Quantcast
Channel: Το Ρεμπέτικο Τραγούδι
Viewing all 1577 articles
Browse latest View live

Βιογραφία Γιάννης Παπαϊωάννου..Γεννήθηκε σαν σήμερα,18 Ιανουαρίου του 1914

$
0
0
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν συνθέτης και μουσικός του λαϊκού- ρεμπέτικου τραγουδιού.

Γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1914 στην Κίο της Μικράς Ασίας και πέθανε στις 3 Αυγούστου του 1972 σε τροχαίο δυστύχημα, στην Αθήνα.

Υπήρξε κουμπάρος του Βασίλη Τσιτσάνη. Πρωτοεμφανίσθηκε επαγγελματικά δίπλα στους Μάρκο Βαμβακάρη και Στέλιο Κερομύτη το 1937. Πρώτο του τραγούδι ήταν η “Φαληριώτισσα” που κυκλοφόρησε σε δίσκο και είχε τεράστια επιτυχία.

Ακολούθησαν πλήθος άλλων μεταξύ των οποίων και είναι τα: Καπετάν Αντρέας Ζέπος, Μοδιστρούλα, Βαδίζω και παραμιλώ, Πριν το χάραμα, Σβήσε το φως να κοιμηθούμε, κ.ά.

Γενικά τα τραγούδια του Γ. Παπαϊωάννου χαρακτηρίζονται από ένα κράμα καντάδας, μπάλου και μικρασιάτικων ακουσμάτων. Θεωρείται ο πρώτος, στο λαϊκό ρεμπέτικο τραγούδι, που χρησιμοποίησε στις ηχογραφήσεις του το λεγόμενο “πρίμο σεκόντο” (διφωνία).

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης που ταξίδεψε στην Αμερική, το 1953, για να τραγουδήσει στους εκεί απόδημους Έλληνες.

Μετά την επιστροφή του έμεινε μόνιμος συνεργάτης του Βασίλη Τσιτσάνη. Στο χώρο του είχε το παρατσούκλι “Ψηλός” ή “Πατσάς”.

Κηδεύτηκε στο Νεκροταφείο της Καλλιθέας.

Πηγές:
www.wikipedia.org

Επιμέλεια-Προσαρμογή: Χριστίνα Κωσταβάρα από tralala.gr



Μπάμπης Τσέρτος «Της καρδιάς τα πάθη»

$
0
0
Κυκλοφορεί ο καινούργιος δίσκος του δημιουργού Ανδρέα Κατσιγιάννη με ερμηνευτή τον Μπάμπη Τσέρτο.

Το άλμπουμ έχει τίτλο «Της καρδιάς τα πάθη». Οι στίχους υπογράφουν οι: Ηλίας Κατσούλης, Λίνα Δημοπούλου, Χρήστος Παγώνης, Σπήλιος Ζαχαρόπουλος, Τάσος Χαλκιάς, Νίκος Αναγνωστάκης, Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, Οδυσσέας Ιωάννου και Κώστας Καρτελιάς.
Στο άλμπουμ συναντάμε και τη συμμετοχή του Γιάννη Πάριου σε ένα ντουέτο με τον Μπάμπη Τσέρτο, με τίτλο «Δεν πάει άλλο πιο κάτω».
Ανδρέας Π./ agrinioreport.com

Βασίλης Τσιτσάνης...18 Ιανουαρίου 1915 - 18 Ιανουαρίου 1984

$
0
0
TSITSANIS.jpg
Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος  ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.
Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
http://content-mcdn.ethnos.gr/filesystem/images/20150328/low/assets_LARGE_t_420_54485536.JPG
Photo: ΕΘΝΟΣ

Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.

Με την Καίτη Γκρέυ
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν»,  όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
http://content-mcdn.ethnos.gr/filesystem/images/20150328/low/assets_LARGE_t_420_54485537.JPG
Photo: ΕΘΝΟΣ

Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες.
Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του.

Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.

Με τη Μαρίκα Νίνου
Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλουκαι ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).

Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα...


Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας.
Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.

ΠΗΓΗ: www.sansimera.gr

Ρεμπέτικο και διασκευές...

$
0
0


ΑΝΕΜΟΣ – ΣΑΝ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ (ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ Ή ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ)

Το 1999 οι Άνεμος στο album Θύματα Ειρήνηςδιασκεύασαν το τραγούδι Σαν Μαγεμένο Το Μυαλό μου του Δημήτρη Γκόγκου ή Μπαγιαντέρα.


Ένα τραγούδι το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1940.


VILLAGERS OF IOANNINA CITY – KARAKOLIA (ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ – ΤΟΥΤΟΙ ΟΙ ΜΠΑΤΣΟΙ ΠΟΥ ‘ΡΘΑΝ ΤΩΡΑ)

To 2014 το εξαιρετικό συγκρότημα Villagers of Ioannina City (VIC) μας πρόσφεραν μια απίστευτη διασκευή στο ρεμπέτικο τραγούδι ”Τούτοι οι μπάτσοι που ‘ρθαν τώρα” του Γιάννη Ιωαννίδη.


Ένα τραγούδι το οποίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1928.



ΤΑΝΙΑ ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ – ΤΟ ΜΙΝΟΡΕ ΤΗΣ ΑΥΓΗΣ (ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ)

Το 1998 η Τάνια Τσανακλίδου στο album Το Μαγικό Κουτί διασκεύασε το τραγούδι Το Μινόρε της Αυγής των Μίνωα Μάτσα και Σπύρου Περιστέρη.


Ένα τραγούδι το οποίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1936 από τον Μάρκο Βαμβακάρη με την συμμετοχή των Απόστολου Χατζηχρήστου και Γιάννη Σταμούλη.



LOCOMONDO – ΦΡΑΓΚΟΣΥΡΙΑΝΗ (ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ)

Το 2005 οι Locomondo στο album 12 μέρες στη Jamaica διασκεύασαν το τραγούδι Φραγκοσυριανή του Μάρκου Βαμβακάρη.


Ένα τραγούδι το οποίο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1932.

 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ – ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΤΑ ΜΑΤΑΚΙΑ ΣΟΥ (ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ) 
  
ANNABOUBOULA – ΜΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΟ ΧΑΜΑΜ (ΑΝΕΣΤΗΣ ΔΕΛΙΑΣ)
 
 
ΕΚΕΙΝΟΣ & ΕΚΕΙΝΟΣ – ΠΟΥ ‘ΣΟΥΝ ΜΑΓΚΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ (ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΦΛΟΥΖΕΛΗΣ)
 
 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ – Η ΠΛΗΜΜΥΡΑ (ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ)
 
 
ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ – ΜΠΑΞΕ ΤΣΙΦΛΙΚΙ (ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ)
 
 
667 & ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ – ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ ΒΓΑΛΕΙ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ (ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΦΛΟΥΖΕΛΗΣ)
 
 
ΜΑΜ ΚΑΚΑ & ΝΑΝΟΙ – ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ »Μ’ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΚΑΙ ΒΑΠΟΡΙΑ» (ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ)
ΠΗΓΗ

ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΟΙ ΔΙΑΣΚΕΥΕΣ

Σαν σήμερα γεννήθηκε 20 Ιανουαρίου 1922 ο Θεόδωρος Δερβενιώτης ..(1922-2004)

$
0
0
 
Ο Θεόδωρος Δερβενιώτης γεννήθηκε στην Ζαγορά Πηλίου στις 20 Ιανουαρίου 1922, γιος του Δημήτρη και της Ιφιγένειας Δερβενιώτη.
Από μικρό παιδί δείχνει μεγάλη αγάπη για την μουσική κληρονομώντας πιθανόν το μουσικό ταλέντο του παππού του Θεόδωρου Δ. Δερβενιώτη, ο οποίος υπήρξε παραδοσιακός μουσικός παίζοντας λαούτο σε γάμους και πανηγύρια της εποχής.
Οι επιρροές της μουσικής του παππού του, καθώς και οι εξαιρετικές γνώσεις του μέλους της κομπανίας του παππού του Γιάννη Βισβίκη ενισχύουν την μεγάλη αγάπη του μικρού Θεόδωρου Δερβενιώτη και τελικώς τον βοηθούν να μυηθεί πιο εύκολα στην παραδοσιακή μουσική.
Το πρώτο μουσικό όργανο που έπιασε στα χέρια του ο μικρός Θόδωρας ήταν ένα λαούτο φτιαγμένο από κολοκύθα με τρεις συρμάτινες χορδές. Ο ανερχόμενος μουσικός όλη την μέρα σύμφωνα με μαρτυρίες του ίδιου γρατζουνούσε τις συρμάτινες χορδές της κολοκύθας.

Ο Θεόδωρος Δερβενιώτης παράλληλα δείχνει το ίδιο ζήλο για την ευρωπαϊκή αλλά και για τη βυζαντινή μουσική βρισκόμενος από πέντε ετών στο ψαλτήρι εκκλησίας της συνοικίας του χωριού του.
Σε ηλικία 16 ετών κάνει την πρώτη του επίσημη εμφάνιση ως μέλος παραδοσιακής κομπανίας παίζοντας λαούτο σε τοπικό πανηγύρι της Ζαγοράς. Ένα χρόνο αργότερα διορίζεται ψάλτης στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής Ζαγοράς.
Κατά την δεκαετία του 1940 ο Θεόδωρος Δερβενιώτης ως νέος με προβληματισμούς και ανησυχίες δεν λείπει από το κάλεσμα του Ε.Α.Μ. στο οποίο γίνεται μέλος από την αρχή της ίδρυσης του. Στην συνέχεια γίνεται μέλος της Ε.Π.Ο.Ν. και λίγους μήνες αργότερα μέλος του Κ.Κ.Ε.
Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της αντίστασης η δράση του υπήρξε πρωτοπόρα και έντονη. Μετά τα γεγονότα του εμφύλιου οδηγείται στρατεύσιμος σε 3χρόνη εξορία στα Κύθηρα και την Μακρόνησο.

Του Αλέξανδρου Καπανιάρη* M.Sc.Ερευνητής – Υπεύθυνος Ψηφιοποίησης, Τεκμηρίωσης και Ανάδειξης του Αρχείου Δερβενιώτη

Διαβάστε την συνέχεια στην σελίδα: ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΕΡΒΕΝΙΩΤΗΣ "Στα xνάρια του Λαϊκού Τραγουδιού "

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΕΡΒΕΝΙΩΤΗΣ

H πρωτη φωτογραφια ειναι απο: mpouzouksides.blogspot.gr

Με τους Gadjo Dilo ακόμα και η Δευτέρα περνάει σαν Σάββατο

$
0
0

Στο La Soiree de Votanique στήθηκε ένα γλέντι αλά παλαιά συνοδεία ελληνικού καφέ Λουμίδη Κουπάτου και υπέροχες gypsy διασκευές που δεν μπορούσαν παρά να μας φτιάξουν τη διάθεση. 
Τα λεπτά που χρειάζεται μία μελωδία για να μας παρασύρει στο μακρινό ταξίδι της στον κόσμου του καλού ζαμανφουτισμού είναι τόσο λίγα που μετά βίας προλαβαίνουμε να προσδεθούμε στη θέση μας πριν την απογείωση. Ναι, αυτό είναι το υπέροχο της μουσικής και ναι, αυτό ένα τέτοιο γεγονός είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να σου συμβεί το απόγευμα μίας Δευτέρας. Και δη, όταν η συγκεκριμένη Δευτέρα έχει λάβει και με την επιστημονική βούλα, τις τιμές της πιο καταθλιπτικής Δευτέρας του χρόνου.
Στο La Soiree de Votaniqueμύριζε ελληνικός καφές και κάτι σαν ζαχαρωτό. Μέχρι το λουκουμάκι πάνω σε μπισκότο να προσγειωθεί στο τραπέζι μας παρέα με έναν Λουμίδη Κουπάτο, δεν τόλμησα να το μοιραστώ με κάποιον. Ούτε καν ως ερώτηση του στυλ: 'Σας μυρίζει κάτι σαν ζαχαροκάτι;'. Ήταν 18.30 όταν τα τραπεζάκια στον χώρο έξω από το μπαρ (όπου θα γινόταν και το live) του μαγαζιού άρχισαν να γεμίζουν.
Και αν αναρωτιέσαι πώς βρέθηκε ο Λουμίδης Κουπάτοςνα κάνει παρέα με τους Gadjo Dilo, να σου θυμίσουμε ότι ο Λουμίδης Κουπάτοςείναι ένα χαρμάνι που δημιουργεί τη δική του παράδοση όντας πιστό στις ήδη υπάρχουσες παραδόσεις ακριβώς όπως συμβαίνει και με το συγκρότημα που έχει κάνει μερικές από τις καλύτερες διασκευές ρεμπέτικων τραγουδιών.
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ : www.oneman.gr

Μηχανή του χρόνου: 'Που 'σαι Θανάση'. Ποιος ήταν ο πρωταγωνιστής στο τραγούδι του Ζαμπέτα

$
0
0
Το έγραψε ο επονομαζόμενος «Τσάντας»(Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 25 Ιανουαρίους 1902), ο αφανής στιχουργός των μεγάλων επιτυχιών και το παρέδωσε στον μεγάλο μουσικό η σύζυγός του μετά το θάνατό του. Ποιος όμως ήταν ο Θανάσης;
Από τη mixanitouxronou: Το τραγούδι «Που ‘σαι Θανάση» , που ερμήνευσε για πρώτη φορά ο Γιώργος Ζαμπέτας στις αρχές της δεκαετίας του ’70, τραγουδιέται μέχρι σήμερα.

Είχα έναν παλιόφιλο, τα ίχνη του έχω χάσει σ’ ένα στέκι απόμερο, το στέκι του Θανάση Πού ‘σαι Θανάση, Πού ‘σαι Θανάση ήθελα να σ’ αντάμωνα, η γρουσουζιά να σπάσει

Η επιτυχία είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον ερμηνευτή του, καθώς τόσο ο «Θανάσης» όσο και ο δημιουργός του, σχετίζονταν μαζί του.

Ποιος ήταν ο Θανάσης;

Ο Θανάσης που αναφέρεται στο τραγούδι ήταν ένας τακτικός θαμώνας ενός μαγαζιού της οδού Πατησίων, όπου εμφανιζόταν ο Γιώργος Ζαμπέτας.
http://www.mixanitouxronou.com.cy/stiles/sinevi-simera/pou%ce%84se-thanasi-pios-itan-o-protagonistis-sto-diasimo-tragoudi-tou-zampeta-egrapse-o-eponomazomenos-tsantas-o-afanis-stichourgos-ton-megalon-epitichion/
Ο θαυμαστής του τραγουδιστή του έλεγε συχνά: «Ε, ρε Ζαμπέτα. Ξέρεις από πού έρχομαι για να δω το κάδρο σου;». Μετά από τις πολλές επισκέψεις ο μαέστρος τον έμαθε και όταν τον έβλεπε να μπαίνει στο μαγαζί του φώναζε, «που' σαι Θανάση».
Κάποια στιγμή ο φανατικός θαυμαστής σταμάτησε να πηγαίνει στο μαγαζί με αποτέλεσμα ο Ζαμπέτας άρχισε να μονολογεί: «που 'σαι Θανάση».

ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Δεν είναι γνωστό αν ο στιχουργός άκουσε τον Ζαμπέτα και έγραψε τους στίχους ή αν ο ίδιος ο μαέστρος το είχε «παραγγείλει».
Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή «Τσάντας»συνήθιζε να γράφει στίχους κατά παραγγελία. Το σίγουρο είναι πως το τραγούδι έφτασε στα χέρια του Ζαμπέτα αμέσως μετά τον θάνατο του στιχουργού.
Όπως αναφέρει ο ίδιος ο τραγουδιστής στη βιογραφία του, επιστρέφοντας από μια σειρά εμφανίσεων στο εξωτερικό, πληροφορήθηκε τα άσχημα νέα για τον χαμό του φίλου του. Αμέσως πήγε στο σπίτι του για να συλλυπηθεί τη σύζυγό του. Η χήρα τον ενημέρωσε πως ο άντρας της λίγο πριν φύγει από τη ζωή, της ζήτησε να δώσει στον Ζαμπέτα τους στίχους για ένα τραγούδι.
Ήταν οι στίχοι για τον Θανάση, οι οποίοι συγκίνησαν διπλά τον τραγουδιστή. Τόσο λόγω της ανάμνησης του θαυμαστή του, όσο και για την απώλεια του αγαπημένου του συνεργάτη.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας περιέγραψε πως έφτασαν οι στίχοι στα χέρια του:
http://www.mixanitouxronou.com.cy/stiles/sinevi-simera/pou%ce%84se-thanasi-pios-itan-o-protagonistis-sto-diasimo-tragoudi-tou-zampeta-egrapse-o-eponomazomenos-tsantas-o-afanis-stichourgos-ton-megalon-epitichion/
ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ποιος ήταν ο «Τσάντας»

Πολλά τραγούδια που φέρουν την υπογραφή του σαν στιχουργό, είναι πασίγνωστα. Το όνομα του, σχεδόν άγνωστο, αποδεικνύοντας πως οι δημιουργοί και ειδικά οι στιχουργοί, τις προηγούμενες δεκαετίες παρέμεναν στην αφάνεια.
«Ο πιο καλός ο μαθητής», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Άναψε το τσιγάρο δως μου φωτιά», «Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει», είναι μόνο μερικά από τα διάσημα τραγούδια του. Ο στιχουργός υπέγραφε με το ψευδώνυμο «Ταμβάκης», που ήταν το πατρικό της συζύγου του. Στη μουσική «πιάτσα» όμως, ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «Τσάντας» που λέγεται ότι ήταν δημιούργημα του Στράτου Παγιουμτζή.
ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Ο «Τσάντας» των επιτυχιών αναγνωρίστηκε μετά θάνατον. Είχε χαρακτηριστεί σαν διάσημος «άγνωστος»...
Ο Βασιλειάδης συνήθιζε να κουβαλά μαζί του στα μουσικά στέκια που σύχναζε μια τσάντα που έμοιαζε με χαρτοφύλακα, μέσα στην οποία φύλαγε τους στίχους του.
Παρόλο που οι στίχοι του ήταν καλοί, ο Τσάντας ή Λόγιας, όπως ήταν το δεύτερο προσωνύμιο του, δεν είχε καταφέρει να «δικτυωθεί» και έτσι συχνά αναγκαζόταν να τους πουλάει πολύ φτηνά ή ακόμα και να τους χαρίζει, προκειμένου να γίνει γνωστός. Έχει χαρακτηριστεί σαν διάσημος «άγνωστος», ενώ μετά τον θάνατό του καταγράφηκαν σαν δικά του, περισσότερα από 1.400 τραγούδια. Ο στιχουργός Κώστας Βίρβος μάλιστα, έχει αναφέρει πως πριν από τη δική του εμφάνιση στο χώρο του τραγουδιού, οι μόνοι επαγγελματίες στιχουργοί ήταν ο Βασιλειάδης και η Ευτυχία Παπαγιανοπούλου.
Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 25 Ιανουαρίους 1902 στο Τσανάκ Καλέ, ήρθε στην Ελλάδα σαν πρόσφυγας και εγκαταστάθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Μιλούσε πέντε γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και γι’ αυτό εργάστηκε σαν μεταφραστής. Ωστόσο, η συγγραφή στίχων ήταν η μεγάλη του αγάπη, την οποία αποφάσισε να κάνει επάγγελμα, χωρίς όμως να κερδίσει αρκετά χρήματα.
Η αναγνώριση ήρθε μετά θάνατον και οι στίχοι του τραγουδιούνται ακόμα.

http://www.mixanitouxronou.com.cy/stiles/sinevi-simera/pou%ce%84se-thanasi-pios-itan-o-protagonistis-sto-diasimo-tragoudi-tou-zampeta-egrapse-o-eponomazomenos-tsantas-o-afanis-stichourgos-ton-megalon-epitichion/
ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Δράμα: Συναντήσεις για το ρεμπέτικο τραγούδι και τον Γιώργο Ζαμπέτα

$
0
0

Ξεκινούν την Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου στη Δράμα, οι συναντήσεις για το ρεμπέτικο τραγούδι και τον κόσμο του, που για δεύτερη φορά διοργανώνονται υπό την αιγίδα της Οικολογικής Κίνησης της περιοχής.
Συντονιστής της δράσης θα είναι ο δάσκαλος Δημήτρης Καζάκης ενώ φέτος θα έχει ως θέμα της, τη ζωή και το έργο του Γιώργου Ζαμπέτα.
Οι συναντήσεις θα πραγματοποιούνται κάθε Τετάρτη μέχρι 1η Μαρτίου, στις 8 το βράδυ, στο κτήριο «Κυριάκος Δοματζόγλου». Όσοι ενδιαφέρονται να τις παρακολουθήσουν, μπορούν να το δηλώσουν στην Οικολογική Κίνηση Δράμας, στο τηλέφωνο 25210 46423, από τις 10 το πρωί μέχρι τη μία το μεσημέρι.
Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.


« Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ …ΠΡΟΛΑΒΑ!». (Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος)

$
0
0
Iordanis_Tsomidis.jpg
Καιρό τώρα ήθελα να πάω στη Χαλκίδα. Εκεί  στο «Πίκο»,  στο  Μπούρντζι, έμαθα  θα έπαιζε ο Ιορδάνης. Πάσχισα  να τα καταφέρω , μα  το  όνειρο-η επιθυμία , έμειναν  ανεκπλήρωτα.

Το’ χα …καυμό να τον ακούσω . Δυστυχώς δεν πρόλαβα. Μερικά χρόνια αργότερα. Μάρτης  του 2006.
«Ελευθεροτυπία: «Εφυγε» χθες   1η   του  μήνα  ο  Ιορδάνης  Τσομίδης , μυστήριος-ονομαστός  βιρτουόζος  μπουζουκντζής  στα  73  του ».
Υπογραφή: Ναταλί  Χαντζηαντωνίου.

Ο Ιορδάνης υπήρξε μοναδική περίπτωση. Προσφυγικής καταγωγής, από πατέρα τσαγκάρη, γεννήθηκε  στα  1933  στην Κοκκινιά.
Από τα 12 αρχίζει να μαθαίνει βιολί και υστερότερα μπουζούκι. Στα 22 του παρατάει το βιολί κι’ αρχίζει να συνδέει ήχους του με την Τζάζ!!.  Λίγα χρόνια αργότερα θα βρεθεί στην Αμερική όπου θα παραμείνει  πάνω από μια 15ετία. Δεν «υποκύπτει» ποτέ στο«σύστημα» και παραμένει σθεναρά μπουζουκοπαίχτης.

Βλάμης , ρεμπέτης , αξιοπρεπής  και ένθερμος θασώτης της  μακάμικης – βυζαντινής μουσικής, συνδέει τον ήχο του μπουζουκιού  με την Τζάζ. Με τον διάσημο σαξοφωνίστα  και  φίλο του  PHILL  WOODS ηχογραφούν το « Greek Cooking »- IMPULSE AS-9143.

Τακτική παρέα του στην Αμερική είναι  ο Τζάκ Νίκολσον, η  Σίρλευ  Μακλέιν, η  Τζέην Φόντα και ο Μπόμπ Ντύλαν!                                                                                                                     

Πριν φύγει για την Αμερική  έχει παίξει  με όλους, μα όλους  τους ρεμπέτες δημιουργούς . Η βαθιά  μπάσα  φωνή του, μα η  γνήσια «οριεντάλ» πενιά του τον κάνουν στην «πιάτσα» διάσημο  και περιζήτητο. Ο Ιορδάνης – είναι σίγουρο- δεν παίζει όπως  οι  περισσότεροι  ρεμπετοπαίχτες. Είναι  από  τους  ελάχιστους που άμα άκουγε για «συγχορδία» ήταν σε θέση να σε σκοτώσει.

Στη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο  για πολλούς υπήρξε δάσκαλος. Στην Ελλάδα  γύρισε γύρω στα 1980.Τότε είναι  που γνωρίζεται με τον Φαληρέα και κάνει ένα μοναδικό – σπουδαίο  δίσκο: «Ταξίμια  του  Ιορδάνη».

Στο δίσκο περιλαμβάνεται και ένα οριεντάλ τσιφτετέλι  παιγμένο με τρόπο «μυστήριο». Ο Ιορδάνης αρπάζει το μπουζούκι  το παίζει και μένουν  όλοι άναυδοι. Για  το παίξιμο αυτού του τραγουδιού ο Ζαμπέτας που είναι παρών τον αγκαλιάζει και τον φιλά πάνω στο πάλκο. Είναι  σε μια εκδήλωση  στον  Πειραιά. Αμέσως ο σπουδαίος  Ζαμπέτας με τον δικό του τρόπο, απευθύνεται συγκινημένος στο ακροατήριο και λέει:

«Αντε τώρα μάγκες , τον είδατε. Άντε τώρα σπίτια σας. Πέστε το  και στους… απόξω. Έτσι παίζονται και χορεύονται οι  …καυμοί».

«Δουλέυω όποτε γουστάρω  και όπου θέλω. Είμαι  μόνος μου  και ήσυχος » . Έτσι  έλεγε. Αχ, ρε  Ιορδάνη. Να είσαι καλά   εκεί πάνω . Δεν σε πρόλαβα …Δυστυχώς.Και παίξε και κανένα ταξίμι για τα…δερβίσια!....
Photo:  YouTube
Του Μπάμπη Μώκου...

Η Αρετή Κετιμέ και οι «Μέτοικοι» σε μια μοναδική συνεργασία!

$
0
0

Το μουσικό σχήμα προετοιμάζει τον πρώτο δίσκο του και από αυτόν δεν θα μπορούσε να λείπει η κρυστάλλινη φωνή της Αρετής Κετιμέ…

Το «παραδοσιακό» είναι η νέα κυκλοφορία του μουσικού σχήματος «Μέτοικοι» που ένωσαν το ταλέντο τους με την Αρετή Κετιμέ η οποία ερμηνεύει μοναδικά το τραγούδι, σε μουσική και ενορχήστρωση του Κωνσταντίνου Πλακίδα και στίχους της Ευτυχίας Σκεύη.

Πρόκειται για ένα κομμάτι που αναφέρεται στην μουσική παράδοση του τόπου και είναι μια πρώτη γεύση από τον πρώτο δίσκο που θα παρουσιαστεί εν καιρώ από τους Μετοίκους.



Οι «Μέτοικοι» συγκροτήθηκαν το 2014 και το ρεπερτόριό τους περιλαμβάνει μεγάλους Έλληνες συνθέτες και στιχουργούς, καθώς και νεότερους σημαντικούς καλλιτέχνες δίνοντας έμφαση σε δικές τους ενορχηστρώσεις και διασκευές γνωστών τραγουδιών. Έχουν εμφανιστεί σε πολλούς χώρους στην Αιτωλοακαρνανία και γενικά στην επαρχία, αλλά και σε σημαντικές μουσικές σκηνές της Αθήνας (Γυάλινο μουσικό θέατρο, Αρχιτεκτονική).

Να σημειωθεί ότι οι «Μέτοικοι» έχουν ρίζες από την Κατοχή Μεσολογγίου, ενώ η Αρετή Κετιμέ από το Πεντάλοφο, με αποτέλεσμα οι συντελεστές του νέου τραγουδιού να γνωρίζουν αρκετά καλά την παραδοσιακή μουσική.
http://iaitoloakarnania.gr/2017/01/areti-ketime-ke-metiki-se-mia-monadiki-synergasia/
http://iaitoloakarnania.gr/2017/01/areti-ketime-ke-metiki-se-mia-monadiki-synergasia/
Μουσική: Κωνσταντίνος Πλακίδας
Στίχοι: Ευτυχία Σκεύη
Ερμηνεία: Αρετή Κετιμέ

Ηλεκτρική κιθάρα: Γιώργος Μεταξάς
Ηλεκτροακουστική κιθάρα: Κωνσταντίνος Πλακίδας
Κρουστά: Γιώργος Καλόκληρος
Μπάσο: Γιώργος Κανούτας
Τζουράς: Γιώργος Μεταξάς
Νέυ: Παναγιώτης Μήτσος
Βιολί: Παναγιώτης Καμζέλας
mixing/mastering: Sn’S Studio / Γιώργος μεταξάς
Παραγωγή/ενορχήστρωση: Κωνσταντίνος Πλακίδας

Στίχοι:

Ειν΄τα τραγούδια μου, Μαυριδερούλα μου
μανάδες άγρυπνες
ειν΄τα τραγούδια μου, αχ Νερατζούλα μου
λαμπάδες άσβηστες

Μια χαραυγή μας γέλασαν
τα ψεύτικα αηδονάκια
να τραγουδάμε θέλουνε
της πλάκας τραγουδάκια
να τραγουδάμε θέλουνε ωχ αμάν αμάν
της πλάκας τραγουδάκια

Ειν΄τα τραγούδια μου, γιαγιά γιαγιούλα μου
πουλάκια άστεγα
ειν΄τα τραγούδια μου, μικρή κοντούλα μου
λουλούδια αμάραντα
http://iaitoloakarnania.gr/2017/01/areti-ketime-ke-metiki-se-mia-monadiki-synergasia/

Δημήτρης Μυστακίδης: «Οι νέοι αγαπούν και σέβονται το ρεμπέτικο»

$
0
0
http://www.athensvoice.gr/sites/default/files/styles/article_final_page/public/field/news/images/339155-705450.jpg?itok=5ZA8cCPl
Ο ανανεωτής του ρεμπέτικου φέρνει στο σήμερα σπάνιες ηχογραφήσεις ελλήνων μεταναστών στην Αμερική
Γράφει ο :
Δεξιοτέχνης της λαϊκής κιθάρας, ιχνηλάτης και ανανεωτής του ρεμπέτικου. Ο Δημήτρης Μυστακίδης εδώ και 30 χρόνια εξερευνά το μουσικό αυτό θησαυρό χωρίς να σταματήσει να εκπλήσσεται από τις αξίες που κρύβει.
Με τον τελευταίο του δίσκο «Εσπεράντο» ανέδειξε το ρεμπέτικο ως μια οικουμενική μουσική γλώσσα με 16 - μεταπολεμικά κυρίως - λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, διασκευασμένα για λαϊκή κιθάρα από τον Μυστακίδη και τραγουδισμένα από ισάριθμους ερμηνευτές της ελληνικής σκηνής:  Αλκίνοος Ιωαννίδης, Δήμητρα Γαλάνη, Γιώτα Νέγκα, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Ελένη Βιτάλη, Φωτεινή Βελεσιώτου, Χρήστος Θηβαίος, Γιώργος Νταλάρας, Διονύσης Σαββόπουλος, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Ματούλα Ζαμάνη, Ελεωνόρα Ζουγανέλη, Κωστής Αβυσσινός, Φώτης Σιώτας, Χρήστος Μαστέλος, Μανώλης Πάππος.
Αυτές τις μέρες ολοκληρώνει τη νέα του δουλειά με ρεμπέτικα τραγούδια που κυκλοφόρησαν και παίχτηκαν ζωντανά μόνο στην Αμερική, στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Πρωταγωνιστές αυτού του δίσκου είναι Έλληνες μουσικοί, όπως ο Γιώργος Κατσαρός και ο Κώστας Δούσας (ή Γκούσιας), μετανάστες στην Αμερική που ανέπτυξαν την τεχνική της τσιμπητής κιθάρας επηρεασμένοι από τo finger-picking παίξιμο των αφροαμερικανών bluesmen.
 Mαζί με τους συνεργάτες του, Γιώργο Τσαλαμπούνη και Δημήτρη Παππά στις κιθάρες και Ιφιγένεια Ιωάννου στο τραγούδι θα παρουσιάσει όλα τα Σάββατα του Φεβρουαρίου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο διασκευές και επανεκτελέσεις γνωστών τραγουδιών από το ρεπερτόριο των Τσιτσάνη, Περιστέρη, Τούντα, Σκαρβέλη, Βαμβακάρη, Χιώτη, Μητσάκη, Ρούκουνα, Ριτσιάρδη, Νταλγκά.
Δημήτρης Μυστακίδης, Γιώργος Τσαλαμπούνης, Δημήτρης Παππάς και Ιφιγένεια Ιωάννου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ: www.athensvoice.gr
 AV Logo

Η Μαντουμπάλα, η Ζιγκουάλα και η Μαγκάλα

$
0
0
Αφού χάρηκε ο κόσμος τα κάλλη των γυναικών στα χαρέμια, που κολυμπούσαν μες στης Πόλης τα χαμάμ και δάκρυσε με τις περιπέτειες της Ζαΐρας, της Τζεμιλέ, της Σεράχ και της Γκιουλμπαχάρ, ήρθε πλέον ο καιρός των κοριτσιών από πιο μακρινούς τόπους.

Μέσα στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει στο ελληνικό τραγούδι για την ινδοπρέπεια, η «Μαγκάλα» έκανε το μεγάλο μπουμ, συμπαρασύροντας στην επιτυχία το άστρο του Μανώλη Αγγελόπουλου που την τραγούδησε (με τη συμμετοχή της Γιώτας Λύδια στα φωνητικά).
«Σ’ έχω βάλει μέσα στην καρδιά μου / αχ! Μαγκάλα, έχεις τόση ομορφιά / Μαγκάλα, Μαγκάλα, κόρη του μαχαραγιά. / Τα γλυκά σου μαύρα μάτια / λάμπουνε σαν τα διαμάντια / αχ! και μ’ ανάψανε φωτιά / αχ! έλα δεν αντέχω πια / αχ! κόρη του μαχαραγιά» σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Τσάντα) και μουσική Στράτου Ατταλίδη.
DocumentoΛοιπόν, η Μαγκάλα ούτε κόρη του μαχαραγιά ήταν ούτε μαύρα μάτια είχε. Ηταν η ηρωίδα της ινδικής ταινίας του 1952 «Μαγκάλα, το ρόδο των Ινδιών» (Aan, 1952), που την υποδύθηκε η Nimmi, με τα αμυγδαλωτά καστανομελί μάτια.
Δεν έχει όμως καμία σημασία, ποιητική αδεία τα μάτια έχουν ό,τι χρώμα θέλει ο δημιουργός. Η ταινία ήρθε στην Ελλάδα το 1954 και όπως και το τραγούδι του 1958, που ηχογραφήθηκε ένα χρόνο αργότερα, χτύπησε απευθείας στην καρδιά του κόσμου και στάθηκε η αφορμή να κάνει στροφή στα ινδοπρεπή τραγούδια ακόμα και ο Καζαντζίδης. Η φωνή του Αγγελόπουλου τον χτυπούσε στα ίσα και δεν μπορούσε να χάσει την πρωτοκαθεδρία.
Τα πάθη της Μαχαρανής
Η Ινδή Μαγκάλα της ταινίας είναι μια φτωχή πλην τίμια χωρική, που της μοίρας το γραμμένο τη φέρνει μπροστά σε κοσμοϊστορικά γεγονότα. Ερωτεύεται, χωρίς ανταπόκριση, ένα βασταγερό παλικάρι που μάχεται ενάντια σε έναν μοχθηρό πρίγκιπα, ο οποίος επιχειρεί να εκθρονίσει τον αδελφό του, τον μαχαραγιά. Οι χοροί στους αγρούς, το πλούσιο ντεκόρ και η πολυτέλεια που ρέει σαν τα νερά του Γάγγη εντυπωσίασαν το ελληνικό κοινό της εποχής, που ακόμα είχε νωπές τις μνήμες από τον Εμφύλιο και σε μεγάλο βαθμό ετοιμαζόταν να μεταναστεύσει σε Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική, Βραζιλία και Χιλή. Ωστόσο, τα πλούτη και τα μεγαλεία δεν είναι ικανά να γλιτώσουν τη Μαγκάλα από το δηλητήριο, όταν ο σκοτεινός πρίγκιπας την κλείνει στα ανάκτορα. Τι τα θες, ο καλός καλό δεν έχει. Πάλι καλά που αν και δεν ευτύχησε στο σενάριο, έγινε τραγούδι, που ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 100.000 κομμάτια και το όνομά της έγινε μέχρι και νυχτερινό μαγαζί στο Κερατσίνι.
Το «Aan» που μεταφράζεται ως «Αξιοπρέπεια» ήταν η πρώτη ινδική τεχνικολόρ ταινία και μια από τις πρώτες ινδικές κινηματογραφικές παραγωγές που γνώρισαν παγκόσμια διανομή. Στην Ελλάδα διαφημίστηκε ως εξής: «Από της πανοραμικής οθόνης: Συλβάνα Μαγκάνο - Λάνα Τάρνερ - Αβα Γκάρντνερ ενωμένες στο πρόσωπο μιας εξωτικής Μαχαρανής. Φαίρμπανκς - Φλυνν - Ταρζάν ενωμένοι στο πρόσωπο ενός μελαμψού φυλάρχου των Ινδιών. […] Δεν έχετε ιδεί ωραιότερο φιλμ. Σ’ όλες τις χώρες του κόσμου έσπασε κάθε περασμένο ρεκόρ». Υπήρξε παλιότερα και μια άλλη Μαγκάλα, η ασπρόμαυρη «Mangala» του 1950, με την Bhanumathi Ramakrishna, όμως είναι πολύ πιθανό ότι εκείνη η ταινία δεν είχε τύχει διανομής στην Ελλάδα.
Documento
Η Μέριλιν της Ινδίας
Το τραγούδι «Μαντουμπάλα» ή «Μαντουβάλα» ήταν το αντίπαλον δέος της «Μαγκάλα». «Μαντουμπάλα, αγάπη γλυκιά μου, / λαχταρώ να ’ρθεις πάλι κοντά μου. / Από τότε που σ’ έχασα λιώνω, / τ’ όνομά σου φωνάζω με πόνο, / Μαντουμπάλα, Μαντουμπάλα» τραγουδούσε ο Καζαντζίδης και λυγίζαν και τα σίδερα. Η Μαντουμπάλα, ήταν μια από τις πιο αγαπητές σταρ του Μπόλιγουντ, που πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες και χαρακτηρίστηκε ως «Μέριλιν της Ινδίας». Δυστυχώς όμως είχε αντίστοιχη τύχη, πέθανε δηλαδή στα 36 της, από ένα εκ γενετής πρόβλημα στην καρδιά. Η Μαντουμπάλα μαζί με την Ναργκίς και τη Μίνα Κουμάρι αποτέλεσαν την αγία τριάδα του γυναικών του Μπόλιγουντ. Ο Φρανκ Κάπρα ήθελε να την πάρει μαζί του στο Χόλιγουντ, ωστόσο στη μετανάστευσή της στην Αμερική στάθηκε εμπόδιο ο πατέρας της.
Η δική μας «Μαντουμπάλα» ξεκίνησε, σύμφωνα με τον Καζαντζίδη, ως εξής: είχε σκεφτεί το ρεφρέν «Με μάτια κλαμένα στους δρόμους γυρνώ / μια χαμένη αγάπη ζητάω να βρω», όμως του έλειπε όλο το υπόλοιπο. Ετσι πήγε στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η οποία εκείνη την εποχή είχε αναλάβει να γράψει τραγούδια για τον Τώνη Μαρούδα και δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή. Στην πορεία συνεργάστηκαν, όχι χωρίς δυσκολίες. Η μελωδία της «Μαντουμπάλα» που σημαίνει γλυκό κορίτσι βασίστηκε στο τραγούδι «Aa Jao tadapte hain armaan» σε μουσική του γνωστού συνθέτη του Μπόλιγουντ, Σάνκαρ (και όχι του Ραβί Σανκάρ, όπως κατά καιρούς έχει γραφτεί στον ελληνικό τύπο) από την ταινία «Ο αλήτης της Βομβάης» (Awaara, 1951) με πρωταγωνίστρια της Ναργκίς (ακόμα δεν είχε παίξει στο «Mother India», το «Γη ποτισμένη με ιδρώτα», όπως μεταφράστηκε εδώ). Τη μουσική ανέλαβε ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο οποίος στην ουσία έγραψε ένα καινούργιο τραγούδι, που βασιζόταν ελαφρά στο ινδικό. Κυκλοφόρησε το 1959 και άγγιξε σε πωλήσεις τα 100.000 κομμάτια. Το 1964 κυκλοφόρησε η συνέχεια «Η επιστροφή της Μαντουμπάλας» που μουσικά είναι πιο κοντά στο τραγούδι του Σάνκαρ.
Η «Μαντουμπάλα» άνοιξε για τον Καζαντζίδη τον δρόμο της διεκδίκησης ποσοστών από τη δισκογραφική Columbia. Στον δίσκο αναφέρεται το όνομά του τόσο στη σύνθεση της μουσικής όσο και στους στίχους, γεγονός που δημιούργησε προβλήματα στους δύο συνεργάτες του.
Documento
Σουηδική μελαχρινή ομορφιά 
Δεν είναι όλα τα γυναικεία ονόματα εις –άλα ινδικά. Για παράδειγμα, η Σινγκοάλα ήταν Τσιγγάνα ‒ εντάξει, σύμφωνα με τη θεωρία που υποστηρίζει ότι οι Τσιγγάνοι προέρχονται από την Ινδία, ίσως κι εκείνη να προερχόταν από τον τόπο της Μαντουμπάλα και της Μαγκάλα. Η νουβέλα «Singoalla» του Σουηδού Viktor Rydberg, που κυκλοφόρησε το 1857, περιγράφει την ταραχώδη ζωή μιας Τσιγγάνας που έζησε στη Σουηδία του 14ου αιώνα. Η δική μας «Ζιγκουάλα», που ήρθε ως συνέχεια της «Μαντουμπάλας», γεννήθηκε όταν ο Καζαντζίδης είδε την ομώνυμη ταινία του 1949, με πρωταγωνίστρια τη μελαχρινή Βιβέκα Λίντφορς και ήθελε να χρησιμοποιήσει το όνομα για τραγούδι. «Ζιγκουάλα, Ζιγκουάλα, Ζιγκουάλα, / είσ’ ο ήλιος το φεγγάρι και το φως μου / μονάκριβο στολίδι είσαι του κόσμου / μελαχρινή ομορφιά μου παντοτινή χαρά μου / Ζιγκουάλα, Ζιγκουάλα, Ζιγκουάλα». Σύμφωνα με τον Πάνο Γεραμάνη, η Μαρινέλλα ήταν εκείνη που τη βάφτισε Ζιγκουάλα, γιατί θεωρούσε κακόηχο το Σινγκοάλα. Το τραγούδι, σε στίχους Νίκου Μουρκάκου και μουσική Καζαντζίδη, γράφτηκε το 1960, ωστόσο πέντε χρόνια νωρίτερα υπήρξε μια άλλη, εξίσου καλή «Ζιγκουάλα», εκείνη του Μανώλη Χιώτη, σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη, με πρώτη ερμηνεύτρια τη Μάγια Μελάγια που τραγουδά σαν να κελαηδά, στο στιλ της Ιμα Σουμάκ «Ζιγκουάλα μου γλυκιά, / Ζιγκουάλα ξελογιάστρα, / σαν μου ρίξεις μια ματιά / σβήνω όπως σβήνουν τ’ άστρα. / Εχεις δυο μάτια μαγικά, / γλυκά και μαύρα, μου έχουν βάλει στην καρδιά / φωτιά και λαύρα».
Η Ζιγκοάλα του Μάρκου και η Μαντουβάλα που μουγκάνιζε
«Σκύλα με έκανες κομμάτια, βρε, με τα δυο σου μαύρα μάτια, σκύλα με έκανες ρεζίλι , βρε, στον πασά και στον βεζίρη» τραγουδούσε ο Βαμβακάρης στη δική του Ζιγκοάλα, τον έρωτά του τον μεγάλο, την Ελένη, την πρώτη του γυναίκα που τον απατούσε. Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης (στο άρθρο του «Ένας βράχος στο πατάρι», εφημ. «Τα Νέα», 26/7/2008) περιγράφει πώς στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ως μαθητευόμενος δημοσιογράφος πήγε να γνωρίσει τον μεγάλο Μάρκο στο μαγαζί που τραγουδούσε, μαζί με έναν έμπειρο συνάδελφο που θα του έκανε συνέντευξη για την εφημερίδα «Μακεδονία».

Ο Μάρκος στο πατάρι ενός πατσατζίδικου στον Βαρδάρη εξομολογήθηκε: «Τότες εκείνη την εποχή, ήμουνα και μικρός, ούτε είκοσι, γνώρισα και παντρεύτηκα την πρώτη μου γυναίκα, την κάργια, τη Ζιγκοάλα. Η πιο όμορφη γυναίκα ήτανε, λεοντάρι. Αλλά… καργιόλα. Τα ’φτιαξε με τον κουμπάρο μας τον Γιωργάκη. Κι αυτός την πήρε και συζούσανε. Παντρεμένος με άλλη αυτός και με παιδί, τους παράτησε για τη Ζιγκοάλα. Καταλαβαίνεις τι υπόφερα. Την αγαπούσα πολύ. Πέθαινα. Πήγαινα κάθε νύχτα στα παραθύρια της και της πετούσα πετραδάκια, να βγει, να τηνε δω. Κι αυτή να είναι μέσα και να γαμιέται με τον άλλονε». «Η εφημερίδα εκείνο τον καιρό περνούσε περιπέτειες. Ο συνάδελφος έφυγε απ’ τη δουλειά, μαζί με άλλους.
Οι σημειώσεις χαθήκανε. Κι έμεινε μόνο η μνήμη. Και ξανάφτιαξα, τώρα, εκείνη τη συνάντηση όπως την ήθελα» γράφει στο τέλος του κειμένου ο Σκαμπαρδώνης. Και για να κλείσουμε τον κύκλο με τις εξωτικές ομορφιές, Μαντουβάλα είχε ονομάσει ο Καζαντζίδης και μια γελάδα του, που την πήρε μικρή και την έτρεφε στο σπίτι ώσπου, όπως λέει στον Βασίλη Βασιλικό στο βιβλίο «Υπάρχω», «μεγάλωσε τόσο που δεν μπορούσε να βγει ούτε από το παράθυρο ούτε από την πόρτα. Τότε γκρέμισα τη μεσοτοιχία και την κατέβασα με βίντσι στον δρόμο όχι για το σφαγείο, αλλά για το κτήμα μου στη Χαλάστρα. Την αντικατέστησε ένα άλλο ζωντανό, η Ζιγκουάλα».

Documento

Οι Αναμνήσεις μας: Οι διαβόητες φυλακές Μεντρεσέ της Πλάκας όπου γεννήθηκαν τα «μουρμούρικα», τα πρώτα ρεμπέτικα που τραγουδούσαν οι κατάδικοι [ηχητικό]

$
0
0

Εδώ, στην καρδιά της πόλης μας, στην Πλάκα, βόρεια των σημερινών «Αέρηδων», άλλοτε περιοχή του Ωρολογίου του Κυρρήστου, έλαβε χώρα το 1834 μία σημαντική πολιτισμική «γέννα»: εδώ δημιουργήθηκαν τα πρώτα ρεμπέτικα, τα λεγόμενα «μουρμούρικα», τα οποία τραγουδούσαν οι κατάδικοι των Φυλακών Μεντρεσέ.
Ο Μεντρεσές των Αθηνών, του οποίου την πύλη μπορεί να θαυμάσει ακόμη κανείς στην Πλάκα, ήταν Ισλαμικό ιεροσπουδαστήριο που είχε ιδρυθεί τον 17ο αιώνα. Αυτό άλλωστε σημαίνει και η τουρκική λέξη Μεντρεσές.
Επί εποχής Όθωνα και Γεωργίου Α’ χρησιμοποιούνταν ως φυλακές και τόπος εκτέλεσης καταδίκων. Μάλιστα, οι απαγχονισμοί λάμβαναν χώρα στα κλαδιά του αιωνόβιου πλάτανου στο κέντρο της αυλής του, περιμετρικά της οποίας ξεδιπλώνονταν τα κελιά των φυλακισμένων, άλλοτε δωμάτια των ιεροσπουδαστών.
Από εκεί βγήκε και η έκφραση «χαιρέτα μου τον πλάτανο»: μία φράση που την έλεγαν οι κατάδικοι σε όποιον «συνάδελφό» τους επεδείκνυε παραβατική συμπεριφορά, διακινδυνεύοντας έτσι να βρεθεί κρεμασμένος από τα κλαδιά του πλάτανου, ο οποίος καταστράφηκε το 1915 από κεραυνό!
Ένας τόπος άμεσα συνδεδεμένος με την προϊστορία, τη γέννηση και τα πρώτα βήματα του μουσικού ιδιώματος που φέρει το όνομα «ρεμπέτικο»: εκεί, στις φυλακές του Μεντρεσέ το 1834, άρχισαν να σημειώνονται στην Αθήνα τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα τα λεγόμενα «μουρμούρικα».

Την ίδια εκείνη εποχή οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισάγουν στη τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα. Αντίθετα στη πλατεία του Ψυρρή τα μουρμούρικα, και τα σεβνταλήτικα άρχισαν να βρίσκουν ανάπτυξη. Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριοτέρων πόλεων.
Η μετέπειτα ιστορική εξέλιξη είναι εν πολλοίς γνωστή…

Οι φωτογραφίες του Μεντρεσέ που ακολουθούν αντλήθηκαν από τον ιστότοπο athensville

Η απομείνασα πύλη του Μεντρεσέ

Το εσωτερικό της αυλής

Ο πλάτανος από γκραβούρα του 18ου αιώνα
Ακούστε μερικά δείγματα «μουρμούρικων», απευθείας από τον «υπόκοσμο»:
 
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ: Ελληνικός Κινηματογράφος
 
http://ellinikoskinimatografos.gr/%ce%bf%ce%b9-%ce%b1%ce%bd%ce%b1%ce%bc%ce%bd%ce%ae%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%bc%ce%b1%cf%82-%ce%bf%ce%b9-%ce%b4%ce%b9%ce%b1%ce%b2%cf%8c%ce%b7%cf%84%ce%b5%cf%82-%cf%86%cf%85%ce%bb%ce%b1%ce%ba%ce%ad/ 

«Γεια σας παίδες!»

$
0
0
Το 1972, η δισκογραφική εταιρεία ODEON της «Μίνως Μάτσας και υιός» αποφάσισε να τιμήσει τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον αποκαλούμενο πατριάρχη του ρεμπέτικου τραγουδιού, μ’ ένα δίσκο:«Μάρκος Βαμβακάρης Σαράντα χρόνια».
Και ζήτησε από τον ίδιο να επιλέξει τα 13 κομμάτια (επειδή δεν ήταν όλα τραγούδια) που θα περιείχε.
Ο Μάρκος λέει σ’ αυτό τον δίσκο μόνο ένα τραγούδι: «Μια γαλανομάτα».
Τα άλλα: Δ. Ευσταθίου, Μ. Παπαδάκης, Ευ. Περπινιάδης, Π. Τσαουσάκης, Πόπη Ρίνα.
Η ενορχήστρωση είναι του Θ. Δερβενιώτη και η διεύθυνση του Μάρκου, του οποίου η χαρακτηριστική φωνή ακούγεται σε μια «Εξομολόγηση», που περιλαμβάνεται και στον δίσκο:
«Σαράντα ολόκληρα χρόνια πέρασαν από τότε που τραγούδησα για πρώτη φορά με το γλυκό μπουζούκι μου μπροστά στο χωνί του φωνογράφου. Κι ήρθαν όμορφες εποχές, κι ήρθαν άσχημες, που ο Μάρκος μπήκε παραπονούμενος στο περιθώριο. Εγώ όμως όλο κι’ έφτιαχνα στιχάκια και μουσικές. Ελεγα:Κάλλιο Μάρκο να σβήσεις όρθιος, ζωντανός μ’ ένα τραγούδι στο στόμα. Σήμερα μετά από σαράντα χρόνια με φώναξαν να τους δώσω τα τραγούδια μου, τα ωραιότερα. Κι εγώ άκουσα το κάλεσμά τους. Ήταν σαν βάλσαμο στην πικραμένη και πονεμένη ψυχή του γερο–Μάρκου»…

Η «Αυτοβιογραφία»

Ο δίσκος ωστόσο (όπως πληροφορούμαι από τη «Μίνως», επειδή στον ίδιο δεν αναγράφεται χρονολογία), κυκλοφόρησε λίγους μήνες αργότερα, το 1973, οπότε ο Μάρκος είχε φύγει από τη ζωή.
Πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1972 (πριν από 45 χρόνια, εξ ου και η παρούσα μνεία), σε ηλικία 67 ετών – όχι και τόσο γέρος, όπως αυτοαποκαλείται.
Μας άφησε όμως, πέρα από τα υπέροχα τραγούδια του, την «Αυτοβιογραφία» του, που κι αυτή κυκλοφόρησε το 1973, με εισαγωγή – παρουσίαση Αγγέλας Κάιλ.
Φαίνεται λοιπόν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά για τον Μάρκο –υπήρχε και η χούντα, που δεν ευνοούσε αυτά τα τραγούδια– εξ ου και η εκδηλωμένη πικρία του.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Βαμβακάρη τον Φεβρουάριο του 1967, σε μια εκδήλωση για τα τρία χρόνια της εφημερίδας «Δημοκρατική Αλλαγή», όπου εργαζόμουν τότε, όπου, μεταξύ των καλλιτεχνών που είχαν προσκληθεί –«ευγενώς προσφερθέντες»– ήταν και ο Μάρκος.
Καθόταν εκεί σ’ ένα τραπεζάκι, με το μπουζουκάκι του παραδίπλα, και περίμενε υπομονετικά τη σειρά του.
Φαινόταν κουρασμένος και μεγαλύτερος από τα χρόνια του.
Κάποια στιγμή ανέβηκε και ο Διονύσης Σαββόπουλος να πει τα δικά του.
● Πώς σας φαίνονται αυτά τα τραγούδια;τον ρωτάω.
«Πώς να μου φαίνονται; Δεν μ’ αρέσουν. Τραγούδια είναι αυτά;»
Τραγούδια για τον Βαμβακάρη ήταν προφανώς τα ρεμπέτικα.
Αυτά που είπε έπειτα ο ίδιος, με την αναγνωρίσιμη βραχνή φωνή του:«Φραγκοσυριανή», «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν»…

Ο Χατζιδάκις

Δεν είχα την ευχέρεια να κάνω μια εκτενέστερη κουβέντα μαζί του – είχαμε όμως δημοσιεύσει στην εφημερίδα ένα απόσπασμα από την ανέκδοτη τότε «Αυτοβιογραφία» του, που είχαν αποσπάσει κάποιοι φοιτητές θαυμαστές του.
Το απόσπασμα εκείνο τελείωνε μ’ έναν καβγά σ’ ένα μαγαζί στον Πειραιά, μεταξύ του Βαμβακάρη, που πρωτοέβγαινε στη δουλειά, κι ενός μπουζουξή, που δεν τον άφηνε να παίξει:«Εγινε και μια παρεξήγηση και μας χωρίσανε κάτι άλλοι που ήταν εκεί. Για πρώτη φορά κατάλαβα ότι η δουλειά αυτή είναι πολύ ζηλιάρικη»…
Το ρεμπέτικο, που δοξαζόταν στις λαϊκές γειτονιές, αλλά το εδίωκε η εξουσία και το καταφρονούσε η διανόηση (ακόμα και η αριστερή), ξαναπήρε τ’ απάνω του μετά την πτώση της χούντας.
Κι ας θυμίσω ότι αυτός που είχε συνεισφέρει καταλυτικά ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις με την περίφημη διάλεξή του, στις 31 Ιανουαρίου 1949 (24 χρονώ τότε).
Μαζί του, σ’ εκείνη τη διάλεξη, ήταν και καλεσμένοι, που τελειώνοντας τους παρουσίασε ο ίδιος:
«Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω δυο από τους πιο γνήσιους και πιο δημιουργικούς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής λαϊκής μουσικής:Τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά τους. Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί του είδους προσφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω».
Ακολούθησε μικρό μουσικό πρόγραμμα, αφού πριν ο Μάρκος χαιρέτησε το κοινό με τον δικό του τρόπο:«Γεια σας παίδες!»


Το ρεμπέτικο στη Θεσσαλονίκη από τη Thessaloniki Walking Tours

$
0
0
Τη Κυριακή 12 Φεβρουαρίου στις 11.00 πμ στο Γεντί Κουλέ
Ο Τάσος Παπαδόπουλοςσφραγίζει με την πλούσια αφήγησή του και το μοναδικό του ύφος μια καινοτόμοκαι πρωτότυπη διαδρομή τη Κυριακή 12 Φεβρουαρίου στις 11.00 πμστο Γεντί Κουλέ.
Οι δερβίσηδες, οι πρόσφυγες, η μπάρα, οι μαχαλόμαγκες, η «χλίψη» στο καπέλο, το Γεντί Κουλέκαι πάνω από όλα η μουσική. Οι μέρες που πέρασε στηνΘεσσαλονίκηο Βαμβακάρης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Κατσαρόςκαι οι εμπειρίεςτου στον κόσμο, τα στέκιαστην πόλη και οι περιπέτειες των ανθρώπων όπως αποτυπώθηκαν σε στίχουςείναι το θερμό υλικό αυτής της ξενάγησης.
Ο Τάσος Παπαδόπουλοςμε την πυκνή του αφήγηση συνδέει σημεία, στενά στηνΆνω Πόλη, πλατείες, φυλακές ακόμη και έναν τάφο στην Ευαγγελίστριαμε το ρεμπέτικο. Μαζί του ανακαλύπτουμε τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια που γράφτηκαν για την Θεσσαλονίκη, τραγούδια που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη, για τις συνθήκες, τους έρωτες, τις συνήθειεςπου σχετίζονται μαζί τους.
Το τέλος της διαδρομήςμας βρίσκει στο Καφενείο «Αλάμπρα» με ποτό και μεζέ και με τους αγαπημένους Τζώνυκαι Νικόλανα παίζουν τα ρεμπέτικα όπως μόνο εκείνοι ξέρουν.
Σημείο Συνάντησης:Γεντί Κουλέ (είσοδος)Συμμετοχή: 15 ευρώ (στην τιμή συμπεριλαμβάνεται το ποτό και ο μεζές στο «Αλάμπρα») 
Πληροφορίες / Κρατήσεις: info@thessalonikiwalkingtours.com & 6978186900 – 1
Πηγή: www.ert.gr

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης

$
0
0

από: www.zougla.gr
Σαν σήμερα στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, έφυγε από τη ζωή ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, Μάρκος Βαμβακάρης.

Ο σπουδαίος ρεμπέτης καθιέρωσε την ορχήστρα με μπουζούκια και μπαγλαμάδες, η οποία παραμέρισε την προηγούμενη λαϊκή ορχήστρα των σαντουροβιολιών.

Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια καθολικών και ήταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, έφερε όμως το «μικρόβιο» της μουσικής. Ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και ο παππούς του έγραφε τραγούδια.
Πριν καλά - καλά ξεκινήσει το σχολείο, ο Μάρκος αναγκάστηκε να διακόψει, διότι πήραν τον πατέρα του στο στρατό, και έπιασε δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια δούλεψε ως χασάπης, εφημεριδοπώλης, οπωροπώλης, λούστρος, και το 1917, σε ηλικία 12 ετών, έφυγε για τον Πειραιά.



Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια κι έπιασε δουλειά ως γαιανθρακεργάτης. Δούλεψε ακόμα ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα σφαγεία, ενώ τα βράδια σύχναζε στους τεκέδες, όπου το 1924 άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες. Την περίοδο αυτή έκανε και τον πρώτο του γάμο με τη Ζιγκοάλα, την οποία όπως έλεγε μίσησε στο τέλος όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο.



Το 1925 κατατάχθηκε στο στρατό και όταν απολύθηκε άρχισε να γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).

Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Μάρκος άνοιξε το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα. Η αστυνομία, όμως, δεν του έδωσε άδεια. Έτσι αναγκάστηκε να το κλείσει και για πρώτη φορά έπειτα από 20 χρόνια ταξίδεψε με τον Μπάτη στη Σύρο. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ' ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.

Η περίοδος λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Αφού περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις, άρχισε εμφανίσεις στον Βοτανικό, μαζί με τον Γιάννη Παπαιωάννου, τον Κώστα Καρίπη και τον Στέλιο Κερομύτη.

Με την έναρξη του πολέμου, ο Βοτανικός έκλεισε και ακολούθησαν δύσκολα χρόνια. Το 1941 πέθανε ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του Ελπίδα. Την εποχή εκείνη, έπειτα από παρότρυνση της μεγάλης του αδελφής, ο Μάρκος παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του, τη Βαγγελιώ. Για το γεγονός αυτό αφορίστηκε από την καθολική εκκλησία και μόλις το 1966 του δόθηκε και πάλι η κοινωνία των Καθολικών. Τα δύο πρώτα παιδιά τους χάθηκαν πρόωρα. Το 1944 η Βαγγελιώ γέννησε τον Βασίλη και ακολούθησαν άλλα δύο αγόρια, ο Στέλιος το 1947 και ο Δομένικος το 1949.

Μετά τον πόλεμο, ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να βγάζει ξανά δίσκους σε διάφορες εταιρίες και όλοι γίνονταν ανάρπαστοι. Το 1954 αρρώστησε με βαριά αρθρίτιδα και σταμάτησε να παίζει. Όταν θέλησε να επιστρέψει στο πάλκο, όλοι τον είχαν ξεχάσει. Η ελληνική μουσική βιομηχανία τον θεωρούσε «ξεπερασμένο» και δεν τον έπαιρνε κανένας σε κάποιο μαγαζί.

Η κατάσταση άλλαξε δραματικά το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέι, η Άντζελα Γκρέκα, ο Στράτος Διονυσίου, κ.ά. Το εγχείρημα σημείωσε τεράστια επιτυχία και ο Μάρκος είχε την ευκαιρία να ξαναδουλέψει στα λαϊκά πάλκα, αλλά και να δώσει συναυλίες σε πρωτόγνωρους για τους ρεμπέτες χώρους. Το 1966 έκανε την εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολούθησε η συναυλία στο θέατρο «Κεντρικόν» το χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.

Στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην ιστορία, αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη.

Ακούστε το τραγούδι:
 

ΠΗΓΗ : www.zougla.gr


Πάτρα: Το σχήμα «Τζαρές» παρουσιάζει Σμυρναίικο και Ρεμπέτικο τραγούδι, με ακορντεόν και κιθάρα

$
0
0
Tzares.jpg

Την Κυριακή στο «Μεγάλο Μας Τσίρκο» στην οδό Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου 14

Το μουσικό σχήμα με την ονομασία «Τζαρές» καταπιάνεται με την τέχνη του Ακορντεόν στο Πολίτικο, Σμυρναίικο και Ρεμπέτικο τραγούδι.

Αυτή την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017θα παίξει live από τις 15.00 έως τις 18.00το απόγευμα, στο «Μεγάλο Μας Τσίρκο»στην οδό Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου 14, λίγο πιο πάνω από τη Γ’ ΔΟΥ στην Πάτρα.

Στόχος του σχήματος είναι η αναψηλάφηση και η μελέτη του ιδιαίτερου ύφους μιας ξεχωριστής σχολής οργανοπαικτών διάφορων αερόφωνων οργάνων (π.χ. ακορντεόν, αρμόνικα), όπως αυτό αποτυπώθηκε στους δίσκους των 78 στροφών την εποχή του μεσοπολέμου.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σχολής αυτής αποτελεί ο σολιστικός ρόλος των εν λόγω οργάνων και ο άκρως δεξιοτεχνικός χαρακτήρας των εκτελέσεων. Κύριοι εκφραστές της σχολής είναι ο Αντώνης Αμιράλης ή Παπατζής, ο Βαγγέλης και Γιάγκος Ψαμαθιανός, ο Σπύρος και Μιχάλης Τρίμης, ο Στέφος, ο Νίκος Κουλαξίζης. Παράλληλα, εξαιρετικοί μουσικοί και τραγουδιστές της ίδιας εποχής όπως ο Νταλγκάς, η Αμπατζή, η Εσκενάζυ, ο Σκαρβέλης, ο Δραγάτσης, ο Περιστέρης συνέπραξαν με τους δεξιοτέχνες του ακορντεόν και της αρμόνικας συμβάλλοντας με τον τρόπο τους στο αισθητικό αποτέλεσμα.


Όπως αναφέρουν τα μέλη του μουσικού σχήματος, πρόθεσή μας δεν είναι η πιστή αναπαραγωγή των παλιών εκτελέσεων αλλά η ανάκληση της γενικότερης αισθητικής που αυτές είχαν, με σεβασμό στο χαρακτήρα των πρώτων ηχογραφήσεων.

Αγγελοπούλου Ανδριάνα: τραγούδι
Νικολόπουλος Κώστας: ακορντεόν
Παπαναγιώτου Χρήστος: κιθάρα.


 

Του μπουζουκιού το ταξίδεμα...«Του Νίκου Τσούλια»

$
0
0
Rembetes_Karaiskaki_1933
Από πού κατάγεται η γοητεία του μπουζουκιού και με ποιους δρόμους ανοίγει το όμορφο ταξίδεμα της ψυχής; Είναι της μουσικής η καθολική δύναμη που μας συνεπαίρνει, που μας αρπάζει από το γήινο κόσμο των αισθήσεων και μας οδηγεί σ’ ένα παράλληλο σύμπαν εκεί που κυριαρχεί το συναίσθημα και της καρδιάς το σκίρτημα; 

Ή μήπως εκτός αυτού υπάρχει και κάποια ξεχωριστή ιδιαιτερότητα και οι χορδές του μπουζουκιού πάλλονται μέσα σε «σκουληκότρυπα» που οδηγεί σ’ άλλους τόπους και σ’ άλλους καιρούς;
Γιατί, πώς μπορεί να εξηγηθεί το ταξίδεμά μας σε άγνωστη χώρα, εκεί που το πάθος πλημμυρίζει κάθε σκέψη μας και η νοσταλγία συγκατοικεί μόνιμα με τη φαντασίωση; Κάθε μουσικό όργανο είναι και ένας ολόκληρος κόσμος˙ σε μυεί σε αρμονική πανδαισία, σε μαγεύει, σε καλεί σε απόδραση από τη συμβατικότητα.

Αλλά το μπουζούκι έχει και τη δική του ιδιαιτερότητα. Έχει την πρωτοκαθεδρία σε βασικές μορφές του τραγουδιού. Ανέδειξε τον τόσο ξεχωριστό κόσμο του ρεμπέτικου και τον προήγαγε στη συνείδηση του λαού και κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Είναι πάντα το πρώτο εργαλείο στην εδραίωση και στην κατίσχυση του λαϊκού τραγουδιού.

Η κάνναβη στην Ελλάδα και το ρεμπέτικο....

$
0
0


Η ιστορία της κάνναβης στην Ελλάδα
To βιβλίο “Canavaccio / Κείμενα περί της ηδονιστικής δρόγης” παρουσιάζει την ιστορία της κάνναβης στην Ελλάδα, όταν η καλλιέργειά της ήταν νόμιμη, το κράτος τη φορολογούσε  και εκανε μέχρι και εξαγωγές προς άλλες χώρες. Κείμενα και ρεπορτάζ του Τύπουαπό το 1893 μέχρι το 1960+, καταγράφουν την πλατιά διάδοση της χασισοποσίας σ’ ένα κομμάτι της κοινωνίας, στις φυλακές, στους τεκέδες –που η λειτουργία τους είχε εξαπλωθεί σ’ όλη τη χώρα– και σκιαγραφούν το χαρακτήρα του χασικλή με τα μελανότερα χρώματα...
Η ινδική κάνναβη άρχισε να καλλιεργείται συστηματικάστην Ελλάδα από το έτος 1880, πρώτα στην επαρχία Μαντινείαςκαι στη συνέχεια στην Αργολίδακαι στη Ναυπακτία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 σε έγγραφο του Υπουργείου Υγιεινής αναφέρεται ότι:
«τα κύρια αίτια της αναπτύξεως και εντάσεως της καλλιεργείας της ινδικής καννάβεως εν Ελλάδι δεν υπήρξαν τόσο αι τοπικαί ανάγκαι της παραγωγής χασίς δι’ εντοπίαν κατανάλωσιν, όσον το κερδοσκοπικόν πνεύμαπρος εφοδιασμόν ετέρων χωρών, εις τας οποίας υφίστατο υπό μεγάλην έντασιν το πάθος της χασισοποσίας και ιδία της Αιγύπτου».(!)
Egyptian types -scenes- "Hashish smokers" -with woter-pipe (Narghiles).
Σύντομα το νέο προϊόν έγινε γνωστό και άρχισαν να σχηματίζονται οι πρώτοι πυρήνες χασισοποτών στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ο καθηγητής Μιχαήλ Στριγγάρης αναφέρει το 1937 ότι ο Πειραιάςπρο 60 ετών (πριν από το 1880δηλαδή) είχε μεγάλο αριθμό χαμαιτυπείων και άλλων κέντρων όπου κάπνιζαν χασίς.
 Η «Ακρόπολις» της 30ης Ιουλίου 1893σημειώνει ότι:
«εκτός των φασουλήδων, αμανέδων, ζεϊμπεκίων και άλλων κοινωνικών πληγών, ο Πειραιεύς έχει και κάτι τι άλλο αγριώτερον τούτο, τους χασισοπότας. Σχεδόν ολόκληρος μία συνοικία η του Κερατοχωρίου, βρίθει αποκρύφων κέντρων εν οις γίνεται άφθονος χρήσις χασίς».
 

Το ρεμπέτικο συναντά το τανγκό στη Βούλα

$
0
0
Το ρεμπέτικο συναντά το τανγκό στη Βούλα
από: 3vita.gr
Μια ξεχωριστή μουσικοχορευτική βραδιά που ενώνει δύο κόσμους μακρινούς θα φιλοξενήσει η αίθουσα «Ιωνία» της Βούλας τοΣάββατο 18 Φεβρουαρίου 2017 στις 8 μ.μ.
Πρόκειται για «τη μουσική των λιμανιών, της μετανάστευσης, του περιθωρίου και της ελπίδας για μια ζωή καλύτερη», όπως δηλώνουν χαρακτηριστικά οι διοργανωτές.
Η είσοδος είναι ελεύθερη και την παράσταση διοργανώνει ο Οργανισμός Αθλητισμού Πολιτισμού και Παιδικής Αγωγής του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης.
Οι συντελεστές της παράστασης είναι:
  • Θάνος Θεοδωρόπουλος: μπουζούκι – μαντολίνο, επιμέλεια προγράμματος
  • Χέρμαν Μάγιερ: κιθάρα – πιάνο – μπάσο
  • Λευτέρης Γρίβας: μπαντονεόν, επιμέλεια ενορχήστρωσης
  • Γιώργος Σχοινάς: ακορντεόν – πιάνο
  • Κατερίνα Κουρεντζή: πιάνο, φωνή
  • Άριελ Περέζ / Μαργαρίτα Πλέσσα: χορός – χορογραφίες
  • Άννα Τιαγκουνίδου – Γκόμεζ: σενάριο – σκηνοθεσία
  • Φεντερίκο Μπουσταμάντε: τεχνικός σκηνής
  • Στέφανος Χατζηστεφάνου: εικαστικά
Μια γεύση…
 
3vita.gr
ΠΗΓΗ: 3vita.gr
Viewing all 1577 articles
Browse latest View live