Quantcast
Channel: Το Ρεμπέτικο Τραγούδι
Viewing all 1584 articles
Browse latest View live

Ο τραγουδιστής των Franz Ferndinand τραγούδησε «Τα Ματόκλαδα» του Βαμβακάρη στο Λονδίνο και αποθεώθηκε (βίντεο)...

$
0
0
alex-kapranos--franz-ferdinand
Μια εκδήλωση αφιερωμένη στον πατριάρχη του ρεμπέτικου, Μάρκο Βαμαβακάρη που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες στο Λονδίνο φιλοξένησε το Babrican Center.

Εκεί βρέθηκαν πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες: ο Γιάννης Κότσιρας, η Σοφία Παπάζογλου, ο Μανώλης Πάππος, η Εβελίνα Αγγέλου κ.ά. τους οποίους συνόδευσε επί σκηνής με το μπουζούκι του ένας από τους γιους του ρεμπέτη, ο Στέλιος Βαμβακάρης.

Την παράσταση κυριολεκτικά έκλεψε ο τραγουδιστής του σκωτζέζικου συγκροτήματος Franz Ferdinand, Άλεξ Καπράνος (έχει ελληνική καταγωγή από τον πατέρα του, γεννήθηκε στον Πειραιά).
Ο Άλεξ που δηλώνει όπου σταθεί και όπου βρεθεί ότι έχει μεγάλη αδυναμία στην Ελλάδα ερμήνευσε το γνωστό τραγούδι του Μάρκου, «Τα Ματόκλαδά σου Λάμπουν» και έγινε πραγματικός χαμός.


Εκτός από λάτρης της χώρας, ο 43χρονος τραγουδιστής είναι και θαυμαστής του Μάρκου Βαμβακάρη, γι΄ αυτό συμμετείχε στην εκδήλωση και ερμήνευσε ζωντανά το αγαπημένο του κομμάτι.
Πριν ξεκινήσει να τραγουδάει, ο Καπράνος διάβασε απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Μάρκου που πρόσφατα μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε και στα αγγλικά.
 
 
ΠΗΓΗ
tvxs.gr

'Σκύλα με έκανες ρεζίλι, βρε, στον πασά και στο βεζίρη'. Ο Μάρκος Βαμβακάρης χώρισε την πρώτη του γυναίκα γιατί τον απατούσε κατ΄ εξακολούθηση. Πώς τον τιμώρησε η Καθολική Εκκλησία...

$
0
0
vamvakaris-markos
Ο Μάρκος Βαμβακάρης χώρισε την πρώτη του γυναίκα γιατί τον απατούσε κατ΄ εξακολούθηση. Πώς τον τιμώρησε η Καθολική Εκκλησία
«Σκύλα με έκανες κομμάτια, βρε, με τα δυο σου μαύρα μάτια, σκύλα με έκανες ρεζίλι , βρε, στον πασά και στο βεζίρη». Αυτό είναι ένα από τα πολλά τραγούδια που έγραψε ο Μάρκος Βαμβακάρης, εμπνευσμένος από τον πόνο που του προκάλεσε ο χωρισμός με την πρώτη του γυναίκα η οποία τον απατούσε. 
Ο Μάρκος Βαμβακάρης όταν δούλευε στα καρβουνάδικα του Πειραιά, γνώρισε την πρώτη του γυναίκα την Ελένη, την οποία ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε σε ηλικία 19 χρόνων. Ο γάμος του όμως με τη Ζιγκοάλα, όπως την αποκαλούσε, αποδείχτηκε ατυχής, καθώς εκείνη τον απατούσε με τον καλύτερο του φίλο και κουμπάρο τους, τον Σήφη.
Αυτό έγινε αιτία να ξεσπάσει άγριος καυγάςμεταξύ του Μάρκου και του αδελφού του, Φραγκίσκου, που τον έβλεπε να υποφέρει και να γίνεται ρεζίλι με τις πράξεις της συζύγου του. Μια μέρα ο Φραγκίσκος πήγε να τον βρει και του είπε ότι η γυναίκα του τον απατούσε με τον καλύτερο του φίλο, αλλά ο Μάρκος δεν τον πίστεψε.
Τότε εκείνος έκοψε το αυτί του και του το έδωσε λέγοντας του «Τώρα με πιστεύεις;». Ακολούθησε ομηρικός καυγάς του Μάρκου με τη γυναίκα του η οποία έφυγε, ενώ τα αδέλφια της άρχισαν να τον κυνηγάνε και να τον απειλούν.
Ο Βαμβακάρης όμως δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον χωρισμό τους και πήγαινε τα βράδια στο σπίτι όπου έμενε με τον Σήφη. Της χτυπούσε τα παράθυρα για να της μιλήσει, αλλά εκείνη τον απέφευγε. Ο Μάρκος, καθολικός στο θρήσκευμα, απευθύνθηκε στον καθολικό επίτροπο για να ζητήσει διαζύγιο. Όμως η Καθολική Εκκλησία δεν το επέτρεψε και έτσι ήρθε σε σύγκρουση με τον καθολικό μητροπολίτη. Επειδή όμως ήθελε να απαλλαγεί από την Ελένη, απευθύνθηκε στην πολιτεία για να πάρει το διαζύγιο.

 http://www.mixanitouxronou.gr/skila-me-ekanes-rezili-vre-ston-pasa-ke-sto-veziri-o-markos-vamvakaris-chorise-tin-proti-tou-gineka-giati-ton-apatouse-kat%CE%84-exakolouthisi-pos-ton-timorise-i-katholiki-ekklisia/
ADVERTISEMENT

  Το πρωτοδικείο Πειραιώς έκρινε άκυρο τον γάμο, καθώς ήταν μεικτός (εκείνη ήταν ορθόδοξη και εκείνος καθολικός) και το μυστήριο είχε τελεστεί μόνο στην καθολική εκκλησία. Έτσι βγήκε αυτόματο διαζύγιο.

 http://www.mixanitouxronou.gr/skila-me-ekanes-rezili-vre-ston-pasa-ke-sto-veziri-o-markos-vamvakaris-chorise-tin-proti-tou-gineka-giati-ton-apatouse-kat%CE%84-exakolouthisi-pos-ton-timorise-i-katholiki-ekklisia/

Οι δύσκολες μέρες μετά το χωρισμό 

Μετά τον χωρισμό, η “κυρία” όπως την αποκαλούσε, εξακολουθούσε να έχει οικονομικές απαιτήσεις.
Πήγαινε στην ΑΕΠΙ και εισέπραττε τα πνευματικά δικαιώματα από τα τραγούδια του Μάρκου επειδή δεν της έδινε τη διατροφή.
Για να την παρακάμψει και να μην μπορεί να λαμβάνει και να μην εισπράττει χρήματα, άρχισε να υπογράφει τα τραγούδια του με ψευδώνυμα.
Ένα από αυτά ήταν το όνομα Ρόκος, που ήταν το παρατσούκλι του παππού του, ενώ αρκετά τραγούδια του έχουν καταχωρηθεί σε ονόματα φίλων του, όπως του Σπύρου Περιστέρη, του Γ. Φωτίδα, της Αθ. Παγκαλάκη, του Μίνωα Μάτσα και άλλων.

Ο αφορισμός από την Καθολική Εκκλησία 

Στα χρόνια της κατοχής ο Μάρκος Βαμβακάρης παντρεύτηκε με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη γυναίκα του, τη νεαρή Βαγγελιώ, με την οποία έκανε τρία παιδιά τον Στέλιο, τον Βασίλη και τον Δομένικο.
Η Καθολική Εκκλησία όμως δεν δέχτηκε τον δεύτερο γάμο και του απαγόρευσε τη συμμετοχή του στο μυστήριο της θείας κοινωνίας.
Αυτό πίκρανε πολύ τον Βαμβακάρη, ο οποίος όπως όλοι οι άνθρωποι της εποχής του πίστευε στον Θεό.
Ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, χαρακτήρισε την ποινή ως αφορισμό. Μετά από κάποια χρόνια, λίγο πριν τον θάνατο του, το 1966 του δόθηκε και πάλι το δικαίωμα της θείας κοινωνίας.

 http://www.mixanitouxronou.gr/skila-me-ekanes-rezili-vre-ston-pasa-ke-sto-veziri-o-markos-vamvakaris-chorise-tin-proti-tou-gineka-giati-ton-apatouse-kat%CE%84-exakolouthisi-pos-ton-timorise-i-katholiki-ekklisia/

Ρεμπέτικες βραδιές σε Μοναστηράκι και Κατούνα Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας.

$
0
0
Πολιτιστικές εκδηλώσεις με ρεμπέτικη-λαϊκή ορχήστρα σε Μοναστηράκι και Κατούνα στις 17 και 18 Ιουλίου.

 Συνεχίζονται οι Πολιτιστικές εκδηλώσεις «Θερινα Πολιτιστικά Ραντεβού Δήμου Ακτίου-Βόνιτσας» του Κέντρου Κοινωνικής Μεριμνάς και Ανάπτυξης του Δήμου Ακτίου Βόνιτσας με λαϊκή και ρεμπέτικη βραδιά σε Κατούνα και Μοναστηράκι
   Η ορχήστρα του Πολιτιστικού Κέντρου Εργαζομένων ΟΤΕ Αττικής με μαέστρο τον Κώστα Μήτσιο και φιλική συμμετοχή την τραγουδίστριας Χριστιάνας Γαλιάτσου, θα παρουσιάσουν πρόγραμμα λαϊκοδημοτικό στο Μοναστηράκι τις 17 Ιουλίου με ώρα έναρξης 22:30 και στην Κατούνα στην Κεντρική πλατεία το Σάββατο ώρα 22:00...........


  Ο Κώστας Μήτσιος και η Χριστιάνα Γαλιάτσου είναι από τους πιο δημοφιλείς τραγουδιστές ρεμπέτικης-λαϊκής μουσικής. 
 Σας περιμένουμε όλους για διασκεδάσετε με την ορχήστρα σε δυο όμορφες καλοκαιρινές βραδιές. 
Είσοδος και στις δυο εκδηλώσεις ελεύθερη.

Η Κατερίνα Σκορδαλάκη και ο Λάκης Ορφανίδης στο Πέραν, το καφέ αμάν της πόλης

$
0
0
Λεωφόρος Δεκελείας 20, Νέα Χαλκηδόνα


Τo Σάββατο 18 Ιουλίου 2015, στις 23.00΄, το «Πέραν, το καφέ αμάν της πόλης» φιλοξενεί την εξαίρετη τραγουδίστρια Κατερίνα Σκορδαλάκηκαι τον συνθέτη και δεξιοτέχνη του τρίχορδου μπουζουκιού Λάκη Ορφανίδη, σε ένα πρόγραμμαπου αποπνέει ατμόσφαιρα Ανατολής, αφιερωμένο στα καφέ αμάν και το ρεμπέτικο .
Κιθάρα-τραγούδι: Σπύρος Πανταζής.

Ο Λάκης Ορφανίδης, γεννήθηκε στο χωριό Βορεινό του νομού Πέλλης. Μέχρι τα 11 χρόνια του έζησε εκεί και μετά η οικογένειά του μετοίκισε στον Πειραιά. Πήρε τα πρώτα του μαθήματα στο μπουζούκι από τον πατέρα του Γιάννη Ορφανίδη που έπαιζε βιολίκαι τον φίλο και συνεργάτη του πατέρα του Λευτέρη Τραπεζανλίδη, που έπαιζε τρίχορδο μπουζούκι. Εργάζεται επαγγελματικά με το μπουζούκι από το 1974.

Η Κατερίνα Σκορδαλάκηγεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη. ο Χρήστος Λεοντής. Συμμετείχε σε μια συναυλίατου Χρήστου Λεοντή και συνεργάστηκε με τον Νίκο Ξυλούρη επί δύο σεζόν και στα Ξυλουρέικα (1978). Στη συνέχεια ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο και το σμυρνέικο τραγούδι. Για επτά χρόνια συνεργάστηκε με τον Μπάμπη Γκολέ στο πάλκο και δισκογραφικά. Επίσης, με τους Μπάμπη Τσέρτο, Γιώργο Ξηντάρη, Μιχάλη Γενίτσαρη, Ρεμπέτικη Κομπανία, Αντώνη Ρεπάνη, Γιάννη Ντουνιά, Χαρούλα Λαμπράκη κ.ά. σε συναυλίεςκαι εμφανίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

«ΜΑΓΚΙΑ!»ΚΑΙ «ΛΑΙΚΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ» Του Μπάμπη Κ.Μώκου

$
0
0
Του Μπάμπη Κ.Μώκου
 «Μάγκας θα πεί :Μια… οκά φιλότιμο κι’ ένα …παπόρο  μπέσσα».’’
Μάρκος.
 Μαγκιά! Τι είναι μαγκιά; Τα λεξικά …ζαλίζονται…Αδυνατούννα προσδιορίσουν ετυμολογικά τη λέξη. Εννοιολογικά,χρηστικά οι ερμηνείες δίνουν και παίρνουν. Ο καθένας προσδιορίζει αντιλαμβάνεται τον όρο κατά πως τον…βολεύει,τον εξυπηρετεί ,κυρίως επειδεικτικά και εγωκεντρικά. Άλλωστε οεγωταυρισμός είναι με τον Έλληνα σύμφυτος.
  Αν αποπειραθούμε απλή ερμηνευτική θεώρηση ,εξω από σχολαστικισμούς, μαγκιά θεωρείται η στάση,η συμπεριφορά του μάγκα.
   Όλα αυτά έχουν την εξήγησή τους ,γιατί με τη λέξη ,ως τασήμερα ,οι πλειονότητα θεωρεί την «μαγκιά» ταυτισμένη με την ιδιαίτερα …εξυπνακίστικη συμπεριφορά που υπερβαίνειτην απλή,συνήθη εκδηλωτική διάθεση του κοινού νού,κατάφέρνοντας, επιχειρώντας να εφευρίσκει ,να υποδηλοί ,να επιδεικνύει και ,εν τέλει να εφαρμόζει λύσεις «πρωτότυπες»,αλόγιστες,πρωτοφανείς,αδιάκριτα ευχερείς και, εν πολλοίς, ημινομιμοφανείς.
Πολλοί ανέκαθεν γι΄αυτό ταυτίσουν την μαγκιά με την…κομπίνα,τη λοβιτούρα,τον δόλο τη…λαμογιά,τον υπέρτατοσαχλό εγωκεντρισμό και βέβαια την ύποπτη θρασυδειλία.
  Κατά την άποψή μου ,μαγκιά είναι ο καθαρός,ευθύς λόγος,να είσαι στις εξηγήσεις σου «σπαθί»,απλός,ευγενικός,συνετός, ειλικρινής,ανιδιοτελής και προ πάντων έντιμος και αλληλλέγγυος απέναντι στους συνανθρώπους σου.

  Στο Λαικό Αστικό Τραγούδι  η λέξη μαγκιά είναι ίσως η πιό…πολυφορεμένη έκφραση.Τώρα, στη μουσική παρέα, αλλά και παραέξω-δυστυχώς πολλοί ταυτίζουν ,ακόμα και σήμερα,τηνεν γένει στάση τους με την… μαγκιά…
Πρόκειται για καταφανέστατο στοιχείο παντελούς έλλειψηςαυτογνωσίας,με αποτέλεσμα ο όρος-η λέξη μαγκιά να κινείται ανάμεσα στην …δαιμονοποίηση και, για ελάχιστους ανεύθυνους  στον…καθαγιασμό!...

 Πάντως ,όσοι ισχυρίζονται πως έχουν κάνει τη μαγκιά τρόποζωής,καλά θα κάνουν να …ενσκήψουν στο «Λάθε Βιώσας» του Επίκουρου!!!-

                                               «Η…προέλευση (;)».-

  Σχετικά τώρα με την προέλευση της λέξης «μάγκας», δεν είναι ευκρινήςο  ετυμολογικός αλλά και  ο  θεματικός  προσδιορισμός  της. Πληροφοριακά στοιχεία αναφέρουν ότι ετυμολογικά έχει ρίζα λατινογενή από τον όρο magister=ευνοούμενος   της  αυλής, ανώτατος  αξιωματούχος πολιτικοθρησκευτικόςσύμβουλος   της ύστερης Ρωμαικής εποχής και  στη συνέχεια της  Βυζαντινής. Πρόσωπο  φόβητρο , με  εξουσία  διοικητικήαπεριόριστη.«Αρχιρουφιάνος»-αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών με«περιβάλλον» της απόλυτης επιλογής  του.
Έδινε λόγοαπολογισμό  απευθείας  στον  «πρώτο»  κρατούντα  της αυτοκρατορίας. Οι   notamτου (διαταγές  με επίπλαστο νομικό ένδυμα )προκαλούσαν  «λαική συστολή»-διάχυτο κοινωνικό φόβο και είχαν εφαρμογή που δεν  σήκωνε…αντίρρηση-«αξιωματικές».
   Ιστορικά αναφέρεται ο Μέγας Μάγιστρος των Οφικκίων,(ειδικών προνομίων), στη  λατινική   Magister  officiorum. Toαξίωμα   , ο  τίτλος , έπαυσε να  αναφέρεται μετά τα μέσα του13ου  αιώνα . Σήμερα συναντώνται  σαν αξιωματούχοι οι Μεγάλοι Μάγιστροι των Ναιτών  Ιπποτών.
  Άλλη πληροφορία –δοξασία , ορίζει  την  προέλευση απότον όρο Maga =ατακτη «αλβανική» πολεμική ενωμοτία.(Δεν είναι ακριβές , γιατί οι  Maga  ήσαν επιλεγμένοι  ρωμαϊκοί αυτόχθονες  σκληροτράχηλοι  φρουροί , ορεινής-σχεδόν  απρόσιτης περιοχής ,καταγωγής  από την πλέον δυτική Ρωμαική περιοχή   ALBA ,  κοντά  στα  Λευκά Όρη και όχι Αλβανοί. ΟΝ.Ανδριώτης αποδίδει τον όρο στο λατινικό  Mango-Magnis.

  Στην Αθήνα ,τον Πειραιά αλλά και άλλες μεγάλες πόλειςμετά  το  1925 συγκροτήθηκαν  ομάδες από  περιθωριακούς και παράνομους κυρίως . Οι ίδιοι σύμφωνα με τον ιδιόμορφοκώδικα  συμπεριφοράς τους ονόμασαν αυτές τις ομάδες «Μάγκες» .(Η «Μάγκα  του  Ψυρρή», η «Μάγκα  των Βούρλων» η
«Μάγκα της Ιωνίας –Βόλου», κ.α.).

  Για το Λαικό Αστικό Τραγούδι  ο τύπος του μάγκα αρχίζει νααναδεικνύεται  γύρω στα  1924-28 .Αφορά  τον αρσενικό των λαϊκώνστρωμάτων,  μορφή   με συμπεριφορά  ιδιόμορφη –ιδιότυπη
στην εκφορά  του  λόγου (αργκό)  και  στο  ντύσιμο. Λαικήςεπί το πλέιστον προέλευσης νταής, για πολλούς ψευτοπαλληκαράς, κουτσαβάκι,« μπελαλής», προκλητικός, ύποπτος στην«πιάτσα» ,στην κάθε  θέση  και κοινωνική παρουσία.  Άτομο που  χρησιμοποιεί   οποιονδήποτε  τρόπο  και  μέσον ,θεμιτόη αθέμιτο προκειμένου να επιβιώσει. Άτομο του περιθωρίου,κατά κακή απομίμηση των κουτσαβάκηδων της εποχής τουΌθωνα.
Σημ: Σαν παράγωγα της λέξης μάγκας, είναι η λέξη μαγκούρα=Ραβδί από ξύλο φροξυλιάς η ελιάς με το οποίο αμύνονταν η ξυλοκοπούσαν οι Οθωνικοί κουτσαβάκηδες τουςτότε χωροφυλάκους.
Επίσης το ρήμα μαγκώνω=Σφίγγω δυνατά σαν μέγκενη,συλλαμβάνω,πιάνω σφικτά –ακινητοποιώ κάποιον(;) .
   Για  τον  όρο  «μάγκα»  σαν ομάδα από  ρεμπετοπαίχτεςκάνει  αναφορά   ο  Ηλίας Πετρόπουλος  στο βιβλίο του «Ρεμπέτικα  Τραγούδια» ,όπου μιλά για τη «Μάγκα» του Ψυρρήκαι  τη  «Μάγκα» του  Πειραιά, επιχειρώντας να διευκρινίσει αν μουσικά και κατά νοοτροπία το ρεμπέτικο τραγούδι είναι
τραγούδι  Αστικό  Λαικό  η  του  περιθωρίου. Ο  ίδιος επίσηςεπισημαίνει  την ιδιομορφία συμπεριφορών  και νοοτροπίας των  τότε συμπαθούντων ομάδων προς το συγκεκριμένο μουσικό είδος.
  (Σχετ.Τραγ. «Είμαιο μάγκας του Ψυρρή».Συνθέτης ο Α.Διαμαντίδης(Νταλγκάς).
Στο τραγούδι  ο Τέτος Δημητριάδης.  Ηχογράφηση  στην Αθήνα  το  1932. Παίζει αρμόνικα  ο Α.  Αμιράλης η «Παπαντζής» και  κιθάρα  ο  Γιώργος  Καρράς.  Δίσκος  Victor VI-58071 ).

           «Μάγκας είμαι απ’ του Ψυρρή
              που με τρέμουνε πολλοί.
              Είμαι ενας μάγκας ξακουστός
              κι’ από τον κόσμο ζηλευτός.
                                    *
              Στο παιχνίδι σαν θα μπώ
              δεν μπορώ να σας το πώ.
              Ολοι στρίβουν σαν με δούν
              για να μη ρεζιλευτούν.
             Δεν ξέρουν πως τους το ξηγώ
             γι’ αυτό μου κάνουν τον κουτό.

             -Να ζήσει η μαγκιά!..
             -Για σου Παπαντζή μου…
             -Για σου κι’ εσύ Καρρά ….»

 Στην  πορεία του  χρόνου ,ο όρος μάγκας  αποκτά για  τοννεοέλληνα  τον  χαρακτήρα  του…ξύπνιου, του  καταφερντζή, του «εξηγημένου», του σωστού, αυτού που , δυστυχώς , «όλατα …σφάζει , όλα  τα …μαχαιρώνει, που  γενικά  «καθαρίζει»!
Έτσι «η  μαγκιά»  ταυτίζεται  στους καιρούς μας  με την συνέπεια, τη «μπέσα», το «κιμπαρλίκι» , τον  «τσαμπουκά»   και…«μπολιάζει» ύποπτα ,αρρωστημένα  τις ανθρώπινες  σχέσεις.
   Πολλοί  σημερινοί, κατά  δήλωσή τους…«περπατημένοι», θεωρούν  τον  μάγκα  «εμπειρο», «υποψιασμένο » για  το κάθε τι φανερό η…κρυφό στην …πιάτσα, άτομο«παντός καιρού» με αναμφισβήτητο  «ειδικό βάρος», γι’αυτό και τον έχουν σαν πρότυπο, στο …απυρόβλητο. 
Τώρα γι’αυτό   το τελευταίο ο καθένας ας κρατήσει την άποψή του,ας βγάλειτα συμπεράσματά του. Στην κοινωνία  όμως, ο «μάγκας»   δεν είναι …κλειδί, είναι…αντικλείδι, άρα;
  Κατά  την  άποψή  μου μάγκας (για όσους βέβαια αποδέχονται τον χαρακτηρισμό  η τη λέξη) είναι  ο καθαρός -ευθύς άνθρωπος,ο ανεπηρέαστα γνωστικός διαχειριστής της ανθρώπινης  ευαισθησίας  και σκέψης των  συνανθρώπων, που  δεν έχει  ανάγκη  από αναγνώριση, υπεράσπιση  η  προστασία κάποιων αφελών,πονηρών,ημιμαθών και συνηθέστατα ύποπτων η «λούμπεν»  κοινωνικά στοιχείων .(Προσωπικά δεν αποδέχομαι ούτε τον όρο, ούτε  τη χρήση του. Τον θεωρώ σκόπιμο ,παρελκυστικό  λεκτικό …άλλοθι).
   Αλλά αυτά  δεν είναι του παρόντος . Η κοινωνία  δυστυχώς «ανεβάζει»  η «κατεβάζει» ανθρώπους , σπιλώνει  υπολήψεις  η  εκθειάζει  ανθρωπάρια  με βάση  το τι φαίνονται και  όχι το τι πραγματικά  είναι.  Μέχρι να έρθει η στιγμή της… κάθαρσης. Της νέμεσης. Και…τότε;
Kείμενο του  Μπάμπη Κ.Μώκου
photo:www.sporeas.tv

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, η ρεμπετολογία και η άλλη όψη της λαογραφίας

$
0
0
Martinus Rørbye (1835): Leonidas Gailas da Athina, Fabricatore di bossuchi
Martinus Rørbye (1835): Leonidas Gailas da Athina, Fabricatore di bossuchi
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Οι σχέσειςτου Πετρόπουλου με το ρεμπέτικο είναι δεδομένες. 
Το βιβλίο του «Ρεμπέτικα Τραγούδια» έχει μείνει στην ιστορία, όχι μόνο γιατί ακόμα και σήμερα είναι η πληρέστερη παρουσίαση του ρεμπέτικου και από άποψη καταγραφής τραγουδιών και από άποψη φωτογραφικού υλικού, αλλά και για τα παρατράγουδα που επέφερε στον τρομερό Ηλία, με την απόρριψη όλων των εκδοτών, αλλά και την πεντάμηνη φυλάκιση. 
Στο βιβλίο του «Ρεμπετολογία» από την πρώτη σελίδα γράφει: «Δεν βρήκα εκδότη για το βιβλίο μου «Ρεμπέτικα Τραγούδια» ακριβώς εξ’ αιτίας του τίτλου του. Ήταν ανεπίτρεπτο να μιλάς για ρεμπέτες και ρεμπέτικα πριν είκοσι – τριάντα χρόνια. 
Η απόφασή μου να τυπώσω, με έξοδά μου, το καταραμένο αυτό βιβλίο μου κόστισε μια πεντάμηνη φυλάκιση κι ένα ωραίο διαζύγιο. Η φυλακή και το διαζύγιο μου χάρισαν την ελευθερία μου». Η αναγκαιότητα της συστηματικής καταγραφής των ρεμπέτικων τραγουδιών, ως παρακαταθήκη ενός άλλου λαϊκού πολιτισμού, από τη μεριά του Πετρόπουλου φαίνεται και στα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» και στα «Μικρά Ρεμπέτικα». 
Επίσης στην πρώτη σελίδα της «Ρεμπετολογίας» γράφει: «Φανταζόμουνα ότι κάποια σχολή ή ίδρυμα της Ελλάδας θα συγκέντρωνε όλα τα ρεμπέτικα σε ένα corpus, δημιουργώντας έτσι μια θετική βάση για μελέτη. Απεδείχθη ότι πάσχω από καλπάζουσα αισιοδοξία».

Στις μέρες μαςτα ρεμπέτικα δεν τελούν υπό διωγμό. Αντίθετα, αναγνωρίστηκαν και καταξιώθηκαν, έγιναν σχεδόν μόδα. Η προσφορά του Βαμβακάρη στο ελληνικό τραγούδι δεν αμφισβητείται από κανένα. Τα ρεμπέτικα δεν παίζονται απλώς στις ταβέρνες και τα γλεντάδικα, αλλά παρουσιάζονται και σε αίθουσες απαράμιλλου πολιτιστικού κύρους, σε θέατρα κτλ, υποστηριζόμενα από συλλόγους κι ομάδες αδιαπραγμάτευτης πρωτοπορίας. Κι ενώ παρακολουθούμε την ακατάσχετη ρεμπέτικη φιλολογία και την εκ βαθέων αναγνώριση της υψηλής ρεμπέτικης τέχνης και της δεδομένης λαογραφικής αξίας, ταυτόχρονα δεν βλέπουμε  το ρεμπέτικο να κατακτά τη θέση που του αξίζει στα προγράμματα σπουδών των τμημάτων λαογραφίας ή ιστορίας των πανεπιστημίων. (Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον καραγκιόζη). Είναι φανερό ότι το ρεμπέτικο απασχολεί περισσότερο τα τμήματα μουσικολογίας ή μουσικών οργάνων και λιγότερο της λαογραφίας. Το ότι οι πανεπιστημιακές πόρτες παραμένουν επιφυλακτικές στο ρεμπέτικο, ως κοινωνικό – λαογραφικό φαινόμενο, και μάλιστα τη στιγμή που το έχει αποδεχτεί το ευρύτερο φάσμα της κοινωνίας – αν υπάρχουν εξαιρέσεις που αγνοώ οπωσδήποτε δεν αναιρούν τον κανόνα – δεν είναι ούτε παραδοξολογία, ούτε τυχαιότητα. Είναι η διαιώνιση της ρεμπέτικης μοίρας που καταδικάστηκε, θα λέγαμε από τα γεννοφάσκια της, στο περιθώριο της ιστορίας, γράφοντας τη δική της παράπλευρη ιστορία, που μόνο ανεπίσημα μπορεί να διαδοθεί. Γιατί το ρεμπέτικο δεν είναι μόνο τραγούδι, αλλά μια ολόκληρη σημειολογία ενός άλλου κόσμου, του κόσμου του λούμπεν, που είναι αδύνατο να ωραιοποιηθεί κι ως εκ τούτου να αποκτήσει επίσημη υπόσταση. Με άλλα λόγια η τέχνη του περιθωρίου εξημερώνεται και μπορεί να αποκτήσει ακόμα και ρομαντικές διαστάσεις, μόνο όταν οι εκφραστές της απουσιάζουν.

Στη «Ρεμπετολογία»ο Πετρόπουλος γράφει: «Με υπόδειγμα τον καπάνταη της Ισταμπούλ, ο ρεμπέτης ζούσε με προσεκτική συνέπεια την ελευθερία του. Οι ρεμπέτες απεχθανόντουσαν τον μπουρζουά. Και, συνεπώς ο ρεμπέτης δεν παντρευότανε. Ο ρεμπέτης έδερνε. Ο ρεμπέτης φουμάριζε χασίσι. Ο ρεμπέτης μαχαίρωνε. 
Ο ρεμπέτης μίλαγε αργκό. Ο ρεμπέτης ήταν σοδομιστής. Ο ρεμπέτης προστάτευε τον αδικημένο. Ο ρεμπέτης προκαλούσε την κοινωνία μας». (σελ. 13). Το ρεμπέτικο είναι συνυφασμένο με τον αποκρουστικό κόσμο του λούμπεν. Η οποιαδήποτε συστηματική μελέτη του ρεμπέτικου δεν έχει άλλη επιλογή από την παρουσίαση αυτού του κόσμου, αφού κανένα πολιτισμικό στοιχείο δεν έχει νόημα αν αποκοπεί από τις φύτρες του, δηλαδή από τις συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές συγκυρίες που το ανέδειξαν. 
Αυτή την αδιαπραγμάτευτη αλήθεια ο Πετρόπουλος τη δηλώνει απ’ την αρχή: «Δεν μπορείς να προτείνεις τα ρεμπέτικα πριν να παρουσιάσεις τους ρεμπέτες…….Πάνω στη μορφή του ρεμπέτη οικοδομήθηκε μια τερατώδης μυθολογία, που απέκλεισε κάθε σοβαρή προσέγγιση». (σελ. 9). Αυτή η τερατώδης μυθολογία δεν ήταν παρά το αναπόφευκτο περιτύλιγμα του ρεμπέτικου σερβιρίσματος. Και κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα μικρό θαύμα, στην αρπαγή ενός απύθμενου πολιτιστικού οικοδομήματος από το γενεσιουργό του περιβάλλον, που διαδίδεται και υιοθετείται με εντελώς νέους όρους. 
Με άλλα λόγια, το ρεμπέτικο κατάφερε να γίνει αποδεκτό, όμως σε καμία περίπτωση ο ρεμπέτης. Κι όταν μιλάμε για την αποδοχή του ρεμπέτη δεν εννοούμε να γίνει πρότυπο ή να ταυτιστεί με τη λαϊκότητα ως μοντέλο συμπεριφοράς ή οτιδήποτε τέτοιο. Εννοούμε να παρουσιαστεί ακριβώς όπως είναι και να συνδεθεί άμεσα μ’ αυτό που λέμε ρεμπέτικο τραγούδι. 
Ο ρεμπέτης παραμένει, επί της ουσίας, στη σκιά όχι μόνο για την απόκρυψη της περιθωριακής και παράνομης ταυτότητάς του, αλλά και για την απόκρυψη της παράλληλης ιστορίας που τον ανέθρεψε: «Ο αρχικός πυρήνας του νεοελληνικού υπόκοσμου τροφοδοτήθηκε από τα δυσαρεστημένα παλικάρια της εθνικής επανάστασης του 1821, που είχανε μείνει άνεργοι, καθώς και από τους ακτήμονες γεωργούς, αφού τα δημόσια κτήματα (κάπου 70% της γης) δεν μοιράστηκαν στη φτωχολογιά παρά το 1917. Η λαϊκή δυσαρέσκεια εκφραζότανε με απελπισμένες τοπικές εξεγέρσεις, με την αναγέννηση της ληστείας, με την εμφάνιση των ρεμπέτηδων. Ο βραδύς μετασχηματισμός προς την εξαθλίωση καλύπτει σχεδόν μισόν αιώνα: 1830>1880………Οι ρεμπέτες προϋπήρξαν και της αστυνομίας και του προλεταριάτου». (σελίδες 16 – 17).
Ρεμπέτες στο Καραϊσκάκη, Πειραιάς (1933). Αριστερά ο Μάρκος Βαμβακάρης με μπουζούκι, στο κέντρο ο Μπάτης με την κιθάρα..
Ρεμπέτες στου Καραϊσκάκη, Πειραιάς (1933). Αριστερά ο Μάρκος Βαμβακάρης με μπουζούκι, στο κέντρο ο Μπάτης με την κιθάρα.
.
Η παρουσίαση του ρεμπέτη, ως ιστορική μορφή, στη νεοελληνική πραγματικότητα, ουσιαστικά είναι η ιστορική αναδρομή του υπόκοσμου, δηλαδή η επισημοποίηση της περιθωριακής λαογραφίας. Όμως αυτό κρύβει μια υπόγεια, ακατανίκητη πολυπλοκότητα. Γιατί το εγκληματικό περιθώριο είναι βαθειά πολιτικό θέμα και η επίσημη ιστορική καταγραφή του δεν μπορεί παρά να αναδείξει τα απέραντα βουνά των αποκλεισμών και της ανισότητας. Είναι η παραϊστορία του βάθους που καλό είναι να παραμείνει στο βάθος. Η βρωμιά που πρέπει να κρύβεται κάτω απ’ το χαλάκι ή αλλιώς η αγριότερη όψη της αδικίας που μόνο ως βία μπορεί να εκληφθεί. Κι αυτό ακριβώς εκπροσωπούν οι ανελαστικοί ηθικοί κώδικες του ρεμπέτη, την καθημερινή βία που πρέπει να υποστεί και που τελικά αναπαράγει στα πλαίσια μιας κοινωνικής δικαίωσης που μόνο ο ίδιος μπορεί να αποδώσει. Η βία, ως στάση ζωής, είναι το θλιβερό προσωπείο της ήττας που όμως ποτέ δεν πρέπει να ομολογηθεί και γι’ αυτό παίρνει διαστάσεις προσωπικής αξιοπρέπειας. Γι’ αυτό οι βαρύμαγκες δεν ανεχόταν να τους πατάν το απλωμένο ζωνάρι. Γι’ αυτό χόρευαν ζεϊμπέκικα σηκώνοντας τραπέζια με τα δόντια. Γι’ αυτό στριφογύριζαν κραδαίνοντας μαχαίρια. Γι’ αυτό κάρφωναν το στιλέτο στη φτέρνα και συνέχιζαν το χορό.  Όταν ο Πετρόπουλος γράφει ότι οι ρεμπέτες προκαλούσαν την κοινωνία μας έχει απόλυτο δίκιο, γιατί η πρόκληση είναι το τελευταίο καταφύγιο του αδικημένου και τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο από τον αδικημένο που θέλει να επιβληθεί, ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτό είναι αδύνατο. Γι’ αυτό το περιθώριο δεν έχει ιδεολογία. Γι’ αυτό και μπορεί εύκολα να καταναλωθεί για πολιτικές σκοπιμότητες. Γιατί εξυπηρετεί αποκλειστικά την ατομική υπεροχή αδιαφορώντας για κάθε συλλογικότητα. Γιατί, μέσα σ’ έναν αδιόρθωτα άδικο κόσμο η επιβολή μετατρέπεται σε περηφάνια: «Τα ρεμπέτικα τραγούδια μας χαρίζουν το αντιφατικό πανόραμα του ρεμπέτικου τρόπου ζωής, που αποτύπωσε ένα μέρος της λαϊκής δυσαρέσκειας κατά του κοινωνικού μοντέλου μιας εποχής. Οι ρεμπέτες δεν μπορούσαν να είναι επαναστάτες. Οι ρεμπέτες παρακμάζοντας συνεχώς, κατρακύλησαν στο επίπεδο των τραμπούκων της Δεξιάς». (σελ. 60).     

«Η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς» το πρώτο επαγγελματικό συγκρότημα «μπουζουκομπαγλαμάδων»
«Η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς»
Και κάπως έτσι το περιθώριο αποκτά μια δική του, εντελώς αυτόνομη τροχιά καθώς ξεκόβεται από κάθε συλλογικότητα. Και κάπως έτσι η επίσημη ιστορία και λαογραφία του γυρίζει τις πλάτες, αφού, σε τελική ανάλυση, ο υπόκοσμος δεν έχει εθνικότητα. Μοιραία, η τέχνη του περιθωρίου φέρνει αμηχανία, γιατί τέχνη σημαίνει πολιτιστικό ανάστημα. Κι όταν η τέχνη αυτή διεκδικεί δάφνες η αμηχανία γίνεται εντονότερη, κι αυτό ακριβώς είναι το ρεμπέτικο. Το καλλιτεχνικό ανάστημα αυτού του παράλληλου κόσμου κι ο Πετρόπουλος είναι ο άνθρωπος που τον σκιαγραφεί. Η «Ρεμπετολογία», «Τα καλιαρντά», «Το άγιο χασισάκι», «Το μπουρδέλο» κτλ. είναι η προσωπική εστίαση του Πετρόπουλου μέσα στην ιστορία ή αλλιώς η άλλη όψη της λαογραφίας, η όψη που θα μείνει για πάντα έξω από τα πανεπιστήμια, γιατί ανήκει έξω από κάθε εθνική συνείδηση: «Οι ευρωπαίοι τουρίστες ταυτίζουν το μπουζούκι με την Ελλάδα. Το μπουζούκι δεν ταυτίζεται με την Ελλάδα, αλλά με τα ρεμπέτικα». (σελ. 95).
ΠΗΓΗ: Ηλίας Πετρόπουλος «Ρεμπετολογία» εκδόσεις Κέδρος (δεύτερη έκδοση) Αθήνα Φεβρουάριος 1991

ΠΗΓΗ
Ερανιστής

Απόστολος Χατζηχρήστος - Ένας πολύ σπουδαίος ρεμπέτης

$
0
0
Απόστολος Χατζηχρήστος - Ένας πολύ σπουδαίος ρεμπέτης
Τον Απόστολο Χατζηχρήστο, ο οποίος, ουσιαστικά, υπήρξε η αιτία που πριν πολλά χρόνια άρχισα να ασχολούμαι με το ρεμπέτικο τραγούδι. Όπως, επίσης, υπήρξε η αιτία που έπιασα στα χέρια μου μπουζούκι και άρχισα να το γρατζουνάω. Έτσι, το κείμενο που ακολουθεί είναι ένας τρόπος για να εκφράσω το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μου στο πολύ σπουδαίο έργο που άφησε πίσω του αυτός ο - αρκούντως βασανισμένος - άνθρωπος.
Η πρώτη μου επαφή με τα τραγούδια του Απόστολου Χατζηχρήστου ήρθε στα τέλη των 70ς, όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρός σε ηλικία. Στο ραδιόφωνοακουγόταν συχνά ένα τραγούδι που ερμήνευε ο Σταμάτης Κόκκοτας, το οποίο έλεγε "Κι άμα δεν με βρεις, πάρε βάρκα κι έλα, Μαρίτσα μου γλυκιά, θα 'μαι στην Καστέλλα". Αυτό το τραγούδι αποκάλυπτε έναν κόσμο εντελώς άγνωστο και πρωτόγνωρο για ένα παιδί που μεγάλωνε σε μια πόλη που την έβλεπε σιγά - σιγά να πνίγεται στο τσιμέντο και όπου οι μονοκατοικίες με τις αυλές γεμάτες γιασεμιά γκρεμίζονταν η μία μετά την άλλη και στη θέση τους ξεφύτρωναν άχαρες πολυκατοικίες. Πράγματι, όποτε άκουγα το τραγούδι ξεδιπλώνονταν μπροστά στα παιδικά μου μάτια βαρκάδες, σεργιάνι σε παλιές γειτονιές, ραντεβουδάκια στα βράχια της Καστέλλας κλπ κλπ. Μερικά χρόνια αργότερα ανακάλυψα ότι ο δημιουργός αυτού του τραγουδιού λέγεται Απόστολος Χατζηχρήστος.

Ο Απόστολος Χατζηχρήστοςγεννήθηκε στο Κοκαριαλί της Σμύρνης το 1901. Το 1922 κατατάχθηκε εθελοντής στο στρατό και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους. Σώθηκε δραπετεύοντας την ώρα που τον πήγαιναν για εκτέλεση. Το 1922, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου εργάσθηκε ως οξυγονοκολλητής [βλ. Tάσου Σχορέλη "Ρεμπέτικη Ανθολογία"τόμος Δ΄σελ. 159]. Μέσα σε όλα όσα έκανε, ασχολούταν και με τη μουσική, καθόσον ήξερε να παίζει μπουζούκι, κιθάρακαι ακορντεόν. Το έτος 1933 είναι η πλέον "σημαδιακή"χρονιά για το ρεμπέτικο τραγούδι, καθόσον ηχογραφείται ο πρώτος δίσκος με μπουζούκι (επρόκειτο για τον δίσκο γραμμοφώνου με το "Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας"σε μουσική Βαμβακάρηκαι στίχους Νίκου Μάθεση). Την ίδια χρονιά ο Απόστολος Χατζηχρήστοςαρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με το ρεμπέτικο τραγούδι, εμφανιζόμενος κοντά στον Μάρκο και στους άλλους ρεμπέτες σε κέντρα της εποχής (όταν λέμε "κέντρα" ... μην πάει το μυαλό σας στα σημερινά κέντρα της παραλιακής !!! Μιλάμε για φτωχικά ταβερνάκια, με λίγο κρασάκι και την ρεμπέτικη ορχηστρούλα). Το έτος 1937 βγαίνει ο πρώτος δίσκος του με το τραγούδι "Κοκκινιώτισσα". Μέχρι το έτος 1959, οπότε και πέθανε, ηχογράφησε πολλά όμορφα τραγούδια, στα οποία θα αναφερθώ παρακάτω. Πάντως, τα πιο όμορφα - και πιο γνωστά - τραγούδια του ο Χατζηχρήστος τα ηχογράφησε πριν την Κατοχή, ήτοι από το 1937 μέχρι το 1940 [ως γνωστόν, από το 1940 μέχρι το 1945 το θρυλικό εργοστάσιο της Columpiaσταμάτησε να λειτουργεί λόγω της Κατοχής]. Παρόλα αυτά, ο Χατζηχρήστος ποτέ δεν απέκτησε τη θέση που τού άξιζε στο ρεμπέτικο τραγούδι!! Όποιον και να ρωτήσεις "πες μου δυο - τρεις ρεμπέτες που σού έρχονται στο μυαλό"θα σού απαντήσει "Μάρκος, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου ..."και ... ουχί "Χατζηχρήστος" ! Κι όμως, είναι, κατά την προσωπική μου άποψη, ισάξιος και του Μάρκου και του Τσιτσάνη !
Τώρα, όσον αφορά στα τραγούδια του ... Ένας άνθρωπος που βίωσε από κοντά τη Μικρασιατική Καταστροφή, την αιχμαλωσία, την προσφυγιά, την Κατοχή ... λογικό είναι να γράψει τραγούδια γεμάτα γνήσιο και αυθεντικό πόνο. Για του λόγου το αληθές, παραθέτω ορισμένους στίχους από τραγούδια του :
ΚΑΡΔΙΑ ΠΑΡΑΠΟΝΙΑΡΑ
[τραγουδούν : Τακης Μπίνης / Στέλλα Χασκήλ]
Ποια λύπη σε βαραίνει βαριά αφόρητη
καρδιά παραπονιάρα κι απαρηγόρητη.
Σ'αυτόν τον ψεύτη κόσμο τον τόσο άπονο
καρδιά γιατί να λιώνεις με το παράπονο ?
ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΜΕ ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
Μάνα μου γιατί να με γεννήσεις
βάσανα να νιώσω και στερήσεις
στην ψευτιά αυτού του κόσμου
να 'μαι πάντα μοναχος μου
μες στους πέντε δρόμους να γυρνώ.
ΓΛΥΚΟΒΡΑΔΥΑΖΕΙ
Γλυκοβραδυάζει κι ο ντουνιάς αμέριμνος γλεντάει
την ώρα που ο χάροντας την πόρτα μου χτυπάει.
Αλλά το πιο χαρακτηριστικό "παραπονιάρικο"τραγούδι του είναι το "αυτοβιογραφικό""ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ" [ή "Ήρθαμε να γλεντήσουμε"], όπου με τη φράση "φίλε παραπονιάρη"ο δημιουργός του τραγουδιού περιγράφει με δυο λέξεις τον εαυτό του :
Το παλικάρι στη γωνιά - Χατζηχρήστο
μια ζεμπεκιά γουστάρει
απ'το γλυκό μπουζούκι σου
φίλε παραπονιάρη.

Κι όμως ... ο Απόστολος Χατζηχρήστοςδεν έμεινε στο γράψιμο "παραπονιάρικων"τραγουδιών. Έγραψε και πολλά τραγούδια που υμνούν τις χαρές της ζωής, που περιγράφουν όμορφες απλές στιγμές της ανθρώπινης καθημερινότητας. Κάποια από αυτά, μάλιστα, είναι σε ρυθμό βαλς. [Κι εδώ, ακριβώς, έγκεται η "καινοτομία"που εισήγαγε ο Απόστολος Χατζηχρήστοςστο ρεμπέτικο τραγούδι : Έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια με "ευρωπαϊκό"ρυθμό. Όπως, επίσης, "καινοτομία"του ήταν που καθιέρωσε το ακορντεόνως βασικό όργανο της ρεμπέτικης ορχήστρας]. Λοιπόν, έχω την εντύπωση ότι όλα αυτά τα κάπως "χαρούμενα"τραγούδια τα έγραψε για να λυτρωθεί ο ίδιος από τα βάσανα της ζωής του, για να ανακουφισθεί ο ίδιος από τις πίκρες του. Παραθέτω μερικούς στίχους από αυτήν την "κατγηγορία"τραγουδιών του :
ΕΛΑ ΝΑ ΠΑΜΕ ΤΣΑΡΚΑ 
[σε ρυθμό βαλς]
Έλα να πάμε τσάρκα μια βραδυά!
Η βάρκα μας προσμένει στην ακροθαλασσιά
και ο βοριάς φυσάει, τι όμορφη βραδυά!
Η ΑΜΑΞΑ ΜΕΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ 
[σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη ή "Τσάντα"]
Η άμαξα μες στη βροχή
τράβα αμαξά μη μού βραχεί
το κορίτσι που ΄ναι μέσα
όμορφο σαν πριγκιπέσα
μη μού βραχεί!
ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ
Σιγά - σιγά φίλε μου το αμάξι
έφτασε η πεντάμορφη τις καρδιές να κάψει.
Σε εξοχικό ήρθε να γλεντήσει
και σαν ρεμπέτισσα μια βραδυά να ζήσει.
ΑΣ ΜΗΝ ΞΗΜΕΡΩΝΕ ΠΟΤΕ
 [σε στίχους Κώστα Μάνεση, σε ρυθμό βαλς]
Ας μην ξημέρωνε ποτέ!
Ας μη φύγει αυτό το βράδυ που 'μαστε μαζί
γιατί μέσα στο σκοτάδι η αγάπη ζει!
ΠΑΜΕ ΣΤΟ ΦΑΛΗΡΟ
Πάμε στο Φάληρο - περήφανα!
είναι αστροφεγγιά - περήφανα!
Με μια μικρή βαρκούλα
πάμε τα δυο στη Βούλα
για ρομάντζα και φιλιά !
ΚΑΡΟΤΣΕΡΗ ΤΡΑΒΑ 
[στην πρώτη ηχογράφηση του εν λόγω τραγουδιού κάνει εντύπωση ο ήχος από πέταλα αλόγου που ακούγεται ως "εφφέ" !!!]
Τράβα, τράβα τράβα, καροτσέρη τράβα
και στο Καλαμάκι κόψε για ουζάκι !
Τράβα, τράβα, τράβα, στη Γλυφάδα τράβα
για καλό κρασάκι και για μπαρμπουνάκι.
Γύρνα πάλι γύρνα, στην Αθήνα γύρνα
κι άκου μπουζουκάκι απ'το Σμυρνιωτάκι.
[με το "Σμυρνιωτάκι"ο δημιουργός του τραγουδιού προφανώς αναφέρεται στον εαυτό του].
Σε όλα τα παραπάνω τραγούδια, είναι έκδηλη η αγωνία του δημιουργού τους να κρατήσει ζωντανές τις απλές όμορφες στιγμές της ζωής, τις οποίες δεν ήταν τυχερός να τις απολαύσει "μέχρι το μεδούλι τους". Φυσικά, από τη θεματολογία του Απόστολου Χατζηχρήστου δεν ήταν δυνατόν να λείψουν ... και τα βάσανα του έρωτα, καθώς και το "ερωτικό ανεκπλήρωτο' [σύνηθες θέμα των ρεμπέτικων τραγουδιών]. Παραθέτω στίχους και από αυτήν την "κατηγορία"τραγουδιών του :

ΑΛΗΤΗ Μ'ΕΙΠΕΣ ΜΙΑ ΒΡΑΔΥΑ [ή ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΛΗΤΗ] :
Αλήτη μ'είπες μια βραδυά
χωρίς καμιάν αιτία
μα τού αλήτη η καρδιά
δεν σού κρατάει κακία.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΔΕΝ ΕΙΣ'ΕΝΤΑΞΕΙ
Θυμήσου που ορκιζόσουνα πως θα με περιμένεις
μα γρήγορα με ξέχασες και μ'άλλονε πηγαίνεις.
Έχεις γνώμη τώρα αλλάξει
Βαγγελιώ δεν είσ'εντάξει.

ΘΑ 'ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΝΑ ΠΟΝΑΣ [στίχοι : Γ. Φωτίδας]
Ωχ! Μ'αυτό το δρόμο που τραβάς
θα 'ρθει μια μέρα να πονάς.
Άμυαλο τρελό σπουργίτι
μ'όποιον να 'ναι μη γλεντάς !

ΝΥΧΤΟΠΟΥΛΙ
Λίγη αγάπη σου ζητώ μικρό μου
έλα μην αργείς
δώσ'μου πια μιαν ελπίδα
μαζί μου πως θα ΄ρθεις.
Εκτός από τα παραπάνω, έχω υπόψη μου και δύο ακόμη τραγούδια του που ... μάς ταξιδεύουν στη "λάγνα ανατολή"και στους "κόσμους του παραμυθιού"

Ο ΚΑΪΞΗΣ [επηρεασμένο από οπερέτα] :
Γκελ - γκελ καϊξή
γιαβάς - γιαβάς !
Μες στης Πόλης τ'ακρογιάλι, μες στη σιγαλιά
μες στου χαρεμιού τη λήθη, γκελ - γκελ καϊξή !

Η ΜΙΚΡΗ ΤΟΥ ΚΑΜΗΛΙΕΡΗ [σε ρυθμό - τι άλλο - ζεϊμπέκικο καμηλιέρικο] :
Η μικρή του καμηλιέρη
αραπίνα από τ'Αλγέρι
όποιος να την δει τη θέλει
γιαλελέλι !

Εκτός από πολύ όμορφα τραγούδια, ο Απόστολος Χατζηχρήστοςδιέθετε και πολύ ωραία, και προπαντός "βιωματική" φωνή, την οποία χειριζόταν με πολύ επιδέξιο τρόπο. Άλλωστε, όποτε τραγουδούσε, το ζούσε πραγματικά το τραγούδι, βγάζοντας όλο τον πόνο που είχε στην ψυχή του [αυτό το διαπιστώνει εύκολα όποιος ακούσει τις παλιές ηχογραφήσεις των τραγουδιών του]. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι Ο Μάρκος και ο Τσιτσάνης τού ανέθεσαν να ερμηνεύσει κάποια τραγούδια τους [στο μυαλό μού έρχεται το "Είσ'αριστοκράτισσα κι ωραία"του Τσιτσάνη, που το ερμηνεύει καταπληκτικά]. Αυτό, όμως, που πραγματικά γοητεύει από τις παλιές ηχογραφήσεις των τραγουδιών του, είναι το γεγονός ότι στα περισσότερα από αυτά τραγουδούσε μαζί με άλλους ρεμπέτες, συνήθως εν είδει "χορωδίας". Παραδείγματα : Στον "Καϊξή"μοιράζεται τις στροφές του τραγουδιού μαζί με τον Μάρκο. Στο "Πεντάμορφη"τραγουδούν από κοινού ο ίδιος, ο Μάρκος και η Σούλα Καλφοπούλου. Στο "Πάμε στο Φάληρο"από κοινού ο ίδιος, ο Μάρκος και ο πρωτοεμφανιζόμενος Απόστολος Καλδάρας !
Όπως προανέφερα, ο Απόστολος Χατζηχρήστοςπέθανε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 1959, σε ηλικία μόλις 58 ετών. Αν ζούσε περισσότερο, είναι σίγουρο ότι θα είχε γράψει κι άλλα όμορφα τραγούδια. Αλλά κι αυτά που άφησε, είναι υπερ - αρκετά για να τον καταστήσουν "αθάνατο"και "κολώνα του ελληνικού πολιτισμού". Είμαι σίγουρος ότι κάποιοι από τους αναγνώστες του κειμένου μου, διαβάζοντας τα τραγούδια που παραθέτω, θα αναρωτηθούν : "άντε βρε, δικό του είναι αυτό το τραγούδι, δεν το ήξερα!" Πράγματι ... όσο κι αν τα τραγούδια του θα τραγουδιούνται και ... από τα δισέγγονά μας, ο ίδιος μάλλον θα παραμένει άγνωστος στον πολύ κόσμο και γνωστός μόνο σε όσους έχουν ασχοληθεί - είτε λίγο είτε πολύ - με την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού. Όμως, όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Τάσος Σχορέληςστη Ρεμπέτικη Ανθολογίατου [τόμος Δ σελ. 159] : "Ο Χατζηχρήστος είναι αναμφισβήτητα από τους λίγους κορυφαίους συνθέτες και η θέση του είναι στην πρώτη γραμμή του ρεμπέτικου. Είναι ένας από τους μεγάλους του. Από τους πρώτους του".

Γράφει o kwstas agasστοwww.musicheaven.gr 

Η Μπιραρία του Πίκινου και η φονική μαχαιριά.

$
0
0
Ο Κωνσταντίνος Ααρών, ο επονομαζόμενος Πίκινος.
Το «ματωμένο» στέκι για τους ρεμπέτες των Αθηνών
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τα «ζυθοπωλεία», λαϊκότερα «μπιραρίες» ή απλά «μπίρες», συναγωνίζονταν τις ταβέρνες.
«Οι ιππόται της ταβέρνας εξελίχθησαν εις ιππότας των ζυθοπωλείων», έγραφε ο Τίμος Μωραϊτίνης, εννοώντας πως εκεί μεταφέρονταν πλέον ο κουτσαβακισμός και ο τραμπουκισμός, ο παλικαρισμός με τις νέες πλέον μορφές του. Από τις πλέον ξακουστές ήταν η «Μπίρα του “ΠΙΚΙΝΟΥ”». Λειτουργούσε στο ισόγειο ενός παραδοσιακού κτιρίου στο Θησείο, το οποίο σώζεται έως τις μέρες μας. Έμεινε στην ιστορία αφού έγινε ρεμπέτικο τραγούδι λόγω της δολοφονίας του Πίκινου, γνωστού μάγκα και ρεμπέτη της εποχής.
http://mikros-romios.gr/wp-content/uploads/2012/03/21.jpg
Κομπανία ρεμπετών σε συνοικιακό στέκι των Αθηνών. Ανάμεσά τους ο Κώστας Ρούκουνας.
Ο Ααρών
Το «Πίκινος» ήταν παρατσούκλι, στην πραγματικότητα ονομαζόταν Κωνσταντίνος Ααρών και ήταν γεννημένος το 1894. Σύμφωνα με όσα αφηγήθηκε αργότερα ο γνωστός ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας, «σαν τούτο τον Πίκινο ούτε που θα υπάρξει τέτοιος άνθρωπος. Τέτοιο άντρα είναι δύσκολο στα χρόνια μας να βρεις. Κουβαρντάς, μπεσαλής, παλικάρι, κι ας τον έφαγε ένας χαμένος. Το ‘λεγε η ψυχή του». Προς τη δυτική πλευρά της Ακρόπολης, από το Θησείο και τα Πετράλωνα μέχρι τον Βοτανικό, ήκμαζε το ρεμπέτικο στοιχείο. Το τροφοδοτούσαν οι πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στους διάφορους συνοικισμούς γύρω από τις κατοικημένες περιοχές (Αεριόφωτος, Ασυρμάτου, Παλαιών Σφαγείων κ.ά.). Σημαντικοί ρεμπέτες κατοικούσαν ή εργαζόντουσαν στην περιοχή και ανάμεσά τους ο Κώστας Ρούκουνας, ο οποίος εργαζόταν στη Μπιραρία του Πίκινου, έχοντας κοντά του ένα σαντούρι (Κώστας Τζόβενος) και ένα βιολί (Γιώργος Κερατζόπουλος). Το μαγαζί ήταν ανοιχτό μέχρι το πρωί και αρκετές φορές έφτανε επτά ή οκτώ η ώρα και τα όργανα έπαιζαν ακόμη, εάν υπήρχε «γαζέτα», όπως αποκαλούσαν τα τάλιρα. Ο τραγουδιστής έφτανε να λέει ακόμη και εκατό αμανέδες σε μια βραδιά!

Ο γνωστός ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας.
Παρεξήγηση και φονικό
Βραδάκι Σαββάτου, Ιούνιος του 1931, και η ορχήστρα είχε ξεκινήσει από νωρίς. Μια παρέα σοβατζήδων, πέντε έξι άτομα, πίνουν αρκετά και δίνει συνεχώς παραγγελιές. Όμως τα μέλη της δυστρόπησαν όταν αργά το βράδυ το μαγαζί γέμισε, οπότε η ορχήστρα δεχόταν παραγγελιές απ’ όλους. Οι σοβατζήδες παρεξηγήθηκαν, φώναξαν κι έβρισαν το γκαρσόνι, ενώ ένας εμφάνισε και γερμανικό σουγιά. Ειδοποιήθηκε ο Πίκινος, ο οποίος εξήγησε στους πελάτες ότι η ορχήστρα έπρεπε να παίζει για όλους. Εύσχημα τους πήρε και τον σουγιά. Συνέχισαν όμως να είναι εριστικοί, ενώ χτύπησαν με ποτήρι τον 28χρονο οργανοπαίχτη Κ. Τζόβενο. Η παρεξήγηση δεν άφηνε περιθώρια. Παρενέβη πάλι ο Πίκινος: «Μάγκες, πληρώστε το λογαριασμό και δρόμο». Έκαναν ότι έφυγαν, αλλά ένας επέστρεψε. Αγανακτισμένος ο Πίκινος, όρμησε επάνω του και αμέσως μαζεύτηκε και έσκυψε κάτω «Με μαχαιρώσανε», ψέλλισε, «με μαχαιρώσανε», και έπεσε αιμόφυρτος. Ο 25χρονος υδροχρωματιστής Κ. Ευγενικός -όχι Χατζίνας, όπως πιστευόταν έως σήμερα- του είχε δώσει «μπαμπέσικη» μαχαιριά. Ήταν τρεις τα ξημερώματα της Κυριακής 28 Ιουνίου του 1931, στην οδό Ακάμαντος 28 στο Θησείο.

Η πρόσοψη του κτιρίου που στέγασε στις αρχές του 20ού αιώνα το Ζυθοπωλείον του «Πίκινου» στην οδό Ακάμαντος, σήμερα εστιατόριο.
Η κηδεία
Δώδεκα ημέρες αργότερα ο 37χρονος Πίκινος άφηνε την τελευταία πνοή του στο Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου και εγχειρίστηκε. Παρά τα σενάρια που γράφτηκαν εκείνη την εποχή, αιτία του θανάτου του υπήρξε η περιτονίτιδα. Η κηδεία του μετατράπηκε σε ρεμπέτικη σύναξη, με επικεφαλής τον αδελφό του, τον Δημήτρη (Μήτσο) Ααρών, γνωστό με το ψευδώνυμο «Κανείς». Ο αυτόπτης μάρτυρας Κώστας Ρούκουνας έγραψε (1933) και ηχογράφησε (1934, εταιρεία Parlophone) το σπάνιο ρεμπέτικο τραγούδι «Ο ΠΙΚΙΝΟΣ» («Ξύπνα, καημένε Πίκινε»):
«Μες στο Θησείο, βρε παιδιά, στου Πίκινου την μπίρα / γλέντησε όλος ο ντουνιάς Περαίας και Αθήνα / Αμάν άντρες γυναίκες λέγανε πάμε παιδιά να πιούμε / στου φίλου μας του Πίκινου και να ξημερωθούμε / Λέγανε παμ’ ν’ ακούσουμε σαντούρι το Γιαννάκη / και τραγουδάκια όμορφα από το Σαμιωτάκι / Αμάν τώρα, καημένε Πίκινε, ούτε μια παλιοτέντα / δεν έμεινε στην μπίρα σου για μια παλιοκουβέντα / Ξύπνα, καημένε Πίκινε, από το μαύρο χώμα / κι έλα να δεις τους φίλους σου που σε θυμούνται ακόμα / Αμάν οι φίλοι σου, ρε Πίκινε, για σένα θρηνούνε / πως άδικα σε σκότωσαν και μέσα τους πονούνε»
«Σαμιωτάκι» αποκαλούσαν τον Κώστα Ρούκουνα, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα (1935) έγραψε ακόμη ένα τραγούδι με τίτλο «Η μπίρα του Πίκινου», στο οποίο έκανε αναφορές για τις «ένδοξες» ημέρες του μαγαζιού.
Τη δεκαετία του 1950 το κτίριο στέγασε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε κουτιά και απεικονίστηκε στην ταινία «Το αμαξάκι» (Ορέστης Μακρής, Γεωργία Βασιλειάδου, Αντιγόνη Βαλάκου κ.ά.). Αργότερα, λειτούργησε ως τυπογραφείο μέχρι τη δεκαετία του 1970 και η ζωή το ήθελε πάλι χώρο διασκέδασης, αφού επανήλθε στην αρχική μορφή του, ως όμορφη αθηναϊκή ταβέρνα.

« ΚΛΑΡΙΝΟ το… ΕΞΑΙΣΙΟ!» (Του Μπάμπη Κ.Μώκου )

$
0
0
 Πετρολούκας-Χαλκιάς
 « Οι τρύπες στο κλαρίνο του Πετρο-Λούκα,είναι γκρεμοί που χάσκουν ανοιχτοί, γιομάτοι ξενιτεμένους,μαστόρους της πέτρας ,ξερόβραχους, μαυροφορεμένες μάνες , παράπονο και καημούς»!!!.                            

Από τους αρχαικούς αυλούς μέχρι το 1690 που «πρωτοβρέθηκε»και καθιερώθηκε το κλαρίνο, η διαπεραστικότητα ,το ηχόχρωμα του συγκεκριμένου όργανου αποτέλεσε ιδιαίτερο μέσο μουσικής αρχικά λόγιας και ,στο πέρασμα του χρόνου, δημώδους εκφραστικότητας που «τσιμπάει» το ανθρώπινο συναίσθημα και πότε το καταλαγιάζει, πότε το αναστατώνει  … συνεγείρειροντας τον ανθρώπινο ψυχισμό, συντείνοντας στης ψυχής το…  αλάφρωμα.
Με ιστορία μακρά στη δυτική αρχικά μουσική,κατηφορίζει προς τηνότια ευρωπαική ζώνη ,όπου σε κάθε τοπωνύμιο, παίζεται με τρόπο που να προσιδιάζει χρηστικά στα μουσικά ήθη κάθε τοπικού πληθυσμιακού στοιχείου.
Εξελικτικά διαμορφώνεται  μέχρι το Βυζάντιο και ως τα πρώτα χρόνια του 18ουαιώνα , φθάνοντας εν τέλει στη χώρα μας να αντικαταστήσει τη βουκολική φλογέρα,την τσαμπούνα ,την πίπιζα,την τζαμάρατους ανακαράδες,το καβάλι, το νέι , την καραμούζα και  τους ζουρνάδες.
Πρώτα ακούσματα κλαρίνου συναντώνται στον ελληνικό χώρο σταΓιάννενα και συγκεκριμένα στην Αυλή του Αλή Πασά, από Ηπειρώτες δεξιοτέχνες.  Λίγο πιο πρίν το εχουν φέρει από την Πόλη τσιγγάνοι περιπλανώμενοι μουζικάντες.
Από τα 1900 και από… «ενθάδε και μπρός» (έτσι έλεγαν οι πιο παλιοί),συναντάται σαν όργανο με τη σημερινή μορφή και καθιερώνεται σαν το βασικό ,απαραίτητο  στα Δημοτικά ελληνικά ακούσματα.
Οπου, βλαστοί ,κύρια αγροτικών περιοχών αφιερώνωνται με όλητους την ψυχή στην μελέτη  του και προκύπτουν περίφημοι, ανεπανάληπτοι δεξιοτέχνες στο είδος. (Για να γίνεις καλός κλαριντζής επρεπε παλιότερα να προέρχεσαι από «φύτρα» ,δηλαδή οικογένεια μουσικών).
Κι’ αφού κύρια, η δημώδης μουσική, αποτελείται από το «μέλος» , τον«λόγο» και τον «χορό»(!), σε κάθε είδους και μορφής μη αστική εκδηλωτικότητα (Κύκλος της Ζωής), το κλαρίνο έχει θέση καίρια, προεξάρχουσα.. Η μουσική, το… κελάιδισμά του κλαρίνου εμπνέει,ζεί και θα ζεί , γιατί έχει αμεσότητα, γιατί δεν… διερμηνεύει χρησμούς.
Περιώνυμοι πρωτομάστορες στη χώρα μας ,θαυμαστοί «κλαριντζήδες» ,αναγνωρίσιμοι  για το κατά περιοχές και τόπους ιδιαίτερο παίξιμό τους συναντώνται  στον 20ό αιώνα πάμπολλοι .Ξεχωρίζουν όμως οι:
Σχετική εικόνα
Βασίλης Σούκας
ΚίτσοςΧαρισιάδης , Φίλιππας Ρούντας ,Μπαντζαίοι, Τάσος Χαλκιάς, Πετρολούκας Χαλκιάς, (Ηπειρώτες), Βάιος Μαλλιάρας (Λάρισα), Νίκος Καρακώστας (Θεσσαλία),
Βασίλης Σούκας (Στερεά), Μαργέλης (Αγρίνιο και Ξηρόμερο), Κώστας Γιαούζος (Λιβαδειά), Βασίλης Σαλέας (Ρούμελη), Κοτρώτσος,Ανεστόπουλος (Αρκίτσα Φθιώτιδας) 
(Γιάννης Βασιλόπουλος (Αγρίνιο-Στερεά).
Νίκος Τσάρας, Γρ. Καψάλης, Βαγγέλης Ζαραλής, Ανδρέας Χαρμαλιάς, Ιάκωβος Ηλίας, Αποστόλης Σταμέλος, Γιάννης Μπολώτας, Νίκος Καρακός, ΝίκοςΚωτσόπουλος, Θόδωρος Αγαπητός, Βασίλης Μπεσίρης, Νίκος Ρέλλιας, Θανάσης Λαβίδας,Βασιλειάδης κ.α..Θαυμαστός κλαριντζής υπήξε και οΚώστας Μόσχος η «φουσκομπούκας» (Πεντάλοφο Μεσολογγίου)
πατέρας του Αριστείδη Μόσχου ,του σπουδαίου σαντουρίστα. 
Ολοι σχεδόνοι παραπάνω πέρασαν και έπαιξαν στον περίφημο «ΕΛΑΤΟ» της πλατείας Λαυρίου στην Ομόνοια, από τα 1918 και εντεύθεν που άνοιξε τοσυγκεκριμένο μαγαζί –μουσικό δημοτικό στέκι.  Υπολογίζεται πως από την ημέρα που άνοιξε ο «ΕΛΑΤΟΣ»,μέχρι που έκλεισε, πέρασαν από εκείγύρω στους 250 κλαριντζήδες.
Ο ονομαστός Καρακώστας έπαιζε εκεί για 28 χρόνια!...
Δάσκαλοι  (ελάχιστοι  ζούν ακόμα ) και …σημερινοί μαθητάδες (Φιλιππίδης, Αχαλινωτόπουλος κ.α), οι καλλίτεροι, δεξιοτέχνες  στο λαικό κλαρίνο. Αξιοι συνεχιστές του Καραγιάννη και του Μιχαλόπουλου.
Αποτέλεσμα εικόνας για Βασίλης ΣαλέαςΤο…όργανο, προέκταση της ψυχής τους.Να τους ακούς και να …στυλώνεσαι. Ν’ακούει ο Χάρος και να …το βάζει στα ποδάρια! . Ντελάληδες-λαλητάδες  της χαράς και του ανθρώπινου πόνου, των καυμών της ξενιτειάς και της λεβεντιάς το …κούμπωμα! . Που παίζοντας δεν φλυαρούσαν κακόγουστα φιγουραντζίδικα και …μπάσταρδα. Που γι’ αυτούς που τους άκουγαν , όρίζονταν το παίξιμό τους …μεταλαβιά ζωής!..
Ο μπαρμπα Καραγιάννης (Μόδι Λοκρίδας) και ο Γιάννης Κυριακάτης (Λεύκτα Θήβας) (1884-1957) είναι  απ’ τους πρώτους που γραμμοφωνούν δημοτικά με τα κλαρίνα τους, μαζί με τον Γιώργη Μιχαλόπουλο.(1937)και τον συντοπίτη τους Νικήτα Κωτσιόπουλο.
Ο αθάνατος ήχος του κλαρίνου συναντάται επίσης σε πολλά ρεμπέτικα της Πόλης και της Σμύρνης,όπου εναλλάσεται στο παίξιμο , πότε με το νέι , πότε με την αρμόνικα.  Αυτό συνεχίζεται μετά το 1922,όπου στο κλαρίνο  σαν συγκερασμένο όργανο , μεγάλοι δεξιοτέχνες ανακαλύπτουνστο παίξιμό του μόρια ανατολικής μουσικής. (Μισοκλείνοντας τα «κλειδιά»
και …κουμαντάροντας, ρυθμίζοντας το «φύσημα»..
Πρόκειται για το «γλυφτό» τονικό παίξιμο πού ταιριάζει απόλυτα με πεντακάθαρα αραβικά 
μουσικά διαστήματα (για τους ειδικούς).
Ο μπάρμπα Νίκος ο Καρακώστας (1881-1954), παίζει σε αμέτρητα πανηγύρια με την την Εσκενάζυ και τη Γεωργία Μηττάκη. Ο ίδιος παίζει στο ρεμπέτικο του Μάρκου Βαμβακάρη «Τέτοια ζωή με βάσανα».Δίσκος GA-7424-ODEON.
Για  8 ολόκληρα χρόνια συνεργάζεται με την ανεπανάληπτη Ρίτα Αμπαντζή,τον Μειντανά, τον Γ.Παπασιδέρη κ.α., με τους οποίους ηχογραφεί πάνω από 50 δημοτικά τραγούδια. Για 4 ολόκληρα χρόνια , μαζί με τον Κώστα Γιαούζοπαίζουν παραπάνω από 60 βραδιές στην ταβέρνα του μπάρμπα Αλέκου του Νταρλαδήμα στο Παγκράτι Λαμίας .Επίσης σε αμέτρητα πανηγύρια στην Αταλάντη, στο Μαρτίνο , τη Θήβα και τη Λιβαδιά.
Μεγάλοι στο κλαρίνο ηταν οι Σουλειμάνηδες και ιδιαίτερα ο ένας απ’ αυτούς ο Νίκος, με καταγωγή από το Λεσκοβίκι της Αλβανίας, πού άλλαξε θρησκεία και βαφτίστηκε στα 1864 στη Λαμία ,έγινε χριστιανός και πήρε το επώνυμο Γεωργίου.
Η φήμη όσων «πρωτομαστόρεψαν» στο οργανο ξεπέρασε τα όρια τηςΕλλάδας  και ο  ηχος εφτασε μεχρι την Αμερική.
Σχετική μια διήγηση του Τάσου Χαλκιά: « Ηταν κοντα στα 1960-1961.
Βρέθηκα να παίζω σε ένα μαγαζί . Ερχεται ο μαγαζάτορας και μου αναγγέλλει πως θάρθει να μ’ ακούσει κάποιος BennyGodman. Ρώτησα  κι’έμαθα πως ήταν ο μεγαλίτερος , το τέρας του κλαρίνου στην Αμερική. Επαθα τράκ. Ανέβηκα στο πάλκο. Κάποιος ηλικιωμένος κάθονταν μονάχος του μπροστά-μπροστά σε ένα τραπέζι. 
Ερχεται και με ρωτά:
-Παίζεις ρε μοιρολόι;
-Παίζω..
-Αντε παίξε ένα..
»»Αρχισα να παίζω το μοιρολόι . Βλέπω αυτόν πού με ρώτησε να βουρκώνει.
Με πιάσαν κι’ εμένα τα κλάματα.Τέλειωσα το παίξιμο.Ερχεται ο άνθρωπος
κλαίγοντας , με αγκαλιάζει, με φιλάει και μου λέει:
-Είμαι ο BennyGodman, κλαρινίστας, Αμερικάνος.
-Εχω παίξει και μελετήσει αυτό το όργανο τόσο που είχα την εντύπωση πωςείχα τελειώσει.
Σήμερα,μ’ αυτό που άκουσα,πιστεύω πώς έχω ακόμα πολλά να μάθω!!!».-
Ο ήχος του κλαρίνου , ο «αθάνατος αχός» εξακολουθεί ως τα σήμερανα εμπνέει , να ενθουσιάζει  και να συγκινεί.
Οι μουσικοπαίχτες  του,κυρίως αυτοδίδακτοι ,σε ένα πανηγύρι αρκούν «να ρίξουν στ’ αυτιά» σε κάποιον κορδωμένο ,άκαμπτο φορμαλιστή του …Ωδείου,που υπαινικτικά προβάλλει  το κύρος του ως αυθεντίας του είδους. Γιατί ο ήχος τουγνήσιουδημοτικού κλαρίνου είναι ήχος ψυχής που πότε…γελάει, πότε …κλαίει!..
 0285bc0f6369c6489dba0c9c0508db30_L - Αντίγραφο - Αντίγραφο - Αντίγραφο

«ΕΛΑ ΑΠΟΨΕ ΣΤΟΥ ΘΩΜΑ» Η σειρά του ΚΩΣΤΑ ΦΕΡΡΗ (Βίντεο)

$
0
0
Η σειρά του ΚΩΣΤΑ ΦΕΡΡΗ «ΕΛΑ ΑΠΟΨΕ ΣΤΟΥ ΘΩΜΑ» παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο την ιστορία του Ρεμπέτικου τραγουδιού. Το Τζίνι του Ρεμπέτικου (ΜΑΝΟΣ ΤΣΙΛΙΜΙΔΗΣ) αναζητά σε σελίδες βιβλίων την ιστορία του ελληνικού αστικού λαϊκού τραγουδιού και «ΤΑ ΤΖΙΝΙΑ» τραγουδούν τα αγαπημένα σε όλους ρεμπέτικα.
Στο πρώτο επεισόδιο της σειράς με τον τίτλο «ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ», το Τζίνι μιλάει για τα ρεμπέτικα τραγούδια, που παίζονται στα μαγαζιά-μπουζουξίδικα. Η συντροφικότητα, που αναπτύσσεται μεταξύ των θαμώνων των καπηλειών, τα τσιφτετέλια, που ξυπνούν τις αισθήσεις φανερώνονται στα τραγούδια «ΑΠΟΨΕ ΣΤΙΣ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΕΣ» του ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΤΣΑΝΗ, «ΤΟ ΚΑΠΗΛΕΙΟ ΤΟΥ ΦΩΤΗ» του ΚΩΣΤΑ ΡΟΥΚΟΥΝΟΥ, «ΤΟ ΚΑΠΗΛΕΙΟ» του ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΗΤΣΑΚΗ και το «ΣΗΚΩ ΧΟΡΕΨΕ ΤΟ» του ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ. Οι ρεμπέτες ακολουθούν άγραφους νόμους και «η μπέσα» αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό όσων πίνουν στα καπηλειά.
Τα βράδια στα καπηλειά το τραγούδι «ΕΒΙΒΑ ΡΕΜΠΕΤΕΣ» του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΛΔΑΡΑ και του ΣΠΥΡΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΗ τραγουδιέται ως ύμνος των θαμώνων. Ο «ΜΠΟΥΦΕΤΖΗΣ», του «περιθωριακού» ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΜΠΑΤΗ ή ΜΠΑΤΗ και του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, αποτελεί πρότυπο ρεμπέτικου «πειραχτικού» τραγουδιού. Το Τζίνι του Ρεμπέτικου αναπολεί τις βραδιές στο «ΚΑΦΕ ΑΜΑΝ» της ΣΜΥΡΝΗΣ. Το καπηλειό κλείνει με το τραγούδι «Ο ΜΑΝΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΙΑΣ», που τραγουδούν ορχήστρα και πελάτες και τα «ΤΖΙΝΙΑ» αποχαιρετούν τους τηλεθεατές με ένα ρεμπέτικο μικροαστικό του ΣΤΑΥΡΟΥ ΞΑΡΧΑΚΟΥ και του ΚΩΣΤΑ ΦΕΡΡΗ «ΣΤΟΥ ΘΩΜΑ».

http://www.livemovies.gr/shows/ela-apopse-stou-thoma
  Αποτέλεσμα εικόνας για ερτ αρχειο          

Μπάτης, ο "Ρήγας του ρεμπέτικου".

$
0
0
http://cdn.sansimera.gr/media/photos/main/Giorgos_Mpatis.jpg
Απόσπασμα από την "Ελευθεροτυπία"
«Ο πατέρας μου ο Μπάτης ήρθε απ'τη Σμύρνη το '22 κι έζησε 50 χρόνια σ'ένα κατώι φτωχικό»,
λέει ο Διονύσης  Σαββόπουλος στο γνωστό του τραγούδι με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου.


Κάπως διαφορετικά από το Σαββόπουλο (που θέλησε πιθανότατα να προσδώσει μια πιο μυθολογική διάσταση), παρουσιάζουν οι πληροφορίες των ασχολουμένων με το ρεμπέτικο (χωρίς κι αυτοί να συμφωνούν μεταξύ τους) τα σχετικά με την καταγωγή και το βίο του Γιώργου Αμπάτη ή Μπάτη.

«Γνωστός με το ψευδώνυμο Μπάτης, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1890 και πέθανε το 1967», γράφει ο Τάσος Σχορέλης στη «Ρεμπέτικη Ανθολογία» (τόμος α').

«Γεννήθηκε στα Μέθανα γύρω στα 1887 και πέθανε στον Πειραιά στις 10 Μαρτίου 1967», αναφέρει σε σημείωμα του ο Πάνος Σαββόπουλος.

Εκεί, συνεπώς, που δεν φαίνεται να διαφωνούν είναι η ημερομηνία του θανάτου. Άρα σήμερα συμπληρώνονται 40 ακριβώς χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή, στα 77 ή στα 80 του χρόνια, ο Μπάτης.

«Πρόκειται για έναν από τους θεμελιωτές του κλασικού πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού, άσχετα αν ηχογράφησε μόνο 17 τραγούδια σε δίσκους γραμμοφώνου. Ήταν ένα από τα μέλη της περίφημης "Τετράδος της ξακουστής του Πειραιά", που με την εμφάνισή της το καλοκαίρι του 1934 άλλαξε όλη την πορεία του λαϊκού τραγουδιού στις πόλεις και καθιέρωσε το μπουζούκι σαν το πιο εκφραστικό όργανο», σημειώνει ο Π. Σαββόπουλος.

Οι άλλοι τρεις της «Τετράδος» ήταν οι πασίγνωστοι Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Ανέστης Δελιάς.

Έπαιζε πάρα πολύ ωραία μπαγλαμά και είχε δικό του «χοροδιδασκαλείο» στη Δραπετσώνα, γύρω στο 1925, γράφει ο Τ. Σχορέλης. «Μέχρις ότου καεί το Καραϊσκάκη, το 1937, διατηρούσε εκεί καφενείο - τεκέ, όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής. Στη ζωή του έκανε πολλές δουλειές. Εκτός από το χοροδιδασκαλείο και το καφενείο-τεκέ, πουλούσε φάρμακα για τους κάλους και τα δόντια, έκανε το μικροπωλητή, είχε ενεχυροδανειστήριο κ.ά. Είχε αναπτυγμένο το αίσθημα του χιούμορ και έχουν αφήσει εποχή τα καλαμπούρια του και οι "πλάκες"που 'χε σκαρώσει σε πολλούς, χωρίς την παραμικρή δόση κακίας».

Από τους δύο αυτούς ερευνητές του ρεμπέτικου και οι πληροφορίες που ακολουθούν: «Στα 8 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στον Πειραιά, γι'αυτό τον θεωρούν στην ουσία Πειραιώτη. Επρόκειτο για χαρακτήρα ατίθασο και ως εκ τούτου έκανε πάνω από 10 χρόνια στο στρατό». (Π.Σ.)

«Μέχρι το θάνατό του έπαιζε και τραγουδούσε πότε με συγκροτήματα και πότε μόνος του, γυρνώντας στα καφενεία και στις ταβέρνες. Ήταν πραγματικά ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ρεμπέτη καλλιτέχνη. Οι παλιοί τον θυμούνται πάντα καλοντυμένο να παίζει στα λεμονάδικα, καθισμένος πάνω σ'ένα καρότσι, με το μικρό οργανάκι του, που το έκρυβε μέσα στην τσέπη του σακακιού του. Ο πιο όμορφος χαρακτηρισμός που γίνηκε για τον Μπάτη είναι αυτός που έκανε ο γερο-Τσακιριάν, που τον γνώριζε καλά. "Ήταν ο Ρήγας του Πειραιά". Είναι ένας χαρακτηρισμός που μαζί του συμφωνούν όλοι όσοι τον γνώρισαν. Όταν θάψανε τον Μπάτη, του βάλανε μαζί τον αγαπημένο του μπαγλαμά που του 'χε φτιάξει ο Τσακιριάν». (Τ.Σ.)

«Πέθανε από προβλήματα στα πνευμόνια. Λίγο πριν πεθάνει ο Μπάτης έγραφε τη διαθήκη του:

"Ο Μπάρμπα-Γιώργος γέρασε,
δυο κόκαλα έχει μείνει,
μα το μπαγλαμαδάκι του
στιγμή δεν το αφήνει.
Με μπαγλαμάδες αγκαλιά πέρασε τη ζωή του,
με μια στερνή διπλοπενιά θ'αφήσει τη ζωή του.
Να μην τον συγχωρήσετε,
δεν έχει κάνει κρίμα,
μόν'θέλει να τον θάψετε
με μπαγλαμά στο μνήμα.
Ο Μπαρμπα-Γιώργης ο Πειραιώτης,
γερομάγκας και τσικ ιππότης,
μπουζουκοπροσωπικότης,
ο Μπαρμπα-Γιώργης ο Πειραιώτης"». (Π.Σ.)

Γνωστά τραγούδια του Μπάτη είναι η «Γυφτοπούλα», οι «Φυλακές του Ωρωπού», ο «Θερμαστής», το «Βάρκα μου μπογιατισμένη», το «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα») και ο θρυλικός «Μπουφετζής» -απ'όπου οι στίχοι με τους οποίους θα κλείσω αυτό το σημείωμα: «Θέλω να γίνω μπουφετζής σε τούρκικους τεκέδες / να 'ρχονται οι χανούμισσες να πίνουν ναργιλέδες». Και στο φινάλε, η επωδός:

Οι πρώιμες Ελληνίδες φεμινίστριες, μέσα από τα ρεμπέτικα του ‘30

$
0
0
Περισσότερα από 80 είναι τα ρεμπέτικα τραγούδια της δεκαετίας του ’30 που αναφέρονται σε ένα διαφορετικό τύπο γυναικών, τις πρώιμες φεμινίστριες. 

Μιλούν για γυναίκες ομοφυλόφιλες που δεν διστάζουν να μπουν μεταμφιεσμένες ως άνδρες σε τεκέδες, για γυναίκες που διεκδικούν ακόμα και επιθετικά τους άνδρες και δεν δείχνουν φόβο στη θέα ενός μάγκα της εποχής.

Οι δημιουργοί των ρεμπέτικων είναι άνδρες συντηρητικοί, το ίδιο και οι γυναίκες ερμηνεύτριες τους. Αν και γράφτηκαν τη δεκαετία του ‘30 μπορεί να θεωρούνται προκλητικά ακόμα και για τη σύγχρονη πραγματικότητα. Βασικό στοιχείο των ρεμπέτικων τα υπαρκτά χαρακτηριστικά αυτού του τύπου γυναίκας, που σήμερα ίσως φαντάζει εξωτική.
Αποτέλεσμα εικόνας για Πάνος Σαββόπουλος
Πάνος Σαββόπουλος
Ο Πάνος Σαββόπουλος, ερευνητής του ρεμπέτικου τραγουδιού περιγράφει στα «ΝΕΑ» αυτές τις γυναίκες σε αντιδιαστολή με το σύγχρονο μοντέλο «αυτές οι γυναίκες ήταν ελεύθερες χωρίς να χρειάζονται νόμους, ποσοστώσεις και πλακάτ για τη διεκδίκηση μιας πέτσινης ισότητας. Ήταν ελεύθερες με την μαγκιά τους και ζούσαν ισότιμα με τους άνδρες». Με αφορμή την μουσική παράσταση «Οι ελεύθερες ρεμπέτισσες του ‘30» που επιμελήθηκε ο κ. Σαββόπουλος αναδεικνύεται η ανεπιτήδευτη αλήθεια του μουσικού είδους, η σεμνοτυφία που διακρίνει το σύγχρονο κοινό αλλά και η ρηξικέλευθη σκέψη των δημιουργών του ’30, ακόμα και αυτών που χαρακτηρίστηκαν ως οι πιο συντηρητικοί όπως ο Παναγιώτης Τούντας ή ο Κώστας Σκαρβέλης.
Αναφορικά με την παράσταση ο κ. Σαββόπουλος δήλωσε ότι «έχω εντοπίσει 80 ρεμπέτικα που περιγράφουν τις πρώιμες Ελληνίδες φεμινίστριες. Αυτές που άδικα κατηγορήθηκαν ως πόρνες. Πως αλήθεια θα χαρακτηριζόταν μία γυναίκα των αρχών της δεκαετίας του ’30 που τραγουδούσε «ούζο πίνω και μεθάω κι όλα τα ποτήρια σπάω». Ενώ και ο Μίμης Ανδρουλάκης, ο οποίος έχει παρέμβαση στην παράσταση, ανέφερε στα «ΝΕΑ» ότι «οι ρεμπέτισσες του ’30 συγκρούστηκαν με το στερεότυπο της εποχής για τις γυναίκες, που τις ήθελε να υποδύονται ένα συγκεκριμένο ρόλο. Στην περίπτωσή τους έχουμε μία επώδυνη χειραφέτηση –αν και ημιτελής και αντεστραμμένη- που όμως υπάρχει και στα παραδείγματα γυναικών του ταγκό και των μπλουζ».

Ενδεικτικό τραγούδι που αποτυπώνει την απελευθέρωση της εποχής είναι οι «Δύο χήρες» των Κώστα Μακρή, Στρογγυλού και Κώστα Καρίπη. Χαρακτηριστικά αναφέρει «μια χήρα από την Κοκκινιά μια χήρα παιχνιδιάρα μάλωσε με μια Σμυρνιά τσαχπίνα και ναζιάρα. Το φίλο της τής πείραξε και έχασε τα μυαλά της κι από τη χήρα η Σμυρνιά εβρήκε τον μπελά της. Σμυρνιά τον καψουρεύτηκες τον όμορφό μου φίλο, μα αν σε δω να του μιλάς θα σου πατήσω ξύλο. Κι έτσι μαλώσανε οι δυο, οι όμορφες οι χήρες, όχι σου πήρα τον μικρό, όχι εσύ το πήρες. Μα έπειτ΄αγαπήσανε και τον ομορφονιό τους, όπως συμφωνήσανε τον είχανε κι οι δυο τους».


ΠΗΓΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ

«Έφυγε» από τη ζωή η ξεχωριστή και ξεχασμένη ερμηνεύτρια ρεμπέτικου, η Αλεξάνδρα

$
0
0
 
Η είδηση του θανάτου της προκάλεσε μεγάλη θλίψη στους εκπροσώπους του μουσικού πενταγράμμου.
Τα τελευταία χρόνια, ζώντας μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, όπου το βράδυ της Παρασκευής «έφυγε» για τη γειτονιά των αγγέλων.
Έχοντας τραγουδήσει στο πλευρό του Μάνου Λοΐζου, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Γιώργου Ζαμπέτα, του Μάνου Χατζηδάκη, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Χρήστου Νικολόπουλου και άλλων πολλών, η Αλεξάνδρα είχε καταφέρει να αφήσει το δικό της μουσικό στίγμα.
Αν και ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός πέρασε πολύ γρήγορα στο τραγούδι, όταν το 1970 έκανε το μπαμ της με την επανεκτέλεση του τραγουδιού του Μάνου Λοΐζου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου, «Η δουλειά κάνει τους άντρες».
Ακολούθησαν πολλές δισκογραφικές δουλειές, που υμνούσαν το λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι, με την ίδια να αποφασίζει ξαφνικά να αποσυρθεί.
Η κηδεία της Αλεξάνδρας θα γίνει το μεσημέρι της Τρίτης 28 Ιουλίου. ΠΗΓΗ
 
H Aλεξάνδρα τραγουδά 7 ρεμπέτικα σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Σταύρου Ξαρχάκου. Ανέκδοτη ζωντανή ηχογράφηση στο "Δελφινάριο"το 1977 (Αρχείο Νίκου Αβαγιανού).
Προλογίζει ο Αλέξης Κωστάλας. Ακούγονται τα τραγούδια:
1)Κάθε βράδυ θα σε περιμένω (Αλανιάρα απ'τον Περαία) (Μάρκου Βαμβακάρη)
2)Γεννήθηκα για να πονώ (Βασίλη Τσιτσάνη-Κώστα Βίρβου)
3)Η ψευτοφιλία (Οι μηχανές) (Δημήτρη Σέμση-Στελλάκη Περπινιάδη)
4)Φοβάμαι μη σε χάσω (Γιάννη Παπαϊωάννου-Αλέκου Αγγελόπουλου)
5)Τα καβουράκια (Βασίλη Τσιτσάνη)
6)Στο Φάληρο που πλένεσαι (Μάρκου Βαμβακάρη)
7)Έτσι που με κατάντησες (Μ’έχεις κάνει σαν κουρέλι) (Κώστα Καρίπη-Χαράλαμπου Βασιλειάδη)
 
Συνοδεύουν οι Βίκυ Μοσχολιού,Νίκος Δημητράτος, Γιώργος Μπαγιώκης, Κώστας Τσίγκος. Μπουζούκια παίζουν οι Κώστας Παπαδόπουλος, Χρήστος Κωνσταντίνου ,Στέλιος Βαμβακάρης.
 

 Αλεξάνδρα - Η ξεχωριστή και ξεχασμένη ερμηνεύτρια...αφιέρωμα από το ogdoo.gr - Πηγή: Ogdoo.gr - http://www.ogdoo.gr/prosopa/afieromata/aleksandra-i-ksexoristi-kai-ksexasmeni-ermineytria

 
 

Πέντε Έλληνες στον Άδη...

$
0
0
Είναι ο τίτλος του ρεμπέτικου τραγουδιού του Γιάννη Παπαϊωάννου, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Βάσου Πτωχόπουλλου, «Περιπλανώμενος Δυστυχισμένος - Ιστορίες με τραγούδια», που μόλις κυκλοφόρησε…

 Ενός βιβλίου σπαρακτικού, σημαδεμένου από την απαρηγόρητη νοσταλγία για τη χαμένη Γιαλούσα του… ενός βιβλίου σαν αυτά του Τσαρλς Μπουκόφσκι (Charles Bukowski), τα γεμάτα με οδύνη κι απελπισία, σκληρό χιούμορ και ανελέητο αυτοσαρκασμό, ενός βιβλίου που μυρίζει ποτό και τσιγάρο και ξαναμμένες γυναίκες και κάθε απαγορευμένη μυρωδιά… δηλαδή ενός συναρπαστικού βιβλίου, που μου έκανε μια όμορφη παρέα την Κυριακή που πέρασε.

Ξεχωρίζω, για σήμερα, μια από τις αυτοβιογραφικές ιστορίες του Βάσου, που σχεδόν όλες ξεκινούν με ένα παλιό, αγαπημένο ρεμπέτικο, ή λαϊκό τραγούδι του Καζαντζίδη, του Τσιτσάνη, του Μπιθικώτση και άλλων - λιγότερες ιστορίες ξεκινούν με folk ή rock τραγούδια, που ο συγγραφέας άκουγε μετανάστης στην Αγγλία, πριν επιστρέψει στη Λευκωσία και ανοίξει το θρυλικό «Αιγαίον», στην παλιά πόλη.

Να ένα μικρό απόσπασμα: «Νιώθω λειψός που δεν χορεύω. Δυστυχώς από μικρός, δεν έμαθα και μου έμεινε το κουσούρι. Είναι δύσκολο να είσαι Έλληνας και να μην ξέρεις να χορεύεις. Όταν φτάνω σε κέφι και δεν μπορώ να σηκωθώ να χορέψω, φτάνω σε απόγνωση. Νιώθω καταϊσιεμμένος, ανίκανος και ανήμπορος. Παλιά έκανα κάποιες απόπειρες να χορέψω, αλλά δεν μου βγήκε. Χόρεψα μια φορά, έναν ποντιακό χορό. Ήμουν στρακότο και το μόνο σχόλιο που άκουσα, ήταν από έναν Κούρδο που μου είπε σε σπασμένα ελληνικά “πρόσεε πόιν του, μεν πατήσει δικόν του”.

»Πρέπει να ομολογήσω πως κάποτε έπινα πολύ. Κάπνιζα κιόλα πολύ, κάπου ογδόντα με ενενήντα τσιγάρα την ημέρα… Νομίζω πως ένας από τους λόγους που πίναμε κάθε βράδυ, ήταν το ανεκπλήρωτο των απόψεων και των βιωμάτων μας. Υψώναμε την ελληνική σημαία και μας την έκαιγαν, λέγαμε τα αυτονόητα και μας έβγαζαν τρελούς, γράφαμε τον πόνο μας και μας κυνηγούσε, όχι μόνον η αστυνομία, αλλά σύσσωμη η κοινωνία. Μορφωμένοι, υποτίθεται, αλλά στο περιθώριο του περιθωρίου. Ιδιότυπο περιθώριο, αλλά περιθώριο. Το “Αιγαίον” ήταν μια ανάσα. Ένα αεράκι ελευθερίας, ή μια ψευδαίσθηση ελευθερίας…Ντισκ τζόκεϊ, ήταν ο Λάκης.

Ο Λάκης, ως νεοφώτιστος του ρεμπέτικου και ως γνώστης του δημοτικού, ήταν η σωστή επιλογή, ειδικά όταν καμιά γκόμενα τού έκανε νάζια. Ήξερε ακριβώς, ποιο θα ήταν το επόμενο τραγούδι. Πίναμε και πίναμε, ώσπου να γίνουμε όλοι γάιδαροι, που λέει ο λαός. Πρώτος στα σπασίματα, ήταν συνήθως ο Λάζαρος κι ο Τεύκρος. Ο Λάζαρος Μαύρος και ο Τεύκρος, ήταν οι υποκινητές των αναποδογυρισμένων πάγκων και τραπεζιών.

Δεν μιλάμε για πιάτα και ποτήρια, μιλάμε για καρέκλες, τραπέζια, έπιπλα. Δεν φτάνει που τα έκαναν λίμπα, ήθελαν κι από πάνω, κάθε λίγο και λιγάκι, να τους ψήνω και μια ρέγκα. Ποτέ δεν πλήρωσαν τις ρέγκες. Σε ένα δεφτεράκι που άνοιξα πρόσφατα, βρήκα πως ο Λάζαρος κι ο Τεύκρος είχαν 127 ρέγκες απλήρωτες.

Εκείνο το βράδυ άρπαξαν τον πάγκο του Μπλάκστοουν και τον αναποδογύρισαν. Έσπασαν τα πάντα… Διαπασών πια, κι ας ήτανε μετά τις τρεις το πρωί, ο ντισκ τζόκεϊ έβαλε τον μέγιστο Παπαϊωάννου να τραγουδά το “Πέντε Έλληνες στον Άδη”. Τρέξαμε και πέσαμε στην πίστα. Χόρεψα κι εγώ. Τι χόρεψα δηλαδή, έπεσα μέσα στα γυαλιά, τα μαχαιροπίρουνα και κολύμπησα ένα σπουδαίο ύπτιο ζεϊμπέκικο»…
Από τον Μάριο Δημητρίου

ΠΗΓΗ
 

Οι ρεμπέτες και η μποέμικη ζωή τους εμπνέουν κομίστες

$
0
0
http://s.kathimerini.gr/resources/2015-06/rebetiko2-thumb-large.jpg
Το «Ρεμπέτικο» του David Prudhomme, από τις εκδόσεις Γνώση.
Η ιστορία, ο μύθος και οι θρύλοι γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι σαγηνεύουν και εμπνέουν. Και γίνονται αφορμές και για κόμικς. 
Στο «Ρεμπέτικο» του David Prudhomme (που πρόσφατα επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Γνώση), ο Γάλλος δημιουργός, ενθουσιασμένος από τους ήχους του μπαγλαμά και του μπουζουκιού, τα τραγούδια, την αλητεία και την μποέμικη ζωή των ρεμπετών, και αφού μελέτησε προσεκτικά το ιστορικό πλαίσιο και το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον αυτής της μουσικής, έστησε μια ιστορία με πρωταγωνιστές κάποιους «άλλους» Μάρκο Βαμβακάρη, Γιώργο Μπάτη, Ανέστη Δελιά και Στράτο Παγιουμτζή – οι ομοιότητες με τους μεγάλους εκφραστές του ρεμπέτικου είναι ξεκάθαρες, ωστόσο το σενάριο είναι μυθοπλαστικό.
Τα με ζωντάνια ζωγραφισμένα καρέ του κόμικς είναι στολισμένα με μελωδίες και στίχους που προέρχονται από τη Σμύρνη. Απεικονίζονται τεκέδες, οινοποσίες και ναργιλέδες, κυνηγητό με τους αστυνόμους του Μεταξά, όταν το να είσαι «ρεμπέτης» ήταν παράνομο, και η ρεμπέτικη αργκό χρησιμοποιείται με επιδεξιότητα που εκπλήσσει για Γάλλο.
Ο Prudhomme δείχνει να κατανοεί τη σημασία και το μεγαλείο που κρύβει αυτή η μουσική. «Σ’ αυτήν τη μουσική βρίσκει κανείς τον πόνο της ξενιτιάς, τη γοητεία των λιμανιών, τις τσάρκες των ξενύχτηδων, τους χαμένους έρωτες. Την ήττα και το χιούμορ», γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου. Το εξαιρετικό «Ρεμπέτικο» του Prudhomme αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό (ο δημιουργός είχε βρεθεί στο Comicdom το 2011, όταν πρωτοεκδόθηκε το «Ρεμπέτικο» από τις εκδόσεις της «Ελευθεροτυπίας» και αγκαλιάστηκε από πλήθος κόσμου) και είναι ένα από τα αγαπημένα κόμικς όλων των εποχών του δημιουργού αυτών Πέτρου Χριστούλια, σύμφωνα με συνέντευξή του στο διαδικτυακό Comicdom. Και τώρα, είναι η σειρά του να μας παρουσιάσει μια δική του ιστορία με φόντο το ρεμπέτικο τραγούδι, στο οποίο σβήνει τον καημό του ένας… μασκοφόρος εκδικητής.
Ο Χριστούλιας, έχοντας ως αφορμή ένα φανζίν του Γιώργου Τσακιρέλη που, με χιούμορ που ξεπερνάει το όριο της ευπρέπειας, παρωδεί τον Μπάτμαν και αντλώντας έμπνευση από το τραγούδι «Γυρνώ σαν Νυχτερίδα» του Δημήτρη Γκόγκου, γνωστού και ως Μπαγιαντέρα, έφτιαξε τον δικό του ήρωα, τον Καπετάν Νυχτερίδα. Στο κόμικ «Γυρνώ σαν Νυχτερίδα» (εκδ. Jemma, το οποίο ξεκίνησε να δημοσιεύεται σε συνέχειες στο διαδικτυακό socomic.gr και βραβεύτηκε στα φετινά Ελληνικά Βραβεία Κόμικς ως το Καλύτερο Διαδικτυακό Κόμικς) ακολουθούμε έναν άντρα αστικής καταγωγής που ορφάνεψε νωρίς, ντύνεται περίεργα με στολή νυχτερίδας και γοητεύεται από τους «λαϊκούς» και το περιθώριο. Ο Καπετάν Νυχτερίδας ερωτεύεται σε βαθμό καψούρας την αμφιβόλων ηθών «τραγουδιάρα» Θοδώρα, η οποία όμως μοιάζει να είναι προσκολλημένη στον υπόκοσμο και συναναστρέφεται με κακοποιούς.
Ο Χριστούλιας, με πολύ καλούς καρτουνίστικους σχεδιασμούς και παίζοντας με στερεότυπα τόσο από το σουπερ-ηρωικό σύμπαν όσο και από τον κόσμο των ρεμπετών, τα οποία καταφέρνει και ταιριάζει ευφυώς, ξεδιπλώνει μια ανάλαφρη διασκεδαστική ιστορία με φόντο τον Πειραιά, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Οι κωμικοτραγικές σκηνές, η ειρωνεία, ο σαρκασμός και οι ατάκες –«ποια λυπητερή, μωρέ αδερφέ μου, που από τα πολλά αχ και βαχ μου έχεις καταντήσει το μαγαζί αμανετζίδικο», λέει ο κάπελας στον πελάτη με την αστεία κάπα ή «μ’ αρέσεις γιατί είσαι λαϊκιά» εξομολογείται άκομψα στην αγαπημένη του Θοδώρα ο Καπετάν Νυχτερίδας– προκαλούν αβίαστα το γέλιο. Κι αν ο σκοπός του δημιουργού είναι το χιούμορ, τότε τα καταφέρνει μια χαρά.

 http://s.kathimerini.gr/garnish/edition.png?4506042349

«ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΕΣ …» «ΑΣΜΑΤΟΡΟΙ» «ΤΟ…ΕΥΦΡΑΝΤΙΚΟΝ»!!! Του Μπάμπη Κ.Μώκου

$
0
0
Τι είναι η παρείστικη Λαική Αστική ερασιτεχνική μουσική; Ένα πολιτιστικά περιούσιο είδος έκφρασης, το πιο κοντινό εκφραστικά (τρόπος,τόπος),στη γόνιμη συντήρηση , μεταφορά  και κατανόηση χιλιάδων από τα τραγούδια ,που με  θαυμαστό ,απλό  τρόπο, εναλλακτικά σαν προφορική
αρχικά αφήγηση  και αργότερα γραμμοφωνημένα , μας μεταφέρθηκαν, ζούν μέχρι τους καιρούς  μας και ομορφαίνουν τη ζωή μας.
Όπου παλιότερες γενιές θυμόντουσαν ,βίωναν και αποτύπωναν συλλογικά η κατά μόνας ο,τι έγραφε το μυαλό  και η ψυχή τους για γλέντια, οικογενειακές η άλλες ευχάριστες η δυσάρεστες στιγμές της ζωής τους.Όμως,ένα βασικό , κομβικού χαρακτήρα αρνητικότατο στοιχείο έχει να κάνει κάμποσες φορές με την συμπεριφορά τρόπο φέρεσθαι ορισμένων  από τα μέλη  της παρέας και είναι απαραίτητο να  αναλυθεί.
Πρόκειται για στάση συμπεριφορά αλλόκοτη, που αρχικά προκαλεί αμηχανία και κατόπιν εμφανή σύγχυση ,εκνευρισμό και συνήθως αλλοιώνει αρνητικά το παρείστικο πνεύμα. Γιατί όμως πρόκειται;
Αφορά εν πολλοίς διαθέσεις-προτιμήσεις  για άλλου είδους μουσικά ακούσματα που κατ’επιθυμίαν εκφράζουν φορές-φορές κάποιοι  από τους κατά συγκυρία μετέχοντες σε παρείστικες μουσικές κρασοκατανυκτικές συντροφιές.
Δύο είναι τα βασικά αιτιολογικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν –πιστοποιούν τα συγκεκριμένα αρνητικά δεδομένα –το μπέρδεμα,τη σύγχυση.Το πρώτο και βασικότερο ,η μη από προοίμιο η κατά νοοτροπία- κατανόηση , όλων αυτών των κάποιων που με τους άλλους συγχρωτίζονται
συναποτελώντας την παρέα ,να αντιληφθούν που είμαι, με ποιόν συνευρίσκομαι  συνδιασκεδάζω ,τι θέλω να ακούσω ,γιατί ήρθα να το ακούσω και εάν με ευχαριστεί.

Σαφέστατα ,αιτιολογικά ,το πρώτο έχει βασικά –πρωταρχικά σαν ρίζα του το  έλλειμμα μουσικής η άλλης παιδείας η το ενδεχόμενο επίδειξης «εξυπνακισμού» από κάποιους συνευρισκόμενους  και αιτιατό ,σαν δεύτερο,το γεγονός πως αυτοί οι…κάποιοι αποφάσισαν να μετέχουν στην παρέα ,έτσι για να περάσει η ώρα τους,χωρίς να πολυεδιαφέρονται  για την ουσία,τη στχουργική  η μελωδική εκφορά όσων ακούν,σχετικά με το είδος ,την τεχνοτροπία και το ύφος των τραγουδιών.
Ο λόγος ότι καθημερινά από τα μουσικά ΜΜΕ, βομβαρδίζονται από αίσχιστα ,ευκαιριακά , ρηχά, φαιδρά μουσικά επινοήματα. Κι’ αφού βέβαια έχουν τις συγκεκριμένες  μουσικές  προσλαμβάνουσες, εμμένουν σ’ αυτές ,ακόμα και υπαγορεύοντας στην παρέα το τι θα πεί!.
Υπεισέρχεται όμως εδώ και η προσωπική ευθύνη του καθενός,που ,αφού επιθυμεί ν’ ακούει αυτού του είδους τα τραγούδια,κακώς επιλέγει συγκεκριμένες συντροφιές και  χώρους  να  συνευρίσκεται παρείστικα.
Ας το ξεκαθαρίσουμε: Στις μουσικές συντροφιές είναι βασική προυπόθεση η  συναντίληψη
του παρείστικου κώδικα που σημαίνει σε κάθε περίπτωση σεβασμό στον διπλανό σου. Στα παιξίματα που αφορούν το Λαικό Αστικό Τραγούδι και την εκφορά παραδοσιακών ακουσμάτων αυτό πρέπει να  τηρείται απόλυτα.
Οι ερασιτέχνες «παιχνιδοπαίχτες» και «ασματόροι» δεν είναι  …διασκεδαστές.Έχουν δικό τους κώδικα .Διασκεδαστές είναι άλλοι…αλλού.
Σαν αιτία, το δεύτερο αφορά επίσης,την κατανόηση ,την εκτίμηση του κάθε συνευρισκόμενου στη δυναμική εκφραστικότητας, που διαθέτει ο παίχτης η τραγουδιστής, ερασιτέχνης την ουσία,που αυτόν μέν τον διαπερνά ως τα τρίσβαθα της ψυχής του ,αφού κατέχει την ειδική μουσική…γεωγραφία,ενώ τον άλλο,τον… αφαιρετικά ακροατή, ουδόλως τον συγκινεί, τον εμπνέει.
Ο τελευταίος απλά,ευκαιριακά μετέχει στην παρέα και αφού «έτυχε» να  παρευρίσκεται  σαν ακροατής, λογίζει την συμμετοχή του σαν μιά ακόμα… συνήθη τυπική διασκέδαση και ανάλογα συμπεριφέρεται,γράφοντας στα παλαιότερα  των υποδημάτων του την ομήγυρη.
Δεν είναι έτσι όμως.
Το ετερόλητο , κάποιες φορές,σύνθεσης  της παρέας, είναι  ένα ακόμη βασικό στοιχείο ,παράπλευρα καθοριστικό, για το πώς θα αρχίσει ,πως θα περπατήσει ευχάριστα ,γόνιμα και πως θα τελειώσει όμορφα κάθε μουσική ερασιτεχνική βραδυά. 
Αυτό είναι που ωθεί τους  ερασιτέχνες ,συνήθως εμπειρικούς μουσικούς, να προσδιορίζουν αυστηρά και να έχουν ,κατά το δυνατόν,ειδικό μέτρο επιλογής των μελών κάθε σχετικής παρέας.
Είναι που  αδιαπραγμάτευτα ,εξ υπαρχής,σαφώς έχουν επιλέξει και το είδος και τον τύπο  και τον κύκλο των τραγουδιών τους .Είναι ,με λίγα λόγια αυτό που λέμε :Εμείς αυτοί είμαστε, αυτά παίζουμε,
έτσι τα παίζουμε.
Κι’ αν δεν σας αρέσουν ,αφού βρεθήκατε στην παρέα, αρκεστείτε στο να ακούετε και μόνον , άσχετα αν είναι για σας πρωτόγνωρα. Αν πάλι δυσφορείτε  η επιθυμείτε ρυθμούς , μουσικές νοοτροπίες η τραγούδια αλλιώτικα, λυπούμαστε ,δεν μας ενδιαφέρετε , με την παρέα δεν ταιριάζετε, κάνατε
λάθος επιλογή. Δεν θα « χαλάσουμε» δα και τις καρδιές μας.Ψάξτε άλλη παρέα.Εδώ υπάρχει κώδικας αλλιώτικος.Φίλε ,εδώ δεν… κάνουμε «πρόγραμμα»,δεν μας πληρώνεις να σου παίξουμε  και να έχεις απαιτήσεις . Δεν είμαστε …πανηγυρτζήδες.
Εδώ το μεράκι,τους πόνους της ψυχής μας βγάζουμε,τη χαρά μας εκδηλώνουμε κι’ αν δεν σου αρέσει, τη…βόλτα σου!.
Γι’ αυτό και ο όρος «επιθυμία» η –κατά το…μάγκικο «παραγγελιά» είναι από προοίμιο μη αποδεκτός ακόμα και «αφορισμένος» από κάθε ρεμπετοερασιτεχνική διάθεση . , όταν συμμετέχεις σε τέτοιου είδους παρέες, πρέπει να σέβεσαι  ,να σιωπάς,ν’ ακούς με προσοχή,χωρίς θόρυβο η ενδιάμεσες  συζητήσεις της στιγμής ο,τι οι ερασιτέχνες πασχίζουν να σου προσφέρουν. Αλλιώς δεν έχει αυτοσεβασμό και καταλήγεις  αποδεικνύεσαι για την παρέα ξένο σώμα ,με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεσαι μικρονοικός, «φελλός», «κολοκύθας»,ακόμα και «ρόμπα». Είναι αξιωματικό. Ιδιαίτερα στη μουσική  ρεμπέτικη οινοπαρέα πρέπει να ταιριάζουν τα γούστα .
Κι΄αν θέλεις να περάσεις καλά, πρέπει να έχεις πάντα κατά νού ,ένα πράγμα: Ο ρεμπετοπαίχτης είναι …αρσενικό   μασίφ. 
Όσο για τη ρεμπετοπαίχτρια ,πρόκειται για γυναίκα με …«Γ κεφαλαίο. Γι’αυτό,χωρίς δεύτερη κουβέντα , να τους υπολογίζεις,να τους σέβεσαι.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό πως ο ερασιτέχνης δεν αρκείται στο επιδερμικό, το εύκολο,το εύπεπτο.Οι «παρτιτούρες» και τα «αναλόγια»είναι γι΄αυτόν …περικοκλάδες.Είναι γνωστικά αυθόρμητος στις επιλογές του που βέβαια ταιριάζουν σαν τραγούδια στο παρείστικο κλίμα όπως ωρα με την ώρα 
εξελίσεται και διαμορφώνεται στην παρέα. Αυτό και τον ευχαριστεί,τον ευφραίνει. Δεν εχει βέβαια την απαίτηση ο κάθε ακροατής να γίνει  μουσικά…αμφιθυμικός!..
Ο ερασιτέχνης πρίν «πεί» ο,τι «πεί» , πρίν το παίξει, πρίν το τραγουδήσει, έχει μοχθήσει, έχει «βασανισθεί « πολύ γι’ αυτό. Γι’ αυτό και μανιωδώς υπερασπίζεται και έχει σε υψηλή , υψηλότατη θέση εκτίμησης τον γνήσιο μουσικό παραδοσιακό πλούτο.Κι’ αν ποιοτικά κάποιο παίξιμο η τραγούδι δεν μπορεί να το πλησιάσει,δεν το αγγίζει. Σέβεται ότι σαν παράδοση, σαν ύφος,σαν μελωδία ,σαν στίχος του έχει παραδοθεί  από τον «πρωτομάστορα» συνθέτη η ερμηνευτή. Έχει ψάξει, εχει…σκαλίσει, τις πιο πολλές φορές και διυλίσει το πρωτοάκουσμα, ώστε προσπαθώντας να το
εκφράσει , να μην το αδικήσει,μην το αλλάξει, μην το «χαλάσει» ,μην το ευτελίσει. Πλειάδα νεώτερων,κυρίως ,ενασχολούμενων με την παραδοσιακή λαική αστική μουσική,είναι καθοριστικά και σωστά στην πλειοψηφία τους παντελώς ανυπότακτοι-ανυπάκουοι σε κακέκτυπα , εμπορικές πρόχειρες  εκδόσεις «νεώτερων βελτιωμένων εκτελέσεων».Κι’ αυτό είναι θετικό, καλό.
Είναι χιλιοειπωμένο και παραδεκτό: Ο ερασιτέχνης έχει βαθύτατο σεβασμό στην παραδοσιακότητα και τεχνοτροπία έκφρασης λαικών παραδοσιακών-ακόμα και εξειδικευμένων ακουσμάτων-που σαν παρακαταθήκη μας κατέλιπαν παλιότερες γενιές και δημιουργοί. Γι’αυτόν η συγκεκριμένη θέση,είναι στάση,πίστη,μονόδρομος.Οτιδήποτε διαφορετικό αλλιώτικο, παραλαγμένο, το θεωρεί …παρακείμενο,ξένο, ακόμα και ιεροσυλία. Γι’ αυτό, βαθειά συνειδητοποιημένος με τα παραπάνω, ξεκινά να συνθέτει την  παρέα του με πρώτο πυρήνα τους δικούς του ανθρώπους.Κατόπιν καλεί και άλλους αγαπημένους φίλους ,ώστε να προκύπτει γόνιμη συλλογικότητα. Ο  λόγος πως πιστεύει ακράδαντα και πάγια σε υγιείς δομές που συναρτούν και συμβάλλουν στην κοινωνική συνοχή,αφού σαν πρωτόλειο κύτταρό της, σε κάθε περίπτωση, λογίζει τη γόνιμη  παρέα.Έχει κάνει ξεκαθάρισμα  μέσα
του ,με τον εαυτό του,συμμετέχοντας σε διαρκή… συζήτηση από πού να ξεκινήσει κανείς; Από την ατομική συνείδηση η την συλλογική;
Ο ίδιος πιστεύει χωρίς αμφιβολία πως η ατομική ευθύνη γεννά αυτογνωσία. Το έχει εμπαιδώσει.
Για τούτο διαθέτει μηχανισμό αυτόματης αντιμετώπισης όποιας απόκλισης για ο,τι πιστεύει και εκφράζει στην παρέα του,μεταφράζοντας το συναίσθημα σε σε λόγο και νότες.Είναι άρθρωση, αποτυπωτικά,απόλυτα συναισθηματική .Ο λόγος πως πιστεύει βαθειά στην πανανθρώπινη γλώσσα της μουσικής και συμπεριφέρεται ανάλογα,ορίζοντας δυναμικά και ιδιόμορφα , με απόλυτη ενάργεια σαν πρόταγμα, διαθέσεις  και στόχους για της ψυχής …το αλάφρωμα. Έτσι καθορίζει με όλη την δύναμη της ψυχής του, με την καρδιά του ,όπως μόνο εκείνος γνωρίζει ,τα όρια της …χαρμολύπης που τα τραγούδια εκφράζουν.Αυτό  και  προσπαθεί να μεταδώσει στην παρέα του .
Το να είσαι ερασιτέχνης στη μουσική παρέα είναι πραγματικότητα ψυχικής ανύψωσης από τη μία ,μα και …επικίνδυνη από την άλλη ,καθώς χρειάζεται ,εκτός των άλλων είναι απαραίτητη, η αισθητική κατεύθυνση καθώς και αδιάλειπτη εργατικότητα για συνεχή βελτίωση της απόδοσής σου.Η σχέση με τη μουσική είναι σχέση «δια βίου μάθησης» ,ευγενούς ιδιαίτερου ατομικού-προσωπικού αγώνα διαρκείας.Το ταλέντο  είναι απλά έφεση.Δεν φθάνει.Χρειάζεται δουλειά,εργατικότητα ,συνεχής ενημέρωση,επιμονή ,αλήθεια και πλατιά γκάμα συναισθημάτων.(Το αναφέρουμε και αλλού).
Στην παρέα ,με το κρασί και τη μουσική …ξορκίζεις τον πόνο.Η χαρά σαν συναίσθημα βιώνεται και εξωτερικεύεται .Ο πόνος ,η λύπη,το πρόβλημα, θέλουν άλλη αντιμετώπιση. Τι εννοούμε όταν σαν παρέα αποφασίζουμε να «βγούμε» ; Εννοούμε να ξεφύγουμε από την καθημερινότητα,τα προβλήματα ,
να ξεδώσουμε. Αυτό δεν λέμε; Να απαλύνουμε την οδύνη, όχι να λιγοστέψουμε τη χαρά.
Στην ερασιτεχνική μουσική κρασοπαρέα τα συναισθήματα συναντώνται συχνά αντικρουόμενα η και αντιφατικά. Δεν κρύβονται.Είναι  παιχνίδι περίπλοκο,διαρκές, μυστήριο στο… γήπεδο της ψυχής. Ο ερασιτέχνης  σαν συμμέτοχος στη μουσική παρέα κατανοεί πράγματα πέρα από τις λέξεις.
Είναι σχεδόν αδύνατο – αδιανόητο, να  αρκεσθεί σε αισθητική φορμαλιστική.Στηρίζοντας δυναμικά την αισθητική δεν παίζει με συνταγές.
Άτομο δημιουργικό που με το έργο του , εκτός των άλλων, προσδοκά σαν συναίσθημα και το άγγιγμα της ομήγυρης. Όχι το… χειροκρότημα  η την καταξίωση από τους γύρω. Είναι το σκαλί όπου πατά ώστε να φθάσει στην ψυχική ανόρθωση.Μ’ αυτόν τον τρόπο θα αντλήσει και ο ίδιος από την παρέα αισιοδοξία.Είναι και για τον ίδιο ο μοναδικός τρόπος να μπορεί να…βγαίνει στο φως. «Βλέπει» τα μέλη της παρέας σαν πρωτόλειο ευγενή πυρήνα, σαν δικούς του ανθρώπους.Τους θεωρεί αγαπημένους  όχι απλούς συνδιασκεδαστές. Σαν… διαβατήριο για σύνθεση γόνιμης υπέρτατης πολιτιστικής συλλογικότητας, στην οποία πιστεύει ακράδαντα και διαρκώς πασχίζει να την υπηρετεί.
Σαν προαπαιτούμενο για ελάχιστο υγιή ανθρώπινο συγχρωτισμό.
Οι μουσικές μαζί και «οινικές» παρακαταθήκες είναι  γι’ αυτόν…οξυγόνο, η…πεμπτουσία  της ανθρώπινης εθιμικής δράσης.
Για τον ερασιτέχνη ρεμπετοπαίχτη στερεότυπα επίκλησης διασκευαστικού μουσικού χαρακτήρα τάχα
εξελικτικού μουσικού προωθητικού εμπλουτισμού και ρεμπέτικο δεν ταιριάζουν.Είναι αξιωματικά απόλυτο.Αν το ρεμπέτικο χάσει τη…δροσιά και τη …φλόγα του, τότε μόνο ρεμπέτικο δεν είναι.
Και είναι κρίμα που κάποιοι το ταλαιπωρούν επιχειρώντας μουσικές…προσομειώσεις  η προσμίξεις με άλλους ρυθμούς και είδη,επιδιώκοντας αναγνώριση η προβολή μουσικής τους επάρκειας.
Σ’ αυτό ο ερασιτέχνης ρεμπετοπαίχτης δεν αντιτάσσεται απλά,δεν εξανίσταται ,μα άμεσα απαξιώνει και εν τέλει συντρίβει κάθε προσπάθεια παραποίησης ,μεταποίησης ,«φρεσκαρίσματος»και φάλτσας νεωτερίστικης μουσικής πρόσμιξης.
Εδώ δεν μιλούμε γα…κακοποίηση, παρά για «μοδάτη χυδαιότητα»που σακατεύει τη λαική  παράδοση.
Αν για κάποιους το ρεμπέτικο είναι απλά τραγούδι, για τον ερασιτέχνη ρεμπετοπαίχτη είναι η… προσευχή του!.
Στο ρεμπέτικο …εικονοστάσι κάθε «πρωτομάστορα» ο ρεμπετοπαίχτης …«ομνύει» συνεχώς και αδιάκοπα .Είναι πίστη,λειτουργία,τρόπος ζήν.Είναι γι’ αυτόν θέση-στάση αδιαπραγμάτευτη.
Γι’ αυτό και σέβεται κάθε καλό που έχουν κάνει ,που έχουν παραγάγει και προσφέρει παρόμοιες παρέες.Δεν το ανταγωνίζεται, δεν το προσβάλλει, δεν το απαξιώνει, δεν το αλλοιώνει,δεν το καταστρέφει.Μακριά απ’ αυτόν τα όποια σύνδρομα εγωκεντρισμού, αλλαζονείας η μουσικού συ
ντηρητισμού.
Πιστεύει ακράδαντα στο νόμο της γόνιμης συνέχειας.Γι’ αυτό και αδιαπραγμάτευτα βάζει βέτο πάνω από τον εαυτό του.Έτσι η στάση του καθορίζεται  ως υπεύθυνη . Η ατομική ευθύνη γεννά αυτογνωσία.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τιμά υπέρτατατα αγαθά όπως ο μουσικός πολιτισμός.
Συνεχώς πασχίζει να βγει νικητής σε πόλεμο που μέσα του παλεύουν συνήθως συναισθήματα δύσκολα,σκληρά,οδύνης . κατανοήσει  πως η οδύνη οδηγεί στην …ελπίδα.Και πως σαν άνθρωπος δεν χρειάζεται  να «καβουρδίσει» το κεφάλι του.Να καταστρέψει το «άρωμα των ιδεών του», όσα πιστεύει, όσα παίζει και τραγουδά.
Γι’ αυτόν τα πράγματα είναι απλά.Μεταφράζει το συναίσθημα σε λόγο και μελωδία.Είναι στοχοπροσήλωση  σε άρθρωση  αποτυπωτική-συναισθηματική.  Πίστη στην πανανθρώπινη γλώσσα της μουσικής.
Το συναίσθημα σπάνια μας προδίδει.Υπάρχει βέβαια και η άλλη λογική των ορθολογιστών,των βλοσυρών και …τάχα ρεαλιστικών ιδεών . Αλλά αυτά είναι «αλλουνού …ιερέως  ευαγγέλιο» ,άλλη κουβέντα. Ποιος  όμως μπορεί να απαγορεύσει στον καθένα να …ονειρεύεται!...
Στον εαυτό του –τη συμπεριφορά του πάνω σ΄αυτό δεν επιτρέπει καμιά απόκλιση. Έτσι είναι ο ερασιτέχνης, αν θέλει βέβαια να λέγεται ερασιτέχνης.
Έτσι αγγίζει και απ’ όλα αυτά αντλεί την αισιοδοξία του.Έχει τρόπους το επαναλαμβάνουμε- να μπορεί να βγαίνει στο…φώς!.Για τον ίδιο και την παρέα του που αγαπά και εκτιμά!…

Μια,  όμως  και  η  αναφορά  στη  μουσική συνολικά, είναι θεωρώ- λάθος να αφοριστεί  το  ένα είδος έκφρασης η να υπερθεματιστεί ένα άλλο. Τι πάει να πει Λαικό, Δημοτικό,Ρεμπέτικο, Έντεχνο  κ.λ.π.;  Η  διαφορά  έγκειται  απλά  στην τεχνοτροπία της έκφρασης . Τι θες να «πείς», γιατί  το «λές» και  σε ποιόν απευθύνεσαι. Και  βέβαια στην κάθε φορά αποδοχή του από την παρέα.
Το τραγούδι είναι έμπνευση ,μετουσιωμένη  σε πραγματικότητα  ρυθμική ,στιχουργική  και μελωδική. Γι’ αυτό, σε κάθε περίπτωση οφείλεις  να  το  τιμάς , να  το  σέβεσαι. Αλλιώς θα σε εκδικηθεί ,θα γίνεις περίγελος, θα σε …ξεφτιλίσει. Η εκφορά του  στην  παρέα  προσδιορίζεται  από …κώδικα, απαραβίαστο.
Είναι προσωπική επιλογή με ποιόν τρόπο ο καθένας εξωτερικεύει  τα εσώψυχά του. Αρκεί  να  υπάρχει…συμβατότητα  με τους γύρω. Θέλεις  ,φίλε  να  «εισαι  μέσα» στο α  η στο β είδος
δημιουργικά;  Είσαι  αποδεκτός, καλοδεχούμενος. Φθάνει στην παρέα να μην εκφράζεσαι με τρόπο άτεχνο , προσχηματικό. Σε κάθε περίπτωση , αν είσαι «αμουσος», μην τραγουδάς , μην παίζεις . Κάτσε ν’ ακούσεις. Αν πάλι  δεν το αντέχεις, σήκω και φύγε.  Μην  δυστροπείς. Μην  παριστάνεις  τον… ειδικό . «Χαλάς» και τους άλλους .

Αυτονόητο να τηρούνται , χωρίς παρέκκλιση,όλα όσα παραπάνω  μπαίνουν σαν προϋποθέσεις  για  τη  μουσική παρέα. Εξυπακούεται  πως η γνήσια ερασιτεχνική έκφραση οφείλει να έχει τον απόλυτο σεβασμό της επιλογής του καθενός,ανάλογα με το είδος  της  μουσικής  του  προτίμησης. Βέβαια όχι σε βάρος των άλλων.
Η παρούσα προσπάθεια σέβεται και τιμά απόλυτα τους επαγγελματίες  μουσικούς,  αλλά   δεν αφορά  αυτούς. Για  τον επαγγελματία η μουσική είναι …δουλειά. Για τον ερασιτέχνη τρόπος ζωής. ( Άσχετα αν πολλοί επαγγελματίες , καλοί  φίλοι ,συμμετέχουν συχνά σε αυτοσχέδιες  παρέες).Πραγματεύεται  κύρια  την  ερασιτεχνική έκφραση,που αποτελεί και το αιτιατό-την αφορμή της δράσης. Να είμαστε  εξηγημένοι. Την  παρείστικη μουσική χαρακτηρίζει  ο  αυθορμητισμός  και ,  σε  καμιά περίπτωση, ο
επαγγελματισμός  και άρα η …πρόβα, το …προγραμματισμένο.
Οι κάθε είδους και μορφής μουσικές ερασιτεχνικές παρέες χτίζονται από  το  μεράκι αυτών που  έχουν κάτι και βέβαια μπορούν  να  το  «πούν». Να  εξωτερικεύσουν  ό,τι  σαν  πόνο, λύπη, παράπονο, χαρά, μεράκι, προβληματισμό και όποια άλλα ανθρώπινα συναισθήματα  έχουν στην ψυχή τους.Από την  άλλη μεριά σίγουρα  δεν είναι εύκολο να νοιώσει  ο καθένας αυτόν που  «τα λέει»  η  που  ασχολείται παίζοντας κάποιο όργανο  στην παρέα.
Για τούτο οφείλει  να «ψάχνει» και να … «ψάχνεται». Να δείχνει  όσο  δύναται  σεβασμό  και  προσοχή  στον  «παίχτη»  η «τραγουδιστή»  που  την  ώρα εκείνη πασχίζει να εκδηλώσει για
χάρη του  εαυτού  του , αλλά κυρίως της συντροφιάς, τα συναισθήματά του.
Οι ερασιτέχνες διατηρούν τον …οίστρο και το μεράκι για μια «πρακτικής υφής» ενασχόληση με την ελληνική μουσική, μακριά από πομπώδεις ανοησίες σχετικά με το «ποιοτικό τραγούδι» κ.α.».Μέσα σε κατάνυξη και βαθειά αίσθηση της παρείστικης  κοινότητας.
Η παρείστικη ερασιτεχνική κρασονυκτική μουσική διασκέδαση σε θέλει έξυπνο, δεν σε υποτιμά , δεν σε θεωρεί «χαχόλο» ηλίθιο. «Γράφει» στην ιδιοσυγκρασία του κάθε ενός που συμμετέχει.Στο ψυχικό μέρος της ανθρώπινης υπόστασης.
Δεν σε …αποβλακώνει ,σε υπηρετεί.
Του Μπάμπη Κ.Μώκου

Ρίτα Σακελλαρίου: Αυτός ο άνθρωπος, αυτός...

$
0
0
 rita-sakellariou
Αυτός, ο άνθρωπος αυτός... Η μοναδική στην αυθεντικότητα της, λαϊκή τραγουδίστρια Ρίτα Σακελλαρίου, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα, πριν από 16 χρόνια....

Αρχίζοντας από το τέλος, η Ρίτα Σακελλαρίου έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, 6 Αυγούστου 1999, χτυπημένη από τον καρκίνο.
Λέγεται ότι, τα τελευταία της λόγια ήταν «κι είχα τόσα να κάνω....» Ήταν 64 χρονών.
Δεν ήταν μόνο η φωνή της, ούτε τα τραγούδια που είχε ερμηνεύσει -καλά και κακά, τραγούδια που ωστόσο ήταν καθρέφτης της εποχής, από τα '60ς μέχρι τα '90ς, δηλαδή ένα ρεπερτόριο που είχε Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου, Γαβαλά,αλλά καιΚαρβέλα- ήταν κυρίως, η αυθεντικότητα της.
 
Η Ρίτα ήταν μοναδική, πληθωρική, αληθινά λαϊκή, όπως μοναδικός ήταν και ο «μύθος», μαζί και τα επιμύθια της, είτε αυτά αφορούσαν στην αμοιβαία αγάπη με τον απρόσμενο θαυμαστή της Ανδρέα Παπανδρέου,αλλά και τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο, είτε την άλλη ανάγνωση, της ψευδούς, όπως αποδείχτηκε, ευμάρειας, με τα σουξέ τύπου «Δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο» και τη φανταχτερή εμφάνιση.
Ναι, είπε τραγούδια που έγραψαν ιστορία -Ιστορία μου, αμαρτία μου, Σώσε με, Αν κάνω άτακτη ζωή, αλλά και Το πλοίο θα σαλπάρει (πρώτη εκτέλεση Πόλυ Πάνου)- αλλά πέραν αυτού, ήταν και talk of the town, από την καλή και την ανάποδη.
Γιατί τελικά, η καλύτερη ιστορία ήταν η δική της.

Γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, στις 22 Νοεμβρίου του 1934 και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στα Ταμπούρια, στο Κερατσίνι.
Έχασε τον πατέρα της στον εμφύλιο και παντρεύτηκε από ανάγκη, σε ηλικία 14 ετών. Από αυτόν τον γάμο απέκτησε δύο παιδιά και όταν χώρισε έπιασε δουλειά ως εργάτρια στα Λιπάσματα, στου Παπαστράτου, ακόμα και στη χωματερή.
Ως τραγουδίστρια πρωτοεμφανίστηκε στο Μύλο, στο Πέραμα. Εκεί την ανακάλυψε ο Στέλιος Χρυσίνης που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια.
Έπειτα βρέθηκε στο Φαληρικό, στις Τζιτζιφιές, να κάνει σεγκόντα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τους οποίους συνεργάστηκε οχτώ χρόνια και λίγο αργότερα έγινε «πρώτο όνομα» στην Τριάνα του Χειλά με το τραγούδι Ιστορία μου, αμαρτία μου.
 
Στο μεταξύ, είχε γνωρίσει το δεύτερο σύζυγό της, τον παλαιστή Σιδηρόπουλο, με τον οποίο άνοιξαν το κέντρο "Κουίν Αν"στην εθνική οδό.
Από τα τραπέζια του πέρασαν ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρος Άγκνιου, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Αντονι Κουίν και η Μελίνα Μερκούρη, για να απολαύσουν τα σουξέ της Ρίτας: Παράνομή μου αγάπη, Κάθε ηλιοβασίλεμα, Αν κάνω άτακτη ζωή.
Πιστός θαυμαστής της ήταν βέβαια και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ήθελε πάντα να του τραγουδά και να χορεύει το Αυτός ο άνθρωπος, αυτός.
Η χρυσή εποχή του Κουίν Αν κράτησε πέντε χρόνια, όσο και ο δεύτερος γάμος της, από τον οποίο απέκτησε ακόμα τρία παιδιά.
Όταν πήγε στη Νεράιδα, μαζί με την Άννα Βίσση, ο κόσμος την αναγνώρισε μόνο από τη φωνή. Είχε αδυνατίσει πολύ κι είχε βαφτεί ξανθιά. Τότε, το 1986, ο Νίκος Καρβέλας της πρότεινε να κάνουν δίσκο. Η Γάτα («Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα») ήταν το σουξέ που δεν περίμενε από το δίσκο Αρέσω. Ακολούθησαν Οι σαραντάρες ίσον δύο εικοσάρες, Αυτός ο έρωτας, αυτό το αγόρι, αλλά και το Εγώ δεν πάω Μέγαρο.
Την τελευταία κουβέντα «κι είχα τόσα να κάνω» την είχε πει στον αφοσιωμένο μέχρι το τέλος, συνεργάτη και φίλος της, Λάκη Κορρέ.
 

Κώστας Βίρβος: Πανελλήνια συγκίνηση για το θάνατο του κορυφαίου στιχουργού..

$
0
0
Κώστας Βίρβος: Πανελλήνια συγκίνηση για το θάνατο του κορυφαίου στιχουργού (φωτό και video)
ΤΕΡΑΣΤΙΑ «ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ»
 Συγκίνηση στο πανελλήνιο προκάλεσε ο θάνατος του κορυφαίου στιχουργού Κώστα Βίρβου, ενός από τους πλέον πολυτραγουδισμένους καλλιτέχνες της χώρας τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Βίρβος, που γεννήθηκε το 1926 στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας και ήταν πτυχιούχος του Παντείου Πανεπιστημίου, έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών.

Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε ως στιχουργός με το λαϊκό τραγούδι, χώρο στον οποίο διακρίθηκε από το 1950. Άφησε πίσω του μία πλούσια «κληρονομιά» από 2.500 τραγούδια, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι πλέον κλασικά και συμπεριλαμβάνονται στα «διαμάντια» της ελληνικής δισκογραφίας.
Συνεργάστηκε με τους περισσότερους από τους κορυφαίους συνθέτες και ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού, μεταξύ αυτών ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Γιάννης Μαρκόπουλος κ.α.

Κώστας Βίρβος: Πανελλήνια συγκίνηση για το θάνατο του κορυφαίου στιχουργού (φωτό και video) 
Το πρώτο του τραγούδι που κυκλοφόρησε με το όνομά του ήταν το «Να το βρεις από άλλη» (1948), σε μουσική Απόστολου Καλδάρα με ερμηνευτές τη Σούλα Καλφοπούλου και τον Μάρκο Βαμβακάρη. Από τότε ακολούθησαν μεγάλες στιγμές: «Το καράβι», «Το κουρασμένο βήμα σου», «Μια παλιά ιστορία», «Της γερακίνας γιος», «Σου ‘χω έτοιμη συγγνώμη» κ.ά. Πέρασε και στους ολοκληρωμένους κύκλους τραγουδιών: «Καταχνιά» σε μουσική Χρήστου Λεοντή, «Θεσσαλικός κύκλος » σε μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, «Θάλασσα, πικροθάλασσα» σε μουσική Μίμη Πλέσσα, «Α-Ω» σε μουσική Γρηγόρη Μπιθικώτση κ.ά.
Το 1943 περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης ως μέλος του ΕΑΜ. Τον Μάρτη του '44 συλλαμβάνεται και βασανίζεται, γιατί έγραφε συνθήματα στους τοίχους για την τότε κυβέρνηση του βουνού. «Το ίδιο βράδυ με έριξαν στο απομονωτήριο. Εκεί ήταν κι ένας άλλος. Πονούσα σε όλο μου το κορμί... Μέσα εκεί υπήρχε ένα κούτσουρο. Του είπα «Σε παρακαλώ να ξαπλώσεις στο κούτσουρο κι εγώ πάνω στο σώμα σου». Έτσι έγινε. Απ'αυτό εμπνεύστηκα το «ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως για να διαβάσω» που γράφω στη «Γερακίνα» θυμόταν χρόνια αργότερα. Ο πατέρας του με 800 χρυσές λίρες τον απελευθερώνει και έπειτα φεύγει για το βουνό, όπου εκεί συναντά και τον Αρη Βελουχιώτη.
«Ο Βίρβος είναι ένα απ'τα μεγάλα κλαριά στο δένδρο της ελληνικής μουσικής» σημειώνει ο Μίκης Θεοδωράκης. «Αν δεν υπήρχε ο Κώστας Βίρβος στο λαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του '50, σίγουρα θα 'πρεπε να τον εφεύρουμε» αναφέρει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.
«Όταν πεθάνω από το άγχος,/μια βραδιά,/να με πετάξετε σε θάλασσα/βαθιά,/σας το δηλώνω, δε χρειάζομαι/κηδείες,/στεφάνια, λόγους, μουσικές και/αηδίες./ Δε θέλω να ΄ρθουν στην κηδεία/σοβαροί,/οι δήθεν φίλοι μου που είναι/ όλοι εχθροί, /και οι συνάδελφοι, στεγνοί/γραφειοκράτες/με τα κολάρα και τις/ έτοιμες γραβάτες» έγραφε στο «Ο θάνατός μου».
Υπόκλιση σε  έναν από τους τελευταίους «κορυφαίους» που κατάφερε να συντροφεύσει κάθε έκφανση της ζωής μας τις τελευταίες δεκαετίες, συντροφεύοντας τις αγάπες, τους έρωτες, τον πόνο, τη νοσταλγία εκατομμυρίων Ελλήνων...
 
 Ημερησία

«Η ΥΠΕΡΤΑΤΗ…ΟΙΜΩΓΗ* ! ΚΑΙ…ΚΑΘΑΡΣΗ!» «ΤΟ…ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ!»

$
0
0
zeimpekikos
Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος
                              «Γύρω γύρω το σκοτάδι
                              κι’είναι μήνας Αύγουστος.
                              Και στη μέση ένας μάγκας
                              να χορεύει μεσ’ το φώς.
                                                                  
                              Τά’ χει χάσει ,όλα
                              κι’ήτανε σε όλα,
                              άρχοντας και δυνατός.
                              Τώρα πώς  γυρίζει
                              στο χορό λυγίζει
                              είναι μόνος και φτωχός»..
                                             (Νίκος Ξυδάκης)
            
Κανείς ,μα κανείς «ειδικός» η μουσικοαπασχολούμενος  δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα
να αποδείξει με στοιχεία βάσιμα και την καταγωγή της λέξης –του όρου και την προέλευση  του χορού ,αυτού καθ’ εαυτού.
Γνώμες ,εικασίες και ιστορικοφανείς αναφορές από τάχα ειδήμονες υπάρχουν  άπειρες .Οι περισσότερες διανθιζόμενες από επίθετα καλλιέπειας υπερθετικά, πολιτισμικής οικειοποίησης εως σφετερισμού,εν τέλει ,όχι όμως αποδεικτικά. Για να προσδιορίζουν δε (οι περισσότεροι) σχετικά  την  ετυμολογία και καταγωγή του χορού, κατατρίβονται παράπλευρα  κύρια  με την δομική διαμόρφωση του έμφυλου ρόλου. Γι’ αυτό και στις μελέτες τους αναφέρονται πάντα με την λέξη «ο χορευτής»,δηλαδή ο άνδρας και όχι το θηλυκό.
                
Από την Μαζαράκη ,τον Μετί, τον Laccariere ,την Cowan, μέχρι τον …δικό μας Πετρόπουλο και πλείστους άλλους ιστοριοδιφήσαντες, μοναδικό συμπέρασμα προκύπτει το ασαφές, θέσεις μονοδιάστατες σχετικά και με τον αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα αλλά και το αυτόνομο πνεύμα του συγκεκριμένου χορού. Οι σχετικές λαογραφικές μουσικολογικές η λαογραφικές θέσεις ,λογίζονται μάλλον ανεπαρκείς.
                
Πλείστοι ασχολούνται σχετικά,αναφερόμενοι στους Ζειμπέκ της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ,αλλά τα επιχειρήματά τους πόρω απέχουν από το αποδεικτικό μέτρο, καθώς το χορευτικό μέτρο,τα κίνητρα, η κινησιολογική λογική των Ζειμπέκ είναι απολύτως ξένη προς το ζεϊμπέκικο ,όπως  συναντάται από την αρχαιότητα ως τα σήμερα .Καθώς και όπως έως τις ημέρες μας συγκροτήματα από ζειμπέκους
παριστάνουν  σε στυλ φολκλόρ ενός άλλου είδους χορό…κυρίως στην Τουρκία. Σ’αυτόν όμως τον χορό ελλείπει το στοιχείο της ιερής…παραίσθησης  που στα χρόνια  της Οθωμανικότητας  διακατείχε τους χορευτές Ζειμπέκ.
                    
Με επιφύλαξη λοιπόν εκτίθενται  όσα ο υποφαινόμενος έχει γνωσιολογικά  κατά νούν και είναι τα παρακάτω:
                  
Ο Ζεμπέκικος ρυθμός,όσον αφορά το μουσικό του μέτρο , είναι πανάρχαιος.
Αποτελείται από πολυσύνθετη μορφή με πηγές στις μουσικές παραλλαγές της Ανατολικής Μεσογείου , αλλά υπάρχουν και ενδείξεις για ανίχνευση του αρχαίου εννεάσημου  ρυθμού στην αρχαία ελληνική ποίηση. (Σαπφώ, Πίνδαρος).
          
Ανήκει στην κατηγορία ρυθμών με δομή πολυσύνθετη που αφορά την έντεχνη παράδοση του μουσικού μας πολιτισμού.Κατά τα φαινόμενα , η ιδέα του ασύμμετρου μέτρου δεν είναι γενικά λαικής έμπνευσης,αλλά επίτευγμα καλλιτεχνικής διεργασίας αρχαίου μουσικού πολιτισμού,ένα αρχέτυπο που πέρασε αργότερα στην λαική μουσική τέχνη,καθιερώθηκε από την κοινή χρήση και φαντάζει σήμερα συνδεόμενο με την παράδοση της δυτικής μουσικής ως άκρως ιδιωματικό-σπάνιο  ρυθμικό φαινόμενο..
                      
Υπάρχουν σήμερα ερευνητές, μελετητές,κοινωνιολόγοι,ρεμπετολόγοι,αλλά ζειμπεκολόγοι δεν υπάρχουν. Μόνο σχετικές μουσικοτεχνικές αναλύσεις.
             
Μένει λοιπόν κανείς να περιορισθεί στο καθαρά  ψυχοσυνθετικό μέρος που αφορά τον χορευτή κατά την  κινησιολογική ή άλλη διεργασία.
Ο λόγος είναι ένας και απλός:
Το ζεϊμπέκικο συναισθηματικά  σαν χορός είναι «συμβόλαιο» επίκλησης του Θεού, με μάρτυρα τον…θάνατο.Είναι μοναχικός θρήνος, απέναντι στον μοναδικό ανταγωνιστή του χορευτή που είναι η φθορά, ο θάνατος! Είναι …οιμωγή και…ευλογία! Απέλπιδα προσπάθεια του χορευτή να  συνταιριάσει τα …κομμάτια της ψυχής του. Γι’αυτό και ο χορευτής την ώρα του χορού γίνεται…αθάνατος, υπερυψούται, μεταρσιώνεται! Το χορευτικό επιτελούμενο στο ζεϊμπέκικο είναι πλήρης ατομική αποκωδικοποίηση.
Σωματικό σχέδιο δράσης και κατανόησης σχέσεων μεταξύ συνείδησης  κοινωνικοπολιτικής εξουσίας κα …ειμαρμένης.
     
Σαν αυτό που γνώρισε ο Τσαρούχης το ’39 σε ταξίδι από την Σμύρνη στην Πόλη και που χόρεψε στο κατάστρωμα του καραβιού και εκείνη τη στιγμή,τη στιγμή του χορού,ήταν σαν… παντοκράτορας και σαν… μισθοφόρος μαζί και είχε εξυψωθεί  σε μια ανώτερη σφαίρα ζωής.
                 
Είναι θεώρημα διανοητικό που αφορά το σκέπτομαι ,υπάρχω ,ακόμη και αυτό, πασχίζω χορεύοντας τον ζεϊμπέκικο να αποδείξω στην υπέρτατη δύναμη που έχει κατακυριεύσει τον ανθρώπινο νου ,μέσα σε ένα σώμα ,σε ύλη με πάθη,λάθη και ψυχή συντρίμμια.
             
Είναι …απολογία και ιδιότυπη έκφραση συγνώμης προς κάποιον που ο χορευτής ηθελημένα η αθέλητα έχει αδικήσει,η απαίτηση συγνώμης η από κατάστασης από κάποιον η κάποια που έχει αδικηθεί ,βλαπτεί η συντριβεί.
              
Για τούτο, μόνο με το ζεϊμπέκικο και «ορχείται», δηλαδή… εκτίθεται στα μάτια συνανθρώπων δηλώνοντας εμφανέστατη εξατομικευμένη παρουσία .
                        
Ο Ζεϊμπέκικος έχει «υπόγειο συντακτκό» που είναι βήματα, που δεν μπορούν να μαθευτούν σε χοροδιδασκαλείο.Κάθε χορευτής έχει μοναδικότητα έκφρασης .Αυτός ο χορός δεν έχει κανόνες. Η απουσία χορευτικής τυποποίησης είναι εμφανέστατη.
                         
Δεν είναι χορός γλέντζέδικικης παραζάλης.Είναι χορός στοχαστικός, του κάθε γνήσιου χορευτή μέσα σε αίσθημα ελευθερίας και αξιοπρέπειας που με το λιτό χορευτικό ατομικό του μέτρο μοιάζει να προστατεύει την μοναδικότητά του .
              
Το ζεϊμπέκικο δεν σε κάνει…μάγκα.Πρέπει να είσαι …μάγκας να το χορέψεις. Να
έχεις τον τρόπο σου. Είναι …Υπεύθυνη Δήλωση…προσωπικών, ξέχωρων  ατομικών
στοιχείων.
                                   
Μια..κραυγή στεντόρεια, μιά αέναη περιδίνηση ανάμεσα στο υπάρχω, μπορώ, φωνάζω τά…βασανά μου, στον γύρω συνάνθρωπο και σε κάτι, κάποιον άλλο, που θα με λυτρώσει, θα με ξαλαφρώσει. Κι’ αυτό το «άλλο», ασχηματοποίητο, δεν είναι  μόνο οικτιρμός η ικεσία, παρά επίκληση ενός άγνωστου ανώτερου όντος, που την στιγμή του χορού μόνον ο χορευτής…αναγνωρίζει.
              
Ένταση εσωτερική βαθιάς οδύνης διακρίνει τον χορευτή του ζεϊμπέκικου. Μακριά απ’αυτόν ο …ναρκισσισμός και η ρηχή επιδειξιομανία. Για πάρτη του χορεύει , για πάρτη του πονά, τη κάψα  της ψυχής του εκδηλώνει. Όσο για τους γύρω,ούτε που τους… βλέπει.
                  
Είναι χορός αντισυμβατικός. Στον ζεϊμπέκικο δεν νοείται παρασημαντότητα, όλα είναι πραγματικά,στο ζενίθ μιας ιδιαίτερης έκφρασης συναισθημάτων που υπερβαίνει αυτή καθ’ εαυτή την …κατανυκτικότητα.
                  
Γι’ αυτό και χορεύεται από άνδρες δυνατούς, πραγματικούς, κατά μόνας και άπαξ.
Τα… παιδάρια των «τζέλ» με τα «καρφάκια» στα μαλλιά που γεμίζουν στους καιρούς μας πίστες και σαλόνια  σαν να πατάνε σταφύλια!, μόνο ζεϊμπέκικο δεν χορεύουν.
Τα… αεροπλανικά, τα… ψαλίδια  και οι…στράκες οδηγούν στην γελοιότητα. Το ζεϊμπέκικο δεν είναι επίδειξη ανδρισμού (να σεδεί η γκόμενα!). Είναι καθαρός ανδρισμός!. Είναι χορός …άγιος, μακρυά από κάτι «καραμπουζουκλήδες», ψευτοκουτσαβάκια και ψευτοαλανιάρικα σχέδια, τινάγματα και κόλπα …σωματικής πλαστικότητας.
                
Το ζεϊμπέκικο είναι ένα μεγάλο γιατί,ένα μεγάλο παράπονο,γροθιά και εκδίκηση  στα τερτίπια ενός έρωτα ανεκπλήρωτου ,στα  μύρια –όσα βάσανα του …παλιοντουνιά, της… παλιοκοινωνίας.Είναι χορός άμεσης πρόκλησης του χορευτή προς τη…μοίρα του.
Είναι ..μήνυμα αναπάντητο, προσωπικό, ατομικό  κι’ ανεξερεύνητο .
                      
Καθαρό ελληνικό ζεϊμπέκικο χόρευαν οι παλιοί ρεμπέτες, καθώς και ρεμπετόφιλοι.
Στακάτα, σοβαρά, με χαμηλά το κεφάλι, με σεβασμό  και ταπεινότητα.
      
Σε σχέση με τα ιδιοτυπικά χαρακτηριστικά η την προέλευση του ζεϊμπέκικου, ελάχιστοι συναντώνται εκείνοι που έχουν άποψη-ερευνητική η άλλη.
  
Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Θάνος Βελούδιος που αναφέρει:

«Ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι η λέξις ζεϊμπέκικος είναι τουρκική. Δεν είναι τουρκική,αλλά προέρχεται από μια ελληνική φυλή της Θράκης που πήγαν στη Φρυγία και εκεί έμειναν και ουδέποτε υπετάγησαν στους Τούρκους. Αυτοί εχόρευαν αυτόν τον θρησκευτικόν τους χορό.Οι Έλληνες τον μετέφρασαν εις «Αρτοζήνα».
Ο Ηρόδοτος αναφέρει  την λέξιν Μπέκος και μάλιστα στο λεξικόν του Βυζαντίου δίδεται αυτή η
εξήγησις και σημαίνει τον ..άρτον,το ψωμί!.Ζέι…είναι η λέξις Ζεύς με διαλυτικά προφερομένη.
Και ζειμπέκος σημαίνει την θεότητα και το ψωμί, να πούμε…
                      
»…Αυτός ο χορός η μάλλον «η όρχησις»,διότι είναι κατ’ εξοχήν ανδρική «όρχησις»,υπονοεί και ωρισμένους…αδέναςτου άρρενος κατά την σύνδεσιν και την ετυμολογίαν του,διότι μόνον ένας άνδρας έχει το βάρος να χορέψει μόνος και εκ του εαυτού του ,για τον εαυτόν του, με ένα είδος ,ας πούμε,κινησιολογικής υπερβατικής μεταρσιώσεως.Αν και έτσι οι κατάτρεχόμενοι από διάφορα οικονομικά ,οικογενειακά ,οιασδήποτε κοινωνικής σειράς ,πηγαίνει εις μίαν ταβέρναν,εις ένα
κέντρον ,σηκώνεται και χωρίς να έχει ανάγκην από συντροφιά γυναικός η άλλου ατόμου αρχίζει και χορεύει μονήρης ,σόλο,έναν, μίαν «όρχησιν» χαλαρώσεως που είναι ο «Αρτοζήνα» ζειμπέκικος. Δηλαδή αρχίζει ,περιδινίζεται,περιστρέφεται, απλώνει τα χέρια του σαν φτερούγες και τα κινεί σαν να ήθελε να πετάξει. Και πράγματι φαντάζεται ότι στις ωμοπλάτες του έχει φτερά και αιωρείται εις τον
μεταξύ ,ας πούμε ,του διαστήματος χώρον «.
    
Ο Παναγιώτης Κουνάδης,ανατρέχοντας ιστορικά αλλά και μουσικολογικά μιλά για χορό που αφορά κατοίκους της Νοτιοανατολικής Μ.Ασίας. Φέρεται πως αφορούσε ρεύμα Ελλήνων από την Θράκη που εξισλαμίστηκαν βίαια και μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Αιδινίου,όπου και εγκαταστάθηκαν για πολλά χρόνια. Ήσαν πολεμιστές και μισθοφόροι ειδικού Τάγματος της Οθωμανικής εξουσίας και αποτελούσαν ένα είδος χωροφυλακής.
Απέκτησαν προνόμια και επεδίωξαν να τα διατηρήσουν. Όλα αυτά έως το 1833 όπου άλλαξε το σύστημα των Τοπαρχών στο Αιδίνι και  την Προύσα και από  φίλιοι στην οθωμανική εξουσία κατέστησαν εχθροί.
                          
Επί Σουλτάνου  δε Μαχμούτ  του Β’  διατάχθηκε ο αφοπλισμός τους. Με τα χρόνια έληξε και η παρουσία τους ,ύστερα από μετακινήσεις τους προς βορράν όπου και μεταφέρθηκε ο συγκεκριμένος χορός που τον χόρευαν πλέον όχι πολεμικά ,αλλά ιδιωματικά, με σύνεση και σοβαρότητα.
     
Σημαντικό είναι πως τον συγκεκριμένο χορό οικειοποιήθηκαν οι «μέσα» Οθωμανικοί πληθυσμοί καθώς και κυρίως τα μικρασιατικά παράλια.
     
Ο ζεϊμπέκικος μεταφέρθηκε στην Ελλάδα από το 1875 (Καφέ Αμάν ,Καφέ Σαντούρ,Καφέ Σαντάν) και κατόπιν διατηρήθηκε από πρίν το 1922 Μικρασιάτες και παίζονταν αντικρυστά σαν το «βρακάδικο» σημερινό ζεϊμπέκικο της Μυτιλήνης.
                          
Στοιχεία αναφέρουν πως ουσιαστικά στη συνέχεια με επιμονή καθιερώθηκε από τους σμυρνιούς δημιουργούς με σαντουροβιόλια. Μετεξελίχθηκε και μετά το 1922 αποτέλεσε κύρια μουσικοτεχνική δομή των  εμπειροτεχνών μουσικών . Μέχρι που από το 1924 και εντεύθεν καθιερώθηκε  σαν μοναδική ρυθμοποιητική ιδέα -πρόκληση από τους ρεμπέτες ,με στοιχεία παντελώς ξένα προς την μικρασιάτική μορφή.
   
Η περίεργη φύση της ρυθμικής δομής του ζεϊμπέκικου με είσοδο στην ρυθμική δομή του ενός τρίσημου ,μέσα στο εννεάσημο μέτρο ,είναι αυτή που δίνει πολλά είδη ζειμπέκικου (Απτάλικο, Καμηλιέρικο, Πειραιώτικο, Γιουρούκικο, της Σμύρνης, της Σύρας κ.α.).
    
Το ζειμπέκικο από το ’70 και μετά ξεφτιλίστηκε,χάθηκε σαν γνήσιο αφού από  έκφραση μιάς ζωής …σκέτης, θλίψης  και βαθιάς προσωπικής οδύνης ,κατέληξε  επιδεικτικό μέσον στις πίστες πού αντί για μυσταγωγία  οι νεόκοποι το θεωρούν χαβαλέ σπάζοντας  πιάτα και καίγοντας  ουίσκυ  και…χιλιάρικα.
    
Τέλος ,το ελληνικό ζεϊμπέκικο στα  9/8  δεν έχει καμία σχέση με τον τούρκικο αντικρυστό ρυθμό στα  4/4  των Zeybek.
Άλλωστε από τις αρχές του 1900 και μπρός χορεύεται κατά μόνας.
[ Του ΜΠΑΜΠΗ ΜΩΚΟΥ ]
Πηγή φωτογραφίας: www.apodytiriakias.gr

*
κραυγήπου συνοδεύειτον θρήνο]
οιμωγή
γοερή / θρηνητική / θρηνώδης κραυγή
γόος
σκούξιμο
σκουξιά

Μαριώ..(Μαρία Κωνσταντινίδου-Σταματίου )

$
0
0

 http://m3.myastro.gr/images/content_thumb_famous/mariw.jpg
Η Μαριώ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1945. Το πλήρες όνομα της ρεμπέτισσας της Θεσσαλονίκης είναι Μαρία Κωνσταντινίδου-Σταματίου και πρόκειται για μια από τις εκφραστικότερες εκπροσώπους του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
Η Μαριώ βαφτίστηκε στη μουσική από τα 13 της, τραγουδώντας και παίζοντας ακορντεόν δίπλα στον πατέρα της, που ήταν επίσης μουσικός.
Με βάση τη Θεσσαλονίκη έχει περιοδεύσει στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, καθώς και την Ευρώπη, Σκανδιναβία και Αμερική. Πρωτοβγήκε στο πάλκο τραγουδώντας Δερβενιώτη και Βίρβο και είχε την τύχη να τραγουδήσει δίπλα στον Μάρκο Βαμβακάρη.
Συμμετείχε στους δίσκους "Η Θεσσαλονίκη στα Ρεμπέτικα"και "Η Θεσσαλονίκη στα Ρεμπέτικα Νο 2", (οι πρώτες ανθολογήσεις ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών με θέμα τη Θεσσαλονίκη), "Σβήστα Όλα", "Πάμε Τσάρκα", "Ρεμπέτικο Τραγούδι 1935 - 1959", "Ο Αραμπάς", "Αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη".
Συμμετείχε ως κεντρική ερμηνεύτρια στην παρουσίαση ανθολογίας τραγουδιών των Καφέ-Αμάν με τίτλο "Της Ασιάτιδος Μούσης Ερασταί", αναδεικνύοντας με την ερμηνεία της την ομορφιά και την ουσία της ανατολίτικης ρίζας του λαϊκού μας πολιτισμού. Επίσης στους δίσκους "Τακίμια", "Μικρές Αγγελίες", "The Grand Dame from Greece", "Τα Λαλεδάκια", "Στο Περιβόλι τ’ ουρανού", "Μπιτ Παζάρ".
Το 1999 επιλέχθηκε από τον συντονιστικό οργανισμό όλων των Ευρωπαϊκών Φεστιβάλ Μουσικής του Κόσμου (European Forum Of World Music Festivals) ως η σημαντικότερη Περιοδεύουσα Καλλιτέχνις για το 1999 (Touring Artist of the Year). Την ίδια χρονιά ο δίσκος της “The Grand Dame From Greece” μπήκε στο Top 20 του European World Music Charts για τους μήνες Ιούλιο - Αύγουστο.
Στα βίντεο που ακολουθούν, μπορείς να απολαύσεις την ερμηνεύτρια σε μερικά πολύ γνωστά, λαϊκά τραγούδια.
 
Viewing all 1584 articles
Browse latest View live