκτελεσθούν με τους στίχους τους τροποποιημένους. Έτσι, το «στης μαστούρας το σκοπό» έγινε «στης αγάπης το σκοπό», το «είχε ο δόλιος να φουμάρει μέρες αργιλέ» έγινε «είχε ο δόλιος για ν΄ ακούσει μέρες μια πενιά»…

ΚΑΙ Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΡΕΜΠΕΤΙΚΩΝ!
Στα μαγαζιά, όμως, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Πάντοτε τα ρεμπέτικα και  τα «χασικλίδικα» τραγούδια, παρά την κρατική λογοκρισία αλλά και την δαιμονοποίησή τους από μέρος της Αριστεράς (ο «Ριζοσπάστης» έγραψε το τελευταίο του άρθρο κατά του ρεμπέτικου το 1975), τραγουδιώνταν με τα κανονικά και όχι τα τροποποιημένα τους λόγια ενώ δίπλα τους, τα προπολεμικά «ονειρικά» ή «εξωτικά» τραγούδια του Τούντα, του Περιστέρη, του Χατζηχρήστου, του Μπάτη και του Μάρκου για την Ανατολή και τα χαρέμια, το Μαρόκο ή την Κάρμεν, παραχωρούσαν τη θέση τους στις «Αραπίνες» ή τη «Μάγισσα της Βαγδάτης» του Τσιτσάνη, τραγούδια κι αυτά, που όσο κι αν σε πρώτη ανάγνωση δεν το δήλωναν, ήσαν συνδεδεμένα με ουσίες όσο και τα καθαρά «χασικλίδικα».

«Εγώ δεν είμαι ποιητής, τραγούδια να ταιριάζω, μα μου τα φέρνει ο αργιλές και τα κατασκευάζω», τραγουδούσε ο Μάρκος και το πνεύμα του Πειραιώτικου ρεμπέτικου αναλαμβάνει το 1972 –εν μέσω δικτατορίας– να αναθερμάνει με μια σειρά από εκτελέσεις τραγουδιών, κοντά στο ύφος και το ήθος των παλιών εκτελέσεων, η «Ρεμπέτικη Κομπανία». Ο δίσκος «Μπλε παράθυρα» θα κυκλοφορήσει τελικά –και με αρκετή καθυστέρηση που έφερε το πήγαιν΄ έλα σε γραφεία δισκογραφικών εταιρειών– το 1975 από τη «Λύρα».

Την ίδια χρονιά και στα πλαίσια της «αναβίωσης» του ρεμπέτικου θα κυκλοφορήσουν τα πολυδιαφημισμένα «Ρεμπέτικα» του Γιώργου Νταλάρα.
«Δεν υπήρξε καμμιά αναβίωση», λέει ο εκ των πρωταγωνιστών της «Ρεμπέτικης Κομπανίας», Μανώλης Δημητριανάκης. «Ούτε “ρεμπέτικα” υπήρξαν ούτε “χασικλίδικα”. Λαϊκά τραγούδια ήσαν όλα και πάντοτε τραγουδιώνταν και στα μαγαζιά και στη δισκογραφία».
Ο ίδιος είχε την τύχη να παίξει με τους τρεις επιζώντες της «Τετράδος της ξακουστής του Πειραιώς» από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Δίπλα στο Στράτο Παγιουμτζή, μάλιστα, έπαιζε σε μόνιμη βάση από το 1968 ώς το 1970 σε μαγαζιά της Πλάκας, λέγοντας κομμάτια κλασικά πειραιώτικα «χασικλίδικα» αλλά και αδέσποτα όπως το «Τη ζούλα μου ανακάλυψαν», το «Μπουκάραν μάγκες στον τεκέ» ή το «Τούτοι οι μπάτσοι που ΄ρθαν τώρα τί γυρεύουν τέτοιαν ώρα».
«Αδέσποτοι χασικλίδικοι στίχοι», λέει ο Δημητριανάκης, «συναντώνται ακόμα και στο δημοτικό τραγούδι, πολύ πριν το Μάρκο και πολύ πριν το μπουζούκι γίνει πρώτο όργανο της λαϊκής ορχήστρας. Τους λέγαν στους τεκέδες και κάποιοι απ΄ αυτούς έχουν διασωθεί από στόμα σε στόμα μέχρι και σήμερα».
Στίχους σαν κι εκείνους λέει και σήμερα ο Δημητριανάκης στα μαγαζιά που παίζει με την ορχήστρα του. Έναν απ΄ αυτούς τραγουδούσε και στο μαγαζί του ο Τσιτσάνης και φυσικά είναι πολύ παλιότερος:

«Ένα φράγκο το σιμίτι, δύο φράγκα ο χαλβάς, πέντε φράγκα μια μαστούρα, α ρε μάγκα τι τραβάς»…


https://zenithmag.wordpress.com/2012/09/04/%CF%84%CE%B1-a%CF%80%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%B1-%CF%87%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%BB%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1-%CF%81%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%84/
 

«Η…ΛΟΥΛΟΥ»» και «Η…ΒΑΡΒΑΡΑ»!... Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος

$
0
0
                            
Στα   1934  ο  Μάρκος  είναι  29 χρονών. Πρωταρχίζει τότε και  η κυκλοφορία  των  τραγουδιών  του, καθώς  και  άλλων δημιουργών.

Στα 1936 η δικτατορία  του Μεταξά, συνεπικουρούμενη από τάσεις συντηρητικών κύκλων απαγορεύει «κάθε δημιουργία, κάθε εκφορά αυτών  των …ανήθικων   ασμάτων  που  αποκαλούνται   ρεμπέτικα».

Αρχίζει η στυγνή λογοκρισία.  Λογοκρίνεται  ακόμα  και η Αντιγόνη του Σοφοκλή! « Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» του Στρ.Μυριβήλη κατασυκοφαντείται και εντέλει απαγορεύεται.
Τα ρεμπέτικα θα τους ξέφευγαν; Εξαναγκασμός σε σιωπή, ένα αδυσώπητο κυνήγι «σ΄αυτά τα  επικίνδυνα  άσματα, προϊόντα του δρόμου, του περιθωρίου».

Αξιομνημόνευτη ως τα σήμερα παραμένει η προκλητική τότε στάση προς το «νέο ύφος» της Λουλού Μαντζούφα, θυγατέρας του Μεταξά και διοικήτριας των Φαλαγγιστριών. Με την κυκλοφορία της «Βαρβάρας», η περιβόητη «Λουλού», αποστέλλει στα 1940  εγκύκλιο  στις Φαλαγγίστριες  όπου τους  επισημαίνει  ότι «τραγούδια αυτού του είδους  υπερβαίνουν τα όρια όχι μόνον της χρηστής, αρμόζουσας, συμπεριφοράς, αλλά και αυτά της αξιοπρεπείας και της στοιχειώδους ηθικής».

Αποτέλεσμα, το  συγκεκριμένο  τραγούδι  με τη σκωπτικότητά του να «περιλούσει» με σχόλια περιγελαστικά για καιρό το δικτατορικό  καθεστώς. Με τη «Βαρβάρα», αυτό το «σκαμπρόζικο» τραγούδι του Π.Τούντα  με τον Στελλάκη Περπινιάδη, ο κόσμος ταυτίζει τα του «κέφαλου βαρβάτου» με τη Λουλού  και γι’ αυτό και τρέχει ν’ ακούσει σαν τρελός το  δίσκο, για πλάκα. Έχουμε δηλαδή εδώ πρωτοεμφανιζόμενη, καθαρή, στο καθεστώς, «μουσική αντίσταση»!

Πάντα, μα πάντα ο Έλληνας σε περιόδους «δημοκρατικής καχεξίας», όλο και  κάτι θα…ψάξει, κάτι θα εφεύρει, κάπου θα… «πατήσει» ν’ αντισταθεί, να  λοιδορήσει, να ευτελίσει  τον δικτάτορα, τον  τύραννο, τον «ελλειματικό  κυβερνήτη».
Είναι αποδειγμένο και αναμφισβήτητο.

Η περιβόητη Βαρβάρα.

«Η Βαρβάρα κάθε βράδυ

στη Γλυφάδα ξενυχτάει

και ψαρεύει τα λαβράκια

κεφαλόπουλα μαυράκια.

                 #

Το καλάμι της στο χέρι

όλη νύχτα στο καρτέρι

περιμένει να τσιμπήσει            

το καλάμι να κουνήσει.

                 #

Ένας *κέφαλος βαρβάτος,

όμορφος και κοτσονάτος

της Βαρβάρας το τσιμπάει

το καλάμι της κουνάει.

                 #

Μα η Βαρβάρα δεν τα χάνει

τον αγκίστρωσε, τον πιάνει

τον κρατά στα δυο της χέρια

και λιγώνεται στα γέλια.

                 #

Κοίταξε μωρή Βαρβάρα

μη σου μείνει η λαχτάρα

τέτοιος κέφαλος με νύχι                           

δύσκολα να σου πετύχει.

                   #                                            

Βρε Βαρβάρα μη γλιστρήσει
                           
και στη θάλασσα βουτήσει                     

βάστα τον απ’ το κεφάλι                        

μη σου φύγει πίσω πάλι.                          
              
                  #                                                

Στο καλάθι της τον πιάνει                       

κι’ από τη χαρά φωνάζει                           

έχω τέχνη, έχω χάρη

ν’αγκιστρώνω κάθε ψάρι.

                  #

Για έναν κέφαλο θρεμμένο

όλη νύχτα περιμένω,

που θα ‘ρθεί να μου τσιμπήσει

το καλάμι να κουνήσει



-Γειά σου Γιοβάν Τσαούς με την παρέα σου

-Ωπ, ωπ, άιντα!


(Δίσκος Columbia DG 6159 και 6194).

                        
Αμέσως το υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, με υφυπουργό τον  Θεολόγο Νικολούδη εκδίδει αυστηρή  διαταγή απαγόρευσης του  συγκεκριμένου δίσκου, χαρακτηρίζοντάς  τον «ανήθικον, μη συμβατόν  με  τα στέρεα και υγιή έθιμα και ήθη του υπερηφάνου Ελληνκού Λαού..».

Ιδού κατά λέξη το δημοσίευμα στις εφημερίδες:

H… «ΒΑΡΒΑΡΑ» ΑΠΗΓΟΡΕΥΘΗ

                                           ---------------------
«Υπό  οργάνων  της  Ειδικής Ασφαλείας  κατεσχέθησαν οι  φωνογραφικοί δίσκοι του γνωστού λαικού τραγουδιού « Η   Βαρβάρα», καθόσον  εχαρακτηρίσθη  τούτο ως  άσεμνον. Οι  κατασχεθέντες  δίσκοι  απεστάλησαν  εις  την  Εισαγγελίαν  των  Πλημμελειοδικών δια  τα περαιτέρω».

Στις 21 Δεκεμβρίου 1936 γίνεται  η   δίκη  για  το  τραγούδι, όπου …γελά και  το παρδαλό κατσίκι. Κατηγορούμενοι  η εταιρεία του Λαμπρόπουλου  με τον Τούντα, καθώς και ο Στελλάκης Περπινιάδης  που είπε το τραγούδι.

Αρχίζει η ακροαματική διαδικασία και από τη μία ο πρόεδρος να  προσπαθεί  να  στοιχειοθετήσει  το «άσεμνον» του τραγουδιού και από την άλλη οι κατηγορούμενοι να αποποιούνται την ευθύνη, μιλώντας   για   τραγουδάκι  ελαφρύ, απλό  και  ακίνδυνο. Τελικά την  πλήρωσε ο Τούντας σαν πληρεξούσιος  υπεύθυνος  μαέστρος της εταιρείας και καταδικάστηκε.

Μέχρι και …ιχθυολογική ανάλυση, καθώς και τεχνική ψαρέματος  του …κέφαλου  αναπτύχθηκε   από τους παριστάμενους  δικηγόρους: « -Από πού  δηλαδή  πιάνεται  ο κέφαλος, κύριε πρόεδρε, από το …κεφάλι και  την ουρά…». Το ακροατήριο  να  κρυφογελά, αλλά η απόφαση  καταδικαστική. Η κυκλοφορία  του δίσκου  απαγορεύεται και η αστυνομία  βγαίνει «παγανιά» και  τον μαζεύει από τα  μαγαζιά  που  τον  πουλούσαν. Άλλωστε «ήταν  κατάντια κάθε Ελληνας  και  κάθε  Ελληνίδα να κρατά κάτω από την «αμασχάλη» και μίαν «Βαρβάρα». Έτσι είπε ο Δικαστής.


Πάντως ο  μόνος που  ολοφάνερα,  θαρραλέα   και αποδειγμένα  έγραψε τότε στα παλιά του  τα παπούτσια τη λογοκρισία  υπήρξε ο Βαγγέλης Παπάζογλου. Είπε το περίφημο «δεν σας γουστάρω» και σταμάτησε  κάθε ηχογράφηση, κάθε δημιουργία.
Ακόμα, στην κατοχή, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, ορκίστηκε και δεν  ξανάπαιξε, δεν  ξαναδημιούργησε, σταμάτησε.

Σε φίλους είπε το πασίγνωστο:«Όταν πέφτει το σκοτάδι, τα πουλιά παύουν να τραγουδούν»

Για τα την ιστορία πρέπει να αναφερθεί πως δεν υπάρχει ούτε ένα, μα  ούτε  ένα, ρεμπέτικο  που  να ύμνησε τη Μεταξική δικτατορία. Οι  ρεμπέτες  είχαν  βαθειά κατανοήσει  πως πίσω από τις «βεγγέρες» και  τους  ηθικοπλαστικούς  κομπασμούς, κρύβονταν υποκριτικά   και  σκόπιμα   κάθε  είδους  καθεστωτική   διαφθορά, εγκληματικότητα  και  ύπουλη υποστήριξη  στην επικρατούσα   ταξική  αυθαιρεσία.

«Η Καθημερινή». Σεπτέμβρης 1951.

Τα λογοκριμένα τραγούδια. Η εξουσία δεν μπορεί  ν΄ αντέξει  την  διαφορετικότητα. Από το 1936 ως το 1951, τα ίδια και τα…ίδια.

Ο κόσμος όμως ξέρει, καταλαβαίνει, αντέχει, έχει τα …αντίδοτα και  στα  1937, ένα  πανέμορφο  τραγούδι  του Παναγιώτη  Τούντα είναι  στα  χείλη  κάθε μουσικής  παρέας, κάθε λαϊκού  ανθρώπου.

Είναι   ο  γνωστός «Κράσος»  η  «Κρασοπίνω», ύμνος  στο   κρασί:

«Το κρασί δεν με μεθάει όσο και να πιώ

Κράσο πίνω κι’ είμαι εντάξει όπου κι’ αν βρεθώ.

Το πρωί σαν κολατσίσω πίνω μιά  οκά,

κι’ άλλη μιά το μεσημέρι θέλω τακτικά.

                              *

Τέσσερις μισές το βράδυ πρέπει για να πιώ,

να’ρθω να σου πώ γκρινιάρα πόσο σ’ αγαπώ.

                             *

Δεν ειν’ πολύ, όχι, δεν ειν’ πολύ.

Κάνω κέφι και πετάω σαν το πουλί.

                            *

Τα κορόιδα που δεν ξέρουν να γλεντήσουνε,

θέ’ νε με τις λουκουμάδες να μεθύσουνε.

Και στο δρόμο σαν με δούνε ,με πειράζουνε,

Κράσο ο ένας, Κράσο ο άλλος μου φωνάζουνε.

                           *

Μα εγώ θα πίνω κράσο κούκλα μου χρυσή,

δεν φοβάμαι για να …σκάσω από το κρασί.

                          *

Δεν ειν΄πολύ, όχι, δεν ειν’ πολύ.

Κάνω κέφι και πετάω σαν το πουλί…».

(Συνθέτης Π.Τούντας, στο τραγούδι ο Κώστας Τσανάκος.


Δίσκος  Columbia του  1937, με  στοιχεία DG - 6290).

«Η…κάμα και η …ντεκαντέντσια…».-

Απορίας  άξιο (;)  ότι  ταυτόχρονα  το ΚΚΕ  με  τον γ.γ. Νίκο Ζαχαριάδη  καταφέρεται με λύσσα ενάντια στα ρεμπέτικα, χαρακτηρίζοντάς  τα  «τραγούδια  της κάμας και της ντεκαντέντσιας (;), τραγούδια  «ύποπτα», «επικίνδυνα». Από κοντά και η τότε αριστερή διανόηση  που…έβλεπε σε  άλλους ορίζοντες.
Εξαπολύει  διωγμό αμείλικτο σε συμπαθούντες του ρεμπέτικου, καθώς και  σε χώρους που εκφράζονταν. Για τους κομματικούς  ινστρούχτορες και την κεντρική καθοδήγηση ό,τι σχετικό  με τη ρεμπέτικη έκφραση σημαίνει «φθορά», «περιθώριο», «αποπροσανατολισμό». Ο λόγος των ρεμπέτικων τραγουδιών δεν αποκτά το χαρακτήρα ενός ανταγωνιστικού η αντιθετικού τρόπου, αλλά νοείται τότε σαν απόλυτα αρνητικό  του  πολιτικού λόγου των κομμουνιστών, ιδιαίτερα των έγκλειστων.

Καθοριστικό  ότι η καθοδήγηση  δεν βλέπει το Λαϊκό και το ρεμπέτικο  σαν εργαλείο προώθησης της ιδεολογίας.

Από το 1947 που με κονδύλια του δόγματος Τρούμαν δημιουργείται η  περιβόητη Μακρόνησος, οι αγωνιστές κομμουνιστές «συναγελάζονται» με άλλους κρατούμενους, ποινικούς κ.α.

Έτσι, χωρίς καμιά διάκριση, άτομα με γνώση, καλλιέργεια, επίπεδο, διανοητές - προσωπικότητες, γίνονται «κατ’επιβολήν αχταρμάς» στις πρόχειρες σκηνές-καταλύμματα με τυχοδιώκτες, κλέφτες, απατεώνες, φονιάδες, χασικλήδες, παρακατιανούς και άλλα …φυντάνια της παρανομίας.

Σκωπτικά, κριτικά, αλλά και επιτιμιτικά ο Βάρναλης γράφει:
«Έπιασαν και βάλαν …ίσια, τη λευτεριά με τα…χασίσια» (Κ. Βάρναλη: «Το φως που καίει». «Η Ανατολή».-

Η πρόθεση της εξουσίας είναι ολοκάθαρη. Με τιμωρητική διάθεση σκοπεύει να αποσυντονίσει συνειδησιακά, να σπάσει το ηθικό, να ευτελίσει κάθε αγωνιστή. Να καμφθούν η συνείδηση, το φρόνημα, οι ιδέες, τα ιδανικά του.

Είναι  και η αιτία  απέχθειας των πολιτικών κρατούμενων προς τους άλλους συγκρατούμενους. Υπάρχει όμως ο επι σκοπώ ακραίος  μαζικός  εγκλεισμός που φέρνει συγχρωτισμό με κάθε καρυδιάς καρύδι. Η καθοδηγούμενη και πειθαρχημένη ελάχιστη διασκέδαση των αριστερών αρχίζει να φθίνει. Παρ’ όλα αυτά ελάχιστοι κομμουνιστές εξακολουθούν να αντιπαθούν φανερά, επιδεικτικά και με σφοδρότητα  τά ήθη και τον τρόπο ψυχαγωγίας  των ποινικών (μέσα σ’ αυτά και το ρεμπέτικο), αρνούμενοι, κατά ιδεολογία, ένταξη  σε ένα κόσμο κάθε λογής παραβατικότητας.

Σημ: Είχε  δίκιο  ο αείμνηστος Λεων. Κύρκος, όταν έλεγε  το περίφημο:«Σύγκρουση ιδεών  ναι, βίαιη απαξίωση  και  μισαλλοδοξία όχι ».

Για  τον  τύπο  αναφέρεται  ότι  το πρώτο άρθρο κατά του ρεμπέτικου  γράφεται  από τον  Σ.Σταύρου, στην εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα», πού  έκφραζε τις απόψεις της Αριστεράς. Από το 1947  και ύστερα τη σκυτάλη πήρε ο «Ριζοσπάστης».

Βέβαια, η λογική αυτή ανασκευάζεται αργότερα, ύστερα  από τα της Βάρκιζας και την ήττα του αριστερού κινήματος στον εμφύλιο, καθώς η ηγεσία διαπιστώνει στο ρεμπέτικο λόγο «ανθρωπολογικά  χαρακτηριστικά  των λαϊκών  στρωμάτων, συμβατά  με την…ηθική  πολιτικών αξιών του απλού λαού», όπως εκφράστηκαν από τα  Τσιτσανικά  κυρίως κατοχικά παιξίματα. Ας …είναι…

Πάντως, αν κανείς ενδελεχώς ερευνήσει την στάση τότε της αριστεράς απέναντι στο ρεμπέτικο, από πουθενά δεν προκύπτει ρητή απαγόρευση από πλευράς «κανονιστικής» η «καθοδηγητικής» όσον αφορά την πολιτιστική πολιτική των κρατούμενων κομμουνιστών. Οι προφορικές ενδεχόμενες παραινέσεις ενάντια  στο ρεμπέτικο δεν μπορούν  να οριστούν ως στοιχεία αποδεικτικά.

Το ρεμπέτικο κυριάρχησε, ίσως λόγω του ότι δεν είχαμε στη χώρα προλεταριακού τύπου τραγούδι, όπως στην υπόλοιπη Δύση.

Η θεωρούμενη αντιπάθεια προς το ρεμπέτικο, προέκυψε μάλλον ως αντιπαράθεση μεταξύ λόγιας και λαϊκής κουλτούρας.

Αιτία λοιπόν ο Τσιτσάνης που στα τραγούδια του μιλά για «καρτερία μιας καλλίτερης  ημέρας», για λαχτάρα μιας άλλης ζωής, δεδομένα απόλυτα συμβατά, επιδιωκόμενα και προσδοκώμενα από την Αριστερά, σε σχέση με το αγωνιστικό κίνημα, την εργατιά, τη λαϊκή τάξη.

Έτσι ύστερα από συζητήσεις και άλλες διεργασίες, η αριστερά στο σύνολό της αμέσως αναδιπλώνεται, αναθεωρεί, αποδέχεται-επικυρώνει τα τραγούδια του Τσιτσάνη και απενοχοποιηθεί το ρεμπέτικο.
Βέβαια σ΄αυτό βοηθούν με τις δημιουργίες τους και άλλοι καλλιτέχνες, όπως ο Μπαγιαντέρας, ο Γενίτσαρης, ο Χιώτης, ο Μάρκος, ο Χαντζηχρήστος κ.α. Ας …είναι. «Δεν το πίνουμε το …γάλα!...»

Σχετικά με τα παραπάνω παραμένει ως τα σήμερα σημαδιακό το τραγούδι του Τσιτσάνη «Βάρκα Γιαλό», που προέκυψε τότε ως «ΜΑΣ ΕΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ»  και  «“EL TABA”, κατά παραφράσεις από έγκλειστους αριστερούς:

1. «ΜΑΣ ΕΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ»    

«Μας επήραν την Αθήνα

μόνο για ένα μήνα.

Του Σκόμπυ τα κανόνια

γκρεμίσαν τα κουπόνια.

              *

Μπόμπες βροχή στου Γκύζη

κι’ εμείς στο μετερίζι.

Κι’ η τελευταία ελπίδα

τ’οδόφραγμα πατρίδα

             *

Μαύροι πατούν τη γη μας

βάστα Καισαριανή μας.

Μάχονται σαν λιοντάρια

στα Εξάρχεια παλικάρια.

             *

Του Πανεπιστημίου

και του Πολυτεχνείου.

Τρέξτε καπεταναίοι

απ’ τα βουνά γενναίοι.

            *

Μας πήραν την Αθήνα

μόνο για ένα μήνα.

Οι Αγγλοι θα νικήσουν

όταν οι μαύροι ασπρίσουν».






2. EL DABA. (ΒΑΡΚΑ ΓΙΑΛΟ!,,,).

«Θα σας πω μια ιστορία

Από την αιχμαλωσία,

-Βάρκα γιαλό.


Κάποια μέρα του πολέμου

(Δεν το πίστευα ποτέ μου)

-Βάρκα γιαλό.


Οι Εγγλέζοι μας κυκλώσαν

Με τα τάνκς και μας τσακώσαν

-Βάρκα γιαλό.


Μας επήραν τα ρολόγια

Με το ξύλο με τα λόγια

-Βάρκα γιαλό.



Στ΄αυτοκίνητα μας βάλαν

Και την πίστη μας εβγάλαν

-Βάρκα γιαλό.


Στο Γουδί και το Χασάνι

Κι’ από ‘κει για το λιμάνι

-Βάρκα γιαλό.



Μας εβάλαν στο βαπόρι

Και για το Πόρτ Σάιντ πλώρη

-Βάρκα γιαλό.


Μας εφέραν στην Ελ Ντάμπα

Και στην πλάτη μας μια στάμπα

-Βάρκα γιαλό.


Μας εδίναν τη βδομάδα

Δυο κουτάλια μαρμελάδα

-Βάρκα γιαλό.


Μας εδίναν και φυστίκια

Πού’τανε για τα κατσίκια

-Βάρκα γιαλό


Μας εδίναν και μια στάλα

Συμπεπυκνωμένο γάλα

-Βάρκα γιαλό.


Δεν ξεχνούσαν οι Εγγλέζοι

Το ελληνικό τραπέζι

-Βάρκα γιαλό.


Και μας δίναν τακτικά

Και μπιζέλια αρακά

-Βάρκα γιαλό.


Δεν το θέλουμε το γάλα

Ούτε και τη μαρμελάδα

-Βάρκα γιαλό.


Μόνο θέλουμε να πάμε

Πίσω στη γλυκειά Ελλάδα

-Βάρκα γιαλό.



*«Κέφαλος ο χρυσόχρους» Ο κέφαλος  Ιχθύς   της   οικογενείας   των  (Μουλιγιδών)  (Mugilidae).
Ο   αρσενικός  λέγεται  «στειράδι» και ο θηλυκός «μπάφα». «Ασπρο», νόστιμο ψάρι, ιδιαίτερα τον χειμώνα.


Το κείμενο είναι του Μπάμπη Κ. Μώκου...


Viewing all 1586 articles
Browse latest View live