Quantcast
Channel: Το Ρεμπέτικο Τραγούδι
Viewing all 1584 articles
Browse latest View live

ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ: Από την "Κρεμμυδαρού"στο ναυτιλιακό σίτυ

$
0
0
drapetsona_lipasmata.jpg 
Η  Δραπετσώνα  είχε στρατηγική σημασία και στην αρχαιότητα  ανήκε  στον αρχαίο δήμο «Θυμαιτάδαι»,  μαζί με το Κερατσίνι.
Οι δύο λόφοι που την πλαισιώνουν, μείωναν την ένταση του αέρα και παράλληλα λειτουργούσαν σαν «παρατηρητήρια» για τυχόν επιθέσεις.
Γι αυτό  και   έπαιξε το δικό της  ρόλο  στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π. Χ.

Παλαιότερες αναφορές κάνουν λόγο για την ύπαρξη ενός ναού, δείγμα παρουσίας μικρο-συνοικισμού, οι κάτοικοι του οποίου πιθανότατα ασχολούνταν με την αλιεία.
Βρέθηκαν ελάχιστα απομεινάρια ενός ναού και σπιτιών, πολλοί τάφοι, που εννοούν μία σίγουρη οικιστική δραστηριότητα, ενώ αναφέρεται ο ναός της Αφροδίτης ή το Αφροδίσιον (κοντά στον Άγιο Διονύσιο), στην Ηετιωνία Ακτή.

Πάντως ο τόπος αυτός ήταν μια περιοχή  γενικά  έρημη, σχεδόν ακατοίκητη και με απόκρημνα μέρη,  βραχώδη, όλο τάφρους και ρεματιές.  Μεταξύ Πειραιά και Δραπετσώνας, πριν τον Αγιο Διονύση μεσολαβούσαν έλη, η αποκαλούμενη Λίμνη, εξου και τα Βούρλα.
Στην περιοχή υπήρχαν επίσης και λατομεία πωρόλιθου που μαζί με τον ακτίτη της Πειραϊκής χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σαν οικοδομικό υλικό για πολλούς αιώνες.

Σε οθωμανικό έγγραφο του έτους 1712 (Οθωμ., 1124) αναγράφεται ότι ο Κόλιας Μαλαγάρης (Αθηναίος) αγόρασε από τον Γιουσούφ Αγά και Δερβίς Χαλήλ τρεις αγρούς, τον ένα στη θέση Αγιος Νικόλαος Τσερατζίνι (10 στρέμματα) τον δεύτερο στη Δραπετσώνα (50 στρέμματα) και τον άλλο στην Κόσολα Τζερατιά – μάλλον στην περιοχή Αγίου Δημητρίου, (50 στρέμματα).

Σε γερμανικό επεξηγηματικό διάγραμμα με τις θέσεις των ελληνικών και τουρκικών σωμάτων το 1827 διαβάζαμε τη λέξη TRAPEZONA.
Ο Χατζημιχάλης με ιππείς συνόδευσε τον Κόχραν από το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στα υψώματα της Δραπετσώνας, για να παρατηρήσει καλύτερα το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα που κατείχαν οι Τούρκοι.
Γύρω στα 1830 ένας Κουλουριώτης κτηματίας είχε αγρούς στη Δραπετσώνα.

Η  Δραπετσώνα  πρωτοκατοικήθηκε περίπου το έτος 1830, μάλλον από νησιώτες. Μέχρι δε και το έτος 1950 ήταν υποβαθμισμένη και  είχε  πολλά προβλήματα κυρίως διαβίωσης.

Η ακατοίκητη Δραπετσώνα  όπως φαινόταν από το λιμάνι του Πειραιά στα   1890.
                       Το "κατάστημα"  των  "Βούρλων"   έχει δημιουργηθεί.
Η πρώτη εκκλησία, στα αρχικά όρια της κοντά στο λιμάνι, ήταν η εκκλησία του Αγ. Διονυσίου,  που κατά μερικούς  χτίστηκε το 1805. Το 1834 ένα μέρος της περιοχής παραχωρήθηκε από την εκκλησία στο Δήμο Πειραιώς για να χρησιμεύσει σα νεκροταφείο, με τον όρο να ανακαινιστεί ο ναός.

Μεταξύ του 1883-1887 αγοράστηκαν από το Δήμο Πειραιώς οικόπεδα στην Ευγένεια για να ιδρυθεί εκεί νέο νεκροταφείο, αυτό που υπάρχει σήμερα. Το καινούριο νεκροταφείο δημιουργήθηκε ανάμεσα στο 1892-1895 και άρχισε να χρησιμοποιείται από το 1904. Η οριστική μεταφορά στο νεκροταφείο της Αναστάσεως έγινε το 1909.

Για το όνομα ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ υπάρχουν διάφορες απόψεις. Δείτε  εδώ, αλλά και πιο κάτω.

Το τοπωνύμιο  ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ καθιερώθηκε  μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, οπότε και δημιουργήθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός. Για την προέλευση του τοπωνυμίου υπάρχουν πολλές εκδοχές. Υποστηρίζεται, από την λέξη δραπέτης, ή  από τον αρχικό τύπο της λέξης Τραπεζών. Αλλη άποψη είναι, ότι  προέρχεται από την αλβανική λέξη «ντράπε» —τάφρος—  και όνομα ιδιοκτήτη της περιοχής Τσώνη ή Τσώνα. Οι  αρβανίτες ψαράδες της γειτονικής Κούλουρης –Σαλαμίνας -  στην  περίοδο της  Τουρκοκρατίας την αποκαλούσαν Ντραπε-τσώνα = Τάφρο (ρεματιά) του Τσώνα.

Υπάρχει, όμως, και άλλη αρβανίτικη ή Αλβανική ερμηνεία  της λέξης "Ντράπε": σημαίνει  δρεπάνι. και "Τσούνι"σημαίνει παιδί. "Ντράπε-τσούνι", λοιπόν, που μεταλλάχθηκε σε "Ντράπε-τσώνα",  είναι μια πολύ  πιθανή αρχική ονομασία της περιοχής, επειδή μοιάζει  με δρεπάνι, ιδίως στην περιοχή της "Κρεμμυδαρούς". Κάτι ανάλογο υπάρχει  και στο Βίδι της Τροιζηνίας, αλλά εκεί, λέγεται Δρεπάνι.

Πως προέκυψε το "τσούνι"είναι αγνωστο.

Το τοπωνύμιο με αυτό τον τύπο συναντάται  και σε κατάλογο κτημάτων της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα επί Τουρκοκρατίας και  αυτό ε­νισχύει την εκδοχή αυτή.
 
                                               ΤΑ  ΠΑΛΙΟΤΕΡΑ  ΧΡΟΝΙΑ
 
Η  ανατολική πλευρά της Δραπετσώνας, εκεί που μέχρι τη δεκαετία του 2.000 βρισκόταν  ο σιδηροδρομικός σταθμός των ΣΕΚ, - ακριβώς κάτω από τα σημερινά ερείπια, το Καστράκι - ονομαζόταν  Ηετωνία ακτή, διότι στην περιοχή ετιμάτο ο Αττικός ήρωας Ηετίων, που έδωσε το όνομά του στη Χερσόνησο. Στην αρχαιότητα ήταν ναυστάθμιο  και μαζί με τον Κάνθαρο είχε 94 νεώσοικους. Η περιοχή περιβαλλόταν    από το Θεμιστόκλειο  Τείχος, το οποίο ο Κόνων μετά την ναυμαχία της Κνίδου, το βελτί­ωσε και έφτιαξε δύο κυλινδρικούς πύργους (Καστράκια).

Στην πλευρά της χερσο­νήσου προς  το λιμάνι, ήταν μέχρι πριν μερικές δεκάδες χρόνια, το βασιλικό Λεμβαρχείο, η Φαρική Βάση, τα συνεργεία των Φάρων και το «επάκτιο πυροβολείο» με 23 εμπροσθογεμή  κανόνια, από τα οποία ρίχνονταν χαιρετιστήριες    βολές.

Στην άκρη της χερσονήσου  υπήρχε μια μικρή  νησίδα με φάρο. Στα δυτικά υπήρχε  μεσαιωνικού τύπου  αναρρωτήριο  λοιμωδών νόσων, που καταργήθηκε  όταν έγινε το νοσοκομείο στην Αγία  Βαρβάρα.  
Στην περιοχή αυτή επεκτάθηκαν  σιγά – σιγά εγκαταστάσεις του ΟΛΠ.

Η περιοχή όπου βρίσκονταν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι δεξαμενές του ΟΛΠ,  ήταν παλιότερα όρμος που  ονομαζόταν «Κρεμμυδαρού» από τις πολλές μεγάλες κρεμμύδες - μποτσίκια - που φύτρωναν εκεί..  Λίγο πριν, μπροστά στον Αγιο Διονύσιο, ήταν ως το 1920  τα καρνάγια, τα  οποία μετά, σιγά-σιγά- άρχισαν να μετακομίζουν στο Πέραμα.

Εκεί έγιναν μετά το 1922 τα  πρώτα μπουζουκτσίδικα που συγκέντρωναν τους μάγκες της εποχής.

Στην περιοχή αυτή έδωσε μαθήματα μπουζουκιού  ο  Γιοβάν Τσαούς ή Γιάννης Εϊτζιρίδης - δηλαδή Γιάννης ο Λοχίας, από τον βαθμό με τον οποίο υπηρέτησε στον τουρκικό  στρατό-  (1924-1925  τότε που το μπουζούκι ήταν απαγορευμένο όργανο). Αυτός έμαθε  μπουζούκι  πολλούς μεταξύ  των οποίων  και  ο Γιάννης Παπαιωάννου.          

Στην περιοχή αυτή έμαθαν  μπουζούκι, έγραψαν, τραγούδησαν ή έσυραν τα βήματά τους πολλές φορές   οι Ρεγγίνας, Ζυμαρίτης, Μιμίκος Βογιατζής, Σκριβάνος, Γιάννης Γυλιάς,  το Αλεκάκι, ο Χαρίλαος Κηρομύτης, ο Νίκος  Αϊβαλιώτης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης– που δούλευε  σαν εκδοροσφαγέας  στο γειτονικά σφαγεία – ο Ανέστης  Δελιάς, ο Περιστέρης, ο Στέλιος Κερομύτης, ο Ποτοσίδης, ο  Νίκος Μάθεσης και πολλοί  άλλοι.

Ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας –γιος ψαρά από τη Σαλαμίνα  - αναφέρει σε μια αφήγησή του:

« Η Δραπετσώνα δεν ήταν όπως τώρα  που τη γνώρισες εσύ Κολονάκι. Η Δραπετσώνα  ήταν ένα από τα μεγαλύτερα  στέκια  της μαγκιάς. Στους τεκέδες της και στα Βούρλα σύχναζαν κάθε καρυδιάς καρύδι. Στους τεκέδες οι  μάγκες κάπνιζαν ναργιλέ».

Στην  «Κρεμμυδαρού» ήταν πολλοί τεκέδες όπως του Μίχαλου, του Σάλωνα, του Μαρκεζίνη, του Σαραντόπουλου και άλλων.

Πολλοί από όσους προαναφέρθηκαν έμεναν στην «Κρεμμυδαρού», όπως ο Ανέστης Δελιάς,  ο Απόστολος Χατζηχρήστος   και άλλοι.

Ο  ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ  στην Αυτοβιογραφία του αναφέρει:

……»Εκείνη τη χρονιά (1937) άρχισα συνεργασία με το συνθέτη Απόστολο Χατζηχρήστο, ο οποίος ήτο και ο πρώτος που συνεργάστηκα. Είχαμε γνωριστεί στη Δραπετσώνα  όπου κι εκείνος κατοικούσε εκεί από πολλά χρόνια. Έπαιζε μπουζούκι παρέα με τον Ηλ. Ποτοσίδη, τον Ανέστο Δελιά και το Μακαρόνα……Ήταν φτωχό παιδί και εξαιρετικός άνθρωπος και συνθέτης. Πολύ σεμνό και πολύ καλό παιδί. Έντιμος, φιλαλήθης και κουβαρντάς»…...

Κι ένα κομμάτι   από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη:

«Βέβαια στον κύκλο που γύριζα να πούμε, τον μάγκικο αυτό, στους τεκέδες που πήγαινα, ακούγαμε πολλά για διάφορους κουτσαβάκηδες προσωπικότητες...Εκεί, όταν είχα γνωρίσει τον Αλέκο τον Σχίζα να πούμε, κάθε μέρα επήγαινα στο σπίτι αυτουνού, εκεί στην Κρεμμυδαρού που ήταν το Καστράκι. Πίναμε χασίσι. Είχε λεφτά αυτός. Επήγαινα και του μάθαινα μπουζούκι και φουμέρναμε κιόλας ε? Αυτός έμενε εκεί κάτω στην Κρεμμυδαρού, εδώ στο λιμάνι του Πειραιώς. Και πήγαινα κάθε μέρα στην κάμαρά του. Ώσπου τώρα αυτόν τον ζήταγε η Ασφάλεια Αθηνών για κάτι κλοπές που γινόντανε. Και ξέρανε αυτοί ότι άλλος δε μπορεί να τις κάνει ειμή αυτός, αλλά δεν ξέρανε που βρίσκεται...»

Τα Λιπάσματα  το 1932 σε αεροφωτογραφία (δείτε για ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ).
1932 Οι παράγκες και ο  πλανόδιος μανάβης στο βάθος
                               
                      ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ  ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ
Για τη  Δραπετσώνα  γράφτηκε  το τραγούδι   «Αφ ότου εγεννήθηκα».   (Το τραγούδι είναι στο όνομα του Καρυδάκη, φίλου του Μάρκου αλλά μάλλον είναι δικό του. Στίχοι: Γ. Δερέμπεης. Μπουζούκι: Σ. Περιστέρης. Ο Γιώργος Δερέμπεης ήταν ο πατέρας της σπουδαίας μουσικού και πιανίστριας Βούλας Δερέμπεη. Ο Δημήτρης Καρυδάκης ή Καρυδάκιας, βρέθηκε νεκρός-δολοφονημένος-στα χρόνια της κατοχής,  στη Δραπετσώνα και κανείς δεν έμαθε ποτέ, ποιός και γιατί τον σκότωσε. Ανήκε στην παρέα της Πειραιώτικης Κομπανίας, αλλά ήταν "σπιτικό"μπουζούκι και απέφευγε τη δημοσιότητα, το πάλκο και τις εταιρείες.

Το πιο κάτω  τραγούδι μαρτυράει τους καημούς των κατοίκων της Δραπετσώνας:


Μ’ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός,
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός.
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά.

Το ’δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή.
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ’ το γεράνι μας, πάρ’ το στεφάνι μας,
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου,
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά,
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά.
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός,
κάθε παράθυρό του κι ουρανός.

Μα όταν ερχόταν η βραδιά,
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά.
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά.

Πάρ’ το γεράνι μας, πάρ’ το στεφάνι μας,
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή.
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου,
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί.
                                  
                               ΟΙ  ΔΙΑΦΟΡΕΣ  ΑΛΛΕΣ  ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ
 
Οσο  προχωράμε νοτιοδυτικά και παραλιακά, ο λιμενοβραχίονας είχε το όνομα του Βασιλέως  Γεωργίου και του ιδιοκτήτη του κέντρου  Κράκαρη  (1845-1914).

Λίγο πιο πέρα, δυτικά, ήταν η ακτή Βασιλειάδη   που οφείλει το όνομά της στο ναυπηγείο  Βασιλειάδη που λειτουργούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τον τελευταίο πόλεμο. Στα 1975 η περιοχή διαμορφώθηκε σε σταθμό εξυπηρέτησης  εμπορευμάτων  που διακινούνταν  με εμπορευματοκιβώτια –κοντέϊνερς.  Εκεί έγινε σήμερα,   2006,  το  νέο κτίριο του ΥΕΝ.

Πάντα δυτικά βαδίζοντας ήταν το εργοστάσιο Λιπασμάτων και η ομώνυμη συνοικία. Το  εργοστάσιο  άρχισε  να  λειτουργεί από το  1910.  Σταμάτησε  πριν λίγα χρόνια.   

Τα άκρα  Κέραμος και Δράκων σχηματίζουν τον όρμο των Φωρών (Βοτσαλάκια) τόπο υπόπτων συναλλαγών (λαθρεμπορίου) με συμμετοχή ακόμα και των ίδιων των τελωνειακών αρχών της τότε εποχής. (Ο φωρ - του φωρός σημαίνει κλέφτης).

Είναι ο  πρώτος όρμος μετά τα Λιπάσματα και ονομαζόταν και  όρμος Σφαγείων.  Εκεί ήταν τα σφαγεία του Δήμου Πειραιά. Ορμος Φωρών ονομαζόταν στην αρχαιότητα  μαζί με τον αμέσως επόμενο μεγαλύτερο όρμο. Το τοπωνύμιο - κατ άλλη εκδοχή -  προήλθε από το ρήμα φωράω - φωρώ = ερευνώ για ανακάλυψη   κλοπιμαίων  ή λαθραίων, συλλαμβάνω επ αυτοφώρω.  Διότι στην περιοχή που βρισκόταν έξω από τα τείχη, και δεν ελεγχόταν συνεχώς από τα αρμόδια για την αστυνόμευση του Πειραιά όργανα, γινόταν κατά κύριο λόγο το λαθρεμπόριο.
              

Όμως ο  μεγάλος όρμος Φωρών, (30.000 τ.μ.) ονομάστηκε αργότερα  όρμος Δραπετσώνας. Εκεί είχαν ως πριν λίγα χρόνια  τις εγκαταστάσεις του   οι εταιρίες πετρελαιοειδών  ΜΠΙ ΠΙ, ΜΟΜΠΙΛ  και   το Εργο­στάσιο Τσιμέντων ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ.

Δυτικότερα  έγιναν  οι εγκαταστάσεις της ΕΥΔΑΠ, ο   νέος μόλος Δραπετσώνας που συνορεύει με το Λιμανάκι του Αγίου Νικολάου και το εργοστάσιο της ΔΕΗ.  

Το 1873  δημιουργήθηκαν  στη Δραπετσώνα – που ανήκε στον Πειραιά – οι οίκοιανοχής των Βούρλων, 180 μέτρα από τον Αγιο Διο­νύσιο.  Η περιοχή  είχε αυτό το όνομα  γιατί  είχε πολλά βούρλα λόγω του ρέματος που κατέβαινε από το Κερατσίνι.

Οι οίκοι ανοχής  λειτούργησαν μέχρι το 1937. Μετά εκεί  έγιναν φυλακές  κυρίως  για πολιτικούς κρατούμενους. Εκεί το 1955 έγινε και η μεγαλύτερη  απόδραση 27   πολιτικών  κρατουμένων.  
  ****   Ηταν  στα μέσα του Καλοκαιριού του 1955. Στις 17 Ιουλίου, γίνεται από τις φυλακές των Βούρλων στον Πειραιά, που ήταν υψίστης ασφαλείας και πολύ καλά φρουρούμενες, η πιο μεγάλη, συναρπαστική και πιο μυθιστορηματική απόδραση όλων των εποχών στην Ελλάδα. Είκοσι επτά βαρυποινίτες κομμουνιστές δραπετεύουν μέρα μεσημέρι και η είδηση ταρακουνάει όλη την Ελλάδα.  

      Οι προετοιμασίες για την απόδραση είχαν αρχίσει από τον Μάρτιο. Προέβλεπαν το τρύπημα του πατώματος στο κελί 13 των φυλακών κάθετα και σε συνέχεια την άνοιξη σύραγγας κάτω από τα θεμέλια της φυλακής, κάτω από το κατάστρωμα της οδού Δογάνης και την έξοδο στο εργοστάσιο λουλακιού της «Ντεστρέ» απέναντι από τις φυλακές. Τις απαραίτητες μετρήσεις και πληροφορίες τις έδωσαν οι αρραβωνιαστικές δύο κρατουμένων κομμουνιστών. Οι φυλακισμένοι ξεκίνησαν από το σκάψιμο ενός λάκκου βάθους δύο μέτρων κοντά στον εξωτερικό τοίχο του κελιού 13. Ακολούθως έσκαψαν μια σήραγγα μήκους 17,5 περίπου μέτρων με κλίση προς τα πάνω, ώστε να συναντήσει το κατάλληλο σημείο που ήταν το λουτρό του εργοστασίου. Έτσι μετά από εργασίες μηνών βγήκαν πράγματι στο σημείο που είχαν προγραμματίσει φορώντας πιτζάμες πάνω από τα καλά τους ρούχα, για να μην τα λερώσουν ... και μην τους είδατε! Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν ήταν πολλά, από την εξαφάνιση των μπαζών, την υποστύλωση και ηλεκτροφώτιση της σήραγγας μέχρι τον εξαερισμό της, αλλά τελικά όλα λύθηκαν  και η απόδραση πέτυχε.    (www.kolivas.de)
Οι φυλακές καταργήθηκαν  στη δεκαετία του 1970, επί  Χούντας.

Σήμερα, τα παλιά κτίρια έχουν  κατεδαφιστεί, - στο τετράγωνο   Εθνικής Αντιστάσεως – Ψαρών- Μπουδούτση-Δογάνης - το μισό οικόπεδο έγινε πολυκατοικία  και το άλλο μισό δημοτικό αλσύλλιο.

Η  Δραπετσώνα άρχισε  να γίνεται πόλη μετά τον ερχομό των προσφύγων το 1922. Αυτοί εγκαταστάθηκαν σε ξύλινες  παράγκες,  γύρω από τους οίκους ανοχής, στον Άγιο Διονύση, εκεί  που είχε πεύκα και ήταν πρώτα νεκροταφείο, όπως η οικογένεια του Γιάννη Παπαϊωάνου, ή πιο πάνω προς το  λόφο.

Οι περισσότερες παράγκες  διατηρήθηκαν ως το 1968, οπότε η δικτατορία,   έχτισε εκεί πολυκατοικίες τα διαμερίσματα των οποίων με κάποιο   οικονομικό  αντάλλαγμα  έδωσε σ αυτούς που έμεναν πρώτα εκεί. Τότε έγινε και κάποια βελτίωση της εμφάνισης της πόλης.

Τότε,1968, επί Δημάρχου Γεωργίου Παπαντωνίου απομακρύνθηκαν και οι  τελευταίες παράγκες από την περιοχή του Αγίου Φανουρίου.

Η Δραπετσώνα αναγνωρίστηκε σαν κοινότητα   το 1950, αφού αποσπάστηκε  από το Δήμο Πειραιά.  Δήμος ανακηρύχτηκε το 1951.

Ο πληθυσμός της Δραπετσώνας - έκταση 1,5 τ.χ.- κατά την απογραφή του 2001 ήταν:
     ΔΗΜΟΣ-ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

άνδρες

γυναίκες
  2001

Σύνολο


άνδρες

γυναίκες
  1991
Σύνολο

ανδ

γυν
%

Συν

ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ

  6.260
     7.139
  13.399
  6.405
     6.689
  13.094
-2,3
  6,7
  2,3
Κατά τις εκλογές δήμαρχος για την 4ετία 2007-2010 εξελέγη ο κ Αλέξανδρος Χρυσός με 58,20 %.
To Μάιο 2010 με τον "Καλλικρατη"ενώθηκε με το Κερατσίνι σε  ένα Δήμο -από 1-1-2011.
περιοχή  της Ευγένειας προς τη Δραπετσώνα  στο 1920
παράγκες στη Δραπετσώνα το 1950.
           Δραπετσωνίτικες  αναμνήσεις

Όσοι από την Ευγένεια και το Κερατσίνι εργάζονταν στα Λιπάσματα του Μποδοσάκη ή στον Ηρακλή, στην άκρη της Δραπετσώνας, πήγαιναν με τα πόδια από τον χωματόδρομο της 25ης Μαρτίου, που είχε και τεράστιες πέτρες , βράχια, τον τρελό με την παράγκα του, εκεί που τώρα είναι κάποια πευκάκια, πριν τη στροφή για Ηρακλή.
Αλλά το πιο οδυνηρό γι αυτούς ήταν ότι έπρεπε να περάσουν από αγέλες αδέσποτων σκυλιών. Πριν ακόμα φέξει, ...όσοι είχαν βάρδια 6 με 2 στο εργοστάσιο περνούσαν και την ψυχική οδύνη των μόνιμα εξαγριωμένων σκυλιών, που ήταν σεημιάγρια κατάσταση. Αργότερα, στη δεκαετία του 80, το εργοστάσιο έβαλε "πούλμαν" [λεωφορεία] για την μεταφορά προσωπικού .
Από τον χωματόδρομο της 25ης Μαρτίου περνούσαν και όσοι πήγαιναν  στα κεντρικά ιατρεία του ΙΚΑ στη Δραπετσώνα  που λειτουργούσαν από το 1950. Τότε υπήρχαν και λειτουργούσαν και τα βαγονάκια των τσιμέντων Ηρακλής σε κάποιο σημείο στη μέση αυτής της διαδρομής.    
Εκεί στην 25ης Μαρτίου που μέχρι το 1965 περίπου υπήρχαν παράγκες , σε μια από αυτές έμενε και η ηλικιωμένη Πολυξένη που την αποκαλούσαν με διαφόρους χαρακτηρισμούς .....
Αδύνατη με στραβά ποδιά και κοντή φούστα, και μεταχειρισμένες χαμηλές γόβες, πάντα μεγαλύτερο νούμερο απ του ποδιού της. Μολυβιά για φρύδι, γαμψή μεγάλη μύτη, στραβή γραμμή κραγιόν και ξεβαμμένα νύχια. Συνήθως τρίκλιζε ελαφρά ή ...κούτσαινε. Ήταν συχνοί οι καυγάδες με τον σύντροφο της, συνήθως μεθυσμένο και ο οποίος την χτυπούσε. Φαινόντουσαν τα σημάδια στο πρόσωπο της. Αλλά και εκείνη μεθούσε για να ξεχάσει το ξύλο και τη φτώχεια της.
Μερικοί της ζήταγαν πάνω στην πλάκα και χρησμούς :
 --Πολυξένη, ποιος θα βγει σ αυτές τις εκλογές ; Η απάντηση ήταν ανάλογη με το ποιος ρωτούσε . Μισόκλεινε τα μάτια , έπαιρνε μια βαθειά τζούρα από το τσιγαράκι της και έλεγε το χρησμό:
--Αυτός με τα φρύδια !
      Ζητούσε "βερεσέ"λίγο ούζο από φιλικά παντοπωλεία και πανηγύριζε όταν εξασφάλιζε κάποιο εικοσάρικο [δραχμές]. Η Πολυξένη, αν και ορισμένοι την κορόιδευαν, ιδίως άντρες, είχε και κάποια υποστήριξη από ανθρώπους που την λυπόντουσαν και την βοηθούσαν με μικροποσά για να επιβιώσει. Την όρκιζαν βέβαια όλοι πως δεν θα τα πιει σε ούζα.
--Ποτέ !
 --Βάλε μου λίγο να πιω, έλεγε στον ένα παντοπώλη.
--Πολυξένη έχεις γίνει κόκκινη στο πρόσωπο απ όσα ήπιες…..
--Έλα βάλε λίγο να χαίρεσαι τα παιδάκια σου, να ετούτο  εδώ στην κοιλιά το βρήκα. (Εννοούσε ότι το παιδί του ήταν στην κοιλιά της μάνας του, όταν εκείνη πρωτοήρθε στην περιοχή ).
-- Εντάξει θα σου βάλω λίγο, αλλά την άλλη φορά δεν έχει !
-- Θα σου δώσω ένα εικοσάρικο να βάλεις κάμποσο …..
--Έχεις και λεφτά;
-- Μούδωσε στην πλατεία ο Κωστής.
Το ρουφούσε με δυο γουλιές, όσο κι αν ήταν .
--Αααααχχ, έκανε με ευχαρίστηση .
      Η μύτη της που ήταν ήδη μεγάλη, είχε γίνει τεράστια από τα καρούμπαλα και κόκκινη απ το αλκοόλ.
--Άντε καλό βράδυ , να χαίρεσαι τα παιδιά σου , έλεγε φεύγοντας .

"Στην κοιλιά το βρήκα", μονολογούσε ανάμεσα σε δυο λόξιγκες. Μετά από κάποια βήματα, και πάλι μονολογούσε: άντε και με περιμένει ο ...Τοπουλος.
Κάπως έτσι λεγόταν ο σύντροφος της .Ποτέ δεν τον είχε αποκαλέσει με το μικρό του όνομα !...     ( από Facebook  άγνωστου σε μας αφηγητή)
ΠΗΓΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ www.koutouzis.gr

Οι String Demons στα Ιωάννινα!

$
0
0
Μετά από τις εκρηκτικές συναυλίες τους στο Βερολίνο και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης οι String Demons φέρνουν το ''Συμφωνικό Πανηγύρι''τους στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννίτων.


Ρυθμός , Κρουστά , Τρέλα και Έγχορδα σε όλα τα χωράφια της Μουσικής!
 
 Σάββατο 27 Φεβρουαρίου
  Ώρα 20.30
  Γενική Είσοδος 5 Ευρώ


stringdemons.gr 

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Ο Νίκος Κοεμτζής ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ για μια "παραγγελιά"!

$
0
0
 
Ήταν Αποκριές, ξημερώματα της 25ης Φεβρουαρίου του 1973, όταν στο νυχτερινό κέντρο διασκεδάσεως των Αθηνών, «Νεράιδα», η κραυγή «Παραγγελιά ρεεε!» έσχιζε το μουσικό άκουσμα και με την συνοδεία ενός μαχαιριού η νύχτα εκείνη ποτίστηκε με αίμα.
Λίγες ώρες πριν, ο 35χρονος Νίκος Κοεμτζής, μαζί με τον μικρότερο 27χρονο αδερφό του Δημοσθένη, έναν φίλο τους, τον 31χρονο Θωμά Καραμάνη και με την συνοδεία δύο γυναικών, τις Σοφία Χαρατζή και Γιάννα Χρηστάκη, επισκέπτονται το κέντρο όπου τραγουδούσε ο Κώστας Καρουσάκης, αφού προηγουμένως είχαν διασκεδάσει στην ντισκοτέκ «2001».
Στον ίδιο χώρο παραβρίσκεται και μια παρέα 15 περίπου αστυνομικών με πολιτικά, εκτός υπηρεσίας, που γιόρταζε τον επικείμενο αρραβώνα ενός εκ των μετέπειτα θυμάτων, του Μανώλη Χριστοδουλάκη. Ο Κοεμτζής δεν θεώρησε συμπτωματική αυτή την παρουσία, καθώς είχε προηγούμενα με την αστυνομία.

 http://www.nooz.gr/image.ashx?fid=574909

Άλλωστε ο ίδιος, είχε πρόσφατα αποφυλακιστεί, εκτείοντας ποινή τριών ετών φυλάκισης επειδή έκλεψε τον εργοδότη του (ο Κοεμτζής ισχυρίστηκε ότι τον έκλεψε επειδή σταμάτησε να τον πληρώνει), ενώ στο παρελθόν είχε καταδικαστεί μαζί με τον αδελφό του και δύο ακόμη άτομα, για 18 διαρρήξεις (ανάλογο παρελθόν είχε και ο τρίτος της παρέας, Θωμάς Καραμάνης).
Πίστευε ότι τον παρακολουθούσαν. Ο πατέρας του είχε αντιμετωπίσει διώξεις ως κομμουνιστής και αντάρτης του Εμφυλίου. Στην γενέτειρά του, αντιμετωπίζονταν με κάποια επιφύλαξη, καθώς κουβαλούσε κι αυτός το οικογενειακό «στίγμα», κάτι που τον οδήγησε αρχικά στην Θεσσαλονίκη και στην συνέχεια στην Αθήνα, όπου αφού έκανε διάφορες δουλειές, έμπλεξε και με την παρανομία.

Ο αδελφός του Νίκου Κοεμτζή, Δημοσθένης
Ο  αδερφόςτου ΝίκουΚοεμτζη, Δημοσθένης


  

Τα τρίαθύματατου Κοεμτζή

Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι λόγω των οικογενειακών πολιτικών φρονημάτων κι επειδή δεν δεχόταν να γίνει πληροφοριοδότης, η αστυνομία τού δημιουργούσε προβλήματα, που έφταναν μέχρι και την διάλυση του αρραβώνα του, μετά από πιέσεις που ασκήθηκαν στην μνηστή του και την οικογένειά της.
Κατά μία άλλη εκδοχή, ο Κοεμτζής, εκβιαζόμενος, ήταν ήδη «χαφιές» (πληροφοριοδότης) και ήθελε να ξεκόψει (γι'αυτόν τον λόγο εικάζεται πως παρακολουθούνταν και από ομοφρονούντες του).
Στην παρέα του Κοεμτζή, υπήρχε ήδη κάποια ένταση, καθώς είχε προηγηθεί καβγάς, μεταξύ του Νίκου Κοεμτζή και της φίλης του Σοφίας Χαρατζή, όταν αυτή βγήκε επίτηδες ημίγυμνη στο μπαλκόνι του σπιτιού τους, για να προκαλέσει τους γείτονες που την έβλεπαν από την απέναντι πολυκατοικία. Το θερμόμετρο ανέβηκε ακόμη περισσότερο, στο νυχτερινό κέντρο όπου μετέβησαν για να διασκεδάσουν και να εκτονώσουν την ένταση, όταν η Σοφία Χαρατζή αρνήθηκε στον Κοεμτζή να την συνοδέψει μέχρι την τουαλέτα (χωρίς πονηρό σκοπό όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος), κάτι που ο αυτός θεώρησε προσβλητικό.
Εκνευρισμένος ο Κοεμτζής, τις διώχνει και τις δυο κι έτσι απομένουν στην παρέα, οι τρεις άντρες.
 http://4.bp.blogspot.com/--3NHFZVvrRk/ToSBNug5HeI/AAAAAAAAFD0/XfbimEUH3gY/s320/71BDEEBAAF09DD32AEFB11730B3C4603.jpg

Το σκηνικό του θανάτου στήθηκε, περίπου στις 4 το πρωί, όταν ο Νίκος Κοεμτζής ρώτησε τον τραγουδιστή Θόδωρο Ζαφειράκο, αν ξέρει τις «Βεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρηκαι έλαβε αρνητική απάντηση, με την διαβεβαίωση ότι θ'ακούσουν κάποιο άλλο καλό τραγούδι.

Κάποιος απ'την παρέα σχολίασε πως «θα χυθεί αίμα, αν δεν πουν το τραγούδι». Στην συνέχεια, ο Δημοσθένης Κοεμτζής έδωσε παραγγελιά στον Κώστα Καρουσάκη το «χασικλίδικο» τραγούδι «Τη ζούλα μου ανεκάλυψαν».

Ο Καρουσάκης, που εκείνη την ώρα τραγουδούσε το «Σαν βγαίνει ο χότζας στο τζαμί», απάντησε στον Δημοσθένη Κοεμτζή, ότι την συγκεκριμένη ημέρα δεν δέχονται παραγγελίες και πως μπορούν να χορεύουν όλοι μαζί, ενώ αμέσως μετά φρόντισε ν'ανακοινώσει απ'το μικρόφωνο, πως λόγω της Αποκριάς και του μεγάλου αριθμού των πελατών (περίπου 400 άτομα), δεν θα γινόταν δεκτές παραγγελιές. Όταν ανέβηκε ο τραγουδιστής Παναγιώτης Αθανασιάδης στην πίστα, ο Δημοσθένης Κοεμτζής ζήτησε επίμονα και πάλι το «τραγούδι του», ενώ ο Νίκος Κοεμτζής, είχε απειλήσει ότι «δε θα μείνει τίποτε όρθιο», αν δεν γίνει δεκτή παραγγελιά.

Ο Δημήτρης Σχίζας, ιδιοκτήτης κι ένας εκ των μετρ της Νεράιδας, επειδή ήθελε ν'αποφύγει τις φασαρίες, τους καθησύχασε κι έτσι έγινε κατ'εξαίρεση δεκτή η παραγγελία. Παρ'όλη την διαβεβαίωση όμως του Σχίζα, ο Δημοσθένης Κοεμτζής πλησίασε τον Αθανασιάδη, και του ψιθύρισε στ'αυτί «Φίλε, θέλω παραγγελιά "Τη ζούλα μου ανεκάλυψαν, και πως θα μαστουριάζω.
Τον αίτιο, τον σουπιατζή, θα τόνε σουγιαδιάσω"». Ο Αθανασιάδης δεν προέβαλλε αντίρρηση κι σε λίγο άρχισε να το τραγουδάει.
Όταν σηκώθηκε να χορέψει το ζεϊμπέκικο ο Δημοσθένης Κοεμτζής, η πίστα δεν είχε αδειάσει, σύμφωνα και με τον άγραφο νόμο, που θέλει τον χώρο αυτό αποκλειστικά στην διάθεση αυτού που κάνει την παραγγελιά. Ο Τάκης Αθανασιάδης, με υπόδειξη του Νίκου Κοεμτζή, φώναξε απ'το μικρόφωνο πως το τραγούδι είναι «παραγγελιά».
Ο χώρος αρχίζει ν'αδειάζει. Παραμένουν όμως 5-6 θαμώνες, μεταξύ των οποίων και δυο αστυνομικοί, που συνεχίζουν να χορεύουν, κατ'επιθυμίαν του ενός εξ αυτών (Δημήτρης Πεγιάς), που ήθελε «να φέρει δυο βόλτες ακόμη» και να φύγει με την παρέα του, που ήταν έτοιμη για αναχώρηση. Ο Δημοσθένης Κοεμτζής, παίρνει τότε το μικρόφωνο και φωνάζει επιτακτικά «Καθήστε κάτω ρε! Είπαμε, παραγγελιά!». Οι αστυνομικοί, όπως και άλλοι θαμώνες, τον αγνοούν και εξακολουθούν να χορεύουν το «τραγούδι του».
Μεσολαβεί και πάλι ο Σχίζας κι αφού παρακαλεί τους θαμώνες να κατέβουν απ'την πίστα, δίνει εντολή στον Αθανασιάδη, να ξαναπεί το τραγούδι απ'την αρχή. Σε κάποια στιγμή ο Δημοσθένης Κοεμτζής, σπρώχνει έναν «χοντρό», όπως τον αποκαλούσε, και του δίνει μια γροθιά. Ακολουθεί συμπλοκή, ώσπου κάποιοι θαμώνες τραβούν τον Δημοσθένη Κοεμτζή και τον σέρνουν πάνω στα σπασμένα πιάτα, για να τον βγάλουν έξω από την πίστα και να προλάβουν τα χειρότερα.
Ο αδερφός του βλέποντας την σκηνή αυτή και το σκισμένο σκάκι του αδερφού του, και νομίζοντας, όπως ισχυρίστηκε, ότι τον σκοτώνουν, βγάζει έναν σουγιά (σύμφωνα με μαρτυρίες, απ'το μανίκι του) και σε έξαλλη κατάσταση, φωνάζοντας «Παραγγελιά ρεεε!» ορμά και αρχίζει να χτυπά αδιακρίτως όσους βρίσκονταν πάνω στην πίστα εκείνες τις στιγμές. Ακολουθούν σκηνές πανικού, ενώ πολλοί θαμώνες δεν συνειδητοποιούν αμέσως τι συμβαίνει.
Το αποτέλεσμα: Τρεις νεκροί (δύο αστυνομικοί· οι Μανώλης Χριστοδουλάκης, Δημήτρης Πεγιάς, κι ένας πολίτης· ο Γιάννης Κούρτης) και επτά τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και ο φίλος τού Νίκου Κοεμτζή, Θωμάς Καραμάνης, που προσπάθησε να τον εμποδίσει. Αξίζει ν'αναφερθεί, ότι ο Γιάννης Κούρτης πλήρωσε με την ζωή του, την προσπάθειά του να σώσει τον τραγουδιστή Αθανασιάδη, όταν είδε τον Νίκο Κοεμτζή να ορμά κατά πάνω του με το μαχαίρι για να τον σκοτώσει.
Ο Κοεμτζής, συναισθανόμενος το μέγεθος του εγκλήματός του, σπεύδει να εξαφανιστεί μαζί με τον αδελφό του, αφού προηγουμένως φροντίζει να τον καθησυχάσει, λέγοντάς του: «Εσένα δεν θα σε πειράξουν». Η αστυνομία κινητοποιείται και λίγες ώρες αργότερα, γνωρίζοντας την ταυτότητα του δράστη, καθώς του είχε πέσει η αστυνομική ταυτότητα στην προσπάθειά του να διαφύγει, ο Νίκος Κοεμτζής συλλαμβάνεται κρυμμένος στον ημιώροφο ενός εργαστηρίου.
Ακολουθεί η δίκη, στην οποία δίνεται μεγάλη δημοσιότητα. Οι εφημερίδες της εποχής χαρακτήριζαν τον Κοεμτζή ως «αιμοβόρο κτήνος», ενώ οι μεγάλοι εγκληματίες απέκτησαν το προσωνύμιο «Κοεμτζήδες». Η υπερασπιστική γραμμή, προσπάθησε να επικαλεστεί ως ελαφρυντικό στοιχείο δήθεν «ψυχική διαταραχή» του δράστη, κάτι το οποίο δεν έγινε δεκτό απ'το δικαστήριο.
Οι αστυνομικοί ισχυρίστηκαν πως δεν είχαν καμμία πρόθεση να συμπλακούν με τον Κοεμτζή, επικαλούμενοι την αστυνομική τους ιδιότητα, με τον οποίο δεν είχαν σχέση, ενώ δήλωσαν πως αμέσως μετά τον χορό των δυο συναδέλφων τους, ήταν έτοιμοι ν'αποχωρήσουν απ'το κέντρο.
Οι αδελφοί Κοεμτζή ισχυρίστηκαν πως ήταν μεθυσμένοι. Ο Νίκος Κοεμτζής επαναλάμβανε πως «δεν θυμόταν» κι ότι έβλεπε «τα πάντα θαμπά», ενώ ο Δημοσθένης Κοεμτζής ότι «τα είχε χαμένα».
Ο Νίκος Κοεμτζής, όπως έγραψε αργότερα και στην αυτοβιογραφία του, προσπάθησε να δικαιολογήσει την πράξη του και το απονενοημένο της στιγμής, λέγοντας πως τον εξαγρίωναν η αστυνομική στολή και οι αστυνομικοί, καθώς είχε γίνει μάρτυρας ξυλοδαρμών του πατέρα του και του ανάπηρου παππού του απ'τις αστυνομικές αρχές ασφαλείας λόγω των κομμουνιστικών τους φρονημάτων. Την ίδια διαπίστωση είχε κάνει και ο εισαγγελέας Πολυχρονόπουλος, όταν κατά την αγόρευσή του, περιέγραψε τον Κοεμτζή ως «αιμοσταγή λαίλαπα και φρικαλέο κακούργο, τρέφοντα μίσους κατά παντός αστυνομικού οργάνου».
Η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε στις 12 Νοέμβριου του 1973, μετά από τετραήμερη ακροαματική διαδικασία: Τρις εις θάνατον και οκτώ φορές ισόβια. Ο αδερφός του, Δημοσθένης καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης, ενώ ο τρίτος της παρέας, Θωμάς Καραμάνης, αθωώθηκε. Ο Κοεμτζής δέχθηκε την απόφαση χαμογελώντας ειρωνικά, αν και ζήτησε συγνώμη απ'τις οικογένειες των θυμάτων, δηλώνοντας έτοιμος να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο αδερφός του, Δημοσθένης, στο άκουσμα της θανατικής ποινής, ξέσπασε σε κλάματα. Ο Κοεμτζής οδηγήθηκε στις φυλακές Νέας Αλικαρνασσού στην Κρήτη, όπου για τρία χρόνια, περίμενε την ημέρα που θα οδηγηθεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, καθώς η θανατική ποινή, τυπικά εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ. Κάτι τέτοιο δεν έγινε, και το 1977 η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Είχε προηγηθεί το 1976 η μεταγωγή του στις πειθαρχικές «φυλακές κολάσεως» της Κέρκυρας, όπως τις αποκαλούσε ο ίδιος, όπου κρατήθηκε μέχρι το 1982.
Λίγο αργότερα, ο Κοεμτζής κατά κάποιον τρόπο ηρωοποιείται, καθώς η ιστορία του έγινε θέμα καλλιτεχνικών έργων. Έτσι, το 1979, ο τραγουδοποιός Διονύσης Σαββόπουλος, αφού διαβάζει την αυτοβιογραφία του, που ο Κοεμτζής έγραψε στην φυλακή, γράφει γι'αυτόν το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» (δίσκος «Ρεζέρβα»), ένα αργό και μονότονο τραγούδι, διάρκειας δεκατριάμισυ λεπτών περίπου, με έναν στίχο χωρίς ρεφρέν
Έναν χρόνο αργότερα, το 1980, ο σκηνοθέτης Παύλος Τάσσιος, εμπνευσμένος από το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» του Σαββόπουλου, σκηνοθετεί την ταινία «Παραγγελιά», με τον Αντώνη Αντωνίου στον ρόλο του Νίκου Κοεμτζή και του Αντώνη Καφετζόπουλου, στον ρόλο του αδερφού του Δημοσθένη. Την ταινία «έντυσε» με την μουσική τού Κυριάκου Σφέτσα και στίχους της ηθοποιού Κατερίνας Γώγου. Οι επίμαχες σκηνές δεν απεικονίζουν πιστά τα γεγονότα. Το επίμαχο τραγούδι «Τη ζούλα μου ανεκάλυψαν», στην ταινία αντικαταστάθηκε από το «Αντιλαλούν οι φυλακές», σε ερμηνεία Γιώργου Καμπουρίδη, ενώ οι αστυνομικοί εμφανίζονται να ανεβαίνουν προκλητικά κι εκ των υστέρων στην άδεια πίστα, μετά τον Δημοσθένη Κοεμτζή (Αντώνη Καφετζόπουλο).
Ο Νίκος Κοεμτζής αποφυλακίστηκε υπό όρους αφού εξέτισε 23 χρόνια ποινής, στις 29 Μαρτίου 1996, απ'τις φυλακές Αγίου Στεφάνου της Πάτρας, δηλώνοντας μεταμελημένος. Ο Κοεμτζής είχε την υποχρέωση παραμένει στον τόπο καταγωγής του (Αιγίνιο Πιερίας) και να παρουσιάζεται δυο φορές τον μήνα στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Λίγο έλειψε όμως, να οδηγηθεί ξανά στην φυλακή, όταν μια πράξη του θεωρήθηκε προκλητική και προσβλητική για την μνήμη των νεκρών που άφησε πίσω του: Ο Κοεμτζής αντί να μεταβεί στην Πιερία όπως πρόσταζαν οι τότε όροι αποφυλάκισης, παρέμεινε στην Αθήνα και μια από τις πρώτες του κινήσεις, ήταν να πάει στο ίδιο κέντρο για να χορέψει την παραγγελιά που την είχαν χαλάσει 23 χρόνια πριν.
Αργότερα, -όπως λέγεται- προσπάθησε ανεπιτυχώς να ζητήσει αναψηλάφηση της δίκης του, επικαλούμενος ένα δημοσίευμα σκανδαλοθηρικής εφημερίδας (Εσπρέσσο) που έγραφε ότι η μουσική μπορεί να ενεργήσει στον άνθρωπο ως ναρκωτικό.
 http://content-mcdn.ethnos.gr/filesystem/images/20110924/low/newego_LARGE_t_1101_53824206.JPG

Ο Νίκος Κοεμτζής, έκτοτε ζούσε πουλώντας την αυτοβιογραφία του, υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα, στο κέντρο της Αθήνας και στο Μοναστηράκι, αφού ο Δήμος Αθηναίων του παραχώρησε άδεια μικροπωλητού.
Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στο πεζοδρόμιο που πωλούσε το βιβλίο του, σε ηλικία 74 ετών
 http://static-enet.toolip.gr/resources/2011-09/33-10-thumb-large.jpg

ΟΙ …ΠΕΝΤΕ ΜΑΓΚΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΑΙΑ!» (Που δεν ήταν… πέντε!!!) του Μπάμπη Κ.Μώκου

$
0
0
Του Μπάμπη Μώκου..
Το όργανο ήταν περίεργο. Κάτι ανάμεσα σε σάζι,ταμπουρά  σαν αχλαδόσχημο. Και ήταν μοναδικό. Όπως μοναδικός ήταν και ο Γιοβάν Τσαούσης. Είχε ,λέει ,βάλει στο όργανο αντί για “μάνικο”,ταστιέρα από κανονάκι . Μόνο ο ίδιος μπορούσε να το παίξει .Γι’ αυτό ήταν και ο μοναδικός!.

Όταν στην Κρεμμυδαρού ,ανάμεσα σε…πιοτά και… λιβάνια…σκάλωνε το μυαλό του και… «παιχνίδιζε» περπατώντας πάνω σε… δρόμους μυστήριους και άγνωστους για τους πολλούς ,όλοι οι τριγύρω από θαυμασμό κάναν… τουμπεκί.

Έπαιζε για πάρτη του και την παρέα του. Ποτέ δεν ανέβηκε σε πάλκο. Και είχε πεί το αμίμητο:» «Δεν θα παίζω εγώ για να χορεύουν οι πουτάνες !…»


Από την Κασταμονή ,του Πόντου, μέχρι την Σουλτάνικη αυλή  του Αβδούλ Χαμίτ του Β’ κι’ από’κεί στην Κρεμμυδαρού και τα Λεμονάδικα, όταν σαν παλιός ράφτης …κεντούσε την πενιά με έναν τρόπο περίεργο , γλυκό,ιδιόμορφο,ήταν σαν να κατέβαιναν απ’ τον ουρανό οι… άγγελοι και τον άκουγαν.Κι’ αυτό γιατί ο ίδιος,μόνον αυτός,έπαιζε…αγγέλους!Ο Τσαούς δεν το έπαιζε το όργανο, το…κατάπινε,καθώς διηγόταν αυτοί που τον γνώριζαν.

Ο Γιοβάνης ήταν.. αξία.Για να πιστοποιηθεί για μια ακομα φορά πως οι αξίες δεν μετριούνται  με τις …φορές , αλλά με την …ένταση!
Για πολλούς και σε πολλούς έδωσε πολλά τραγούδια του. Στο όνομά του σώθηκαν μόλις 12.Τ α περισσότερα σε στίχους της συντρόφου του, της Αικατερίνης Χαρμουντζή , εμπνευσμένα  από την  Πειραική λαικότητα ,τα …πάθη και τα λάθη του ρεμπέτικου συναφιού,…βαφτισμένα μουσικά στο απόλυτο μακάμικο ύφος και στη μαγκιά που ο…παίχτης τη γνώριζε την ήξερε ως … τα μπούνια! Της είχε βγάλει …ακτινογραφία!…

Άτομο τριγυρισμένο, πονεμένο , με μιας βουτηγμένο στην πειραιώτικη ρεμπέτικη μαγκιά ,με τον δικό του τρόπο την απεικόνισε ιδιαίτερα στο πιο φημισμένο  «Πέντε μάγκες στον Περαία», που μέχρι σήμερα δεν υπάρχει παρέα η κουτούκι να μην τραγουδιέται.

Ποια είναι όμως η ιστορία του συγκεκριμένου τραγουδιού , σε ποιους αναφέρεται ,ποιους αφορά  και ποιοι ήταν αυτοί  οι μάγκες;

Όσο κι’αν από την παραβολικότητα του συγκεκριμένου τραγουδιού «αντιπροσωπεύονται»  ως τα σήμερα ρεμπετόφιλοι και ρεμπετολάγνοι, ο Τσαούς, γράφοντας το συγκεκριμένο τραγούδι , μια παρέα φαίνεται να είχε στον νού του.Κι’αυτή η παρέα,μια αχώριστη παρέα στα μέσα και στα …έξω της μαγκιάς του Πειραιά, ήταν :

1.Αργύρης Τζώρτζης,περιβόητος σαμανταντζής,λιγομίλητος …παραπαίδι,προστατευόμενος του  μεγαλόμαγκα Νίκου Σκριβάνου,του φόβητρου του Πειραιά.Στέκι του η Πειραική , το Ξαβέρι  και η Τρούμπα.

2.Βαγγέλης Βετούλας,ο μυστήριος. Με σωματοδομή  που φόβιζε και φίλους του ακόμη . Σύχναζε στον Κερατόπυργο (Κερατσίνι),παλιός… κοντραμπαντζής στο λιμάνι και…νταραβεριντζής στη Δραπετσώνα  και στα Βούρλα.

3.Νίκος Μάθεσης. Κουλουριώτης περίφημος μάγκας  στην αγορά του Πειραιά.Για τον ίδιο φημολογείται ότι σε καυγά και παρεξήγηση έχωσε ένα πιρούνι στα …πισινά του Μάρκου του Βαμβακάρη.(;)Βαρύς και εκδικητικός. Όταν δεν γουστάριζε κάποιον, έλεγε:  «Κι’αυτουνού,του τά’χω…μαζεμένα!». Ο πατέρας του είχε ψαράδικο,αλλά λόγω του χαρακτήρα του ποτέ δεν ταίριασε με την οικογένειά του. Ο περιβόητος τρελλάκιας .Τραγούδι : «Ο Νίκος ο Τρελλάκιας»  Αν.Δελιάς . Είχε φιλοξενηθεί  δύο φορές στη στενή.Τη δεύτερη επειδή …πιστόλισε  τον Στρίγκλα,περιβόητο μάγκα τη Φρεαττύδας.Προσωπικός φίλος, αδελφικός του Κώτσου του Κεφάλα, βαρύμαγκα στην Τρούμπα.

4.Μαρίνος Βογιαντζής. Ο…ταξιντζής. Αχώριστος φίλος του Μάθεση. Μόνιμος στην Τρούμπα και τα Λεμονάδικα. Ογκώδης με παχύ μουστάκι και πάντα δίπλα του τον …Μούργο, τον αγαπημένο του σκύλο.( Αμέτρητες οι φωτό).

5,- 6. Κώστας και Σωτήρης Περιβόλας. Αδέλφια από τα Βουρλά της Σμύρνης. Χρόνια στην παρανομία ,περιβόητοι νταήδες και …μαγαζατόροι. Μάνα τους Η Ελλη Τενεκίδου (η περιβόητη «Ελλη που θέλει σκότωμα θέλει καραμανιόλα , γιατί άφησε τον άντρα της και τα παιδιά της όλα…».Γνωστό ρεμπέτικο).

(Εδώ η Έλλη αδικείται κατάφωρα από την θεματολογία του τραγουδιού. Η Έλλη δεν άφησε τον άνδρα της.Ο άντρας της  ο Γιάννης ο Περιβόλας την εγκατέλειψε την ίδια ,τους δυο γιους τους και τις τρεις θυγατέρες τους)).

Ο Κώστας ,ήταν μεγαλόσωμο,θηρίο,που όταν τσακώνονταν ρώταγε τον… αντίπαλο τι ζημιά ήθελε πρώτα να του κάνει,από πού …ν’αρχισει. (να του  σπάσει πρώτα, χέρι , κεφάλι η πλευρά!).

Φήμες ήθελαν να σκοτώνεται  πισώπλατα,μπαμπέσικα στην Αγιά Σοφιά η  στα Μανιάτικα του Πειραιά (;).Άλλες να ζει και τελικά να βασανίζεται από τον …κουκουλοφόρο  καταδότη Πλυντζανόπουλο στο  «Μπλόκο της Κοκκινιάς»,καταφέρνοντας στο τέλος να διαφύγει,να κρυφτεί και να γλυτώσει την εκτέλεση.

Ο Σωτήρης , βαρύς ,ιδιότροπος μάγκας , πουλασικλής ήταν αυτός που πιστόλισε κάποιον στη Γέφυρα και για τούτο έκανε φυλακή στην Αίγινα.

Αργότερα τα δυο αδέλφια άνοιξαν την…. παραγκοταβέρνα «ΠΕΡΙΒΟΛΑΣ», τον «ΑΣΣΟ»  και το «ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟ».
(Γνωστό το τραγούδι :«Πάμε σε κέντρα κοσμικά»’50 .Πόλυ Πάνου): «…Πάμε στου «Τζίμη του Χονδρού» και στην «Τριάνα»,
 στου «Περιβόλα» κι’ από’κεί  στην «Μαντουμπάλα»…».

Αυτοί ήταν οι «Πέντε  μάγκες του Περαία» στο τραγούδι του Τσαούση που πάντως δεν ήταν πέντε , αλλά..έξη και ο σκύλος ο …μούργος επτά!

Κατά πως λέγαν οι παλιοί στον Πειραιά, γι’αυτούς γράφτηκε το σχετικό τραγούδι. Γι’αυτά τα…καλόπαιδα. που η αστυνομία τους είχε βγάλει και δεύτερο Βιβλιάριο Καταγραφής Ποινών, αφού το  πρώτο είχε… γεμίσει!. Τόσο καλά παιδιά ήταν!…

Αφιέρωμα στο ρεμπέτικο από το Εργαστήρι Καλλιτεχνικής Παιδείας Βασιλικού στην Οδό Ονείρων

$
0
0
Στα πλαίσια της 2ης Διεθνούς Πολιτιστικής Συνάντησης «Στις όχθες του Λήλαντος», που προγραμματίζεται για την περίοδο 24 Ιουνίου έως 4 Ιουλίου 2016, το Εργαστήρι Καλλιτεχνικής Παιδείας διοργανώνει προφεστιβαλικές εκδηλώσεις - αφιέρωμα στο Ρεμπέτικο.

Η πρώτη εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου και ώρα 19:30 στην Οδό Ονείρων και θα έχει αφιέρωμα στη ρεμπέτικη ιστορία από το ΄22 στο ΄40
(Βαμβακάρης, Μπάτης, Γιοβάν Τσαούς, Δελιάς, Περιστέρης, Παπάζογλου και λοιποί).

Η δεύτερη εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 6 Μαρτίου και θα αφορά την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού από το 40 και μετά.

Τσιτσάνης, Μητσάκης, Χιώτης, Παπαϊωάννου, Κορακάκης και λοιποί

Παίζει η ρεμπέτικη ορχήστρα του Εργαστηρίου Καλλιτεχνικής Παιδείας με την ευγενική συμμετοχή του Χρήστου Γαλιτόπουλου, του Κώστα Μπαρτσώκα και της Νατάσας Ιωαννίδου.

Χορεύει ο εκπολιτιστικός σύλλογος Αγ. Νικολάου και η ομάδα Παραδοσιακών Χορών του Εργαστηρίου.

Γενική είσοδος με ποτό 10€

Σκοπός των εκδηλώσεων είναι η οικονομική ενίσχυση του Εργαστηρίου ώστε να συγκεντρωθεί το ποσό που απαιτείται για την μεταφορά των ξένων αποστολών από το εξωτερικό.
Ειδήσεις - νέα από την Χαλκίδα και την Εύβοια | Eviaportal.gr

Όταν ο Τσιτσάνης συνάντησε την gyspy jazz

$
0
0
Όταν ο Τσιτσάνης συνάντησε την gyspy jazz
Ένα πάρτι με μουσικά ακούσματα που κινούνται από τα ελληνικά λαϊκά έως την gyspy jazz και το swing
Οι Gadjo Dilo είναι ο λόγος που πολλοί από εμάς μάθαμε την gypsy swing jazz και τον Django Reinhardt. Οι διασκευές τους σε ελληνικά τραγούδια και ο δίσκος τους “Manouche De Grec” αγαπήθηκαν από το κοινό και πια όταν ακούς το όνομα τους ξέρεις σίγουρα ότι θα σε ξεσηκώσουν. Αυτό αναμένεται να γίνει και στην αποψινή τους συναυλία στο Gazarte. Ο κόσμος πολύ γρήγορα θα ξεκινήσει να χορεύει και το πάρτι θα έχει από ελληνικά λαϊκά -πάντα με τον ήχο των Gadjo Dilo- μέχρι gyspy jazz, swing και επιλογές από τις δεκαετίες του '50 και του '60.

Το συγκρότημα ξεκίνησε όταν ο Κώστας, ο Σωτήρης και ο Νίκος αποφάσισαν το 2009 να εξερευνήσουν τη μουσική του Django Reinhardt. Σιγά σιγά η παρέα μεγάλωσε και η Ηλιάνα ανέλαβε να δώσει φωνή σε αυτή την τσιγγάνικη παρέα. Πώς όμως από τον Reinhardt έφτασαν στο «Πέφτεις σε λάθη» του Βασίλη Τσιτσάνη, τραγούδι που περιλαμβάνεται στον πρώτο τους δίσκο; Ο στόχος ήταν να μπορέσουν να συνδυάσουν αυτού του είδους τη μουσική με κάποια στοιχεία όμως από αγαπημένα ελληνικά τραγούδια.
Πειραματίστηκαν με διάφορα κομμάτια και τελικά είδαν ότι ο κόσμος, ειδικά στα live, τα αντιμετωπίζει πολύ θερμά καθώς τα γνωρίζει και τα ακούει απλώς με άλλο τρόπο, πιο εύθυμο.
  
Το συγκρότημα από το 2009 μέχρι σήμερα έχει εμφανιστεί σε δύο από τα μεγαλύτερα Φεστιβάλ Τζαζ των Βαλκανίων: στο Bansko International Jazz Festival 2013, στο οποίο εμφανίστηκαν ως headliner, και στο Nisville International Jazz Festival 2013, όπου μοιράστηκαν τη σκηνή με διεθνώς καταξιωμένους καλλιτέχνες όπως οι Ron Carter, Kyle Eastwood Band και Bobby Carcasses and Jazzanova. Το καλοκαίρι περιόδευσαν σε Γερμανία, Κύπρο και Βαλκάνια, ενώ αυτή την περίοδο ετοιμάζουν τη δεύτερη δισκογραφική τους δουλειά που αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2016.

Info
Ώρα έναρξης: 22:00
Gadjo Dilo:
Σωτήρης Πομόνης, κιθάρα
Κώστας Μητρόπουλος, κιθάρα
Νίκος Βλάχος, κοντραμπάσο
Σέργιος Χρυσοβιτσάνος, βιολί
Γιώργος Τσιατσούλης, ακορντεόν
Ηλιάνα Τσαπατσάρη, φωνή
 

Τέσσερα ρεμπέτικα τραγούδια "ακατάλληλα"για σεμνότυφους!!! (Βίντεο)

$
0
0

Ο Πέτρος Ζουναράκης σε μία απροσδόκητη φωνογράφηση : δεν ενδείκνυται για σεμνότυφους. Ηχογραφήθηκε το 1910. Ερμηνεύει ο Πέτρος Ζουναράκης. Δίσκος American 3071.
ΠΑΠΑΔΕΣ, 1910, ΠΕΤΡΟΣ ΖΟΥΝΑΡΑΚΗΣ

Δυο παπάδες καυλωμένοι εκαθόνταν μια φορά
και κοπέλα χαϊδεμένη την ηγάμανε την καημένη

κι έμεινε μισοαπεθαμένη
από τις πολλές ψωλιές

από τις πολλές ψωλιές

πήγε κάποτε, ο τράγος, και της σκάει ένα φιλί
το ποδάρι τής σηκώνει και γλυκά μιλάει, τόνε χώνει

ε, με τούτο ’δώ, παπά
και της λέει ο κερατάς

δέκα χέρια τής εδίνει, ο πατέρας, το ρυθμό
και δια τους ψωλοπαπάδες έτσι χύνουν οι κερατάδες

γανουμιάδες, πασάδες
αλλά πάντα το Χριστό

ένα μουνί παινεύτηκε ανατολή και δύση
που δεν εβρέθη μια ψωλή να το ευχαριστήσει

να το ευχαριστήσει

ο πούτσος μου σαν τ’ άκουσε, πολύ του κακοφάνη
κάνει τ’ αρχίδια του φτερά και τρέχει και το φτάνει

και τρέχει και το φτάνει

έννοια σου, παλιομούναρε, και θα σε πολεμήσω
εγώ ’χω …. θα σε ευχαριστήσω

θα σε ευχαριστήσω

τώρα τα ξημερώματα, μ’ αρέσουν τα παιχνίδια
να σου χαϊδεύω το μουνί, να μου ’ξυνες τ’ αρχίδια

βρε, να μου ’ξυνες τ’ αρχίδια
βρε, να μου ’ξυνες τ’ αρχίδια

Video: pankonstantopoulos
 

ΤΣΟΥΜ ΤΡΑ ΛΑ ΡΑ, 1910, ΠΕΤΡΟΣ ΖΟΥΝΑΡΑΚΗΣ

Τραγούδι πλήρες σεξουαλικών υπονοουμένων. Φωνογραφήθηκε το 1910. Ερμηνεύει ο Πέτρος Ζουναράκης. Δίσκος American 3070. Την ίδια χρονιά και στο συνεχόμενο δίσκο American 3071, ο Ζουναράκης φωνογράφησε το τραγούδι ΠΑΠΑΔΕΣ, με απροκάλυπτο στίχο·
-Η μπαμπεσιάρα!

Μία κόρη αθάνατος, ωραία
εις τον κήπο εκείτ’ απλωμένη

την εκοίταξα στο τσουμ τριάλα ράρα ρέρο της
και με κοίταξε στο τσουμ τριάλα ράλα ρο

τήνε παίρνω, την πάγω στα χόρτα
της σηκώνω τα δυο της ποδαρέλια

και της βάζω το τσουμ τριάλα ράλα ρέρο μου
στο δικό της στο τσουμ τριάλα ράλα ρο

δεν περάσαν ακόμα τρεις μέρες
είχα πάνω μου … σαν βδέλες

είχε σάπιο το τσουμ τριάλα ράρα ρέρο της
και μου σάπισε το τσουμ τριάλα ράρα ρο

στο γιατρό μου αμέσως πηγαίνω
και τα πράγματα με δάκρυα τού λέγω

είχε σάπιο το τσουμ τριάλα ράρα ρέρο της
και μου σάπισε το τσουμ τριάλα λάλα ρο

κι ο γιατρός μου στο χέρι την αρπάζει
επικλίσματα και σκόνες μού βάζει

είχε σάπιο το τσουμ τριάλα ράρα ρέρο της
και σου σάπισε το τσουμ τριάλα ράλα ρα
 

ΣΜΥΡΝΕΪΚΟ ΜΑΝΕ ΜΠΟΡΔΕΛΟ, 1911, ΓΙΑΓΚΟΣ ΨΑΜΑΘΙΑΝΟΣ 

Ποτέ δεν αποφάσισα, εγω να σε προσβάλω, 
ανάμεσα στα σκέλια σου τον ψώλο μου να βάλω. 
Επιτέλους τ'αρχίδια μου. 
Παρντόν βρε παιδιά, με συγχωρείτε
 

ΧΙΩΤΙΚΟΣ ΜΑΝΕΣ, 1911, ΓΙΑΓΚΟΣ ΨΑΜΑΘΙΑΝΟΣ

Αχ ας ήμουνα τι να μουνα
αμάν αμάν αμάν
αχ γύρος του φουστανιού σου
να εσκυπτα να έβλεπα αμάν αμάν
αχ την τρύπα του μουνιού σου
έξω φτώχεια , γεια σας κοπέλες
γεια σας πουτάνες
γεια σου Γιάγκο
γεια σου Βασίλη Τούμπαση
 
ΤΑ ΒΙΝΤΕΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝpankonstantopoulos

Άγνωστα στοιχεία για το ταξίδι της Μέλπως Μερλιέ στη Ρούμελη

$
0
0
Μέλπω Μερλιέ (1889-1979)

Η Μέλπω Μερλιέ (1889-1979), γνωστή για την πρωτοπόρο δράση της στο χώρο της μελέτης της μουσικής παράδοσης του τόπου μας και της μικρασιατολογίας, το καλοκαίρι του 1922, ανύπαντρη ακόμα, ως Μέλπω Λογοθέτη, επισκέφθηκε τη Ρούμελη για να συνάξει τα δημοτικά της τραγούδια. 
Ήταν η πρώτη ελληνίδα που αποτολμούσε κάτι τέτοιο, καθώς και η πρώτη συστηματική προσπάθεια περισυλλογής του ρουμελιώτικου τραγουδιού. Η Μερλιέ δούλεψε στο Θέρμο (πρώην Κεφαλόβρυσο) της επαρχίας Τριχωνίδας και στην Αρτοτίνα της Δωρίδας. Τα χωριά αυτά της τα υπέδειξε ο συνεργάτης της λαογράφος Δημήτρης Λουκόπουλος (1874-1943), γιατί και στα δύο είχε πολλές γνωριμίες. Η Αρτοτίνα ήταν η ιδιαίτερη πατρίδα του και στο Θέρμο βρισκόταν το σχολείο όπου τότε υπηρετούσε ως δημοδιδάσκαλος.
Το υλικό που συγκεντρώθηκε σ’ αυτήν την περιοδεία δημοσιεύτηκε το 1931 στη σειρά της «Ιστορικής και Λαογραφικής Βιβλιοθήκης» του «Συλλόγου προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων» με τίτλο Τραγούδια της Ρούμελης. Το βιβλίο χωρίζεται σε πρόλογο, μουσικολογική εισαγωγή και 96 σελίδες με το κείμενο και τη μελωδία του κάθε τραγουδιού. Στον πρόλογο η συγγραφέας υπογραμμίζει πως θα δυσκολευόταν πολύ να πετύχει στο σκοπό της χωρίς τη βοήθεια του Λουκόπουλου, αφού όπως καταθέτει η ίδια, ήταν μοναδικά κατατοπισμένος στη λαογραφία της περιοχής, γνώριζε όσο λίγοι τη «ρουμελιώτικη ζωή» και μπορούσε να την φέρει σε επαφή με τις καλλίτερες φωνές. Στην ίδια σελίδα επίσης, εκθέτει τη μέθοδο που ακολούθησε για να απαθανατίσει στο πεντάγραμμο τους σκοπούς που άκουγε.
Μεταφέρω εδώ τη σχετική παράγραφο, γιατί παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον:

«Μα όσο πιο γνώριμοι μου γίνονταν οι ρουμελιώτικοι σκοποί, τόσο πιο δύσκολο μου φαίνουνταν ν’ ακινητήσω στο χαρτί τη φευγαλέα γραμμή τους. Φωνόγραφο δεν είχα, το μόνο βέβαιο μέσο για να ξανακοιτάξη κανείς αργότερα, κι όσες φορές θέλει, το μαζεμένο υλικό, το μόνο επίσης μέσο για να το υποβάλη στην κρίση και στον τόσο χρήσιμο έλεγχο των άλλων. Έπρεπε λοιπόν ν’ αναπληρωθεί η έλλειψη αυτή με λεπτόλογη φροντίδα κι ακριβολογία. Μια φορά το τραγούδι γραμμένο, το εξέλεγχα πολλές φορές, μ’ όλους τους τρόπους. Μου το τραγουδούσε ο τραγουδιστής, του το τραγουδούσα κι εγώ, μου τώπαιζε στο βιολί του κι ο κ. Λουκόπουλος, που τα τραγούδια τα ήξερε σαν τους καλύτερους τραγουδιστές. Το βιολί αυτό μου στάθηκε ανεκτίμητος βοηθός στα ελεύθερα τραγούδια, με την άστατη κυμαινόμενη γραμμή. Και δέκα και δεκαπέντε φορές γίνουνταν ο έλεγχος του κάθε τραγουδιού. Δε θέλω να πω μ’ αυτό πως η συλλογή είναι αλάθευτη, ελπίζω μόνο οι ελλείψεις της να μην είναι ουσιαστικές.»
H οικία Μερλιέ, στη γωνία Σίνα και Οκταβίου Μερλιέ
Η Μερλιέ συμπεριέλαβε στη συλλογή της 66 τραγούδια από 5 άντρες και 7 γυναίκες ηλικιών κυρίως μικρών (16-26) και μεσαίων (42-50). Το 71% των τραγουδιών υπαγορεύτηκαν από τον πενηντάχρονο Γιάννη Γεωργίου από το Θέρμο, που όπως γράφει η ίδια «είχε ωραία φωνή και έκφραση πολλή». Στην Αρτοτίνα η συγκομιδή ήταν αισθητά μικρότερη. Τα μόλις 9 τραγούδια που συγκεντρώθηκαν εκεί, προέρχονταν από 6 πληροφορητές, καταγόμενους όχι μόνο από την Αρτοτίνα, αλλά κι από άλλα δυο χωριά της περιοχής, τη μικρή Παλούκοβα και το Δροσοχώρι.
Για κάποιο λόγο που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, η Μερλιέ δεν θέλησε να εμπλουτίσει τον πρόλογό της με ιδιαίτερες παρατηρήσεις και εντυπώσεις από τους ανθρώπους που συνάντησε στο ταξίδι της και από τα γλέντια, τους χορούς και τα πανηγύρια τους. Αναφέρει απλώς πως στα μέρη εκείνα ένιωσε να ζωντανεύει το «θάμασμα να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες». Καταλαβαίνετε λοιπόν το μέγεθος της έκπληξης και της χαράς μου, όταν, ξεφυλλίζοντας πρόσφατα το ανέκδοτο ημερολόγιό της, ανακάλυψα 30 σελίδες με αυτά ακριβώς τα στοιχεία που έλειπαν από το βιβλίο της.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν το ταξίδι της Μερλιέ βάσει των ανέκδοτων ημερολογιακών σημειώσεών της.
Το ταξίδι στη Ρούμελη διάρκεσε 18 μέρες, από τις 30/6 ώς τις 17/7, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος της επιστροφής από την Αρτοτίνα στην Αθήνα. Στο ημερολόγιο περιλαμβάνονται εγγραφές για τις 30/6 και 1/7, 5/7 και 6/7, 14/7 και 17/7. Οι δυο πρώτες θα πρέπει να καταχωρήθηκαν στο Θέρμο (1860 κάτοικοι τότε και τώρα, με βάση την απογραφή του 1991, 1750), οι δύο μεσαίες αφορούν την επίπονη πορεία από το Θέρμο στην Αρτοτίνα (1349 κάτοικοι τότε και τώρα, με βάση την απογραφή του 1991, 285), και οι δυο τελευταίες αναφέρονται στις μέρες διαμονής στην Αρτοτίνα, αλλά είναι γραμμένες κι οι δυο μετά την ημερομηνία που υποδεικνύει το ημερολόγιο. Από το κείμενό τους μάλιστα, προκύπτει ότι τουλάχιστον το πρώτο αποτελεί εγγραφή της 18/7 γιατί, αν ήταν της 14/7, δεν θα είχε χρησιμοποιήσει η Μερλιέ τη λέξη «χθες» για ένα πανηγύρι που έγινε μετά από τρεις μέρες.
Για να φθάσει στο Θέρμο η Μερλιέ, ακολούθησε τη διαδρομή Πάτρα-Μεσολόγγι-Αγρίνιο. Απ’ εκεί ανέβηκε στο Θέρμο με αμάξι μέσω Πετροχωρίου. Την πρώτη μέρα στο Θέρμο η Μερλιέ ασχολήθηκε με την 70χρονη Άννα Μαυρέλη που κατοικούσε εκεί, αλλά καταγόταν από τον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Από τα τραγούδια που της είπε, η Μερλιέ κατέγραψε μόνο το Μαζωχτό χορό «Χελιδονάκι θα γενώ». Αυτό όμως έτυχε να γίνει και το πιο διάσημο όλης της συλλογής, αφού άρεσε τόσο πολύ στον Σκαλκώτα, που χρησιμοποίησε τη μελωδία του σ’ έναν από τους 36 ελληνικούς χορούς του.
Από την Μαυρέλη, εκτός από το Μαζωχτό, η Μερλιέ πήρε και πληροφορίες για ορισμένες κατηγορίες δημοτικών τραγουδιών και για το μεταναστευτικό πρόβλημα των αγροτικών μας πληθυσμών. Αυτά και μερικά ακόμα θα τα βρούμε στην ημερολογιακή της σημείωση της 30/6/1922:
«Μας τραγούδησε σήμερα η Άννα Μαυρέλη, 70 χρόνων, από τον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Ζωηρή, με ψυχή, και με ντέρτι, μα όχι ντέρτι νυσταγμένο. Στον Πλάτανο έχουν πολλά ξενητιάτικα τραγούδια γιατί ο τόπος είναι φτωχός και άγονος και ξενητεύονται οι άντρες, άλλοι στην Αμερική, άλλοι σε ελληνικές επαρχίες. Η γριά Μαυρέλη είχε δυο γιους στην Αμερική, τα ξενητιάτικα τα λένε μόνο οι γυναίκες. Έτσι δα, σαν πάμε για ξύλα λέμε κανένα ξενητιάτικο. Για να ξεθυμαίνουμε … ή για να βασανιζόμαστε περισσότερο. Ε, τί να κάμ’ς. Μας είπε δυο ξενητιάτικα. Μουσικά μου φάνηκαν μονότονα και φτωχά, ένας μονότονος θρήνος. Κάποτε η γριά αναστέναζε στη μέση του τραγουδιού, τόσο φυσικά, που δεν ήξερες αν ο αναστεναγμός ήταν δικός της ή του τραγουδιού. Μοιρολόγι δε θέλησε με κανέναν τρόπο να μας πει. Ήταν στου κουμπάρου της, του Λουκόπουλου το σπίτι, και τό ’χε σε κακό. Μα στον Πλάτανο δε λεν μόνο τα ξενητιάτικα οι γυναίκες. Όλα τα τραγούδια αυτές τα λεν. Οι άντρες δεν τραγουδούν παρά σπάνια.
Νανουρίσματα τραγούδια δε λεν. Κάτι συνηθισμένα: «κοιμήσου να πάμε εδώ κι εκεί…», όχι τραγουδιστά, αλλά με απαγγελιά λίγο μουσική.
Οι γυναίκες στον Πλάτανο φορούν κάτι μακριά μαντήλια, που κρέμονται ως τη μέση και άσπρες κάλτσες. Τύπος η γριά Μαυρέλη: με ποίηση –το λέει η καρδιά της. Ενώ όσες γυναίκες άκουσα εδώ, φρικτές κι απαίσιες. Ή μια ψιλή έρρινη φωνή, ή, έρρινες πάλι, στριγγλιές, για να φεύγεις μίλια μακριά».

Την επόμενη μέρα η Μερλιέ βλέπει τον ζουρνατζή Αθανασούλακαι το γιο του. Η συνάντησή τους δεν θα αποφέρει καταγραφές, αλλά θα είναι γόνιμη σε πληροφορίες για τα όργανα και τη μουσική της περιοχής. Επίσης και για την πρόσληψη της μουσικής από την ίδια.

1 Ιουλίου 1922
«Σήμερα», γράφει, «[ήρθε] η σειρά του Αθανασούλα του γύφτου απ’ το Καρπενήσι. 80 χρόνων, μα γερός και ευθυτενής. Ήρθε με το εγγόνι του τον Πέτρο, 12 χρόνων, μαυριδερό, νόστιμο αγόρι, που είχε τ’ αξίωμα να βαράει το νταούλι. Τούτο είναι μεγάλο και το φορούν κρεμασμένο με πέτσινα λουριά απ’ το λαιμό, και το βαρούν με το νταουλόξυλο. Οι γύφτοι το φτιάχνουν μοναχοί τους από δέρματα κατσίκας. Ο Αθανασούλας λοιπόν έπαιζε την καραμούζα (ζουρνάς). Αυτές τις φτιάχνουν μόνο στην Πόλη. Το επιστόμιό της, που όμως είναι ηχητικό, το λένε τσαμπούνα, και έναν μικρό κύκλο που προσαρμόζει στην τσαμπούνα, μπουκαδούρα.
Η καραμούζα στρίγκλιζε, σαν τρυπάνι στ’ αυτιά σου, και ο Πέτρος βαρούσε το ρυθμό με το νταούλι του.
Βάρβαρη βέβαια μουσική, μα οργιαστική.
Ο γύφτος έπαιζε και τη φλογέρα, το νάι. Ήταν καμωμένη από μπρούντζο. Ρώτησα αν την κάνουν κ’ από καλάμι, όχι, λέει, γιατί το καλάμι έχει τα κόμπια, και δε βγάζει φωνή λαγαριστή. Για να παίξει με κέφι ο γερο-Αθανασούλας ήθελε να πιει κάμποσες οκάδες κρασί. Κ’ εσύ σαν πιεις κάτι, έλεγε του Λουκόπουλου, είδες πώς το λιγοθυμάς το βιολί;
Τούτοι οι γύφτοι του Καρπενησιού είχαν για δουλειά νά ’ναι σιδηρουργοί και οργανοπαίχτες. Σιγά-σιγά φαίνεται πως οι Καρπενησιώτες γύφτοι άφηναν τη σιδηρουργική κ’ ήταν μόνο οργανοπαίχτες. Τώρα όμως ξεφυλλίζονται και δεν παίζουν πια τόσο τα άργανα. «Τ’ άργανα» είναι το νάι και το νταούλι μαζί. Άλλοι τέτοιοι οργανοπαίχτες είναι οι Τουρκόγυφτοι της Ποδολοβίτσας [Πεντάλοφο] που εγκαταστάθηκαν εκεί μονίμως.»
Η τελευταία ημερολογιακή καταχώρηση της Μερλιέ στο Θέρμο αφορά τον Γιάννη Γεωργίου ή Καρακώστα, που από τη φωνή του κατέγραψε τα 8/11 των τραγουδιών της συλλογής της. Τον χαρακτηρίζει λοιπόν ως γνωστό για την καλλιφωνία του τόσο στο Θέρμο, όσο και στα περίχωρα, προσθέτοντας ότι το τραγούδι είναι συνυφασμένο με την ίδια τη ζωή του, κι ότι η φωνή του διαθέτει έμφυτη ευλυγισία και χάρη.
Στις 5 Ιουλίου του 1922, έχοντας μείνει πέντε μέρες στο Θέρμο, η Μερλιέ με τον Λουκόπουλο, τη γυναίκα του και τον αγωγιάτη Λάμπρο Ντρέλια από τη σημερινή Μανδρινή, ξεκίνησε τα χαράματα για την Αρτοτίνα. Ήταν μια πορεία από τα 360 στα 1180 μ., που κράτησε δυο ολόκληρες μέρες και έδωσε την ευκαιρία στην Μερλιέ να απολαύσει ένα από τα πιο μεγαλειώδη πανοράματα της ρουμελιώτικης φύσης.
Η Μερλιέ στο ημερολόγιό της, εκτός από το θαυμασμό για τη φύση που πρωτοέβλεπε, μιλάει με πολύ συμπάθεια και για τον Λάμπρο, από τον οποίον κατέγραψε και τρία τραγούδια. «Είναι», γράφει, «ο πιο όμορφος τύπος χωριάτη που έχω δει κι όμορφο παλικάρι. Με φυσική ευγένεια και aisance. Σεμνός και με μια ησυχία στις κινήσεις, στην ομιλία, σε όλο του το είναι. Λιγόλογος, προσεκτικός, ευγενής, ο Λάμπρος λες και βαστούσε από σόι.»
Τη νύχτα μεταξύ 5 και 6 Ιουλίου οι οδοιπόροι κοιμήθηκαν στο ύπαιθρο, στην τοποθεσία Νεροπρίονο του Ξηροβουνιού, σε ύψος γύρω στα 1000 μ., «κοντά σε ίσκιους και νερά», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Μερλιέ στο τετράδιό της.
Η διαμονή της στην Αρτοτίνα, πιθανότατα στο σπίτι των Λουκόπουλων, διάρκεσε το λιγότερο έντεκα μέρες, ώς τις 17 Ιουλίου. Στο ημερολόγιό της βρίσκουμε σημειώσεις μόνο για την 8η και 11η μέρα τής εκεί διαμονής της (14 και 17 Ιουλίου) γραμμένες, όπως προανέφερα μετά το πανηγύρι της 18ης Ιουλίου. Το πιο ενδιαφέρον σημείο του κειμένου που αφορά την 14η του Ιουλίου είναι το σχόλιο της Μερλιέ για τον παπά του χωριού, του οποίου η κόρη Ευτυχία Φασίτσα, της τραγούδησε το «Σαράντα δυο κλεφτόπουλα».

«Ο παπα-Φασίτσας», γράφει, «πήγε ως τη δευτέρα γυμνασίου. Αγάπησε μια, μα δεν τον άφησαν οι γονείς του να την πάρει, πήρε ύστερα την παπαδιά του, χωρίς να την αγαπά, επειδή το ήθελαν οι δικοί του. Δεν μπόρεσα ποτέ να την βάλω στην καρδιά μου. Ήταν αντάρτης στο Μακεδονικό αγώνα, μερικούς μήνες με τον Παύλο Μελά και ενάμισι χρόνο με τον Τσόντο. Τώρα είναι παραδομένος στο κρασί και στο γλέντι. Πίνει φοβερές ποσότητες και κανα-δυο φορές κόντεψε να πεθάνει. Μια νύχτα γυρίζοντας σπίτι του έπεσε σ’ ένα ρέμα. Όσο μεθυσμένος κι αν είναι ποτέ δε λέει ανοησίες ή ασυναρτησίες κι έχει πάντα κέφι. Υποχρεωτικός, και θυσία στους ξένους. Λειτουργεί καλά, σαν κάποιος που καταλαβαίνει εκείνα που λέει. Μια φορά στη Ναύπακτο πήγε σ’ ένα  café chantant που τραγουδούσαν κάτι “prima-donnes”,έτσι τις λεν εδώ, και μ’ αυτό εννοούν Σόδομα και Γόμορα! Λοιπόν ο παπάς, αφού ακούμπησε το καλημαύκι του σ’ ένα τραπέζι, ανέβηκε στη σκηνή και χόρεψε με τις prima-donnes. Κάποιος θέλησε να του κάνει παρατήρηση πως, αυτός, παπάς άνθρωπος κτλ. Και ο παπα-Φασίτσας δείχνοντας το καλημαύκι του απάνω στο τραπέζι: εκεί είναι ο παπάς, και εδώ είναι ο Κώστας.
61 χρονών και 2 μηνών, αντοχή και περπατησιά νέου, και ζωηρά γαλανά μάτια, που δεν αλλοίωσε το ποτό. Χθες στο πανηγύρι της Αγιά-Μαρίνας χόρεψε κι έσυρε το χορό με χάρη και λεβεντιά. Αφού χορεύει μέσα μου η καρδιά μου θα χορέψω.
Μετά τη Λειτουργία έβγαλε λόγο. Είχαμε ωραίο καιρό, δροσερό, με τον ήλιο κρυμμένο στα σύννεφα. Κι ο Θεός είναι λεβεντιά. Καημένε παπα-Φασίτσα. Ένα βράδυ αργά πέρασε κάτω απ’ το σπίτι και φώναζε όπα…Και πλέον ου. Μόνο στο πιάτο δεν μπορεί να βάλει πλέον ου».
(ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΕΛΠΩΣ ΜΕΡΛΙΕ)
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το δεύτερο Αρτοτινό σημείωμα της Μερλιέ που αφορά την 17η Ιουλίου και το πανηγύρι της Αγιά-Μαρίνας. Η περιγραφή είναι ιδιαίτερα ζωντανή με πολλές ανεκτίμητες πληροφορίες για τις υπαίθριες γιορτές της εποχής εκείνης.
«Κάναμε», γράφει, «δυο ώρες δρόμο μέσ’ από τον Ξηριά για να πάμε [στο παρεκκλήσι] της Αγιά-Μαρίνας. Καλή, θερμή λειτουργία. Την έκανε ο παπα-Φασίτσας. Ύστερα μας κάλεσαν να φάμε στο τραπέζι του βλάχου Καραγεώργου. Είναι 94 χρόνων, κι ανεβαίνει ακόμα τα βουνά. Εδώ οι άνθρωποι δε γερνούν. Τα 60 είναι νεότης. Βλέπω πολλούς να είναι 75, 80, 90, 93 χρονών και όχι ένας και δύο.
Φάγαμε λοιπόν, ολόγυρα καθισμένοι κατά γης, κρέας και πίτες όλων των λογιών και αγνό, θαυμάσιο γιαούρτι. Ύστερα βέβαια άρχισε το τραγούδι. Στο τραπέζι μας ήταν και ο κλαριτζής ο Κώστας, που κι αυτός έχει χρηματίσει αντάρτης. Έχει όμως άγριο, απολίτιστο πρόσωπο.
Στο παρακάτω τραπέζι είχαν κι εκεί όργανα και τραγουδούσαν. Μπερδεύονταν τα δυο τραγούδια γιατί δε φύλαγαν να παύσει το ένα τραπέζι κι ύστερα ν’ αρχίσει το άλλο. Μου φάνηκε μάλιστα πως για τους άλλους τραγουδιστές μιλούσαν σαν με περιφρόνηση. Ου, τάχατες, τί ξέρουν κι αυτοί. Και δεκαπέντε και τριάντα τραπέζια νά ’ναι τραγουδούν όλοι μαζί, και διαφορετικά τραγούδια. Φαντάσου πανδαιμόνιο. Τραγούδησαν κλέφτικα. Αυτά τα ευλογημένα είναι όλο και απορίες. Και αλλαγές. Και πώς εξαρτάται απ’ τον τραγουδιστή να το κάνει ανυπόφορο. Λίγη μύτη και κάμποση κλάψα και γρίνα, και σου έρχεται να πάρεις τα βουνά. Αυτά όμως τα κλέφτικα τραγούδια αρέσουν των ανδρών, τα λένε με ‘μεράκι’ και το πιο συχνό, σαν τα τραγουδούν κλείνουν τα μάτια τους. Ύστερα από κάθε στροφή ο κλαριτζής έπαιζε στο κλαρίνο του τη στροφή αυτή … ή κάτι που της έμοιαζε λίγο πολύ. Βαρετό ήταν το κλαρίνο, όλο τα ίδια έπαιζε, ποικίλματα κι ανεβοκατεβάσματα από σκάλες και μελωδία ‘ντιπ’, καθώς λεν εδώ. Κάθε τόσο λένε ντιπ. Λοιπόν ο κλαριτζής μάς χαλούσε το τραγούδι, καθώς διέκοπτε κάθε στροφή με τους μονότονους λαρυγγισμούς του οργάνου του. Ο παπα-Φασίτσας είπε το «Εγώ είμαι η βλάχα η έμορφη, η βλάχα η παινεμένη», όχι όπως τό ’χω γραμμένο, μα όπως το τραγουδούν και στις πόλεις. Είχα την ιδέα πως ήταν καινούριος σκοπός αυτός, μα ο παπάς λέει πως είναι παλιό.
Μετά το τραγούδι άρχισε ο χορός όπου ενώθηκαν οι παρέες. Οι άντρες όλοι χόρευαν έκτακτα, ακόμη και οι κοντοί και οι άχαροι. Όταν έσερνε ο καθένας, έβλεπες την τέχνη τους. Δημιουργία και εδώ και improvisation, ευστροφία και ποικιλία. Απ’ ό,τι είδα ώς τώρα, αυτό ήταν σχεδόν το πιο ωραίο. Και τους φαντάστηκα όλους με φουστανέλλες ή καν με τα όμορφα βλάχικα ρούχα, τί ζωγραφιστοί θα ήταν και γραμμένοι. Φορούν αυτά τα φράγκικα και είναι σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα, γιατί δεν ξέρουν να τα φορούν σαν κύριοι, και μοιάζουν ή ξεπεσμένοι ή κουτσαβάκηδες. Όλη την πρωτοβουλία την έχει αυτός που σέρνει το χορό. Οι άλλοι κάνουν τα συνηθισμένα βήματα και συμμορφώνονται μαζί του. Χόρεψαν κ’ οι γυναίκες, πολύ συνηθισμένα και χωρίς καμία πρωτοτυπία. Όλες τα ίδια, σαν κορίτσια παρθεναγωγείου. Είπα σε κάποιον πως οι γυναίκες δε φτάνουν τους άνδρες στο χορό, και μου είπε πως είναι έτσι αρεστό να χορεύουν ήσυχα και μετρημένα οι γυναίκες χάριν σεμνότητας. Ώστε κ’ εδώ στους άνδρες η δημιουργία.
Εκείνος που σέρνει το χορό δε ρίχνει χρήματα στους μουζικάντηδες, άπαγε δε να είναι γυναίκα. Τώρα κάποτε ρίχνει και εκείνος που σέρνει, μα ο κ. Λουκόπουλος θυμάται πως άλλοτε δε γινόταν. Όταν όμως χορεύει συγγενής ή φίλος, ρίχνουν όλοι όσοι τον έχουν συγγενή ή φίλο για να τον τιμήσουν. Κολνούν κι απάνω στου κλαριτζή το μέτωπο, σαν παραμεγαλώσει ο ενθουσιασμός, και εκατοστάρικο και πεντακοσάρικο. Ο κλαριτζής κρατάει μερικές δραχμές, και τα άλλα τα δίνει πίσω.
Έσυρα και εγώ το συρτό, και είδα πως τα πήγαινα τα βήματα του τσάμικου. Εκείνος που πιάνει να σύρει το χορό, αν είναι κανείς χορός για ήχος που τον προτιμά, λέει του κλαριτζή και τον παίζει. Και από αυτό φαίνεται πόσο αυτός που σέρνει το χορό είναι το κύριο πρόσωπο. Ο κλαριτζής εκεί που παίζει τσάμικο παίζει συρτό, και αυτοί που χορεύουν αμέσως συμμορφώνονται. Οι άντρες χόρεψαν και χασάπικο, που όταν γρηγορεύει πολύ, γίνεται οργιαστικός. Η Ελένη[1]ζήτησε να της παίξουν αρβανίτικο όταν έσυρε. Ο χορός έγινε συχνά αφορμή να γίνουν δράματα και φονικά. Π.χ. στο πανηγύρι της Αρτοτίνας, του Άη-Γιαννιού, όπου συχνά γίνουνταν τρίδιπλος, τετρακάγκελοςχορός (όταν ήταν πάρα πολλοί οι χορευτές), χορεύαν πρώτα οι άντρες, και οι γυναίκες χόρευαν, μα χωριστά. Ώστε δε φτάνει ‘να χωρίζει το μαντήλι’! Κάποτε όμως ενώνονται, δηλαδή τραβούν μερικές γυναίκες μπροστά, κι ύστερα άντρες, ή βάζουν τους άντρες μεταξύ. Εκεί λοιπόν πολλές φορές μάλωναν ποιος θα βάλει τη δική του, αδερφή, συγγένισα, αρραβωνιαστικιά, να σύρει το χορό. Κι αμέσως άστραφταν μαχαίρια, γιαταγάνες, πράμα που θεωρούνταν ως ένδειξη παλικαριάς. Άλλη μια αφορμή, όταν ο ένας έσερνε το χορό του άλλου. Συχνά έγιναν φόνοι, ταραχές, φωνές και σκόρπισμα γενικά. Εκεί που γινόταν εξαίρεση ήταν σαν ήθελε να χορέψει γέροντας. Η νεότης τότε υποχωρούσε. Οι γερόντοι χόρευαν όλοι, επίσης και οι παπάδες, το βράδυ της Τυρινής και τραγουδούσαν ένα Εξαποστειλάριο Δεύτε προσκυνήσωμεν. Η πλατεία που χορεύουν λέγεται χοροστάσι. Σαν ν’ αντικατάστησε το αρχαίο στάδιο».
Η Μερλιέ με τους Λουκόπουλους φαίνεται να ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής λίγο μετά το πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας, αν και δεν μπορούμε να καθορίσουμε με ακρίβεια την ημερομηνία. Μπορούμε όμως να υποθέσουμε ότι γύρισαν από άλλο δρόμο, περνώντας ένα βράδυ στο Μαλανδρίνο της Φωκίδας, στο σπίτι της οικογένειας Κοτάρη. Τούτο συνάγεται από το γεγονός ότι τους ευχαριστεί στο βιβλίο της, προφανώς για τη φιλοξενία τους.
Οκτώ χρόνια μετά το ταξίδι της στη Δυτική Ρούμελη το 1930, η Μερλιέ, επικεφαλής του νεοσύστατου τότε Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου, πραγματοποιεί την γνωστή αποτύπωση σε δίσκους 78 στροφών 600 δημοτικών τραγουδιών απ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα, από τα τότε ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και από τραγουδιστές-πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Θα περίμενε κανείς ν’ ακούσει στους δίσκους αυτούς και τη φωνή του καλλίτερου δυτικορουμελιώτη τραγουδιστή της, του Γιάννη Γεωργίου. Δυστυχώς όμως, στη συλλογή αντιπροσωπεύεται μόνο η ανατολική Ρούμελη με αρκετούς τραγουδιστές από την Άνω Αγόριανη και μερικούς άλλους από ανατολικότερες περιοχές όπως π.χ. τη Λειβαδιά.
Η απουσία της δυτικής Ρούμελης από την ηχογράφηση του 1930, δίκαια ενόχλησε τον Λουκόπουλο που, στις 12-10-1938 στέλνει μια τετρασέλιδη πυκνογραμμένη επιστολή στη Μερλιέ παρακαλώντας την να φροντίσει ώστε να κάνει το Μ.Λ.Α. «κείνο που ως τώρα παρέλειψε», δηλαδή να ασχοληθεί έστω και εκ των υστέρων και με τη δυτική Ρούμελη. Οι διαπιστώσεις του Λουκόπουλου για τη δεινή θέση στην οποία βρισκόταν το 1938 το δυτικορουμελιώτικο τραγούδι κι ο χορός είναι περιληπτικά οι εξής:
1) Οι άνθρωποι στο Θέρμο έχουν πάψει να τραγουδούν δημοτικά τραγούδια κι ότι «αν κανείς νέος θελήσει να τραγουδήσει, θα πη [κάποιο] μοντέρνο σαχλό τραγουδάκι που έχει ακουσμένο από γραμμόφωνο ή ραδιόφωνο».
2) Ότι σ’ ένα γάμο είδε τα κορίτσια να χορεύουν «ακολουθώντας τον ήχο ενός φωνογράφου», χωρίς να λένε τα «χορευτικά τραγούδια που άλλοτε τραγουδούσαν».
3) Ότι στο ετήσιο εμπορικό πανηγύρι των αρχών Σεπτεμβρίου, ενώ «άλλοτε (…) άκουγες τα ωραιότερα και περισσότερα κλέφτικα ιδίως τραγούδια, είτε στα καφενεία από κουμπανίες οργανοπαιχτών, είτε στα μαγαζιά από τραγουδιστάδες, τώρα δεν ακούς τίποτα απ’ αυτά, [γιατί] κυριαρχεί ο φωνογράφος και το ραδιόφωνο».
4) Ότι η ίδια κατάσταση επικρατεί στη Χρυσοβίτσα στο πανηγύρι της Μεταμορφώσεως (6 Αυγούστου) καθώς και στο μεγαλύτερο θρησκευτικό πανηγύρι της δυτικής Ρούμελης που γίνεται στις 23 Αυγούστου στον Προυσό της Ευρυτανίας.
5) Ότι η κατάσταση στο χορό δεν είναι καλλίτερη. «Παντού», γράφει, «όπου κι αν πας σήμερα είναι αδύνατο ν’ αναγνωρίσεις τους χορούς τσάμικο, απολυτό, συρτό, καλαματιανό κτλ. Όλοι έχουν συμπτυχθή σ’ ένα συρτόν πηδηχτό χορό και τίποτε άλλο».Η Μερλιέ ασφαλώς δεν θα έμεινε ασυγκίνητη από το γράμμα αυτό του Λουκόπουλου, αλλά τα οικονομικά του Μ.Λ.Α. ήταν τότε κάθε άλλο παρά ανθηρά, οπότε το αίτημα του αγαπητού φίλου και συνεργάτη της, ήταν δύσκολο να ικανοποιηθεί. Αλλά και μετά τον πόλεμο η δυτική Ρούμελη θυσιάστηκε για χάρη άλλων περιοχών που είχαν μείνει αχαρτογράφητες, όπως η Σκόπελος, η Αίγινα, η Εύβοια, η δυτική Μακεδονία κ.ά. Υπάρχει ωστόσο βάσιμη ελπίδα ότι ο μικρός αριθμός τραγουδιών και σκοπών από τον Φουρνά της Ευρυτανίας και το Μεσολόγγι, που το Μ.Λ.Α. ηχογράφησε μεταπολεμικά, θα μπορέσει ενδεχομένως να πολλαπλασιασθεί και με άλλα δείγματα από την ίδια περιοχή, αρκεί βέβαια να μην είναι πολύ αργά.
Μάρκος ΔραγούμηςΑθήνα, 12 Μαρτίου 2007
ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ
e-mail: mlamerlie@yahoo.com
http: http://www.mla.gr/
(επιλογή εικόνων Κ.Γρηγορέας)

ΠΗΓΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ www.tar.gr
Διαδικτυακό περιοδικό Μουσικής TAR - ΚΙΘΑΡΑ & ΚΙΘΑΡΙΣΤΕΣ 

Αργύρης Βαμβακάρης..

$
0
0
Αδελφός του Μάρκου, μικρότερος κατά 25 χρόνια. Γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1930, στα Άσπρα Χώματα της Νίκαιας.

Μέχρι το 1950 έζησε κάτω από τη σκιά του Μάρκου.
Όταν όμως έγινε η μεταβολή από το ρεμπέτικο στο λαϊκό, εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες όλων των εποχών.

Έφυγε στην Αμερική το 1961, στο απόγειο της καριέρας του. Γύρισε μόνιμα το 1981.

Πέθανε το 1983 ξεχασμένος από φίλους και συναδέλφους του.
Ρεμπέτο.Μάνια

Ο Αμερικανός που σώζει την παραδοσιακή μας μουσική μέσω White Stripes (audio)

$
0
0

Η δισκογραφική Third Man Records, η οποία ανήκει στον Jack White, κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες συλλογή Ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Το news 247 μίλησε με τον βραβευμένο με Grammy, Christopher King, που ανέλαβε το όλο project. Ακούστε σπάνιες ηχογραφήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά στα χρονικά (Ηχητικά ντοκουμέντα)
Ένας βραβευμένος Αμερικανός ιστορικός μουσικής, 28 ακυκλοφόρητα παραδοσιακά ηπειρώτικα και όχι μόνο, κομμάτια, η κουλτούρα των Βαλκανίων, η μοντέρνα ελληνική τραγουδοποιία και οι... White Stripes. Το πώς συνδέονται τα παραπάνω, θα το διαβάσετε στις παρακάτω γραμμές.
Πριν λίγες ημέρες έλαβα ένα mail από φίλο που μου παρουσίαζε μια πολύ ιδιαίτερη μουσική συλλογή. Διάβασα τον τίτλο της και αυτομάτως ενεργοποιήθηκε το ενδιαφέρον μου. "Why the mountains are black – Primeval Greek Village Music: 1907 - 1960".
Το "Why The Mountains Are Black"είναι μια διπλή συλλογή, "ανοιχτόμυαλη και αφροδισιακή, απευθείας από την αγροτική ενδοχώρα της ηπειρωτικής Ελλάδας και των ελληνικών νησιών", όπως αυτοπροσδιορίζεται.
Η δισκογραφική που ανέλαβε την κυκλοφορία, είναι η Third Man Records του Jack White που μεταξύ άλλων, έχει συνδέσει το όνομα και τη φήμη του με τους White Stripes οι οποίοι δεν είναι ενεργοί πια (σε αντίθεση με τον Jack φυσικά).
Η συλλογή συμπεριλαμβάνει 28 ακυκλοφόρητα μέχρι τώρα τραγούδια "village music", που έχουν ηχογραφηθεί σε Ελλάδα, Νέα Υόρκη και Σικάγο, και δημιουργήθηκε με οδηγό την προσωπική συλλογή με σπάνιους δίσκους 78 στροφών του παραγωγού Christopher King, ο οποίος επιμελήθηκε το trackist και ανέλαβε το remastering. Το εξώφυλλο είναι σχέδιο του σκιτσογράφου Robert Crumb.

Βάλτε ένα ποτήρι ρακή και πατήστε Play. Ρεθυμνιώτικη σούστα σε μια εκπληκτική εκτέλεση:

 

Δείγμα Καλαματιανού, όπως δεν τον έχετε ακούσει ποτέ ξανά:

   


Όπως αναφέρεται στο site της εταιρείας, ο King επέλεξε ηχογραφήσεις από την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά, από την περίοδο 1907-1960, ή αλλιώς το "άλφα και το ωμέγα της ελληνικής δημοτικής μουσικής, δείγματα χορευτικής μουσικής, που αυξάνουν τη λίμπιντο και διευρύνουν το μυαλό".


 

Ο βραβευμένος με Grammy Christopher King, στο news 247:

Ψάχνοντας παραπάνω στοιχεία για την κυκλοφορία-ορόσημο για την παραδοσιακή μας μουσική, μίλησα με τον ίδιο τον Christopher King. Ο βραβευμένος με Grammy, ιστορικός της μουσικής, χαρακτηρίζει τη συλλογή των σπάνιων τραγουδιών ως "αρχέγονη, free jazz, doom folk, αιθέρια και υπερβατική".
"Οι περισσότεροι δίσκοι 78 στροφών που έχω στη συλλογή μου αποκτήθηκαν κατά τις επισκέψεις μου στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη. Κάποιους τους βρήκα στην Αμερική. Τους περισσότερους τους αγόρασα από άλλους συλλέκτες ή τους αντάλλαξα. Λίγα "78αρια", τα βρήκα στο εμπόριο σε Αθήνα και Αμερική", λέει ο King.
"Ξεκίνησα να συλλέγω από τα 13 μου. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος μουσικής, έπαιζε μουσική και ήταν και ο ίδιος συλλέκτης. Έτσι, ήταν φυσικό να ακολουθήσω τα βήματα του", προσθέτει.
Τον ρωτάω γιατί επικεντρώθηκε στην ελληνική παραδοσιακή μουσική."Εδώ και έξι χρόνια ασχολούμαι με την ελληνική παραδοσιακή μουσική και ιδίως με τα ηπειρώτικα. Όλα άρχισαν όταν πήγα στην Κωνσταντινούπολη σε ένα από τα ταξίδια μου και βρήκα έναν σωρό από ηπειρώτικα δισκάκια 78 στροφών που ήταν στο ίδιο σημείο με δίσκους παραδοσιακής αλβανικής μουσικής από τις νότιες περιοχές της χώρας. Ανάμεσα σε αυτά τα δισκάκια ήταν και ένα βινύλιο του Κίτσου Χαρισιάδη,  που είναι ο "νονός"της ηπειρωτικής παραδοσιακής μουσικής, ο "νονός"του κλαρίνου. Αγόρασα αυτά τα άλμπουμ και τα πήρα πίσω στις ΗΠΑ. Με το που άρχισα να τα ακούω, με υπνώτισαν, με "άρπαξαν"κατ'ευθείαν. Με γοήτευσε αυτή η μουσική με έναν τρόπο πνευματικό, προκαλώντας μου ταυτόχρονα και χαρά και λύπη. Με έκανε να θέλω να μάθω περισσότερα για αυτό το είδος, να καταλάβω γιατί έγραψαν αυτά τα κομμάτια με αυτόν τον τρόπο. Ήθελα να αποκτήσω όσο το δυνατόν περισσότερους δίσκους παραδοσιακής ηπειρωτικής μουσικής. Προσπαθούσα να μάθω την ιστορία και να καταλάβω την κουλτούρα πίσω από αυτό το ιδίωμα. Απέκτησα μια εμμονή με αυτή τη μουσική εξαιτίας της επίδρασης της πάνω μου".

Πώς θα περιέγραφε τη συγκεκριμένη συλλογή;

"Είναι μια μεγάλη και βαθιά επισκόπηση των απαρχών της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, από την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα και τα νησιά της χώρας σας. Κάθε κομμάτι θα μπορούσα να το περιγράψω σαν μια ανθρώπινη έκφραση της μουσικής δημιουργίας που λειτουργεί σαν γιατρικό. Είναι αγνή, ανθρώπινη μουσική, έτσι ακριβώς όπως πρέπει να είναι η μουσική από τη φύση της".
Ποια είναι όμως η ιδιαιτερότητα της μουσικής της Ηπείρου; Γιατί τη θεωρεί "μοναδική";
"Γιατί πολύ απλά αντανακλά τα πιο βαθιά αισθήματα, τη συγκίνηση. Η μουσική αυτή παίζεται με συναίσθημα και απαλύνει την ψυχή. Γι'αυτό προορίζεται. Ποτέ δεν άκουσα πιο "βαθιά"μουσική από αυτή που παίζεται στο Κεντρικό Ζαγόρι. Αυτά τα τραγούδια αγκαλιάζουν το μυαλό και το σώμα μαζί. Η μουσική της Ηπείρου ξεδιπλώνει όλο τον πόνο και το κακό, την οδύνη που έφερε η ζωή. Νομίζω ότι όλο αυτό προέρχεται από τα βουνά της περιοχής, από την απομόνωση και την ιστορία του τόπου. Είναι μοναδική αυτή η μουσική".

"Καμία μουσική δεν είναι καθαρή"

Η επόμενη ερώτηση έχει να κάνει με το αν υπάρχουν ομοιότητες με παραδοσιακές μουσικές που έρχονται από άλλα γειτονικά μας κράτη.
"Φυσικά. Πολλοί "δρόμοι"είναι όμοιοι. Βλέπεις ομοιότητες στην ελληνική παράδοση με αντίστοιχες μουσικές που έρχονται από την Τουρκία, τον αραβικό κόσμο και τη Συρία. Αυτό οφείλεται σε κοινές μουσικές διδαχές και τεχνοτροπίες που υπήρχαν σε όλα αυτά τα μέρη πριν την έλευση του Χριστιανισμού και του Ισλάμ. Βλέπεις κοινούς ρυθμούς στη Μέση Ανατολή και στα Νότια Βαλκάνια. Υπάρχουν ομοιότητες στην γενικότερη αίσθηση, στον ρυθμό, το tempo, ενώ εντοπίζονται μεταγενέστερες, σλαβικές κυρίως επιρροές, δεδομένου ότι οι Σλάβοι μετανάστευσαν στην Ελλάδα τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Τίποτα δεν είναι πραγματικά καθαρό, ιδιαίτερα στη μουσική. Δανείζεται όπου χρειάζεται να δανειστεί".
Ελληνική, αλβανική και βαλκανική μουσική. Υπάρχουν λοιπόν κοινές "ρίζες";
"Ναι, φυσικά. Προέρχονται από την ίδια πηγή, σαν ένας ποταμός που παρέχει νερό για όλα τα εδάφη γύρω του. 1500 χρόνια πριν, οι ρυθμοί, η προσέγγιση, ο τρόπος που έπαιζαν, ήταν κοινοί. Ήταν πολύ κοντά. Σαν να έρχονταν όλοι αυτοί οι ρυθμοί από μια αρχέγονη πηγή. Φαντάζομαι πως οι βαθύτερες ρίζες εντοπίζονται στην Αίγυπτο, στην Ινδία, ή και στις δύο αυτές χώρες".

Ομοιότητες της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής και της μοντέρνας λαϊκής μουσικής, όπως παίζεται σήμερα, υπάρχουν;

"Όχι, δεν βρίσκω ομοιότητες. Η σύγχρονη μουσική δεν έχει ψυχή. Δεν έχει αυτό το βάθος. Η παλιά ελληνική μουσική προέρχεται όπως σας είπα από τον πόνο. Ο πόνος είναι η ρίζα. Η βαριά ιστορία και το ακαταμάχητο πνεύμα των Ελλήνων. Η σύγχρονη μουσική είναι σαν να τρως φαγητό που απλά σε παχαίνει, που σου δίνει έξτρα θερμίδες. Δεν περιέχει καμία "θρεπτική αξία"για το πνεύμα. Οι παλιοί οργανοπαίκτες ήταν δεξιοτέχνες και έμπειροι, αλλά έπαιζαν για τους χωρικούς, για το κοινό τους, όχι για τη δισκογραφική τους. Είχαν ένα αίσθημα ατομικής ευθύνης μέσα από αυτό που έπρατταν. Οι Έλληνες οργανοπαίκτες παραδοσιακής μουσικής δεν ήταν απλά θαυμάσιοι, δεν ήταν απλά παραδείγματα ζωής. Ήταν οι ίδιοι ζωή".

Ρεμπέτικο και μπλουζ του Δέλτα

Η επόμενη ερώτηση έχει να κάνει με τις ομοιότητες του "δικού"μας ρεμπέτικου, και των μπλουζ του Αμερικανικού Νότου, όπως παιζόταν αρχικά από τους μαύρους.
"Μου αρέσει πάρα πολύ το ελληνικό ρεμπέτικο και ιδίως εκείνο του Πειραιά. Το στυλ του Βαμβακάρη, του Γιώργου Μπάτη, ο τρόπος που έπαιζε ο Ανέστος Δελιάς. Πράγματι, η όλη αίσθηση που αντηχεί το ρεμπέτικο μοιάζει με τα λεγόμενα "μπλουζ του Δέλτα", σαν εκείνα που έπαιζαν οι Charley Patton, Son House, Skip James, και Robert Johnson".
Τέλος, ρωτάω τον Christopher King, τί ετοιμάζει για το επόμενο διάστημα.
"Επικεντρώνομαι στο να γράψω ένα βιβλίο για τη μουσική της Ηπείρου για λογαριασμό της νεοϋορκέζικης W.W. Norton & Company. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εκδοτική εταιρεία στις ΗΠΑ. Θα εκδοθεί του χρόνου και αποτελεί μια καταγραφή της μουσικής παράδοσης της περιοχής μέσα από τα μάτια ενός συλλέκτη δίσκων 78 στροφών. Επίσης, ετοιμάζω μια συλλογή που κι αυτή θα κυκλοφορήσει του χρόνου για το έργο του Κίτσου Χαρισιάδη*, που ήταν αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο κλαρίνο της Ηπείρου. Μετά από αυτά, θα ετοιμάσω μια ακόμη συλλογή που θα εστιάζει στη Μικρά Ασία και θα περιέχει έργα Ελλήνων, Τούρκων και Αρμενίων. Μέσα στα επόμενα χρόνια θα κυκλοφορήσω τέσσερις συλλογές για την ελληνική μουσική. Και φυσικά, σε κάθε ευκαιρία θα επισκέπτομαι την Ήπειρο για περισσότερη έρευνα, για γράψιμο και για το τσίπουρο της!".
* Ο Κίτσος Χαρισιάδηςήταν διάσημος Ηπειρώτης λαϊκός οργανοπαίκτης (κλαριντζής) που όσο ζούσε, είχε τη φήμη του καλύτερου ηπειρώτικου κλαρίνου. Γεννήθηκε γύρω στο 1885 στη Ζαραβίνα (Λίμνη) από πατέρα σιδερά. Στην αρχή έπαιζε φλογέρα και μετά πήρε στα χέρια του το κλαρίνο. Πήγε στη Ζίτσα και μαθήτευσε στον ονομαστό Θαν. Γιαννόπουλο, που έπαιζε με μπρούτζινο κλαρίνο. Το 1912 παντρεύτηκε στη Βελτσίτσα (Κληματιά) και εγκαταστάθηκε εκεί. Έργο του περιλαμβάνεται και στον δίσκο: "Μουσική της Ηπείρου, Vol. 2: 1926-37" (1999). Ο γιος του Γιάννης Χαρισιάδης έγινε κι αυτός αξιόλογος κλαριντζής και έπαιζε μαζί με τον πατέρα του. Υπήρξε δάσκαλος και του Πέτρου Λούκα Χαλκιά.

Τη συλλογή μπορείτε να την αγοράσετε από εδώκαι να την κατεβάσετε μέσω iTunes εδώ

 

από 

http://news247.gr/eidiseis/synentefxeis/o-amerikanos-poy-swzei-thn-paradosiakh-mas-moysikh-mesw-white-stripes.3931408.html

Λαϊκή μουσική: όταν η παράδοση και η τέχνη συνυπάρχουν

$
0
0

Επιμέλεια: Ζωή Καραθανάση
Η σημερινή μέρα, γνωστή ως Τσικνοπέμπτη, είναι ευρύτερα διαδεδομένη σ’ ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Αυτή την ημέρα οι περισσότεροι αν όχι όλοι οι Έλληνες καταναλώνουν μεγάλη ποσότητα κρέατος. 
Στην πραγματικότητα η Τσικνοπέμπτη είναι ένα έθιμο που προηγείται από τη νηστεία της Σαρακοστής. Παρόλα αυτά, έχει συνδεθεί στενά με την παράδοση. Πολλοί πηγαίνουν σε ταβέρνες ή οποιοδήποτε άλλο ψητοπωλείο, ενώ άλλοι μαζεύονται σε σπίτια και ψήνουν.
Τι άλλο θα ταίριαζε περισσότερο σ’ ένα παραδοσιακό έθιμο από την ύπαρξη παραδοσιακής μουσικής; Σε όλες τις ταβέρνες, σε κάθε οικογενειακό ή φιλικό τραπέζι θα υπάρχει μία λαϊκή μελωδία να συνοδεύει το φαγητό. Αυτό συμβαίνει διότι από τη διασκέδαση συνεπάγεται η μουσική. Αναμφίβολα, η μουσική ενώνει τους ανθρώπους, καθώς και τους εντάσσει περισσότερο στο γιορτινό περιβάλλον.
Γενικότερα, το λαϊκό ελληνικό τραγούδι είναι αυτό το είδος τραγουδιού που προσαρμόζεται στο ύφος της ελληνική λαϊκής αστικής μουσικής. Στη σημερινή εποχή το λαϊκό τραγούδι εξελίχθηκε από το δημοτικό και το ρεμπέτικο, ενώ ενισχύθηκε με νέα πιο μοντέρνα μουσικά όργανα, όπως το τύμπανο, το αρμόνιο.

Ειδικότερα, το λαϊκό αστικό τραγούδι διακρίνεται σε τρεις βασικές, θα λέγαμε, κατηγορίες: το λαϊκό, το ρεμπέτικο και το έντεχνο.
 https://www.alfavita.gr/arthron/laiki-moysiki-otan-i-paradosi-kai-i-tehni-synyparhoyn
Λαϊκό Τραγούδι
Το λαϊκό είναι κάτι το οποίο προέρχεται από τον ίδιο το λαό, γι’ αυτό και το προτιμάει. Ωστόσο, υπάρχει μία διάκριση ως προς τη λαϊκή μουσική και τη δημοτική μουσική (τα τραγούδια της επαρχίας). Η λαϊκή μουσική απευθύνεται κυρίως στους αστικούς κατοίκους, αφού πρόκειται για μουσική σε κλειστούς χώρους, όπως οι ταβέρνες, ενώ η δημοτική μουσική ακούγεται σε ανοιχτούς χώρους, όπως σε γιορτές, πανηγύρια. 
Μολονότι ο όρος λαϊκό περιλαμβάνει το αστικό λαϊκό τραγούδι που είχε καταβολές από το Βυζάντιο, λαϊκό επικράτησε να λέγεται το λαϊκό αστικό τραγούδι της περιόδου 1950-1970, που αργότερα διαδέχτηκε το ρεμπέτικο.
Το λαϊκό τραγούδι δέχτηκε μεγάλη αντιπαλότητα, ενώ συκοφαντήθηκε και περιφρονήθηκε. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και σήμερα θεωρείται αγνοημένο και υποτιμημένο. Συγχρόνως, υποτιμήθηκε και από τους φανατικούς του ρεμπέτικου, που θεωρούσαν τη λαϊκή μουσική παρακμή της ρεμπέτικης.
Τα θέματα του είναι προσαρμοσμένα στο μέσο Έλληνα. Κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο, αλλά και διάφορα επίκαιρα ή καθημερινά ζητήματα δε λείπουν από τη θεματολογία του. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι απλή, ομιλούμενη χωρίς εξειδικευμένες λέξεις.
Κύριος εκπρόσωπος του λαϊκού είναι ο Τσιτσάνης, ο οποίος θεωρείται ότι δημιούργησε μία γέφυρα ανάμεσα στο λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι. Γνωστοί άλλοι εκπρόσωποι της λαϊκής μουσικής, μεταξύ άλλων, είναι ο Βαμβακάρης, ο Παπαϊωάννου, ο Ζαμπέτας και ο Καζαντζίδης.

Ρεμπέτικο Τραγούδι
Πρόκειται για ένα τραγούδι μ’ έντονο το στοιχείο του αυθορμητισμού, ενώ διαθέτει ένα συντροφικό χαρακτήρα. Το περιεχόμενό του είναι κυρίως κοινωνικό. Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι για την Ελλάδα ό,τι το μπλουζ για την Αμερική, το ταγκό για την Αργεντινή κλπ. Ένα τραγούδι που βασίζεται στην αυθεντικότητα των ανθρώπων, καθώς πρόκειται για τη μουσική των καταδιωγμένων, αδικημένων. Ένα τραγούδι απλό για τους απλοϊκούς ανθρώπους.
Η ιστορία του διαδραματίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, περίπου 3-4 δεκαετίες, κυρίως από το 1922 έως το 1952. Βέβαια, έχει επηρεάσει πολύ την ιστορία της ελληνικής μουσικής και, σαφώς, την ελληνική μουσική του 19ουκαι 20ουαιώνα.
Το ρεμπέτικο τραγούδι δεν γεννήθηκε ξαφνικά, αλλά μέσα από διάφορους κοινωνικούς παράγοντες. Υπήρχε ήδη στην Ελλάδα το 1850-1880 και απευθυνόταν στα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα των μεγάλων πόλεων. Το 1910 εμφανίζονται τα πρώτα ρεμπέτικα στην Αμερική που διαδόθηκαν στόμα με στόμα.
Στην αρχική του περίοδο, είχε πολλές ομοιότητες με το δημοτικό τραγούδι. Ξεκίνησε ως η μουσική των φτωχών μέσα στις φυλακές, αλλά αργότερα αναπτύχθηκε στα μεγάλα λιμάνια (Σμύρνη, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Σύρος). Με γρήγορους ρυθμούς, όμως, διαδόθηκε και αγαπήθηκε από όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ήκμασε ιδιαίτερα με την Μικρασιατική καταστροφή του 1922, όταν 1 εκατομμύριο πρόσφυγες έφεραν μαζί τους τον πλούσιο πολιτισμό τους.
Το ρεμπέτικο θεωρείται τραγούδι της παρέας. Προκαλεί τον ακροατή να τραγουδήσει μαζί με τους εκτελεστές που είναι απλοί άνθρωποι σαν κι αυτόν, ενώ μπορεί να το τραγουδήσει ο οποιοσδήποτε χωρίς να διαθέτει κάποιες γνώσεις. Σε αντίθεση με λαϊκές μουσικές άλλων χωρών, όπως το ταγκό, που είναι διεθνώς αναγνωρισμένα, η ρεμπέτικη μουσική άργησε να αναγνωρισθεί από την ίδια της τη χώρα. Αυτό συνέβαινε διότι επικρατούσε μία δυτικοευρωπαϊκή επιρροή και απέρριπτε τη στροφή προς οτιδήποτε θύμιζε την ανατολική πλευρά της Ελλάδας, καθώς και τη φτώχεια, τη σκλαβιά, τη δυσάρεστη κοινωνική πραγματικότητα. Πολεμήθηκε, διαστρεβλώθηκε, συκοφαντήθηκε και υποτιμήθηκε συστηματικά ως τραγούδι του υπόκοσμου, θεωρούταν κατώτερο. Είναι γνήσια ελληνικό, όμως, με επιρροές από το Βυζάντιο και τη μουσική του ελληνισμού της Μ. Ασίας.
Ο όρος ρεμπέτης σημαίνει ανέμελος και προέρχεται από την αρχαία λέξη ρέμβη. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο ο όρος όσο και η σημασία του υπάρχουν ήδη σε δημοτικό τραγούδι του απελευθερωτικού αγώνα: «Άντε κι ας ρεμπετέψουμε, ρεμπέτες να γίνουμε». Θεσπίστηκαν ειδικοί νόμοι για να χτυπήσουν τους ρεμπέτες και τη μουσική τους. Η δικτατορία της 4ηςΑυγούστου 1938 επέβαλε λογοκρισία στη δισκογραφία, που διέδιδε το ρεμπέτικο τραγούδι, θέτοντας το ρεμπέτικο υπό διωγμό. Ωστόσο, δε σταμάτησαν να γράφονται τραγούδια, τα οποία εκδόθηκαν μετά τον πόλεμο.
Τη δεκαετία του ’70, κατά τη δικτατορία και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, παρατηρείται μία προσπάθεια αναβίωσης του ρεμπέτικου. Οργανώθηκαν συναυλίες κι έγιναν ηχογραφήσεις δίσκων. Ο τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας και άλλοι νέοι ερμηνευτές δημιούργησαν νέες εκτελέσεις των κλασικών ρεμπέτικων χωρίς να διαβρώσουν το αυθεντικό τους ύφος.

Έντεχνο Τραγούδι
Πρόκειται για μουσική δημιουργημένη σε λαϊκό ύφος από επώνυμους καλλιτέχνες, με γνώσεις και μουσική παιδεία. Το έντεχνο δεν αναπαράγει μόνο το λαϊκό τραγούδι, αλλά το επεκτείνει χωρίς να το εγκαταλείπει. Στην πραγματικότητα, ο χαρακτήρας της σύνθεσής του είναι περισσότερο δυτικότροπος χωρίς, όμως, να επηρεάζεται από δυτικά πρότυπα.
Ο όρος «έντεχνο» τραγούδι μπορεί να θεωρηθεί κάπως ανεπιτυχής αφού όλα τα τραγούδια διαθέτουν τέχνη, δεν είναι άτεχνα. Επίσης, το έντεχνο γράφεται με νότες σε παρτιτούρα, ενώ το λαϊκό πάνω στο μουσικό όργανο.
Το έντεχνο λαϊκό τραγούδι κάνει την εμφάνισή του στα τέλη της δεκαετίας του '50 και άνθισε τις δεκαετίες '60 και'70 (1959-1967). Με πρωτοπόρους τον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος σε ηλικία μόλις 22 χρονών βρήκε το θάρρος να ανακοινώσει δημόσια το θαυμασμό του για το ρεμπέτικο τραγούδι και τον Μίκη Θεοδωράκη, στον οποίο αποδίδεται και η εισαγωγή στον όρο έντεχνο λαϊκό.
Μία σημαντική και πρωτότυπη παγκοσμίως καινοτομία ήταν η σύνδεση της μουσικής με τον ποιητικό λόγο, με τη χρησιμοποίηση δηλαδή στίχων κυρίως Ελλήνων ποιητών, όπως ο Ρίτσος, ο Σεφέρης κλπ. Το έντεχνο λαϊκό, λοιπόν, συνέδεσε την ποίηση με τον λαό. Παράλληλα, αναδείχθηκε ένα υποτιμημένο κι ιδιαίτερα αγνοημένο μουσικό όργανο, το μπουζούκι.
Μία άλλη σημαντική καινοτομία ήταν οι κύκλοι τραγουδιών πάνω σε μία ενιαία κεντρική ιδέα, σ’ ένα θέμα, καθώς και οι συναυλίες. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι αξιόλογοι συνθέτες, όπως ο Μικρούτσικος, ο Κατσαρός, ο Ξαρχάκος κλπ. Η δισκογραφία και ο κινηματογράφος βοήθησαν στη διάδοση του έντεχνου κατά τη δεκαετία του ΄60. Τα τραγούδια «Τα παιδιά του Πειραιά» και ο «Ζορμπάς» έγιναν παγκόσμια γνωστά και δημοφιλή ως συνώνυμα της Ελλάδας.

https://www.alfavita.gr/arthron/laiki-moysiki-otan-i-paradosi-kai-i-tehni-synyparhoyn
www.alfavita.gr



Ο "παραδοσιακός"Μάκης Σεβίλογλου. (Βίντεο)

$
0
0
http://www.seviloglou.gr/wp-content/uploads/2011/02/DSC_8371-1_small.jpg
Ο Μάκης Σεβίλογλου γεννήθηκε στη Γερμανία το 1967. Γιος οικονομικών μεταναστών, έζησε εκεί ως το 6ο έτος της ηλικίας του. 
Τις πρώτες δύο τάξεις του δημοτικού τις έβγαλε στη γενέτειρα των γονιών του, την Παλιουριά Γρεβενών, και κατόπιν, ως και σήμερα, κατοικοεδρεύει στην Κοζάνη, με μια διακοπή περίπου 10 ετών, για σπουδές και στρατιωτική θητεία.
Εργάστηκε ως συμβασιούχος αρχαιολόγος από το 1993 – 2000 στη ΙΖ’ εφορεία προϊστορικών και κλασικών αρχαιοτήτων, ενώ παράλληλα εργαζόταν και ως μουσικός. Το 2001 γνωρίζεται με τη Χαρούλα Αλεξίου και το 2003 εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική δισκογραφία, με το τραγούδι «θα μεγαλώνουμε μαζί», που τραγουδήθηκε από την ίδια στο album της «Ως την άκρη του ουρανού σου».
Το 2006 συνθέτει και γράφει στίχους στα μισά τραγούδια του album της ίδιας ερμηνεύτριας «Βύσσινο και νεράντζι». Το 2008 εκδίδεται από την «ΕΣΤΙΑ Haris productions», σε παραγωγή της Χαρούλας Αλεξίου και πάλι, η πρώτη του ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά, σε δικούς του στίχους, μουσική και ερμηνεία, με τίτλο «Γλυκό μεθύσι».
http://www.seviloglou.gr/wp-content/uploads/2010/11/seviloglou_010.jpg

Το 2010 κυκλοφορεί από την ολλανδική Penguin Records η δεύτερη δισκογραφική του δουλειά με τίτλο «Άγκυρες» και το 2011 από την Kyklos Records, το ζωντανά ηχογραφημένο DVD από περιοδεία του στην Ολλανδία το 2010.
 http://www.seviloglou.gr/wp-content/uploads/2011/02/DSC_8602-1_small.jpg

Δισκογραφικά και ενίοτε στη σκηνή έχει συνεργαστεί, εκτός από τη Χαρούλα Αλεξίου, με τους: Δημήτρη Μητροπάνο, Λιζέτα Καλημέρη, Μανόλη Λιδάκη, Βασίλη Καρρά, Πίτσα Παπαδοπούλου, Σοφία Παπάζογλου, Μαρία Παπανικολάου και τους στιχουργούς, Γιώργο Κορδέλα, Φωτεινή Λαμπρίδη και Δημήτρη Κίτσιο.
Επίσης μελοποίησε Κώστα Καρυωτάκη και Κατερίνα Γώγου.
Έχει γράψει μουσική για παιδικό θέατρο και ντοκυμανταίρ ιστορικού ενδιαφέροντος.
www.seviloglou.gr




Πέθανε η σκηνοθέτης Γιάννα Σπυροπούλου

$
0
0
 Πέθανε η σκηνοθέτης Γιάννα Σπυροπούλου
Η μοντέζ και σκηνοθέτης Γιάννα Σπυροπούλου, σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής κινηματογραφίας και της τηλεόρασης, «έφυγε» από τη ζωή.

Για περισσότερες από έξι δεκαετίες, η Γιάννα Σπυροπούλου αναλώθηκε στην τέχνη του μοντάζ και άφησε πίσω της ένα πολυσήμαντο έργο. Από πολύ νέα, μυήθηκε δίπλα στον μεγάλο μοντέρ του ελληνικού κινηματογράφου Γιώργο Τσαούλη στην τέχνη και τις τεχνικές του μοντάζ. Γρήγορα αναδείχθηκε σε μία από τις καλύτερες και πλέον αξιόπιστες μοντέζ, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60.


Δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους, εκατοντάδες επεισόδια τηλεοπτικών σειρών και αμέτρητος αριθμός ταινιών ντοκιμαντέρ, είναι σήμερα κατάλοιπα της άριστης τεχνικής, της γνώσης και της ακρίβειας της Γιάννας Σπυροπούλου, κληρονομιά για όλους τους νεότερους μοντέζ.
Συνεργάστηκε με τους περισσότερους σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου - με τον Ιάκωβο Καμπανέλη στο «Κανόνι και το Αηδόνι», τον Γιώργο Πανουσόπουλο στο «Ταξίδι του Μέλιτος», τον Κώστα Φέρρη στην «Φόνισσα» και το «Ρεμπέτικο», την Τώνια Μαρκετάκη στις «Κρυστάλλινες Νύκτες», τον Γιώργο Τζαβέλλα στην «Αντιγόνη», τον Τάσο Ψαρρά στην «Άλλη Όψη», τον Νίκο Ζερβό, τον Δημήτρη Σταύρακα, τον Αντώνη Τέμπο, τον Λευτέρη Χαρωνίτη, τον Κώστα Αυγέρη, τον Κώστα Κουτσομύτη, την Ηρώ Σγουράκη και πολλούς άλλους.

Δεκάδες όμως είναι οι σκηνοθέτες που νέοι και άπειροι, τότε, πλησίαζαν την Σπυροπούλου και της ζητούσαν να τους μοντάρει την πρώτη τους ταινία μικρού μήκους ή ντοκιμαντέρ.

Με την σπάνια αγάπη της για τον κινηματογράφο και την αλληλεγγύη της στους νέους κινηματογραφιστές αναδείχτηκε σε έναν κινηματογραφικό καθοδηγητή των νέων σκηνοθετών.

«Η Γιάννα Σπυροπούλου υπήρξε σπάνιο παράδειγμα γενναιοδωρίας, αλληλεγγύης και προσφοράς στον ελληνικό κινηματογράφο και την τηλεόραση μέχρι και την τελευταία δύσκολη περίοδο» αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών που «ευτύχησε να την έχει ως εξέχων μέλος της».

«Το πλούσιο έργο της, η συνεχώς εξελισσόμενη τεχνική της, η καλλιτεχνική ματιά της και οι καινοτομίες της στην τέχνη του μοντάζ αξίζουν να μελετηθούν γιατί αποτελούν καταστάλαγμα τεράστιας γνώσης και εμπειρίας και του ιδιαίτερου αισθήματός της για τον κινηματογράφο», επισημαίνει στην ανακοίνωσή της η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, σημειώνοντας ότι «θα κάνει αυτό που οφείλει για να διασωθεί και να αξιοποιηθεί το έργο της».

Η κηδεία της θα πραγματοποιηθεί στο Νεκροταφείο Ζωγράφου την Τρίτη στις 11:15 π.μ.

Η Ευτυχία Μητρίτσα στον Σταυρό Του Νότου..

$
0
0

Η Ευτυχία Μητρίτσα μετά από μια επιτυχημένη εμφάνιση στο Club του Σταυρού του Nότου (στις 26.2), επιστρέφει την Τετάρτη 16 Μαρτίου, για ακόμα μια βραδιά στον ίδιο χώρο, παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα – προσωπογραφία.
Πιο διάφανη από ποτέ, θυμάται τα ηχοχρώματα του τραγουδιού που την έκαναν να συγκινηθεί και να περιπλανηθεί στα αριστουργήματα της έντεχνης, λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής. Παρέα με τρεις εξαιρετικούς μουσικούς αναζητά την απλότητα και την αμεσότητα σε τραγούδια που ανασύρονται σα μνήμες παιδικές και βρίσκουν διέξοδο στα χείλη μας. Με τρόπο λιτό και ουσιαστικό, επιστρέφει στη δύναμη του ακουστικού ήχου και μας φέρνει κοντά στην καταγωγή των τραγουδιών.
Το κλαρίνο, το λαούτο, η κλασική κιθάρα, το πιάνο και το μπάσο φτιάχνουν ένα τοπίο από εικόνες γνώριμες, μα και απρόβλεπτες. Ο Τσιτσάνης, ο Τούντας, ο Χιώτης, ο Μικρούτσικος, ο Λοΐζος, ο Ξυδάκης, ο Σούκας, ο Ζαμπέτας, ο Καλδάρας, ο Χατζιδάκις και πολλοί άλλοι συναντιούνται σε ένα πρόγραμμα που αποκαλύπτει τις πιο βαθιές επιρροές της Ευτυχίας. Οδηγός η ζεστή φωνή της και η συγκινητική εκφραστική της δύναμη.

http://stn.gr/cms/wp-content/uploads/2016/03/MITRITSA.jpgΗ Ευτυχία Μητρίτσα μετά από πολλές σημαντικές συνεργασίες επί σκηνής (Γιώργο Νταλάρα, Μανώλη Λιδάκη, Γιώργο Ανδρέου, Μίλτο Πασχαλίδη, Γεράσιμο Ανδρεάτο, Απόστολο Ρίζο, Κώστα Μπουντούρη κ.α.) και δύο προσωπικά album στo δυναμικό της – “Σωσίβιο” (σε μουσικές του Κώστα Μπουντούρη) και “Μυστικός Προορισμός” – παρουσιάζει επιλεγμένα τραγούδια, όπως το “ Βγάλτο από μέσα σου”, η “Ζωή ακόμα αντέχει”, η “Μνήμη παιδική”, το “Δε σε θυμάμαι” κ.α.

Πλάι σ᾽ αυτά δοκιμάζει καινούρια τραγούδια, δικά της και άλλων δημιουργών, που θα αποτελέσουν το υλικό της επόμενης δισκογραφικής της εργασίας.

Προάγγελος αυτής, το τραγούδι “Μου λένε να μη σ᾽ αγαπώ” (σε μουσική Νίκου Καλλίνη και στίχους Γιώργου Πολυμενάκου) και η “Ηλέκτρα” (σε μουσική δική της και στίχους της Νάντιας Δουλαβέρα), που παρουσιάστηκε ζωντανά στην 4η συναυλία του Μικρού Πολυτεχνείου .

Πολύτιμος συνεργάτης της ο Δημήτρης Σίντος, που έχει την επιμέλεια της ενορχήστρωσης. Στη σκηνική επιμέλεια η Ματίνα Μέγκλα.

Συντελεστές
Διονύσης Θεοδώσης | κλαρίνο, φλογέρες
Άρης Κονιδάρης | κλασική & ακουστική κιθάρα
Δημήτρης Σίντος | λαούτο, μπάσο, πιάνο
Στον ήχο ο Σωτήρης Παπάκος
Στα φώτα ο Γιάννης Μπράτσης

Τιμή εισιτηρίου |12 ευρώ με ποτό
Ώρα προσέλευσης | 21:30

Διεύθυνση | Φραντζή και Θαρύπου 35-37 | Νέος Κόσμος
Τηλέφωνο Κρατήσεων | 210 9226975

http://stn.gr/2016/03/02/%CE%B5%CF%85%CF%84%CF%85%CF%87%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%B9%CF%84%CF%83%CE%B1-2/

«...και η γυναίκα στο εξής θα κουμαντάρει»

$
0
0
Ημέρα της Γυναίκας
Η γυναίκα έχει κυρίαρχη θέση στα ρεμπέτικα τραγούδια. Τα περισσότερα μιλάνε για την ομορφιά της, για τη χάρη της στο χορό και τα νάζια της | ΕUROKINISSΙ/ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ

"Μικρή διαδρομή επ’ ευκαιρία της Ημέρας της Γυναίκας"

Πριν από μερικά χρόνια είχα παρευρεθεί σε εκδήλωση αφιερωμένη στην Ημέρα της Γυναίκας ή της Μητέρας – δεν θυμάμαι ακριβώς. Όπου ακούστηκαν πολλά και διάφορα υπέρ γυναικών – από γυναίκες και άντρες.
Ήταν όμως και κάποιος από τους δεύτερους που ήταν υπέρ των αντρών – και είχε τα επιχειρήματά του. Με πιο… συντριπτικό το τελευταίο: «Και, όπως και να το κάνουμε, ο άντρας είναι πάντα από πάνω!» Οπότε ακούγεται μια γυναικεία φωνή από κάτω: «Δεν τα ξέρεις καλά!»
Ημέρα της Γυναίκας την ερχόμενη Τρίτη 8 Μαρτίου, που δεν είναι βέβαια η μοναδική ημέρα η αφιερωμένη στο θηλυκό γένος, είναι και η Ημέρα της Μητέρας, κάθε δεύτερη Κυριακή του Μαΐου, που καθιερώθηκαν έπειτα από μακροχρόνιους αγώνες των γυναικών, κυρίως στην Αμερική (σχετικό και το θέμα της πρόσφατης αμερικανικής ταινίας «Σουφραζέτες»).

Αγώνες και στην Ελλάδα, από το 1887 (για να μην πάω πολύ πιο πίσω, στα χρόνια της Λυσιστράτης), με πρωτοπόρο την Καλλιρρόη Παρρέν και την «Εφημερίδα των Κυριών» που πρόβαλε το θαρραλέο αίτημα για ψήφο στις γυναίκες.
Ένα αίτημα που τελικά ικανοποιήθηκε στον τόπο μας το 1956. Αλλά, για να υπάρχει κάποια… ισορροπία, να θυμίσω ότι υπάρχει (έπειτα από… αγώνες των αντρών) και η Ημέρα του Αντρα, η 19η Νοεμβρίου, καθώς και Ημέρα του Πατέρα, η τρίτη Κυριακή του Ιουνίου, αλλά ποιος τις θυμάται και τις τιμά – ενώ για τη γυναίκα…

Οι ρεμπέτισσες

Δεν θα εξαντλήσω βέβαια το κείμενο αυτό με πληροφορίες που είναι εύκολο να αναζητηθούν αλλού. Θα συνεχίσω με την καλλιτεχνική πλευρά του πράγματος, έτσι όπως εκφράστηκε από το ευρύτερο μέσο ψυχαγωγίας, το τραγούδι, με πρωτοπόρους τους ρεμπέτες. Γράφει ο ερευνητής του είδους Πάνος Σαββόπουλος στο βιβλίο του «Περί της λέξεως “ρεμπέτικο” το ανάγνωσμα… και άλλα» (Οδός Πανός Εκδόσεις, 2006):
«Η γυναίκα έχει κυρίαρχη θέση στα ρεμπέτικα τραγούδια. Τα περισσότερα μιλάνε για την ομορφιά της, για τη χάρη της στο χορό, για τα νάζια της, για τα κόλπα της, για τις φωνές που ανάβει κ.λ.π. Υπάρχουν όμως και ρεμπέτικα που περιγράφουν μιαν εντελώς διαφορετική γυναίκα, δηλαδή την ελεύθερη γυναίκα της δεκαετίας του ’30 που δε θα τη βρείτε σε κανέναν άλλο χώρο εκτός από το ρεμπέτικο […]
Η ρεμπέτισσα του ’30 ήταν μια πραγματικά ελεύθερη γυναίκα και η ελευθερία της δεν είχε ανάγκη από νόμους, διατάξεις, οργανώσεις, πλακάτ κ.λπ. […] Εντόπισα τουλάχιστον 80 τέτοια τραγούδια που ηχογραφήθηκαν ακριβώς μέσα στη δεκαετία του ’30, είναι διαφορετικών συνθετών και περιγράφουν με αδρές γραμμές αυτές τις γυναίκες». Ενδεικτικά, ένα δίστιχο από την «Τσαχπίνα» του Π. Τούντα: «… έτσι γλεντάνε τα όμορφα κορίτσια / και δε με νοιάζει ο κόσμος τι θα πει…»

Στη Βουλή

Και απ’ τη δεκαετία του ’30 σαλτάρω στη δεκαετία του ’50, οπότε δόθηκε στον τόπο μας το δικαίωμα ψήφου στη γυναίκα. Και ιδού πώς το… πανηγυρίζει, σε πρώτο πρόσωπο, στο τραγούδι «Η γυναίκα που ψηφίζει» του Απόστολου Καλδάρα - στίχοι Κώστα Μάνεση, ερμηνεία Μαρίκα Νίνου και Αθανάσιος Ευγενικός:
Ο κόσμος άλλαξε και πάρτε το χαμπάρι / και η γυναίκα στο εξής θα κουμαντάρει. / Ηρθε ο καιρός να φύγω πια απ’ τη ρουτίνα, / απ’ του συζύγου τη σκλαβιά και την κουζίνα. / Είμαι η γυναίκα η μοντέρνα που ψηφίζω, / γλεντώ στα κέντρα, πίνω ουίσκι και καπνίζω, / στην εξουσία κανενός πια δεν ανήκω, / δεν έχει τώρα “κάτσε, κάτσε, σήκω, σήκω”. / Στις εκλογές θα βάλω κάλπη στην Αθήνα, / θα πάρω ψήφους και θα βγω και δημαρχίνα /στα υπουργεία με τουπέ θα μπαίνω μέσα / κι έτσι σ’ όλες τις δουλειές θα ’χω τα μέσα…

Στο πλαίσιο

Με την ταχύτητα που φεύγει ο πίσω μας χρόνος: 22 χρόνια (6 Μαρτίου 1994) χωρίς τη Μελίνα, που αν ζούσε σήμερα θα ήταν 96 – και δεν ξέρω πώς θα αισθανόταν. Αν θα ήθελε να είναι κάτι άλλο εκτός απ’ τη γνωστή μας Μελίνα, την είχα ρωτήσει δυο χρόνια πριν «φύγει».
Και η… Μελινική απάντησή της: «Ουουου! Θα ήθελα να είμαι τελείως ανώνυμη, να ζήσω κάπου χωρίς έγνοιες… Να ζήσω σ’ ένα νησί με 300 ανθρώπους, σ’ ένα ωραίο σπίτι, δίπλα στην αμμουδιά… Αλλά μετά λέω: Ναι, αλλά να γίνω και δήμαρχος σ’ αυτό το νησί!»
Εκτενές αφιέρωμα σε 24 νεοέλληνες ποιητές στο ελληνογαλλικό περιοδικό DESMOS δεσμός του ομότιτλου παρισινού βιβλιοπωλείου και εκδοτικού οίκου.
Που διατηρεί (και αντέχει) εδώ και 32 χρόνια ο Γιάννης Μαυροιδάκος στη γαλλική πρωτεύουσα, προσφέροντας σημαντικό έργο στη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων. Το αφιέρωμα προλογίζουν ο ίδιος ο εκδότης, η κόρη του Κλειώ και οι Κωνσταντίνος Μπούρας, Τιτίκα Δημητρούλια και Κώστας Παπαγεωργίου. Άξιος ο μόχθος τους.
Κι επιστρέφοντας στα ημέτερα εδάφη: ένα ποίημα από την πρώτη συλλογή του Αλέκου Λούντζη «Προπαγάνδα – κάποια γράμματα για κάποια πράγματα» (εκδ. Γαβριηλίδης). Τίτλος «Προπαγάνδα»:
Σπουδαίοι άνθρωποι που ασχολούνται σοβαρά / με τον εαυτό τους / Τον αυτοβιογραφούν, τον ακονίζουν, τον συγχωρούν / τον συστήνουν και τον πωλούν / Εσονται πρώτοι, σαν ψεύτικοι Σπουδαίοι κι όσοι δεν το κάνουν, τόσο όμορφοι / αυτοί οι τελευταίοι / μοναχικοί, ανιδιοτελείς, ριζοσπάστες / χωρίς εγωισμό και μικρότητα / χωρίς ζωή, σαν αληθινοί / Εσονται πρώτοι, σα να ’ταν οι τελευταίοι.
ΚΑΙ… Οσα ξέρει η εξ Ιμαλαΐων γάτα…


https://www.efsyn.gr/sites/efsyn.gr/themes/efsyn/images/logo_efsyn_footer.png


Οι ρεμπέτισσες του… ντουνιά!

$
0
0
Λόγω της ημέρας της γυναίκας, ένα μικρο αφιέρωμα στις γυναίκες που άφησαν εποχή στο ρεμπέτικο και παραδοσιακό τραγούδι....
ρεμπετισσες
Οι γυναίκες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο ρεμπέτικο τραγούδι
Από τη Ρόζα Εσκενάζυ ως τη Μαριώ η χρονική απόσταση μεγάλη. Όμως το ρεμπέτικο δεν θα ήταν ίδιο αν δεν υπήρχαν κι οι γυναίκες, που «στόλισαν» με την παρουσία τους το πάλκο, το ομόρφυναν κι άφησαν σημαντική κληρονομιά για το λαϊκό τραγούδι. 

Είτε λόγω νοοτροπίας καθώς ήταν πιο απελευθερωμένες είτε λόγω ανάγκης  οι γυναίκες της Μικράς Ασίας πρωταγωνίστησαν τα πρώτα χρόνια του ρεμπέτικου και καθόρισαν τη σφραγίδα του αλλά κι αργότερα.

Ανεξάρτητα από την τύχη που είχε η καθεμιά και πως συντελέστηκαν όλα αυτά, ήταν γυναίκες που έκαναν σε γενικές γραμμές αυτό που ήθελαν σε μια εποχή, που δε συγχωρούσε τη γυναικεία χειραφέτηση. Ας δούμε μερικές από τις κυριότερες εκπροσώπους του ρεμπέτικου:

ροζα εσκεναζυ

Ρόζα Εσκενάζυ

Το «καναρίνι», η ναζιάρα Εβραιοπούλα Ρόζα Εσκενάζυ ήταν εμβληματική φυσιογνωμία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Το ρεμπέτικο ίσως να μην ήταν ίδιο χωρίς τη φωνή και τον τρόπο της Ρόζας, η οποία όχι απλώς τραγούδησε αλλά χόρεψε κι ερμήνευσε με τον τρόπο που εννοούμε σήμερα. Γεννήθηκε πιθανότατα στα μέσα της δεκαετίας του 1890 και έφυγε στις 2 Δεκεμβρίου του 1980 έχοντας ζήσει μια θυελλώδη ζωή γεμάτη έρωτες και πάθη, ακόμη και με σύντροφο κατά 30 χρόνια νεότερό της.
Γεννήθηκε μάλλον ως Σάρα Σκιναζή σε Σεφαραδίτικη οικογένεια της Πόλης, έζησε στη Θεσσαλονίκη – όπου ο πατέρας της εργαζόταν σε εργοστάσιο βάμβακος- ενώ η παραμονή της για λίγο διάστημα στη Θράκη, ήταν καθοριστική για την επίδρασή της από το μουσουλμανικό στοιχείο. Φυλακίστηκε γιατί βοηθούσε τους Έλληνες και τους Εβραίους στην κατοχή και κράτησε επάξια μια θέση στο πάνθεον των τραγουδιστών, που έχουν επηρεάσει μέχρι σήμερα τον τρόπο που τραγουδιέται το ρεμπέτικο αλλά και το λαϊκό κι η παρουσία της στο πάλκο ήταν αξεπέραστη.
Τραγούδησε και παραδοσιακά κομμάτια κι η φωνή της είναι σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης εποχής λατρεύτηκε από την ελληνική Ομογένεια κι από τους πολίτες των Βαλκανίων ενώ οι ρυθμικές κινήσεις των χεριών της με τα βραχιόλια της μετέτρεπαν στην πραγματικότητα σε μουσικό όργανο και το σώμα της. Πέθανε από Αλτσχάιμερ και δυο χρόνια μετά το θάνατό της ο Κώστας Χατζηδουλής δημοσίευσε ένα βιβλίο με απομνημονεύματα της κορυφαίας ερμηνεύτριας με τίτλο: «Αυτά που θυμάμαι» ενώ το 2008 ο σκηνοθέτης Roy Sher δημιούργησε ένα μουσικό ντοκιμαντέρ με τίτλο: Καναρίνι μου γλυκό, που αναφέρεται στη ζωή της Ρόζας Εσκενάζυ.

Ριτα Αμπατζη

Ρίτα Αμπατζή

Μικρασιάτισσα κι η Ρίτα Αμπατζή αλλά από τη Σμύρνη γεννήθηκε το 1914 κι είχε κι αδερφή τραγουδίστρια. Ακολουθώντας το κλίμα της εποχής τραγουδά ρεμπέτικα, σμυρναίικα και δημοτικά τραγούδια και συνεργάζεται με τους κορυφαίους του ρεμπέτικου και του δημοτικού τραγουδιού: Τούντα, Παπαζόγλου, Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, αδελφούς Χαλκιάδες.
Πεθαίνει στο Αιγάλεω το 1969 έχοντας σταματήσει ήδη από πολύ νωρίς μια επιτυχημένη καριέρα. Παρά το γεγονός ότι σταμάτησε γρήγορα το όνομά της έμεινε με φωτεινά γράμματα στο ρεμπέτικο τραγούδι.

Βαγγελης Αγγελά Παπαζογλου

Αγγέλα Παπάζογλου

Γεννήθηκε το 1899 στη Σμύρνη και ήταν σύζυγος του Βαγγέλη Παπάζογλου και κόρη μουσικού του Δημήτριου Μαρωνίτη, που έπαιζε βιολί και σαντούρι.
Σύμφωνα με όσα γράφει ο μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας η Αγγέλα Μαρωνίτη που έμεινε γνωστή με το όνομα Παπάζογλου έμεινε τυφλή λίγο μετά το γάμο της, το 1928 εξαιτίας μιας πάθησης που είχε από νεαρή ηλικία.
Πρωτοτραγούδησε σε ηλικία 16 ως 17 ετών σε διάφορα κέντρα κι ελάχιστα τραγούδια έχουμε σε ηχογραφήσεις της, αμανέδες κι ένα τραγούδι τη Δερβίσαινα, του συζύγου της. Πέθανε τον Αύγουστο 1983 στην Κοκκινιά.

Στελλα Χασκιλ

Στέλλα Χασκίλ, η Θεσσαλονικιά

Η Στέλλα Χασκίλ, Ιγεχασκέλ ή Γεχασκέλ – Γαέγου, σύζυγος του Ιάκωβου Γεχασκέλ, γεννήθηκε το 1918 στη Θεσσαλονίκη.
Εξ ου κι είχε και το παρατσούκλι «Θεσσαλονικιά» κατά τον ερευνητή – συγγραφέα Σάκη Πάπιστα υπήρξε από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου τραγουδιού με βελούδινη φωνή που ερμήνευσε πολλά τραγούδια και με διαφορετικό ύφος από άλλες Θεωρείται πως ανήκει στη δεύτερη γενιά του ρεμπέτικου κι η φωνή της ακούγεται σε τραγούδια των Τσιτσάνη, Χατζηχρήστου, Χιώτη, Περιστέρη, Μπακάλη, Παπαϊωάννου κ.ά.
Τραγούδησε και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα και ξεχωρίζει στο αισθησιακό κομμάτι οι «Σεβιλιάνες» και στο ζεϊμπέκικο «Εδώ πληρώνονται όλα». Μάλιστα, πρώτη φορά γραμμοφώνησε εκείνη το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και το «Πάλιωσε το σακάκι μου», που ακούγονται μέχρι σήμερα.

Γεωργια Μηττάκη

Γεωργία Μηττάκη

Γεννήθηκε το 1911 στον Αυλώνα Αττικής κι ήταν Αρβανίτισσα στην καταγωγή η Γεωργία Μηττάκη. Ο πατέρας της λεγόταν Ευάγγελος Κουρουμπέτσης και η μητέρα της Όλγα Φίστη.
Σε ηλικία 18 ετών εγκαταστάθηκε στου Ψυρρή κι ένα χρόνο αργότερα το 1930 παντρεύτηκε τον Κρητικό, Γεώργιο Μηττάκη και πήρε το επίθετό του, με το οποίο έμεινε γνωστή. Απίστευτη φωνή, λατρεμένη στο δημοτικό τραγούδι που επηρέασε όπως κι η Ρόζα Εσκενάζυ τραγουδίστριες της νεότερης γενιάς, όπως τη Χαρούλα Αλεξίου κ.ά.
Τραγούδησε στον Έλατο και την Αράχωβα με κορυφαίους σολίστες στο κλαρίνο όπως ο Νίκος Καρακώστας ο Κώστας Γιαούζος, συνεργάστηκε με τους αδελφούς Χαλκιά κ.ά. Ταξίδεψε και στην Αμερική και στην Αίγυπτο , ηχογράφησε τραγούδια κι η στεντόρεια δωρική ερμηνεία της την έκανε να ξεχωρίζει. Τελευταίες ηχογραφήσεις της το 1965 αλλά θεωρείται θρύλος για όλη την περιοχή της Αττικής, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου.
Πέθανε το 1977 στο μέρος που γεννήθηκε.
Τραγούδησε Περιστέρη, Παντελίδη, Σκαρβέλη, Τούντα, Τσιτσάνη αλλά ουσιαστικά είναι θεμέλιος λίθος για το δημοτικό τραγούδι η φωνή της. Όποιος δεν έχει ακούσει το «Με γέλασαν μια χαραυγή», έστω από δίσκο, με τα γυρίσματά της φωνής της κι αγαπά τη δημοτική μουσική έχει χάσει ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής παράδοσης αλλά και την ευκολία με την οποία πηγαινοέρχεται στις μουσικές κλίμακες…

Τσιτσανης Νινου

Μαρίκα Νίνου

Γεννήθηκε 1 Ιανουαρίου 1918 πέθανε 23 Φεβρουαρίου του 1957 και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα κατόρθωσε να γίνει θρύλος.
Το αηδόνι της δεύτερης γενιάς του ρεμπέτικου γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη κι ήταν ακροβάτης. Το 1947 με το Ντούο Νίνο και μισό, έκανε ακροβατικά νούμερα με τον άνδρα και το παιδί της. Αν ο Τσιτσάνης έφτιαξε όνομα στο ρεμπέτικο, σίγουρα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του το οφείλει και στη Μαρίκα Νίνου, η οποία θεωρήθηκε η μούσα του.
Η ζωή της Μαρίκας Νίνου ήταν έμπνευση για τον Κώστα Φέρρη που έγραψε το σενάριο «Ρεμπέτικο» το 1983. Μελωδική, αισθησιακή η φωνή της, όσο λίγο τραγούδησε τόσο μεγάλο αποτύπωμα άφησε…

Σωτηρια Μπελλου

Σωτηρία Μπέλλου

Κορυφαία ερμηνεύτρια γεννήθηκε στο χωριό Δροσιά κοντά στη Χαλκίδα στις 29 Αυγούστου 1921. Άνθρωπος των παθών, η Σωτηρία Μπέλλου με τη μπάσα φωνή ήταν από τις αγαπημένες τραγουδίστριες του κοινού αλλά και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Εκρηκτική ως χαρακτήρας έζησε μια ζωή γεμάτη που πηγαινοερχόταν από το ζενίθ στο ναδίρ ως τις 27 Αυγούστου 1997. Παντρεύτηκε αλλά ο γάμος της δεν ήταν ό,τι καλύτερο και σ΄ έναν από τους πολλούς ξυλοδαρμούς που βίωσε του έριξε βιτριόλι και μπήκε φυλακή.
Συνεργάστηκε με τους καλύτερους μουσικοσυνθέτες: Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Καλδάρα και μερικά από τα τραγούδια, που ερμήνευσε, έγιναν τόσο μεγάλες επιτυχίες που τ΄ ακούμε μέχρι σήμερα: Συννεφιασμένη Κυριακή, Είπα να σβήσω τα παλιά κ.ά.
Βασανίστηκε και κλείστηκε ξανά φυλακή και κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, αυτή τη φορά εξαιτίας της αντιστασιακής της δράσης.
Η αντιπαλότητά της με τη Μαρίκα Νίνου έντονη ενώ παροιμιώδης ήταν η αγάπη της για το τζόγο. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια της ζωής της διαγνώστηκε με καρκίνο του φάρυγγα.

Σεβας Χανουμ

Σεβάς Χανούμ

Η Σεβαστή Παπαδοπούλου ή Σεβάς Χανούμ γεννήθηκε το 1931 κοντά στα Κοκκινόγεια Δράμας. Καλλιτεχνικό ζευγάρι στο πάλκο και στη ζωή με το Στέλιο Καζαντζίδη έμειναν για λίγο χρονικό διάστημα μαζί, σύμφωνα με το βιβλίο «Υπάρχω».
Συνεργάστηκαν με τον Καζαντζίδη σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης και κατά τον τραγουδιστή, βασική αιτία χωρισμού τους ήταν η εξάρτησή της από τα ναρκωτικά, ο οποίος μαζί της ανακάλυψε τον πλούτο της αραβικής μουσικής αλλά και την εκρηκτική τραγουδίστρια της Αιγύπτου Ουμ Καλσούμ. Πέθανε το 1990 στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης.
Αφηγήσεις της περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Σεβάς Χανούμ – Η ιστορία μιας τραγουδίστριας», επιμέλεια Μανουήλ Τασούλας (εκδόσεις Πανός).
 ΠΗΓΗ
Agrocosmos.com

Οι String Demons το Σάββατο 19 Μαρτίου στο Θέατρο Απόλλων

$
0
0
Από το παραδοσιακό στο κλασικό, από το heavy metal στο λαϊκό, από τους εκκλησιαστικούς  ύμνους στο ρεμπέτικο
Oι “String Demons’’ έχουν ξεκινήσει από την Αθήνα την περιπέτεια τους στον κόσμο και στέκονται πανάξια δίπλα στα κορυφαία ξένα σχήματα του είδους τους.
Το Σάββατο 19 Μαρτίουέρχονται στο Θέατρο Απόλλων  στην Ερμούπολη της Σύρου για να μας παρασύρουν σε μία αναπάντεχη συμφωνική γιορτή με βάση τα έγχορδα.
Από το παραδοσιακό στο κλασικό, από το heavy metal στο λαϊκό, από τους εκκλησιαστικούς  ύμνους στο ρεμπέτικο, στο rock και όπου αλλού φτάνει η μουσική με αφοπλιστική φαντασία και δυνατό ρυθμό.
Το “δαιμόνιο” πρόγραμμα τους με συνθέσεις των Iron Maiden, Χατζιδάκι, Bach, Vivaldi, Τσιτσάνη κ.ά. θα το συμπληρώσουν με κομμάτια από τον καινούργιο δίσκο τους που θα κυκλοφορήσει σύντομα σε Ελλάδα και εξωτερικό από μεγάλη δισκογραφική εταιρία.
Ήδη κυκλοφορεί ένα mini album τους από την FM Records, προάγγελος του τι μας επιφυλάσσουν οι δαίμονες των εγχόρδων, ενώ αν και έχουν ξεκινήσει ως group μόλις το 2014 έχουν καταφέρει να ...καταγράψουν τα πρώτα τους sold out.
Πηγή ανάρτησης: koinignomi.gr

Χαράλαμπος Βασιλειάδης...Ο άγνωστος «Τσάντας» των διάσημων στίχων

$
0
0
Ο στιχουργός, σε νεαρότατη ηλικία, όταν υπηρετούσε τη θητεία του. Η φωτογραφία δημοσιεύεται για πρώτη φορά
Ο στιχουργός, σε νεαρότατη ηλικία, όταν υπηρετούσε τη θητεία του.
Ένα   αφιέρωμα   στον πιο... διάσημο άγνωστο του λαϊκού μας τραγουδιού, το στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη (1902-1970), που άφησε τόσα και τόσα υπέροχα λόγια, ερωτικά και αλέγρα, τραγουδισμένα από γενιές και γενιές.  
Θυμίζουμε ενδεικτικά:
Με τον Γιάννη Παπαϊωάννου: «Πριν το χάραμα», «Απ'της Ζέας το λιμάνι», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Είσαι γυναίκα του μπελά».
Με τον Γιώργο Ζαμπέτα: «Ηρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου», «Τα δειλινά», «Πάει-πάει», «Αγωνία», «Ο πιο καλός ο μαθητής», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Ο κυρ-Αλέκος», «Πού 'σαι Θανάση», «Ο Αγαθοκλής».
Ενας μάστορας του λόγου με μια τσάντα γεμάτη στιχουργικούς θησαυρούς (εξ ου και το παρατσούκλι του «Τσάντας») που περιέφερε την πραμάτεια του στα αθηναϊκά στέκια των λαϊκών δημιουργών, κυρίως στην Ομόνοια, στα μπαράκια του Μάριου και του μπαρμπα-Γιάννη στην οδό Ιωνος. Ενας... ταχυδακτυλουργός της ρίμας που έκανε επιτυχίες με πλειάδα συνθετών όπως:

Νίκος Γούναρης («Σκαλί, καλέ μου σκαλί»), Απόστολος Χατζηχρήστος («Η άμαξα μες στη βροχή»), Βασίλης Τσιτσάνης («Τρελέ τσιγγάνε», «Αφού μ'αρέσει να γυρνώ»), Απόστολος Καλδάρας («Βρε ζωή φαρμάκια στάζεις»), Γεράσιμος Κλουβάτος («Αναψε το τσιγάρο δώσ'μου φωτιά»), Νίκος Μεϊμάρης («Οι γλάροι-τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει»), Πάνος Γαβαλάς («Σιγανοψιχάλισμα»), Βασίλης Καραπατάκης («Οταν κοιμάται ο δυστυχής»), Στέλιος Χρυσίνης («Απόψε μ'εγκατέλειψες»), Μανώλης Χιώτης («Το παλιό μου μπουζουκάκι»), Στράτος Καμενίδης («Το παρελθόν θυμήθηκα») κ.ά.

Ενας προικισμένος δημιουργός, που έγραψε πάνω από χίλια τραγούδια στις δεκαετίες του '40, του '50 και του '60 ερμηνευμένα από σημαντικές φωνές του λαϊκού τραγουδιού όπως: Στράτος Παγιουμτζής, Πρόδρομος Τσαουσάκης, Σπύρος Ζαγοραίος, Στέλιος Καζαντζίδης, Τάκης Μπίνης, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Πάνος Γαβαλάς, Μαίρη Λίντα, Βίκυ Μοσχολιού, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Τόλης Βοσκόπουλος, Γιώργος Νταλάρας, Δημήτρης Μητροπάνος κ.ά.

Γι'αυτόν τον αφανή μάστορα του στίχου (δεν υπάρχουν συνεντεύξεις, κείμενά του, μόνο τρεις φωτογραφίες του) θα γίνει η συναυλία-αφιέρωμα «Μια τσάντα τραγούδια» στις 14 Νοεμβρίου στο θέατρο «Μπάντμιντον».
Χαρακτηριστικός ο υπότιτλος: «Ολοι οι Ελληνες έχουμε τραγουδήσει τραγούδια του. Πόσοι όμως ξέρουμε ότι είναι δικά του;».
Σε τούτη την εναρκτήρια συναυλία του κύκλου «Τα πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού», σε καλλιτεχνική επιμέλεια του συνθέτη Μιχάλη Κουμπιού, αξέχαστα τραγούδια του Βασιλειάδη ερμηνεύουν οι: Γιάννης Ζουγανέλης, Μελίνα Κανά, Αρετή Κετιμέ, Παναγιώτης Λάλεζας, Βασίλης Λέκκας, Γιώτα Νέγκα, Κώστας Μακεδόνας, Γιώργος Μαργαρίτης, Μαριώ, Μπάμπης Τσέρτος και το φωνητικό σύνολο «Canto». Συμμετέχει η εξαμελής λαϊκή ορχήστρα «Καρέ-Καρέ». Προλογίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Γεννημένος το 1902 στο Τσανάκ Καλέ, ήρθε στην Ελλάδα με τα πρώτα προσφυγικά κύματα της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ηταν καλλιεργημένος και γλωσσομαθής (μιλούσε τέσσερις γλώσσες) και ασχολήθηκε με μεταφράσεις. Για κάποιο καιρό εργάστηκε στο υπουργείο Ναυτιλίας, το οποίο παράτησε για να αφιερωθεί αποκλειστικά στη στιχουργική.
Ο Βασιλειάδης ή «Ταμβάκης», όπως υπέγραφε ενίοτε στους δίσκους χρησιμοποιώντας το επώνυμο της συζύγου του (δεν απέκτησαν παιδιά), διέπρεψε τα μεταπολεμικά χρόνια με την πένα του στην ελληνική δισκογραφία (η αδελφή του Νίκη υπήρξε η πρώτη σύζυγος του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά).
Με το χαρτοφύλακά του γεμάτο τραγούδια (ο Μπάμπης, ο «Τσάντας ο Λόγιας» όπως ήταν γνωστός στην πιάτσα των λαϊκών δημιουργών) έδινε τραγούδια του συχνά για ένα κομμάτι ψωμί και κάποιες φορές και τζάμπα προκειμένου ν'ακουστούν (θυμίζει κάπως η περίπτωσή του την αντάξια και συγκαιρινή του Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που σκόρπιζε στίχους της για να αντεπεξέλθει στο χαρτοπαικτικό πάθος της).
Υψηλόσωμος και ευτραφής, ο Βασιλειάδης με τρομερή ευχέρεια έγραφε στίχους, είτε μόνος του είτε κατά παραγγελία. Η αμεσότητα και απλότητα, ο ερωτικός καημός, η θυμόσοφη κι εύθυμη ματιά χρωμάτιζαν τους στίχους του. Ηταν μετρημένος, γενναιόδωρος, διακριτικός. Μόνη του αδυναμία, ίσως, το ωραίο φύλο.*
Δύο κλασικά ερωτικά τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου («Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε») κι ένα φοβερά κεφάτο του Γιώργου Ζαμπέτα («Ο πιο καλός ο μαθητής»), δείχνουν την αστείρευτη στιχουργική φλέβα του Χαράλαμπου Βασιλειάδη.
  • ·Πριν το χάραμα
Πριν το χάραμα μονάχος
εξεκίνησα
αχ, και στο πρώτο μας το στέκι
την αυγούλα γύρισα
Αν και άλλη μ'είχε μπλέξει με
καμώματα
αχ, σ'αγαπώ κι ήρθα κοντά σου
πριν τα ξημερώματα
Πριν ακόμα σβήσουν τ'άστρα
εξεπόρτισα,
αχ, να ξανάβρω τα δυο χείλη
που ποτέ δεν χόρτασα.
·Σβήσε το φως να κοιμηθούμε
Ασε με στη βαθιά σκοτούρα
Και μην αρχίζεις τη μουρμούρα
κόφ'το γαζί, μην το τραβούμε
σβήσε το φως να κοιμηθούμε
Μου 'χεις ζαλίσει το κεφάλι
πάψε τη γκρίνια τη μεγάλη
σαν ξημερώσει θα τα πούμε
Ελα γλυκά και φίλησέ με
σβήσε το φως κι αγκάλιασέ με
με γκρίνιες άκρη δε θα βρούμε
·Ο πιο καλός ο μαθητής
Ενα καιρό που μ'έστελνε
η μάνα μου σχολείο ω! ω! ω!
κι ο δάσκαλός μου μ'έβαζε
στο πρώτο το θρανίο.
Ο πιο καλός ο μαθητής
ήμουνα εγώ στην τάξη ω! ω! ω!
κι οι δάσκαλοι μου με είχανε
μη βρέξει και μη στάξει
Πάντοτε στο τετράδιο
βαθμό έπαιρνα δέκα ω! ω!
κι αν στη ζωή πήρα μηδέν
τα φταίει μια γυναίκα.
Στον έλεγχο διαγωγή
είχα κοσμιωτάτη ω! ω! ω!
κι όμως οι συναναστροφές
μου βγάλανε το μάτι
  http://s.enet.gr/garnish/footer-logo.c1305041658k.png

«Του 'παιρναν τα τραγούδια για ένα πακέτο τσιγάρα»

Ο Γιώργος Ζαμπέτας στην αυτοβιογραφία του «Και η βρόχα έπιπτε... στρέιτ θρου» (επιμέλεια Ιωάννας Κλειάσιου, εκδόσεις «Ντέφι») αναφέρει για τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη: «Εμενε σ'ένα προσφυγικό χαμόσπιτο στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Ο «Τσάντας» με τη σύζυγό του, Αννα: ακόμη μία από τις φωτογραφίες που εντοπίστηκαν έπειτα από δημοσιογραφική έρευνα σ'ένα παζάρι στο Μενίδι
Ο «Τσάντας» με τη σύζυγό του, Αννα: ακόμη μία από τις φωτογραφίες που εντοπίστηκαν έπειτα από δημοσιογραφική έρευνα σ'ένα παζάρι στο Μενίδι

Εκεί πήγαινα και γράφαμε τραγούδια, γράφαμε στίχους, σβήναμε. Ηταν μπαξές! Του έλεγες τι θέλεις περίπου, πέντε λέξεις κι αμέσως τάκα τάκα το έφτιαχνε. Γύρναγε πάντα με μια τσάντα φορτωμένη στίχους, έτσι του βγήκε το παρατσούκλι. Ολη μέρα γύρναγε, έδινε στίχους, μοίραζε στίχους, του 'κλεβαν και στίχους. Του τα παίρνανε για ένα πακέτο τσιγάρα. Εχει γράψει πολλά τραγούδια, αλλά τα μισά μόνο έχουνε το όνομά του. Τον κλέβανε διάφοροι επιτήδειοι, δεν του γράφανε το όνομά του κι αυτός δεν έκανε και τίποτα, δεν τους κυνήγαγε... Ηταν τίμιος, χρυσός άνθρωπος».
Ο Ζαμπέτας βρισκόταν στο Λονδίνο όταν τον ειδοποίησαν ότι πέθανε. «Κοκάλωσα. Μου 'λειψε ένα κομμάτι από πάνω μου. Γύρισα αμέσως και πάω σπίτι τους. Μου λέει η γυναίκα του η κυρα-Αννα ότι την ώρα που πέθαινε άνοιξε την τσάντα του και έδωσε ένα τραγούδι για μένα. Το "Πού 'σαι Θανάση". Σημαδιακό τραγούδι... Ο Τσάντας ήταν μεγάλος θησαυρός για το ελληνικό τραγούδι, απ'τους μεγαλύτερους».
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα» (επιμέλεια Κώστα Χατζηδουλή, εκδόσεις «Κάκτος»), μιλώντας για το αξεπέραστο τραγούδι του «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε» σημειώνει: «Σκόλασα ένα βράδυ από το μαγαζί και πήγα σπίτι για ύπνο. Η γυναίκα μου άρχισε την γκρίνια. Της λέω, άσε με στη σκοτούρα μου, μην αρχίζεις τη μουρμούρα, άμα ξημερώσει θα τα πούμε, μην ξυπνήσουνε τα παιδιά, σβήσε το φως να κοιμηθούμε. Ετσι γράφτηκε αυτό. Ο Τσάντας ο Βασιλειάδης το χτένισε τότε. Μικρασιάτης, πολύ μορφωμένος. Μεγάλος στιχουργός, από τους καλύτερους. Τα τραγούδια του τα πούλαγε πέντε δεκάρες ή τα χάριζε, όπως η Παπαγιαννοπούλου. Ξέρω πολλά τραγούδια που έδωσαν αυτοί κι έγιναν μεγάλες επιτυχίες χωρίς να παίρνουνε δεκάρα. Ναι, τζάμπα!». *

Γιώργος Μπάτης 1885 – 10 Μαρτίου 1967

$
0
0
Γιώργος Μπάτης
Γεννήθηκε το 1885 στα Παλαιά Λουτρά Μεθάνων - Πέθανε στις 10 Μαρτίου 1967
Από τους σημαντικότερους ρεμπέτες της προπολεμικής εποχής, γνωστός και ως Γιώργος Αμπάτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Τσωρός. 

Γεννήθηκε το 1885 στα Παλαιά Λουτρά Μεθάνων και σε ηλικία 8 ετών μετακόμισε στον Πειραιά. Στρατεύτηκε το 1908 και υπηρέτησε έως το 1920! Έμαθε μπαγλαμά στις στρατιωτικές φυλακές, όπου τον έκλειναν τακτικά γιατί λιποτακτούσε. Από το 1915 έπαιζε μπαγλαμά και τραγουδούσε στους τεκέδες και τα ταβερνάκια του Πειραιά.

Το 1925 άνοιξε το πρώτο του χοροδιδασκαλείο «Κάρμεν» στη Δραπετσώνα και το 1931 ένα καφενείο - τεκέ, το «Ζώρζ Μπατέ», στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη (Ακτή Τζελέπη), όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής. Έξι χρόνια αργότερα, του το έκλεισαν και αναγκάστηκε να κάνει άλλο στο Γιουσουρούμ του Πειραιά, όπου συνέχισε να διδάσκει το μπουζούκι. Παράλληλα, εξασκούσε και άλλα επαγγέλματα, όπως κομπογιαννίτης (πουλούσε «ελιξίρια» για τα δόντια, για τους κάλους, κ.λπ.), παλαιοπώλης, ενεχυροδανειστής, μικροπωλητής, κ.ά.

Το 1934, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή, σχημάτισε το πρώτο ρεμπέτικο συγκρότημα και εμφανίστηκε στην «Ανάσταση» του Πειραιά, στο μαγαζί του Κωνσταντόπουλου (2 μπουζούκια, μπαγλαμάς και τραγούδι). Ήταν η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», όπως την ονόμασε ο ίδιος.
Αν και ηχογράφησε μόνο 17 τραγούδια σε δίσκους γραμμοφώνου, υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές του κλασικού πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού. Οι σημαντικότερες επιτυχίες του: «Ο τεκές του Μπάτη», «Ο Ωρωπός», «Από κάτω απ'το ραδίκι», «Βάρκα μου μπογιατισμένη», «Η Παπαδιά», «Ο Θερμαστης», «Κάτω στην Άγια Μαρίνα», «Ατσιγγάνα με φωνάζουν», «Εφουμέρναμε χασίσι», «Ο γαλατάς», «Η Αλεξάνδρα», «Γιαχνί σοκάκι», «Κάτω στο γυαλό στην άμμο», «Φωνογραφητζήδες», «Βλέπω τέσσεροι παρέα», «Στρατώνα», «Καμηλιέρικο», «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα»), «Ο Mπουφετζής», «Σού 'χει λάχει», «Μάγκες καραβοτσακισμένοι», «Το μπαρμπεράκι», «Γυφτοπούλα στο χαμάμ» κ.ά.

Ο Γιώργος Μπάτης αγαπούσε τα παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα όργανα. Στο σπίτι του διατηρούσε μια συλλογή από πέντε μπουζούκια, δυο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία - λατέρνα. Είχε πολύ έντονη την αίσθηση του χιούμορ και οι πλάκες του άφηναν εποχή. Ντυνόταν πάντοτε στην «πέννα», στο κλασσικό στυλ του «παλιόμαγκα», με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν, σκληρό καπέλο και κρατούσε μπαστουνάκι. Φορούσε στιβάλια μυτερά και ψηλοτάκουνα, χαρακτηριστικά παπούτσια των «Κουτσαβάκηδων».

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τριγύριζε στα γνωστά του στέκια, ταβέρνες και καφενεία του Πειραιά, παίζοντας στις παρέες τραγούδια από το ένδοξο παρελθόν του. Πέθανε στις 10 Μαρτίου 1967και κηδεύτηκε -σύμφωνα με την επιθυμία του- παρέα με τον αγαπημένο του μπαγλαμά (έργο του Τσακιριάν).

Γιώργος Ζαμπέτας 1925 – Πέθανε σαν σήμερα 10 Μαρτίου του 1992

$
0
0
Γιώργος Ζαμπέτας
Συνθέτης, βάρδος του λαϊκού τραγουδιού και δεξιοτέχνης στο μπουζούκι. Γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε από τον κουρέα πατέρα του και από το 1950 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά σε λαϊκά κέντρα. Στη δισκογραφία μπήκε το 1953.
Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις του. Τα επόμενα χρόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας «κέντησε» με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση και πολλών άλλων συνθετών. Έγραψε ακόμα τραγούδια με τους Πυθαγόρα, Καγιάντα, Πρετεντέρη, Παπαδόπουλο, Τζεφρώνη, Μπακογιάννη και Παπαγιαννοπούλου, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον κορυφαίο στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη - Τσάντα, τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και τον Αλέκο Σακελλάριο.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται πάνω από 250 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες, όπως Πατέρα κάτσε φρόνιμα, Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά, Σταλιά-σταλιά, Τι σου ’κανα και μ’ εγκατέλειψες, Τι γλυκό να σ’ αγαπούν, Ο πενηντάρης, Μάλιστα κύριε,
Ο πιο καλός ο μαθητής κ.ά. Με τα τραγούδια του ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά τραγουδιστών: Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Δούκισσα κ.α.
Πήρε μέρος σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες (Κόκκινα Φανάρια, Λόλα, Οδός Ονείρων κ.ά.).
Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια. "Μάλιστα κύριε" (τίτλος τραγουδιού του Γ. Ζαμπέτα, με ερμηνεία δική του και στίχους του Αλέξανδρου Καγιάντα)».
Πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1992.

ΠΗΓΗ: 
Viewing all 1584 articles
Browse latest View live