ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Ο Μπάμπης Τσέρτος, τραγουδιστής του ρεμπέτικου και της παράδοσης μιλά για τη ζωή του και την τριανταπεντάχρονη και πλέον πορεία του στην ελληνική μουσική και ειδικότερα στο ρεμπέτικο και το παραδοσιακό τραγούδι. ↧
Μπάμπης Τσέρτος, τραγουδιστής του ρεμπέτικου και της παράδοσης. (ΒΙΝΤΕΟ)
↧
ΚΕΘΕΑ «ΔΙΑΒΑΣΗ» Μουσική παράσταση για το ρεμπέτικο..
«Η ιστορία του ρεμπέτικου».
Θα ακουστούν από σκηνής 18 τυπικά δείγματα από την ιστορία του ρεμπέτικου, τα οποία θα ερμηνεύσει ζωντανή ορχήστρα μαζί με την Μαίρη Δεναξά, που συμμετέχει στην εκδήλωση φιλικά.
Παράλληλα, αφηγητής θα διαβάζει κείμενα στο αναλόγιο, που θα εκτείνονται από την πολεμική που δέχτηκε το ρεμπέτικο έως την αποδοχή του ως αυτονόητου κομματιού της ελληνικής παράδοσης.
Η συγκεκριμένη δράση αποτελεί μια πρωτοβουλία για τον Πολιτισμό, για την κοινωνική προσφορά και τη σύνδεση της προσπάθειας πρόληψης και αντιμετώπισης της χρήσης ουσιών με την κοινωνία. Η είσοδος στο κοινό είναι ελεύθερη.
↧
↧
Συναυλία- αφιέρωμα στον Βασίλη Τσιτσάνη
![]() |
Στις 22 Ιουνίου στο Κατράκειο Θέατρο |
Στις 18 Ιανουαρίου 1915 ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννιέται στα Τρίκαλα. Και από ένα παράξενο παιχνίδι της μοίρας, την ίδια ημερομηνία, 18 Ιανουαρίου του 1984, πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου.
Στο ενδιάμεσο κατάφερε να αλλάξει την ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού για πάντα.
Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του σημαντικότερου από τους δημιουργούς της ελληνικής λαϊκής μουσικής και τραγουδιού του 20ου αιώνα, η οικογένεια του Βασίλη Τσιτσάνη ανέλαβε την πρωτοβουλία να διοργανώσει, ως κεντρικό εορταστικό γεγονός, μία μεγάλη συναυλία αφιερωμα στο Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας.
Για το σκοπό αυτό καλεί εξαιρετικούς συντελεστές, που διασφαλίζουν την απόδοση του έργου του κορυφαίου των λαϊκών με σεβασμό, ικανότητα και γνώση.
Τον Σταύρο Ξαρχάκο που έχει ασχοληθεί ουσιαστικά τόσο με το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη όσο και με τη διαλεκτική σχέση που αυτό έχει με τις μουσικές σπουδαίων δημιουργών παγκοσμίως.
Τη Δήμητρα Γαλάνη και την Ελευθερία Αρβανιτάκη...............
, δύο σπουδαίες γυναικείες φωνές, από τις σημαντικότερες που διαθέτουμε, οι οποίες αναλαμβάνουν να επικοινωνήσουν το ποιητικό ιδίωμα των τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη με ουσιαστικές και συναρπαστικές ερμηνείες.
Πολυγραφότατος, μεγαλοφυής, καινοτόμος, με πλούσια φαντασία και έργο σπάνιας ποιότητας, μαστοριάς και καλαισθησίας, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγινε ο συνθέτης που χωρίς αυτόν η εικόνα της ελληνικής μουσικής θα ήταν περιορισμένη και διαφορετική. Και 100 χρόνια από τη γέννησή του ο Βασίλης Τσιτσάνης ζει για πάντα μέσα από τα τραγούδια του και θα εξακολουθεί να συναρπάζει και να συγκινεί ακόμη και πολύ νέους ανθρώπους, παραμένοντας διαχρονικός και επίκαιρος όπως μόνο οι μεγάλοι της Τέχνης.
«Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου. Η φαντασία μου φτερούγισε παντού» έλεγε ο ίδιος.
Και το ελληνικό λαϊκό τραγούδι ταξίδεψε μαζί του παντού και θα συνεχίσει να ταξιδεύει στέλνοντας με τον παντοδύναμο τρόπο της μουσικής μαθήματα ανθρωπιάς, κατανόησης και αγάπης για τη ζωή και τον άνθρωπο.
ΙΝFO
ΔΕΥΤΕΡΑ 22 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015
ΚΑΤΡΑΚΕΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΝΙΚΑΙΑΣ
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:21.30
ΠΗΓΗ-www.newsbeast.gr
Στο ενδιάμεσο κατάφερε να αλλάξει την ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού για πάντα.
Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του σημαντικότερου από τους δημιουργούς της ελληνικής λαϊκής μουσικής και τραγουδιού του 20ου αιώνα, η οικογένεια του Βασίλη Τσιτσάνη ανέλαβε την πρωτοβουλία να διοργανώσει, ως κεντρικό εορταστικό γεγονός, μία μεγάλη συναυλία αφιερωμα στο Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας.
Για το σκοπό αυτό καλεί εξαιρετικούς συντελεστές, που διασφαλίζουν την απόδοση του έργου του κορυφαίου των λαϊκών με σεβασμό, ικανότητα και γνώση.
Τον Σταύρο Ξαρχάκο που έχει ασχοληθεί ουσιαστικά τόσο με το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη όσο και με τη διαλεκτική σχέση που αυτό έχει με τις μουσικές σπουδαίων δημιουργών παγκοσμίως.
Τη Δήμητρα Γαλάνη και την Ελευθερία Αρβανιτάκη...............
, δύο σπουδαίες γυναικείες φωνές, από τις σημαντικότερες που διαθέτουμε, οι οποίες αναλαμβάνουν να επικοινωνήσουν το ποιητικό ιδίωμα των τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη με ουσιαστικές και συναρπαστικές ερμηνείες.
Πολυγραφότατος, μεγαλοφυής, καινοτόμος, με πλούσια φαντασία και έργο σπάνιας ποιότητας, μαστοριάς και καλαισθησίας, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγινε ο συνθέτης που χωρίς αυτόν η εικόνα της ελληνικής μουσικής θα ήταν περιορισμένη και διαφορετική. Και 100 χρόνια από τη γέννησή του ο Βασίλης Τσιτσάνης ζει για πάντα μέσα από τα τραγούδια του και θα εξακολουθεί να συναρπάζει και να συγκινεί ακόμη και πολύ νέους ανθρώπους, παραμένοντας διαχρονικός και επίκαιρος όπως μόνο οι μεγάλοι της Τέχνης.
«Τίποτα δεν αγνόησα στα τραγούδια μου. Η φαντασία μου φτερούγισε παντού» έλεγε ο ίδιος.
Και το ελληνικό λαϊκό τραγούδι ταξίδεψε μαζί του παντού και θα συνεχίσει να ταξιδεύει στέλνοντας με τον παντοδύναμο τρόπο της μουσικής μαθήματα ανθρωπιάς, κατανόησης και αγάπης για τη ζωή και τον άνθρωπο.
ΙΝFO
ΔΕΥΤΕΡΑ 22 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015
ΚΑΤΡΑΚΕΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΝΙΚΑΙΑΣ
ΩΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:21.30
ΠΗΓΗ-www.newsbeast.gr
↧
Κρίση χωρίς τους ρεμπέτες .

Περιέχουν πληροφορίες, εικόνες, περιγραφές, κοινωνικές αναφορές, αλλά και ψυχολογικές και συναισθηματικές ατμόσφαιρες. Ακούγοντάς τα μπορούμε να αναπαραστήσουμε στο μυαλό και την καρδιά μας τους πρωταγωνιστές τους. Ανθρώπους που κλαίνε, γελάνε, ερωτεύονται, μελαγχολούν, φωνάζουν, εξομολογούνται, εργάζονται, ονειρεύονται. Με ηρωικές, αλλά και μικροπρεπείς συμπεριφορές. Με πάθη δημιουργικά και εξαρτήσεις καταστροφικές.
Με βάσηόλα αυτά είναι απόλυτα φυσιολογικό οι ρεμπέτες να εντάσσουν τις ιστορίες τους όχι μόνο στο κοινωνικό, αλλά και στο ιστορικό πλαίσιο. Οι δημιουργοί ζουν στο πετσί τους τις επιπτώσεις της ιστορίας. Τους πολέμους, τους εμφυλίους, τις δικτατορίες, τις εθνικές καταστροφές, τις οικονομικές κρίσεις. Και τις μεταφέρουν στα λόγια που γράφουν και τις ιστορίες που διηγούνται.
Ολα αυτάαποτελούν τη βάση της μελέτης του καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Χρήστου Δ. Καρδάρα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση, με τίτλο «Ιστορία και ρεμπέτικο». Ο συγγραφέας επιχειρεί να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο αντανακλώνται γεγονότα -μείζονος ή ήσσονος σημασίας- της νεοελληνικής ιστορίας, από τα τέλη του 19ου αι. έως το 1960, στα σμυρναίικα και ρεμπέτικα τραγούδια. Με αναφορές στη μετανάστευση, το Μικρασιατικό, την οικονομική κρίση του 1929, τον θάνατο πολιτικών, τη διάδοση της φυματίωσης, τον παγκόσμιο πρωταθλητή Λόντο, τα πρώτα καλλιστεία του 1929, την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, τα ρεμπέτικα αναδεικνύονται σε ανεπίσημες κι ωστόσο αξιόπιστες ιστορικές πηγές. Ο τρόπος της πρόσληψης των γεγονότων από τους λαϊκούς δημιουργούς αλλά και ο σχολιασμός των εξελίξεων που επιχείρησαν μέσα από τα τραγούδια τους αξίζουν προσοχής. Είπαμε: εκτός από τις πληροφορίες, υπάρχει και η ατμόσφαιρα.
Υ.Γ. Σήμερα δεν υπάρχουν ρεμπέτες, για να μεγεθύνουν μια μικρή –κι όμως καθοριστική- ρωγμή στο κοινωνικό σώμα, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 2010. Ο ιστορικός του μέλλοντος –πέρα από τα κείμενα- θα περιοριστεί στις τηλεοπτικές εικόνες και τους πολιτικούς καβγάδες στα «παράθυρα». Κρίμα, για τον ίδιο και την ιστορία.
Συντάκτης:Γιώργος Μητράκης (gmitrakis@ekdotiki.gr ) από: www.agelioforos.gr
↧
Γιατί Ξαρχάκος,Αρβανιτάκη,Γαλάνη ανέβαλαν τη σημερινή συναυλία Τσιτσάνη;
Η απόφαση ήταν κοινή: Τι ανάγκασε τους Ξαρχάκο, Γαλάνη και Αρβανιτάκη να αναβάλλουν από κοινού το σημερινό αφιέρωμα στον Τσιτσάνη στο Κατράκειο Νίκαιας;
Την αναβολή της προγραμματισμένης για σήμερα συναυλίας-αφιέρωμα στονΒασίλη Τσιτσάνη, στο Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας αποφάσισαν οι συντελεστές της. Η νέα ημερομηνία διεξαγωγής της συναυλίας θα ανακοινωθεί σύντομα.
Τι ήταν αυτό, όμως, που ανάγκασε τους τρεις καλλιτέχνες να αναβάλουν τη συναυλία τους; «Απλούστατα σκέφτηκαν ότι δεν θα μπορούσε να "προχωρήσει"αυτή την περίεργη ατμόσφαιρα μια τέτοια δύσκολη μέρα για τη χώρα», μας απάντησαν εκ μέρους της διοργανώτριας εταιρείας. «Δεν τους έβγαινε όπως την είχαν σκεφτεί. Να φανταστείτε ότι αυτή τη συναυλία την είχαν προγραμματίσει πολύ προτού έρθουν οι τόσο δύσκολες σημερινές μέρες. Και, αν μη τι άλλο το κλίμα σήμερα δεν είναι για ... χαρές και πανηγύρια», είπαν χαρακτηριστικά.Η εξαργύρωση των εισιτηρίων θα γίνεται από τα σημεία αγοράς, ενώ η εξαργύρωση εισιτηρίων με ηλεκτρονική αγορά θα γίνεται αυτόματα μέσω της πιστωτικής κάρτας. Περισσότερες πληροφορίες παρέχονται στο στο τηλέφωνο: 2106898215 (11:00 - 16:00).
Η συναυλία προγραμματίστηκε με πρωτοβουλία της οικογένειας του Βασίλη Τσιτσάνη και με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του.
της Κατερίνας Λυμπεροπούλου από www.thetoc.gr
↧
↧
«ΑΜΑΝΕΣ ο …ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ» Περιοδολόγηση στο Ρεμπέτικο [Του Μπάμπη Κ. Μώκου]
![]() |
[Του Μπάμπη Κ. Μώκου] |
«Θε να ’ρθει αυγή να σηκωθώ
βαθειά ν’ αναστενάξω.
Τις πίκρες και τα βάσανα
μακριά να τα πετάξω…»
Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, επιδεικτικής υποκριτικήςδυτικοστροφής και υπαινικτικού αυτοκαθαρμο-απαλλαγής απόδιαθέσεις του «βαθέως» τουρκισμού, στις 7-11-34, ο Κεμάλ Αττατούρκαπαγορεύει με νόμο στην Τουρκία τους αμανέδες. Στις προσφυγογειτονιές του Πειραιά και της Αθήνας οι κάτοικοι δεν τους αποχωρίζονται, αφού από μικρά παιδιά τους έχουν σαν βιωματική αντίληψη. Οι ίδιοι διακηρύσσουν: «Για τους άλλους ο …μανές είναι μουρμούρα. Για μας η …προσευχή μας».
Πολλοί αναδεικνύονται ενάντιοι στον αμανέ. Πρώτος και καλύτερος ο Μεταξάς, που αντιπαθώντας κάθε τι που «θύμιζε» ανατολή,αρχές του 1937, τον απαγορεύει ρητά, γιατί, λέει, «θυμίζει τουρκισμό»!
Για τη μουσική ιστορία, ο αμανές η «μανές» είναι ένα περιούσιοερμηνευτικά είδος που συναντάται αρχικά σε γυρω-πολίτικες η μικρασιάτικες εθιμικές γιορταστικές η παρεΐστικες μουσικές συνευρέσεις του απλού λαϊκού στοιχείου. Αργότερα μεταφέρεται στα διάφορα Καφέ αμάν, Καφέ σαντούρ κ.λ.π. της πόλης και της Σμύρνηςκαι με τη σειρά του στον ελλαδικό χώρο από το 1987 και εμπρός.
Ο αμανές ή …μανές, εκφράζεται με απροσμέτρητη βαθειά συναισθηματικότητα (κοινώς νταλγκά) και τον χαρακτηρίζει βαθειά «μολπή»=τραγουδιστική απόδοση. Κατά το ερμηνευτικό
μέρος του επισημαίνεται παρατεταμένη φωνητική κλιμάκωσητου κύριου ερμηνευτή. Ετυμολογικά είναι συμφυρμός των τούρκικων λέξεων «αμάν»= έλεος, οίκτος και «μανές»= λιανοτράγουδο, δίστιχο. Κατά δε την έκφραση του χρησιμοποιούνται και επιφωνήματα εκτός απ’ το «αμάν» και τα: Μεντίτ= βοήθειa (από τοτούρκικο Medet), καθώς και Γιαρέι= αγαπημένος, λατρευτός εραστής (από το τούρκικο Yar).

Ενέχει συναισθηματικά παθητική πρωτότυπη ερμηνεία, σεβνταλίδικη, νταλκαδιάρικη με κυρίαρχα στοιχεία το παράπονο, την οδύνητον καημό και στιχουργικά δεδομένα φιλοσοφίας ζωής.Κατά προέλευση ο ήχος και ο μουσικός συνθετικός του τρόπος έχουν ευθεία σχέση-σύνδεση με τον βυζαντινό τρόπο μουσικής έκφρασης και ανήκουν στο «εναρμόνιο γένος».
Στον αμανέ ο τραγουδιστής που αρχικά ήταν απλό λαϊκό μέλοςπαρέας και βέβαια ερασιτέχνης, είναι άτομο φωνητικά προικισμένο
στον υπέρτατο βαθμό-«ευλογημένο». Οι δυνατότητές του υπερβαίνουν την διατονικότητα της συνήθους οκτάβας και έχει άμεση σχέση με την ψαλτική. Για τούτο και εξαιρετικοί αμανεντζήδες στη χώρα μας συναντώνται ως επιφανείς πρωτοψάλτες.
Στο βιβλίο της («Μουσική λαογραφία στην Ελλάδα»-1935), ησπουδαία Μέλπω Μερλιέ αναφέρει πως: «Κάποιος πρόσφυγας στα Βουρλά (Σκάλα Βουρλών-25 χλμ. από τη Σμύρνη), πριν τραγουδήσει τον αμανέ ασκείται σε ψαλμωδίες ορθόδοξες, γιατί μόνο έτσιμπορούσε να βρεθεί συναισθηματικά και φωνητικά σε κλίμα αρμόζον».
Βασικά ιδιότυπα χαρακτηριστικά στον αμανέ είναι η κλιμάκωσητης φωνής, οι «τετερισμοί» (ψαλτικό χριστιανικό τεριρέμ) -το «τσάκισμα» η «τσαλκάντζα», μόνο από τον βασικό ερμηνευτή, με ακόλουθο την «επωδό» (το ρεφραίν), που συνήθως το τραγουδά όλη η ομήγυρη.
Σπουδαίοι χαρακτηρίζονται ως αμανέδες οι Ταμπαχανιώτικοι, οι
Σμυρνιώτικοι και οι Μπουρνοβαλιώτικοι που σφραγίζουν –πιστοποιούν την βυζαντινή μουσική συνέχεια, κάτι που αναγνώρισε ο Ελληνικός λαός και για τούτο τους υιοθέτησε απόλυτα.
Σμυρνιώτικοι και οι Μπουρνοβαλιώτικοι που σφραγίζουν –πιστοποιούν την βυζαντινή μουσική συνέχεια, κάτι που αναγνώρισε ο Ελληνικός λαός και για τούτο τους υιοθέτησε απόλυτα.
Σημαντικοί πρώτοι αμανεντζήδες ήταν οι Καρίπης και ο Μιχάλης κατα κόσμον «Νταλγκάς». Αργότερα οι Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλγκάς) και Τέτος Δημητριάδης. Επίσης, κατά τη γνώμη των ειδικώνκαι κοινή παραδοχή, δύο ήταν πιο ύστερα με την παρέλευση των χρόνων οι μεγαλύτεροι αμανεντζήδες: Ένας, ο Στράτος Παγιουμντζήςκαι ο άλλος ο σπουδαιότερος Τούρκος αμανεντζής, ο Χαφίζ Μπουρχάν.
Άλλος μέγας αμανεντζής υπήρξε και ο Παναγιώτης Τούντας, ο διασημότερος συνθέτης της Σμυρνέικης Σχολής, που ονομάζεται «μάστοραςτης προσφυγιάς» και συνδιαμορφωτής του ρεμπέτικου στην Ελλάδα.

Μεγάλοι αμανεντζήδες αναδείχθηκαν οι: Μήτσος Ατραίδης, Κώστας θωμαΐδης, Πούλος, Μπάμπης Παναγής. Θαυμάσιος και το…Σαμιωτάκι (Κώστας Ρούκουνας), καθώς και ο απαράμιλλος ΚώσταςΝούρος. Σπουδαίος αμανεντζής ήταν και ο Γιώργος Παπασιδέρης.
Καταπληκτικός στο είδος αποδείχτηκε το Βαγγελλάκι (ΕυάγγελοςΣωφρονίου). Από γυναίκες η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπαντζή, η Αμαλία Βάκα, η Μαρίκα Παπαγκίκα, η Μαρίκα Καναροπούλου η «Τουρκαλίτσα» κ.α.
Για την ιστορία η πρώτη ηχογράφηση αμανέ γίνεται το 1906 στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη ταυτόχρονα από τον Γιάγκο Ψαμαθιανόκαι τον Πέτρο Ζουναράκη με τίτλο «Γιατί σκληρή και άπονη».
Σχετικά τώρα με την ρίζα προέλευσης του αμανέ ή μανέ, ο Έλληναςαναγνωρίζει το είδος σαν βυζαντινή μελωδική μουσική συνέχεια, αλλάκαι το συνδέει εκφραστικά κατά την εκφορά με τους αρχαίους ραψωδούς. Πολλοί επιμένουν πως ο αμανές είναι «τουρκοσπορίτικος». Όμωςυπάρχει διαφορά ανάμεσα στον τούρκικο και τους ελληνικούς αμανέδες που συντίθεται από περίφημα λαϊκά στιχουργήματα. Μουσικολόγοι και ειδικοί λογίζουν τον ελληνικό αμανέ σαν τύπο τραγουδιού, μονοφωνικού κυρίως, που έχει άμεση συγγένεια με το κλέφτικο, το ριζίτικο και τα τραγούδια «της τάβλας», (διάρκεια εκφραστική), και πωςδεν ερμηνεύεται μονότονα (αλα τούρκα). Αυτό και τον κάνει να διαφέρειαπό τον τούρκικο. Επίσης ο αμανές αποτελεί αναπόσπαστο μέρος –κομμάτι του ρεμπέτικου ύφους –τραγουδιού.
Οι ελληνικοί αμανέδες έχουν σαν βασική θεματολογία την ξενιτειά,τον ξεριζωμό, τον αποχωρισμό από αγαπημένα πρόσωπα, την μετανάστευση κ.λ.π., την ερωτική προσμονή, την απονιά, την αδικία, την απογοήτευση, την απελπισία και επισημαίνουν –εξωτερικεύουν βαθειά συναισθηματική ταλάντωση οδύνης, με καημό, παράπονο, πόνο, οίκτοκ.α.

Πέρα από τον Μεταξικό Μανιαδάκικο διωγμό, αφού για χρόνια πολλά ο αμανές εθεωρείτο μουσικό είδος παραξηγημένο, αντιμετώπισε σαν συνεπίκουρο λυσσαλέο κατήγορο και τον τύπο της εποχής που ενπολλοίς εξέφραζε την κουλτούρα της μπουρζουαζίας:«Εκμανείς και τους κραυγάζοντας και τους ακούοντας ποιών οΑμανές». Έτσι αρχίζει ένα άρθρο της «Καθημερινής» (17.9.1936).Υπογραφή: Νίκος Μοσχόπουλος.
Υπήρξαν βέβαια και άλλοι, παλιότεροι και παλιότερα που πολέμησαν ανελέητα, που μίσησαν το ρεμπέτικο και βέβαια το αμανέ.Ένας απ’ αυτούς, ο «υπερεθνικόφρων» Ζαχαρίας Παπαντωνίου, γύρωστα 1920,θεωρώντας το ρεμπέτικο σαν «απόλυτο κίνδυνο για το κατεστημένο» ξιφουλκεί και γράφει:«Τι καθόμαστε ψυχροί και αδιάφοροι μπροστά σ’ έναν κίνδυνοπου απειλεί την ύπαρξη του Έθνους μας. Τον κίνδυνο που προσθέθηκεκοντά στους άλλους το τραγούδι που λέγεται αμανές. Πρέπει να το αντιληφθούμε και να λάβουμε τα μέτρα μας πριν είναι αργά, πως τέτοια τραγούδια αποτελούνε κίνδυνο για την Δημόσια Τάξη…».
Στην Αθήνα κύκλοι ειδικών σκύβουν στα μουσικά χαρακτηριστικά του νέου είδους. Επιφανείς μουσικολόγοι όπως ο ΔημήτρηςΜητρόπουλος και ο Δ/ντής του Ωδείου Αθηνών Δημ. Σφακιανάκηςεκφράζουν την άποψη πως το είδος «δεν αποτελεί κίνδυνον διατην μουσικήν πρόοδον…».
Ο Μανόλης Καλομοίρης, επίσης συνειδητά αντίθετος στο ρεμπέτικο, περιέργως(;) υπερασπίζεται τον αμανέ, δηλώνοντας με στόμφοότι τον προτιμά από τα «ξενόφερτα δυτικά, ότι είναι η …ψυχή της Ανατολής και έχει πολλά στοιχεία εξελίξιμα…». Προφανώς …θυμάται«ευτυχώς» την Ιωνική καταγωγή του!
Ο Σωτήρης Σκίπης, ακαδημαϊκός και ποιητής πρωτοστατεί σε αγώνα κατασυκοφάντησης του ρεμπέτικου. Το ίδιο και η εφημερίδα
«Έθνος» που στις 27.5.1936 δημοσιεύει άρθρο υπό τον τίτλο «Πρεζακισμοί».
Ο Αιμίλιος Σαββίδης, στιχουργός ελαφρών τραγουδιών και κριτικός, περιχαρής όταν στη Μεταξική δικτατορία επιβάλλονται ταγνωστά μέτρα λογοκρισίας, αποφαίνεται μέσω του τύπου της εποχής: «Ευτυχώς έχομεν τόσον ωραία και καθαρώς ελληνικά μοτίβα,που δεν υπάρχει ουδεμία ανάγκη να παίρνωμεν τις μουσικές εκφράσεις της τουρκικής λαϊκής μουσικής, τις οποίες προ πολλού απηγόρευσεν η τουρκική κυβέρνησις, η οποία επίσης φροντίζει να εξευμενίσει την μουσικήν του τόπου της…». Πίσω από τα ψευδώνυμα,όπως Σαβαίμ, Βοσπορινός ή Ν. Δέλτας υποκινεί τεράστιο, παροιμιώδη καταγγελτικό κλίμα ενάντια σε κάθε ρεμπέτικη εκφραστικότητα.

Όμως, καίτοι μέγας πολέμιος αρχικά, αποδεικνύεται μέγας «κολοτούμπας», προσχωρώντας, ποιος ξέρει γιατί, τελικά κι αυτός στους «συμπαθούντες». Έτσιαν και αρχικά διαπρήσιος κατήγορος επιδεικνύει τεράστια μεταστροφή,όντας αυτός που το 1935 γράφει τους στίχους σε ένα από τα βαρύτερα χασικλίδικα της εποχής. Πρόκειται για το περίφημο «Είμαι πρεζάκιας» η «Πρέζα όταν πιείς». Στην πρώτη εκτέλεση ερμηνεύει η ΡόζαΕσκενάζυ.
Αναρίθμητοι είναι οι αμανέδες που συναντά κανείς στην οθωμανοκρατούμενη Σμύρνη, στην Πόλη, αλλά και σε εκδηλώσεις σε όλο τοΜικρασιάτικο τόξο, που από εκεί πάρα πολλοί περνούν στην νησιωτικήΕλλάδα που τους λατρεύει. Από το 1918 και ύστερα και κυρίως μετάτην Μικρασιατική καταστροφή πρόσφυγες μουσικοί «ταιριάζουν» αμανέδες που κατά μέγα μέρος θεματολογικά αναφέρονται στην ιστορία και τα δεινά της Σμύρνης, της Πόλης, του Πέραν, της Ερυθραίας,στα Αλάτσατα και γενικότερα στην προσφυγιά.
Κι αφού πλήθος από Σμυρνιούς «παιχνιδοπαίχτες» παίζουν τώρακαι τραγουδούν στην Ελλάδα, μαζί με τα Σμυρνέικα, τα Πολίτικα κ.α.Ρεμπέτικα, συνεχίζουν να τραγουδούν σπουδαίους αμανέδες, όπως παρακάτω:
1.-Ευάγγελος Σωφρονίου, 1926. «Να μ’ αγαπάς».
«Μικρή ελπίδα μού ’δωσες και βάσανο μεγάλο.
Πες μου το πώς θα μ’ αγαπάς, κι ας υποφέρωκι’ άλλο».
Μινόρε μανές.
Δίσκος POLYDOR V 45098.
2.-Δημ. Μασσέλος-Νούρος, 1929. «Λησμόνησέ με».
«Λησμόνησέ με ολοτελώς, μην έχεις πια ελπίδα
και πες πως δεν σε γνώρισα, ούτε ποτέ σε είδα».
Γαλάτ ή Γαλατά μανές.
Δίσκος COLUMBIA Αγγλίας 8386.
3.-Ευάγγελος Σωφρονίου, 1929. «Η …φωτιά».
«Πολλές φωτιές με τριγυρνούν, μα μια είναι που με καίει.
Μονάχος μου την άναψα, κανένας δεν μου φταίει».
Σουλτανί μανές.
Δίσκος COLUMBIA Αγγλίας 8026.-
4.-Κώστας Ρούκουνας, 1930. « Αυτό το…Αχ!».
«Αυτό το αχ δεν είν’ φωτιά να πιω νερό να σβήσει.
Μον’ είναι πόνος στην καρδιά και θα με τυραγνίσει».
Σαμπάχικος μανές.
Δίσκος COLUMBIA ΟG-45.-
5.-Ρόζα Εσκενάζυ-Γιάννης Δραγάτσης(Ογδοντάκης), 1932.
«Την τελευταία μου πνοή αν έρθουν και μου πούνε,
εσένανε να σ’ αρνηθώ, μα ‘γω δεν σ’ απαρνιούμαι».
Ταμπαχανιώτικος μανές.
6.-Κώστας Ρούκουνας, Γιάννης Δραγάτσης(Ογδοντάκης), 1934.
«Σαν αναμμένο κάρβουνο μαύρισε η καρδιά μου,
απ’ τα πολλά μου βάσανα κι από τα δάκρυά μου».
Νεβά-Ραστ μανές.
7.-Στράτος Παγιουμντζής, 1937. «Το τραγούδι της ξενιτειάς».
«Την ξενιτειά, την ορφανιά, την πίκρα και τη λύπη,
όλα μου τα ’δωσε ο θεός, κανένα δεν μου λείπει».
Ουσάκ μανές.
ΣΗΜ: Θεωρείται, μαζί με δυο-τρεις ακόμα, από τους καλλίτερους αμανέδες του μεγάλου Στράτου και για τη σύνθεση και για την ερμηνεία. Στο μπουζούκι ο Ανέστος Δελιάς μου περίτεχνα αρχίζει μια μακρόσυρτη εισαγωγή-ταξίμι καρά-ουσάκ. Και που στο τέλος, στη «λόγκα»,το τελείωμα, εξελίσσεται σε ένα νταλκαδιάρικο ταξίμτσιφτετέλι που άνετα θα μπορούσε να αποτελεί και σπουδαία ξέχωρη-αυτόνομη μουσική σύνθεση. (Συνοδευτικά κάποιος παίζει και ούτι).
8.-Στράτος Παγιουμντζής, 1937. «Μόνον εγώ γεννήθηκα».
«Μόνον εγώ γεννήθηκα αμαρτωλός του κόσμου
και περπατώ και χάνεται ο ήλιος από μπρός μου».
Νεβά μανές.
ΣΗΜ: Έμπνευση και δημιουργία του Ανέστου Δελιά που εδώ μεν αρχίζει την εισαγωγή με ένα ταξίμι, αλλά τελειώνειμε ένα σπουδαίο 9/8 ντουζενάτο ρυθμικό ζειμπέκικο,όπως μόνο εκείνος γνώριζε. Επίσης και εδώ το καταπληκτικό ζεϊμπέκικο μουσικό μέρος θα μπορούσε νααποτελεί εκπληκτικής δεξιοτεχνίας ξέχωρη μουσική(μακάμικη) σύνθεση.
9.-Σταύρος Ρεμούνδος ή Μαρμαράς, 1937. «Την απονιάσου θα την πω». Πειραιώτικος αμανές.
«Την απονιά σου θα την πω στον κόσμο σαν πεθάνεις,
γιατί καρδιά δεν άφησες να μην τήνε μαράνεις».

Πολλοί, πάρα πολλοί, ξενέρωτοι–μονόχνωτοι αποδόθηκαν κατάκαιρούς σε προσπάθειες εξοβελισμού του αμανέ από τη μουσική ελληνική παραδοσιακή κονίστρα, κάτι που όμως στάθηκε αδύνατον. Ο ελληνισμός που στο πέρασμα του χρόνου έχει …πάθει και έχει …μάθει, ξέρεινα σέβεται και να τιμά παραδοσιακές πολιτιστικές παρακαταθήκες και κάθε που χρειάζεται το αποδεικνύει. Για τούτο και το περιούσιο αυτόμουσικό είδος, καίτοι έχει εγγενείς δυσκολίες ερμηνευτικής προσέγγισης, παρέμεινε και παραμένει ζωντανό, πότε να μας συγκινεί πότε να μας ευφραίνει και πότε να μας μαγεύει ως τα σήμερα!
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου από :Φθιωτικός Τυμφρηστός
[Του Μπάμπη Κ. Μώκου]
↧
«TO… « PORTO.. LEONE» « ΜΕ ΚΩΔΙΚΑ…ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ!» Του Μπάμπη Κ.Μώκου

Σαράντα σχεδόν ολόκληρα χρόνια στην Αθήνα και τον Πειραιά. Ελάχιστα στην πρωτεύουσα, τα υπόλοιπα στο λιμάνι.
Είναι παράξενες οι ιστορίες των λιμανιών.Γοητευτικές ,αλλά και …μελαγχολικές μαζί. Και οι καημοί τους σαν τη θάλασσα.
Μιά… φουρτούνα, μιά …μπουνάτσα.Πρέπει να ξέρεις να τους κουμαντάρεις.Και οι ναυτικοί όταν σαλπάρουν ,σαλπάρουν μαζί και καημοί τους…
Πόλεις με «χαρακτήρα» στην Ελλάδα είναι μόνον δύο.Η Θεσσαλονίκη και ο Πειραιάς.Είναι πόλεις «πυκνής ιστορικής ύλης».Το οφείλουν κύρια στα ιδιαίτερα πληθυσμιακά τους
χαρακτηριστικά.
Η πρώτη να έχει σαν καμάρι τη…μνήμη του Πόντου ,της προσφυγιάς ,της …Μικρασίας και η δεύτερη και της προσφυγιάς,αλλά και της αύρας του Αιγαιακού Αρχιπελάγους επίσης.Είναι πολιτείες που σε εμπνέουν .Δεν είναι άξενες(αφιλόξενες).
Είναι πόλεις που «αγαπούν» -εκτιμούν τους λίτες τους.
Το χρώμα και οι ρυθμοί ζωής, ωστόσο , του Πειραιά έχουν ιδιαιτερότητα. Αυτή η πόλη είναι …«εξεταστήριο». Σε υποδέχεται , σε παρατηρεί κι’ αν… έρθεις στα μέτρα της ,σου
κολλάει ταμπέλα συμβατότητας , σε αποδέχεται , σε αφομοιώνει. Από εκεί και πέρα δεν είσαι ο προσωρινός, ο περαστικός , ο παρείσακτος,ο ξένος.Είσαι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας,ο… δικός τους άνθρωπος.
![]() |
Photo: pireaspiraeus.com |
Εχει μια… γλύκα η ζωή στο λιμάνι ανεπανάληπτη. Η πόλη σου συμπεριφέρεται σαν μάνα. Χαίρεται στη χαρά σου,σε συμπονεί στις «ασχημες» ,σε βοηθά, σου δίνει κουράγιο και σε
θέλει δυνατό ,εργατικό , αλληλλέγγυο , ακέραιο. Η ίδια σε κάνει …καθαρό,περήφανο,με αυτοπεποίθηση.Είσαι «μπαταξής*»,φιγουραντζής; Τέλος,την πάτησες.Αν δεν έχεις λόγο στον Πειραιά, δεν θ’ αντέξεις για πολύ. «Αποβάλλεσαι» και δεν ξαναπατάς.Έδωσες εξετάσεις και …απέτυχες.Τελείωσες .Εδώ δεν έχει μετεξεταστέους. Η περνάς τα «τέστ» και απολαμβάνεις το μεγαλείο του Λιμανιού η εξαφανίζεσαι. Η ζωή εδώ δεν έχει ανωνυμία. Δεν είναι Αθήνα με το «κάθε καρυδιάς καρύδι». Δεν είναι «χωνευτήρι» για τον καθένα.
Οφείλεις στον Πειραιά να είσαι απλός , αξιοπρεπής ,κύριος. Ειλικρινής,ντόμπρος,συνετός, προσηνής ,μεγαλόθυμος ,προσεκτικός και βέβαια…υποψιασμένος.
Πρέπει να το «εμπαιδώσεις»: Ανήκεις σε μια μεγάλη γειτονιά , σε μια μεγάλη παρέα , με ανθρώπους ανοιχτούς, της βιοπάλης. Αρχοντανθρώπους, υπερήφανους και σεμνούς. Η
πονηριά και η μπαμπεσιά εδώ πληρώνονται ακριβά. «Πουλάς παραμύθι;» -«Κλήρωσες στο… άρτιο» , που λέει κι’ ένας φίλος .
Συμπέρασμα : Τον Πειραιά αν τον σεβαστείς μιά φορά,θα σε σεβαστεί δύο.
Αμα διαννοηθείς να κάνεις τον …καμπόσο,τα φτερά θα στα κόψουν. Κι’ αίντε ύστερα να σέρνεσαι.
Πέταξε ποτέ κανένας με κομμένα φτερά;
Ο Πειραιάς είναι δυό…Πειραιάδες. Ο δυτικός –το Λιμάνι,όπου τα «ρέλια», τ’ αμπάρια, τα «στόκολα»οι «μπουκαπόρτες»,οι «μπουλμέδες»,τα «παλάγκα» η «πλέμπα» ,
και ο ανατολικός ,ο «σπασμένος» όπως τον λένε ειρωνικά και…σκαμπρόζικα οι κάτοικοι των δυτικοσυνοικιών..
Ο δυτικός είναι του μόχθου, της δουλειάς ,της παραγωγής και ο ανατολικός των trendy , της κατανάλωσης της ψυχαγωγίαςκαι λίγο-πολύ της …τσάρκας…του σουλάτσου, της πασαρέλας.
Οι λιμανίσιοι αποκαλούν κοροιδευτικά τους ανατολικούς ,τους καλοζωισμένους- (Πασαλιμάνι,Καστέλλα, Φρεαττύδα),«γύλους», «βουτυράδες», «σερμαγιοκόκομπους*»,« ψαλιδόκωλους*».
Στα ανατολικά υπάρχει το χρήμα,οι …Μπόσηδες,οι λουσάτοι,η αριστοκρατία ,το «μπακιόκο», ο… παράς,ο πλούτος.
Στα δυτικά,στο λιμάνι, άλλος κόσμος: Τα καμίνια , τα χυτήρια τα μηχανουργεία ,τα συνεργεία , η μουτζούρα,το κάρβουνο, η «ψαρόσκαλα» , τα «καρνάγια»,»το «ματσακόνι»,η φάμπρικα, ο ιδρώτας, η εργατιά,η… βιοπάλη.
«Η σπηλιά του Δράκου»
Πίσω από την τοποθεσία Κερατόπυργος στο Κερατσίνι.
Κατέβαινες από πάνω ,από ένα στενό δρομάκι , που ονομάζονταν «Θρόνος του Ξέρξη».
Η σπηλιά ,απομεινάρι από έναν κυλινδρικό πύργο που έμοιαζε με ανεμόμυλο.
Κάποια στιγμή χρησιμοποιήθηκε σαν αποθήκη πυρομαχικών. Με τον καιρό καταστράφηκε και εγκαταλλείφθηκε.
Αμα και κατέβεις στο καθ’ αυτό λιμάνι, μπαίνεις στο …Πανεπιστήμιο. Κι’ αν είσαι πονηρεμένος …γάτος ,πάς κατευθείαν σε … «ντοκτορά»!!!
Ενας κόσμος μελισσοσμάρι, που… κοχλάζει-κινείται διαρκώς πέρα- δώθε γύρω απ’ το ντόκο ,τη θάλασσα, τα καράβια.
Αν είσαι, «αφελής», χαζοβιόλης, ανυποψίαστος …καθάρισες!...
Δίνεις το χέρι για χειραψία,το τραβάς και …λείπουν τρία δάκτυλα!.
Μπροστά σου «όλα τα στοιχεία της φύσεως»: Καπιστρωμένοι* αγαπητικοί, χαρτογιακάδες κορτάκηδες ,τσακάλια μυστήριοι «ανφάν κατέ» τσαρλατάνοι, αποφάγια… μάγκες , μελογλειφάτοι*λιμασμένοι,σκοροφαγωμένες αδελφές,κυρίες θανατηφόρες,ψευτομάγοι ,πουλασικλήδες *αποπλύματα χαμίνια, γαβριάδες*,
κουτσαβάκια του… γλυκού νερού,κορδωμένοι τσιριμπασήδες* ,μπατίρια τσέτουλες*,αεριντζήδες τάχα αδιάφοροι που «πυρώνουν*» την καρέκλα τους και το… παίζουν ειδικοί «επί παντός επιστητού, ξεφτίλες αιματορουφήχτρες σαράφηδες*,σαπάκια τσουτσέκια*,αφράτες μπογιατισμένες μουζουρούδες* , γιάσπρες *σουρλουλούδες,κερχαναντζήδες*,φασαρίες- ντράβαλα-πλακώματα,γκόμενες*
αδεσποτες κάθε είδους και εθνικότητας(το «συνάφι» τις λέει… γκόμινες),σκορδόπιστες λεγάμενες,γόησσες ,κρυφοπουτάνες, τέρτσοι*,μπασκίνια ,δερβίσια, πουστρόνια, «θείοι»- κολόμπες, νταβαντζήδες , κλεφτρόνια που αρκεί και μόνο να «κοιτάξουν» μια …κλειδαριά κι’ εκείνη …παραραδίνεται ,ανοίγει μόνη της!, που σου λένε γέλα, εσύ γελάς ,σου κλέβουν τη…μασέλα κι’ εσύ …γελάς ακόμα!,αηδονοκελαιδιστές* αλαφροχέρηδες κασσαδόροι*, σαμανταντζήδες τσαμπουκαλεμένοι λεμέδες*,πρόθυμοι αμπανίτες*,μπαρμπουντζήδες *τζογαδόροι,χασομέρηδες, παπαντζήδες, ματσωμένοι πάτρονες, ναυτοπράκτορες λαμόγια (σκάσε 500 ευρώ να σου βρώ μπάρκο),γλεντζέδες σκορποχέρηδες , πιτσικόμηδες*,λιμενοφύλακες στα άσπρα σαν παγωταντζήδες , τελωνειακοί που σπάνε στη μέση τη «ρέφα» με τους ναυτικούς, μακατάσηδες* ντόμπρα ντερβισόπαιδα, αλάνια, κυρίζια*,μουσαντένιοι*,φλώροι, ονειροπαρμένοι ψευτοεπιστήμονες, ζαμανφουτίστες. Ατσαλάκωτοι φιρμάτοι* σορολοπιντζήδες, φρικιά ρεμπεσκέδες του κερατά,γιαλαντζί μάγκες, άσωτοι μποέμ,αετονύχηδες «γάτοι» κοντραμπαντζήδες (βασικό… σπόρ στο λιμάνι), μαγαζάτορες με κατεβασμένα τα κεπέγκια*(το μαγαζί «κλειστόν»και μέσα να γίνεται το …έλα να δείς –προφύλαξη από τα καρακόλια* κι’ οι τσιλιαδόροι κρυμμένοι στη γωνιά έτοιμοι για τη …«σφυρίχτρα*»).
Κεραταριό, ενεκα το εξοχικόν στην Αίγινα , τον Πόρο η το Αγκίστρι και η σύζυγος
πήγε εκεί μόνη με τα παιδιά (τα θαλάσσια μπάνια είναι υγεία!!),οπότε ο σύζυγος έμφορτος με ψώνια και …καλούδια, την επισκέπτεται έκάστον Σαββατοκύριακον ….ανελλιπώς για διαμονή διήμερον , ενώ τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας οι ντόπιοι επιβήτορες – τα καμάκια - κάνουν… πανηγύρι ), (γι’ αυτό τα καραβάκια για τα νησιά του Αργοσαρωνικού τα έχουν βαφτίσει «κερατοβάπορα»).
Γυναίκες ναυτικών από τη μια, σκυθρωπές , θλιμένες(;) ,με το μαντήλι του αποχαιρετισμού στο ένα χέρι και από την άλλη χαρούμενες για τον σύζυγο που βρήκε δουλειά και … επιτέλους μπαρκάρει και θα τον ξαναδούν το λιγώτερο μετά από ένα
7άμηνο (τόσο διαρκεί με το νόμο υποχρεωτικά το ελάχιστο διάστημα μπαρκαρίσματος).Κι’ ενώ η λάντζα* με τον σύζυγο ξεμακραίνει απ’ τον ντόκο για το καράβι στη «ράδα», να που το βλέμμα τους γυρίζει πίσω στον ….λεγάμενο που …μιλημένος και στημένος πιο πέρα περιμένει.
(Για κάποιες ,ωρισμένοι «κακοήθεις» λένε ότι δεν τις πειράζει και πολύ που θα απουσιάζουν οι σύζυγοι…Λέτε;).
Το …αλισβερίσι!!
Το λιμάνι δεν είναι …εκκλησία.Το…περπατούν απλοί άνθρωποι νοικοκυραίοι , αλλά και ….μυρμηγκιά από κάθε καρυδιάς …καρύδι, όπως γαλίφηδες*,μοσχόμαγκες ,καραμάγκουλες,μπελαλήδες,ταρναριστά* τζιμάνια,μπαγιοκλήδες*, μαχαλόμαγκες σουλατσαδόροι, δήθεν , ψευδοπροφήτες και «θεούσες»που πουλούν κομποσκίνια ,εικονίτσες και φυλαχτά (Μετανοείτε,ερχεται η Δευτέρα Παρουσία…),φακίρηδες γραφικοί μάγοι,ψευτοθεραπευτές βοτανολόγοι με… μαντζούνια «δια πάσαν νόσον» , ρεμάλια βλογιοκομένοι ζήτουλες,πρεζόνια,ποδηλατάδες* ,λοβιταδόροι*,πεντεφρήδες*
αητοί δικολάβοι*(τι τον θές τον κύριο δικηγόρο,θα στο φτιάξω εγώ «πιτς- φυτίλι» το «φυλλάδιο»-που να τρέχεις τώρα-σκάσε 200 ευρώ),ναυτικοί θαλασσοδαρμένοι χρόνια ,χαρακωμένοι ,με πρόσωπα «σκαμένα» απ’ το …αλάτι και τη …λαμαρινίλα, κουρασμένοι –αποκαμωμένοι ,που βαρέθηκαν να ρωτούν και να ξαναρωτούν εδώ και μέρες για σαλπάρισμα , πίνοντας και ξαναπίνοντας καφέ μπροστά στο John bull η στον «Ερμή»,περιμένοντας για το τελευταίο μπάρκο και ύστερα τη …ρουφιάνα ,τη σύνταξη (για ν’ αράξουν επιτέλους),δικηγόροι, γιατροί- πολλοί γιατροί (οι περισσότεροι-δερματολόγοι- αφροδισιολόγοι , ένεκα τα «μπάρκα» η «γυναικοπιάτσα» ,τα «σκουλαμέντα*»κ.α.).
Οπου ένας γεροντόμαγκας καθισμένος ,αραχτός σε μια γωνιά ,αναπολεί, θυμάται τα παλιά και σιγομουρμουρίζει:
«Σαν το μαρκούτσι τ’ αργιλέ,είναι η… γαμπίτσα σου καλέ!»....
Διάχυτη είναι η άποψη στους περισσότερους πως αυτός περίπου είναι ο Πειραιάς ,ο «γκρίζος» ο….«σκούρος»,ο περίεργος , του λιμανιού. Τώρα, κάποιος θα ρωτήσει που είναι η πρωτοτυπία; Δεν υπάρχει πρωτοτυπία . Έτσι η σχεδόν έτσι είναι τα λιμάνια σ’
όλον τον κόσμο. Άγρια, μυστήρια,πονηρά,μα και γλυκά αποκούμπια όπου απαγκιάζουν βασικά ανθρώπινα ένστικτα. «Στέρνα» με ψάρια πολύχρωμα ,πανέμορφα , αλλά και…πιράνχας..
Ένας φίλος λέει:-Καλό είναι το θαλασσινό νερό ,σε κάνει ανήσυχο ,μυστήριο,σου ξυπνά άλλα ένστικτα,όμως είναι…σκληρό,περίεργο, δεν κάνει για…αντιβίωση!...Κι’ έχει δίκιο…
Εδώ όλοι περιμένουν απ’ τη θάλασσα και η θάλασσα τους ναυτικούς. Απ΄τη θάλασσα περιμένουν και οι …απέξω,η πόλη ,όλη η πόλη.
Είναι παράξενες οι ιστορίες των λιμανιών .Γοητευτικές , αλλά και…μελαγχολικές μαζί. Και οι καημοί τους σαν τη θάλασσα.Πρέπει
να ξέρεις να τους …κουμαντάρεις!... Και οι ναυτικοί όταν σαλπάρουν,… σαλπάρουν μαζί και οι…καυμοί τους.
Η πόλη δεν είναι όμως μόνο το λιμάνι. Το λιμάνι βέβαια θρέφει την πόλη η περίπου όλη την πόλη. Που στην πλειονότητά της έχει ασφαλώς και αξιοπρέπεια και γνωστικότητα και πολιτισμό και αθλητισμό (ο «Θρύλος» γαρ)και επιστημοσύνη και μάθηση και περηφάνεια ,και αξιοπρέπεια,ανεξάρτητα από κάθε ταξικότητα και έχειν .Με ανθρώπους στην πλειονότητα του ..ίσιους , φερέγγυους,σοβαρούς,νοικοκυραίους. Που τους ενδιαφέρει «ποιός είσαι» και
οχι «πόσα έχεις»(Τα γράφουμε παραπάνω.).
Ο Πειραιάς έχει δική του κοινωνική εθιμικότητα ,δικό του tempo,δικό του κώδικα. Εχει και τα καλά του, τα ωραία ,του «κύκλου της ζωής»:Κάτι κορίτσια μέγκλα, αγαπησιάρικα, όλο γλύκα , μελένια,ευλογία θεού, ξηγημένα…καρυάτιδες!...
Αν μάλιστα είναι κι’ απ’ την Αμφιάλη με φρύδι …γαιτάνι και μάτια βελουδένια (γκρενά), άστα , να μη λέμε και πολλά !...Κάτι ξέπουμε…κι΄έχουμε πάθει!...
Μυθική ,παροιμιώδης είναι η αγάπη που με τα τραγούδια τους θεματολογικά αγκάλιασαν και ύμνησαν την Πειραιώτισσα οι λαικοπαραδοσιακοί ρεμπέτες δημιουργοί. Τραγούδια αμέτρητα ,θρύλοι ,ανεπανάληπτα.
Έγραψαν λοιπόν σχετικά και τραγούδησαν γι’ αυτήν οι:
Δ.Γκόγκος-Μπαγιαντέρας : «Χαντζηκυριάκειο», «Ξαβεριώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Η μικρή απ’το Πασαλιμάνι» και βέβαια την περίφημη «Ομορφη Πειραιώτισσα» σε μουσική του Κ.Καπλάνη.
Γιάννης Παπαιωάννου: «Η Φαληριώτισσα», «Πειραιώτισσα» σε στίχους Κ.Μάνεση, «Ωραία Πειραιώτισσα» (Απ’ την ώρα στο λιμάνι που σε μπάνισα την καρδούλα μου για σένα την αφάνισα.
Πειραιώτισσα το έχεις μεσ’ στο αίμα σου,να τρελαίνονται οι άνδρες μ’ ένα βλέμμα σου…).
Μάρκος Βαμβακάρης: «Αλάνα Πειραιώτισσα» (Σε αγαπώ τσαχπίνα μου γιατί είσαι απ’ τον Περαία…), «Τρελλή μου Πειραιώτισσα»(Φωτιά μεγάλη μ’άναψες και καίγομαι ολοένα ,γιατι έχω Πειραιώτισσα μαύρο καυμό για σένα…).
Στέλιος Κηρομύτης: «Στου Βάβουλα τη Γούβα» (Μέσ’ στου Βάβουλα τη Γούβα εχω ψήσει μια μικρούλα και μου λέει πως μ’ αγαπάει κι’ όλο παντρειά ζητάει…).
Βασίλης Τσιτσάνης-Ν.Μάθεσης «Σε διώξαν απ΄την Κοκκινιά»
(Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά για το’ χες παρακάνει και στο Χαντζηκυριάκειο τους έχεις
πιά τρελλάνει.Εδώ θα κάτσεις φρόνιμα τ’ ακούς ξεμυαλισμένη, γιατί αν ήρθες για μαλλί ,άμυαλη, θα φύγεις κουρεμμένη…).(1950).
Βασίλης Τσιτσάνης-Στράτος Παγιουμντζής: «Μια νύχτα στο Πασαλιμάνι».
(…Μια νύχτα κάτω στο Πασαλιμάνι, μια νόστιμη Σμυρνιά,μικρούλα που σε ντέρτι μού’χει βάλει και πόνο στην καρδιά…).(1938).
Μανώλης Χυσαφάκης: «Πειραιώτισσα τσαχπίνα»(Με τον Γ.Κάβουρα)(1939)
Απόστολος Χαντζηχρήστος-Μακαρόνας : «Γιατί σκληρή και άπονη» η
«Κοκκινιώτισσα».(Πολύς καιρός επέρασε πό’χεις να μου μιλήσεις,γλυκειά
μου Κοκκινιώτισσα να με παρηγορήσεις…).(1938).
Τούντας –Σωφρονίου: «Πασαλιμανιώτισσα»(…Βρε Πασαλιμανιώτισσα
τσαχπίνα ζωντοχήρα…).(1938).-
Πάνος Πετσάς:«Το γυναικομάνι» η «Κάτω στο Πασαλιμάνι».
(Στελλάκης- Ι.Γεωργακοπούλου).(1947).(…Το βράδυ σαν πυκνώσει την πιο καλή ωρίτσα παίρνουνε τον κατήφορο τα όμορφα κορίτσια. Ε,ρε τι γυναικομάνι κάτω
στο Πασαλιμάνι).(1947).
Οι… Πειραιωτοπούλες
Οι Πειραιωτοπούλες είναι γυναίκες άλλη… «φτιάξη».Αλλιώς μιλούν ,αλλιώς… περπατούν , αλλιώς φέρονται ,αλλιώς αγαπούν κι’ αλλιώς σέβονται. Σε υπολογίζουν,μα δεν… χαμπαριάζουν .
Από την πρώτη της γνωριμίας θα σου δώσουν… στίγμα.Ποιές είναι,τι θέλουν, τι γουστάρουν,πως σε θέλουν, να περηφανεύονται για σένα .Ξέρουν-έχουν μάθει απ’ τη μάνα, τον πατέρα και τα’ αδέρφια (όλα τα διδάσκει το σπίτι) πως το δρομολόγιο της ζωής το καθορίζει η συμπεριφορά . Και πως το σοβαρότερο ατόπημα –στίγμα στην
κοινωνία της πόλης είναι η προσβολή της οικογένειας από θηλυκές «τσιριμόνιες.Στον Πειραιά οι γυναίκες έχουν θέση,άποψη,χαρακτήρα, παιδεία, αξιοπρέπεια.
Είναι βέβαια γυναίκες-θηλυκά,κοκέτες -φιλάρεσκες, φιλότιμες και επιζητούν την αναγνώριση. Την Πειραιώτισσα δεν είναι πως θα την «ψήσεις» , είναι πως θα την
«κρατήσεις». Πρέπει να κρατάς καλά τα «γκέμια»,αλλιώς το άλογο θα σε…ρίξει. Κι’ ύστερα θα κάθεσαι σαν… χάνος και θ’αγναντεύεις τον… προλιμένα,μετρώντας τα καράβια που μπαινοβγαίνουνστο λιμάνι. Ήθελες να. ..γαμπρίσεις ; Κάτσε τώρα
απελπισμένος, ερωτοχτυπημένος και, ..φάε την τουλούμπα*.
Στον Πειραιά νά’σαι λιγόλογος. «Αγόραζε» και μην «πουλάς».
Μην λές πολλά .Μήν κάνεις τον έξυπνο.Μην είσαι …φαφλατάς.
Καλλίτερα ν’ακούς,να «αγοράζεις» ,και να σωπαίνεις.
Εδώ υπάρχει ο άγραφος νόμος: Όποιος λέει πολλά, είναι …για λίγα.Μην
ψάχνεις «γωνία στο δεκάρικο!»…
Στις συναλλαγές και συναναστροφές σου θέλει καλή πίστη και σοβαρότητα ,στα προσωπικά σου , ακόμα περισσότερο, προσοχή,ειλικρίνεια-ίσιες εξηγήσεις.Αλλιώς, τράβα στη… «Στάνη*»για …ρυζόγαλο.
Όχι ..θεωρίες,χαβαλέ,κουνήματα, τσιριμόνιες,ρεβεράντζες ,λακριντί και πίτσι –πίτσι. Οσο για τα …ερωτικά,μην είσαι του…συρμού,για χάχανα,ερωτοθεωρίες, ερωτοσκαλίσματα,υποσχέσεις,ταξίματα και κουβέντες του αέρα. Πρέπει να ξέρεις που …πατάς.
Πως ,που ,πότε, με ποιάν θα «μπλέξεις».Κι’ αν αρχίσεις το παραμύθιασμα ,ένα είναι σίγουρο: Θα σε…πάρουν χαμπάρι. Τότε,καλλίτερα βάλτο στα πόδια, φύγε. Εδώ δεν εχει…μαγκιά,τρίπλες και… δεν βαριέσαι.Αποτέλεσμα: Κινδυνεύεις να βρεθείς
πρόσωπο με πρόσωπο με τίποτα μόρτες ,ντερέκια* Μανιάτες η Κρητικούς (τα περισσότερα επώνυμα εχουνν καταλήξεις σε-άκος η –άκης,),που δουλεύουν 12άωρο στα μηχανουργεία τη λαμαρίνα, στην Καρβουνόσκαλα και στην … «επισκευαστική»
κι’ εχουν κάτι χέρια… πεχλιβάνικα, τσατάλια* και ψάξε λέξειςνα …αποκαταστήσεις την « τιμή» του κοριτσιού.Θα σε ψάξουν ,θα σε κυνηγήσουν , θα σε βρούν.Εχουν δικό τους τρόπο… μοιρογνωμόνιο.Και τότε θα σε ρωτήσουν:
-Είστε ο Κος τάδε;
-Μάλιστα αυτός είμαι.
-Περάστε στο στενό για …φάπες και τα… υπόλοιπα…
Και, στην ..καλλίτερη, η θα γίνεις …καραράπης απ’ το ξύλο (το λιγώτερο),οπότε όταν μετά από κανένα μήνα βγείς σακατεμένος και …λειψός από το Τζάννειο η θα ψάχνεις παλιές φωτογραφίες να δείς πως ήσουνα η θα πείς: -Μάλιστα , ξέρετε,εγώ… έχω καλό σκοπό κι’ εγώ την κόρη σας, την αδελφή σας ,την έχω… κορώνα στο κεφάλι μου κ.λ.π.
Κι’ αν παρ’ όλα αυτά είσαι τυχερός και «τη στρίψεις» και…γλιτώσεις ,κόψε δρόμο,τράβα στην Αγιά Τριάδα κι άναψε ένα κερί ίσα με το μπόι σου.Ύστερα …βάλε μπρός,περπάτα ίσια,πάρε των ομματιών σου και μην κοιτάξεις πίσω .Εξαφανίσου.
Εχεις ακούσει ποτέ τη φράση: «Αυτός το κρατάει Μανιάτικο;».
Γι’ αυτό σου λέω ,εδώ χρειάζονται εξηγήσεις, πάντα.Δεν εχει «παίξε-γέλασε».
Και μην ξεχάσεις: Ναι, ο Πειραιάς εχει καικορίτσια ντόμπρα, μαριόλικα*. Κι’ αν πάρεις καμμιά καψούρα κι’ εχεις… φρένα σπασμένα, προχώρα .Οτι και να συμβεί θα περάσεις καλά. Εκτός αν είσαι σελέμης*,στη λοβιτούρα*.
Οπότε η κυρία σου θα σε κάνει… σκούπα,θα σε διώξει και θα σου πεί: Η τα…φέρνεις και γελάμε μαζί η δεν τα… φέρνεις και…κλαίς μονάχος σου!
Τώρα , για τον Πειραιώτη,τον άνδρα ,τα λέει όλα με πέντε λέξεις ο Χαριτόπουλος: «Όλα μπορείς να τα δείς και να τα κάνεις στον Πειραιά, όλα εκτός από ένα ,να κάνεις τον ζόρικο»!.
Γι΄αυτό να είσαι απλός . Να κοιτάς μπροστά. Μην παριστάνεις το…. περισκόπιο σε υποβρύχιο!...Κι’ αν έχεις μέσα σου ζήτημα ,θέμα -πρόβλημα ,αν «καίγεσαι» ,στρίψε ,«τράβα» δυό τσίπουρα στου Τσαγγουρή η στου Αρτέμη και πάρε δρόμο ίσια για το
σπίτι. Να ησυχάσεις. Μην ταλαιπωρείσαι, μην παιδεύεσαι,μην…καβουρδίζεις το μυαλό σου.
Ο Πειραιάς έχει κι’ ανθρώπους που εκτιμούν και σέβονται,που λένε την καλημέρα …ολόκληρη κι’ όχι δαγκωτή. Που απ’ το ξημέρωμα ως το δείλι παλεύουν τη ζωή και κοιτούν το σπίτι και την οικογένειά τους,πασχίζοντας να …τα βγάλουν πέρα. Στον
Πειραιά αμα σε πάρουν χαμπάρι πως είσαι «αραχτός» , σε σιχαίνονται και σε βγάζουν στη…μπερλίνα*,θα σε «φτύσουν»κι’ άμα δεν ξέρεις να …κολυμπάς, πνίγηκες!Το ψωμί που τρώς πρέπει να …φτύσεις αίμα να το βγάλεις.Για να σε εκτιμήσουν,
να σε σεβαστούν. Εδώ η φτώχεια είναι… τιμή,αρκεί να « το παλεύεις» κι΄ο,τι σου φέρουν τα…μπράτσα και η …μοίρα σου.
Αλλιώτικα ,«θα γονατίσεις από την πείνα , «στεγνός*» σαν …ντολμαδόφυλο.Θα σε βλέπουνε οι…μύγες και θα φεύγουν να μην πάθουν …μόλυνση. Αντί για φαί ,θα καταπίνεις και θα…χωνεύεις το σάλιο σου».(Ετσι θά’λεγε ο μπάρμπα Νίκος ο Τσιφόρος).
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει και η άλλη πλευρά: Εχει εδώ και κάτι παλληκάρια δυό μέτρα που σου λένε καλημέρα πρόσχαρα, κοκκινίζουν και σκύβουν το κεφάλι από σεβασμό.
Αυτός είναι ο άλλος Πειραιάς ,ο περισσότερος,ο γνήσιος,ο …ησυχος,ο αυθεντικός ,ο γνωστικός,του φιλότιμου,της αλληλλεγγύης,του αλτρουισμού,της καλοπιστίας ,
της νοικοκυροσύνης,της εργατικότητας και της αξιοπρέπειας.
Οχι μονάχα της Τρούμπας,του Ξαβερίου, του Μανίνα και του Γιαχνί Σοκάκι*.
Και… «αυγά…ημέρας!!»
Ο Πειραιάς μοχθεί .Ομως και γλεντάει. Μια πόλη όλο παρέες. Αυτοσχέδιες μουσικές παρέες. Από την Φρεαττύδα, ως τον Αη-Νικόλα στο Κερατσίνι,απ’ την Αγιά –Σοφιά ,τα Μανιάτικα ,την Κοκκινιά ως την Αμφιάλη κι’ από εκεί στην Καλλίπολη, το Χαντζηκυριάκειο και το Πασαλιμάνι.
Κουτούκια,αυλές-ναι ακόμα αυλές –στη Δραπετσώνα γεμάτες ανθρώπους που μόλις βραδυάσει «περιφρονούν» την κούραση της ημέρας«ξορκίζουν» το …κακό ,«υμνούν» την ωραία Πειραιώτισσα,
«κοροιδεύουν» την καθημερινότητα και «καθαγιάζουν» το ποτό. Την πατρίδα του, τον Πειραιά τιμά με τον δικό του τρόπο ο Μιχάλης Γενίτσαρης, γράφοντας και μελοποιώντας στις 3-7-54 το τραγούδι «Γειά σου Περαία μου». (Καζαντζίδης–Κλειδωνάρης).
« Πολλά τραγούδια έγραψαν , Περαία μου γιά σένα,
γράφω κι’ εγώ στη σούρα μου , με τη σειρά μου ένα.
Γειά σου Περαία αθάνατε , της εργατιάς κολόνα,
Πασαλιμάνι,Κοκκινιά, Ταμπούρια,Δραπετσώνα.
Κούπες κρασί αμέτρητες στην Τρούμπα θα ρουφήξω
και στο Χαντχηκυριάκειο ,στουπί θα καταλήξω.
#
Γειά σου Περαία αθάνατε ,απόψε κάνω γιούργια,
στη Ζέα ,στα Λιπάσματα και στα γνωστά Ταμπούρια.
#
Γειά σου Περαία ,αθάνατε, χιλιοτραγουδισμένε,
κάνεις καρδιές να χαίρονται ,κάνεις καρδιές να κλαίνε.
Χαρές και πίκρες μας κερνάς ,ανάμιχτες-χαρμάνι,
το καλώς ήρθες κι’ έχε γειά που λένε στο λιμάνι».
Ανθρωποι απλοί που « τραβούν πολύ κουπί στη γαλέρατης ζωής τους»,κατά πως έλεγε και ο αλησμόνητος Θανάσης Βέγγος, Φαληριώτης, βέρρος Πειραιώτης ο ίδιος .
Μπολιασμένοι οι Πειραιώτες με την Σμυρνέικη και νησιώτικη εθιμικότητα ,ως τα σήμερα, το γλεντούν αδιάκοπα.
Φωνόγραφοι, κιθάρες ,ούτια ,μπουζούκια,τζουράδες ,μπαγλαμάδες ,υπηρέτες του Ορφέα ,του Απόλλωνα και του Διόνυσου ,σε ένα μυστήριο «χαβά»,ατελείωτο, μέχρι το χάραμα. Βέ
βαια πάντα με κρασοκατανύξεις. Τελευταία το …γύρισαν και στην ημερήσια δια
στην ημερησία διασκέδαση-όπως λέμε «αυγά… ημέρας»-απ’ τις 11 το πρωί , ως τις 7 το βράδυ,συνέχεια Μουσικό σεργιάνι απερίγραπτο,ατελείωτο!..Μπερεκέτια…
Εχεις , φίλε «πατήσει» ποτέ στου Αρτέμη ,στην κεντρική Αγορά του Πειραιά με τους πολίτικους φίνους μεζέδες και τα 20 είδη τσίπουρου και ούζου απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας; Μύρισες λακέρδα,σουντζούκι και γλυκάνισο; Έχεις γλεντήσει με τζουράδες στην Παλαμηδίου , στην Οσία Ξένη,στου Μέμου,στην Κοκκινιά; Εφαγες τη βροχή και το κρύο της…αρκούδας,περιμένοντας –στημένος με τις ώρες για το «πρόσωπο» εξω απ’ του Κεράνη η του Παπαστράτου;
Κατέβηκες μεσάνυχτα Καρπάθου η Σερφιώτου,στα βράχια της Πειραικής η του Αη Νικόλα στη Χαραυγή (εκεί να δείς…λιτανείες!),στην Καρβουνόσκαλα, στο «Σκαφάκι», στην
Αμφιάλη ,τα Ταμπούρια ; Περπάτησες ποτέ άνοιξη στην πλατεία Αλεξάνδρας, στο Πασαλιμάνι, στον όρμο του Φώ (Βοτσαλάκια) με το… ταίρι σου και δίπλα ν’ ακούς απ’ το ταβερνάκι τη «Φαληριώτισσα» του μπάρμπα Γιάννη του Παπαιωάννου
(«Σουρωμένος θα’ ρθω πάλι στην παλιά σου γειτονιά»…) η το«Χαντζηκυράκειο» του Μπαγαντέρα («Αποβραδίς ξεκίνησα μ’έναν καλό μου φίλο για το Χαντζηκυριάκειοκαι για τον Άγιο Νείλο , πού ‘χει ρετσίνα δροσερή και όμορφα κορίτσια , εχει και μια μελαχροινή με …νάζια και καπρίτσια…»);
Κάθεσαι στο Φάληρο για κρασί, σ’ αγκαλιάζει η …άχνα το ξημέρωμα και μέσα απ’ τη θαλασσινή ομίχλη ,δίπλα απ΄την…περιβόητη «Σπηλιά του Παρασκευά» , ξεπροβάλλει ο Μάρκος, ο Αρτέμης, ο Μπάτης ,ο Στράτος ο Παγιουμιτζής για παρέα.Και σκέφτεσαι, εμπνέεσαι, φχαριστιέσαι.«Στο Φάληρο που πλένεσαι ,περιστεράκι γένεσαι…».(Αθάνατε Μάρκο)!
Τι άλλο θέλεις δηλαδή να τα πείς και να τα γράψεις; Τι άλλο να σου προσφέρει ενας τόπος, μια πόλη; Το Porto Leone, αυτή η… βασανισμένη,η ευλογημένη , η τίμια πόλη , σε
σφιχταγκαλιάζει τόσο , που απ’ την πολλή αγάπη κινδυνεύεις να σε…πνίξει; Όμως εδώ είναι η …«μαγκιά». Είσαι «ψύχραιμος»;Είσαι στον κώδικα,στο μέτρο;Τα τηρείς; Κέρδισες !.
(Σημ: Το γλωσσάρι-οι λέξεις είναι αυτούσιες όπως τις λένε οι παλιότεροι και οι λιμανίσιοι στον Πειραιά:).
Λάντζα: Το μικρό πλεούμενο που μεταφέρει ανθρώπους και
εμπορεύματα στα μεγάλα καράβια που λόγω όγκου αδυνα
τούν να «πλευρίσουν» στον ντόκο -να δέσουν στο λιμάνι και
παραμένουν μακρυά απ’αυτό,συνήθως πρίν την είσοδο του.
Καπιστρωμένος=Καπίστρι(το χαλινάρι στα ζώα) μεταφορικά
η γραβάτα.
Μελογλειφάτος= Ο φετιχιστής,ο ηδονοβλεψίας ,ο εφαψίας, ο κολλητιρντζής).
Γαβριάδες= Αδέσποτοι πιτσιρικάδες ,αλητάκια(Από τη γαλλική λέξη cavroche=ο πιτσι
ρικάς στους Αθλιους του Β.Ουγκώ).
Τσέτουλες=Τρακαδόροι,κατ’… επαγγέλμα οφειλέτες.
Τσουτσέκια= Παλιάνθρωποι,απαξιωμένοι που δεν χαίρουν καμιάς εκτίμησης(από την τουρκική λέξη cucec).
Μουζουρού=μελαχροινή.
Λεμέδες =γλοιώδεις τυχάρπαστοι.
Μπαρμπουτζήδες=ζαροπαίχτες
Ρέφα=Χρηματικό ποσόν από αθέμιτη συναλλαγή (χαρτοπαιξία,λαθρεμπόριο ,παρανομίες κ.λ.π.).
Πιτσικόμης=Τυχοδιώκτης,αεριντζής, ύπουλος.
Μπακατάσης=Ο φίλος,ο φερέγγυος,ο έμπιστος.
Κυρίζι=Ο εξυπνάκιας,το κορόιδο(από τοτούρκικο gheriz).
Μουσαντένιος=Ψεύτικος, κακή απομίμηση .
Φιρμάτος = Ο ντυμένος με ρούχα… σινιέ στην πένα.
Κεπέγκια=Ρολλά εισόδου μαγαζιών συνήθως από κυμματοειδή λαμαρίνα.
Ταρναριστός =Κουνάμενος,συνάμενος φιγουραντζής.
Μπακιοκλής=Αυτός που εχει το «μπαγιόκο» το χρήμα,ο κονομημένος.
Ποδηλατάς η Ποδήλατο= Το «βαποράκι» ,ο μικροδιακινητής
χασισιού.
Πετεφρής =Ο ξερόλας που συνεχώς ελίσσεται,ο …σαλτιμπάγκος.
Δικολάβος= Ο ασπούδαχτος «Δικηγόρος»ο διαμεσολαβητής .
Τρώω την τουλούπα=Είμαι πολύ απελπισμένος που έφαγα «χυλόπιττα».
Ντερέκι= Ο σωματώδης ,ο πολύχειροδύναμος ψηλός άνδρας(από το τούρκικο direk= Δοκός ,στύλος).
Μαριόλικα=Τσαχπίνικα, παιχνιδιάρικα, ναζιάρικα, καπριτσιόζικα.
Σελέμης =Αυτός που δεν δούλεψε ποτέ και τα περιμένει απ’τον ουρανό,ετοιμα.
Γαλίφης= Κόλακας,παραμυθαντζής
πονηρός ψιλορουφιάνος (Από το ιταλικό gaglioffo).
Σφυρίχτρα=Ειδοποίηση από τσιλιαδόρο για προφύλαξη από την Αστυνομία.
Καρακόλι=Ο αστυνομικός,ο «μπάτσος»της… παρακολούθησης.
Λοβιτούρα=Απάτη ,απατεωνιά ,με στόχο την άνομη κερδοσκοπία .(Ρουμάνικη έκφραση που σημαίνει κτύπημα ,κόλπο, μπάλα).
Τσατάλια=Λέξη σαρακατσαναίικη που κατά κυριολεξία σημαίνει τσιγκέλια. Παραβολικά χρησιμοποιείται και αλλού(έγιναν τα νεύρα μου τσατάλια=εκνευρίστηκα , τσαντίστηκα).
Κερχανάς=Το μπορντέλο.
Αμπανιά*=Η σπιουνιά, η ρουφιανιά.
Σερμαγιόκομπος= Ο ψιλοτσιγγούνης ,που έχει κάνει οικονομικό κουμάντο ,αποταμίευση ,που έχει χρήματα στην άκρη…«καβάντζα» ,όπως λένε και στην πιάτσα.
Τσιρίμπασης= ο άτυπος «αρχηγός» ομάδας παρανόμων.
Στεγνός=ο άφραγκος.
Βγαίνω στην μπερλίνα=είμαι δακτυλοδεικτούμενος.
Πυρώνω την καρέκλα=είμαι τεμπελχανάς.
Αηδόνι=διαρηκτικό εργαλείο ,αλλά καιτρόπος διάρρηξης.
Σαράφης=ο ενεχυροδανειστής,ο αργυραμοιβός.
Πουλασικλής: Αυτός που εκνευρισμένος ψάχνεται για καυγά.
Γιαχνί Σοκάκι:Η ευρύτερη περιοχή της Τρούμπας, προς τον Αγιο Νικόλαο.
Ονομάστηκε έτσι από τις μυρωδιές των « τσιγαριστών» και μαγειρεμένων φαγητών που παρασκεύαζαν πολλά εκεί μικρά μαγαζιά.
Στάνη:Περίφημο γαλακτοζαχαροπλαστείο στην πλατεία Δημοτικού Θεάτρου
που υπάρχει και λειτουργεί ως τα σήμερα.
Κασσαδόρος=διαρρήκτης.
Τέρτσος=χαμένος.
Ψαλιδόκωλος: Λέγεται στην πιάτσα αυτός που φοράει ακριβά ιδιότροπα ρούχα και συνήθως «φράκο» που ,σαν ρούχο,στην πίσω πλευρά καταλήγει σε δύο μύτες σαν ψαλίδι.
Βλάμης:Σταυραδερφός,γενναίος ,ο μπεσαλής,αλλά και ο καλός, ο …ξηγημένος εραστής.
Του Μπάμπη Κ.Μώκου
↧
«PORTO …LEONE!» «Η… ΡΕΜΠΕΤΙΑ!..»«Η ΤΡΟΥΜΠΑ και οι…ΓΚΟΜΙΝΕΣ!...»
![]() |
Ιερόδουλες της Τρούμπας - Φωτο mixanitouxronou.gr |
Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος
Γκόμενα: Η γυναίκα που κάποιος έχει ερωτικές σχέσεις.
Κατά τον Μπαμπινιώτη,η λέξη προέρχεται από το βενέτικο gommenoή το καθαρό ιταλικό gomena, που σημαίνει χοντρό καραβίσιο σχοινί-παλαμάρι. Άλλοι ορίζουν την προέλευση κατά παραφθορά του εγγλέζικου woman η του γαλλικού gommex. Στη χώρα μας η λέξη σημαίνει παραβολικά την ηδυπαθή, λάγνα, εκλυστική, γοητευτική, τη σαγηνευτική, την αισθαντική γυναίκα.
Στη γλώσσα των ρεμπετών, της «νύχτας», των ναυτικών και της πιάτσας ,την αλανιάρα ,τη διεφθαρμένη, την ανήθικη. Επίσης το σχοινί της άγκυρας η το χοντρό στριμμένο καβοκαραβόσχοινο. Κατά πολλούς, η επικρατέστερη ετυμολογική προέλευση είναι από το «GoWithMen»
και σημαίνει την άσωτη,την ασύδοτη ,τη ρέμπελη γυναίκα που πάει με πολλούς ανδρες ,όπως όρισε ,αποδέχτηκε και καθιέρωσε τον όρο η …πιάτσα ,το «μάγκικο»,ασίκικο συνάφι και αργότερα οι ναυτικοί.
Γύρω στα 1930 ,στον Πειραιά, το συνάφι (οι ρεμπέτες),ονόμαζε τις πολύ ωραίες γυναίκες «χαραμαδάτες). (Ο όρος είναι σε όλους μας κατανοητός ,αλλά δεν μπορεί εδώ να εξηγηθεί για λόγους ευνόητους.Είναι πάντως συνώνυμος με τη λέξη μ…ν@ρες όπως θα λέγαμε σήμερα).
Σήμερα ολόκληρη η κοινωνία όταν μιλάει για γκόμενα, εννοεί την ωραία γυναίκα και κυρίως τη φιλενάδα κάποιου.
Ο όρος γκόμενα πρωτοχρησιμοποιείται στα μεγαλα αστικά λιμάνια μετά το 1910 ,οπότε και παρασημαντικά υιοθετείται από την αργκό της πιάτσας .
Μέχι τότε,στη γλώσσα της συνήθους ,απλής κοινωνίας , όταν κάποιος θέλει να καταδείξει, να κατονομάσει μια λάγνα γυναίκα,μια δροσιστική αλλά ταυτόχρονα …φλογερή η και …μυρωδάτη γυναίκα, χρησιμοποιεί όρους ,όπως «Ροσολάτη»(αυτή που είχε γλύκα σαν το ροσόλι ,το αρωματισμένο με τριανταφυλλόνερο λικέρ, η «κομμιφερμένη»,δηλαδή αυτή που ηταν αρωματισμένη με άρωμα από κόμμι!).
Πρώτοι που αναφέρουν απαξιωτικά τη λέξη γκόμενα είναι τα κουτσαβάκια στην μετά Οθωνική εποχή. Στη συνέχεια όσοι συχνάζουν στα Καφέ Αμάν ,Καφέ Σαντούρ ,Καφέ Σαντάν,στα μικρά λαικά καφενεία και οι διακινούμενοι στην αγορά του Πειραιά από το 1895 και εντεύθεν ,στη Δραπετσώνaκαι στην Πλατεία Ηρώων στου Ψυρρή.
Αργότερα οι Σμυρνιοί οργανοπαίχτες, που ηρθαν στην Ελλάδα πρίν από το 1922.Επίσης οι παλιοί Πειραιώτες μάγκες,αλλά και πολλοί ρεμπέτες .Συχνά η έκφραση απαντάται σε τραγούδια με σαντουροβιόλια της Ρίτας Αμπαντζή,της Ρόζας ,της Τουρκαλίτσας,αλλά και σε πολλές περιπτώσεις σε γραμμοφωνήσεις της Αμερικής.
Ο Μάρκος σε τραγούδι του λέει: «Βαρέθηκα τις γκόμενες κοντεύω να τα χάσω.
Γι’αυτό και τ’ αποφάσισα πιά να φορέσω ράσο…».(Τραγ. «Ο Καλόγερος»).
Οι Αντ.Νταλγκάς,και Αραπάκης στα 1931 παίζουν το τραγούδι του Μιχάλη Σκουλούδη: «Αντε ρε μόρτη Πειραιώτη …μ’ αυτή την τόση λεβεντιά σου,ποτέ δεν λείπει η γκόμενα από κοντά σου…χορός,μεθύσι γκόμενα και ζάρι». (Τραγ: «Αντε ρε μόρτη Πειραιώτη»).
Ο Ανέστος Δελιάς στα 1933 λέει: «Τον ξέρετε μωρέ παιδιά τον Νίκο τον Τρελλάκια ….Οι γκόμινες !! τον ξέρουνε κι’ όλοι οι νταβαντζήδες…».(Τραγούδι:«Ο Νίκος ο Τρελλάκιας».
Η Ρόζα στα 1934 περιγράφει τον… ιδανικό άντρα της πιάτσας: «..Νά’ναι ξεφτέρι στο χορό και να΄χει γκόμενες σωρό…».Τραγ. «Κορόιδο πάψε ναγυρνάς».
Κυρίως στη Σύρα ,τ’ Άνάπλι ,τη Θεσσαλονίκη ,τον Βόλο , ο όρος γκόμενα στα λαικά καφενεία και τα ταβερνεία ταυτίζεται γενικώτερα με την έννοια της λέξης προκλητική γυναίκα ,στην καθομιλούμενη,σε κάθε καθημερινή έκφραση.Πάντως και ,ιδιαίτερα στα μεγάλα ελληνικά αστικά λιμάνια ,όταν κάποιος μιλά για γκόμενα ,υποννοεί την …αμαρτωλή,την έκλυτη..Στον Πειραιά η λέξη πολυχρησιμοποιείται αρχικά σαν αναφορά στις γυναίκες των «σπιτιών» από πολύ παλιότερα.
Για περισσότερα απο 50 χρόνια απόλυτη είναι στο μεγάλο λιμάνι η σύνδεση της λέξης με την αργκό του περιθώριου,ενώ αργότερα περνά σιγά-σιγά σαν χρηστικότατη εκφραση στον πολύ κόσμο.Ολα αυτά βέβαια έχουν την αιτιολογία τους.
Η ιστορία αρχίζει από παλιότερα,από τον προηγούμενο αιώνα:Γύρω στα 1864, μαζί με τις προσπάθειες στοιχειώδους πλέον ανασύνταξης της Πειραιώτικης κοινωνίας ,προκύπτουν στην πόλη τάσεις πρωτόγνωρης ηθικής χαλάρωσης.
Toγεγονός προκαλεί τις έντονες διαμαρτυρίες των κατοίκων,για την διάσπαρτη ,αδέσποτη,ασύδοτη πορνεία ,καθώς και την αντιμετώπιση φαινόμενων συνεχούς παραβατικότητας που τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη.
Το ζήτημα φθάνει στο Δημοτικό Συμβούλιο,που για την αντιμετώπιση του προβλήματος, μέσα από αντεγκλήσεις ακόμα και προπηλακισμούς και ύστερα από μια ταραχώδη διήμερη!! συνεδρίαση , βγαίνει τελικά μια απόφαση –σταθμός του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά -με την οποία «μαζεύεται» και δημιουργείται-εγκαθίσταται το «πορνογκέτο» στα Βούρλα, λίγο παραπάνω από τον Αγιο Διονύση και την Κρεμμυδαρού(Δραπετσώνα).
Αναπόφευκτα,οπως είναι φυσικό ,σαν μαγνήτης , το μέρος γεμίζει… παρατρεχάμενους . Από προαγωγούς μέχρι κάθε είδους προστάτες και κάθε καρυδιάς καρύδι.Οι Αρχές διαπιστώνουν πως η κατάσταση έχει πλέον ξεφύγει,αλλά αδυνατούν να την συμμαζέψουν η και τους «εξυπηρετεί»-«βολεύονται »,αφού οι κάθε λογής παράνομοι στην πλειονότητά τους είναι …
ασύντακτοι,χαμίνια,όντας στην πλειονότητά τους ,πληροφοριοδότες-καρφιά της Χωροφυλακής η τραμπούκοι ,προστατεύμενοι από τους πολιτικάντες της εποχής.
Αυτή η κατάσταση διαρκεί , εξελίσεται μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.Περνούν τα χρόνια και γύρω στα 1924 διογκώνεται .Οπότε τον ιδιο καιρό ,στη Δραπετσώνα (Κρεμμυδαρού,Καστράκι, «βρωμολίμνη»), δημιουργείται η περίφημη «ΚΟΡΙΤΣΙΕΡΑ των ΒΟΥΡΛΩΝ», το μεγαλύτερο πορνείο των βαλκανίων με περισσότερες από 300 γυναίκες.
Στο μεταξύ ,ήδη από καιρό (αρχές του αιώνα)στα 1900 περίπου ,εχει δημιουργηθεί πίσω από το παλιό Τελωνείο και επί της οδού Μιαούλη ,προς τον Αη Νικόλα η περίφημη Χιώτικη συνοικία
της …μαστοράντζας και των «ευφυιών» εμπόρων ,που με το χρόνο πλέον , σαν περιοχή, αποτελεί την πιο πολυσύχναστη λαική εμπορική πιάτσα του Πειραιά.
Πάραυτα στην περιοχή αρχίζουν να φυτρώνουν μαγέρικα, μπάρ,καφενεία κ.α μαγαζιά, μαζί και παράνομα στέκια του υποκόσμου. Ενα ανεξέλεγκτο πάρε-δώσε, εν πολλοίς, κάθε είδους παράνομης συναλλαγής.Είναι η απαρχή για κοινωνικό εκφυλιστικό «αχταρμά»,για καταφύγιο όσων «περίεργων»,ύποπτων στοιχείων και άλλων «απόκληρων» συχνάζουν εδώ.
Στο μεταξύ,γύρω στα 1937 ,τα Βούρλα αρχίζουν να παρακμάζουν και στην κατοχή μετατρέπονται σε φυλακή για πολιτικούς κρατούμενους (Απόδραση των Βούρλων κ.λ.π.). Με τη δικτατορία Μεταξά ,τα πράγματα έχουν «σφίξει»άσχημα κι’ αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα «κορίτσια», οι προστάτες,καθώς και το γύρω «περίεργο συνάφι» να βρεθούν μετέωροι,
αναζητώντας άμεσα…στέγη-χώρο «δράσης».Ο Μεταξάς ,έμπλεος ιδιόμορφης εξουσιαστικής αλλαζονείας και πόρω απέχοντας από κατά ικανότητα συναίσθηση χαρακτηριολογικής εκτίμησης της κοινωνίας και συνεπώς εμπνεόμενος από το απόλυτο επιβολής με στυγνό τρόπο της«τάξης και ασφάλειας» ,κινείται άμεσα και αλεπάλληλα σε έκδοση σχετικών διατάξεων .
Αυτό και… μεταφέρει –σπρώχνει την παρανομία και το…περιθώριο σε τόπο
…γνωστό από καιρό και οριοθετεί απόλυτα τον χώρο δράσης κάθε είδους αντικοινωνικών στοιχείων, αποτελώντας και το έναυσμα για την ακμή της Τρούμπας.
ΣΗΜ: χαρακτηριολογική επισήμανση –Βενιζέλος σε Κοσιώνη.Δελτίο Ειδήσεων ΣΚΑΙ 30/3/15. Με αφορμή την συμπεριφορά της Κωνσταντοπούλου στη Βουλή.
Παρά το δικτατορικό …κεφαλοκλείδωμα και «συναφή»μέτρα ,ενας κόσμος υπόγειος, παραβατικός ,μυστήριος ,ηδονικός , βρίσκει την ευκαιρία και μετακομίζει εδώ.Οπου οι ναυτικοί και οι θαμώνες, στα μπάρ, που πολλαπλασιάζονται σαν …μυρμηγκιά , διασκεδάζουν παρέα με γυναικεία συντροφιά στο τραπέζι και στο… κρεββάτι.Οι «αγαπητικοί»… εναλλάσσονται
και οι σωματέμποροι με δόλο περιδιαβαίνουν τις φτωχοσυνοκίες του Πειραιά ,οπου με υποσχέσεις και δέλεαρ μια καλλίτερη ζωή ,τελικα ρίχνουν τα φτωχοκόριτσα (προσφυγοπούλες και ντόπιες νησιωτοπούλες)-τις γυναίκες ,στην νύχτα ,την αμαρτία και,τελικά, στην πορνεία.
Από παλιά ,ηθογράφοι -λογοτέχνες έχουν ασχοληθεί με το φαινόμενο του «ψαρέμματος» γυναικών από τους… επιτήδειους του Λιμανιού . Ανάμεσά τους και ο «πατέρας του χρονογραφήματος» Ιωάννης Κονδυλάκης, που στα 1895 , στους «Αθλιους των Αθηνών» ,δίνει μια ανάγλυφη εικόνα του κλίματος σχετικά με την «στρατολόγηση» φτωχών κοριτσιών με σκο
πό την εξώθησή τους στον κατήφορο, στην πορνεία.
Εδώ ο Κονδυλάκης αναφέρεται παραστατικά σε συνηθέστατο φαινόμενο ,όπου οι διάφοροι προαγωγοί προσπαθούν να …ξεγελάσουν ,να παρασύρουν πολλά κορίτσια από τη νησιώτικη Ελλάδα ,που με το όνειρο μιάς καλλίτερης ζωής «καταπλέουν» στο λιμάνι για να γίνουν ,κυρίως υπηρέτριες σε σπίτια ευκατάστατων του Πειραιά και της Αθήνας.
«Η Μαριώρα εσιώπα βυθισμένη εις λυπηρούς διαλογισμούς.Ο φόβος του αγνώστου εις ο την έφεραν οι λευκαί του πλοίου πτέρυγες…συνέκαμπτε και ανέπτυσε την ασθενή και άπειρον ύπαρξίν της όταν μεταμεσημβρίαν απεβιβάσθη εις τον Πειραιά σχεδόν εύθυμος….»Εις την παραλίαν ίσταντο υπόπτου εξωτερικού ,οι οποίοι την παρετήρουν ως εμπόρευμα,μία δε γυνή με πρόσωπον εξέρυθρον ,οινόφλυγος,αρκετά ευτραφής ,με μειδίαμα ξεπλυμένον ,εις το οποίον προσεπάθει να δώσει έκφρασιν μητρικής προστασίας,εκινήθη επανειλημμένως ως δια να πλησιά
ση και της ομιλήση,αλλά όταν είδεν ότι συνοδεύετο υπό του Μαστροκωνσταντή , παρητήθη του σκοπού της και το μειδίαμά της διεδέχθη μορφασμός απογοητεύσεως.Αυτή ηταν η κυρία Γιαννού,γυναίκα διελθούσα όλα τα στάδια της ακολασίας ,τώρα δε διευκολύνουσα τας ακολασίας των άλλων,ιδίως απονήρων υπηρετριών , με την σαγήνην της… τοποθετήσεως…».
Οι ιστορίες των γυναικών της Τρούμπας είναι συνήθως ιστορίες κατάπίεσης,μοναξιάς η απελπισμένου έρωτα . Οι νταβαντζήδες –«μυστήριοι πρόθυμοι πάτρονες»,παραπλανούν,παρασύρουν και τελικά προτρέπουν και… καθοδηγούν τις κοπέλες να βγούν στο… κουρμπέτι,με την υπόσχεση ότι μόλις βγάλουν ,εξοικονομήσουν λίγα χρήματα θα τις παντρευτούν θα τις …αποκαταστήσουν και βέβαια θα τις αποσύρουν απ’ την πορνεία.
Από τις πιο γνωστές ιστορίες της Τρούμπας είναι η περίπτωση της Στέλλας,μιάς κοπέλας από τη Λαμία που εκμεταλλεύεται κάποιος Αντώνης και την κάνει πόρνη ,ώσπου μια μέρα η Στέλλα τον πυροβολεί στο πόδι,γιατί δεν εκπληρώνει την υπόσχεσή του για γάμο.Μιά άλλη περίπτωση είναι
η Δέσποινα ,πρώην ιερόδουλη και ερωμένη του νταβαντζή και ιδιοκτήτη του PuertoRicoBar ,ο οποίος αν και την έβγαλε από την πορνεία ,την απατά συστηματικά και απροκάλυπτα κι’ εκείνη τυφλωμένη από ζήλια τον περιλούζει με βιτριόλι.
Μετα την έλευση της ΟΥΝΡΑ στην Ελλάδα ,γύρω στα 1950 ,αρχίζουν στον Πειραιά να καταπλέουν πλοία του λεγόμενου 6ουΑμερικάνικου Στόλου. Όταν οι αμερικάνοι ναύτες βγαίνουν στη στεριά, η Τρούμπα εχει… ανάσταση, πανηγύρι. Παραπάνω από 500 γυναίκες, κοινές και όχι,κατεβαίνουν για «δουλειά» στα μπορντέλα της Νοταρά και στα καμπαρέ της οδού Φίλωνος. Σε συνθήκες …ανείπωτης ,μιζέριας,αβεβαιότητας ,κοινωνικού …ζόφου,αυτός ο γυναικείος συρφετός δεν είναι απαραίτητα πόρνες .Είναι και υπηρέτριες και με άλλη απασχόληση, καθώς και φτωχοκόριτσα από την επαρχία(«δουλικά» τα έλεγαν) ,ακόμα και συνηθισμένες απλές ντόπιες ζωηρές φτωχονοικοκυρές ,που για μία η δύο εβδομάδες όταν ο στόλος ναυλοχεί ανοιχτά στον Πειραιά κάνουν χρυσές δουλειές. (Σημ: Για να πιστοποιηθεί ,επιβεβαιωθεί η λαική ρήση
οτι « Η ανέχεια και φτώχεια οδηγούν στην …πουτανιά!»...).
Η μόνη φράση εγγλέζικη που έχουν μάθει αυτές οι γυναίκες είναι το «Goo…Men».Και μ’ αυτή πλησιάζουν με κράχτες των μαγαζιών τα… Αμερικανάκια ,πλασσάροντας ελευθέριο έρωτα . Γκόου -Μέν,Γκόου -Μέν ,βαφτίζονται κι’ αυτά τα κορίτσια γκόμενες .
Για τους απλούς θαμώνες και «πελάτες» της Τρούμπας η βίζιτα γύρω στα 1949-1950 είναι 55 δραχμές .Για τους αμερικάνους ναύτες διπλάσια. Πιστεύουν οι κράχτες και οι προαγωγοί πως με τον διπλασιασμό της βίζιτας τους …πιάνουν κορόιδα.Ετσι επικράτησε αργότερα και ο όρος «Αμερικανάκι» σαν ταυτόσημος με τον αφελή, το …κορόιδο.(Σημ:Βέβαια τους Αμερικάνους λίγο τους ενδιέφερε να ξοδεύουν δολλάρια γιατί η ισοτιμία δραχμής δολλάριου ηταν καταφανώς υπέρ τους.Αλλωστε το…αντίτιμο για τις «υπηρεσίες» των γυναικών δεν ήταν μόνο το χρήμα.Ηταν και πολλά δώρα-μικροαντικείμενα η καλλυντικά που για την εποχή στην Ελλάδα ήταν ανύπαρκτα,σπάνια,πανάκριβα η δυσεύρετα). Χαρακτηριστικά τα τσιγάρα Marlboroη Winston, των οποίων το λαθρεμπόριο είναι στην ημερησία, δίνει και…παίρνει.Ασε, που οι σαραφηδες και οι μαυραγορίτες με αμερικάνικα μικροαντικείμενα κάνουν χρυσές δουλειές!...
Καθοριστικά κομβικό χρονικό σημείο για την τύχη της συνοικίας είναι το 1954 ,όταν ο Καραμανλής επί υπουργίας Λίνας Τσαλδάρη , με νόμο, ρυθμίζει τα της πορνείας και έτσι «μαζεύει» τα μπορντέλα από όλον τον Πειραιά και τα περισσότερα νόμιμα πλέον«στήνονται» , μετακομίζουν και εγκαθίστανται ανάμεσα στις οδούς Νοταρά-Φίλωνος-2ας Μεραρχίας
Σκουζέ ,από τον Αγιο Σπυρίδωνα(το Τιτάνειο πάρκο),μέχρι και τον Αγιο Νικόλαο,σε χώρο ανάμεσα από την Ακτή Μιαούλη και τις οδούς Φιλελλήνων,Κολοκοτρώνη,Σωτήρος Διός,με επίκεντρο τη Φίλωνος και τη Νοταρά.(Βέβαια σαν βασική αιτία η «υποδομή» προυπάρχει αφού το συγκεκριμένο σημείο είναι χωρικά το πλησιέστερο στους πλέον προσβάσιμους ντόκους του λιμανιού ,όπου οργιάζει από χρόνια το λαθρεμπόριο,κάθε είδους ύποπτη συναλλαγή,το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών και «ανθούν»απροσδιόριστης ποιότητας και …ταυτότητας μικρομάγαζα ,μπάρ,τεκέδες και λοιπά άντρα παρανομίας).
Σημ: Ελεγαν τότε οι παλιοί: «Φυσάς ρε μάγκα τον παρά ,για πέρνα απ΄τη Νοταρά!...Κι’ αν δεν μπορείς να’ρθείς εκεί ,τότε… σαρμάκο …τουμπεκί!..»
Εδώ πρέπει να ειπωθεί μια παρατημένη αλήθεια:Η Τρούμπα σαν διάσταση στη νεότερη της μορφή δεν προέκυψε ξαφνικά από παρθενογέννεση .Από τοκο κοινωνικών διεργασιών ήταν, για εποχή που η αστική ανάπτυξη ακροβατούσε ανάμεσα στον οικιστικό εξωραισμό και τον κοινωνικό καθωσπρεπισμό. Γι΄αυτό και η συγκεκριμένη συνοικία προσέλκυσε και «ενσωμάτωσε» πανεύκολα ανθρώπους από νησίδες λαικές,απόκληρους, βιωματικών χώρων μνήμης με κώδικα ζήν περίεργο-αλλοπρόσαλλο,καθώς και από αδρανή η ύποπτα κοινωνικά στρώματα.Αλλωστε η αστική κοινωνία είχε ,κατά την γνωστή πάγια τακτική της,από καιρό τραβήξει τα γνωστή κόκκινη διαχωριστική κοινωνική γραμμή στο πληθυσμιακό στοιχείο της
πόλης,ώστε να προτάσσει για τους λαικούς ανθρώπους,την περιφρόνηση, την προσβολή, την απαξίωση και εν τέλει τον παραμερισμό τους από τα κατά την άποψή της υγιή κοινωνικώς δρώμενα ,πράγμα που καταβύθιζε τους λαικούς ανθρώπους ακόμη περισσότερο στην απελπισία,τη μιζέρια, τη φτώχεια,την ανημποριά και την αβεβαιότητα.
Ετσι ουσιαστικά η νέα «θεμελίωση» ,σαν αρχή γίνεται παλιότερα από το 1932 και ενισχύεται σαν πλήρης εγκατάσταση όταν και η πολιτεία ,κυνηγά ανελέητα, αδιάκοπα , αδυσώπητα τις «παρδαλές (1936-1940-Δικτατορία Μεταξά) και αυτό το «συνάφι» βρίσκει προσωρινή-πρόχειρη βασική λύση (που έμελλε να γίνει μόνιμη), την εγκατάστασή του στο πιο κοντινό ,προσφορο μέρος του μεγάλου λιμανιού.
Αναφορές παλιών όπως ο Μάρκος,ο Μπαγιαντέρας ,ο Μητσάκης,ο Μπίνης,ο Παπαιωάννου ,ο Νίκος Πουνέντης,ακόμα και ο Γιώργος Ζαμπέτας εχουν να διηγούνται πως δούλεψαν κατά καιρούς στην Τρούμπα. Αλλωστε υπάρχουν πάμπολλες διηγήσεις ρεμπετοπαιχτών που μιλώντας για στέκια της μαγκιάς στον Πειραιά ,αναφέρουν το «τετράγωνο»Πειραική,Κρεμμυδα
ρού (Δραπετσώνα),Πλ.Καραισκάκη,
Διηγήσεις του Ν.Μάθεση μιλούν για βολτάρισμα της περιβόητης «Τετράδας του Πειραιά» από την Τρούμπα μέχρι και τη «Σπηλιά του Δράκου» περίφημο μο στέκι-άντρο των χασικλήδων ,παλιό μπαρουτάδικο σε παραθαλάσσια περιοχή,στον Κερατόπυργο στο Κερατσίνι.
(Σχετ.Τραγούδι : « Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα και στη Σπηλιά του Δράκου βγήκα. Βρίσκω τρείς μαστουρωμένοι και στην άμμο ξαπλωμένοι».
(Σχετ.Τραγούδι του Γιώργου Μπάτη με ιδιόμορφη ιστορία κατά την γραμμοφώνησή του…): Πολλοί νομίζουν ότι το τραγούδι ερμηνεύει ο Γιώργος Μπάτης , αλλά αυτό είναι λάθος.Το τραγούδι ερμηνεύει κατά μίμηση της φωνής του Μπάτη ο Στράτος Παγιουμντζής με φωνή πρίμα-ψιλή,αφού κατά την γραμμοφώνηση ο Μπάτης δεν είναι σε θέση λόγω «καπνίσματος» να
σταθεί στα πόδια του και έτσι από ανάγκη αντικαθίσταται από τον Στράτο.
Πάμπολλες είναι οι περιπτώσεις όπου τα «δρώμενα» στην Τρούμπα σχεδόν ταυτίζονται με το τρίπτυχο μαγκιά ,ρεμπέτικο ,παρανομία, κάτι που είναι εμφανές και ιδιαίτερα αποτυπωτικό σαν θεματογραφία σε προπολεμικά κυρίως ρεμπέτικα,όπου ο όρος γκόμενα λογίζεται ως πολυχρηστικός.
Σημ: Παραμένει πάντως ως τα σήμερα κοινωνιολογικά αναπάντητο το φαινόμενο: Ο Πειραιάς ενσωμάτωσε την Τρούμπα,η η Τρούμπα ενσωμάτωσε τον Πειραιά; Οι απόψεις πολλές και διάφορες.
Νίκος Μάθεσης και Ναπολέων Λαπαθιώτης είναι από τους αυθεντικώτερους αυτήκοους του τι συνέβαινε στην περιοχή. Ειδικά ο δεύτερος παρασυρμένος από τα πάθη και τις αδυναμίες του , επιδιδόμενος στις απολαύσεις του σώματος , «κυνηγός τεχνητών παραδείσων»,θυμίζοντας τον Καβάφη,έχει την Τρούμπα σαν δεύτερο σπίτι του και τις …γκόμενες …οικο
γένειά του!.(ΣΗΜ:Κατά ρήση του ίδιου).
Καί αφού ολόκληρη σχεδόν την ημέρα συνευρίσκεται με υπόκοσμο ,εκτός των άλλων,τον περιγράφει παραστατικά και στο περίφημο έργο του «Το τάμα της Ανθούλας».
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης είναι …περίπτωση: Ωραιοπαθής ,αινιγματικός ,μεγαλοαστός, κομμουνιστής,
«Οσάκις οι «ντερβίσηδες» καλά «μαστουρωμένοι» την «τσίκα « τους φουμέρνοντας στο « μ ά π αν» έχουν κάτσει συνήθως ένας απ’ αυτούς , «χαρμάνι» πάντα μένει απ’ όξω και παραφυλά μην τους «μπλοκάρουν μπάτσοι».
Και «βολταρίζει» σα σκοπός εκεί σιμά στις γρίλλιες: Αυτό στην γλώσσαν της Argotκαλείτα κοινώς «τσίλλιες». «Απαξ αυτήν ,δια παντός την ερμηνείαν δίδων ,
κλείων και την παρένθεσιν περί των «χασικλήδων»!.
Κατά την κατοχή ,αλλα και στον εμφύλιο η Τρούμπα όχι μόνον δεν παύει να λειτουργεί εστω και υποτονικά , αλλά …θεριεύει ,με την διαφορά πως πολλοί από τους παρατρεχάμενους κ.λ.π. «θαμώνες, μαζί με παράνομους ιδιοκτήτες μαγαζιών λειτουργούν σαν συνεργάτες των Γερμανών η των τοπικών διωκτικών αρχών(καταδότες κ.α.),από τους οποίους καταφανώς ασύστολα ανοικτά και προκλητικά προστατεύονται.(«Δοτήδες» τους έλεγαν).
Ωστόσο,πάρα πολλά είναι τα παραδείγματα όπου ,κυρίως οι γυναίκες των «σπιτιών»,
οι…γκόμενες,βοηθούν χαρακτηριστικά τηναντίσταση,αποσπώντας μυστικά και πληροφορίες από θαμώνες ,που τα μεταφέρουν στους αντιστασιακούς αγωνιστές,πολλούς απ’ τους οποίους καλύπτουν ακόμα και κρύβοντάς τους.
Μεταπολεμικά βέβαια ,μετα την απελευθέρωση ,χρόνο με το χρόνο, εξελικτικά, ο υπόκοσμος ανασυντάσσεται και με ολοφάνερη πλέον την υποστήριξη από πολιτικές πλάτες (κομματαρχισμός κ.α.) ,προκύπτει στην τελική της μορφή η απαράβατα οριοθετημένη ύποπτη περιοχή του ζόφου ,της παρανομίας , και της πορνείας,η μυθική-περιβόητη Τρούμπα της έκλυσης και των «κόκκινων φαναριών». Μιάς κοινωνίας ανθρώπων , με ημερομηνία…λήξης για τους περισσότερους. Κάτι που είναι εμφανέστατο ,όταν με τοπρώτο φώς της ημέρας ,ενώ εσύ πάς για τη δουλειά σου , τους βλέπεις να βγαίνουν απ’ τα καταγώγια και τα μπορντέλα,«σηκωτοί»,«χύμα» ερείπια,χαμένοι, απροσανατόλιστοι που βρωμοκοπούν τσιγαρίλα, πιοτό, ουσίες, τρεκλίζοντας από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο. Αηδίες , δηλαδή…Για φτύ
σιμο…
Οπου φθάνει το 1967 ,οπότε ο διορισμένος από τη χούντα Δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης αποφασίζει την οριστική απομάκρυνση των «σπιτιών»και κατεδάφιση πολλών από παλαιότερα κτίρια στην περιοχή.
Για την συγκεκριμένη συνοικία της…χαμαιτυπίας που κατά την Δημοτική Αρχή «σκανδάλιζε οικογενειάρχες και υγειώς σκεπτόμενους πολίτες» αναφέρονται παρακάτω τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς:
«ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ».-
Πρακτικά Δ.Σ.Π. της 18ηςΣυνεδρίας αυτού δεδομένης
την 15 Ιουλίου 1968 ημέρα Δευτέρα και ώραν 9.30.-
Εκθεσις του κου Δημάρχου επί των
πεπραγμένων του Δήμου έτους 1967.-
«γ)Απομάκρυνσις κακόφημων οίκων περιοχής Τρούμπας.Ο κεντρικός
τομεύς της πόλεως ,περιοχή Τρούμπας ως απεκαλείτο αποτελεί τόπον
ακολασίας δια των υφισταμένων κακοφήμων οίκων και της εν αυτή
εγκαταστάσεως ,παραμονής και εκθέσεως των ασέμνων γυναικών.
ΟιΠειραιείς ,Οικογενειάρχαι και οι υγειώς σκεπτόμενοι πολίται δεν διήρχοντο
των οδών του τομέως αυτού,λόγω της υφισταμένης εκεί αντι
χριστιανικής,αντικοινωνικής και εν πάση περιπτώσει απαράδεκτον
διά την κοινωνίαν του Πειραιώς καταστάσεως ,η συνέχισις της οποίας
ητο ανεπίτρεπτων.Κατόπιν συντόμων ενεργειών μας οι κακόφημοι οί
κοι εκλείσθησαν οριστικώς.Απασαι αι άσεμναι γυναίκες απομακρύνθη
σαν των οδών του εν λόγω κεντρικού τομέως της πόλεως,ούτο δε εξέλειπεν
το κοινωνικόν άγος εκ της περιοχής ήτις απηλλαγμένη πλέον εκ
των αμαρτιών του παρελθόντος,αφέθη ελευθέρα εις τους Πειραιείς».-
Για την Τρούμπα,όμως ,πρέπει ν αναφερθεί και μια αλλου είδους κοινωνιολογική διάσταση:
Πέρα από τα… «σπίτια» και και κάθε είδους αρνητικά που τη χαρακτήριζα ,δεν παρέλειπε ,έστω και πρόσκαιρα -ευκαιριακά να αποτελεί «απάγκιο»-καταφύγιο,θεραπεία μοναξιάς για ανθρώπους κυρίως εργένηδες η «βασανισμένους»,που δεν είχαν καμιά σχέση με την
παρανομία κ.λ.π. .Ανθρώπους μοναχικούς,ανθρώπους της ναυτοσύνης, ακόμα και μεγαλοαστούς ,που έφθασαν ακόμα και να «πάρουν», να παντρευτούν γυναίκες από εκεί μέσα , να φτιάξουν οικογένεια.Αλλά αυτοί ηταν λίγοι, ελάχιστοι, που βέβαια δεν ήταν αρκετοί να…απαλάξουν την
Τρούμπα από τα αμέτρητα…αμαρτήματά της.Ενα τόπο λαγνείας και παρασιτισμού,που έσφυζε από «πονηρή» ζωντάνια.
Τώρα, πως και γιατί κάποιοι, ελάχιστοι ,ακόμα και σήμερα,πλειοδοτώντας-παζαρεύοντας ….επίδειξη, πουλώντας « μαγκιά» ,περηφανεύονται για ό,τι συνέβαινε στην Τρούμπα,την ηρωοποίησαν, την μυθοποίησαν ,χρεώνοντάς την στα υπέρ του του Πειραιά , μάλλον αντίληψη
«φάλτσα» ηταν.Καταφύγιο μιάς δράκας ποινικών –περιθωριακών ,άνομων ,ύποπτων,νταήδων ,κοινωνικά απροσάρμοστων ήταν .Μια «φάρα»,ένα μυστήριο «ταράφι», μια«εμπριμέ» συνοικία ήταν.Ενα «αμαρτωλό φολκλόρ».Τίποτα παραπάνω η παρακάτω.
Ο Πειραιάς δεν ήταν η Τρούμπα. Η Τρούμπα ήταν του Πειραιά και κακώς μια εποχή κάποιοι την ταύτισαν με την πόλη, ολόκληρη την πόλη.
(Το όνομά της το πήρε από μια Τρόμπα-αντλία νερού , που υπήρχε πρίν το 1900 σε σημείο της οδού Μεραρχίας ,απ’ όπου προμηθεύονταν νερό πόσιμο για τα σπίτια ,αλλά και για τους μπαξέδες οι τότε Πειραιώτες).Συγκεκριμένα την περίοδο του Γεωργίου του Α΄ένα ατμοκίνητο αντλιοστάσιο και μια δεξαμενή χρησίμευε για την αποθήκευση και άντληση νερού από το πηγάδι της τότε οδού Αιγέως(σημερινή 2ας Μεραρχίας) ,απ’ όπου εφοδιάζονταν νερό και τα πλοία-τα «γκαζοζέν».(Πληροφορία λέει πως το όνομα εδωσε πρωτος ενας Τούρκος Αγάς (;).
Πολυάριθμα ηταν τα μαγαζιά της Τρούμπας,ιδίως από το 1948 και μπρός.
Ονομαστά BARκαι καμπαρέ ήταν τότε ,ανάμεσα σε άλλα –πολλά ,τα Τζών Μπούλ, Παριζιάνα ,Φιλίπ Μπάρ, Αρζεντίνα ,Μαξίμ, GreenDollar,45 Γιάννηδες ,BlackCat κ.α.,που είχαν «ανοιχτή συνεργασία» και με άλλα τέτοια ίδια μαγαζιά ακόμα και μέχρι το Παλιό Φάληρο (Γκριφόν,Κιτ-Κάτ,Στέλνα,Σέτε ,Σιγκουίνα κα.)
ΟΛΥΜΠΙΚ: Ένα από τα δυό μεγαλύτερα
Ακριβώς στο κέντρο της Τρούμπας υπήρχαν και τα δυό ονομαστότερα πορνοσινεμά: Το Φώς και το Ολυμπίκ.Το μπάρ όμως που γίνονταν το έλα να δείς και αφησε ιστορία ηταν «Ο Μάπας».(Αναφέρεται παραπάνω στο «σημείωμα του Λαπαθιώτη).Και το « ονομαστότερο» ξενοδοχείο ,το περιβόητο«Λούξ», πάνω από το κουρείο του Πολύδωρου Κυριακίδη.
Σύμφωνα με το Βιβλίο Συμβάντων της Αστυνομικής Δ/νσης Πειραιώς, από το 1943 ως το 1966 έχουν καταγραφεί στην περιοχή 57 ανθρωποκτονίες και 1723 λοιπές άλλες παραβατικές συμπεριφορές.
Τότε στην Τρούμπα για να περπατήσεις με ασφάλεια(ακόμα και μέρα μεσημέρι), έπρεπε «να βλέπεις τον ίσκιο-τη σκιά σου… μπροστά.Ούτε στο πλάι,ούτε πίσω σου». Δηλαδή να έχεις το…νού σου.Ετσι έλεγαν οι παλιοί που την έζησαν!.. Ηταν τόσα τα «σπίτια» της που φορές-φορές , οι πελάτες τα μπέρδευαν με σπίτια νοικοκυραίων -απλών ανθρώπων- που κατοικούσαν εκεί και βέβαια καμιά σχέση δεν είχαν με τα μπορντέλα ή άλλα κακόφημα
στέκια.
Χαρακτηριστικά σε κάποιες πόρτες των τελευταίων έβλεπες συχνά ταμπέλα: «ΠΡΟΣΟΧΗ,ΕΔΩ ΜΕΝΟΥΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ»!...
Πολύ κοντά στην περιοχή στεγάζονταν και το 2ο Γυμνάσιο Αρρένων ,του οποίου οι μαθητές των τελευταίων τάξεων έκαναν συχνά σκασιαρχείο και που τους έβρισκες –που τους έχανες ,στη « βόλτα» και στα «σπιτάκια» της Φίλωνος για… «επιμόρφωση».(Οι περίφημες «μπουρ
δελότσαρκες»).
Οι γυναίκες των «σπιτιών» έβλεπαν με συμπάθεια τους πιτσιρικάδες , έδειχναν… καταννόηση και για τις «υπηρεσίες» τους σπάνια έπαιρναν λεφτά από την …πιτσιρικαρία…Όμως «το μάθημα»…μάθημα…
Αυτή με λίγα λόγια ηταν η Τρούμπα,το «Σόχο» της Ελλάδας,η συνοικία της αμαρτίας ,το καταφύγιο για τον υπόκοσμο, αλλά και για πολλούς «θεραπευτήριο» εκτόνωσης ορμών και ψυχισμού..Αλλου είδους …κοινωνία, παράλληλη και «υπάλληλη» μέσα στην κοινωνία του Πειραιά…κι’ από εκεί κατά πολλούς βγήκε ο όρος γκόμενα(;).(Τουλάχιστον εκεί πολυσυνηθίζο
νταν πάντα στις κουβέντες).ΣΗΜ: Για τη…ρεμπετιά ,εκτός απ’ τη μάνα και την αδελφή ,όλες οι άλλες λογίζονταν…γόμενες!..
Οι παλιότεροι τη φιλενάδα η την παρδαλή γυναίκα την έλεγαν «γιαμπουκλού».Ενας όρος ταυτόσημος με τη λέξη-τον όρο γκόμενα . Γιαμπουκλού στα τούρκικα σημαίνει κάτι σαν «καθ’υπόσχεσιν»…αρραβωνιάρα –επίσημη αγαπημένη ,κάτι που αναφέρεται συχνά σε πολλά σμυρνέικα τραγούδια.Αλλη εκδοχή θέλει τον όρο πολίτικο.(Σε πολλά ρεμπέτικα o όρος αναφέρεται και για τον άνδρα):
«Βρε Μαρίτσα μερακλού
κάνε εμένα γιαμπουκλού…»
(Τραγουδι του Δ.Σέμση με τίτλο:
« Η Μαρίτσα η Σμυρνιά».
Σήμερα η Τρούμπα δεν θυμίζει τίποτα απο το τότε «γκέτο».Οι γείτονες τη Νοταρά την ονομάζουν «Οδό Λήθης».Οι παλιότεροι …κάτι θυμούνται και κρυφογελούν,μπορεί και να κρυφουπερηφανεύονται,αφού οι περισσότεροι εκεί μέσα έγιναν…άνδρες…
Σημ: Σέτε,Παρόλι, Σιγκουίνα είναι όροι του μπαρμπουτιού (της ζαροπαιξίας)κι’ απ’ αυτούς πήραν τα ονόματα τα μαγαζιά που αναφέρονται παραπάνω.Ηταν δηλαδή, εκτός από BAR- καμπαρέ και …παράνομες «λέσχες» -μπαρμπουτιέρες).
Περιττό να αναφερθεί πως η Τρούμπα σαν σημείο αναφοράς του Πειραιά, χιλιοτραγουδήθηκε,αφού υπήρξε …πρόσφορη για αναφορές του καθ΄αυτό «προλεταριάτου» και κάθε μορφής πράξεων και διαθέσεων παρανομίας.
Ηταν και η αφορμή για…οικειοποίησή της από μέρους των ρεμπέτικων ,κύρια των προπολεμικών τραγουδιών του είδους.
Ανάμεσα σε άλλους ,εμπνεύστηκαν ,εγραψαν γι’ αυτή και την τραγούδησαν οι:
*Μ.Βαμβακάρης: «Χρόνια μεσ’ την Τρούμπα μαγκίτης κι’ αλανιάρης, ρώτησε να μάθειςκι’ύστερα να με πάρεις κ.λ.π.»
*Γ.Μητσάκης: «Τα όνειρά σου τα παλιά σ’ένα μαντήλι δέστα .Η Τρού-
μπα δεν υπάρχει πιά και μη γυρεύεις ρέστα κ.λ.π.»….
*Μπαγιαντέρας : «Η Τρούμπα τώρα έρημη χωρίς παληκαράκια.Οι
*Μπαγιαντέρας : «Ο Κώτσος ο Κεφάλας»:
και με παράπονο πικρό
*Σταύρος Ξαρχάκος-Νίκος Γκάτσος: «ΣΤΗΝ ΑΜΦΙΑΛΗ»:
του τη φέραν του Μιχάλη.
*Απόστολος Καλδάρας: «Ο Απάχης της Τρούμπας».
*Λευτέρης Γουναρόπουλος: «Στην Τρούμπα τα μεσάνυχτα».
*Κ.Μπέζος (Α.Κωστής): «Η Τρούμπα» η «Το ντερτιλίδικο»-
1931.(Οργανικό ,που πρωτοηχογραφήθηκε στην Αμερική).
Πέρα απ’ τα παραπάνω, η Τρούμπα δεν ήταν μονάχα ο τόπος των γυρολόγων, των στραγαλάδων ,των κουλουρντζήδων και των σαλε
πιντζήδων(με το φαναράκι από ασετυλίνη και από κάτω το αυτο
σχέδιο σαμοβάρι) για τους ξενύχτες και τους …πρωινούς. Ηταν και
… σχολή της κοινωνίας –κοινωνικό…φροντιστήριο.Για πολλούς ένας
θρύλος με τις …αδυναμίες ,τα πάθη και τα λάθη της.Για άλλους μύθος…
Γράφει ο Μπάμπης Κ.Μώκος

↧
Δείτε ποιες συναυλίες και παραστάσεις αναβάλλονται λόγω των πολιτικών εξελίξεων

Οι ανακατατάξεις στο πρόγραμμα των συναυλιών και παραστάσεων, εξαιτίας του δημοψηφίσματος
Λόγω των πολιτικών εξελίξεων και της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, την Κυριακή 5 Ιουλίου, παραστάσεις, συναυλίες αλλά και φεστιβάλ αναβάλλονται, μέχρι νεωτέρας. Το έργο «Αχαρνής» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Κακλέα δεν θα ταξιδέψει σε Λάρισα, Λαμία, Τρίκαλα και Βόλο, τις ημέρες που είχαν προγραμματιστεί, ο Γιάννης Κότσιρας και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας δεν θα δώσουν απόψε συναυλία στον Βόλο ενώ το Φεστιβάλ Φιλίππων αλλάζει την ημέρα της πρεμιέρας του.Αναλυτικά:
«Αχαρνής» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα
Αναβάλλονται οι προγραμματισμένες παραστάσεις του έργου «Αχαρνής» του Αριστοφάνη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, σε Λάρισα (Τετάρτη 1η Ιουλίου), Λαμία (Πέμπτη 2 Ιουλίου), Τρίκαλα (Παρασκευή 3 Ιουλίου), Βόλο (Σάββατο 4 Ιουλίου) και Δελφούς (Κυριακή 5 Ιουλίου), λόγω έκτακτων πολιτικών εξελίξεων. Θα ακολουθήσει άμεσα ενημέρωση από τους διοργανωτές για τις νέες ημερομηνίες που θα πραγματοποιηθούν οι παραστάσεις στις παραπάνω πόλεις.
Ο Γιάννης Κακλέας διερευνά τη σκηνική αριστοφανική φόρμας, με μια πλειάδα εξαιρετικών κωμικών ηθοποιών, σε ένα έργο που υμνεί τα αγαθά της ειρηνικής συνύπαρξης, σαρκάζοντας τους πολεμοκάπηλους. Στην παράσταση πρωταγωνιστούν οι Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Άρης Σερβετάλης, Φάνης Μουρατίδης, Λεωνίδας Καλφαγιάννης και ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης.
«Ο ποιητής με όχημα την κωμωδία σατιρίζει αμείλικτα την πολεμική παράνοια των συμπολιτών του, κραυγάζοντας την επιθυμία του για Ειρήνη και όλα τα αγαθά που την ορίζουν: Την αλληλεγγύη για τον συνάνθρωπο, τη φροντίδα για το κοινό συμφέρον, την τίμια διαχείριση του δημόσιου ταμείου, την πίστη στις ηθικές αξίες, τον σεβασμό και την αγάπη για την φύση και φυσικά τη χαρά για την ζωή και τον Έρωτα. Κι όταν η Αθηναίοι αρνούνται πεισματικά να κάνουν Ειρήνη τότε ο Δικαιόπολης, ο ήρωας του Αριστοφάνη, αναλαμβάνει ο ίδιος πρωτοβουλία για Ειρήνη, Δικαιοσύνη και Αξιοκρατία και…. το γλέντι αρχίζει! Γιατί ο πολιτικός Αριστοφάνης έχει κέφια!», σημειώνει ο σκηνοθέτης για την παράσταση.
Οι παραστάσεις της Επιδαύρου στις 10 και 11 Ιουλίου θα πραγματοποιηθούν κανονικά.
Αλλάζει η ημερομηνία της πρεμιέρας του Φεστιβάλ Φιλίππων
Λόγω της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, την Κυριακή 5 Ιουλίου 2015, η προγραμματισμένη έναρξη του Φεστιβάλ Φιλίππων με την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Εκκλησιάζουσες» , μεταφέρεται μια ημέρα νωρίτερα. Έτσι, αντί για 4 και 5 Ιουλίου όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί, οι παραστάσεις θα δοθούν στις 3 και 4 Ιουλίου στο Αρχαίο Θέατρο των Φιλίππων.
Το Εθνικό Θέατρο κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Φιλίππων, με το προτελευταίο έργο του Αριστοφάνη, «Εκκλησιάζουσες», σε μετάφραση Μίνου Βολανάκη. Μια πολιτική κωμωδία, όπου ο ποιητής εκφράζει την πικρία του για την αδιέξοδη κατάσταση της Αθήνας μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί ο Γιάννης Μπέζος. Μαζί του ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Πάνος Βλάχος, ο Λαέρτης Μαλκότσης ενώ τη μουσική υπογράφει Κωστής Μαραβέγιας.
Μετά την ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο, η διαφθορά και οι ανισότητες έχουν ξεπεράσει κάθε όριο. Έτσι οι Αθηναίες, με πρωτοβουλία της Πραξαγόρας, αποφασίζουν να αντιδράσουν δυναμικά. Μεταμφιεσμένες σε άντρες, πηγαίνουν κρυφά στην Εκκλησία του Δήμου και περνούν ένα ψήφισμα που τους δίνει την εξουσία. Επιβάλλουν τις πολιτικές τους μεταρρυθμίσεις και εφαρμόζουν περιουσιακή και ερωτική κοινοκτημοσύνη. Ωστόσο, η υλοποίηση του προγράμματός τους θα αποδειχτεί ουτοπική και θα υπονομευθεί από διαδοχικές κωμικοτραγικές καταστάσεις. Οι Εκκλησιάζουσες, το προτελευταίο έργο του Αριστοφάνη, παρουσιάστηκαν περί το 392 π.Χ. Μέσα από την κωμική φόρμα, τους χιουμοριστικούς διαλόγους και τα σπαρταριστά επεισόδια της πολιτικής αυτής κωμωδίας, ο ποιητής εκφράζει την πικρία του για την αδιέξοδη κατάσταση της Αθήνας, μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Γιώργου Γαβαλά. Οι μουσικοί και οι στίχοι του Κωστή Μαραβέγια.
Ερμηνεύουν: Πάνος Βλάχος, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Γιάννης Ζουγανέλης, Θανάσης Ισιδώρου
Παναγιώτης Κατσώλης, Κώστας Κοράκης, Νίκος Μαγδαληνός, Λαέρτης Μαλκότσης, Γιάννης Μπέζος, Δανάη Σκιάδη και Γιωργής Τσουρής
Χορός: Χριστέλα Γκιζέλη, Δάφνη Δαυίδ, Άνδρη Θεοδότου, Δήμητρα Καρακωνσταντή, Βαλέρια Κουρούπη, Ιωάννα Λέκκα, Ειρήνη Μακρή, Κατερίνα Μαούτσου, Ροζαλία Μιχαλοπούλου, Ελένη Μπούκλη, Πολυξένη Μυλωνά, Κωνσταντίνα Νταντάμη, Μαρίνα Σάττι, Ντένια Στασινοπούλου
«Αμάρτησα για το παιδί σου»
Οι προγραμματισμένες παραστάσεις σε Ηλιούπουλη (Τρίτη 30 Ιουνίου), Νέα Μάκρη (Σάββατο 4 Ιουλίου), Νίκαια (Δευτέρα 6 Ιουλίου) αναβάλλονται λόγω έκτακτων πολιτικών εξελίξεων
Οι προγραμματισμένες παραστάσεις της κωμωδίας των Ray και Michael Cooney «Αμάρτησα για το Παιδί σου» σε Ηλιούπουλη (Τρίτη 30 Ιουνίου), Νέα Μάκρη (Σάββατο 4 Ιουλίου), Νίκαια (Δευτέρα 6 Ιουλίου) αναβάλλονται λόγω έκτακτων πολιτικών εξελίξεων.
Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιώργος Βάλαρης, αφηγείται την θεότρελη ιστορία ενός νεαρού ζευγαριού, του Τάκη και της Ναταλίας, που επιθυμεί να υιοθετήσει ένα παιδί. Γεμάτοι αγωνία , ετοιμάζονται να υποδεχτούν την υπεύθυνη υιοθεσιών κ. Σούλη προκειμένου να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της και να πάρουν την έγκριση της για την υιοθεσία.
Όλα αλλάζουν όμως όταν κάνει την εμφάνισή του ο δεύτερος αδελφός του Τάκη, ένας χαριτωμένος και καλοκάγαθος απατεωνίσκος, ο Μάκης, ο οποίος δανείστηκε το βανάκι της δουλειάς του Τάκη για το Σαββατοκύριακο και φέρνει από τα Τίρανα παράνομα τσιγάρα, κούτες με ουίσκυ και… δυο κρυμμένους λαθρομετανάστες.
Το βανάκι αλλά και το σπίτι του Τάκη, γίνονται στόχος ενός «περίεργου» νεαρού αστυνομικού, που κάνει περιπολία στην περιοχή και όλα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, όταν παράλληλα ο μικρότερος αδελφός, ο Σάκης, που εργάζεται ως τραυματιοφορέας, φέρνει στο σπίτι μια σακούλα με ένα πτώμα από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο, για να το θάψει στον κήπο του ζευγαριού, ώστε να πέσει η αξία του σπιτιού.
Οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη, καθώς ο Τάκης προσπαθεί να κρύψει από την ανυποψίαστη σύζυγό του τα λαθραία, το πτώμα, αλλά και τους δύο λαθρομετανάστες, τον αστυνομικό, αλλά και την αμείλικτη κ. Σούλη.
Η δράση χτυπάει κόκκινο όταν στο τέλος, καταφθάνει ο Φρέντι, ένας Ρώσος εγκληματίας που τους εκβιάζει και κάτω από την απειλή του όπλου συμβαίνει το απροσδόκητο.
Παίζουν: Σωτήρης Καλυβάτσης, Θανάσης Βισκαδουράκης, Ζήσης Ρούμπος,
Μαρία Ανδρούτσου, Γιάννα Ζιάννη, Πετρούλα Χρήστου, Αιμίλιος Ράφτης,
Βασίλης Γιακουμάρος και ο Μάρκος Λεζές.
Το μιούζικαλ «Jesus Christ Superstar», η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 3 και 4 Ιουλίου στο Ηρώδειο, ακυρώνεται εξαιτίας των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας.
«Jesus Christ Superstar»
Το μιούζικαλ «Jesus Christ Superstar», η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στις 3 και 4 Ιουλίου στο Ηρώδειο, ακυρώνεται εξαιτίας των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας.
Ο πρωταγωνιστής της παράστασης, Ben Forster έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter: «Είμαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι το μιούζικαλ ακυρώνεται στην Αθήνα, λόγω της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί εκεί. Ήμουν....».
Οι συναυλίες του φεστιβάλ του Δήμου Αμαρουσίου
Οι προγραμματισμένες συναυλίες για το Φεστιβάλ Δήμου Αμαρουσίου 2015 : Αλεξάνδρα Κόνιακ (Τετάρτη 1 Ιουλίου), Project «The Stones Addiction» (Παρασκευή 3 Ιουλίου), Γιάννης Σαββιδάκης (Δευτέρα 6 Ιουλίου), Βαγγέλης Κορακάκης (Τετάρτη 8 Ιουλίου), «To τέλειο έγκλημα» του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, με την Παυλίνα Βουλγαράκη, την Νεφέλη Φασουλή, την Μαντώ Παναγιώτη και τους Γιώργο Παλαμιώτη και Νίκο Παπαβρανούση (Δευτέρα 13 Ιουλίου) αναβάλλονται επίσης, λόγω των έκτακτων πολιτικών εξελίξεων.
↧
↧
Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια φάτε μάγκες βγάλτε χρόνια (Επίκαιρο ρεμπέτικο, video)

Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ο άνθρωπος που έχει τραγουδήσει μαζί με τον Στράτο Παγιουμτζή τα περισσότερα τραγούδια του Τσιτσάνη, ερμηνεύει με το δικό του μοναδικό τρόπο το “επίκαιρο” τραγούδι “Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια…”, που αναφέρεται στις φυλακές της τότε εποχής. Στις φυλακές δεν θα βρεθούμε, αλλά με τέτοια ασφυξία που μας επιβλήθηκε και θα μας επιβληθεί, μάλλον καλύτερα…στις φυλακές…

↧
"Αυτό το ...Αχ!.."Η ...ΚΡΕΜΜΥΔΑΡΟΥ (του Μπάμπη Μώκου)

"Αυτό το ...αχ, δεν είν’ φωτιά
να πιώ νερό να σβήσει.
Μον’ είναι πόνος στην καρδιά
και θα με... τυραγνίσει!.."
(Σαμπάχικος Μανές)
του Μπάμπη Μώκου
του Μπάμπη Μώκου
Σωτήριον έτος 1926. Αν η Κοκκινιά της προσφυγιάς θεωρείται η ...βυζομάνα του Σμυρνέικου, μια άλλη πειραιώτικη περιοχή, η Δραπετσώνα (η Κρεμμυδαρού), αναδεικνύεται σε ...μήτρα του ...καθαρού, του "Πειραιώτικου Ρεμπέτικου"τραγουδιού. Εδώ, κάτω απ’ τη γέφυρα, τα κλαρίνα, τα ούτια και τα σαντουροβιόλια σιγά-σιγά παύουν, τελειώνουν.
Βασιλιάς πλέον είναι εδώ το μπουζούκι και ...πρίγκηπας ο μπαγλαμάς. Η συνοικία οικιστικά ασυνάρτητη, σχεδιαστικά ανύπαρκτη, βρώμικη τρισάθλια, με αντιφάσεις, πληθυσμιακά προσφυγική και άλλη πολυπικοιλότητα, στεγασμένη άτσαλα, ακανόνιστα σε πρόχειρα αυτοσχέδια παραπήγματα και παράγκες.
Λασποδρόμια, καλντερίμια, χαμόσπιτα, ρούχα απλωμένα στο σύρμα και, που και που, κανένα γεράνι, μπροστά σε καμιά υποτυπώδη μικρή αυλούλα, σε γκαζοντενεκέ, σε χρώμα, όπως το αίμα, λαμπερό και κατακόκκινο να θυμίζει τη ζέση για ζωή και ...την ομορφιά.
Η Δραπετσώνα της απόγνωσης, των απόκληρων, των κατατρεγμένων, μέσα στη σκόνη των στενοσόκακων, των ανύπαρκτων υποδομών υγιεινής, της λάμπας του φωτιστικού πετρέλαιου, στη δίνη της αυθαιρεσίας, του τσαμπουκά, του δίκιου του ισχυρότερου, του περιθώριου, της ανυποληψίας. Με τις μικρότητες και το μεγαλείο της, τις ζηλοτυπίες και τη μεγαλοφροσύνη, τις χαρές και τα βάσανά της. Ένας χώρος, άλλη νοοτροπία, άλλη κοινωνία , άλλη εθιμικότητα.
Καμιά τρακοσαριά μέτρα απ'τα Βούρλα και το Καστράκι και δίπλα στον Αη-Διονύση, γεμάτη από πρόσφυγες, λασπουριά, τεκέδες, μουσικά καφενεία "ιδιότροπα", όπως του Μπάτη, με τον δικό της νόμο, δικά της μπερεκέτια.
Γυρίζεις τη ματιά και 100 μέτρα στα αριστερά σου "Η ΚΟΡΙΤΣΙΕΡΑ ΤΩΝ ΒΟΥΡΛΩΝ", το μεγαλύτερο μπορντέλο των Βαλκανίων, με περισσότερες από 50 γυναίκες, κάθε καταγωγής και ηλικίας. Και γύρω-γύρω, οι αγαπητικοί, οι νταβαντζήδες, οι προαγωγοί, οι ...προστάτες, με βασικό στέκι το καφενείο της Μπουρδούσαινας, που είναι "μεγαλοτσατσά ", αλλά, άμα -λάχει, λέει και το φλιτζάνι.
Από τη μια μεριά το προσφυγικό σινάφι που προσπαθεί να συμμαζέψει τα... ασυμμάζευτα, να βάλλει ένα κεραμίδι στο κεφάλι του, να επιζήσει έστω και υποτυπωδώς με τα βασικά, τα αναγκαία κι απ’ την άλλη ...άλλος κόσμος. Ο κόσμος των ντόπιων, επιφυλακτικών και ...δύσπιστων.
Η "πιάτσα"της άγριας, της ανυποχώρητης, της γνήσιας μαγκιάς, όπου οι αμανέδες και τα σμυρνοτράγουδα ...δραπετεύουν τα βράδια από κάποιο ανοιχτό παραθυρόφυλλο και πασχίζουν να ...χαστουκίσουν με μανία τη μιζέρια και την κακομοιριά.
Όπου όμως το σέβας στην οικογένεια και η σιωπή στους γεροντότερους αποτελούν στοιχεία μιας άλλης εμφανέστατης κοινωνιοεθιμικής διάστασης, με προέλευση-καταγωγή κυρίως απ’ τη Σμύρνη, όπως εκεί την ήξεραν και την καταλάβαιναν. Όπου, οι περισσότεροι, πικραμένοι, ξεχασμένοι απ’ το Θεό, βασανισμένοι, απόκληροι , όντας αγράμματοι -κυρίως οι ντόπιοι- και μη μπορώντας να εξηγήσουν το γιατί της προέλευσης, της υπόστασης, τη συγκυρία της φτωχοζωής τους, αρνούνται τα πάντα και από άγνοια διερμηνείας, θεοποιούν την τύχη, τη μοίρα, το πεπρωμένο τους, κάνοντας αντίσταση στον ...εαυτό τους. Και ξεσπούν μετατρέποντας αυτή την αντίσταση σε οργή, σε πείσμα, σε μένος, σε απόλυτη εναντίωση απέναντι σε κάθε μορφής κυρίαρχη ιδέα, σε κάθε μορφής εξουσία. Ντόπιοι και πρόσφυγες είναι τώρα ...ένα. Η φτώχεια και η ανέχεια ενώνει. Μαζί μ’ αυτά τους χαρακτηρίζει ένα αίσθημα βαθύτερης αλληλεγγύης και έχουν σαν όνειρο να μπορέσουν να ζήσουν, ξεπερνώντας τη δοκιμασία και τα πάθη που τους σπαράσσουν.
Νυχτώνει. Μαζεύονται τα γυναικόπαιδα στα χαμόσπιτα, κουρνιάζουν. Παραέξω το αντρίκιο σεργιάνι και τα μπερεκέτια. Τα σαντουροβιόλια έχουν μπει τώρα στο πλάι. Ότι ακούγεται είναι ...πεννιά. Τζουράδες, μπουζούκια, μπαγλαμάδες βγαίνουν απ’ την ...κρυψώνα- τη γωνιά στα γλεντζέδικα ελάχιστα στέκια, τους τεκέδες και τα καταγώγια και οι πενιές αρχίζουν ...πόλεμο -μάχη με τη μοίρα, τα καθημερινά βάσανα.
![]()

Στο καφενείο του Μπάτη, ανάμεσα σε καπνούς, πιοτά και ...λιβάνια, κάποιος ...ζυγιάζει βήματα και συναισθήματα, πασχίζοντας να συντρίψει τελειωτικά, ακόμα περισσότερο, την ήδη ...θρυμματισμένη μοίρα του, μέσα από ένα βαρύ σφοδρό ζειμπέκικο και πενιά γλυκιά, αλλιώτικη στακάτη και... ντουζενάτη. Που παλεύει μέσα του να κατανοήσει τον παραλογισμό του κόσμου, ενός άλλου κόσμου που τον περιτριγυρίζει. Να δώσει νόημα, να ξορκίσει τη μιζέρια του, να θυμηθεί κάποιον ανεκπλήρωτο έρωτα που τον έχει τσακίσει, να δώσει κλότσο στην αδικιά του ...παλιοντουνιά, της ...παλιοκοινωνίας. Να εναντιωθεί με κάθε τρόπο απόλυτα σε ό,τι και σε όποιον τον φωνάζει ...λούμπεν, υποπρολετάριο, περιθωριακό, χαμίνι , κουτσαβάκι.
Στη Δραπετσώνα δεν υπάρχουν κουτσαβάκια, μάγκες υπάρχουν, που σιχαίνονται τον παλιό κουτσαβάκικο ...νόμο και τον χτυπούν ανελέητα.
Για να περπατήσεις στην Κρεμμυδαρού, πρέπει να σε... γνωρίζουν τα... χαλίκια, οι πέτρες, τα καλντερίμια της. Κι αν θες να κρυφτείς, πάλι εδώ περπάτα, αφού, έτσι κι αλλιώς, δεν θα φαίνεσαι μέσα στη σκόνη, στη ...νεφοσκιά.
Στην περιοχή για να σε σέβονται, πρέπει να σε ...φοβούνται. Η τοποθεσία έχει δυο "βάλες". Βάλη, λένε τον ορμίσκο, τον μικρό φυσικό κολπίσκο -λιμανάκι, όπου οι γύρω δένουν τις μικρές βαρκούλες τους, ώστε χαράματα, πρωί-πρωί, να σαλπάρουν για καμιά σαρδέλα, σπάρο, γαύρο, καμιά ζαργάνα. Μέχρι την Κούλουρη, όχι παραπέρα.
Αποβραδίς τ’ αλάνια ...ματιάζουν νοσταλγικά τη θάλασσα, τα πίνουν αβέρτα κι όταν σιμώσει η ώρα κι αρπάξει φωτιά το ...μυαλό, αρχίζουν τα νιαβέτια, τα σαμπάχια, τα καραντουζένια και "άλλα", που συνοδεύουν τα γλέντια, τη χαρά, τη λύπη, τα σεκλέτια, το μεράκι, τους νταλγκάδες, αλλά και τη ...μοναξιά τους.
Πολλές από τις συνήθειες κυρίως των προσφύγων, είναι αστικού πληθυσμού, αφού οι πρόσφυγες που πρωτοεγκαθίστανται εδώ ήταν κυρίως μεσοαστοί. Άνθρωποι που με μοναδική περιουσία ένα "μπόγο"στον ώμο γεμάτο με λιγοστά απαραίτητα, τις φωτογραφίες γονιών και προγόνων, που κατάφεραν να γλυτώσουν από την Τουρκιά και να φθάσουν να ...κατακάτσουν σε τούτη την ελλαδίτικη γωνιά, ασθμαίνοντας, μα, προς το παρόν, ευχαριστημένοι ικανοποιημένοι που ξέφυγαν από την τσέτικη κόψη του αλλόπιστου δρεπανομαχαιριού. Και που άφησαν πίσω μια άλλη ζωή, της εργατικότητας, της ανεμελιάς, της καλοπέρασης, του μεγαλείου της ανυπέρβλητης νοικοκυροσύνης. Που όμως δεν ξέχασαν τους "ζαιρέδες", τα καπηλειά, τα γλέντια και τους περίφημους αμανέδες, το σεβνταλίδικο πονεσιάρικο τραγούδι τους. Αυτό ήξεραν, αυτό έμαθαν, αυτό έφεραν και αυτό τραγουδούν ακόμα.
Τώρα η συνοικία, είναι ο τόπος, η περιοχή όπου τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του σμυρνέικου περνούν στο καθαρό ρεμπέτικο, που πασχίζει ν’ ακουστεί καθαρά, δωρικά, στακάτα και ντουζενάτα.
Ο νόμος πλέον είναι άλλος, σεβαστός και την τήρησή του ...φροντίζουν, απαιτούν, οι "καλοί", ονομαστοί περιβόητοι μάγκες της περιοχής.
Η τιμή της οικογένειας είναι το ύψιστο κι αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα προσβάλλει που θα πειράξει σωστές οικογένειες. Έντιμες μικρομάνες και η πιτσιρικαρία προστατεύονται με κανόνες "εσωτερικούς", αξιοπρέπειας, που τους τηρούν όλοι απαρέγκλιτα. Ιδιαίτερα σε ό,τι έχει σχέση με το παιδομάνι. Αν εδώ πειράξεις παιδί, είσαι να φεύγεις, ν’ αλλάζεις γειτονιά.
![]()

Το "τόξο", η διαδρομή της μαγκιάς είναι Πλατεία Καραϊσκάκη, Λεμονάδικα, μέχρις εδώ στη γέφυρα, στη Δραπετσώνα, όχι παραπέρα.
Στα στέκια του γλεντιού γίνεται μύλος, χαμός. Κι όταν έρχεται η ώρα ο μάγκας να χορέψει, υπάρχει κώδικας: Με βάση το ποιος είναι, τι "όνομα"έχει στην πιάτσα, χαίρει και του ανάλογου σεβασμού. Στην πίστα είναι μόνος. Άλλος, δεύτερος απαγορεύεται να χορέψει μαζί.
Απ’ τους περιβόητους τεκέδες και τα γλεντζέδικα οπωσδήποτε θα περάσει καθημερινά η "παρέα". Και η παρέα είναι ο Βαγγέλης ο Βετούλας, ο Σωτηράκης ο Γαβαλάς ή Μεμέτης, που πανελλήνια δεν υπάρχει κάτεργο-φυλακή που να μην έχει δώσει τα ...διαπιστευτήρια του, ο χωραταντζής πολυτεχνίτης, αυτοσχέδιος οδοντογιατρός και "δάσκαλος"χορού Ζώρζ Μπατέ η κατά κόσμον Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος, ο Λευτέρης ο Τσαγγάρης, ο Στράτος, ο Ανέστος ο Δελιάς, ο
Κουλουριώτης "μέγας στιχουργός"Νίκος Μάθεσης που τον λένε και ..Τρελλάκια και βέβαια ο πρώτος των πρώτων, το φόβητρο, με δυο φόνους στην πλάτη, ο ονομαστός Σκριβάνος, που όλοι τον σέβονται, αφού για 10 χρόνια "επιθεώρησε"όλες τις φυλακές της επικράτειας και που όταν μπαίνει σε καφενείο διατάζει τον μαγαζάτορα να το ...αδειάσει αμέσως, στα γρήγορα και χωρίς δεύτερη κουβέντα γιατί "γουστάρει"να πιεί τον καφέ ...μονάχος του.
Λίγο πιο εκεί, απαραίτητος κι ο Γιοβάν Τσαούσης που όταν ...σκαλώνει το μυαλό του απ’ τον αργιλέ, παίρνει στα χέρια του το όργανο -κάτι σαν ταμπουρά, σαν σάζι- και παίζει ...αγγέλους. Το...καταπίνει, όπως λένε οι παρατρεχάμενοι μουσικομαστόροι.
Δίπλα κι ένας άλλος "μάστορης", ο μπαρμπα Νίκος απ’ τ’ Αϊβαλί, που στα μουλωχτά παίρνει παράμερα το Μάρκο και τον δασκαλεύει στα πρώτα ...πατήματα του μπουζουκιού.(Δεν γίνεται αλλιώς, αφού το …παιδί τα ...παίρνει τα ...γράμματα!).
Στη Δραπετσώνα η συμπεριφορά της ρεμπέτισσας προκύπτει παροιμιώδης. Εδώ και μέχρι το '29 πρωτοδιαμορφώνεται και ο βασικός χαρακτήρας της. Ένα πρότυπο ελεύθερης γυναίκας, γυναίκας με μαγκιά και σερετιλίκι, που έχει τόλμη κότσια, πηγαίνει ενάντια στη συμβατική ηθική, τη ...μιξοηθηκή των πολλών, που δεν χαλαλίζεται για χάρη κανενός, δεν χαρίζεται σε κανένα και που διεκδικεί θέση και δικαιώματα ίσια με αυτά του αρσενικού μάγκα. Μιας γυναίκας όχι ξιπασμένης, μα υπέρτατου θηλυκού που όμως αυτή και μόνον αυτή κάνει τις επιλογές της ακόμα και στα προσωπικά της. Έτσι στη ρεμπέτικη ζωή έχει θέση κυρίαρχη. Κι ας τη λένε οι πονηροί συντηρητικοί άνοες "παστρικιά", αλανιάρα. Τόσα ήξεραν, τόσα έλεγαν. Και ύστερα βγήκαν και κάτι όψιμοι "λεξικογράφοι"-ετυμολόγοι και (δυστυχώς) ως τα σήμερα ταυτίζουν τα αλάνια και τις αλανιάρες με την προστυχιά, την αλητεία.
Αλάνι, η αλανιάρα (από το τούρκικο Αλάν), για τη ρεμπέτικη παρασημαντική νοοτροπία σημαίνει ζωή ασύμβατη, μποέμικη, γλεντοκοπιά. Και η αλανιάρα ήταν αυθεντική γυναίκα, απόλυτα αυτόνομη, δεν ήταν του σχοινιού και του...παλουκιού, όπως ήθελαν και μέχρι σήμερα ορισμένοι εννοιολογικά την παρουσιάζουν. Και οι αρσενικοί την υπολόγιζαν, την εκτιμούσαν, τη σέβονταν.
(Σημ: Από 1970 και δώθε, πάμπολλοι ρεμπετοενδιαφερόμενοι, κυρίως αστοί, καθηγητάδες και άλλοι, ασχολούνται με την κοινωνιολογία του ρεμπέτικου. Πως όμως να καταλάβει το είδος ένας αστός, αφού τα βιώματα και οι προσλαμβάνουσες που έχει είναι αλλιώτικες; Γι’ αυτούς υπάρχει ένα μήνυμα: Το ρεμπέτικο ήταν και θα είναι απόλυτα ταξικό τραγούδι. Για να το ξέρεις, πρέπει να
το ζήσεις. Είναι νοοτροπία και πράξη. Τα υπόλοιπα είναι ...θεωρίες).
το ζήσεις. Είναι νοοτροπία και πράξη. Τα υπόλοιπα είναι ...θεωρίες).
Στα στέκια, τα μουσικά καφενεία και τους τεκέδες μπαίνουν μάγκες και δοκιμασμένες -τεσταρισμένες "εγκεκκριμένες "καθαυτό ρεμπέτισσες "γιαμπουκλούδες". (Πόρνες και "γυναικωτοί"απαγορεύεται να πατήσουν. Είναι νόμος. Τώρα τί γίνεται αλλού, παραπέρα, είναι αλλού ...ιερέως ευαγγέλιο).
Πολλά, πάρα πολλά μπορεί κανείς να γράψει και να πει για τη Δραπετσώνα. Τη συνοικία που αγκάλιασε καημούς πόνους, βάσανα, αλλά που επέδειξε υπέρτατη αλληλεγγύη και ανθρωπιά και που πάνω στη λασπουριά της αποτυπώθηκε ανάγλυφα και ολοκάθαρα μια λέξη: Η Ελπίδα. Η ελπίδα της φτώχειας και της προσφυγιάς για μια καλύτερη ζωή. Μια ζωή από την αρχή.
Κι αφού οι πρόσφυγες έφεραν τα "καλά" από εκεί που ήρθαν, είπαν και οι αρχικά επιφυλακτικοί ντόπιοι πως "το αίμα, νερό δεν γίνεται"και έτσι μόνιασαν και έγινα όλοι ...ένα, παραμερίζοντας διαφορές και κοινωνικές αντιθέσεις.
Και έζησαν και ζουν μαζί κοντά 90 χρόνια τώρα. Και νοικοκυρεύτηκαν και δημιούργησαν κι όπως όλοι οι Πειραιώτες πρόκοψαν και, γιατί όχι, μέχρι σήμερα συνεχίζουν να ...αναπολούν, να τραγουδούν και να ...ονειρεύονται.
Αυτή ήταν "Η ΚΡΕΜΜΥΔΑΡΟΥ"με τους νταήδες , τους γνήσιους μάγκες, τους τεκέδες, τα γλέντια, τα μπερεκέτια, τις μουσικές της, όπου σαν μεράκι πρωτομπήκε και κάθισε ο αυθορμητισμός και ο ερασιτεχνισμός στο μπουζούκι κι απ’ τη άλλη πόρτα βγήκε ...επάγγελμα. Που από εκεί βγήκε "Αυτό το ...Αχ!".
Όσο για τους ρεμπέτες, αυτοί φορτωμένοι τα πάθη, το ταλέντο, το μεράκι, τα όργανα (τα ζητιανόξυλα όπως τα έλεγαν), χωρίς να ...ρεζιλέψουν την τρέλα τους τράβηξαν για του Τζελέπη...
Του Μπάμπη Μώκου
Του Μπάμπη Μώκου
↧
«Ιστορία και ρεμπέτικο» - Όταν οι κρίσεις παράγουν τραγούδια

«Οι φόροι και τα κόμματα / φέραν αυτή τη κρίση / που κάνανε τον άνθρωπο /να μην μπορεί να ζήσει».
Με προμετωπίδα αυτό το τετράστιχο ρεμπέτικο του 1934, ο Χρήστος Καρδαράς, καθηγητής της Νεοελληνικής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Πελοποννήσου ,ξεκινάει το βιβλίο του με τίτλο «Ιστορία και Ρεμπέτικο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση. Στις 397 σελίδες του ο μελετητής, ο οποίος διδάσκει ευρωπαϊκό πολιτισμό στο τμήμα θεατρικών σπουδών του πανεπιστημίου, εξετάζει ποια πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά και αθλητικά γεγονότα γέννησαν τα λαϊκά δημιουργήματα.
Παίρνοντας ως δεδομένο ότι το ρεμπέτικο είναι ένα πολυσύνθετο σύνολο μουσικής, χορού και λόγου, καταρρίπτει το στερεότυπο ότι αυτού του είδους το τραγούδι περιοριζόταν σε ερωτικά θέματα και ότι δήθεν ήταν εγκλωβισμένο στο περιθώριο, στη φυλακή και στις παράνομες ουσίες, όπως ισχυριζόταν για πολλά χρόνια διανοούμενοι όχι μόνο από τον αστικό αλλά και από τον αριστερό χώρο.
Πράγματι, η αντιστοίχιση γεγονότων με τραγούδια φέρνει στο προσκήνιο μια παραστατική τεκμηρίωση του πόσο η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα ενέπνευσε, επηρέασε και σημάδεψε τα τραγούδια αυτά.
Η γενική ιστορία- άμεσα ή έμμεσα- αλλά και το προσωπικό γεγονός περνάει μέσα από κουπλέ και ρεφρέν. Κατά χρονολογική σειρά: Η μετανάστευση στις ΗΠΑ από τα τέλη του 10ου αιώνα, το λαθρεμπόριο, οι βαλκανικοί πόλεμοι με την εξύμνηση του πρωθυπουργού Βενιζέλου και του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, η μικρασιατική συμφορά, το προσφυγικό δράμα, ο θάνατος πολιτικών αρχηγών, οι αρρώστιες από φτώχεια, οι πλημμύρες στις γειτονιές των κατατρεγμένων, οι διώξεις από τη δικτατορία του Μεταξά, οι ηρωισμοί στον πόλεμο του '40, η κατοχή με τον πληθωρισμό, τους σαλταδόρους, τη μαύρη αγορά και το θάνατο από πείνα, η αντίσταση, ο διχασμός στον εμφύλιο, η ρήψη της ατομικής βόμβας μέχρι και η υπαγωγή της χώρας μας στο ΝΑΤΟ. Και βέβαια: τα ηχηρά εγκλήματα, η γυναικεία απελευθέρωση, οι ξενικοί χοροί, οι διαγωνισμοί ομορφιάς, οι επιτυχίες των παλαιστών πυροδότησαν τα ρεμπέτικα... σουξέ.
Ο καθηγητής παίρνει αυτόν τον απαγορευμένο -μέχρι τη δεκαετία του '60- καρπό , που άλλοτε είναι ανοιχτή καταγγελία και άλλοτε λεπτή ειρωνεία και τον κάνει επιστήμη ιστορίας και τέχνης.
Εν αρχή ην η Αμερική: Τη δεκαετία του 1890, ενώ ζούσαν στις ΗΠΑ περίπου 15.000 Έλληνες, το 1917 οι μετανάστες έφτασαν τις 450.000, με αποτέλεσμα στα μεγάλα αστικά κέντρα να δημιουργηθούν ελληνικές γειτονιές με εστιατόρια, καφενεία, παντοπωλεία, εκκλησίες, συλλόγους και οργανώσεις. Οι πρώτες δισκογραφίες άρχισαν στην Νέα Υόρκη και στο Σικάγο. Ο Γιώργος Κατσαρός, που έζησε πολλά χρόνια στην Αμερική, δήλωνε ότι έγραφε για τους έλληνες μετανάστες κυρίως ρεμπέτικα, επειδή αποτελούσαν τραγούδια κοινής αποδοχής, έστω κι αν είχαν αντισυμβατική θεματογραφία. Από τα πρώτα τραγούδια που ακούστηκαν εκεί ήταν το «Σακραμέντο - Μπόστον», στο οποίο ο ανώνυμος δημιουργός περιγράφει τη συμπεριφορά των ετερόκλητων συμπατριωτών του:
«Σακραμέντο και Νοτάι / ο Θεός να σε φυλάει / πέρασα κι από το Φρίσκο / όλο μπελαλήδες βρίσκω. / Και γραμμή στο Μπόστον πάω / γιατί πολύ τ'αγαπάω / βρίσκω όλο μερακλήδες / ομορφάντρες ζεϊμπεκλήδες. / Μες στη Νέα Υόρκη μπήκα / όλο τζογαδόρους βρήκα / πήγα για να πάρω νύφη / κι έφυγα μ'ένα μιτζίτι».
Η καταστροφή της Σμύρνης και ο διωγμός 1,3 εκατομμυρίων Ελλήνων οδήγησαν τον άγνωστο συνθέτη να δείξει τους αίτιους:
«Η Σμύρνη και το Κορδελιό/ δεν ήταν του Κεμάλη / μόνο την επουλήσανε / 'Αγγλοι, Ιταλοί και Γάλλοι».
Η κρίση του 1933 ενέπνευσε το παρακάτω συρτό του Κώστα Ρούκουνα, παρομοιάζοντας το λαό σαν ένα στρατιώτη που πολεμά στο μέτωπο για να νικήσει τη φτώχεια:
«Οι φόροι και τα κόμματα / φέραν αυτή την κρίση / που κάνανε τον άνθρωπο / να μην μπορεί να ζήσει. / Κι όλο τη φτώχεια πολεμά / για να την ενικήσει / να βγάλει το ψωμάκι του / το σπίτι του να ζήσει. / Αλλά κι αυτό αδύνατο / για να το 'κονομήσει / και κάθε μέρα βλαστημά την έρημη την κρίση. / Όλος ο κόσμος τα 'χασε / κι όλοι παραμιλούνε / και κάθε μέρα βλαστημούν / την κρίση που περνούνε. / 'Αιντε, να ζήσεις φτώχεια και να πεθάνεις παλιοκρίση!».
Η μελέτη κλείνει με πλούσια βιβλιογραφία και παραπομπές στο διαδίκτυο, με ευρετήριο δημιουργών και ερμηνευτών, από τον Γιάννη Αλεξίου ή Γιάγκο Βλάχο ή Γιοβανίκα (Ρουμανία 1850 - Μυτιλήνη 1925) βιολιστή, συνθέτη και γενάρχη του σμυρναίικου μέχρι τον Στέλιο Χρυσίνη (Πειραιάς 1916 - Αθήνα 1970) συνθέτη, στιχουργό, οργανοπαίχτη και καλλιτεχνικό υπεύθυνο στις εταιρείες Columbia και His Master's Voice. Αυτός ο τυφλός και αγράμματος έγραψε με τη λαϊκή ψυχή του το συρτό «Κύπρο όλοι είμαστε κοντά σου / και προσμένουμε τη λευτεριά σου».
![]()
Με προμετωπίδα αυτό το τετράστιχο ρεμπέτικο του 1934, ο Χρήστος Καρδαράς, καθηγητής της Νεοελληνικής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Πελοποννήσου ,ξεκινάει το βιβλίο του με τίτλο «Ιστορία και Ρεμπέτικο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαζήση. Στις 397 σελίδες του ο μελετητής, ο οποίος διδάσκει ευρωπαϊκό πολιτισμό στο τμήμα θεατρικών σπουδών του πανεπιστημίου, εξετάζει ποια πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά και αθλητικά γεγονότα γέννησαν τα λαϊκά δημιουργήματα.
Παίρνοντας ως δεδομένο ότι το ρεμπέτικο είναι ένα πολυσύνθετο σύνολο μουσικής, χορού και λόγου, καταρρίπτει το στερεότυπο ότι αυτού του είδους το τραγούδι περιοριζόταν σε ερωτικά θέματα και ότι δήθεν ήταν εγκλωβισμένο στο περιθώριο, στη φυλακή και στις παράνομες ουσίες, όπως ισχυριζόταν για πολλά χρόνια διανοούμενοι όχι μόνο από τον αστικό αλλά και από τον αριστερό χώρο.
Πράγματι, η αντιστοίχιση γεγονότων με τραγούδια φέρνει στο προσκήνιο μια παραστατική τεκμηρίωση του πόσο η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα ενέπνευσε, επηρέασε και σημάδεψε τα τραγούδια αυτά.
Η γενική ιστορία- άμεσα ή έμμεσα- αλλά και το προσωπικό γεγονός περνάει μέσα από κουπλέ και ρεφρέν. Κατά χρονολογική σειρά: Η μετανάστευση στις ΗΠΑ από τα τέλη του 10ου αιώνα, το λαθρεμπόριο, οι βαλκανικοί πόλεμοι με την εξύμνηση του πρωθυπουργού Βενιζέλου και του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, η μικρασιατική συμφορά, το προσφυγικό δράμα, ο θάνατος πολιτικών αρχηγών, οι αρρώστιες από φτώχεια, οι πλημμύρες στις γειτονιές των κατατρεγμένων, οι διώξεις από τη δικτατορία του Μεταξά, οι ηρωισμοί στον πόλεμο του '40, η κατοχή με τον πληθωρισμό, τους σαλταδόρους, τη μαύρη αγορά και το θάνατο από πείνα, η αντίσταση, ο διχασμός στον εμφύλιο, η ρήψη της ατομικής βόμβας μέχρι και η υπαγωγή της χώρας μας στο ΝΑΤΟ. Και βέβαια: τα ηχηρά εγκλήματα, η γυναικεία απελευθέρωση, οι ξενικοί χοροί, οι διαγωνισμοί ομορφιάς, οι επιτυχίες των παλαιστών πυροδότησαν τα ρεμπέτικα... σουξέ.
Ο καθηγητής παίρνει αυτόν τον απαγορευμένο -μέχρι τη δεκαετία του '60- καρπό , που άλλοτε είναι ανοιχτή καταγγελία και άλλοτε λεπτή ειρωνεία και τον κάνει επιστήμη ιστορίας και τέχνης.
Εν αρχή ην η Αμερική: Τη δεκαετία του 1890, ενώ ζούσαν στις ΗΠΑ περίπου 15.000 Έλληνες, το 1917 οι μετανάστες έφτασαν τις 450.000, με αποτέλεσμα στα μεγάλα αστικά κέντρα να δημιουργηθούν ελληνικές γειτονιές με εστιατόρια, καφενεία, παντοπωλεία, εκκλησίες, συλλόγους και οργανώσεις. Οι πρώτες δισκογραφίες άρχισαν στην Νέα Υόρκη και στο Σικάγο. Ο Γιώργος Κατσαρός, που έζησε πολλά χρόνια στην Αμερική, δήλωνε ότι έγραφε για τους έλληνες μετανάστες κυρίως ρεμπέτικα, επειδή αποτελούσαν τραγούδια κοινής αποδοχής, έστω κι αν είχαν αντισυμβατική θεματογραφία. Από τα πρώτα τραγούδια που ακούστηκαν εκεί ήταν το «Σακραμέντο - Μπόστον», στο οποίο ο ανώνυμος δημιουργός περιγράφει τη συμπεριφορά των ετερόκλητων συμπατριωτών του:
«Σακραμέντο και Νοτάι / ο Θεός να σε φυλάει / πέρασα κι από το Φρίσκο / όλο μπελαλήδες βρίσκω. / Και γραμμή στο Μπόστον πάω / γιατί πολύ τ'αγαπάω / βρίσκω όλο μερακλήδες / ομορφάντρες ζεϊμπεκλήδες. / Μες στη Νέα Υόρκη μπήκα / όλο τζογαδόρους βρήκα / πήγα για να πάρω νύφη / κι έφυγα μ'ένα μιτζίτι».
Η καταστροφή της Σμύρνης και ο διωγμός 1,3 εκατομμυρίων Ελλήνων οδήγησαν τον άγνωστο συνθέτη να δείξει τους αίτιους:
«Η Σμύρνη και το Κορδελιό/ δεν ήταν του Κεμάλη / μόνο την επουλήσανε / 'Αγγλοι, Ιταλοί και Γάλλοι».
Η κρίση του 1933 ενέπνευσε το παρακάτω συρτό του Κώστα Ρούκουνα, παρομοιάζοντας το λαό σαν ένα στρατιώτη που πολεμά στο μέτωπο για να νικήσει τη φτώχεια:
«Οι φόροι και τα κόμματα / φέραν αυτή την κρίση / που κάνανε τον άνθρωπο / να μην μπορεί να ζήσει. / Κι όλο τη φτώχεια πολεμά / για να την ενικήσει / να βγάλει το ψωμάκι του / το σπίτι του να ζήσει. / Αλλά κι αυτό αδύνατο / για να το 'κονομήσει / και κάθε μέρα βλαστημά την έρημη την κρίση. / Όλος ο κόσμος τα 'χασε / κι όλοι παραμιλούνε / και κάθε μέρα βλαστημούν / την κρίση που περνούνε. / 'Αιντε, να ζήσεις φτώχεια και να πεθάνεις παλιοκρίση!».
Η μελέτη κλείνει με πλούσια βιβλιογραφία και παραπομπές στο διαδίκτυο, με ευρετήριο δημιουργών και ερμηνευτών, από τον Γιάννη Αλεξίου ή Γιάγκο Βλάχο ή Γιοβανίκα (Ρουμανία 1850 - Μυτιλήνη 1925) βιολιστή, συνθέτη και γενάρχη του σμυρναίικου μέχρι τον Στέλιο Χρυσίνη (Πειραιάς 1916 - Αθήνα 1970) συνθέτη, στιχουργό, οργανοπαίχτη και καλλιτεχνικό υπεύθυνο στις εταιρείες Columbia και His Master's Voice. Αυτός ο τυφλός και αγράμματος έγραψε με τη λαϊκή ψυχή του το συρτό «Κύπρο όλοι είμαστε κοντά σου / και προσμένουμε τη λευτεριά σου».

↧
Πάτρα: Συναυλία Ross Daly..«ΤΑΜΠΑΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ».
![]() |
Με την Ορχήστρα παραδοσιακών οργάνων του Δημοτικού Ωδείου Πατρών και τον Γ. Μανωλάκη |
H Ορχήστρα παραδοσιακών οργάνων του Δημοτικού Ωδείου Πατρών, ανταμώνει την Παρασκευή 10 Ιουλίουμε τον Ross Daly , μια από τις σημαντικότερες μορφές στο χώρο των μουσικών ιδιωμάτων της Ανατολικής Μεσογείου και τον κρητικό τραγουδιστή και λαουτιέρη Γιώργο Μανωλάκη και υπό την καθοδήγηση του Ευγένιου Βούλγαρη, φέρνουν στο προσκήνιο την Αστική Λαϊκή Μουσική της Κρήτης με τίτλο «Ταμπαχανιώτικα Τραγούδια».
Η συναυλία θα πραγματοποιηθεί στις 9.30 το βράδυ– θα μεταδοθεί απευθείας από το Ραδιόφωνο της ΕΡΤ Πάτρας – στο Ρωμαϊκό Ωδείο και επί σκηνής θα βρεθεί η 30μελής Ορχήστρα Παραδοσιακών οργάνων του Δήμου .
Tα Ταμπαχανιώτικα τραγούδια
Ως ταμπαχανιώτικα ή μανέδες προσδιορίζουμε τα μη χορευτικά τραγούδια των αστικών περιοχών της δυτικής Κρήτης, που αναπτύχθηκαν κυρίως (όσα έχουν διασωθεί) τον 19ο και τον 20ό αιώνα σε αλληλεπίδραση του χριστιανικού και του μουσουλμανικού στοιχείου των περιοχών αυτών, καθώς και της κρητικής αστικής μουσικής με την αντίστοιχη μουσική της Μικράς Ασίας και αργότερα με το ρεμπέτικο.
Ο όρος "ταμπαχανιώτικα"σχετίζεται με τους ταμπαχανέδες (τα βυρσοδεψεία) και με τα Ταμπάχανα, τις συνοικίες των βυρσοδεψών (π.χ. τα Ταμπάχανα της Σμύρνης, όπου και ταμπαχανιώτικα τραγούδια).
Στη δισκογραφία [που τα "έπιασε"βέβαια από τη δεκαετία του 1930 και εντεύθεν (με εξαίρεση τα ρεμπέτικα που ηχογράφησε από το 1926 ο κορυφαίος λυράρης Χαρίλαος Πιπεράκης, 1892-1981, ο οποίος όμως έδρασε και ηχογράφησε στις Η.Π.Α)] χαρακτηρίζονται επίσης "τραγούδια της ταβέρνας"και "τραγούδια μερακλίδικα".
Σήμερα είναι γνωστότερα τα μικρασιατικού ύφους τραγούδια που δημιουργήθηκαν από τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μ. Ασίας από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι και τα χρόνια της μεγάλης καταστροφής του 1922, που πέρασαν στο "κρητικό ρεπερτόριο"μέσα από διάφορες παραλλαγές των μουσικών και τραγουδιστών της Κρήτης... (όμως) είναι βέβαιο ότι η πρόωρη ανάπτυξη του Ηρακλείου, των Χανίων, και του Ρεθύμνου σε σχέση με αυτή της Σμύρνης, του κυριώτερου χώρου παραγωγής ελληνικού πολιτισμού, και η εγκατάσταση πληθυσμών κρητικής προελεύσως κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα εκεί, πρέπει να μετέφερε και τις πολιτισμικές λειτουργίες, που με το πέρασμα των χρόνων ενσωματώθηκαν στο Σμυρνέικο τραγούδι σαν κρητικό ιδίωμα" (Παναγιώτης Κουνάδης, εισαγωγή στη συναυλία του Μάνου Μουντάκη "Κρήτη-Μικρά Ασία, Μουσικοί Διάλογοι", Ρέθυμνο 26.8.98).
Πρόγραμμα συναυλίας
Σταφιδιανός σκοπός
Δακρύζω με παράπονο
Όσο σιμώνει ο καιρός
Αχ νενέ μου
Όσο βαρούν τα σίδερα
Οξω τ'αχείλι μου γελα
Ο παραπονιάρης
Στ'αραχνιασμένο μνήμα μου
Σαν δεις αγάπης δάκρυα
Το μερακλίδικο πουλί
Κρυφά για σένα θα πονώ
Συρτά Ροδινού
Τα βάσανά μου χαίρομαι
Μικρό μελαχρινό
Και συ στον ύπνο μου σκληρά
Βαρύς πισκοπιανός
Ιντα 'χεις γιασεμάκι μου
Πονεμένη καρδιά
Φιλεντέμ
Ross Daly
Το ταξίδι του Ross Daly στις μουσικές του κόσμου είναι ταυτόχρονα μια πορεία ζωής. Γεννημένος στην Αγγλία από Ιρλανδούς γονείς, ταξιδεύει μαζί τους σε πολλές χώρες και σύντομα αναδύεται το βαθύ του ενδιαφέρον για τη μουσική. Το πρώτο του όργανο είναι ένα τσέλο, ενώ στα δώδεκά του, στην Ιαπωνία, ξεκινά τη μελέτη της κιθάρας. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 βρίσκεται στο San Francisco. Έχοντας βιώσει την κλασική πειθαρχία, αλλά και το κλίμα ελευθερίας και πειραματισμού της εποχής, έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική παράδοση της Ανατολής, γεγονός που άλλαξε ριζικά τη ζωή του...
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι'αυτόν είχε η Ινδική κλασική μουσική, η οποία έτυχε να είναι η πρώτη μη δυτική παράδοση την οποία μελέτησε εμπράκτως. Στα χρόνια που ακολούθησαν ταξίδεψε εκτενώς, μελετώντας μια ποικιλία μουσικών οργάνων και παραδόσεων. Την εποχή αυτή δίνει έμφαση στη μουσική της Ινδίας και του Αφγανιστάν.
Το 1975 ταξίδεψε στην Κρήτη, την οποία είχε προηγουμένως επισκεφθεί για ένα σύντομο διάστημα το 1970 και το 1972, όπου είχε εντυπωσιαστεί πολύ από τη λύρα. Έπειτα από μία εξάμηνη περιήγηση από χωριό σε χωριό, όπου έρχεται σε επαφή με λαϊκούς μουσικούς , εγκαταστάθηκε στα Χανιά και ξεκίνησε να μελετά την κρητική λύρα με το μεγάλο δάσκαλο Κώστα Μουντάκη. Η μαθητεία του διήρκεσε πολλά χρόνια. Την ίδια περίοδο επισκεπτόταν συχνά την Τουρκία όπου μελέτησε την Κλασική Οθωμανική καθώς και την λαϊκή τουρκική μουσική. Έπειτα από αρκετά χρόνια εντατικής εκπαίδευσης σε διάφορες μουσικές παραδόσεις , το ενδιαφέρον του Ross Daly στρέφεται έντονα στη σύνθεση δίνοντας έμφαση στις διάφορες πηγές τις οποίες είχε μελετήσει. Σήμερα έχει κυκλοφορήσει περισσότερους από εικοσιπέντε δίσκους με συνθέσεις του, όσο και με δικές του διασκευές διαφόρων παραδοσιακών μελωδιών που είχε συγκεντρώσει κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Η Κρήτη εξακολουθεί να αποτελεί μία βάση για την προσωπική και τη μουσική του έρευνα , ενώ ταυτόχρονα ταξιδεύει σε όλον τον κόσμο δίνοντας συναυλίες με περιεχόμενο τη μουσική του.
Δεξιοτέχνης πολλών μουσικών οργάνων ο ίδιος, ο Ross Daly έχει συμπράξει επανειλημμένως με μεγάλους μουσικούς από όλο τον κόσμο δουλεύοντας μέσα στη μουσική πειθαρχεία των ανατολικών παραδόσεων, εξερευνώντας ταυτόχρονα νέες φόρμες και το δημιουργικό αυτοσχεδιασμό. Μεταξύ άλλων, παίζει κρητική λύρα, Αφγανικό ραμπάμπ , λαούτο, πολίτικη λύρα, σαράνγκι, ούτι, σάζι και ταμπούρ. Μοναδικός ως συνθέτης, ο Ross Daly χτίζει τις συνθέσεις του γύρω από τις λεπτές αποχρώσεις και τις ζωντανές συναντήσεις των διαφόρων ήχων των παραδόσεων που έχει μελετήσει. Η στενή προσωπική σχέση του με τους μουσικούς με τους οποίους συνεργάζεται είναι εξέχουσας σημασίας για τον ίδιο τον Daly, καθώς πιστεύει ότι αυτό το εσωτερικό δέσιμο είναι που δίνει ζωή στη μουσική. Ο μοναδικός ήχος της μουσικής του αντανακλά την προσωπική του φιλοσοφία, επηρεασμένη από την παράδοση των Σούφι , η οποία τονίζει την ιερή φύση της ίδιας της μουσικής , την τεράστια δύναμη που εμπεριέχει καθώς και την αναγκαιότητα, για αυτούς που ασχολούνται με αυτήν, να της παραδοθούν ανιδιοτελώς και ανεπιφύλακτα . Η διαδικασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα μία υπερβατική και πνευματική μουσική εμπειρία , την οποία μοιράζονται οι μουσικοί με τους ακροατές και που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τους σύγχρονους όρους "World music"και "Ethnic". Η μουσική του Ross Daly προσφέρει κάτι που όλο και πιο δύσκολα βρίσκει κανείς στις μέρες μας: τη συνέχεια και την ενότητα. Το να γίνεται κανείς κοινωνός της ουσίας της μουσικής που δεν έχει κανένα φυσικό όριο, είναι μία μαγική εμπειρία πέρα από το χώρο και το χρόνο , ενώνοντας τη φυσική ροή των αρχαίων παραδόσεων με τις πιο σύνθετες ανάγκες του σύγχρονου ακροατή.
Ο Ross Daly έχει εμφανιστεί σε πολλές χώρες και θέατρα όπως: Theatre de la Ville, Paris (1992-93, 2002,2003,2005), The Athens Concert Hall, Athens,(1993),Festival of Jerusalem (1995), Luxembourg(1994), Passionskirche, Berlin (1994,95,96),Aarhus, Denmark(1997), Huset theatre,Ahlborg, Denmark (1995-97),Copanhagen, Denmark (1995-97), Archaeological Museum Madrid 1998-99, 2001, Festival of Murcia, Spain (1999), Cemal Resit Rey Conser Salonu, Istanbul (1997), Lycabettus Theatre, Athens 1987,91,93,98). Queen Elizabeth Hall, London (1998-2000-2), WDR, Munich (1999), WDR Wuppertal (1992),Luxembourg (1992), Nuremberg (1992), Frankfurt (1992).
Σήμερα συνεχίζει να ταξιδεύει και να δίνει συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ ταυτόχρονα διευθύνει το Μουσικό Εργαστήρι "Λαβύρινθος" (www.labyrinthmusic.gr) στο χωριό Χουδέτσι στην Κρήτη.
Σχολή Παραδοσιακών Οργάνων
Η Σχολή Παραδοσιακών Οργάνων του Δημοτικού Ωδείου Πατρών ξεκίνησε τα μαθήματά της το 1999, με υπεύθυνο τον Χρήστο Τσιαμούλη, ο οποίος στα έξι χρόνια της παρουσίας του στην Πάτρα την καθιέρωσε στον χώρο των σπουδών των ανατολικών μουσικών παραδόσεων. Από το 2005 υπεύθυνος της Σχολής είναι ο Ευγένιος Βούλγαρης.
Εκτός από το διδακτικό της έργο η Σχολή έχει να επιδείξει και μία σειρά επιτυχημένων εκδηλώσεων που αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να προσεγγίσει τη μουσική πράξη ως απαραίτητο συμπλήρωμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, διερευνώντας νέους τρόπους παραγωγής ενός ουσιαστικού και δυναμικού «μουσικού λόγου» στο παρόν.
Η ορχήστρα της Σχολής παρουσιάσει σε συναυλίες τις μουσικές παραστάσεις, "Κύκλοι Παθών"το Πάσχα του 2004 , το μουσικό αναλόγιο "Το βλογημένο το μαντρί"τα Χριστούγεννα του 2004 , και το "Ζωοφορίας το μέλος"τα Χριστούγεννα του 2005 στο Πανεπιστήμιο Πατρών, "Μουσικές ιστορίες από την Ελλάδα της Ανατολής"τον Ιούνιο του 2011, "Ζεϊμπέκικο: 9 σημάδια στον χρόνο"τον Δεκέμβριο του 2013 στην Πάτρα και Αύγουστο του 2014 στην Κρήτη, προσκεκλημένη από τον Ross Daly προκειμένου να συμμετάσχει στο 5ο Houdetsi Festival. Στα πλαίσια του φεστιβάλ "Θρησκεία και Τέχνη", παρουσίασε τις συναυλίες με θέμα "Το εξωτερικό μέλος στην Βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική παράδοση"τον Νοέμβριο του 2008 και " AYIN - Η μουσική τελετουργία των Mevlevi Δερβίσιδων"τον Φεβρουάριο του 2012.
Η Σχολή έχει εξάλλου θεσμοθετήσει μία σειρά εκδηλώσεων στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης που παρουσιάστηκαν με τίτλο "Μουσικές Κυριακές του Ιουνίου" (2003, 2005, 2008 και 2009), "Άνοιξη: Κυριακάτικα πρωινά" (2004), και "Μουσικές βραδιές του Ιουνίου" (2006, 2010).
Το Μάρτιο του 2009 και τον Δεκέμβριο του 2010 σε συνεργασία με το Λύκειο Ελληνίδων οργανώθηκαν οι μουσικοχορευτικές παραστάσεις με τίτλο "Ανατολικά του Αιγαίου"και "...ας τραγουδήσω κι ας χαρώ..."αντίστοιχα, στο Συνεδριακό Κέντρο του Πανεπιστημίου Πατρών, ενώ το Μάιο του 2009 συνέπραξε με το χορευτικό τμήμα των Πολιτιστικών Φοιτητικών Ομάδων του Πανεπιστημίου Πατρών. Τέλος, στα πλαίσια των Ανοιχτών Δράσεων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου η Σχολή φιλοξένησε και συνδιοργάνωσε σειρά καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και διαλέξεων, από το Μάϊο του 2009 μέχρι και σήμερα.
Γιώργος Μανωλάκης - Βιογραφικό
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1982 και γνώρισε την μουσική μέσα από την οικογένεια του. Στα οκτώ χρόνια του ξεκίνησε να μαθαίνει λαούτο από τον πατέρα του, Κωστή Μανωλάκη, δεξιοτέχνη στη λύρα και το λαούτο και ακολουθώντας την πορεία του, τον συνοδεύει από πολύ μικρή ηλικία σε παραδοσιακά κρητικά γλέντια. Στα 14 του χρόνια ξεκινά μαθήματα σε ωδείο πάνω στο μπουζούκι με τους Τρικάλη Κώστα, Ανδρέα Στεφανάκη και Ιωσήφ Κέρπελη. Ανακαλύπτει τη δράση του Φουσταλιέρη και του Κουτσουρέλη, οι οποίοι θα αποτελέσουν σπουδαία μουσικά πρότυπα στην καριέρα του. Από τα 16 του και για αρκετά χρόνια παίζει κυρίως ρεμπέτικα τραγούδια σε τοπικά μαγαζιά του Ηρακλείου. Εκτός από λαούτο και μπουζούκι, παίζει επίσης μαντολίνο, τζουρά, μπαγλαμά, κιθάρα και μπουλγαρί.
Η πρώτη του επίσημη παρουσία στο χώρο γίνεται με τους Χαΐνηδες, το πρώτο του όχημά για να έρθει σε επαφή με ένα μεγαλύτερο και ετερόκλητο κοινό μέσα από τις περιοδείες τους στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 2005 ηχογραφεί μαζί τους το δίσκο «Ο γητευτής και το Δρακοδόντι», όπου ερμηνεύει το «Συρτό του Ουρανού» ένα τραγούδι σε στίχους και μουσική του Δ. Αποστολάκη, καθώς και το δίσκο «Ο καραγκιόζης στη Γιουροβίζιον» το 2007. Σύντομα βρίσκεται κοντά στον Ross Daly συνοδεύοντας τον με το λαούτο.
Το 2009 κυκλοφορεί η πρώτη του προσωπική δουλειά «Το Σπαθί», με 12 τραγούδια. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου ερμηνεύεται από τον Ψαραντώνη. Το 2013 ακολουθεί ο διπλός δίσκος «Διττό: ο καύκος και η μέδουσα», με το δεύτερο μέρος να βασίζεται κυρίως σε αυτοσχεδιασμούς στο λαούτο. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε η τελευταία του δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Κόκκινες Πλάκες». Συνδυάζει τα στοιχεία που έχουμε δει στις προηγούμενες δουλειές του και εδώ μας παρουσιάζει κάτι περισσότερο συμπαγές, καθώς οι πειραματισμοί εισχωρούν στο παραδοσιακό στοιχείο και αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο.
Σήμερα, εμφανίζεται με προσωπικά του πρότζεκτ που έχουν ως βασικό συστατικό τους αυτοσχεδιασμούς, αλλά και ως βασικός συνεργάτης του Ross Daly και του Βασίλη Σταυρακάκη. Συνεργάζεται επίσης με το μουσικό εργαστήρι «Λαβύρινθος» όπου παραδίδει σεμινάρια για μπουζούκι και λαούτο.
Περιγραφή
Ο Γιώργης Μανωλάκης είναι ένας από τους σημαντικότερους λαουτιέρηδες της Κρήτης. Με βασικό άξονα του τις παραδοσιακές μελωδίες και με κυρίαρχο συνοδοιπόρο του το λαούτο, με επιρροές από jazz, blues, gypsy ήχους και στοιχεία από τον Jimi Hendrix και τους Led Zeppelin, αυτοσχεδιάζει και ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο την κρητική μουσική παράδοση. Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης, ξεκίνησε να παίζει λαούτο σε πολύ μικρή ηλικία. Στα πρώτα του βήματα συνεργάστηκε με τους Χαϊνηδες και τον Ψαραντώνη, ενώ σήμερα τον βλέπουμε δίπλα στον Ross Daly και τον Βασίλη Σταυρακάκη. Στο μουσικό εργαστήρι «Λαβύρινθος» παραδίδει σεμινάρια για μπουζούκι και λαούτο, ενώ παίζει επίσης μαντολίνο, τζουρά, μπαγλαμά, κιθάρα και μπουλγαρί. Μέχρι στιγμής έχει κυκλοφορήσει τρεις προσωπικούς δίσκους, με πιο πρόσφατο έργο του τις «Κόκκινες Πλάκες». Ο Γιώργος Μανωλάκης αποτελεί έναν δυναμικό εκπρόσωπο της νέας γενιάς Ελλήνων μουσικών και παρουσιάζει τη δική του προσέγγιση, με απόλυτο σεβασμό προς την καλλιτεχνική ιστορία του τόπου του.
Συμμετέχοντες στην συναυλία
“Αστική λαϊκή μουσική της Κρήτης:Ταμπαχανιώτικα τραγούδια"
της Ορχήστρας Παραδοσιακών Οργάνων
του Δημοτικού Ωδείου Πατρών
Αναστασόπουλος Γιάννης
Απανωμεριτάκης Ηλίας
Αραμπατζή Ιωάννα
Ασημακοπούλου Μάνια
Ατσαλής Γιάννης
Βούλγαρης Σέργιος
Γαλάνης Αλέξης
Γαλάνης Γιάννης
Γεωργοπούλου Παναγιώτα
Δαουλτζή Ελευθερία
Ζαφειρόπουλος Ανδρέας
Κάργα Μαίρη
Κοκκινάρης Γιώργος
Κοτρώνης Αυγουστίνος
Κουκή Χριστίνα
Κουλουριώτη Ειρήνη
Λουλάκης Σταύρος
Μαγριπής Άρης
Μαρούντα Αριστέα
Μαστραντωνάκης Στέλιος
Μεσσαλάς Γιάννης
Παπαγεωργίου Γιώργος
Παπαγεωργίου Νίκος
Παπαδάτου Ειρήνη
Παπαδημητράκη Μαρία
Πεντασκούφη Μαρία
Στεφανόπουλος Κωνσταντίνος
Τζουραμάνης Κυριάκος
Τράμπαρης Τάσος
Τσαρούχης Κώστας
Φραγκούλης Αλέξης
Φωτίου Μαρία
Ψάχος Αργύρης
Τιμή Εισιτηρίου 10.00€
Προπώληση εισιτηρίων : Ταμείο Δημοτικού Θεάτρου ‘Απόλλων», Οπτικά Καραμούζης, Βιβλιοπβλείο discover, Βιβλιοπωλείο 34ο & 14’,
↧
↧
Δημήτρης Καλαντζής - Το ποίημα

Ο Δημήτρης Θ. Καλαντζής, μουσικός και τραγουδοποιός, με προϋπηρεσία σε συγκροτήματα (Φατμέ) και συμμετοχή σε άλλες ορχήστρες, έχει μέχρι τώρα παρουσιάσει δικά του τραγούδια με τις φωνές του Γιώργου Μαργαρίτη, του Μανώλη Τοπάλη, της Κατερίνας Τσιρίδου, της Μαριώς του Λάμπρου Καρελά της Ντένιας Κουρούση και του Νίκου Ζιώγαλα.
Ολοκληρωμένο CD το "Κορώνα Γράμματα"που κυκλοφόρησε το 2010.
Το νέο ανεξάρτητο τραγούδι του "Το Ποίημα"το τραγουδάει ο ίδιος και, έχει παίξει όλα τα μουσικά όργανα (κιθάρα, μπάσο, μπουζούκι)
Πολύτιμη συνεργασία με τον συνθέτη Φάνη Δεικτάκη, που στο στούντιο του έγινε η ηχογράφηση
Το ποίημα
ποτέ δε μ'άγγιξε το χρήμα , ποτέ δε μ'άγγιξε η χλιδή
ούτε και έφαγα το ποίημα για ίσιο δρόμο και προκοπή .
refrain
εγώ τραβάω το δικό μου δρόμο ,
που είναι κόντρα με το νόμο .
ποτέ δε μ'άγγιξε η δόξα , ποτέ δεν είχα τέτοια λόξα
ούτε και θέλω να με ξέρουν , ούτε για μένα να υποφέρουν
refrain
εγώ τραβάω το δικό μου δρόμο ,
που είναι κόντρα με το νόμο .
ποτέ δε μ'άγγιξε η κρίση , χρόνια την έχω συνηθίσει
είμαι σκληραγωγημένος και με τη φτώχεια αγαπημένος .
refrain
εγώ τραβάω το δικό μου δρόμο ,
που είναι κόντρα με το νόμο .
↧
«ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΔΕΣ ΚΑΙ ΛΑΙΚΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ».ΜΙΑ…ΑΣΥΓΚΝΩΣΤΗ …ΘΕΩΡΗΣΗ». Του Μπάμπη Κ.Μώκου

Του Μπάμπη Κ.Μώκου
Κάθε αντικοινωνική ομαδοποίηση, κάθε ιδιαίτερη ,ιδιόμορφη «δράση», έχει τα αίτια και τα αιτιατά της.Θετικά η αρνητικά.
Οι εκ των υστέρων αναλυτές,η ευρύτερη κοινωνία ,καθώς και εμείς σημερα, εχουμε σχηματοποιημένη γιά το …κουτσαβακισμό τη χειρότερη εικόνα, άθλια, απερίγραπτα απαξιωτική.
Αν όμως κανείς ανατρέξει στην νεοελληνική ιστορία και κύρια στην ιστορία των μεταεπαναστατικών του 1821 χρόνων ,θα διαπιστώσει τα παρακάτω:
Οι κλέφτες ,αρματολοί και οι απλοί λαικοί πολεμιστές της επανάστασης ,
από το 1827 και εντεύθεν ,για τους αγώνες και τις θυσίες τους , αναμένουν οφέλη ανταποδοτικά.
Περιμένουν δηλαδή από την υποτυπωδώς μορφοποιημένη τότε εξουσιαστική Αρχή να τιμήσει ανταποδοτικά τη δράση τους .
Πιεστικά και με τραχείς συμπεριφορές ,απαιτούν δηλαδή ,άμεσα ανταλλάγματα ελάχιστης κοινωνικής αποκατάστασης για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν στην πατρίδα.Και απαιτούν,προσδοκούν, κοινωνική ένταξη η παραχώρηση γής, αξιώματα ,έστω και κατώτερα και γενικά αναγνώριση για όσα προσέφεραν πολεμώντας τον Τούρκο.
Συνειδησιακά έχουν βαθειά ,εσωτερικά την πεποίθηση πως ναι μεν πολέμησαν για την ελευθερία, αλλά ελευθερία γι’ αυτούς σημαίνει καταφανή αλλαγή όρων διαβίωσης .Αυτό ποτέ δεν το καταφερνουν και είναι το μεγάλο παράπονό τους, αφού οι διοικούντες τους θεωρούν…ανυπότακτους ,απείθαρχους,παρακατιανούς, μη αποδοχείς-μη επιδεκτικούς καμμιάς προσπάθειας συνεννόησης και σε κανένα αίτημά τους δεν ανταποκρίνονται. Από την άλλη υπάρχουν οι τοπικοί πολέμαρχοι που διαθέτουν ακόμα τεράστια δύναμη ,και αφού οι αγωνιστές μόνον αυτούς αναγνωρίζουν και όχι τους «ξενόφερτους» (όπως έλεγαν),συσπειρώνονται λοιπόν γύρω απ’αυτούς και τους γόνους τους ,ομαδοποιούνται και πολεμούν κάθε κυβερνητική απόφαση ή μέτρο, φθάνοντας σε σημείο να ανέχονται με το ζόρι
εως μη αποδοχής την κατά την άποψή τους …ξενόφερτη διακυβέρνηση.
Ετσι επιδίδονται σε συμπεριφορές αυθαίρετες ,αντιδραστικές,πολλές φορές συνωμοτικές ακόμα και σε προσπάθειες υποδαύλισης ,υπονόμευσης της κρατικής εξουσίας , φθάνοντας ακόμα μέχρι σε αυτοδικίες ακόμακαι σε εγκλήματα.(Δολοφονία Καποδίστρια κ.λ.π.).
Η κυρίως μετά το 1833 κρατική εξουσία ,είναι αλήθεια ,έχει δύσκολο έργο για το πώς θα χειριστεί αυτούς τους τραχείς ανθρώπους ,που οι περισσότεροι είναι αγράμματοι,απροσάρμοστοι… αγρίμια των βουνών και των λημεριών ,ανυπότακτοι και δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να ανήκεις και να διοικείσαι από συντεταγμένο κράτος.
Θέλει να τούς ικανοποιήσει αλλά αδυνατεί ,αφού το κράτος είναι ακόμα ασύνδετο,ασυντόνιστο και οι πόροι που διαθέτει ελάχιστοι.Αυτή την αδυναμία οι αγωνιστές την αντιλαμβάνονται σαν προσβολή,παραγκωνισμό,
οτι οι κυβερνώντες πονηρά, τους αγνοούν παραδειγματικά . Τοτε λοιπόν και αντιδρούν λυσσαλέα. Η κρατική εξουσία επανέρχεται, διορίζει μερικούς κρατικούς χωροφύλακες αλλά οι υπόλοιποι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.Αυτοί λοιπόν οι άλλοι…οι υπόλοιποι πού είναι και οι περισσότεροι σηκώνουν παντιέρα και δημιούργούν κίνημα παρόμοιο με αυτό του «Απε
λατισμού».
Διαμορφώνουν δηλαδή ένα κίνημα …αντιπερισπασμού, ένα τρόπο ζωής ολοφάνερα αντιδραστικό προς την εξουσία αλλά κυρίως προς τους πρώην συντρόφους τους που τώρα είναι βολεμένοι.
Συνεχής «κοινωνικός αυτοματισμός», όπως θα λέγαμε σήμερα, τους σπρώχνει στο απόλυτο περιθώριο , σε πράξεις πρωτόγνωρης αυθαιρεσίας -αυτοδικίας και τρόπο ζωής κλειστό, ακανόνιστο,χωρίς ίχνος δομικής συλλογικότητας ,συνεχούς παραβατικότητας.
Αυτό και διαμορφώνει πλήρη αντιθετικότητα με την νόμιμη κοινωνικότητα και , εν πολλοίς, αναπροσδιορίζει τη στάση της κρατικής αρχής απέναντί τους που σκληραίνει βάναυσα και πλέον δεν είναι παρά ένα «κρυφτούλι» , ένα αδυσώπητο ,ανελέητο κυνήγι διαρκείας.
«Απελάτης» τι σημαίνει; Σημαίνει πρακτικά, τον ατίθασο, τον ανυποχώρητο,τον προκλητικά επικαλούμενο την ανδρειοσύνη του,τον εν τέλει προκλητικά αντικοινωνικό ,περιθωριακό που δεν καταλαβαίνει από νόμιμη τάξη, τον αντιθετικό , τον με κάθε τρόπο αντιδραστικό που ζεί μέσα σε ένα περίγυρο στενό ,εξειδικευμένο –μια δική του… κοινωνία ,τον απροσάρμοστο, τον ασύντακτο και σε καμμιά περίπτωση προσαρμόσιμο σε κάθε είδους και μορφής κοινωνία.Που λογίζει «αφεντικό» τον εαυτό του και μόνο.
Αναφορά στους Απελάτες κάνει με δικό του τρόπο στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» ο Κωστής Παλαμάς:
«Και τους τρέμουνε των κάμπων οι κιοτήδες
και με ονόματα τους κράζουν πονηρά.
Κλέφτες και απελάτες και προδότες
τους μισούν οι Βασιλιάδες κι’ ολ’οι τύραννοι…».
Αναφορά στα χαρακτηριστικά του «Απελατισμού» κάνει και ο Νίκος Μπελλογιάννης στο κεφάλαιο «Πρώτες μακρυνές ρίζες» του βιβλίου του «Κείμενα από την Απομόνωση».-
Χρόνο με το χρόνο,η αντίδραση , το μίσος και η στάση αυτών των ανθρώπων προς την κρατική εξουσία αρχίζει να παίρνει διαστάσεις απόλυτα προκλητικές και οι παρεκλίνουσες συμπεριφορές τους χαρακτηρίζονται από υπερβάλουσα αυθαιρεσία και τρόπο ζωής ιδιαίτερα αντικοινωνικό. Ομαδοποιημένοι λοιπόν ,κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα , είναι πρώτοι σε κάθε μορφής εγκληματικές πράξεις και βέβαια στην εθιμικότητά τους εχει προεξάρχουσα θέση η διασκέδασή τους ,που πλέον δεν είχε καμμιά σχέση με τα Δημοτικά η άλλου είδους τραγούδια που την εποχή εκείνη επικρατούν.
Καθώς είναι επιρρεπείς σε λούμπεν συμπεριφορές , δεν μπορεί παρά και οι επιλογές διασκέδασής τους, να είναι παρόμοιες .Κι’ αφού βρίσκουν «ανοικτή» την πόρτα λαικών ακουσμάτων του περιθώριου ,των φυλακών,μπαίνουν ,προσεταιρίζονται ,οικειοποιούνται ταυτίζουν τις μουσικές τους διαθέσεις με τεχνοτροπίες παρακατιανές, πρωτόγνωρες ,
αντίθετες σ’ αυτές της άρχουσας τάξης ,κυρίως ανατολίζουσες .
Αφού μπαινόβγαίνουν στις φυλακές και στα κρατητήρια ,ουσίες, ναρκωτικά , πορνεία , αγωνία για την επικείμενη δίκη και καταδίκη ,αυτά είναι που τους απασχολούν , τα βιώματα οι παραστάσεις τους.
Ακριβώς ό,τι ήδη καταγραμμένο, σε στίχους ιδιόμορφους και ενός άλλου είδους μουσική απ’όπου λείπουν τα πνευστά και βασιλεύει ένα είδος όργανου σαν μικροταμπουράς , σαν τον κατοπινό μπαγλαμά,εύχρηστο ,ελαφρύ, συνήθως αυτοσχέδια κατασκευή.Αυτό το όργανο είναι πρόχειρό στη χρήση ,εύχρηστο, εύκολο και μπορούν,λόγω μεγέθους ,να το κρύβουν σε κάθε περίπτωση ,εύκολα, από τους δεσμοφύλακες.Αλλωστε πολλοί απ’αυτούς ενασχολούνται στις φυλακές με τη μουσική ,τη δική τους όμως μουσική,μια άλλη …πράξενη,αλλόκοτη μουσική.
Στη φυλακή λοιπόν του Μεντρεσέ αλλά και στην Παληά Στρατώνα,πρωτοεμφανίζεται απ’αυτούς τους παραβατικούς ανθρώπους ένα άλλο είδος τραγουδιού, τα Μουρμούρικα η Ντουζενάτα.
Τραγούδια άμετρα κατά τον στίχο,μακρυά από μελωδίες «μελισματικές»(με εμφανέστατη ανατολίτικη μελωδική χρειά) και στίχους αυτοσχέδιους .Σε τόνο βαρύ , ασήκωτο καταδεικτικό της «βαθειάς οδύνης» του παράνομου φυλακισμένου..
Σημ: Μουρμούρικο η σε Ντουζένι είναι το τραγούδι, όπου η πάνω τρίτη χορδή του μπαγλαμά ,της πανδουρίδας, του ταμπουρά δεν «πατιέται» με το δάκτυλο στο «τάστο» του όργανου, ώστε κατά το παίξιμο να κρατιέται διαρκώς ένα «ισο» δηλαδή μια απεριόριστη «ισοκρατία». Πρόκειται για εκπληκτική μέθοδο παιξίματος , γλυκειά κατά τη μελωδική απόχρωση και απόλυτα ιδιαίτερη στη μορφοποίηση ενός»γεμάτου» ύφους τραγουδιού.
Σημ: Φανταστικοί στα ντουζένια και καραντουζένια υπήρξαν αργότερα ο Μάρκος Βαμβακάρης , ο Κερομύτης και ο Απόστολος Χ’’χρήστος. Το ντουζένι είναι ο απόλυτα «εμπρηστικός» μελωδικά τρόπος ,ο υπέροχα, διαπεραστικά συγκινησιακός, του τρίχορδου μπουζουκιού.
Το τραγούδι όμως, κανένα τραγούδι δεν μπορείς να το…αλυσσοδέσεις,να το μαντρώσεις, όσο ψηλά και θεόρατα να είναι τα τείχη ,όποιας φυλακής.Η μελωδία και ο στίχος θα …καβαλήσουν τον αέρα , θα βγούν έξω,θα ελευθερωθούν και θα γίνουν μιλιά, απαντοχή ,απάντηση σε όσουν δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την αδικία και τη …σκλαβιά. Ετσι
αυτά τα… τραγούδια και ο τρόπος τους «τρύπησαν « τους τοίχους της φυλακής και «περπάτησαν»παραέξω ,όπου οι…ανυπόμονοι «εκτός»τα υιοθέτησαν ,τα μορφοποίησαν μελωδικά ,υιοθετώντας τον «ντουζένικο» τρόπο και δημιούργησαν μουσικό πλούτο ζηλευτό,που χρόνο με το χρόνο πέρασε και στον γύρω πλατύ υποβαθμισμενο κοινωνικό
περίγυρο –στη φτώχεια σαν τραγουδι διαμαρτυρίας ,παράπονου,επισήμανσης της κοινωνικής αδικίας και ταξικής...ανισορροπίας..
«Παίξε γιαβάσικη πενιά
κι’ ένα γλυκό ντουζένι
για να σ’ ακούσει μια ψυχή
που σε… καταλαβαίνει».
(Απόσπασμα από το τραγούδι του Χ’’χρήστου
«Ηρθαμε να γλεντήσωμε , Χαντζηχρήστο».
Ακριβώς αυτή την εποχή,δηλαδή στα 1850, αρχίζει να αναδεικνύεται το Λαικό Αστικό Τραγούδι,αφού για τον κάτοικο των μεγάλων αστικών κέντρων ,τα Δημοτικά εχουν σχεδόν μπεί στην άκρη.Κι’ αυτή ,κατά την ταπεινή μου άποψη,η παραπάνω δηλαδή θεώρηση, προκύπτει αποδεικτικά σαν ιστορικά θεωρημένη πρωτεύουσα αιτία, αφορμή ,για τη δημιουργία του ρεύματος του κουτσαβακισμού,που εν πολλοίς «βόλευε» για την επο
χή την περιβόητη αστική τάξη,σαν πρωτεύον συγκριτικά σημείο –στόχο-άλλοθι αντίδρασης για να κάνει –όπως πάγια-τη… δουλειά της.-
Οσο για τα τραγούδια που εμπεριέχουν «δόση» μαγκιάς η κουτσαβακισμού παρα την «περιθωριακή» κατά τους ισχυρισμούς του αστισμού θεματολογία τους , σε πείσμα διάφορων, πολλά απ’ αυτά είναι που ως τις μέρες μας τραγουδιούνται.
Και κάτι τελευταίο : Το ότι κάποιος τραγουδά και ευχαριστιέται ένα τραγούδι αυτού του είδους ,δεν σημαίνει και καλά ότι ταυτίζεται με την θεματολογία του και βέβαια κατ’ανάγκην με το «ποιόν», την …πολιτεία του κάθε τραγουδοποιού. Σου αρέσει,σε ευχαριστεί αυτό που ακούς και όχι η…φάτσα,τα ελαττώματα ,το φέρσιμο,η εν γένει συμπεριφορα του κάθε δημιουργού. Γιά οποιοδήπτε αποτέλεσμα ,προιόν τέχνης , αυτό αλλωστε είναι παραδοχή.
Αν κάτι,δεν το αποδέχεσαι,προσπέρασέ το,αγνόησέ το, μην το… τιμάς.Και πάντως μην το απαξιώνεις.
Χαράλαμπος Μώκος
↧
Οι μπάτσοι και οι αστυνόμοι στα ρεμπέτικα του 1930
![]() |
Από το “κυρ αστυνόμε μη βαράς…” στο “τούτοι οι μπάτσοι που ήρθαν τώρα…” και από τους “μαύρους” του Βαμβακάρη στους κατάμαυρους της αντιτρομοκρατικής Ρεμπέτικα τραγούδια για τους μπάτσους και τους αστυνομικούς στη δεκαετία του 1930 |
Η μαγεία της ελληνικής γλώσσας δεν κρύβεται μόνο στη γλώσσα της Διανόησης αλλά και στη γλώσσα των απλών ανθρώπων (αλλά μεγάλων ποιητών), όπως καταγράφονται στη λαϊκή τραγουδοποιία, είτε είναι ανώνυμη (δημοτικά τραγούδια), είτε επώνυμη (λαϊκά τραγούδια)
Τι σημαίνει η λέξη “μπάτσος”;
Μελετώντας το ρεμπέτικα τραγούδια της δεκαετίας του 1930 θα ακούσετε σπάνιατη λέξη μπάτσος.
Το “μπάτσος” (από το τουρκικό baç > αστυνόμος, φοροεισπράκτορας)πάντα με υποτιμητική σημασία, αρχικά, δήλωνε τον Τούρκο φοροεισπράκτορα, που έπαιρνε αυθαίρετα και δια της βίας χαράτσια από τους υπηκόους (λέτε, σήμερα, να μετονομαστούν σε “μπάτσοι” οι υπάλληλοι της ΔΕΗ;)Η λέξη μπάτσος αναφέρεται, μάλλον, για πρώτη φορά σε τραγούδι στο “τούτοι οι μπάτσοι που ήρθαν τώρα” σε ηχογραφημένο το1928, Νέα Υόρκη από τον Γιαννάκη Ιωαννίδη και στο μπουζούκι τον Μανώλη Καραπιπέρη
κάνετε κλικ επάνω στα υπογραμμισμένα για να ακούσετε το τραγούδι
http://www.youtube.com/watch?v=8atsham7R90
Υπάρχει και ένα άλλο τραγούδι αρκετά πιο αθυρόστομο και με την πασίγνωστη κατάληξη “μάγκες πιάστε τα γιοφύρια/ μπάτσοι κλ…”. Η παρακάτω εκτέλεση, όμως, πρέπει να θεωρείται νεότερη και δε συνάδει με το ρεμπέτικο πνεύμα της δεκαετίας του 1930
http://www.youtube.com/watch?v=fT2mqDsjFrM
Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι ο μπάτσος δε συνδέεται άμεσα με τον χωροφύλακα (γι αυτό και το “μπάτσοι και χωροφυλάκοι”. Ίσως, ο μπάτσος να ήταν ο χαφιές, ο παρακρατικός, που συνεργαζόταν με την αστυνομία για να δέρνει τον κοσμάκη με την ανοχή και την εποπτεία της αστυνομίας.
Το 1934 η λέξη “μπάτσος” αναφέρεται και στο τραγούδι με τίτλο “μάγκες” του Μπάτη (αναφέρεται ως ερμηνευτής του τραγουδιού, αλλά στην πραγματικότητα τραγουδά ο Παγιουμτζής). Πρόκειται, στην πλειοψηφία τους, για παλιά μουρμούρικα δίστιχα της φυλακήςhttp://www.youtube.com/watch?v=FvNCP0huifk
Ήρθαν μπάτσοι βρε και μας πήραν
και στου Συγγρού καλέ μας πήγαν
Θα ‘ρθούνε μπάτσοι να ορκιστούνε
και ψέματα να μη σας πούνε
Οι ρεμπέτες της δεκαετίας το 1930 είχαν πολύ προσεκτική και σεμνή έκφραση. Δε χρησιμοποιούσαν βωμολοχίες, ούτε σεξουαλικά υπονοούμενα.Οι αστυνόμοι ήταν γνωστοί και ως “καρακόλια”. Ο Μάρκος Βαμβακάρης τους αποκαλεί “μαύρους”στο “χθές το βράδυ στο σκοτάδι”, 1935
Χτες το βράδυ στο σκοτάδιΜε στριμώξανε δυο μαύροι
κάνετε κλικ επάνω στα υπογραμμισμένα για να ακούσετε το τραγούδι
http://www.youtube.com/watch?v=O01l6wcczbg
Όσο και αν μας κάνει εντύπωση στα γνήσια ρεμπέτικα του 1930 υπάρχουν οι ευγενικές εκφράσεις (όπως και ευγενικοί ήταν οι ρεμπέτες): “έρχεται η αστυνομία” και το “κυρ αστυνόμε, μη βαράς” ίδιος στίχος και στο “λαχανάδες” καθώς και στο “μανάκι μου”
είμαι πρεζάκιας, του Γιοβάν Τσαούς.Σαν αποθάνω φίλε μου
έρχεται αστυνομία
μετά το σκουπιδιάρικο
και κάνει την κηδεία
κάνετε κλικ επάνω στα υπογραμμισμένα για να ακούσετε το τραγούδι
http://www.youtube.com/watch?v=WOd_KkQiB-s
Κάτω στα λεμονάδικα (Οι λαχανάδες), συνθέτης: Παπάζογλου, έτος ηχογρ.1934
Κυρ αστυνόμε μη βαράς…
κάνετε κλικ επάνω στα υπογραμμισμένα για να ακούσετε το τραγούδι
http://www.youtube.com/watch?v=lZa8byOAlUs
Μανακι μου
Κυρ-αστυνόμε, μη βαράς
δεν φταίω εγώ ο φουκαράς
http://www.youtube.com/watch?v=fqcfve43fu0
Το τραγούδι είναι παραδοσιακό της Μ. Ασίας. Έχει ηχογραφηθεί το 1925 από την Μαρίκα Παπαγκίκα και από τότε έχουν ακολουθήσει εκατοντάδες ερμηνείες. Ας μου επιτρέψετε την παραπάνω ερασιτεχνική ηχογράφηση (έχει συναισθηματική αξία για τον γράφοντα, μιας και ακούγονται γνωστές, και φάλτσες φωνές, στα σεγόντα). Τραγουδά ο Νίκος Παπάζογλου με την παρέα του, καθώς διασκεδάζουν σε ένα καφενείο στην Ίο, το 2004. (μεταφορτώθηκε από τον trixorod)
Πηγή: 24 γράμματα– Γιώργος Δαμιανός
↧
Άκης Πάνου 15/12/1933 – 7/4/2000

Διακεκριμένος λαϊκός συνθέτης και στιχουργός. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίουτου 1933 στην Καλλιθέα και το πλήρες όνομά του ήταν Αθανάσιος - Δημήτριος Πάνου. Προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια -είχε δύο αδερφούς και μια αδερφή- και ο πατέρας του ήταν γραμματέας στο 15o Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Με τη μουσική τον έφεραν σε επαφή η μητέρα του και ο μεγαλύτερος αδελφός του. Ήταν μόλις 9 ετών όταν άρχισε να δουλεύει σε ταβέρνες, ενώ στα 13 του βρέθηκε να παίζει και να τραγουδά τα Σαββατοκύριακα πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον περίφημο «Σπόρο». Στα 17 του το 'σκασε από το σπίτι για να παντρευτεί την εφ'όρου ζωής πιστότατη Δήμητρα, που πάντως τη χώρισε για να παντρευτεί την Άννα, μητέρα των τεσσάρων παιδιών του. Μιλούσε πάντα στους γονείς του στον πληθυντικό και αυτό απαιτούσε και από τα παιδιά του.
Το επίπεδο των γραμματικών του γνώσεων περιορίστηκε στην ανάγνωση και τη γραφή. Μέχρι τα 20 χρόνια του άλλαξε πολλές δουλειές για να βγάλει το ψωμί του. Πουλούσε στις γειτονιές τσιγάρα και κουλούρια, εργάσθηκε σε εργοστάσιο βερνικιών και αργότερα δούλεψε βοηθός μηχανικού κι εργάτης λιθογραφείου.
Καλλιθέα, Δάφνη, Πετράλωνα, Αη-Γιάννης Ρέντης, ήταν μερικές απ'τις περιοχές που εμφανίστηκε ως μουσικός. Σε στούντιο ηχογράφησης πρωτομπήκε το 1950, παίζοντας μπαγλαμά. Οκτώ χρόνια αργότερα κατέβηκε από το πάλκο και άρχισε το έργο του ως συνθέτης. Το πρώτο του τραγούδι στη δισκογραφία ήταν «Το παιδί που απόψε πίνει» (1958), σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη, με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ. Πέρασε σχεδόν απαρατήρητο και τα χρόνια που ακολούθησαν δεν χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του.
![]() |
Άκης Πάνου - Γρηγόρης Μπιθικώτσης |
Το 1967 ηχογραφείται το τραγούδι του «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτσηκαι τη Χαρούλα Λαμπράκη. Ο δίσκος αυτός κυκλοφόρησε για μόλις 15 ημέρες, καθώς «κόπηκε» από τη λογοκρισία της Χούντας. Τρία χρόνια αργότερα, η Βίκυ Μοσχολιού ερμηνεύει το ίδιο τραγούδι με «πολιτικά ορθούς» στίχους και σηματοδοτεί την αφετηρία για την πιο δημιουργική δεκαετία στην καριέρα του Άκη Πάνου. Έκτοτε, οι επιτυχίες είναι αλλεπάλληλες, µε τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Στράτο Διονυσίου, Μιχάλη Μενιδιάτη, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Βίκυ Μοσχολιού, Μαρινέλλα, Δημήτρη Μητροπάνο, Τόλη Βοσκόπουλο κ.ά. να ερμηνεύουν τραγούδια του, κυρίως ερωτικά.Το 1973 κάνει την πρώτη του υπέρβαση. Μπαίνει στο στούντιο μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδηγια έναν μεγάλο δίσκο και το ομότιτλο τραγούδι «Η ζωή μου όλη» γράφει ιστορία. Τρία χρόνια αργότερα συνεργάζεται με τον Μανώλη Μητσιά και ο «Τρελός» γίνεται ανεπανάληπτο σουξέ. Ο εμπορικότερος δίσκος του, όμως, έρχεται το 1982, όταν με ερμηνευτεί τον Γιώργο Νταλάρα ηχογραφεί το «Θέλω να τα πω» («Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ'ένα δωμά» κ.ά.) και ξεσηκώνει την Ελλάδα.
Την αμέσως επόμενη χρονιά κυκλοφορεί ο δίσκος «Αφιερωμένο εξαιρετικά» με τα Παιδιά από την Πάτρα. Το τραγούδι του «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός» γίνεται μεγάλη επιτυχία, αλλά ο Άκης Πάνου διαμαρτύρεται πως πήρε πενταροδεκάρες. Έρχεται σε σύγκρουση με τις δισκογραφικές εταιρίες και τις κατηγορεί ότι εκμεταλλεύονται τους καλλιτέχνες γενικότερα, αλλά και τον ίδιο ειδικότερα. Έπειτα από πολλά επεισόδια, η συνεργασία τους διακόπτεται και το 1986 αποσύρεται με την οικογένειά του στην Ξάνθη.
Αποφασίζει να ξανανέβει στο πάλκο για μόνο δύο δεκαπενθήμερα: το 1989 στο «Επειγόντως» και το 1994 στα «9/8». Εκεί στήνει το πάλκο σε δύο σειρές. Μπροστά οι μουσικοί, πίσω οι τραγουδιστές, ενδεικτικό της νοοτροπίας του περί υποδεέστερης θέσης των ερμηνευτών έναντι των μουσικών.
![]() |
Από την προσαγωγή του στη δίκη |
Την 1η Αυγούστου 1997 ο Άκης Πάνου συγκλονίζει την κοινή γνώμη, όταν πυροβολεί και σκοτώνει στη Λεύκη Ξάνθης τον 30χρονο Σωτήρη Γιαλαμά, μην εγκρίνοντας την ερωτική σχέση που διατηρούσε με τη 19χρονη κόρη του Ελευθερία. Τον Μάρτιο του 1998 οδηγείται ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Καβάλας. «Όλα έγιναν σε μια κακιά στιγμή. Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου…» δηλώνει στην απολογία του.Στις 23 Μαρτίου 1998 ο Άκης Πάνου κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό, ούτε της πολιτισμικής προσφοράς, επειδή σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου «ο κατηγορούμενος δεν πρόσφερε και ιδιαίτερα στα πολιτισμικά πράγματα του τόπου», ούτε και του πρότερου έντιμου βίου, επειδή κατείχε παράνομα στο σπίτι του δύο όπλα και επειδή, χωρίς να έχει χωρίσει από την πρώτη του γυναίκα, είχε εν γνώσει της δημιουργήσει οικογένεια με την Άννα Μπακιρτζή.
Μετά την καταδίκη του, οδηγήθηκε στις φυλακές Κομοτηνής και αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού. Στις 7 Απριλίου 1999 το Α'Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά διέταξε πεντάμηνη αναστολή της ποινής του, λόγω προβλημάτων υγείας. Ακριβώς ένα χρόνο μετά, στις 7 Απριλίου 2000, άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 67 ετών, νικημένος από τον καρκίνο.
Ο Άκης Πάνου δισκογράφησε περίπου 200 τραγούδια, ενώ πάνω από 800 έμειναν στο συρτάρι του. Στις μεγάλες επιτυχίες του συγκαταλέγονται:
«Η πιο μεγάλη ώρα», «Η ζωή μου όλη», «Ρολόι-Κομπολόι», «Νά 'χα το κουράγιο», «Στον σταθμό του Μονάχου», «Αχαριστία», «Tου Κόσμου το περίγελο», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα», «Θα κλείσω τα μάτια», «Παράνομη αγάπη», «Ασφαλώς και δεν πρέπει», «Γιατί κακούργα πεθερά», «Και τί δεν κάνω», «Εγώ καλά σου τά 'λεγα», «Ήταν ψεύτικα», «Για κοίτα με στα μάτια», «Χαροκόπου», «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ'ένα δωμά», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Τρελός», «Παρόν», «Ήταν όλα ψεύτικα», «Πήρα απ'το χέρι σου νερό», «Δεν θέλω τη συμπόνοια κανενός» κ.ά.
↧
↧
Απόστολος Καλδάρας 7/4/1922 - 8/4/1990

Η «Αγία Τριάδα» του λαϊκού τραγουδιού
Μάρκος Βαμβακάρης - Απόστολος Καλδάρας - Βασίλης Τσιτσάνης».
Ο Απόστολος Καλδάρας αποτελεί μία μοναδική περίπτωση για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Είναι ο μοναδικός συνθέτης που «έζησε» και υποστήριξε με γνησιότητα τις διαφορετικές περιόδους του λαϊκού τραγουδιού, που όχι μόνο εμπλούτισε με την παρουσία του και τη δημιουργία του, αλλά που στην ουσία συνδιαμόρφωσε μαζί με άλλους εμπνευσμένους προγενέστερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους ομοτέχνους του.
Σε μία ομιλία του σε εκδήλωση στην κοινότητα Θρακομακεδόνων, με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε ετών από το θάνατο του Απόστολου Καλδάρα, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε αναφερθεί στην «Αγία Τριάδα» του λαϊκού τραγουδιού, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «πατριάρχης υπήρξε ο Μάρκος Βαμβακάρης, ενώ ισότιμα δεξιά του και αριστερά του στέκονται ο Απόστολος Καλδάρας και ο Βασίλης Τσιτσάνης».
Τι όμως είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους σύγχρονούς του και τον κάνει μοναδικό; Η απάντηση συνδέεται άμεσα με την πορεία και την προσφορά των άλλων δύο μελών της, κατά τον Λ. Παπαδόπουλο, «Αγίας Τριάδας». Ο Μ. Βαμβακάρης είναι αυτός που αναμφισβήτητα θεμελίωσε το αστικό λαϊκό τραγούδι, διαμόρφωσε τη φόρμα του και δημιούργησε τον καμβά μέσα από τη σύνθεση επιρροών που εμπεριέχουν στοιχεία από το βυζαντινό μέλος, το δημοτικό μοτίβο, τις καντάδες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η μεγάλη τιμή ανήκει στον Μ. Βαμβακάρη. Η εσωτερική μετανάστευση οδηγεί στην αστικοποίηση μεγάλου αριθμού του πληθυσμού. Και από το 1922 και μετά η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα περικυκλώνονται από προσφυγικούς συνοικισμούς. Το δημοτικό τραγούδι δεν μπορεί να εκφράσει τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων, την αποπνικτική ατμόσφαιρα, την απουσία ανοιχτού ορίζοντα που αναζητούν το δικό τους τρόπο έκφρασης.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το μουσικό ισοδύναμο των μαζών των αστικών κέντρων και ο Μ. Βαμβακάρης ο κυριότερος εκφραστής του. Και αν στα πρώτα του βήματα εκφράζει τον παραβατικό υπόκοσμο, τους χασικλήδες, τους φυλακισμένους, το λούμπεν προλεταριάτο, έρχεται ο Β. Τσιτσάνης να «γλυκάνει» τη μουσική και το στίχο διατηρώντας τη λεβεντιά και να το βάλει στο στόμα όλων των Ελλήνων. Είναι χάρη κυρίως στον Β. Τσιτσάνη που το περιθωριακό ρεμπέτικο μετουσιώνεται σε αστικό λαϊκό τραγούδι και προσεγγίζει με αμεσότητα τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Σ’ αυτήν την πορεία του ο Β. Τσιτσάνης βρίσκει στο πρόσωπο του συμπατριώτη του, νεότερου στην ηλικία, Απ. Καλδάρα, τον καλύτερο σύμμαχο. Ο νεαρός Απόστολος από τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία δείχνει σαφή δείγματα ενός μεγάλου ολοκληρωμένου δημιουργού.
Γράφει υποδειγματικά κλασικά ρεμπέτικα στην πρώτη του μελωδική περίοδο (1947–1955). Καθώς επίσης λαϊκά αριστουργήματα στη συνέχεια για το χρονικό διάστημα 1955-1965, περίοδος που ίσως είναι και η παραγωγικότερη της δημιουργίας του. Το μεγάλο όμως καλλιτεχνικό βήμα που τον βάζει μπροστά από τους προγενέστερους ή σύγχρονούς του ομότεχνους πραγματοποιείται από το 1965 και μετά, όταν ο Καλδάρας, δεχόμενος τα μηνύματα της εποχής, μετουσιώνει τη λαϊκή φόρμα των τραγουδιών του και την κεντά σε έναν έντεχνο καμβά. Το «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει» του 1965 θεωρείται η αφετηρία σε αυτήν τη μεγάλη στροφή που πραγματοποίησε ο Απόστολος ανοίγοντας καινούριους δρόμους που κορυφώνονται το 1972 και το 1973 με την κυκλοφορία της «Μικράς Ασίας» και του «Βυζαντινού Εσπερινού», δίσκων που αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα ολοκληρωμένης έντεχνης δουλειάς. Εδώ βρίσκεται και η ιδιοφυΐα του δημιουργού.
Αυτό είναι, λοιπόν, το συγκριτικό πλεονέκτημα του Απ. Καλδάρα. Δίνει το δυναμικό «παρών» σε όλες τις φάσεις του λαϊκού μας τραγουδιού, με ορισμένα από τα ομορφότερα και χαρακτηριστικότερα τραγούδια της κάθε περιόδου, επιδεικνύοντας μια ιδιοφυή προσαρμοστικότητα στις ραγδαίες κοινωνικές πολιτιστικές αλλαγές που συντελούνται στον τόπο μας. Ανάλογο προηγούμενο δεν υπάρχει και αυτό το γεγονός τον καθιστά μοναδικό.
Μάρκος Βαμβακάρης - Απόστολος Καλδάρας - Βασίλης Τσιτσάνης».
Ο Απόστολος Καλδάρας αποτελεί μία μοναδική περίπτωση για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Είναι ο μοναδικός συνθέτης που «έζησε» και υποστήριξε με γνησιότητα τις διαφορετικές περιόδους του λαϊκού τραγουδιού, που όχι μόνο εμπλούτισε με την παρουσία του και τη δημιουργία του, αλλά που στην ουσία συνδιαμόρφωσε μαζί με άλλους εμπνευσμένους προγενέστερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους ομοτέχνους του.
Σε μία ομιλία του σε εκδήλωση στην κοινότητα Θρακομακεδόνων, με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε ετών από το θάνατο του Απόστολου Καλδάρα, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε αναφερθεί στην «Αγία Τριάδα» του λαϊκού τραγουδιού, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «πατριάρχης υπήρξε ο Μάρκος Βαμβακάρης, ενώ ισότιμα δεξιά του και αριστερά του στέκονται ο Απόστολος Καλδάρας και ο Βασίλης Τσιτσάνης».
Τι όμως είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους σύγχρονούς του και τον κάνει μοναδικό; Η απάντηση συνδέεται άμεσα με την πορεία και την προσφορά των άλλων δύο μελών της, κατά τον Λ. Παπαδόπουλο, «Αγίας Τριάδας». Ο Μ. Βαμβακάρης είναι αυτός που αναμφισβήτητα θεμελίωσε το αστικό λαϊκό τραγούδι, διαμόρφωσε τη φόρμα του και δημιούργησε τον καμβά μέσα από τη σύνθεση επιρροών που εμπεριέχουν στοιχεία από το βυζαντινό μέλος, το δημοτικό μοτίβο, τις καντάδες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η μεγάλη τιμή ανήκει στον Μ. Βαμβακάρη. Η εσωτερική μετανάστευση οδηγεί στην αστικοποίηση μεγάλου αριθμού του πληθυσμού. Και από το 1922 και μετά η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα περικυκλώνονται από προσφυγικούς συνοικισμούς. Το δημοτικό τραγούδι δεν μπορεί να εκφράσει τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων, την αποπνικτική ατμόσφαιρα, την απουσία ανοιχτού ορίζοντα που αναζητούν το δικό τους τρόπο έκφρασης.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το μουσικό ισοδύναμο των μαζών των αστικών κέντρων και ο Μ. Βαμβακάρης ο κυριότερος εκφραστής του. Και αν στα πρώτα του βήματα εκφράζει τον παραβατικό υπόκοσμο, τους χασικλήδες, τους φυλακισμένους, το λούμπεν προλεταριάτο, έρχεται ο Β. Τσιτσάνης να «γλυκάνει» τη μουσική και το στίχο διατηρώντας τη λεβεντιά και να το βάλει στο στόμα όλων των Ελλήνων. Είναι χάρη κυρίως στον Β. Τσιτσάνη που το περιθωριακό ρεμπέτικο μετουσιώνεται σε αστικό λαϊκό τραγούδι και προσεγγίζει με αμεσότητα τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Σ’ αυτήν την πορεία του ο Β. Τσιτσάνης βρίσκει στο πρόσωπο του συμπατριώτη του, νεότερου στην ηλικία, Απ. Καλδάρα, τον καλύτερο σύμμαχο. Ο νεαρός Απόστολος από τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία δείχνει σαφή δείγματα ενός μεγάλου ολοκληρωμένου δημιουργού.
Γράφει υποδειγματικά κλασικά ρεμπέτικα στην πρώτη του μελωδική περίοδο (1947–1955). Καθώς επίσης λαϊκά αριστουργήματα στη συνέχεια για το χρονικό διάστημα 1955-1965, περίοδος που ίσως είναι και η παραγωγικότερη της δημιουργίας του. Το μεγάλο όμως καλλιτεχνικό βήμα που τον βάζει μπροστά από τους προγενέστερους ή σύγχρονούς του ομότεχνους πραγματοποιείται από το 1965 και μετά, όταν ο Καλδάρας, δεχόμενος τα μηνύματα της εποχής, μετουσιώνει τη λαϊκή φόρμα των τραγουδιών του και την κεντά σε έναν έντεχνο καμβά. Το «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει» του 1965 θεωρείται η αφετηρία σε αυτήν τη μεγάλη στροφή που πραγματοποίησε ο Απόστολος ανοίγοντας καινούριους δρόμους που κορυφώνονται το 1972 και το 1973 με την κυκλοφορία της «Μικράς Ασίας» και του «Βυζαντινού Εσπερινού», δίσκων που αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα ολοκληρωμένης έντεχνης δουλειάς. Εδώ βρίσκεται και η ιδιοφυΐα του δημιουργού.
Αυτό είναι, λοιπόν, το συγκριτικό πλεονέκτημα του Απ. Καλδάρα. Δίνει το δυναμικό «παρών» σε όλες τις φάσεις του λαϊκού μας τραγουδιού, με ορισμένα από τα ομορφότερα και χαρακτηριστικότερα τραγούδια της κάθε περιόδου, επιδεικνύοντας μια ιδιοφυή προσαρμοστικότητα στις ραγδαίες κοινωνικές πολιτιστικές αλλαγές που συντελούνται στον τόπο μας. Ανάλογο προηγούμενο δεν υπάρχει και αυτό το γεγονός τον καθιστά μοναδικό.
Μουσικά ακούσματα στα παιδικά του χρόνια
Ο Απόστολος Καλδάρας γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 7 Απριλίου του 1922 από Μετσοβίτες γονείς. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, όπως τα ανέφερε στον Τάσο Σχορέλη, τον άνθρωπο που με το μεράκι και την αγάπη του για το λαϊκό τραγούδι κατάφερε να μας αφήσει σημαντικές μαρτυρίες από τους πρωτεργάτες του στο έργο του «Ρεμπέτικη Ανθολογία»: «Η συνοικία που πρωτοείδα το φως του ήλιου είναι τα Αραπάτικα που είχαν κοινά σύνορα με τον τότε νεότευκτο οικισμό των προσφύγων που είχαν έρθει από τη Μ. Ασία, τα "Προσφυγικά"όπως τα λέγανε. Τους θεωρούσαν τότε (τους πρόσφυγες) σαν παρείσακτους που η εγκατάσταση τους εκεί δε σήμαινε τίποτα άλλο παρά ζημιά γιο τους γηγενείς. Θυμάμαι που πολλές μανάδες δεν άφηναν τα παιδιά τους να παίζουν με τα "προσφυγάκια"επειδή τα δυστυχισμένα εκείνα πλάσματα ήταν φτωχοντυμένα και τα περισσότερα τότε σχεδόν ξυπόλυτα και γενικά είχανε πάνω τους τα σημάδια της τραγικής τους μοίρας». Και συνεχίζει ο Απόστολος με πολλή τρυφερότητα: «Εγώ όμως τα αγαπούσα, για εμένα ήταν οι φίλοι μου... Ήτανε τα γειτονάκια μου που φτιάχναμε τόπι από κουρέλια για να παίζουμε στις αλάνες της γειτονιάς». Στη συνέχεια αναφέρεται στα παιδικά του ακούσματα:
«Σε ένα καφενεδάκι πρωτάκουσα τον Μπάτη, τη βραχνή φωνή του Μάρκου, που αργότερα ρουφούσαν τ’ αυτιά μου μία-μία τις απλές εκείνες νότες που βγαίνανε από το χωνί του μισοχαλασμένου φωνόγραφου και που έγινε αιτία πολλές φορές να με τιμωρήσει η μητέρα μου γιατί άργησα να πάω ή μάλλον να γυρίσω σπίτι μου, απορροφημένος τελείως από τη μουσική εκείνη... Σε ένα τρίτο καφενεδάκι πρωτάκουσα τον Τσιτσάνη, τον Στράτο, τον Παπαϊωάννου, τον Μπαγιαντέρα, τον Χατζηχρήστο, τον Κερομύτη και τόσους άλλους που η φαντασία μου τους εξίσωνε με θεούς».
Έτσι από μικρή ηλικία μαθητεύει κοντά στον ψάλτη της ενορίας, ο οποίος διακρίνοντας το μουσικό του «αυτί» τον κάνει Ισοκράτη. Το βυζαντινό μέλος είναι και το στοιχείο που θα επιδράσει περισσότερο και θα χαρακτηρίσει το δημιουργό Καλδάρα στο μέλλον:
«...Με τον καιρό εγώ έμαθα να διακρίνω τους ήχους της βυζαντινής μουσικής και πολλά άλλα ιδιόμελά της... Αργότερα, όταν μεγάλωσα, μπήκα και στη χορωδία την εκκλησιαστική, που πλαισίωνε τον ψάλτη συνοδεύοντάς τον με τετραφωνία πια. Εν τω μεταξύ είχα παρακολουθήσει και πολλά μαθήματα βυζαντινής μουσικής από τον αριστερό ψάλτη της εκκλησίας μας, αλλά τα εγκατέλειψα όταν άρχισα να γράφω τραγουδάκια ερωτικά με την κιθάρα μου. Νίκησε η φύση όπως βλέπεις».
Αυτές είναι οι μουσικές καταβολές του Απ. Καλδάρα. Ας προστεθούν σ’ αυτές και η επίδραση που άσκησε η δημοτική μουσική, λόγω της Μετσοβίτισσας μητέρας του που τραγουδούσε με έναν εξαίσιο τρόπο ηπειρώτικα τραγούδια.
Η βυζαντινή μουσική, τα τραγούδια των Μικρασιατών, ο Μάρκος και ο Μπάτης, η ηπειρώτικη παράδοση αποτελούν ένα ευλογημένο μίγμα που θα πυροδοτήσει το πηγαίο ανεξάντλητο ταλέντο που θα δώσει για 45 χρόνια ορισμένα από τα ομορφότερα λαϊκά τραγούδια.
Το μόνο που λείπει μέχρι τότε είναι το μέσο να εκφραστεί η τέχνη του Απόστολου. Στην αρχή είναι η κιθάρα, δώρο ενός πρωτοξάδελφου. Το όργανο όμως που πραγματικά τον μάγεψε και τον κέρδισε ήταν το μπουζούκι: «Ήταν το καλοκαίρι του 1936 και έκανα βόλτα με τους φίλους μου, όταν βλέπω στην οδό Ασκληπιού έναν άνδρα να ακουμπάει το ένα του πόδι στη ρόδα του καροτσιού που πουλούσε παγωτά και στο γόνατο του επάνω να στηρίζει ένα όργανο άγνωστο τότε στον πολύ κόσμο, το μπουζούκι». (Από ραδιοφωνική συνέντευξη του Απ. Καλδάρα στη Μ. Κλιάφα το 1989).
Ο άνδρας με το μπουζούκι που αναφέρει ο Απόστολος δεν είναι άλλος από τον Μήτσο Παπασίκα, μαζί με τον οποίο αργότερα, στη διάρκεια της κατοχής, έπαιξαν μπουζούκι σε διάφορα κέντρα και καφενεία των Τρικάλων.
Τελειώνει το Γυμνάσιο Τρικάλων το Νοέμβριο του 1941. Ως «άπορος με καλή επίδοση και συμπεριφορά» είχε τελειώσει το ίδιο αυτό Γυμνάσιο ο Βασίλης Τσιτσάνης λίγα χρόνια νωρίτερα. Οι δυο άποροι μαθητές του Γυμνασίου Τρικάλων έμελλε να σηκώσουν το λαϊκό τραγούδι στους ώμους τους, να εκφράσουν με την τέχνη τους την ψυχή ενός ολόκληρου λαού. Είχαν προηγηθεί ένας Συριανός και ορισμένοι ακόμα ταπεινοί ομότεχνοί τους που δημιούργησαν τις βάσεις του λαϊκού μουσικού μας πολιτισμού και έστρωσαν το δρόμο στους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, που δίκαια τους αναγνώρισαν και τους αποκάλεσαν δασκάλους τους.
Η πρώτη ηχογράφηση
Το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι»είναι το πρώτο τραγούδι του Απόστολου που ηχογραφήθηκε. Συναντά μεγάλη απήχηση στο κοινό.
Ένα όμορφο ζεϊμπέκικο που με το συνηθέστερο για την εποχή εκείνη τρόπο διάδοσης, αυτόν του «από στόμα σε στόμα», κάνει αίσθηση, γίνεται επιτυχία και τραγουδιέται από τους φίλους του είδους στη Θεσσαλονίκη. Με το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» ο Απόστολος δίνει τα διαπιστευτήρια του στο ρεμπέτικο σινάφι, στους ανθρώπους που θαύμαζε: στον Μάρκο, τον Στράτο, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Μπαγιαντέρα, τον Χατζηχρήστο... Η χασικλίδικη στιχουργική εξαντλείται μ’ αυτό το τραγούδι. Στο εξής θα την αποφύγει, όπως άλλωστε απέφυγε κατά γενική ομολογία «συνήθειες» ευρύτατα διαδεδομένες στους συναδέλφους του εκείνη την εποχή.
Ο ερχομός στην Αθήνα
Μετά την απελευθέρωση η ζωή στις μεγάλες πόλεις αρχίζει να ξαναβρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς, παρά το δράμα που διαφαίνεται ότι θα παιχθεί στα ελληνικά βουνά και την ύπαιθρο. Οι εταιρίες δίσκων που είχαν κλείσει το διάστημα της κατοχής επαναδραστηριοποιούνται. Καθώς έχουν ως έδρα τους την Αθήνα, ο ερχομός στην πρωτεύουσα αποτελεί πρωταρχικό στόχο του Απόστολου. Αναφέραμε νωρίτερα πως έχει γραφτεί ήδη και παρακολουθεί μαθήματα στη Γεωπονική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Η συνέχιση των σπουδών αντιστρατευόταν τον πόθο για αφοσίωση στη μουσική. Επικράτησε η δεύτερη άποψη». Ευτυχώς! Σε αυτήν την απόφασή του το λαϊκό τραγούδι οφείλει πολλά.
Η μετακίνηση στην πρωτεύουσα έγινε το 1946. Το πρώτο μέλημα, η συνάντηση με τους ομοτέχνους του. Το καφενεδάκι "Του Μάριου", τόπος συνάντησης συνθετών και στιχουργών, είναι το καταλληλότερο μέρος. Δεν έπεσε έξω. Τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα για ένα νέο συνθέτη. Ήταν η εποχή που μερικοί συνάδελφοι είχαν τεράστια δύναμη στις εταιρίες. «Εγώ όμως δεν αντιμετώπισα τέτοιες δυσκολίες, διότι μπροστά μου βρέθηκε κάποιος άνθρωπος, του οποίου όλη η πολιτεία σαν συνάδελφος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ήταν αψεγάδιαστη. Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκεπάζει, διότι δεν υπάρχει πια. Αυτός ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Δεν ξέρω από πού και πώς έμαθε πως δημιουργός του "Μάγκας βγήκε για σεργιάνι"ήταν κάποιο επαρχιωτάκι από τα Τρίκαλα όπως και άλλων δύο τριών τραγουδιών που παίζονταν τότε με μεγάλη επιτυχία στα πάλκα. Μια μέρα λοιπόν γνωριστήκαμε τυχαία με τον Γιάννη σε ένα καφενείο της Ομόνοιας όπου σύχναζαν τότε οι καλλιτέχνες, με πήρε κυριολεκτικά από το χέρι και με παρουσίασε στον τότε διευθυντή της εταιρίας PARLOPHON, τον αείμνηστο Μίνωα Μάτσα. Θα μου μείνουν άσβεστα στη μνήμη μου τα λόγια του άγιου εκείνου ανθρώπου με τα οποία με παρουσίασε. Επί λέξει: "Κύριε Μίνω, από δω το παιδί είναι αυτό που έβγαλε το "Μάγκας βγήκε για σεργιάνι"το μεγάλο σουξέ. Έχει και άλλα καινούρια ωραία τραγούδια. Είναι μεγάλο ταλέντο, θα φάει πολλούς". Εγώ κοκκίνισα, ξεροκατάπια, αλλά η σύσταση είχε γίνει. Αυτό ήταν!»
Σε λίγο χρονικό διάστημα ηχογραφείται το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Είναι το σωτήριο έτος 1947, ακολουθούν το «Εβίβα, ρεμπέτες», το «Ψαράς θα γίνω στη στεριά» και «Η παραστρατημένη». Αυτά είναι τα τέσσερα πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε ο Απόστολος το ένα πίσω από το άλλο, όλα την ίδια ημέρα. Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 1947, ημερομηνία - σταθμός στην καλλιτεχνική διαδρομή του Απόστολου. Την 1η Δεκεμβρίου του 1948, θα ηχογραφήσει ένα ακόμα αριστούργημα, ένα τραγούδι που πολλοί το χαρακτηρίζουν ισάξιο του «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Πρόκειται για το «Πάνω σ’ ένα βράχο» ή αλλιώς «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο», που ερμήνευσε εξαιρετικό ο Στράτος Παγιουμτζής (μαζί του η Λίτσα Χαρμαντά), που στη συνέχεια γνώρισε πολλές επανεκτελέσεις, με σημαντικούς τραγουδιστές, τον Στράτο Διονυσίου, την Χαρούλα Αλεξίου και άλλους. Γι’ αυτό το τραγούδι, του οποίου ο Απόστολος έγραψε εκτός από τη μουσική και τους στίχους, ο νεαρός Καλδάρας δέχθηκε τα συγχαρητήρια του Κώστα Βάρναλη σε συνάντηση που είχε με τον ποιητή σε καφενείο της πλατείας Ομονοίας. Είναι μόλις 25 ετών. Καθιερώνεται αμέσως. Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα ηχογραφήσει εκατοντάδες τρίλεπτα αριστουργήματα.
Η ρεμπέτικη περίοδος του Απόστολου Καλδάρα είναι σπουδαία. Τα τραγούδια του, χαρακτηριστικά της κλασικής περιόδου του ρεμπέτικου, είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ζεϊμπέκικο και λίγα χασάπικα. Η θεματολογία τους, κατά κανόνα ερωτική, χωρίς ωστόσο να απουσιάζουν τραγούδια με σαφείς πολιτικές / κοινωνικές αναφορές. Η «Μπαρμπαριά», στην πρώτη της ηχογράφηση, είναι ένα αργό, νωχελικό, ταξιδιάρικο μινόρε σε ανατολίτικο ρυθμό. Εδώ το ακορντεόν δίνει «πάσα» στο κλαρινέτο κι αυτό με τη σειρά του στο μπουζούκι κι αντίστροφα, δημιουργώντας μια νοσταλγική, εξωτική ατμόσφαιρα. Στις «Σκλάβες του Μαχαραγιά» ο ρυθμός είναι δυτικότροπος, με ενορχηστρωτικό ενδιαφέρον. Ισπανική κιθάρα, καστανιέτες, αλλά και μπουζούκι και ακορντεόν δένονται και εναλλάσσονται σε ένα απρόβλεπτα όμορφο τραγούδι.
Χρόνια αργότερα, το 1961, ο Απόστολος θα ηχογραφήσει ένα ακόμα όμορφο παραμύθι με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα αυτήν τη φορά, το «Τραγούδα, καμηλιέρη».
Στα τραγούδια του, χαρακτηριστικό της ρεμπέτικης στιχουργικής, κυριαρχεί ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος: Πρόκειται ουσιαστικά για μεγάλα δίστιχα, που διαιρούμενα μας δίνουν τετράστιχα, τρία συνήθως, ομοιοκατάληκτα, χωρίς επωδό.
Η ορχήστρα, τυπική της κλασικής περιόδου του ρεμπέτικου: Ένα ή δυο μπουζούκια, μπαγλαμάς, κιθάρα. Αργότερα, θα προστεθεί ακορντεόν. Συχνά παίζει ο ίδιος μπουζούκι στους δίσκους του μόνος ή με τη συνοδεία άλλου μπουζουξή. Η πενιά του βαθιά, λιτή, δωρική...
Ο Καλδάρας δεν αποδέχτηκε ποτέ το χαρακτηρισμό «Ρεμπέτης» και βέβαια δεν ήταν. Διέθετε επαρκή μουσική παιδεία, την οποία συνεχώς βελτίωνε διαβάζοντας τα βιβλία αρμονίας του Καλομοίρη, θεωρίας του Παπαϊωάννου και άλλων. Βέβαια στο ωδείο, όπως και ο ίδιος σε πολλές συνεντεύξεις του έχει αναφέρει, δεν πάτησε το πόδι του ούτε μια μέρα. Οι γνώσεις του ωστόσο στη μουσική του επέτρεπαν να γράφει μόνος του τις παρτιτούρες και να κάνει τις ενορχηστρώσεις στους δίσκους του. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του Απόστολου ήταν η βαθύτατη καλλιέργεια και η εσωτερική ανεπιτήδευτη ευγένεια του. Στα τραγούδια του διακρίνεται καθαρά η επίδραση του βυζαντινού μέλους, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι σε κάθε άλλο συνθέτη. Βαθύτατος γνώστης της αυστηρής, λιτής, απέριττης εκκλησιαστικής υμνωδίας, την αναδεικνύει ως πηγή στις έξοχες συνθέσεις του.
Πνεύμα ανήσυχο, ανανεώνει διαρκώς το μουσικό του ύφος, υποδέχεται και προϋπαντά την κάθε εποχή. Από το 1965, το φλάουτο αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στα τραγούδια του Απόστολου, δίνοντάς του για μια ακόμα φορά ένα προσωπικό στίγμα. Παράλληλα από εκείνη ακόμα την εποχή φλερτάρει και με όργανα, όπως το τσέλο, διαμορφώνοντας πάντα το δικό του εντελώς προσωπικό ύφος, συμμετέχοντας δυναμικά με αυτόν τον τρόπο στην εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού, κάτι που κανένας συνθέτης της γενιάς του δεν κατόρθωσε.
Για την ικανότητα του να γράφει τραγούδια με τόσο διαφορετικό ύφος έχουν γραφτεί αρκετά. Τον έχουν αποκαλέσει συνθέτη «παντός καιρού», που έχει την ικανότητα να μεταλλάσσεται μελωδικά ανάλογα με την εποχή κ.ο.κ.
Είναι ένας άλλος τρόπος να εκφράσει κανείς το γεγονός ότι στην περίπτωση του Καλδάρα έχουμε να κάνουμε με έναν ευφυή λαϊκό συνθέτη που στήνει συνεχώς το αυτί και αφουγκράζεται τα μηνύματα των καιρών.
«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»
Για πολλούς το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» κατατάσσεται ανάμεσα στα δύο τρία καλύτερα τραγούδια του 20ού αιώνα. Ας αφήσουμε τον Απόστολο να διηγηθεί πώς το έγραψε, έτσι όπως τα διηγήθηκε σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στον Π. Κουνάδη. «Ίσως κάποιοι πουν πως ξεχωρίζω το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι". Όχι, αυτό το αγαπώ γιατί είναι ζωντανό. Δε μου έδωσε κάποιος το στίχο για να βάλω τη μελωδία εγώ. Το έζησα, τότε με τις συλλήψεις του 1945, μετά τους Γερμανούς, όταν ξέσπασε ο εμφύλιος. Ήμουν στη Θεσσαλονίκη φοιτητής και εργαζόμουν για να εξοικονομώ τα προς το ζην σε ένα κέντρο, μ’ ένα φίλο (πρόκειται για τον Χρήστο Μίγκο, συνθέτη και ικανότατο θεσσαλονικιό μπουζουξή. Το κέντρο που δούλευε εκείνη τη περίοδο ο Απόστολος είναι το «Μαξίμ» που βρισκόταν επί της οδού Νίκης 25) του οποίου το σπίτι ήταν στην Ακρόπολη κάτω από το Γεντί Κουλέ. Πήγαινα συχνά στο σπίτι του... Τότε μαζεύανε όλους τους αριστερούς στο Γεντί Κουλέ. Ένα σούρουπο, φεύγοντας από το σπίτι αυτό και βλέποντας τη σιλουέτα του κάτεργου, αυτό μου έδωσε την ιδέα:
Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ
κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί…
Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει με βαρύ αναστεναγμό,
ας μπορούσα να μαντέψω της καρδιάς του τον καημό.
Θέλω να πω ότι αυτό το τραγούδι το αγαπώ πολύ γιατί είναι ζωντανό για μένα. Ένα αυτό και ένα το "Σ’ ένα βράχο φαγωμένο από κύμα αγριωπό". 'Έχω και άλλα τραγούδια που αγαπώ, αλλά αυτά τα δύο τα ξεχωρίζω λόγω αναμνήσεων».
Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» είναι ουσιαστικά το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε ο Απόστολος Καλδάρας! Το «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι» που τυπικά είναι το πρώτο του, δεν εξέφραζε την ψυχοσύνθεση του! Απλώς εμιμείτο το κλίμα μιας εποχής. Αντίθετα, το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» είναι 100% Καλδάρας! Στο μέλλον ό,τι έγραφε, όσο καλό κι αν ήταν, θα συγκρινόταν με το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» και αυτό είναι άδικο. Σε κάποιο βαθμό αυτό εκνεύριζε τον Απόστολο, θεωρούσε ότι η όποια σύγκριση αδικούσε τις επόμενες δουλειές του και μάλλον είχε δίκιο. Του ήταν πολύ δύσκολο να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι το πρώτο του τραγούδι θα ήταν και το καλύτερό του, πως ό,τι και αν έκανε στη συνέχεια θα υπολειπόταν αυτής της αρχικής του δουλειάς.
Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» γράφτηκε σε μια εποχή που τα τύμπανα ενός ακόμη πολέμου, αυτήν τη φορά αδελφοκτόνου, ηχούσαν σε όλη τη χώρα. Πρόκειται για ένα πολιτικό κοινωνικό τραγούδι, ένα θλιμμένο τραγούδι που ηχογραφήθηκε σε μια εποχή κατά την οποία ο ελληνικός λαός ήταν βαθύτατα θλιμμένος για την αδικία, για μια ακόμα αδικία σε βάρος του. Έτσι αγαπήθηκε αμέσως και έγινε διαχρονικό, κλασικό.
Ο ελληνικός κινηματογράφος
Τη δεκαετία του ’60 ο Απόστολος «έντυσε» με τα τραγούδια του πολλές ελληνικές ταινίες. Σκηνοθέτης σε όλες ο τρικαλινής καταγωγής Απόστολος Τεγόπουλος, που από το 1963 είχε ιδρύσει τη δική του εταιρία παραγωγής ταινιών με την επωνυμία «ΚΛΑΚ ΦΙΛΜΣ»-«Ταινίες για όλη την οικογένεια».
Μόνιμος πρωταγωνιστής αλλά και τις περισσότερες φορές ερμηνευτής των τραγουδιών για τις ανάγκες της ταινίας ο Νίκος Ξανθόπουλος. Μολονότι τα τραγούδια που ερμήνευσε στις ταινίες ο Ξανθόπουλος είχαν γυριστεί νωρίτερα σε δίσκο από τραγουδιστές, οι ταινίες του Τεγόπουλου αποδείχτηκαν ένα πολύ ισχυρό μέσο για να γίνουν αυτά τα τραγούδια ευρύτερα γνωστά και να αγαπηθούν από τον κόσμο, αλλά και να καθιερωθεί το όνομα του Καλδάρα, ο οποίος εμφανιζόταν συχνά με το μπουζούκι του στις περισσότερες ταινίες.
Η δεκαετία ταυ ’60 είναι η χρυσή δεκαετία του ελληνικού κινηματογράφου και ο Νίκος Ξανθόπουλος αναδεικνύεται σε ένα κοσμαγάπητο ηθοποιό αυτών των «μελό» ταινιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε λίγες μόνο περιπτώσεις κόπηκαν λιγότερο από διακόσιες χιλιάδες εισιτήρια, ενώ στην περίπτωση της ταινίας «Ξεριζωμένη γενιά» του 1968, που υπήρξε και η εμπορικότερη της συνεργασίας Τεγόπουλου - Ξανθόπουλου, κόπηκαν 450.000 εισιτήρια.
Η πρώτη συνεργασία του Απόστολου Καλδάρα με τον Τεγόπουλο πραγματοποιήθηκε το 1963 - 1964 στη σπαραξικάρδια ταινία «Αγάπησα και πόνεσα». Μαζί με τον Ξανθόπουλο η Άντζελα Ζήλεια, ο Κώστας Κακαβάς, η Γεωργία Βασιλειάδου και ο Βασίλης Αυλωνίτης. Σύμφωνα με τον Απόστολο Τεγόπουλο, για την ερμηνεία των τραγουδιών της ταινίας η αρχική σκέψη ήταν κάποιο μεγάλο όνομα να ντουμπλάρει τη φωνή του Νίκου Ξανθόπουλου. Επιλέχθηκε ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Η ταινία έκανε 125.000 εισιτήρια, θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία, θα ακολουθήσουν πολλές πονεμένες ταινίες: «Πληγωμένες καρδιές», την ίδια χρονιά, «Είμαι μια δυστυχισμένη» το 1964, με τον Απόστολο να έχει στο πλάι του την Πόλυ Πάνου, να τραγουδάει:
....Φέρτε μια κούπα με κρασί και κάντε μου παρέα
για μένα απόψε η βραδιά θα ’ναι η τελευταία…
Σειρά έχει η ταινία «Απόκληροι της κοινωνίας», το 1965, όπου ακούγεται μεταξύ άλλων και το «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει» και στην οποία εμφανίζεται η Βίκυ Μοσχολιού δίπλα στον Καλδάρα.
«Καρδιά μου, πάψε να πονάς»,το 1965, όπου μεταξύ άλλων ακούγονται τα «Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι», που έγινε μεγάλη επιτυχία με τον Μανώλη Αγγελόπουλο και το «Στ’ Αποστόλη το κουτούκι» που έγινε επιτυχία με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, και τα δύο σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Θα ακολουθήσουν:
«Περιφρόνα με, γλυκιά μου», το 1965, με διακόσιες πενήντα οκτώ χιλιάδες εισιτήρια και τον Μιχάλη Μενιδιάτη να τραγουδά στο πλευρό του Απόστολου Καλδάρα:
«Με πόνο και με δάκρυα», το 1965,
«Ο κατατρεγμένος», το 1966,
«Σκλάβοι της μοίρας», το 1966,
«Ο άνθρωπος που γύρισε από τον πόνο», το 1966, με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στο πάλκο δίπλα στον Απόστολο Καλδάρα.
«Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί», στην οποία ακούγεται και ένα από τα εμπορικότερα τραγούδια του Καλδάρα σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, το θρυλικό «Πετραδάκι, πετραδάκι».
Τραγούδια του Απόστολου από τα οποία ξεχωρίζουν το «Πλάι μου στάσου», σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που το τραγούδησε ο Σταμάτης Κόκκοτας και το «Τα καλά όλου του κόσμου» σε στίχους Ουρ. Λιανδράκη που τραγούδησε σε δίσκο η Χαρούλα Λαμπράκη μαζί με τον Καλδάρα.
Η συμμετοχή του Απόστολου σε αυτές τις ταινίες έκανε τα τραγούδια του γνωστά και χάρισε στον ίδιο μεγάλη αναγνωσιμότητα, σε μια εποχή μάλιστα που είτε είχε εγκαταλείψει ήδη τα νυχτερινά μαγαζιά, είτε ετοιμαζόταν να το κάνει, λειτουργώντας κατά κάποιον τρόπο αντισταθμιστικά.
Υπάρχει ωστόσο και μια κωμωδία στην οποία ακούγονται τραγούδια του Απόστολου, μάλιστα πιθανότατα αποτελεί και την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο. Πρόκειται για την ταινία του Ορέστη Λάσκου «Τρίτη και 13» με τους Ν. Σταυρίδη και Γ. Γκιωνάκη που προβλήθηκε το 1963. Στην ταινία ακούγονται διάφορα τραγούδια του Απόστολου, ο οποίος μεταξύ άλλων εμφανίζεται με τον Πάνο Γαβαλά στο πλάι του να ερμηνεύει το «Τι με άλλη, τι με σένα».
«Μικρά Ασία»
Με τον Πυθαγόρα ο Απόστολος συναντήθηκε καλλιτεχνικά στο τέλος της δεκαετίας του 1960. Σε επαφή τους έφερε ο Μίνως Μάτσας, καθώς εκείνη την εποχή ο Απόστολος έψαχνε για στίχους. Οι δύο άνδρες δέθηκαν αμέσως με βαθιά και ουσιαστική φιλία που κράτησε έως τον πρώιμο χαμό της πολυτάλαντης φυσιογνωμίας που άκουγε στο όνομα «Πυθαγόρας».
Από τη συνεργασία Καλδάρα - Πυθαγόρα έμελλε να ξεπηδήσει η «Μικρά Ασία», μια ολοκληρωμένη ενότητα τραγουδιών που κυκλοφόρησαν το 1972, έτος συμπλήρωσης 50 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο κύκλος αυτός τραγουδιών, μοναδικής αισθητικής, αναδεικνύει την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του συνθέτη και την αστείρευτη του έμπνευση. Το έντεχνο ύφος, η εμπνευσμένη ενορχήστρωση υπογραμμίζουν την καλλιτεχνική αξία του Καλδάρα. Η βαθιά γνώση της ελληνικής μουσικής και των μουσικών δρόμων τοποθετούν τον Καλδάρα μια κατηγορία ψηλότερα. Η «Μικρά Ασία» δημιουργεί αίσθηση, ταράζει τα λιμνάζοντα νερά της δισκογραφίας, ανοίγει νέους δρόμους σε μια εποχή που το φτηνό και η κακογουστιά είναι στην ημερήσια διάταξη.
Τα τραγούδια αναλαμβάνουν να τραγουδήσουν δύο πολύ νέοι τραγουδιστές, ο Γιώργος Νταλάρας, τότε στα πρώτα του βήματα και η Χαρούλα Αλεξίου, που άγνωστη την εποχή εκείνη κάνει ουσιαστικά με τη «Μικρά Ασία» την πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία. Ο Καλδάρας δε δίστασε να εμπιστευθεί αυτά τα τραγούδια σε δύο σχεδόν άγνωστους τραγουδιστές νεαρότατους στην ηλικία.
Τα ερμήνευσαν μοναδικά και ο δίσκος έγινε δεκτός από τον κόσμο και αγκαλιάστηκε με πρωτοφανή τρόπο. Οι πωλήσεις ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, οι κριτικές ήταν διθυραμβικές - μια άνοιξη μέσα στο πολιτιστικό καταχείμωνο.
Στην «Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού» ο Κώστας Μυλωνάς αναφέρει: «Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η δουλειά και η προσφορά του Απ. Καλδάρα στο τραγούδι θα πάρει άλλες μεγαλύτερες και σημαντικότερες διαστάσεις. Με το αριστουργηματικό έργο του "Μικρά Ασία" (1972) σε στίχους Πυθαγόρα, που αποτελεί την έντεχνη προέκταση του αρχικού του ύφους, ο κορυφαίος αυτός λαϊκός δημιουργός θα παρουσιάσει ένα εντελώς ανανεωμένο πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που μολονότι διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά του, αποκτάει μια άλλου είδους φωτεινότητα και διαύγεια. Στο έργο αυτό είναι συγκεντρωμένες όλες οι μουσικές αρετές που μπορεί κανείς να συναντήσει στο ελληνικό τραγούδι των τελευταίων τριάντα ετών. Η ομορφιά, το πνεύμα και η ουσία ολόκληρης της ελληνικής παράδοσης, περασμένη από το φίλτρο ταυ δημιουργού και δοσμένη με τρόπο σύγχρονο, αναδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο καθιστώντας τη "Μικρά Ασία"ένα έργο αυτόχρημα εθνικό».
«Μεγάλο μάστορα της λαϊκής ποίησης» αποκαλούσε τον Πυθαγόρα ο ίδιος ο Απόστολος. Και τα 11 τραγούδια που αποτελούν το δίσκο διαθέτουν ένα μεστό στίχο. Η μουσική του Απόστολου και η ενορχήστρωση τα αναδεικνύουν με ένα μοναδικό τρόπο. Το σαντούρι, ο ταμπουράς και το κανονάκι ντύνουν υποδειγματικά τα εξαίσια λόγια του Πυθαγόρα και μας ταξιδεύουν στου «Βοσπόρου τα στενά», το «Αϊβαλί»,το Κορδελιό, τη Σμύρνη και τραγουδούν με αφοπλιστική απλότητα αυτονόητες αξίες:
Τούρκος εγώ κι εσύ Ρωμιός κι εγώ λαός, κι εσύ λαός,
εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ, όμως κι οι δυο μας αχ και βαχ.
Σε κάθε τραγούδι είναι έκδηλη η αλλαγή των συναισθημάτων. Τη χαρά και το πανηγύρι διαδέχεται το κλάμα και το μοιρολόι για όλα όσα χάθηκαν, για την προσφυγιά, τον ξεριζωμό. Χωρίς εθνικιστικές κορόνες και παραφωνίες. Από την ανεμελιά στην καταστροφή και μετά στο νέο ξεκίνημα:
Πέτρα, πέτρα χτίσαμε μια φτωχή γωνιά,
τη ζωή μας κλείσαμε μες στην Κοκκινιά.
Για να κλείσει:
Φέρτε μου νερό να ξεδιψάσω
και μια πέτρα για να ξαποστάσω,
τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω απ’ όσα πέρασα.
Η φωνή του Γιώργου Νταλάρα συγκλονιστική. Η Χαρούλα Αλεξίου δίνει τα δείγματα της λαμπρής κατοπινής της πορείας. Ο Κώστας Μυλωνάς έχει δίκιο, είναι ένα έργο εθνικό. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αναφέρει για τον Πυθαγόρα: «Με τη "Μικρά Ασία", ο Πυθαγόρας πέρασε σε ένα άλλο επίπεδο. Γιατί το έργο αυτό, με την αποφασιστική, δική του συμβολή, βρέθηκε στα χείλη όλων των Ελλήνων».
Τα 11 τραγούδια του δίσκου είναι τα εξής:
«Μες στου Βοσπόρου τα στενά», «Οι καμπάνες της Αγια-Σοφιάς», «Δυο παλικάρια απ’ τ’ Αϊβαλί», «Η προσφυγιά», «Πέτρα, πέτρα χτίσαμε», «Η Σμύρνη», «Γιορτή ζεϊμπέκηδων», «Το σπίτι μου το πατρικό», «Πήρε φωτιά το Κορδελιό», «Τι να θυμηθώ, τι να ξεχάσω», «Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς».
O Γιώργος Νταλάρας σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στην ΕΡΑ 4 (11/1989) θα πει: «...Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια ο κόσμος μου ζητάει να τραγουδήσω τραγούδια από τη "Μικρά Ασία". Αυτό δείχνει ότι το θέμα του δίσκου έπιασε τους Έλληνες, από τη μια γιατί ένα μέρος των Ελλήνων είναι Μικρασιάτες, αλλά από την άλλη, γιατί ο Απόστολος Καλδάρας, με τις μελωδίες του, με τα μυστικά που ξέρει πάνω στη λαϊκή, στη δημοτική και τη βυζαντινή μουσική, κάνει αυτά τα τραγούδια να νομίζεις πως υπάρχουν μέσα μας και απλώς τα ανασύρει ο Καλδάρας και τα εμφανίζει μπροστά στα μάτια μας και μπροστά στην ψυχή μας...».
Κλείνοντας αξίζει να θυμηθεί κανείς ότι μπουζούκι στη «Μικρά Ασία», όπως άλλωστε και στο «Βυζαντινό Εσπερινό», έπαιξαν δύο από τους σημαντικότερους σολίστες: ο Θανάσης Πολυκανδριώτης και ο Χρίστος Νικολόπουλος.
«Βυζαντινός Εσπερινός»
Ο «Βυζαντινός Εσπερινός» είναι μια συλλογή 12 τραγουδιών που κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της «Μικράς Ασίας» και που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη φυσική της συνέχεια. Τα στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης είναι έντονα, το ύφος όμως εδώ βαθιά ερωτικό.
Για το «Βυζαντινό Εσπερινό» έγραψε ο Απόστολος: «Ο "Βυζαντινός Εσπερινός"είναι ένα έργο που από καιρό σκεφτόμουν να γράψω. Όπως θα καταλάβει ο ακροατής, το έργο αυτό είναι γέννημα διασταυρώσεως, αν επιτρέπεται η έκφραση, ήχων της βυζαντινής οκταήχου. Αυτό έγινε σκόπιμα, διότι διαφορετικά θα προέκυπταν μελωδίες, οι οποίες θα είχαν το εκκλησιαστικό ύφος. Αυτό νομίζω το απέφυγα. Στοιχεία μουσικής δυτικού τύπου λείπουν τελείως από το έργο. Γι’ αυτό, ως επί το πλείστον, και η σύνθεση της ορχήστρας που παίρνει μέρος στην εκτέλεση των τραγουδιών αποτελείται από όργανα που κατά τη γνώμη μου ταιριάζουν πιο πολύ στο κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκα (σαντούρι, λαούτο, κλαρίνο κ.λ.π.). Από τη διασταύρωση λοιπόν αυτή των ήχων της βυζαντινής οκταήχου, με τις απαραίτητες για το σκοπό μου φθορές, βγήκαν δώδεκα δρόμοι (τρόποι) τους οποίους μέχρι σήμερα χρησιμοποιεί και το γνήσιο δημοτικό μας τραγούδι. Θα ήθελα να τονίσω ότι κάθε τραγούδι του "Βυζαντινού Εσπερινού"είναι γραμμένο σε ξεχωριστό δρόμο, επιπλέον, δε, έχει το καθένα από αυτά και το δικό του ξεχωριστό ρυθμό».
Ο δίσκος έχει 12 τραγούδια, το ένα ορχηστικό- το εξαίσιο «Απτάλικο».Το υπέροχο εξώφυλλο του δίσκου, κέντημα πάνω σε λινάτσα, είναι έργο της Ρούλας Μάτσα, συζύγου του Μάκη Μάτσα. Το 1973 ο Απόστολος ντύνει με μουσική το «Αχ, ο μπαγλαμάς!» που κυκλοφορεί σε δίσκο 45 στροφών με την εξαιρετική ερμηνεία του Γ.Νταλάρα.
Αχ, ο μπαγλαμάς!
Μεσάνυχτα στα χέρια του Αρσένη
και συ μες στη βροχή
να με κοιτάς σαν ξένη,
και να μου παίρνεις την ψυχή…
Γι’ αυτό το υπέροχο τραγούδι γράφει ο Λ. Παπαδόπουλος στο βιβλίο του «Τα τραγούδια γράφουν τη δική τους ιστορία»:
«Είναι ένα κυκλικό, όπως το χαρακτηρίζω, τραγούδι. Δεν τελειώνει ποτέ! Ο Αρσένης που αναφέρω, ήταν ένας τραγουδιστής και δισκάς, στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχει καμία σχέση με το τραγούδι. Μου ταίριαζε όμως το όνομα. Ερχόταν καμιά φορά ο Νταλάρας, στο καφενείο που έπαιζα χαρτιά και μας το τραγουδούσε, γιατί ήξερε πως μας άρεσε πολύ».
Από τη «Μικρά Ασία» και τον «Βυζαντινό Εσπερινό» στις «Μπαλάντες του περιθωρίου»
Με τη «Μικρά Ασία» και ακόμα περισσότερο με το «Βυζαντινό Εσπερινό», ο Απόστολος Καλδάρας αγγίζει τα φυσικά του καλλιτεχνικά όρια. Οι επόμενες δουλειές του, αν και πάντα προσεγμένες, δε θα καταφέρουν να ξεπεράσουν αυτά τα όρια. Συνεχίζει να κάνει μεγάλους δίσκους πότε με καινούρια τραγούδια, ορισμένες φορές με επανεκτελέσεις παλαιοτέρων του, όπως για παράδειγμα ο πρώτος του δίσκος μακράς διάρκειας (LP) που κυκλοφόρησε το 1971 με τίτλο «Ο Γιώργος Νταλάρας τραγουδά Απόστολο Καλδάρα», δίσκος που περιλαμβάνει επανεκτελέσεις παλαιότερων επιτυχιών του συνθέτη από τις 78 στροφές και το «Φορτώθηκα τις τύψεις μου» από τις 45 στροφές. Ένας τέτοιος δίσκος είναι και το «Για ρεμπέτες και για φίλους» του 1974 με τη Χ. Αλεξίου, τον Δ. Κοντολάζο και τον Κ. Σμοκοβίτη. Εδώ η Χαρούλα τραγουδά εξαιρετικά το «Μια στενοχώρια» και το «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο».
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί ο κύκλος τραγουδιών με το γενικό τίτλο «Ροβινσώνες», σε στίχους του Γιώργου Σαμολαδά και ερμηνευτές τη Χ. Αλεξίου, τον Γ. Πάριο και τη Β. Λαβίνα. Θα ακολουθηθούν το «Ρίζες και χρώματα» με ερμηνεύτρια την Ξανθίππη Καραθανάση το 1975.
Είναι η σειρά της συνεργασίας του Απόστολου με τη στιχουργό Σώτια Τσώτου. Καρπός της συνεργασίας τους τα «Σκόρπια φύλλα», με τον Τρικαλινό Δ. Μητροπάνο και τη Χριστιάννα. Ένας πολύ καλός δίσκος που όμως δε γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Το 1976 Καλδάρας και Πυθαγόρας κυκλοφορούν «Τα σήμαντρα» με τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Νίκο Νομικό σε 2 τραγούδια. Από το δίσκο ξεχωρίζει το τραγούδι «Γιατί πεθαίνουν τα πουλιά» με την υπέροχη ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού.
Το 1977 ο Καλδάρας επιστρέφει στις μεγάλες εμπορικές επιτυχίες με το δίσκο «Τελευταία νύχτα». Οι στίχοι είναι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ερμηνευτής είναι ο Σταμάτης Κόκκοτας. Το «Γιε μου» τραγουδιέται σε όλη την Ελλάδα, οι πωλήσεις ξεπερνούν τα 50.000 αντίτυπα και ο δίσκος γίνεται χρυσός. Πρόκειται για ένα δίσκο όπου αν και τα τραγούδια στο σύνολο τους είναι πολύ καλά επισκιάστηκαν όμως από το «Γιε μου».
Η επόμενη χρονιά είναι η ευκαιρία για τη Γλυκερία που με το δίσκο «Μην κάνεις όνειρα» πραγματοποιεί την πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία. Στο δίσκο συμμετέχει και ο Γιώργος Γερολυμάτος. Δύο τραγούδια θα ξεχωρίσουν από αυτόν το δίσκο και θα βοηθήσουν στην καθιέρωση της πρωτοεμφανιζόμενης Γλυκερίας, το «Γκρέμισα το είδωλο σου» και το «Χιόνι».
Επόμενος σημαντικός σταθμός το 1978 με τα «Ορθόδοξα». Δίσκος με τον οποίο ο Απόστολος κινείται σε πολύ γνώριμες γι’ αυτόν περιοχές. «Με τη συνοδεία του ποτηριού να πει τον πόνο του, τους καημούς του, τα βάσανα του. Όλα όμως αυτά με το δικό του τραγούδι που δεν είναι άλλο από το λαϊκό. Που είναι το μόνο τραγούδι που απηχεί τα αισθήματα του απλού ανθρώπου του λαού μας. Έχοντας λοιπόν υπόψη μου όλα αυτά έγραψα τα "Ορθόδοξα"τα οποία και του αφιερώνω έχοντας πολύτιμο συνεργάτη μου, για την απόδοση τους το φίλο μου Στράτο Διονυσίου».
Θα ακολουθήσει μια σειρά από άλλες δουλειές πότε σε συνεργασία με άλλους στιχουργούς, συχνότερα όμως γράφει ο ίδιος και τους στίχους, θα συνεργαστεί με παλαιότερους συνεργάτες του τραγουδιστές (Στ. Κόκκοτα, Μ. Μενιδιάτη, Δ. Μητροπάνο) αλλά και με τραγουδιστές με τους οποίους για συνεργάζεται πρώτη φορά (Λ. Χαλκιά, Ηλ. Κλωναρίδη, Σ. Βαλμά κ.ά.).
Το «κύκνειο άσμα» για τον Απόστολο Καλδάρα θα αποτελέσει η δουλειά του «Μπαλάντες του περιθωρίου» που θα κυκλοφορήσει από το ΣΕΙΡΙΟ του Μάνου Χατζιδάκι. Μάλιστα, στον Χατζιδάκι οφείλεται και ο τίτλος του δίσκου που κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1990.
Οι «Μπαλάντες του περιθωρίου» είναι μια τοιχογραφία των περιθωριακών τύπων της προπολεμικής Αθήνας, αλλά και ένας μικρός φόρος τιμής στον Μάρκο, τον Μπάτη, τον Ανέστη Δελιά... Μολονότι ο Καλδάρας συνθέτει αυτά τα τραγούδια λίγο πριν από το βιολογικό του τέλος, το αποτέλεσμα είναι ένα έργο σύγχρονο, με ενορχηστρωτική φρεσκάδα, που αποκαλύπτει για μια ακόμα φορά ένα δημιουργό με αστείρευτη έμπνευση.
Τέλος, ένα χρόνο μετά από το θάνατο του Απόστολου θα κυκλοφορήσει ο δίσκος με το γενικό τίτλο «Κάποιο αστέρι» σε στίχους του Κώστα Βίρβου, με ερμηνεύτρια την Άντρη Κωνσταντίνου.
Επίλογος
Συμπυκνώνοντας τις σκέψεις μας για τον Απόστολο, θα λέγαμε ότι ως συνθέτης - δημιουργός, ο Καλδάρας είναι μοναδικός. Γράφει με υποδειγματική προσήλωση στη φόρμα και τη δομή ρεμπέτικα, αλλά και συμβάλλει ουσιαστικά στη μετάλλαξη του περιθωριακού ρεμπέτικου στο λαϊκό τραγούδι που αγαπιέται απ’ όλους και μπαίνει στις καρδιές και τα χείλη όλων των Ελλήνων. Αργότερα, δε, αιφνιδιάζει, δίνοντάς μας δείγματα υπέροχων λυρικών τραγουδιών, ξεδιπλώνοντας το αστείρευτο ταλέντο του.
Με την απεμπλοκή του από τα λαϊκά κέντρα και τη «νύχτα», ο Καλδάρας βρίσκει την ηρεμία και το ρεμβασμό που χρειαζόταν για να εμπνευστεί δουλειές του ύψους της «Μικράς Ασίας» και του «Βυζαντινού Εσπερινού», υψώνοντας έναν πήχη που οι κατοπινές δουλειές του δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν.
Στα 45 χρόνια της παρουσίας του στο λαϊκό τραγούδι συνθέτει ορισμένα από τα ομορφότερα λαϊκά τραγούδια και όχι μόνο καμιά δεκαριά καλά. Από το σύνολο των περίπου 600 που συνέθεσε, εκατοντάδες είναι σπουδαία τραγούδια με διαχρονική αισθητική αξία, γεγονός που τον τοποθετεί στην κορυφή των λαϊκών δημιουργών.
Λεπτολόγος και σχολαστικός στο στίχο, έντιμος απέναντι στους συνεργάτες του στιχουργούς, αναζητά σε όλη του τη διαδρομή την αρμονία στίχου - μουσικής, αναγνωρίζοντας όσο λίγοι το σημαντικό ρόλο του στίχου στο τραγούδι. Διαθέτοντας ένα σπουδαίο αισθητήριο δίνει την ευκαιρία και αναδεικνύει μεγάλες φωνές, στηρίζοντας στα πρώτα τους βήματα τραγουδιστές που πρωταγωνίστησαν ή ακόμα και σήμερα πρωταγωνιστούν στη μουσική σκηνή του τόπου μας. Ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο Πάνος Γαβαλάς, η Γιώτα Λύδια, η Χάρις Αλεξίου, η Γλυκερία, ο Γιάννης Πάριος, ο Γιώργος Νταλάρας, αποτελούν ορισμένα μόνο παραδείγματα.
Κι αν μέχρι σήμερα δε γράφτηκαν πολλές σελίδες για τον Καλδάρα, παρά μόνο αποσπασματικά και μεμονωμένα, η διαχρονικότητα του έργου του, η αισθητική, η ευγένεια και η αξιοπρέπεια των τραγουδιών του οδηγούν προς ένα μόνο συμπέρασμα: ο Απόστολος Καλδάρας είναι ο μεγαλύτερος λαϊκός συνθέτης.
Τα κύρια χαρακτηριστικά του ανθρώπου Καλδάρα ήταν η καλλιέργεια, η ευγένεια, η σεμνότητα. Μακριά «...από των σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινή ανοησία». Ο Απόστολος Καλδάρας υπήρξε ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη δουλειά του, που θεωρούσε ότι είναι η σύνθεση. Αυτό ήθελε να κάνει, αυτό επεδίωκε πάντα. Να ζει με αξιοπρέπεια την οικογένεια του συνθέτοντας τραγούδια.
Η ζωή στα λαϊκά κέντρα του προκαλούσε δυσφορία και με ανακούφιση τα εγκατέλειψε. Αυτό είναι και ένα κομβικό σημείο στη ζωή του. Του δίνεται η ευκαιρία να μελετήσει καλύτερα μουσική, να παρακολουθήσει στενότερα τις τάσεις και τις εξελίξεις όπως αυτές διαμορφώνονται με την εμφάνιση στο προσκήνιο των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Λοΐζου και των άλλων έντεχνων. Έτσι είναι ο μόνος της γενιάς του που μπορεί και παρακολουθεί αυτές τις εξελίξεις και ανανεώνει το μουσικό του ύφος. Αυτή η διαρκής ανανέωση είναι που χαρακτηρίζει περισσότερο και διαφοροποιεί τον Καλδάρα από τους άλλους μεγάλους λαϊκούς δημιουργούς. Πνεύμα ανήσυχο δεν εφησυχάζει, δεν επαναπαύεται, συμπορεύεται με τους νεότερους δημιουργούς, συντονίζει το βήμα του με το δικό τους, συμμετέχει στην εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού, δηλώνει «παρών» μέχρι το τέλος.
Ήταν όμως ο Απόστολος και ένας άνθρωπος ιδιαίτερα μαχητικός και ανυποχώρητος. Υπερασπιζόταν τις αρχές του και δεν έκανε πίσω ούτε για λόγους τακτικής. Ο Καλδάρας δεν υπέκυψε ποτέ στην προσπάθεια των εταιριών δίσκων να παραμερίσουν τους δημιουργούς και να προβάλουν τους τραγουδιστές. Έτσι, ουδέποτε δέχθηκε την απαξιωτική για ένα μεγάλο συνθέτη πρακτική, να συμβάλει με ένα μόνο αριθμό τραγουδιών, σε ένα μεγάλο δίσκο ενός οποιουδήποτε τραγουδιστή. Πλήρωσε φυσικά ακριβά το τίμημα, που ήταν η περιθωριοποίηση. Υπήρξε περίοδος που ο κορυφαίος Έλληνας λαϊκός συνθέτης δυσκολευόταν να κυκλοφορήσει έτοιμες, ολοκληρωμένες δουλειές του.
Ήταν όμως μαχητικός και στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των δημιουργών. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης Μουσικών Συνθετών Ελλάδας, της Ε.Μ.Σ.Ε., του συνδικαλιστικού οργάνου των δημιουργών, της οποίας υπήρξε για πολλά χρόνια αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Δίπλα στον Λ. Παπαδόπουλο, τον Θ. Δερβενιώτη, τον Μ. Λοϊζο και τόσους άλλους.
O Απόστολος Καλδάρας έκλεισε τα μάτια του στις 8 Απριλίου του 1990 την επομένη των 68ων γενεθλίων του, στην αγκαλιά της γυναίκας του και του γιου του, έτσι ακριβώς όπως ο ίδιος ήθελε.
Το άρωμα του έργου που άφησε θα συντροφεύει τις σημαντικές μας στιγμές. Τους έρωτες, τις χαρές, τη θλίψη και τη μοναξιά μας. Όλα όσα μας κάνουν να αισθανόμαστε ζωντανοί. Και όταν ο καημός της ψυχής μας ξεχειλίζει, οι χωρίς φεγγάρι νύχτες μας θα έχουν τη δική του μουσική...
Είπαν για τον Απόστολο Καλδάρα
Μίκης Θεοδωράκης:
«Με το θάνατο του Απόστολου Καλδάρα χάνεται ένας από τους τελευταίους μεγάλους του λαϊκού μας τραγουδιού. Η μουσική του γαλούχησε γενιές Νεοελλήνων και βοήθησε στην αναγέννηση του ελληνικού τραγουδιού».
Γιάννης Μαρκόπουλος:
«Μεγάλη απώλεια. Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν από τα πιο μεγάλα μουσικά αναστήματα της λαϊκής μας μουσικής. Τα τραγούδια του θα μείνουν αθάνατα, γιατί μέσα τους είχαν πολλές φορές το πιο μεγάλο επίπεδο, που σκόπευε η νεοελληνική τέχνη για να μπει μέσα στο πάνθεον του μεγάλου πολιτισμού της Ανατολής».
Κώστας Βίρβος:
«...Έχω να πω ότι χάθηκε ίσως ο μεγαλύτερος λαϊκός μας συνθέτης. Δεν είχε ολοκληρώσει ακόμα το έργο του. Είχε πολλά να δώσει. Ο πρόωρος θάνατός του μας στέρησε από τη δημιουργική του προσφορά.
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
γιατί ένα παλικάρι
πήγε για να κοιμηθεί.
Με συγχωρείς, Απόστολε, για την παράφραση του μεγαλειώδους στίχου σου, αλλά δεν μπορούσα με άλλα λόγια να πω ότι δεν είσαι πια κοντά μας. Δε μας έφυγες, απλά πήγες να κοιμηθείς. Κουράστηκες ίσως γιατί δινόσουν ολόκληρος στις δημιουργικές σου στιγμές. Βέβαια εμείς χάσαμε εσένα, μα ο Ελληνισμός κέρδισε έναν ανεπανάληπτο λαϊκό συνθέτη κι έναν ασύγκριτο ποιητή που πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία. Μόνο το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι"και το "Σ’ ένα βράχο φαγωμένο"φτάνουν να σε καθιερώσουν ως το μεγαλύτερο ίσως συνθέτη και σε ένα από τους πιο μεγάλους ποιητές μας.
(…) Θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο γιατί έγραψα μαζί σου πάνω από 150 τραγούδια και γιατί από τη συνεργασία σου έμαθα πάρα πολλά. Οι στιχουργοί έχουν να το λένε ότι τους έβγαζες τον καλύτερο τους εαυτό.
Μα πώς αλλιώς θα γίνονταν τα τραγούδια τέλεια; Ήσουν ο συνθέτης κι ο στιχουργός που τα ήξερε όλα. Πάντα είχες μια σφαιρική αντίληψη του τι συμβαίνει γύρω μας. Το είδος του τραγουδιού, είτε μάγκικο λεγότανε, είτε ρεμπέτικο, είτε λαϊκό το κατείχες, ήταν κτήμα σου. Ήξερες το βυζαντινό μέλος απέξω και ανακατωτά, γεννημένος δίπλα στον προσφυγικό συνοικισμό, αγάπησες αυτούς τους πονεμένους ανθρώπους και έμαθες τα τραγούδια τους.
Ποιος απλός 'Έλληνας συνθέτης θα μπορούσε να γράψει τόσο αριστουργηματικά τη "Μικρά Ασία"σε στίχους του Πυθαγόρα; Ποιος άλλος Έλληνας συνθέτης θα είχε για κάθε τραγούδι και άλλον δρόμο (τρόπο) στο "Βυζαντινό Εσπερινό"σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου;».
Γιώργος Νταλάρας:
«Έφυγε πρόωρα, ξαφνικά και άδικα, παίρνοντας μαζί του τα μεγάλα μυστικά της λαϊκής μουσικής. Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν ένας πολύ μεγάλος, ένας μοναδικός συνθέτης, που κατάφερε να εκφράσει το λαϊκό συναίσθημα και τον καημό των ανθρώπων, πέρα και πάνω από κάθε γραφικότητα. Οι γνώσεις του για τη λαϊκή μουσική ήταν έξω από κάθε σύγκριση και μέτρο, γι’ αυτό το κενό που αφήνει είναι τεράστιο. Η πλουσιότερη και ουσιαστικότερη περίοδος του λαϊκού τραγουδιού χάνει έναν από τους τελευταίους θεματοφύλακές της. Το τραγούδια του θα μας θυμίζουν την απουσία του. Χάνω ένα μεγάλο φίλο, ένα δάσκαλο, έναν πατέρα, που με προίκισε με ανεκτίμητα δώρα, τα τραγούδια του. θα τον τιμώ και ευγνωμονώ για πάντα».
Λευτέρης Παπαδόπουλος:
«Ο τελευταίος από τους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού. Μαζί με Βαμβακάρη και Τσιτσάνη στάθηκαν οι τρεις κορυφές του τριγώνου του λαϊκού τραγουδιού με την υπογράμμιση όμως ότι ο Καλδάρας εξακολουθούσε να γράφει έως τις τελευταίες ώρες της ζωής του. Για μένα έχει γράψει ένα από τα 2-3 σημαντικότερα ελληνικά τραγούδια, το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι", που και μόνο γι’ αυτό θα μπορούσε να περάσει στην ιστορία».
Φωτο: www.tralala.gr
↧
Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (του Μπάμπη Μώκου)

Γιατί εκφράζει το "σημαίνον" = τη λέξη και το "σημαινόμενον" = την έννοια, γιατί εμπεριέχει αναγνωστικά το "υπείροχον", δηλαδή υπερτερεί, υπερέχει, είναι ανώτερη και πιο πλήρης από κάθε άλλη γνωστή γλώσσα στον πλανήτη.
Αυτό που δίνει απεριόριστη ευχέρεια και δυνατότητα και καθορίζει νοηματική ελικτικότητα επιλογής σε κάθε ερευνητή, επιστήμονα, δημιουργό, λόγιο, διανοούμενο ή υπηρέτη των τεχνών (συγγραφέα, ποιητή, ασματογράφο, αοιδό κ.α.) για πλήρη, πολύμορφη, πολύπλευρη αποτύπωση-χρωματισμό, εμφατικότητα των όσων επιθυμεί να εκφράσει, να υποθέσει, να υποδηλώσει, να υπονοήσει, να οροθετήσει ή να σκωπτικογραφήσει.
Δύο είναι παγκόσμια οι γλώσσες που εμπεριέχουν μουσικότητα κατά την εκφορά: Η νεοϊταλική και η ελληνική. Μιλώντας η πρώτη είναι σαν να σέρνει, να τραγουδά τη λέξη, αλλά ως εκεί. Η ελληνική όμως διαθέτει πλατιά, ατέρμονη διάρκεια έκφρασης, πράγμα που ευθύς εξ αρχής καταννόησαν οι πρόγονοί μας και γι'αυτό την καθιέρωσαν σαν "εξειδικευμένο τρόπο"αποτύπωσης ακόμα και δυσνόητων επιλογών ιδίως κατα την ποιητική εκφορά. Γιατί με τη δυναμική της αντιστάθμιζε το ...πλαδαρό, το μακρόσυρτο, ύφος κάθε άλλης γλώσσας, επιβάλλοντας επικότητα και εκφραστικότητα ακέραια.
Η γλώσσα η ελληνική εμπεριέχει εξ υπαρχής μουσικότητα έκφρασης και πολυποικιλότητα νοηματική, εκταμιεύοντας από την "αποθήκη"του Δημώδους υλικού, που για τον ελληνισμό λογίζεται ατελεύτητο, σπουδαίο. Για τούτο, ο ελληνισμός γνωμικολογικά, περιφραστικά η απλούστατα προσδιόριζε επακριβώς ό,τι επιθυμούσε να εκφράσει. Στη μουσική ιδιαίτερα.
Η ευρύτητα, η νοηματική πληθωρικότητα, η "πολυσημασία"της ελληνικής υπήρξε ευγενής, απαράμιλλη και λειτουργικότατη υποθήκη που σφράγισε ανεξίτηλα τη μουσικοδημιουργία και στους καιρούς της Οθωμανικής κτητικότητας, στο Βυζάντιο.
Η κοσμική (η "εξωτερική"καθώς την ονόμαζαν οι βυζαντινοί, μουσική στις 5 μεγαλύτερες χριστιστιανικές πόλεις, στη Σμύρνη και στην Πόλη), καίτοι συγγενής με διάφορα αραβοπερσικά η ανατολικά μοτίβα, διέφερε κατά πολύ από την μουσικογραφία και στιχογραφία άλλων οθωμανοκρατούμενων πληθυσμών και στη
στιχουγική. Ιδιαίτερα σ’ αυτήν, η λεξιπλοκή υπήρξε κατ'εφαρμογήν παροιμιώδης. Αιτία πως το ελληνικό στοιχείο, όλες τις εποχές, ουδέποτε επέδειξε συμπεριφορές για μη ενσωμάτωση ξένων μουσικοτεχνικών στοιχείων στη δική του μουσική. Ουδέποτε δηλαδή επέδειξε μουσικό συντηρητισμό.
Σε τραγούδια της ...όψιμης Οθωμανικότητας (17ος-18ος αι.) εκλεκτοί Ρωμιοί "παιχνιδοπαίχτες"δεν δίστασαν εκτός από κλίμακες μουσικές η "δρόμους"να αποτυπώνουν μαζί με ελληνικούς και στίχους με λέξεις και άλλων πληθυσμών. Δεν ήταν όμως λεκτικός "αχταρμάς". Και όταν οι λέξεις στα τραγούδια-οι στίχοι ήταν αμιγώς ελληνικοί το αποτέλεσμα προέκυπτε εξαίρετο.
Η μουσική είναι λόγος και μελωδία. Και τα δύο συναρτώμενα -ανταμωμένα, δονούν, ταλανίζουν, ευαισθητοποιούν τη συναισθηματικότητα του ανθρώπου. Στο άρτιο τραγούδι δεν υπάρχει υπεροχή του ενός έναντι του άλλου. Αν βέβαια και τα δυο, ποιοτικά, έχουν συνθετική σοβαρότητα, επιμέλεια από τη μία και νοηματική πληρότητα από την άλλη, το συγκινησιακό εξυψώνεται, εκτοξεύεται στο ζενίθ. Το τραγούδι είναι σαν τη γελοιογραφία: Με το πρώτο άκουσμα πρέπει κανείς να το καταλάβει, να τον απασχολήσει, να το νοιώσει , να τον συνεγείρει, να μπει ...μέσα του, να ευχαριστηθεί η να αδιαφορήσει.
Να λοιπόν γιατί, για την επιτυχία, βασικό ρόλο παίζει ο "λόγος", δηλαδή ο στίχος, δηλαδή η γλώσσα. Που συντελεί στην ιδιαιτερότητα ποιότητας ενός τραγουδιού , όντας η ...σπονδυλική του στήλη. Οι στίχοι, η γλώσσα είναι που στηρίζει και μορφοποιεί θεματικά ένα τραγούδι. Που δηλαδή μόνον αυτή δίνει στον άλλο που ακούει επαγωγικότητα βαθειάς αντίληψης, δηλαδή να κατανοήσει πλήρως και θεματικά στην ολότητά του ένα έργο τέχνης. Ώστε όπως οι αρχαίοι διακήρυτταν να θεωρούνται "...Λόγος και μέλος, ουχί ακατάληπτα...".
Έξω από κάποιους μουσικοτεχνικούς ιδιωματισμούς, επινοήσεις και δεξιοτεχνισμούς, οι μουσικές φόρμες που ντύνουν ένα τραγούδι, λίγο πολύ είναι σχεδόν πανομοιότυπες.
Είναι βήματα απαραβίαστα, σταθερά. Εκείνο που το κάνει να ξεχωρίζει, να το καθιερώσει διαχρονικά, είναι βέβαια η μουσική αλλά ιδιαίτερα ο στίχος, τα λόγια, τα νοήματα, η γλώσσα.
Εδώ λοιπόν εμείς οι Έλληνες σταθήκαμε τυχεροί. Οι μουσικές, αλλά και οι γλωσσικές μας παρακαταθήκες διαπιστώνονται μεστές, ουσιώδεις και ανεξάντλητες. Ένας πλούτος, πολιτιστικός πακτωλός, μοναδικός, τεράστιος που τιμά και αγκαλιάζει την ελληνόφρονη εθιμικότητά μας.
Και το σημαντικό πως αυτές οι παρακαταθήκες στάθηκαν πλάι μας πάντα ...ριζοσπαστικές, όχι δογματικές . Δίνοντας το δικαίωμα στους έλληνες μουσικοτεχνίτες και τραγουδοποιούς να συνθέτουν αριστουργήματα.
Πριν, αλλά και μετά την εθνεγερσία και ιδιαίτερα μετά την πλήρη ανακήρυξη στα 1833 θεσμοθέτησης του νεότευκτου συνταγματικά ελληνικού κράτους υπήρχαν αλληλοσπαρασσόμενα δύο είδη τραγουδιού: Κατά παράδοση το ένα (τα δημώδη) και κατα ξενόφερτη επιταγή το άλλο (τα δυτικά).
Όμως τι δουλειά είχε ο ελληνισμός με τις πόλκες και τις καντρίλιες, με τα Οθωνικά εισαγόμενα δυτικά πρότυπα; Που να τα καταλάβει ο μέχρι χτες ραγιάς απλός Έλληνας, ο απλός αγωνιστής; Πώς να τα νοιώσει; Πώς να τα χορέψει και να τα τραγουδήσει; Δεν μπορείς να τραγουδάς "Γρηά Τζαβέλλαινα "και να χορεύεις ταγκό
και πόλκες. Άλλο τα... υψηλά σαλόνια και οι δυτικοαβρότητες, οι φραμπαλάδες, οι φανφάρες, οι βεγγέρες και άλλο το αρματολίκι, η φουστανέλα, η λεβεντιά, τα βουνά και τα λημέρια.
Την ψυχή του απλού λαϊκού Έλληνα μέχρι και το 1875 περιδιάβαινε απόλυτα συγκινησιακά το άκουσμα του Δημοτικού τραγουδιού, αφού αυτή ήταν η από καταβολής γνώριμη βιωματική του εικόνα. Για την εποχή αλησμόνητα δημοτικά ντύθηκαν με νοήματα αξέχαστα, περίφημα. Άσχετα αν σε πολλά παρέμεναν ακόμα ελάχιστες λέξεις τουρκικές που με τον καιρό όμως αφαιρέθηκαν ή ξεχάστηκαν. Αυτά ήταν άλλωστε και τα τραγούδια που σχηματοποιούσαν και την τότε κοινωνική αλλά και ψυχαγωγική λαϊκή διάσταση.
Σιγά-σιγά ήδη ο μεταεπαναστατικός ντόπιος ελληνισμός αποβάλλει τα ξενόφερτα και απομιμείται μουσικά δρώμενα των Μικρασιάτικων παραλίων, όπου στο στίχο για πρώτη φορά περήφανα το ελληνικό υπερτερεί καταβολών από πρώην οθωμανοκρατούμενες μικρασιάτικες πόλεις. Είναι και η απαρχή εισόδου του καθαρού ελληνικού λόγου στο Αστικό Λαϊκό Τραγούδι.
Στην κυρίως Ελλάδα-την ηπειρωτική, με την προσφυγική έλευση πληθαίνουν οι μουσικοί, τα κέντρα διασκέδασης, τα καπηλειά, οι ελεύθεροι μουσικοί χώροι. (Καφέ Αμάν, Καφέ-Σαντούρ, Λαϊκά Μουσικά Καφενεία).
Ντόπιοι και πρόσφυγες παιχνιδοπαίχτες επιδίδονται σε άμιλλα μουσική, αλλά και στιχουργική. Οι νωχελικές Σμυρναίικες η Πολίτικες μελωδίες, ντύνονται τώρα επί το πλείστον με στίχους -λόγια ελληνικά. Μόνο οι αμανέδες ξεχωρίζουν κάπως.
Από την άλλη μεριά, η αδιόρθωτη ελληνική αστική τάξη με τα φόξ-τρότ και τις χορευτικές ημερίδες έχει πλέον ταυτίσει τις διαθέσεις της με τα δυτικά. Κανένα ενδιαφέρον για τη στιχουργική. Μόνο για τις μελωδίες και για ρυθμούς χορευτικούς.
Ωστόσο το επιθεωρησιακό τραγούδι αρχίζει να επιδεικνύει στιχουργήματα ωραιότατα, αφού στηρίζεται κυρίως στην πρόζα, στο λόγο.
Χρειάζεται να περάσουν παραπάνω από 30 χρόνια , ώστε το καθαρό Λαϊκό Αστικό Τραγούδι (το ρεμπέτικο) να αποβάλλει την τουρκοεκφορά στα παιξίματα αλλά κυρίως στα λόγια και να εξοβελίσει όποια ξένη ..."μαιμουδιά". (Πειραιώτικο Ρεμπέτικο: Μάρκος, Στράτος, Μπάτης, Δελιάς, Απ. Χ''χρήστος, Παπαιωάννου, Χιώτης, Μητσάκης κ.α). Στα τραγούδια του ανυπέρβλητου Τσιτσάνη και του Μπαγιαντέρα, οι στίχοι, τα λόγια είναι αμιγώς ελληνικά.
Ο λεκτικός θησαυρός, η παραμυθία, οι επινοήσεις του Μάρκου χαρακτηρίζονται περιφροντείς ελληνοστιχουργικές επιλογές που άλλοτε σε ευφραίνουν, άλλοτε σε καθηλώνουν. Η στιχουργική δεινότητα του Χ'΄χρήστου λογίζεται σαν πρωτόφαντη και ιδιαίτερου κάλλους. Ο Χιώτης, ο Μητσάκης, ο Μπαγιαντέρας, ο Παπαιωάννου κ.α. με λέξεις-στίχους απλούς, νοηματικά ολοκάθαρους μιλούν στην καρδιά των Ελλήνων.
Και ακολουθεί σαν ευλογημένο επιστέγασμα η σπουδαία γενιά του ‘30, η ανορθωτική (καθώς δίκαια τη χαρακτήρισαν) του νεοελληνικού πολιτισμού. Η γενιά της διανόησης, των γραμμάτων, της μουσκής δημιουργίας, των "ακραίων"στίχων, των στίχων
και τραγουδιών-μνημείων λόγου και μουσικής τέχνης που συνέβαλαν καθοριστικά στην κοινωνική συνοχή και παίδευση του ελληνικού λαού.
Που πάμπολλες φορές ενέπνευσαν και συνεπήραν γενιές και γενιές με τα δημιουργήματά τους: Θεοδωράκης, Χαντζιδάκις, Ελύτης, Ρίτσος, Σεφέρης, Χριστοδούλου, Λειβαδίτης, Μ. Αναγνωστάκης, Ν. Ελευθερίου, Κουν, Τσαρούχης,, Ν.Γκάτσος, Τριπολίτης, Ξαρχάκος, Λ. Παπαδόπουλος, Ευτ. Παπαγιαννοπούλου κ.α.
Άξιοι συνεχιστές των Σολωμού, Παλαμά, Παπαδιαμάντη, Κάλβου, Σικελιανού, Καρούζου, Βάρναλη, Καβάφη, Εγγονόπουλου
του... παππού Σκαρίμπα κ.α.
Όλοι αυτοί που σχηματοποίησαν δίαρμα ψυχής για τον νεοελληνισμό, στεριώνοντας την ελληνόφωνη γλωσσικότητα με πάθος, πείσμα, αγάπη, επιμονή, σεβασμό και εθνική εκτίμηση άφατη στον απλό ελληνικό "λόγο". Το λόγο που έδινε και δίνει υπόσταση σε φιλοσοφικές αφαιρέσεις και μαζί με την ελληνική μουσική στα αντικείμενα των αισθήσεων.
Όχι σαν κάτι άλλους ανεκδιήγητους Κριαράδες (όπως λέει ο Γιανναράς) που ασέλγησαν καίρια στην αρχαία και νεότερη γλώσσα μας, τη ...μάνα μας. Την πιο αρμονική, εντυπωσιακά συναρπαστική, την ομορφότερη, την ωραιότερη, την πιο πλήρη-γεμάτη γλώσσα του κόσμου.
Να γιατί είναι προνόμιο να μιλάς ελληνικά. Ακόμα περισσότερο να στιχουργείς και να ...τραγουδάς. Για να μπορείς ένα ωραίο μνημείο να το λες ά γ α λ μα (εκ του αγάλλομαι στη θέα του) και όχι statue, δηλαδή ψυχρά κάτι απλό ουδέτερο αντικείμενο που... στέκεται σε κάποιο βάθρο (από το ρήμα ίστημι=στέκομαι όρθιος).
Για να μπορείς με τέσσερις λέξεις να… «αγκαλιάζεις» το σύμπαν ,το ευγενές ανθρώπινο είναι :«Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ…» η να τραγουδάς τη «Δραπετσώνα», να πετάει φωτιές ο λογισμός και να …τρίζει ο τόπος από περηφάνεια και συγκίνηση!....
↧
Tourlou the Band..Παντρεύουν το rock με το ρεμπέτικο και το λαικό...(Βίντεο)

Παντρεύουν το rock με την ελληνική παράδοση και έχουν σαν στόχο να ξαναζωντανέψουν τους παλιούς ήχους του ρεμπέτικου. Επιρροές τους είναι οι Imam Baildi και ο Django Reinhardt.
theschooligans.gr
↧