Quantcast
Channel: Το Ρεμπέτικο Τραγούδι
Viewing all 1582 articles
Browse latest View live

Η ταπείνωση του Μάρκου Βαμβακάρη. Η περίοδος που αναγκάστηκε να βγει στη «ζητιανιά»...

$
0
0

 
Πηγή ανάρτησης   www.mixanitouxronou.gr
Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ο Μάρκος Βαμβακάρης βρισκόταν στο ψηλότερο σκαλί του ρεμπέτικου. Η συνεργασία του με τον Παπαϊωάννου στην ταβέρνα του Καλαματιανού, γνώριζε μεγάλη επιτυχία. Οι δίσκοι του γίνονταν ανάρπαστοι. Λίγα χρόνια μετά όμως, το 1954, ο Μάρκος αρρώστησε. Η παραμορφωτική αρθρίτιδα, που χτύπησε τον δάσκαλο του ρεμπέτικου, ήταν μοιραία. Λόγω της ασθένειας, δεν μπορούσε να παίξει με δεξιοτεχνία μπουζούκι και σιγά- σιγά, όσοι μιλούσαν γι’ αυτόν με θαυμασμό, άρχισαν να τον ξεχνούν. Οι εταιρίες του γύρισαν την πλάτη, καθώς το ρεμπέτικο είχε αρχίσει να δίνει τη θέση του στο λαϊκό τραγούδι....





 
Οι προσπάθειες του Μάρκου να ανακάμψει Ο Μάρκος βρέθηκε στο περιθώριο. Για να τα βγάλει πέρα και να καταφέρει να ζήσει τη γυναίκα και τους τρεις γιούς του, κατέφυγε σε χωριά της επαρχίας. Εκεί, το ακροατήριο δεν ήταν τόσο αυστηρό και διψούσε για ζωντανές εμφανίσεις γνωστών ονομάτων. 

Η αμοιβή του δεν ήταν σε χρήματα, αλλά σε είδη πρώτης ανάγκης. Οι χωρικοί έδιναν κότες , αυγά, φακές, φασόλια και ότι άλλο καλλιεργούσαν, για να ακούσουν ζωντανά τον Βαμβακάρη. Έτσι, κατάφερε για λίγο καιρό να εξασφαλίσει τα προς το ζην για την οικογένειά του. Το 1955, τα πράγματα χειροτέρεψαν και ο Μάρκος με τον γιο του Στέλιο, έφυγαν για την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Σύρο. Οι Συριανοί, τον αγαπούσαν. Οι εμφανίσεις του στην ταβέρνα του Λιλή, γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. 

Οι θαυμαστές του στριμώχνονταν ο ένας πάνω στον άλλο, για να τον ακούσουν να ερμηνεύει τη διάσημη Φραγκοσυριανή και άλλα αγαπημένα τραγούδια. Ο Βαμβακάρης τότε, κατάφερε να συγκεντρώσει λίγα χρήματα. Η νοσταλγία όμως, για τους δικούς το...



 
Η δύσκολη ζωή και η «σφουγγάρα» Η ζωή στην Αθήνα ήταν πολύ δύσκολη. Ο κόσμος υπέφερε από τη φτώχεια. Το ίδιο και ο Βαμβακάρης, που δεν είχε δουλειά και όλοι τον είχαν ξεχάσει. Για να συντηρήσει την οικογένειά του, υπήρχε μια λύση. Η «σφουγγάρα». «Σφουγγάρα» έλεγαν οι μουσικοί, το πιατάκι που έβγαζαν στις ταβέρνες, για να ρίξουν κέρματα οι θαμώνες. Στην περίπτωση του Βαμβακάρη, το πιατάκι το κρατούσε ο πεντάχρονος τότε γιος του. Ο ίδιος ο μεγάλος ρεμπέτης, δεν άντεχε αυτόν τον εξευτελισμό. Δεν είχε όμως άλλη λύση. Ήθελε, αλλά δεν μπορούσε, να αποφύγει τη «ζητιανιά».

Δείτε εδώ το βίντεο, με τη συγκλονιστικήμαρτυρία του Στέλιου Βαμβακάρη, για τα «πέτρινα χρόνια» του Μάρκου και πως τοτζουκ μποξ, νίκησε το μπουζούκι....


Ρεμπετιέν ..Είναι νέοι και ρεμπέτες (Βίντεο)

$
0
0

Αναδημοσίευση από: www.pathfinder.gr
Μεσημέρι Κυριακής στα νοτιοανατολικά της Πελοποννήσου, και τρεις νέοι μουσικοί μεταφέρουν τις παρέες που έχουν μαζευτεί στο μαγαζί σε αλλοτινές εποχές, με τους σκοπούς τους, με μοναδικές ερμηνείες ρεμπέτικων τραγουδιών και αυτοσχέδια τερτίπια. 

Οι “Ρεμπετιέν” μας αποκαλύπτονται.
Ο Γιάννης, ο Κωστής και ο Θοδωρής είναι τρεις νέοι που αγαπούν τα ρεμπέτικα και το δείχνουν από την κίνηση, το πάθος και την εκφραστικότητα που έχουν όταν παίζουν και τραγουδούν μπροστά στο κοινό τους. Βρεθήκαμε τυχαία σε ένα από τα παραθαλάσσια ταβερνάκια της Λακωνίας που εμφανίζονται αυτό το καλοκαίρι και από το πρώτο άκουσμα τους ξεχωρίσαμε. Σε ένα οικείο κλίμα, το βιολί, η κιθάρα και το μπουζούκι ενώθηκαν για να αποδείξουν πως σαν το ρεμπέτικο τραγούδι δεν έχει.
Στην Αθήνα, η ορχήστρα τους αποτελείται από άλλα δύο μέλη, πλην του Θοδωρή, και ονομάζεται “Rebetien”. Πρόκειται για τέσσερις μουσικούς που ερμηνεύουν με την ψυχή τους τραγούδια και σκοπούς από το ρεπερτόριο του ρεμπέτικου και της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, αλλά και νέες δικές τους συνθέσεις. Χαρακτηριστικό στοιχείο του ήχου του συγκροτήματος αποτελεί το νοσταλγικό χρώμα της εποχής του γραμμοφώνου, σε διακριτικό συνδυασμό ενίοτε, με αλλογενείς μουσικές γεύσεις από ένα κράμα παραδόσεων της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
Εκείνο που προκαλεί εντύπωση από τα πρώτα κιόλας, τραγούδια είναι ο φυσικός, ακουστικός ήχος των οργάνων, ο συνδυασμός των οποίων παραπέμπει με έναν τρόπο σε σμυρνέικη ορχήστρα του μεσοπολέμου, καθώς επίσης στον πειραματισμό και στη σύνθεση ενός δικού τους ηχητικού και ενορχηστρωτικού ύφους. Οι τεχνοτροπίες και το φάσμα του ρεπερτορίου τους αποκτούν μεγάλες διαστάσεις όταν παίρνουν τα τρία "μαγικά"μουσικά όργανα στα χέρια τους.


Οι Ρεμπετιέν σε μία από τις εμφανίσεις τους, το ίδιο αυθόρμητοι και δημιουργικοί με τα τραγούδια τους
Οι Ρεμπετιέν σε μία από τις εμφανίσεις τους, το ίδιο αυθόρμητοι και δημιουργικοί με τα τραγούδια τους


Παίζοντας για περίπου τρεις ώρες, με μία αρκετά αυτοσχέδια διάθεση, κατάφεραν να μετατρέψουν το μουσικό κλίμα από ιδιαίτερα μελαγχολικό και ρομαντικό σε άκρως δυναμικό και γλεντζέδικο. Ο Κωστής, γεννημένος το 1986, ασχολείται από τα γεννοφάσκια του με τη μουσική. Σε ηλικία οκτώ χρονών έκανε την πρώτη επίσημη επαφή με την κιθάρα, πρώτα με την κλασική και μετά με την ηλεκτρική. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, “Τα ρεμπέτικα και σμυρνέικα με ακολουθούν σαν άκουσμα από πολύ μικρή ηλικία, μέσω του πατέρα μου, που ασχολείται ερασιτεχνικά με το ακορντεόν”.Για τον ίδιο, η ταυτότητα του ρεμπέτικου συνοψίζεται σε ένα τραγούδι του Τσιτσάνη, "Τέτοια νιάτα τέτοια κάλλη θα τα φάει η μαύρη γη. Να γιατί θα την γλεντήσω τη ζωή μου κι όπου βγει. Μια κι η ζωή θα σβήσει και θα λιώσει το κορμί στις ταβέρνες το έχω ρίξει κι έτσι σβήνουν οι καημοί. Απ'τον κόσμο αυτόν τον ψεύτη είμαστε περαστικοί, πριν το νιώσουμε, το ζούμε και περνούμε βιαστικοί. Όλα αψήφιστα τα παίρνω και μποέμικα γλεντώ. Όταν έχω τα ξοδεύω και ρεζέρβα δεν κρατώ".
Προσπαθώντας να δώσουν και οι τρεις, έναν ολοκληρωμένο ορισμό των ρεμπέτικων τραγουδιών, αναφέρουν πως το ρεμπέτικο αποτελεί ένα είδος μουσικής που δεν έχει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά. Καταπιάνεται όμως, με θέματα που μας αφορούν όλους, τον έρωτα, την ζωή, τον θάνατο. Αν και οι στίχοι σχετίζονται με την ζωή του καθενός από εμάς, η θεματολογία τους είχε απήχηση στα φτωχά λαϊκά στρώματα κι από αυτά αγαπήθηκε.
Όταν η κιθάρα του Κωστή συνοδεύεται από την φωνή του, το ρεμπέτικο απογειώνεται
Όταν η κιθάρα του Κωστή συνοδεύεται από την φωνή του, το ρεμπέτικο απογειώνεται


Αποσπώντας πληροφορίες από τον βιολιτζή της παρέας, τον Γιάννη, μαθαίνουμε πως πέρα από ένα αξιοσημείωτο εύρος μουσικών σπουδών, είναι και διδάκτορας βιολιού του τμήματος Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Ο τρόπος που συνοδεύει την φωνή του Κωστή είναι πραγματικά συγκινητικός. Ο Θοδωρής είναι ο πιο μικρός της παρέας και η “ήρεμη δύναμη” της μπάντας. Προσηλωμένος από την αρχή μέχρι το τέλος της εμφάνισής τους, στο μπουζούκι του ξέρει πολύ καλά πώς να ανταμείβει το κοινό που τον παρατηρεί.    
"Απ'τον κόσμο αυτόν τον ψεύτη είμαστε περαστικοί, πριν το νιώσουμε, το ζούμε και περνούμε βιαστικοί".
Όπως μας λένε οι ίδιοι, το κοινό που τους προτιμά, προέρχεται από όλες τις ηλικίες και κυρίως, από τους νέους. Η οικονομική κρίση μάλλον, ευνόησε αυτή την στροφή, καθώς ο Κωστής αναφέρει ότι, “όσο ανεβαίνουν οι τιμές για να διασκεδάσεις σε κάποια άλλα μουσικά είδη, ανεβαίνει και η ποιότητα. Ο κόσμος τον τελευταίο καιρό, λόγω οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, δείχνει να προτιμά ακούσματα που μιλάνε κατευθείαν, στην ψυχή. Δείχνει να μην αρκείται στο να πετάει λουλούδια και να ανοίγει μπουκάλια στις πίστες, αντίθετα ψάχνει κάτι πιο βαθύ κι εσωτερικό. Επιστρέφει με έναν τρόπο στις ρίζες".
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, αλλά εμείς ζητούσαμε ένα ακόμα τραγούδι. Το ένα έγιναν πολλά. Θα μπορούσε να έχει ξημερώσει και εμείς να είμαστε ακόμη εκεί στις ίδιες καρέκλες, να τους ακούμε προσηλωμένοι, επιθυμώντας λίγη ακόμη παράταση στο όνειρο, στις νότες του "μποέμικου γλεντιού", στις εποχές του Τσιτσάνη και στο αρχοντικό, παραδοσιακό ρεμπέτικο τραγούδι.
Οι εμφανίσεις τους γίνονται σε διάφορες μουσικές σκηνές και φεστιβάλ στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στην παρακάτω μουσική εκτέλεση των Ρεμπετιέν, αποδεικνύεται πως μία αμήχανη αρχή εκτυλίσσεται σχεδόν πάντα, σε ένα όμορφο αποτέλεσμα. 

 
 
 
 
Rebetien (Ρεμπετιέν)

ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ

$
0
0
                      
Πηγή ανάρτησης Ρεμπέτικες Διαδρομές
Πολλοί από τους κορυφαίους των λυρικών, ιδιαίτερα ο Αρχίλοχος και ο Ιππώναξ, επινόησαν και οπωσδήποτε υιοθέτησαν από την λαϊκή παράδοση μέτρα «ανόμοια», «ασυνάρτητα», και «κουτσά», που ασφαλώς μας φέρνουν σε ορισμένους χορούς του Αιγαίου, πανελλήνιους σήμερα, έτσι και οι ρεμπέτες προτίμησαν τους επιζώντες πολύπλοκους αυτούς ρυθμούς που εκφράζουν και αναδεικνύουν την ατομικότητα και μάλιστα – στην περίπτωση των πέντε ειδών του ζεϊμπέκικου – τη μοναδικότητα του κάθε ορχηστή, ακόμη και του κάθε ακροατή.
Όπως είναι εύλογο σ’ οιονδήποτε ασκήθηκε ποτέ στην εκ του σύνεγγυς σώμα με σώμα αναμέτρηση – από τον έρωτα ως την ξιφασκία – οι αιφνιδιαστικοί εκείνοι ρυθμοί πρέπει να προέκυψαν στην αρχαιότητα από την οπλομαχία. Οι Έλληνες συνέδεαν τον πόλεμο με την όρχηση και ο Αθήναιος μαρτυρεί ότι οι καλύτεροι στη μάχη είναι οι καλύτεροι στους χορούς. Να όμως που και σήμερα ο Ζεϊμπέκικος παρελήφθη – αν αληθεύει – από τους οπλομάχους ζεϊμπέκηδες.
Όπως ο λυρικός έτσι και ο ρεμπέτης δεν μιλούν για ήρωες, αλλά είναι ήρωες οι ίδιοι. Αντικείμενο του τραγουδιού τους είναι κυρίως οι ίδιες τους οι προσωπικότητες – αντίθετα απ’ ό,τι στο έπος και στο δημοτικό τραγούδι.



Όλοι οι χαρακτηρισμοί που αποδίδουν στους λυρικούς ποιητές οι κλασικοί φιλόλογοι ταιριάζουν και στους ρεμπέτες. Αντιγράφω μερικούς, ιδιαίτερα απ’ τον Bowra και τον Lesky: «(κάνουν) πολεμική με το τραγούδι». «Έντονη περιφρόνηση προς την παράδοση» (ακόμη και ο Πίνδαρος ζητάει το κρασί να είναι παλιό, μα τα τραγούδια νέα). «Επιθυμία να υποτιμήσουν κληρονομημένες πεποιθήσεις». «Αναφορά σε όλα όσα τους καίνε την καρδιά, σε όλα όσα αναδεύουν τη χαρά και την οργή τους». «Εκμετάλλευση της δυναμικότητας του λαϊκού λόγου ως φορέα της ποίησης». Καταδίκη της απιστίας, της προδοσίας, της ατιμίας, της επιορκίας «με τα χειρότερα λόγια». Κατάρες, παράπονα προς θεούς, κακογλωσσιά. «Πολυάριθμες μικρασιατικές λέξεις» (Ιππώναξ). «Μια ένταση αισθήματος ανεβασμένη στο έπακρο». «Συνεχής αναφορά στο προσωπικό αίσθημα». Φιλαλήθεια, παρωδίες, ψόγους, ύβρεις κατά εχθρών και φίλων. Πάθος, μίσος, καημό, λαχτάρα, πόθο, συγκίνηση. Είναι πραγματικά το ρεπερτόριο του ρεμπέτικου.
Όπως πολλοί από τους λυρικούς υπήρξαν χθαμαλής καταγωγής ή ξεπεσμένοι ή εξόριστοι ή μετανάστες ή ζούσαν στο περιθώριο και στη φτώχεια, το ίδιο και οι ρεμπέτες.
Όπως η λυρική ποίηση δημιουργήθηκε σε εποχή μεγάλων μετακινήσεων και αναμίξεων πληθυσμών, έτσι και το ρεμπέτικο.
Όπως οι λυρικοί άντλησαν από το λαϊκό ανώνυμο και ανεπίσημο τραγούδι, όχι μόνο μέτρα όπως τον ίαμβο, αλλά και θέματα, έτσι έκαμαν και οι ρεμπέτες. Και όπως οι πρώτοι εξαφάνισαν το λαϊκό τραγούδι, έτσι το εκμηδένισαν και οι ρεμπέτες.
Όπως η λυρική ποίηση ήταν κυρίως μια ποίηση που χορευόταν, έτσι και το ρεμπέτικο.
Όπως στους λυρικούς η μουσική και ο λόγος ήταν αδιαίρετα και ποιούνταν από το ίδιο και το αυτό πρόσωπο, έτσι και στο ρεμπέτικο, που με το πρόσθετο στοιχείο ότι τα άσματα εκτελούνται κυρίως από τους δημιουργούς τους, έχουμε παραγωγή τόσο πυκνού και τέλειου νοήματος.
Όπως το ρεμπέτικο έτσι και ορισμένοι κορυφαίοι λυρικοί ποιητές απορρίφθηκαν και καταδικάστηκαν και διασύρθηκαν λυσσαλέα από την λογιοσύνη και την αριστοκρατική αντίληψη (ο Αρχίλοχος από τον Ηράκλειτο, τον Πίνδαρο, τον Κριτία, τους Σπαρτιάτες).
Όπως στους λυρικούς ποιητές έτσι και στο ρεμπέτικο η «κατακραυγή του κόσμου», όπως λέει ο Μάρκος (και ο Αρχίλοχος), «δεν μπόρεσε να μειώσει τη φήμη του στους μεταγενέστερους». (Και αυτό είναι μια φράση του Lesky που αναφέρεται στον Αρχίλοχο).
Τόσο ο λυρικός όσο και ο ρεμπέτης κατατρύχονται από «αμηχανία», που είναι βασική έννοια στους λυρικούς, αλλά και στους ρεμπέτες. Ο λυρικός, καθώς είπαμε, έχει σχετικό καταφύγιο τους θεούς . ο ρεμπέτης μη έχοντας θεούς – αυτή είναι η βασική διαφορά μαζί με την ανυπαρξία πόλεως, με την αρχαία έννοια – καταφεύγει στο μυστηριώδες πρόσωπο της «μανούλας». Η «μάνα» στο ρεμπέτικο μπαίνει στη θέση του θεού του λυρικού ποιητή, που λείπει.
Τόσο η λυρική ποίηση όσο και το ρεμπέτικο είναι ιδρυτικές τέχνες. Και η μια και η άλλη περιφρονούν την παράδοση, αλλά δεν περιφρονούν να την αντικαταστήσουν, να αποτελέσουν παράδοση οι ίδιες. Όπως και έγινε.
Και οι δυο μορφές έκφρασης δεν αρκούνται στο λόγο τους αλλά προχωρούν σε ακραίες επιδόσεις στο μουσικό, ρυθμικό και χορευτικό τομέα.
Όπως στη λυρική ποίηση έτσι και στο ρεμπέτικο έχουμε ποικίλες αναφορές στους ήρωες της Ιλιάδος και της Οδύσσειας ενώ καμμιά τέτοια αναφορά και μάλιστα καμμιά αναφορά στην αρχαιότητα δεν απαντάται, όσο ξέρουμε, στο δημοτικό τραγούδι.
Όπως στους λυρικούς έτσι και στους ρεμπέτες περιφρονείται το χωριάτικο.
Και οι δύο μορφές έκφρασης προετοιμάζουν θέατρο.
Και οι δύο μορφές δημιουργήθηκαν όχι σε αντίθεση με εχθρούς της πατρίδας, αλλά σε αντίθεση με το ανθρώπινο περιβάλλον. (Το κλέφτικο τραγούδι έγινε σε αντίθεση με την Τουρκοκρατία. Το ρεμπέτικο έγινε σε αντίθεση με την ανεξαρτησία και στην πραγματικότητα θέλει να πει ότι το μόνο υπαρκτό Εικοσιένα είναι το ρεμπέτικο. Εκθύμως συμπληρώνουμε: και ο Καβάφης).
Όπως η λυρική ποίηση προετοίμασε την έλευση (τη γέννηση μπορούμε να πούμε) της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα, το ίδιο και το ρεμπέτικο εκδηλώθηκε κλιμακωτά στο βαθμό που η δημοκρατία στη νέα Ελλάδα γινόταν αξίωση, και βοήθησε στη διατύπωσή της.
Βέβαια ούτε όλη η λυρική ποίηση έχει κάποιο «ρεμπέτικο» χαρακτήρα, ούτε όλο το ρεμπέτικο είναι γνήσιο. Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι το 51% της αξίας του ρεμπέτικου, όταν κάνουμε λόγο καθ’ οιονδήποτε τρόπο γι’ αυτό, είναι απόν, γιατί βρίσκεται στη μουσική, στην εκτέλεση και στο χορό που το συνοδεύει. Αν αυτή η σελίδα περιείχε ένα οργανικό ρεμπέτικο θα ήταν κενή. Το ίδιο συμβαίνει με τη λυρική ποίηση και μάλιστα δεν συμφωνούμε ότι δεν είχαν πολύπλοκο και «ετερόφωνο» παίξιμο στα τραγούδια τους οι Έλληνες. Διότι δεν θα καθόταν ολόκληρος Πίνδαρος να επαίρεται για τη μουσική πλευρά του έργου του αν αυτή συνίστατο στο να ακολουθεί νότα προς νότα το ύψος της φωνής.
Το ρεμπέτικο είναι ανάλογο της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης στη σημερινή Ελλάδα και μια μοναδική επίδοση που μας επιτρέπει να μιλάμε για ελληνική ανεξαρτησία, από τον καιρό της υποταγής στους Ρωμαίους. Παρακαλούμε οιονδήποτε να μας πει σε ποιον άλλο τομέα είναι η χώρα αυτή ανεξάρτητη και μάλιστα ελληνική. Δεν αποτελεί συνέχεια κανενός παραδοσιακού είδους και είναι – όπως μόνο ο Καβάφης από τη λογιοσύνη – κυριολεκτικά «απ’ τα κόκκαλα βγαλμένο».
Ο Ρήγας Φερραίος μπορούσε να είναι ο πρόδρομος του είδους, κατά τον τρόπο που στην αρχαιότητα υπήρξε ο Καλλίνος. Αλλά δεν μπορεί να κωπηλατεί κανείς στον αέρα.
Παρατηρούμε ότι η συνδυασμένη ακρόαση της αρχαίας ελληνικής ποίησης και του ρεμπέτικου επιτρέπει στο ένα να φωτίσει το άλλο και να μας αποδώσει πιο ευήκοον ους.
Τα αίτια της ανάπτυξης των δυο παρεμφερών εκφράσεων βρίσκονται στην αυθαιρεσία – κατά την αρχαία εποχή των τυράννων, και κατά τη νέα του είδους της ανεξαρτησίας που είχαν πετύχει οι Έλληνες. Ας το επαναλάβουμε: όπως τι κλέφτικο τραγούδι έγινε σε αντίθεση προς την Τουρκοκρατία, το ρεμπέτικο έγινε σε αντίθεση προς την ανεξαρτησία. Προέκυψε δηλαδή γιατί επήλθε μια απελευθέρωση του χώματος, των φυτών και των ζώων – και κανενός άλλου, όπως καταφαίνεται, ύστερα από 165 χρόνια ανεξαρτησίας, στο μεσσηνιακό περιστατικό που σας γνωρίσαμε.
Επειδή ωστόσο, διάσπαρτοι μέσα στον πληθυσμό, υπήρχαν άνθρωποι έτοιμοι και για ψυχική απελευθέρωση, δημιουργήθηκε ένας αριθμός από περιττούς ανθρώπους, που συνήθως μπάζωσαν τις φυλακές του απελευθερωμένου χώματος, όπως πριν αμέτρητοι φιλέλληνες.
Οι περιττοί αυτοί άνθρωποι επέτυχαν απογόνους και από γενιά σε γενιά δημιουργήθηκε ένας παραπληθυσμός, που δεν έτρεφε βέβαια ένοχες σχέσεις με την ανεξαρτησία. Η ανεξαρτησία άλλωστε δεν πρόσφερε κανένα αληθινό σχέδιο. Και όταν δεν έχει σχέδια το δέντρο, τι να σου κάνουν και τα φύλλα.
Ποικίλες μετακινήσεις στρατευμάτων και πλήθους ανθρώπων πύκνωσαν τις τάξεις του παραπληθυσμού, που πύκνωσε ορισμένα κέντρα δημιουργώντας πόλεις υπεράριθμες και ψευδεπίγραφες. Οι μικρές αυτές Βαβυλώνες και η ψυχολογία των ετερόκλιτων στοιχείων που τις απάρτιζαν δεν μπορούσαν να συνέχονται από καμμιά από τις παραδόσεις που ασφυκτιούσαν, φερμένες από ποικίλους τόπους, ξένες προς τη νέα «μεγαλούπολη», ξένες και μεταξύ τους στο ίδιο τσουβάλι.
Εμείς που έχουμε τριβή με τον Δάμωνα και τη θεωρία του γνωρίζουμε ότι ελληνική πολιτική με ξένη μουσική – ή, πάλι, με τοπική μουσική – δε θα γίνει ποτέ. Ο Βενιζέλος τραγουδούσε και χόρευε κρητικά. Δεν είχε καμμιά μουσική να συσπειρώσει τον πληθυσμό και να τον κάνει λαό.
Βέβαια εδώ μιλάμε για το πρόσφορο έδαφος που μπορούσαν να βρουν πρόχειρα οι ρεμπέτες και το ρεμπέτικο για να ριζώσουν αν εμφανίζονταν, κι όχι για την εμφάνισή του. Αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό και θέλει κόπους και τη χημεία του. Κατ’ ευθείαν μέσα απ’ την εξαθλίωση βγαίνουν χαφιέδες και χασικλήδες, δε βγαίνουν ρεμπέτες. Ακόμη και ο Μάρκος ρεμπετοποιήθηκε κάποτε, αλλά προηγουμένως είχε δοκιμάσει να ενταχθεί στην κοινωνία ασκώντας τα μικροαστικά του δικαιώματα (κατά το δυνατόν γιατί παιδιόθεν ετρέκλιζε), δουλεύοντας δεξιά – αριστερά, ερχόμενος σε γάμο, αθώος κατ’ αρχήν. Ο ρεμπέτης δεν είναι χαμάλης. Το ρεμπετιλίκι προϋποθέτει θυσιασμένη αθωότητα. Ένα βαρύ πλήγμα έκανε το Μάρκο ρεμπέτη, επειδή αυτός εσωτερικοποίησε.
Οι ρεμπέτες είναι άνθρωποι της Δευτέρας Παρουσίας. Οι περισσότεροι και μάλλον όλοι, οι τύποι ανθρώπων γεννιούνται. Οι ρεμπέτες όχι, αλλά γίνονται, χωρίς να το περιμένουν, περίπου όπως ο Σαύλος, έγινε Παύλος. Γίνονται από μια βιδωσιά που παίρνει η ψυχή τους, μια στροφή, από μια αιφνίδια και ασφαλώς επώδυνη προαγωγή της επίγνωσης.
Οι ρεμπέτες είναι άνθρωποι επιτυχημένοι στον τομέα της κατάπτωσης. Οι παρά τρίχα γλιτώσαντες. Ίσως πιο ευσύνοπτα απ’ όλους περιγράφει την επίμαχη μεταβολή ο Βιζυηνός όταν λέει εκείνο το: «άλλαξε εντός μου ο ρυθμός του κόσμου»
Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο πράγμα. Ο Βιζυηνός δεν το άντεξε. Τα δυο αδέρφια του Μάρκου δεν το άντεξαν. Ο ίδιος γλίτωσε χάρη στο μπουζούκι, όπως εξομολογείται. Ένας τρόφιμος του φρενοκομείου που στέγασε και τον Βιζυηνό, όταν μια μέρα παίζαμε στους αρρώστους, αναφώνησε: «Το μπουζούκι είν’ ο γιατρός».
Μα και ο Πλάτων, όταν ερωτήθηκε γιατί συνήθιζε να κιθαρίζει, «πραΰνομαι» είπε.
Ο ρεμπέτης είναι για τους άλλους αξιολύπητος – και μπορεί να βρει κανείς στο σύντομο βιβλίο του κ. Baud-Bovy μια περίπτωση τέτοιας λύπησης για ρεμπέτη. Αλλά πόσο αξιολύπητοι είναι οι άλλοι γι’ αυτόν, δεν μας το αναφέρουν. Λοιπόν είναι αβίωτα αξιολύπητοι. Είναι μάλιστα κορόιδα. Ροχαλίζουν. Ο ίδιος είχε υπάρξει κάτι τέτοιο και την έχει κι αυτή τη γνώση. Αλλά έχει και τη γνώση πραγμάτων που μόνο ένας-ένας μαθαίνουμε και δε διδάσκεται καθόλου. Τη γνώση της αυτανακάλυψης –τη λυρική γνώση.
Ας επαναλάβουμε τούτο: Το ρεμπέτικο είναι το ανάλογο της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης στη σημερινή Ελλάδα και μια μοναδική επίδοση του πληθυσμού της που μας επιτρέπει να μιλάμε για «Ελληνικό λαό». Πράγματι οι τεράστιες συνειδητές προσπάθειες να αναπτύξουμε στην Ελλάδα «εθνική μουσική σχολή» παράλληλα με τις άλλες χώρες της Ευρώπης από τον 19ο αιώνα και εντεύθεν δεν τελεσφόρησαν όσο η λαϊκή μουσική ετοιμότητα απέναντι στις προκλήσεις που έτυχε η ελληνική κοινωνία, με τη δημιουργία του ρεμπέτικου.
Το μόνο ελληνικό τραγούδι με την πλήρη έννοια είναι το ρεμπέτικο. Πρώτον, διότι είναι πανελλήνιο, δεύτερο, διότι είναι αποκλειστικά ελληνικό και τρίτο, διότι δημιουργήθηκε για να καλύψει εθνική ανάγκη (την ανάγκη να υπάρχει ελληνική ψυχή, ελληνικός χαρακτήρας).
Και είναι ακατανόητο να τοποθετούν τη δημιουργία του (ορισμένοι) στα παράλια της σημερινής Τουρκίας, από όπου δήθεν μεταδόθηκε – σα να ήταν μεταδοτικό – στον σημερινό ελλαδικό χώρο και όπου αλλού υπάρχουν Έλληνες, με τους πρόσφυγες. Αν αυτό αληθεύει ρεμπέτικο θα είχε και η Τουρκία. Εκτός αν υποθέσει κανείς ότι για κάποιους λόγους ασυναρτησίας, των κοινωνικών φαινομένων (αλλά πρόκειται για ασυναρτησία στη σκέψη), όλα ανεξαιρέτως τα ρεμπέτικα της Σμύρνης μπήκαν κι αυτά στο πλοίο και σάλπαραν για την Ελλάδα χωρίς ούτε ένα για δείγμα να μείνει στην όχθη αυτή του Αιγαίου.
Μόνο το ρεμπέτικο είναι ελληνικό. Επιτρέψτε μου μια τελευταία διαπίστωση. Στο 5ο Συμπόσιο Ποίησης (Πανεπιστήμιο Πατρών, Ιούλιος 1985), διαπιστώθηκε, τίμια υποθέτουμε, ότι: «η ποίηση δεν είναι δημόσιο λογοτεχνικό είδος στη δική μας κοινωνία [...] Η ποίηση είναι, θέλουμε δε θέλουμε, περιθωριακό είδος». (Κάριν Μπόκλουντ-Λαγοπούλου).
Γιατί δεν είναι έτσι με το ρεμπέτικο; Γιατί το ρεμπέτικο αρχίζει ακριβώς από περιθωριακό και εξελίσσεται σε πανελλήνιο, ενώ η «ποίηση» αρχίζει από πανελλήνια και καταλήγει στο περιθώριο; Κάποια γνησιότητα υπάρχει στο ρεμπέτικο και κάποια ψευτιά στην «ποίηση». Να ενώνει κανείς τα δυο είδη θα πει ότι επιδιώκει και πάντως κινδυνεύει να πραγματοποιεί μικρομέγαλα πράγματα.
Προσέξτε ότι ο άνθρωπος του ρεμπέτικου είναι ένας άνθρωπος με χαρακτήρα, ζωντανός και, όπως είπαμε είδη, έτοιμος να γίνει θέατρο. Ένας τέτοιος επεξεργασμένος τύπος ανθρώπου δεν απαντάται σε καμμιά άλλη ποίηση της Ελλάδος. Δεν είναι να απορεί κανείς γι’ αυτό. Καμμιά άλλη ποίηση δεν έχει την αποκλειστική μανία να μιλήσει ο ίδιος ο άνθρωπος – η καρδιά του ανθρώπου.
Το θέατρο στην αρχαία Ελλάδα προήλθε από τη λυρική ποίηση. Το θέατρο στη νέα Ελλάδα, ή θα προέλθει από το ρεμπέτικο, σε συνδυασμό βέβαια με τη λαχτάρα για δημιουργία χώρας (δηλαδή λαού) – ή δεν θα προκύψει παρά ως κόκα κόλα χωριάτικη.

(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΝΙΑΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ)

Οι φυλακές της "Παλιάς Στρατώνας"ή του "Παλαιού Στρατώνα", στο Μοναστηράκι

$
0
0
Αναδημοσίευση από rebetcafe.blogspot.grΣε αρκετά προφίλ στο facebook υπάρχουν φωτογραφίες και αναφορές για την παλιά Αθήνα και μέσα σ'αυτές και για τις φυλακές της ΠΑΛΙΑΣ ΣΤΡΑΤΩΝΑΣ που γίνεται αναφορά σε πολλά ρεμπέτικα, διηγήσεις και αναφορές από τους "ρεμπετολόγους"και ερευνητές, ως ο κατ'εξοχήν χώρος που δημιουργήθηκε το ρεμπέτικο στις δεκαετίες 1900-10 και 1910-20.
Η δημιουργία αυτή έχει να κάνει με τη συμβίωση στις φυλακές των κουτσαβάκηδων, των ληστών της υπαίθρου και άλλων παράνομων τύπων, όπου με τα αυτοσχέδια μπουζουκάκια και μπαγλαμαδάκια πλέκοντας παραδοσιακούς στίχους, πάνω σε μικρασιάτικους επί το πλείστον χαβάδες που άκουγαν από τα μικρασιάτικα συγκροτήματα των καφε-αμάν και με χρησιμοποίηση της κουτσαβάκικης και ύστερα της μάγκικης αργκό, έφτιαξαν το νέο αυτό είδος!!
Ειδικά στο προφίλ Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ υπάρχουν πολλά και διαφωτιστικά στοιχεία όπως το παρακάτω:

"Το Αρχοντικό Λογοθέτη, κτίσμα της Τουρκοκρατίας, βρίσκεται στο Μοναστηράκι της Αθήνας, απέναντι από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, στην Οδό Άρεως 14. Μια καμάρα της πύλης του αρχοντικού, μια βρύση, ένα λίθινο εξωτερικό κλιμακοστάσιο, που οδηγούσε στο ανώγειο του σπιτιού και μια αυλή, περιτριγυρισμένη από μεταγενέστερα κτίσματα, είναι ό,τι απέμεινε σήμερα από αυτό το αθηναϊκό αρχοντικό της Τουρκοκρατίας. Μέσα στην αυλή της παλιάς οικίας του Λογοθέτη βρίσκεται και το εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου, που ανήκε στην οικογένεια.

Το Αρχοντικό του Λογοθέτη βρισκόταν απέναντι στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα στην Οδό Άρεως - η οποία τότε λεγόταν "πλατέα ρούγα του Κάτω Συντριβανιού". Εκεί ήταν το θορυβώδες παζάρι της οθωμανικής Αθήνας, όπου, εκτός από μαγαζιά και καφενέδες, υπήρχαν και ιδιωτικές κατοικίες.

Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους (1852 - 1942) αναφέρει στο βιβλίο του "Αι Παλαιαί Αθήναι" (1922) τα εξής: "Ο Προφήτης Ελισσαίος τέλος σώζεται και λειτουργείτε κανονικώς. Είναι μάλιστα δημοφιλέστατος εις τας γυναικείας ομάδας και πάντοτε φωτίζει και προστατεύει τα ωραία απομεινάρια του αρχοντικού των Λογοθετών, εις ό περιεκλείετο".
Αλλά και ο αρχαιολόγος και ιστορικός της τέχνης Μανόλης Χατζηδάκης γράφει σ'ένα άρθρο του στο περιοδικό "Καλλιτεχνικά Νέα" (1943):
"'Ομως η μικρή αυτή εκκλησία παρουσιάζει και ενδιαφέρον ιστορικό και αρχαιολογικό αξιόλογο, γιατί, μαζί με το μνημειώδες κλιμακοστάσιο που συνέχεται μ'αυτήν, αποτελεί ένα από τα λίγα παλαιά αθηναϊκά λείψανα. Είναι ό,τι μένει από το μεγάλο αρχοντικό της σημαντικής αθηναικής οικογένειας Χωματιανού Λογοθέτου... Μα και το κτίριο το ίδιο ήταν ένα έξοχο δείγμα της τέχνης των Αθηναίων μαστόρων στον καιρό της Τουρκοκρατίας".
Ο Νικόλαος Λογοθέτης καταγόταν από τη Τζιά και νέος βρισκόταν στη δούλεψη του αρχιναυάρχου του οθωμανικού στόλου Τζανούμ Χότζα, τον οποίο ακολουθούσε στις εκστρατείες του. 'Οταν έπεσε στη δυσμένεια του ναυάρχου, κατέφυγε στην Αθήνα κρυπτόμενος στο μοναστήρι της Πεντέλης. Πανούργος στο χαρακτήρα του και δολοπλόκος, πέτυχε τη συγχώρεση του Τζανούμ Χότζα, παίρνοντας μαζί του μέρος στην άλωση της βενετοκρατούμενης Τήνου. Αργότερα, ήρθε και κατοίκησε στην Αθήνα, όπου παντρεύτηκε τη θυγατέρα του Βερνάρδου Καπετανάκη, που είχε το κονσουλάτο (προξενείο) της Μεγάλης Βρετανίας. Κατάφερε τελικά να γίνει και ο ίδιος κόνσολος της Βρετανίας.
Τους ξένους περιηγητές στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα, είχε απασχολήσει αρκετά η ασθένεια, ο θάνατος και η κηδεία της θυγατέρας του Αθηναίου άρχοντα Νικολάου Λογοθέτη, γύρω στο 1805. Ο Καμπούρογλους περιγράφει, με περισσή συγκίνηση, το όλο περιστατικό (βλ. Αι Παλαιαί Αθήναι, 1922).
Στα νεότερα χρόνια, στην εκκλησία του Αγίου Ελισαίου, δίπλα στα ερείπια του αρχοντικού Λογοθέτη, έψαλλαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Στο ναό εκκλησιάζονταν επίσης οι λόγιοι Θ. Βελιανίτης, Παύλος Νιρβάνας, Γ. Τσακόπουλος, Γιάννης Βλαχογιάννης και άλλοι πολλοί θαυμαστές του Παπαδιαμάντη."

el.wikipedia.org

Και λίγα λόγια γιά την περίοδο 1700-1800 στην Αθήνα:

"Ο Χατζή Αλής ή Χασεκής (-1795) υπήρξε Οθωμανός ιδιοκτήτης και διοικητής της Αθήνας τον 18ο αιώνα που άφησε όνομα μέχρι σήμερα για την ωμότητα και την βαναυσότητα των πράξεών του. Όπως εξιστορεί στα απομνημονεύματά του ο Παναγής Σκουζές, στην εποχή του η Αθήνα υπέφερε αφόρητα και η ελληνική κοινότητα έχασε όλα τα υπάρχοντά της και ελαττώθηκε σημαντικά. Αρχικά η Αθήνα είχε χίλιες πεντακόσιες Ελληνικές οικογένειες, τριακόσιες εβδομήντα πέντε Τούρκικες, τριάντα οικογένειες Αιθίοπες, μαύροι και εικοσιπέντε οικογένειες τουρκόγυφτοι σιδηρουργοί. Από τις ελληνικές οικογένειες, οι περισσότερες έχασαν τα υπάρχοντά τους, ξεσπιτώθηκαν, πέθαναν, θανατώθηκαν, ή ξεριζώθηκαν."

el.wikipedia.org

ΥΠΑΡΧΩ!!!!!29 Αυγούστου του 1931 - 14 Σεπτεμβρίου 2001

$
0
0
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ: Ένα σύμβολο για τις μάζες. Ξεπερνάει την έννοια του όρου "λαϊκός τραγουδιστής"ο Στέλιος Καζαντζίδης. Είναι κάτι παραπάνω από καταξιωμένος καλλιτέχνης. Έχει μπει βαθιά στις καρδιές και στο νου των απλών ανθρώπων, κάθε ηλικίας και τάξης, σε τέτοιο βαθμό ώστε να τον θεωρούν ένα κομμάτι από την ίδια τους τη ζωή, όπως άλλωστε αποδεικνύεται καθημερινά από την απέραντη αγάπη , τον θαυμασμό και τον σεβασμό που του δείχνουν. Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ο θρύλος του ελληνικού τραγουδιού από το 1950. 51 ολόκληρα χρόνια είναι η φωνή του λαού. Μια φωνή καθαρή, δυνατή, ρωμαλέα που βγαίνει από τα βάθη της ψυχής, απλώνεται παντού και αγκαλιάζει (κάθε εποχή) τις χαρές, τις λύπες και τις αγωνίες του κόσμου. Είναι η φωνή της παρηγοριάς και της ελπίδας. Η φωνή των αδικημένων, των ξενιτεμένων, των εργατών.

ΤΑ ΕΦΗΒΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

H παρουσία, από τα 18 του χρόνια, του Στέλιου Καζαντζίδη στον χώρο του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού, συνδέεται άμεσα με τα γεγονότα και τα προβλήματα ενός λαού που αγωνιζόταν να σταθεί στα ποδιά του μετά από τον σκληρό αγώνα κατά της χιτλεροφασιστικής κατοχής και τη μπόρα του εμφύλιου πόλεμου. Παιδί που έζησε όλες αυτές τις εμπειρίες ο Στέλιος, ζυμωμένος με το λαϊκό στοιχείο, με όπλο την ουράνια φωνή του, βγήκε με την κιθάρα του να τραγουδήσει τα βάσανα και τους καημούς της φτωχογειτονιάς, που ήταν και δικά του βάσανα. 
Ορφάνεψε πολύ μικρός από πατέρα . Οι δυσκολίες της ζωής τον έφεραν αντιμέτωπο με τη σκληρή, καθημερινή πραγματικότητα. Κουβαλούσε βαλίτσες από την ομόνοια σε σταθμούς λεωφορείων και τρένων. Πουλούσε νερό με το μαστραπά και το κύπελλο, στην κεντρική αγορά της Αθηνάς. Τις νύχτες κοιμόταν στα παγκάκια της Ομονοίας για να μην ξοδέψει το χαρτζιλίκι που μάζευε και να το πάει τα Σαββατοκύριακα στη μανά του στη Νέα Ιωνία, για να αγοράσουν γάλα για τον μικρότερο αδελφό του. Αργότερα ο Στέλιος έκανε ακόμα πιο σκληρές δουλείες. Κουβάλησε τόνους άσβεστη και τσιμέντο με το πηλοφόρι στις οικοδομές της Νέας Ιωνίας και της Φιλαδέλφειας.

Η ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Ο Γολγοθάς που σφράγισε τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Καζαντζίδη τελείωσε στο υφαντουργείο "Έσπερος"στον Περισσό όπου άλλαξε πορεία και μπήκε στο λαϊκό τραγούδι. Στην αρχή στο λαϊκό πάλκο και μετά από λίγο στο στούντιο. Αλλά και στην καινούργια του δουλεία τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα. Πέρασε δύσκολες στιγμές. Ένας διαρκής υποχθόνιος αλλά και φανερός πόλεμος από "φίλους"και αντίπαλους ανταγωνιστές. Ασπίδα του σ'αυτόν τον πολύχρονο πόλεμο, η παθολογική και αδιάκοπη λατρεία του κόσμου στο πρόσωπο του, μα κυρίως στο έργο του με τα πάνω από 3000 τραγούδια του που στην πλειοψηφία τους αποτελούν όπλο κατά της κοινωνικής αδικίας. Λόγια απλά, λιτά, κατανοητά που μπορεί να μην τα έγραψαν ποιητές, αλλά απλοί άνθρωποι που βίωσαν δύσκολες εποχές και σκληρά γεγονότα. Είναι οι λαϊκοί στιχουργοί που μίλησαν με τη φωνή του Καζαντζίδη και τις μελωδίες των λαϊκών σύνθετων, στις ευαίσθητες ψυχές των απλών Ελλήνων. Αυτά τα τραγούδια που είπε ο Καζαντζίδης μπορεί να μην έχουν μεγάλους οραματισμούς. Κρύβουν όμως μια δυναμική με άμεσους προβληματισμούς. Οι πέντε τελευταίες δεκαετίες που πέρασαν είναι στενά δεμένες με τη φωνή και τα τραγούδια του Καζαντζίδη. Αυτού του μοναδικού καλλιτέχνη που συνειδητά υπηρέτησε το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι. Μέσα σ'αυτές τις δεκαετίες περνούν σαν κινηματογραφικό φιλμ, σαν θρίλερ ακόμη, στιγμές που σημάδεψαν την πολυτάραχη ζωή και πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη αλλά και τη δική μας ζωή με αλληλουχία γεγονότων.

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΡΙΕΡΑΣ ΤΟΥ
Η μεγάλη αρχή από το 1950. Η νεανική φωνή του Στέλιου "σπάει"τα τζαμιά των λουτρών του "Έσπερου"και απλώνεται στην Νέα Ιωνία. Ο Ξανθός (ο Βένετης), υπάλληλος της αεροπορίας, τον "απήγαγε"από το φτωχόσπιτο της οδού Αλαείας και τον εγκατέστησε σαν βασικά ατραγούδιστη στην ταβέρνα του Βουτσά στην Καλογρέζα. Πρώτη επαγγελματική εμφάνιση για το Στέλιο σ’ του Μπόκαρη στην Κηφισιά το 1950. Πρώτος δίσκος τον Ιούνιο του 1952 με το τραγούδι του Καλδέρα "Για μπάνιο πάω"και πρώτη απογοήτευση. Ο δίσκος δεν πούλησε. Δεύτερο τραγούδι "Οι βαλίτσες"του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία. Aπό εκεί και πέρα σερί επιτυχιών και συνεχής άνοδος με εμφανίσεις σε γνωστά πλέον λαϊκά κέντρα “ Θείος ”, “Μπερτζελέτος”, “Ροσινιόλ”. Γνωριμία, αρραβώνας και συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ ως το καλοκαίρι του 1957.Σουξε της εποχής το “Απόψε φίλα με ” του Χιώτη. Το είπε με την Καίτη Γκρέυ. Μετά χώρισαν. Η επόμενη 8ετια (1957-1965) είναι ίσως η δημιουργικότερη και πιο γόνιμη περίοδος για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Γνώρισε τη Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη. Έσμιξαν στο τραγούδι και στη ζωή. Ταίριασαν οι φωνές και οι καρδιές τους. Συνεργάστηκαν και έκαναν επιτυχίες με τους κορυφαίους σύνθετες του λαϊκού και του έντεχνου τραγουδιού. Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Παπαγιαννοπούλου, Καλδάρας, Δερβενιώτης, Βίρβος, Κολοκοτρώνης, Μπακάλης, Μυρσίνης, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λεοντής, Ξαρχάκος, Λοϊζος, Μαρκόπουλος. Εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα “Τίρανα”, “Κουλουριώτης’, “Φαληρικό”, στα θέατρα “Παρκ”, “Ακροπόλ”. Έκαναν μεγάλες περιοδείες σε Τουρκία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ισραήλ, Γερμανία.

Η οκταετία 1957-1965, έφερε τον Στέλιο Καζαντζίδη στο απόγειο της δόξας και του μεγαλείου του. Στα λαϊκά κέντρα όπου εμφανιζόταν και τραγουδούσε για ολόκληρες σαιζόν όλα σχεδόν τα τραπέζια ήταν ρεζερβέ, ενώ ουρές από εκατοντάδες άτομα σχηματίζονταν τις νύχτες στις εισόδους των μαγαζιών. Στο θερινό κέντρο του ‘‘Κουλουριώτη’’, στην παράλια Μοσχάτου, οι θαυμαστές του Στέλιου σκαρφάλωναν στους τοίχους ώρες ολόκληρες και έβλεπαν όλο το πρόγραμμα την ώρα που τραγουδούσαν ο Καζαντζίδης, η Μαρινέλλα και οι συνεργάτες τους. Αξέχαστες πάντως θα μείνουν και οι εικόνες όταν ο Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα πραγματοποιούσαν εμφανίσεις τον Ιανουάριο του 1964 στην επιθεώρηση του Γιώργου Οικονομίδη ‘Αρχοντορεμπέτισσα’’ στο Θέατρο ‘‘Ακροπόλ’’ του Βασίλη Μπουρνέλη στις αρχές της οδού Ιπποκράτους. Η ουρά έφτανε από το ταμείο του θεάτρου μέχρι τη γωνία της οδού Ακαδημίας. Εκεί το μεγαλόπρεπο ντουέτο του λαϊκού τραγουδιού γνώρισε τότε αλησμόνητες στιγμές αποθέωσης. 

Όμως η αυξανόμενη δημοτικότητα του Καζαντζίδη λειτούργησε και αρνητικά. Ορισμένοι άνθρωποι της νύχτας δημιούργησαν στον λαϊκό τραγουδιστή μεγάλα προβλήματα. Τον εκβίαζαν και του έκαναν ένα πόλεμο νεύρων για να του προσφέρουν προστασία, την οποία εκείνος αρνιόταν επίμονα. Μέσα από αφηγήσεις φίλων του (επώνυμων ή όχι) και από μαρτυρίες παλιών λαϊκών δημιουργών (που δε ζουν πια, όπως π.χ. ο Γιάννης Παπαιωάνννου) κάποιοι ‘‘νονοί της νύχτας’’ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, απείλησαν ανοιχτά και σοβαρά τη ζωή του Καζαντζίδη ο οποίος, λόγω χαρακτήρα, είχε πλέον αντιληφθεί και το έλεγε ότι η νύχτα δεν του πάει καθόλου και σε πολύ νέα ηλικία έπρεπε να εγκαταλείψει αυτά τα κέντρα, πράγμα που έκανε το 1965. Και αυτή την απόφαση του που ισχύει μέχρι σήμερα ο Στέλιος την θεωρεί στάση ζωής. Φυσικά η επιτυχία του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή δεν ήρθε μόνο από τις εμφανίσεις του στα κέντρα, αλλά κυρίως από τις συνεχώς αυξανόμενες πωλήσεις δίσκων (με τραγούδια-επιτυχίες) που η κυκλοφορία τους έφτανε σε επίπεδα ρεκόρ. Ο Καζαντζίδης τραγουδούσε την εποχή εκείνη τα σύνθετα, μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και τις αγωνίες του κόσμου. Το πιο ουσιαστικό βέβαια από αυτά ήταν η μεγάλη μάστιγα που την λέγον ξενιτιά. Τα καραβιά και τα τρένα φορτωμένα με χιλιάδες νέους (το ανθός της ελληνικής νεολαίας) άδειαζαν το εμπόρευμα τους στα μεγαλύτερα σκλαβοπάζαρα της Γερμανίας, του Βελγίου, της Γαλλίας ,της Αυστραλίας, της Αμερικής. Έτσι για χιλιάδες μετανάστες και τις οικογένειες τους, ο Καζαντζίδης μια ολόκληρη ζωή ήταν το είδωλο τους.

Η φωνή και τα τραγούδια τους έχουν γίνει κτήμα τους και λειτουργούν γι’ αυτόν τον κόσμο ως ανάμνηση αλλά και σαν βάλσαμο. Και δεν είναι μόνο οι μετανάστες. Εκατοντάδες χιλιάδες έως και εκατομμύρια φανατικοί φίλοι του Καζαντζίδη τον ακούν και σήμερα στην Ελλάδα και σ’ όλη την υδρόγειο όπου υπάρχουν και ζουν Έλληνες. Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι και οι νεότερες γενιές έχουν αγκαλιάσει με πάθος το Στέλιο Καζαντζίδη και τα τραγούδια του, και τα παλιά και τα σημερινά. Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα παντρεύονται το Μάη του 1964 και χωρίζουν το 1966. Στα τέλη του 1965 ο Καζαντζίδης εγκαταλείπει για πάντα τις δημόσιες εμφανίσεις στις 30 Δεκεμβρίου του 1965, όταν εμφανιζόταν στο “Φαληρικών”, Ηπείρου και Αχαρνών. Δέκα χρόνια μετά την οριστική αποχώρηση του από τα κέντρα και τη νύχτα, νέες συμπληγάδες ορθώνονται από κυκλώματα για τον Στέλιο Καζαντζίδη, που επικοινωνεί με το κοινό μόνο με δίσκους. Αλλά και αυτή η επικοινωνία καταργείται. Δεν κυκλοφορεί δίσκους για δώδεκα χρόνια. Και μάλιστα σε μια περίοδο που ο Καζαντζίδης ήταν στην πιο ώριμη στιγμή της μεγάλης πορείας του στο λαϊκό τραγούδι. Το 1987 ο Στέλιος ξανατραγούδησε. Άρχισε να ηχογραφεί δίσκους. Η φωνή του όσο περνούν τα χρόνια γίνεται πιο καθαρή, πιο δυνατή. Τα τελευταία χρόνια ο Στέλιος ζούσε ήσυχα με τη γυναίκα του τη Βάσω και είχαν για συντροφιά λίγους και καλούς φίλους. Μεγάλη του αδυναμία ήταν το ψάρεμα και κάθε χρόνο ηχογραφούσε ένα άλμπουμ για να επικοινωνεί με τον κόσμο του.


ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΤΟΥ <<ΣΤΕΛΑΡΑ>>

·        ΥΠΑΡΧΩ
·        ΝΥΧΤΕΡΙΔΕΣ ΚΙ ΑΡΑΧΝΕΣ
·        ΕΨΑΞΑ ΑΔΙΚΑ ΝΑ ΒΡΩ
·        ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ  ΧΩΡΙΣΑΜΕ
·        ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΟ
·        Η  ΖΩΗ ΜΟΥ ΟΛΗ
·        ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ  ΚΥΡΙΑΚΗ
·        ΜΙΑ ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
·        ΓΥΡΙΖΩ ΑΠ΄ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
·        ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕΤΕ
·        ΚΙ ΑΝ ΓΕΛΑΩ ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑ
·        Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
·        ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ
·        ΣΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ ΠΟΥ ΤΑ ΠΙΝΩ
·        ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ
·        ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΦΕΥΓΩ ΑΠ’ ΤΗ ΖΩΗ
·        ΑΝ ΞΑΝΑΡΧΟΣΟΥΝ
·        ΠΡΟΣΕΥΧΗ
·        ΟΤΙ ΑΓΑΠΑΩ ΕΓΩ ΠΕΘΑΙΝΕΙ
·        ΑΠΟΨΕ Σ’ ΕΧΩ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΜΟΥ
·        ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ ΜΟΥ
·        ΤΟ ΘΟΛΩΜΕΝΟ ΜΟΥ ΜΥΑΛΟ
·        ΔΕ ΣΕ ΛΗΣΜΟΝΩ
·        ΕΧΕΙΣ ΚΟΡΜΙ ΑΡΑΠΙΚΟ
·        ΠΡΙΝ ΧΑΡΑΞΕΙ ΘΑ  ΦΥΓΩ
·        ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΤΕ ΓΙ’ΑΥΤΗΝ
ΚΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΑΛΛΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ…

Την Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2001 και ώρα 11:00 π.μ. το ελληνικό τραγούδι έχασε έναν από τους μεγαλύτερους λαϊκούς βάρδους του, τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Γεννημένος στις 29 Αυγούστου του 1931 στην Νέα Ιωνία, ο μεγάλος Έλληνας καλλιτέχνης σημάδεψε με την παρουσία του το λαϊκό τραγούδι, παλεύοντας διαρκώς και υπερνικώντας όλες τις δυσκολίες της προσωπικής και επαγγελματικής του ζωής. Όχι όμως και την τελευταία.
Μετά από σκληρή μάχη με την επάρατη νόσο, ο "Στελάρας ο Θεός"όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν οι φίλοι και οι θαυμαστές του, άφησε την τελευταία του πνοή, στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών.

Οι φωτογραφιες ειναι απο το www.tralala.gr

Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) Ο υμνητής του Έρωτα και της Εθνικής Αντίστασης

$
0
0
http://cdn.sansimera.gr/media/photos/main/Dimitris_Gkogkos.jpg
ΦΩΤΟ: www.sansimera.gr
Μια πολλή καλή ανάρτηση για τον Μπαγιαντέρα από τον κύριο Πάπιστα στο  rebetiko.gr/news/papistas/mpagianteras
Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας είναι γεννημένος στον εργατικό Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903, από πολυμελέστατη οικογένεια αλλά ευκατάστατη (ήταν 22 αδέλφια και αυτός το τελευταίο της παιδί). Είχανε κτήματα στο Καραπολίτι  του Πόρου. Ο πατέρας του, ο Γιάννης Γκόγκος, ήταν μόνιμος υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος.
Πιτσιρικάς είχε έφεση στα γράμματα. Τελείωσε το τότε τεταρτάξιο Γυμνάσιο και σπούδασε ηλεκτρολόγος σε μια τεχνική σχολή του Πειραιά, αλλά –όπως λένε οι πληροφορίες– ποτέ δεν εξάσκησε αυτό το επάγγελμα (λόγω του ατίθασου χαρακτήρα που είχε, τις παράνομες δουλειές του ποδαριού έκανε με λαθραία και την ενασχόλησή του με τη γυμναστική και την πάλη). Κατά δήλωση όμως δική του (βλέπε παρακάτω), δούλευε ως «Ηλεκτριστής» (ηλεκτρολόγος) –σ.σ.: έστω και περιστασιακά– στο εργοστάσιο λιπασμάτων της Δραπετσώνας. Ο πατέρας του, βέβαια, είχε αντιρρήσεις για τις επιλογές του γιου του, γιατί τον προόριζε  για το Λιμενικό Σώμα και δεν ήθελε να τον δει μπουζουξή.
Με τη μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός. Στην αρχή έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα μέχρι το 1920 και μετά βιολί και τέλος, από το 1924, άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και μπαγλαμά. Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Εριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Από τότε γίνεται γνωστός με το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας». Συνεπώς, την ίδια εποχή, άρχισε να ασχολείται με τους μπουζουκομπαγλαμάδες, τη σύνθεση και το ρεμπέτικο τραγούδι.
Από το 1930 αρχίζει και τριγυρνά στα γνωστά στέκια του Πειραιά, παίζοντας μπουζούκι και μπαγλαμά, συντροφιά με τον νεώτερό του Στέλιο Κερομύτη και συμμετέχοντας ενεργά πλέον στη μεγάλη παρέα του ρεμπέτικου τραγουδιού, που έμελλε να εξελιχθεί στα επόμενα χρόνια στην «Πειραιώτικη Κομπανία».


Ο Μπαγιαντέρας είχε στενή σχέση με τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου, κυρίως με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη. Όταν λοιπόν άρχισε να συνθέτει τραγούδια, και μάλιστα ωραία ρεμπέτικα, άνοιξε εύκολα η πόρτα των φωνογραφήσεων στο εργοστάσιο της Κολούμπια, στον Περισσό και για τον ίδιο. Τα πρώτα του ήταν δύο χασικλίδικα, το «Καπνουλού μου όμορφη (Η καπνουλού)», γραμμένο το 1934 για την τότε αγαπημένη του (και κατοπινή σύζυγό του) που δούλευε στα καπνά στου Παπαστράτου και το «Πάντα με γλυκό χασίσι», τα οποία κυκλοφόρησαν με επιτυχία τον Σεπτέμβρη του 1935.
Από την περίοδο του Μεσοπολέμου, ήταν ήδη γνωστός ως υμνητής των λαϊκών και προσφυγικών συνοικισμών της εργατούπολης του Πειραιά και έγραψε με ιδιαίτερη ευαισθησία από τα ωραιότερα κανταδόρικα ρεμπέτικα όλων των εποχών, συνεργαζό-μενος άλλοτε με τον τότε νεαρό δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Μανώλη Χιώτη, ερμη-νεύοντας οι δυο τους υπέροχα τα τραγούδια του και άλλοτε χρησιμοποιώντας τη με-γαλύτερη –ίσως– ρεμπέτικη φωνή, προπολεμική και μεταπολεμική, τον Στράτο Παγι-ουμτζή και τον «κολλητό» του σαν βδέλλα στα σιγόντα, τον ανυπέρβλητο Στελλάκη Περπινιάδη .
Με νησιώτικη καταγωγή (ο πατέρας από τον Πόρο και η μητέρα του από την Ύδρα) προικίζεται με τη γνώση των ανθρώπων της θάλασσας, εξοικειώνεται με το θαλασσι-νό στοιχείο και εξυμνεί μεταπολεμικά τους θαλασσινούς με την περίφημη «Ψαροπού-λα» του και το «Μια τράτα Κουλουριώτικη», ερμηνευμένα υποδειγματικά από το υπέ-ροχο ντουέτο Στελλάκης Περπινιάδης – Ιωάννα Γεωργακοπούλου, με συνοδεία το περίφημο μπουζούκι του Βασίλη Τσιτσάνη.
Η ιδιαίτερα ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του, ο πρόσθετος πόνος που του δημιούργησαν οι ταλαιπωρίες του (έκανε 5 χρόνια και 2 μήνες φυλακή) και η σχετική μόρφωσή του βάρυναν αποφασιστικά πάνω στις συνθέσεις του.
Η έκτιση της παραπάνω ποινής έγινε στις στρατιωτικές φυλακές, μεταξύ 1925 και 1930, εξ’ αιτίας ενός νεανικού του παραπτώματος όταν υπηρετούσε τη θητεία του στο Ναυτικό.
Πιο συγκεκριμένα, ο Μπαγιαντέρας, εκμεταλλευόμενος τότε τις επαφές και γνωριμίες που απέκτησε στο Ναυτικό, “εξοικονομούσε” κρυφά εκρηκτικές ύλες, με τις οποίες τροφοδοτούσε φίλους του ψαράδες από την Κούλουρη. Μια μέρα έπεσε φαίνεται “καρφί”, τον μαγκώσανε, τον “τυλίξανε σε μια κόλλα χαρτί” εξαντλώντας την ερμη-νεία του νόμου “περί εμπορίας όπλων” και …γραμμή στο ναυτοδικείο, όπου και εισέ-πραξε τα 5 χρονάκια και κάτι ψιλά για τη “μπουζού”….

noΟ Μήτσος Γκόγκος έγραψε, προπολεμικά κυρίως, εκπληκτικά τραγούδια που έγιναν πολύ δημοφιλή και τραγουδιούνται ακόμα στα λαϊκά πάλκα (και θα τραγουδιούνται όσο θα υπάρχουν, για πάντα). Στη μουσική και στο στίχο του προσέδωσε ευαισθησία, ρομαντικό χαρακτήρα, γλυκύτητα και ευαισθησία.
Στα εξήντα περίπου χρόνια της καλλιτεχνικής του ζωής, ο μπάρμπα-Μήτσος έγραψε τουλάχιστο 130 τραγούδια, τα περισσότερα όμως είναι σχεδόν άγνωστα στο ευρύ κοι-νό. Κάποια από αυτά, γύρω στα 30-40, παρέμειναν ανέκδοτα, κλεισμένα στα συρτά-ρια του, κυρίως λόγω της μεταπολεμικής αυστηρότατης λογοκρισίας, που ήταν χειρό-τερη και από την μεταξική…
Σίγουρα του ανήκει δόξα και τιμή και η παρουσία του στο «πάνθεον των αθανάτων», ανάμεσα στους μεγαλύτερους και καλύτερους λαϊκούς δημιουργούς, είναι ασφαλώς αδιαμφισβήτητη.
Μεταξύ 1936 και 1940 διαμορφώνει ένα δικό του στυλ, εντελώς προσωπικό, που τον διέκρινε. Γρήγορα εγκαταλείπει τη σκληρή θεματολογία των ναρκωτικών και της φυ-λακής –ίσως και εξ’ αιτίας της εφαρμογής της αυστηρότατης μεταξικής λογοκρισίας– και στρέφεται –όπως προανέφερα– στις ερωτικές λαϊκές καντάδες, χρησιμοποιώντας τις μυθικές φωνές του Στράτου Παγιουμτζή, του Στελλάκη Περπινιάδη, τη δική του (που ήταν μελωδικότατη) και του νεαρού Μανώλη Χιώτη (που παίζει στους δίσκους του Μπαγιαντέρα και εκπληκτικό τρίχορδο), δημιουργώντας έτσι μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα τραγούδια όλων των εποχών, όπως:
- Το «Χατζηκυριάκειο (Από βραδύς ξεκίνησα ή Θα κλέψω μια μελαχρινή)» (1937), με τους Στράτο – Στελλάκη και λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια (Μπαγιαντέρας – Μ. Χιώτης), κιθάρα (Στέλιος Χρυσίνης), μπαγλαμά και κόντρα-μπάσο (πληροφορίες από τον Παναγιώτη Κουνάδη). Όμως κατά τον Κώστα Χατζηδουλή, μπουζούκι παίζει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το ίδιο αναφέρει και ο ίδιος ο Β. Τσιτσάνης στον Χατζηδουλή στην βιογραφία του. Και ίσως να είναι η αλήθεια.
- Το «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια (Γυρνώ σαν νυχτερίδα)» (1938), με τον Στράτο Παγιουμτζή και μπουζούκια τους Μπαγιαντέρα – Χιώτη.
- Το «Μ’ έχεις μαγεμένο (Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει)» (1940), με τους Μπαγιαντέρα – Χιώτη και λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια (Μ. Χιώτης και Μπα-γιαντέρας), κιθάρα και μπαγλαμά. Η φωνή του Μπαγιαντέρα στο τραγούδι αυτό θυμί-ζει τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή.
- Το «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη (Το τραγούδι της αγάπης)» (1940), με τους Μπα-γιαντέρα – Χιώτη. Παίζει λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια (Μ. Χιώτης και Μπα-γιαντέρας) και συνοδεύουν κιθάρα και μπαγλαμάς. Η φωνή του Μπαγιαντέρα και στο τραγούδι αυτό θυμίζει και πάλι τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή.
- Το «Μάτια γλυκά και γαλανά» (1940), κι αυτό με το δίδυμο Μπαγιαντέρα – Χιώτη, με συνοδεία δυο μπουζούκια (Χιώτης και Μπαγιαντέρας), κιθάρα και μπαγλαμά.
- Το «Όμορφη Σμυρνιά» (1938;), με το ανεπανάληπτο ντουέτο Στράτος – Στελλάκης.
Όλα τους τραγουδάρες, το ένα καλύτερο από το άλλο.
Έτσι, ο Μπαγιαντέρας, με την αξία του γίνεται ένα από τα επίλεκτα μέλη της «κλασι-κής σχολής του ρεμπέτικου», δηλαδή της μεγάλης πειραιώτικης οικογένειας των κλα-σικών ρεμπετών, που περιλαμβάνει τους προπολεμικούς δημιουργούς, οργανοπαίκτες και τραγουδιστές Μ. Βαμβακάρη, Γ. Μπάτη, Α. Δελιά, Σ. Παγιουμτζή, Σ. Κερομύτη, Απ. Χατζηχρήστο, Γ. Παπαϊωάννου και Μ. Γενίτσαρη. Από κοντά και τους Β. Τσιτ-σάνη και Μ. Χιώτη.
Στο πάλκο ανεβαίνει το 1935, με τους φίλους του Στράτο Παγιουμτζή και Στέλιο Κε-ρομύτη και στη συνέχεια παίζει με διάφορα ρεμπέτικα σχήματα μέχρι τον Ιούνη του 1941. Δυστυχώς, δύο μήνες μετά την είσοδο των Γερμανών τον Απρίλη του 1941, και ενώ έπαιζε μαζί με τον Γιάννη Σταμούλη (Μπιρ-Αλλάχ) πάνω στο πάλκο του κέντρου διασκέδασης «Πειραιεύς» στο Μαρούσι, που ανήκε στον αδελφό του Μιχάλη Δασκα-λάκη, έχασε το φως του. Τυφλώθηκε από ένα γρήγορα εξελισσόμενο γλαύκωμα, που είχε εμφανιστεί μόλις πριν από λίγο καιρό. Από τότε, παρέμεινε τυφλός μέχρι το θά-νατό του.
Ο ίδιος αφηγείται περιγράφοντας πώς έχασε το φως του: «Δούλευα στου “Δασκα-λάκη”, στο Μαρούσι. Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνου-με ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανό-ταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από κει και έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς. Δεν μπορούσαν να βα-σιστούν πια σε μένα. Έκανα το παν τότε για να τους αποδείξω το τι αξίζω. Δημιού-ργησα τις μεγαλύτερές μου επιτυχίες εκείνη την εποχή που τραγουδήθηκαν και τρα-γουδιούνται ακόμη. Άρχισαν τότε αυτοί που με περιφρόνησαν να με φροντίζουν κά-πως και να με πλησιάζουν, ποντάροντας, όπως καταλάβαινα, στα τραγούδια μου. Δεν έπαψα ποτέ να παίζω μπουζούκι και κιθάρα, παρ’ ότι είχα χάσει το φως μου. Αλλά ήρθε μετά η Κατοχή».
Ο Μπαγιαντέρας, ως μέλος οικογένειας με προοδευτική πολιτική τοποθέτηση, ήταν παντρεμένος με την καπνεργάτρια Δέσποινα Αραμπατζόγλου, μικρασιατικής καταγω-γής, στο όνομα της οποίας πέρασε τα δικαιώματα αρκετών τραγουδιών του ως στι-χουργός (λέγεται, πάντως, πως στην πραγματικότητα, η ίδια η γυναίκα του έγραψε τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών του). Δουλευτής και ο ίδιος για χρόνια στο λιμάνι του Πειραιά, ζυμωμένος και ταυτισμένος με την εργατική τάξη, έδειχνε έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Λόγω του ότι είχε σπουδάσει ηλεκτρολογία και για τα δεδομένα της εποχής του ήταν αρκετά μορφωμένος, ενδιαφέρθηκε για την ποίηση και το διάβασμα και έκανε διαφωτιστικές ομιλίες σε άλλους εργάτες, πάνω σε ιδεολογικά θέματα. Διαβάζοντας εφημερίδες και περιοδικά της εποχής εκείνης, ενδυνάμωσε το ενδιαφέρον του για τα πολιτικά θέματα, αύξησε την κοινωνική του ευαισθησία και σταθεροποίησε γρήγορα τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που τον τοποθετούσαν στις τάξεις της Αριστεράς.
Κοντόσωμος, αλλά εύρωστος, χειροδύναμος και αθλητικός τύπος (νεώτερος αγωνίσ-τηκε αρκετά ως παλαιστής της ελεύθερης και της ελληνορωμαϊκής πάλης), ήταν πραγματικός μάγκας, κύριος σε όλα του και ατρόμητος στην ψυχή, σωστό παλικάρι. Είχε μικρό μπόϊ, αλλά μεγάλη καρδιά και ακολουθούσε πιστά το «Νους υγιής εν σώ-ματι υγιή». Ήταν σκληρό καρύδι στα νιάτα του και όπως έλεγαν αυτοί που τον γνώ-ρισαν «όσο μπόϊ του έλειπε τόση καρδιά είχε». Στη ζωή του δεν πείραξε κανένα, αλ-λά και δεν επέτρεψε να τον πειράξει κανείς. Μέχρι το τέλος της ζωής του, κάθε πρωΐ έκανε γυμναστική και πλενότανε με κρύο νερό στην αυλή του σπιτιού του.
Ωστόσο, η ζωή και η προσωπικότητά του παρουσίαζε κάποιες αντιφάσεις, που τον επηρέασαν αρκετά. Σαν άτομο, είχε περιθωριακές τάσεις και ροπές (σε νεαρή ηλικία ήταν χρήστης ναρκωτικών), αλλά παράλληλα –και εκ διαμέτρου αντίθετα– είχε και έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Έτσι, τις αντιθέσεις του αυτές, προσπαθούσε να τις απο-βάλει. Με μεγάλη προσπάθεια και με τη στήριξη της μητέρας του, κατορθώνει τελικά και αποτοξινώνεται για πάντα.
Λίγο πριν από τον πόλεμο, ο Μπαγιαντέρας, γίνεται μέλος του ΚΚΕ, επισημοποιών-τας την αριστερή πολιτική του τοποθέτηση.
Παίρνει μέρος στον Αλβανικό πόλεμο του 1940-41 και γύρω στα Χριστούγεννα του 1940 βγάζει τον πρώτο του θεματικό δίσκο με τα πολεμικά τραγούδια «Τους Κενταύ-ρους δε φοβάμαι (Συντροφιά έχω τη λόγχη)» και «Στης Πίνδου τα βουνά (Ψηλά βουνά κι’ απάτητα»), δείχνοντας διάθεση ολόψυχης συμμετοχής στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών.
* ΤΟΥΣ ΚΕΝΤΑΥΡΟΥΣ ΔΕ ΦΟΒΑΜΑΙ (ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΕΧΩ ΤΗ ΛΟΓΧΗ) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (Δημήτριος Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας) (1940, VICTOR 2681180A).
«Για ντουφέκι δε με νοιάζει
ούτε βάζω πια μαράζι,
συντροφιά έχω τη λόγχη
τη γλυκιά μου ξιφολόγχη.
Αγκαλιά μ’ αυτήν κοιμάμαι
τους Κενταύρους δε φοβάμαι,
θαύματα μ’ εκείνην κάνω
στις βουνοκορφές απάνω.
Οι φρατέλοι σαν με δούνε
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε,
μα τους στρώνω στο κυνήγι
κι εκείνοι όπου φύγει – φύγει».
- Σχόλια:
1. Το τραγούδι, σε ωραίο χασάπικο ρυθμό, κυκλοφόρησε γύρω στα Χριστούγεννα του 1940.
2. Με το τραγούδι του αυτό ο Μπαγιαντέρας παρουσιάζει μια διάθεση ολόψυχης συμμετοχής στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών.
3. Οι «Κένταυροι», για τους οποίους γίνεται ειδική μνεία, ήταν μια επίλεκτη θωρα-κισμένη ιταλική μεραρχία, που γνώρισε θεαματική ήττα στο Καλπάκι.
4. Η ιταλική επίθεση αποκρούστηκε και στις 14 Νοεμβρίου 1940 άρχισε η ελληνική αντεπίθεση. Η πολεμική ατμόσφαιρα είναι βαριά. Τα ιταλικά στρατεύματα απω-θούνται στην Αλβανία. Ο Χίτλερ είναι απαισιόδοξος και θεωρεί ότι η θέση του Άξονα έχει ζημιωθεί απ’ όσα συμβαίνουν στο Βαλκανικό χώρο. Οι επικρίσεις του για την πρωτοβουλία του Ντούτσε είναι απροσχημάτιστες και τελεσίδικες.
* ΣΤΗΣ ΠΙΝΔΟΥ ΤΑ ΒΟΥΝΑ (ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ ΚΙ’ ΑΠΑΤΗΤΑ) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (Δημήτριος Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας) (1940, VICTOR 2681180A).
«Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά μανούλα,
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.
Ψηλά βουνά κι απάτητα, μανούλα μου, περνούμε:
Νεμέρσκα, Πίνδο, Μόροβα και πάντοτε νικούμε. (δις)
Μην κλαις, γλυκιά μανούλα μου, που πήγα μακριά σου,
γρήγορα θα νικήσουμε και θα βρεθώ κοντά σου. (δις)
Κι αν δεν γυρίσω, μάνα μου, μη κλάψεις, μη πονέσεις,
τη νίκη να ‘χεις για χαρά και μη μαυροφορέσεις».
- Σχόλια:
1. Το τραγούδι, ένα ωραίο ζεϊμπέκικο, κυκλοφόρησε γύρω στα Χριστούγεννα του 1940 και είναι στην άλλη όψη του δίσκου του προηγούμενου τραγουδιού. Στο δίσκο των 78 στροφών (γραμμοφώνου), το πρώτο δίστιχο παραλήφθηκε (άγνωστο γιατί) και δεν ηχογραφήθηκε.
2. Με το τραγούδι αυτό ο Μπαγιαντέρας καταγράφει λιτά τα σκληρά γεγονότα του χειμώνα του 1940, από το μέτωπο του πολέμου.
3. Τα ελληνικά στρατεύματα, ύστερα από πολυαίμακτες και πολύνεκρες μάχες στην Πίνδο, προωθούνται στον ορεινό όγκο της Μόροβας και στις κορυφογραμμές της Νεμέρσκας.
4. Ο Έλληνας πολεμιστής προσπαθεί να παρηγορήσει τη μάνα του για τον αναγκασ-τικό αποχωρισμό τους και τη νουθετεί να «δεχτεί» με καρτερικότητα τον πιθανό σκοτωμό του, σ’ αντάλλαγμα χαράς για τη νίκη της Ελλάδας.
Με την κατάρρευση του πολέμου και την είσοδο των κατακτητών στην Ελλάδα, ο Μπαγιαντέρας, βιώνει το αγέρωχο και σκληρό ύφος τους, την έναρξη της μεγάλης μαύρης νύχτας της Κατοχής, την ταπείνωση από τη σκλαβιά, τη μεγάλη πείνα και την εξαθλίωση του ελληνικού λαού. Είναι οι τελευταίες –αλλά και μοιραίες– οπτικές πα-ραστάσεις που έχει, πριν από την ολική τύφλωσή του και τις εικόνες αυτές τις κουβα-λάει στη μνήμη του σαν ασήκωτο φορτίο. Και η αγέρωχη ψυχή του εξεγείρεται.
Πληροφορείται από κομματικές πηγές του ΚΚΕ το επικείμενο ξεκίνημα του αντάρτι-κου αγώνα, κατά των κατακτητών και ετοιμάζεται να υπηρετήσει την Αντίσταση από το δικό του μετερίζι, με το μόνο μέσο που διαθέτει ως λαϊκός δημιουργός, το μπου-ζούκι και το αδούλωτο πνεύμα του, με τους στίχους και το θεματικό του τραγούδι.
Και ξαφνικά, μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι, αστράφτουν οι πρώτες ντουφεκιές της Εθνι-κής Αντίστασης.
Ο Μπαγιαντέρας, σκεφτόμενος τα παλικάρια που σκοτώνονται αγωνιζόμενα τον εχθ-ρό, που θυσιάζουν τη ζωή τους για τη λευτεριά, αποφασίζει να βοηθήσει τον αγώνα με το τραγούδι του. Θέλει να δώσει κουράγιο στους πατριώτες αγωνιστές, να τους ενθαρρύνει και να υμνήσει την ελευθερία που είναι πολυτιμότερη κι απ’ το φως των ματιών του, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο ίδιος. Έτσι, ξαναρχίζει να αγωνίζεται, να παλεύει σε μια άλλη παλαίστρα αυτή τη φορά και από τραγουδιστής του έρωτα και των συνοικισμών του Πειραιά γίνεται τώρα ο τυφλός ραψωδός της Αντίστασης.
Βίωσε από τα παιδικά του χρόνια τους αγώνες της εργατικής τάξης και με την έναρξη της Κατοχής ασχολείται πλέον συστηματικά με τη δημιουργία αντιστασιακών ρεμπέ-τικων τραγουδιών.
Το γεγονός αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο και οφείλεται αφενός μεν στην καταστρο-φική εξέλιξη της υγείας του και αφετέρου σ’ ένα πλέγμα συναισθημάτων απόγνωσης, μίσους και απέχθειας προς τους κατακτητές που καταπάτησαν τη χώρα. Όλα αυτά σε συνδυασμό τον οδήγησαν σε ακραίες αντιδράσεις και συμπεριφορές.
Τα αντιστασιακά τραγούδια που γράφει, μαζί με άλλα αντάρτικα και επαναστατικά τραγούδια της εποχής εκείνης, δεν διστάζει να τα παίζει και να τα τραγουδάει άφοβα σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, περιφερόμενος σε καφενεία και γνωστά στέκια του Πειραιά, των λαϊκών συνοικισμών, ακόμα και της Αθήνας, κάτω από το ρουθούνι των Γερμανών και των ελεεινών συνεργατών τους, με άμεσο κίνδυνο την ίδια του τη ζωή. Γερμανοί και αλητο-Ταγματασφαλίτες τον τσακώνουν (ίσως μετά από «κάρφω-μα») να τραγουδάει αντάρτικα, τον συλλαμβάνουν και τον κακοποιούν βάναυσα. Πά-λι καλά που δεν τον σκότωσαν…
Ο Μητσάρας όμως το «χαβά» του…. Ήταν παντελώς άφοβος!
Τα αντιστασιακά τραγούδια του Μπαγιαντέρα, που έχουν ρεμπέτικο ύφος, δηλώνουν μια κίνηση από την πόλη προς το βουνό, προσπαθούν να ξεσηκώσουν τα παλικάρια να πιάσουν τα βουνά και να σμίξουν με τους άλλους πατριώτες αγωνιστές, για να βοηθήσουν έμπρακτα την Αντίσταση για τη λευτεριά.
Το ελληνικό βουνό είναι ένας χώρος με μεγάλη αγωνιστική παράδοση, από τον καιρό ακόμα της Τουρκοκρατίας. Οι κορυφές των βουνών, οι πλαγιές και τα φαράγγια τους είναι διάσπαρτα με τα κόκαλα των αγωνιστών που σκοτώθηκαν πολεμώντας για τη λευτεριά. Και, βέβαια, πάνω εκεί στο βουνό, είναι σχεδόν ανύπαρκτη η παρουσία των δυνάμεων του κατακτητή. Αντίθετα, η πόλη είναι η έδρα της κατοχικής διοίκησης, της συγκέντρωσης των εχθρικών δυνάμεων και της εχθρικής εξουσίας. Στην πόλη τα δεινά της μαύρης Κατοχής είναι πολύ πιο έντονα και ο άνθρωπος κινείται δύσκολα κάτω από το άγρυπνο μάτι του εχθρού, ακόμα και τη νύχτα –που έτσι κι’ αλλιώς η κί-νηση είναι απαγορευμένη και επιτηρείται από πυκνές γερμανικές περιπολίες. Ο αγω-νιστής στην πόλη δεν μπορεί να ξεφύγει εύκολα από την παρακολούθηση και ν’ απo-φύγει τη σύλληψη. Εξ’ άλλου, η πόλη δεν παράγει τρόφιμα και αφού τα υπάρχοντα αποθέματα γρήγορα εξαντλήθηκαν τις πρώτες μέρες, είναι συνεπώς ο τόπος της μεγά-λης πείνας, του φρικτού θανάτου από την ασιτία. Και επί πλέον, από την πόλη εκπο-ρεύονται και οι διαταγές των κατακτητών, που σημαίνουν συλλήψεις, ανακρίσεις, φυ-λακίσεις, απάνθρωπα βασανιστήρια και εκτελέσεις με το παραμικρό.
Αντίθετα, τα βουνά παρέχουν κρυψώνες, είναι δύσβατα, παρέχουν αέρα και μεγάλες νησίδες λευτεριάς, που επεκτείνονται συνεχώς με την αύξηση της αντιστασιακής δύ-ναμης και της εγκαθίδρυσης της λαϊκής εξουσίας.
Για τον λαϊκό δημιουργό Μπαγιαντέρα, η πόλη είναι ο χώρος της κατοχικής νύχτας, όπου δεν ανάβει κανένα κερί και κανένα φως για να λιγοστέψει τα πυκνά σκοτάδια.
Απ’ τα βουνά όμως ξεπετάγεται μια σπίθα αισιοδοξίας, μια ανάσα ζωής, μια ελπίδα φωτός για τους σκλαβωμένους Έλληνες, ανάβει ένα καντήλι παρηγοριάς. Αυτή η μικ-ρή αναλαμπή φωτός και η μυρωδιά του φρέσκου αέρα της πολυπόθητης λευτεριάς που εκπέμπεται απ’ τα βουνά, προσελκύει τους Έλληνες πατριώτες και αυξάνει τη δύναμη της Εθνικής Αντίστασης. Το βλέμμα των πατριωτών ξεφεύγει από τη χαμηλή οπτική γωνία και τον περιορισμένο οπτικό ορίζοντα της πόλης και της σκλαβιάς, υψώνεται προς τα πάνω, ατενίζει προς την κατεύθυνση του βουνού και αναζητά το όραμα της ελευθερίας. Η ψυχή γεμίζει αισιοδοξία, η σκέψη πετά στα ασκλάβωτα βουνά, η πορεία του βλέμματος ακολουθείται από την πορεία του ίδιου του κορμιού, ζώνεται νοερά τ’ άρματα και τραβάει γραμμή για το βουνό. Στις βουνοκορφές απά-νω, ο νέος αγωνιστής σμίγει με τους λεύτερους συντρόφους και συναγωνιστές, αποκ-τά αξιοπρέπεια όπως κι’ αυτοί, ζωντανεύει η αδούλωτη και παλικαρίσια ελληνική ψυ-χή του και ορκίζεται να επιτελέσει το καθήκον του, να θυσιαστεί στο βωμό της απε-λευθέρωσης της πατρίδας.
Τα τραγούδια του Μπαγιαντέρα, με θέμα το Αντάρτικο, κοσμούνται ανελλιπώς με τις λέξεις ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Άρης (Βελουχιώτης) – τα συνθήματα της Αντίστασης, συμβαδί-ζοντας απόλυτα με τα αντίστοιχα των τοίχων της Κατοχής, που τα έγραφαν με κίνδυ-νο τη ζωή τους οι ηρωικοί αγωνιστές της πόλης.
Ο Παναγιώτης Κουνάδης, στο βιβλίο του «Γειά σου περήφανη και αθάνατη εργατιά», γράφει: «Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, αν και τυφλώθηκε το 1941, δεν έχα-σε το θάρρος του και έγραψε πολλά τραγούδια με αντιστασιακό περιεχόμενο, σε ρεμ-πέτικο ύφος. Το 1966 μας τραγούδησε, για πρώτη φορά, έξι από αυτά, τα οποία, το 1974, ηχογραφήσαμε τραγουδισμένα από τον ίδιο».
Αναμφίβολα, κυρίαρχες μορφές λαϊκών δημιουργών, της περιόδου 1941 – 1944, είναι ο Μήτσος (Δημήτρης) Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο τυφλός ραψωδός της Εθ-νικής Αντίστασης, μαζί με τον υμνητή της Κατοχής, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον μικρότερο της μεγάλης πειραιώτικης ρεμπέτικης παρέας.
* ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΑΤΑ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1943).
«Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά, μανούλα,
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.
Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια,
με τα τσακάλια τριγυρνώ μέρες, αυγές και βράδια.
Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα
και στην καρδιά μου τον ΕΛΑΣ, γι’ αυτόν θα μπω στο χώμα».
- Σχόλια:
1. Ανέκδοτο τραγούδι, με θέμα τον απελευθερωτικό αγώνα στα βουνά, στις γραμμές του ΕΛΑΣ, που ήταν –μαζί με τις άλλες αντάρτικες ομάδες– το ηθικό στήριγμα των υπόδουλων Ελλήνων τα σκληρά εκείνα χρόνια.
2. Το τραγούδι περιγράφει με απόλυτη συνέπεια το αντάρτικο σκηνικό στα λεύτερα βουνά και τη σκληρή ζωή του αντάρτη αγωνιστή στις τάξεις του ΕΛΑΣ, την πο-λεμική μηχανή του ΕΑΜ, που τον έχει στην καρδιά του και είναι έτοιμος να θυσι-αστεί γι’ αυτόν και τα μεγάλα ιδανικά.
3. Η τρίτη στροφή φανερώνει εντυπωσιακά την έλξη που ασκούσε ο ΕΛΑΣ και την πίστη για νίκη, ακόμα και με αντάλλαγμα τη ζωή του κάθε αγωνιστή-πατριώτη.
4. Ζώντας διαρκώς μέσα στην αντάρα του ανταρτοπόλεμου, στο αβέβαιο αύριο, στις κακουχίες και στις στερήσεις, ο αντάρτης, θυμάται πάντα το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, τη μάνα και τη στέλνει χαιρετίσματα και μηνύματα αισιοδοξίας απ’ το βουνό.
5. Υπάρχει καταγεγραμμένη ζωντανή ηχογράφηση του συνθέτη, από τον Παναγιώτη Κουνάδη (1966 & 1974).
* ΕΛΛΑΣ ΝΑ ΖΕΙΣ ΑΙΩΝΙΑ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1941 – 42).
«Πατρίς μου, κάθε σου γωνιά μιλάει για μια δόξα:
στις Θερμοπύλες τις παλιές, με δόρατα και τόξα.
Κι άλλη γωνιά στη Λιβαδειά, κι άλλη στο Μεσολόγγι,
στο Σούλι και στο Μέτσοβο, π’ αντιλαλούν οι λόγγοι.
Κι εκεί ψηλά στην Ήπειρο που ‘ναι καμαρωμένη,
οι ήρωες του Δώδεκα είναι εκεί θαμμένοι.
Κι άλλη μια φλόγα λαμπερή, π’ ανάβει το Σαράντα,
θυμίζει λεβεντόκορμα κι όμορφα παλικάρια.
Κι εμείς στο χέρι το σπαθί, σαν τα παλιά τα χρόνια,
το αίμα μας θα δώσουμε, Ελλάς, να ζεις αιώνια».
- Σχόλια:
1. Μάλλον πρόκειται για ποίημα του Μπαγιαντέρα, αμελοποίητο.
2. Η αναφορά των στίχων, εκτός από τις Θερμοπύλες (όπου σκοτώθηκαν ο Λεωνί-δας και οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες του) και στους αγώνες του 1821, του 1912 και του 1940, δείχνει ότι η Αντίσταση εναντίον της Γερμανικής Κατοχής πήγαζε από μια άλλη παράδοση εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων.
3. Η ιδέα της συνέχειας των αγώνων, στο διάβα των αιώνων, ενθουσίαζε από πάντα τις ευρύτερες μάζες του ελληνικού λαού, που νοιώθει ιδιαίτερη υπερηφάνεια για τα κατορθώματα των προγόνων του. Η ιδέα αυτή έκανε τους Έλληνες πατριώτες, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, να προσχωρούν με μεγαλύτερη προθυμία στο Λαϊκό Στρατό, στον ιερό αγώνα της Εθνικής Αντίστασης. Εξ’ άλλου, την ιδέα αυτή την πρόβαλε και το ίδιο το ΕΑΜ, που χαρακτήριζε το Αντάρτικο σαν το «Νέο Εικοσιένα».
4. Σχετικό απόσπασμα από ομιλία του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώ-τη, αναφέρει: «Τα παραδείγματα του Λεωνίδα με τις Θερμοπύλες, του Διάκου με την Αλαμάνα, είναι παραδείγματα δικά μας, απ’ τη δική μας ιστορία», επισφραγί-ζοντας έτσι την παραπάνω επίσημη γραμμή-ιδέα του ΕΑΜ.
* ΝΑ ‘ΝΑΙ ΓΛΥΚΟ ΤΟ ΒΟΛΙ (ΦΟΡΕΣΕ ΑΝΤΑΡΤΗ Τ’ ΑΡΜΑΤΑ) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (Στίχοι – σύνθεση του 1942).
«Φόρεσ’ αντάρτη τ’ άρματα
ζώσε και το σπαθί σου
και σύρε για τον πόλεμο
κι η λευτεριά μαζί σου.
Τράβα και θέλω νικητής
παιδί μου να γυρίσεις,
για τη γλυκιά τη λευτεριά
το αίμα σου να χύσεις.
Πολέμησε αντάρτη μου
πως πολεμάνε όλοι
και με τον Άρη αρχηγό
γλυκό να ‘ναι το βόλι».
- Σχόλια:
1. Ενδιαφέρον τραγούδι και ιδιαίτερα ο στίχος με την αναφορά στον πρωτοκαπετά-νιο του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη, που φανερώνει την σημασία που είχε στη συνεί-δηση των ανθρώπων του λαού, η σπουδαία αυτή μορφή του απελευθερωτικού αγώνα, ιδιαίτερα στο πρώτο αντάρτικο (1941 – 44).
2. Στο τραγούδι αυτό μια γενναία Ελληνίδα μάνα, γεμάτη με περίσσιο θάρρος και υψηλά ιδανικά, κατευοδώνει το γιο της, που ξεκινάει για το αντάρτικο, με λόγια αντάξια αρχαίας Σπαρτιάτισσας.
3. Στο πνεύμα αυτό, η δεύτερη στροφή, με την αντίφαση που περιέχει, πιθανόν να έχει νόημα διαζευκτικό, οπότε παραπέμπει στο σπαρτιάτικο «Ή ταν ή επί τας». Κι’ αυτό επειδή οι δύο πρώτοι στίχοι «Τράβα και θέλω νικητής παιδί μου να γυρί-σεις» έρχονται σε αντίθεση με τους δύο επόμενους «για τη γλυκιά τη λευτεριά το αίμα σου να χύσεις».
4. Αγραμμοφώνητο τότε. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1980 τραγουδισμένο από τους Γι-ώργο Νταλάρα, Γλυκερία και Δημήτρη Κοντογιάννη.
5. Περιλαμβάνεται στο LP «ΡΕΜΠΕΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ», MINOS DAL-MSM 391, 1980.
6. Υπάρχει καταγεγραμμένη και ζωντανή ηχογράφηση του συνθέτη, από τον Πανα-γιώτη Κουνάδη (1966 & 1974).
7. Υπήρχε και τέταρτη στροφή, αλλά ο Μπαγιαντέρας ξέχασε τα λόγια.
* ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1941 – 42).
«Στη σκλαβωμένη Ελλάδα μας τα βράδια
βλέπεις στους δρόμους τους νεκρούς κοπάδια,
κανείς δε βρίσκεται κερί ν’ ανάψει,
η μαύρη η σκλαβιά μας έχει κάψει.
Και μόνο απ’ τα βουνά ένα καντήλι
ανάβει κάθε μέρα με το δείλι,
τ’ ανάβει ο ΕΛΑΣ και δε θα σβήσει,
της λευτεριάς το δρόμο να φωτίσει.
Κι η δόξα που μονάχη αργοδιαβαίνει
τα λίγα παλικάρια περιμένει,
προσμένει εκεί για να τα στεφανώσει,
της νίκης το στεφάνι να τους δώσει».
- Σχόλια:
1. Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια που γράφτηκε στα χρόνια της Κατοχής από τον τυφλό ραψωδό της Αντίστασης, Δημήτρη Γκόγκο ή Μπαγι-αντέρα και που μας μεταφέρει το ζοφερό κλίμα της εποχής, αλλά και την ελπίδα της απελευθέρωσης. Παραμένει ανέκδοτο.
2. Το τραγούδι επισημαίνει τη μαύρη Κατοχή της Ελλάδας και κυρίως της πόλης, όπου είναι ανύπαρκτη η εμφάνιση φωτός και η σκλαβιά, που απλώνεται παντού, έχει σκορπίσει το θάνατο. Μοναδική εξαίρεση το «φως» που ανάβει ο ΕΛΑΣ στα βουνά, για να φωτίσει το δρόμο προς τη λευτεριά. Και ‘κει, πάνω στα ψηλά βου-νά, που αγωνίζονται οι αγωνιστές της Αντίστασης, τριγυρίζει η δόξα για να στε-φανώσει τα λίγα, αλλά, λαμπρά παλικάρια, τους ήρωες πατριώτες αγωνιστές.
* ΑΡΧΗΓΟ ΜΟΥ ΕΧΩ ΤΟΝ ΑΡΗ [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1941 – 42).
«Για ντουφέκι δε με νοιάζει,
ούτε βάζω πια μαράζι,
αρχηγό μου έχω τον Άρη,
το λεβεντοπαλικάρι.
Συντροφιά μ’ αυτόν νικάμε,
τους Κενταύρους δε φοβάμαι,
θαύματα μαζί του κάνω
στις βουνοκορφές απάνω.
Οι φασίστες σαν με δούνε,
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε,
και τους στρώνω στο κυνήγι
κι αυτοί όπου φύγει-φύγει».
- Σχόλια:
1. Πρόκειται για διασκευή του τραγουδιού «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι (Συντρο-φιά έχω τη λόγχη)», που είχε γράψει ο Μπαγιανέρας για τον Ελληνοϊταλικό πόλε-μο, προσαρμοσμένο στιχουργικά στις νέες συνθήκες, με σκοπό να υμνήσει τις τω-ρινές νίκες της Εθνικής Αντίστασης εναντίον των κατακτητών.
2. Το τραγούδι αναφέρεται στον Άρη Βελουχιώτη, στον πρωτοκαπετάνιο και πρω-τοπαλίκαρο του ΕΛΑΣ, που τον λατρεύανε οι αντάρτες σύντροφοί του.
3. Είναι μέχρι τώρα, ασφαλώς, ανέκδοτο, εξ’ αιτίας της λογοκρισίας.
* ΧΑΙΡΕ, Ω, ΧΑΙΡΕ, ΛΕΥΤΕΡΙΑ (ΒΡΟΝΤΟΥΝ ΚΙ ΑΣΤΡΑΦΤΟΥΝ) [ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ] (1943).
«Βροντούν κι αστράφτουν, πέρα ως πέρα,
τα δοξασμένα μας βουνά
και μια φωνή αντηχεί στη σφαίρα
το “Χαίρε, ω, χαίρε, λευτεριά.”
Κι εκεί ψηλά στα σύνορά μας,
αθάνατος μένει φρουρός,
κρατάει στο χέρι αστροπελέκι,
ο Λαϊκός μας ο Στρατός.
Για αθάνατα έχει παλάτια
τα τιμημένα μας βουνά,
ελπίδα έχει το ντουφέκι
και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά.
Για ‘κείνο πάντα ξεσπαθώνει,
για ‘κείνο πάντα αψηφά,
με δάφνες πάντα το στολίζει
και μας χαρίζει λευτεριά».
- Σχόλια:
1. Είναι ένα από τα τραγούδια που έγραψε ο Μπαγιαντέρας κατά των Γερμανών και υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα. Επηρεασμένος και από την απώλεια της όρα-σής του, πέρασε σε μια επιθετική ψυχολογία, χωρίς να φοβάται τίποτα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Γερμανοί τον συνέλαβαν και τον ξυλοκόπησαν, αλλά κατό-ρθωνε πάντα να επιβιώνει.
2. Το τραγούδι είναι ανέκδοτο, όπως και άλλα τραγούδια του, διασώθηκαν όμως στη μνήμη του. Υπάρχει καταγεγραμμένη ζωντανή ηχογράφηση του συνθέτη, από τον Παναγιώτη Κουνάδη (1966 & 1974).
3. Ο Μπαγιαντέρας σύνθεσε το τραγούδι του αυτό με φανερή επίδραση από την αντάρτικη μούσα. Πρότυπό του ήταν το αντάρτικο τραγούδι «Στ’ άρματα, στ’ άρ-ματα». Απ’ αυτό δανείζεται την αρχική, μεγαλόπρεπη εικόνα των προσωποποιη-μένων βουνών που βροντούν κι’ αστράφτουν.
4. Παρατηρούμε ότι οι εικόνες του Έλληνα που ξεσπαθώνει και που κρατάει στο χέ-ρι αστροπελέκι, είναι δανεισμένες από ένα παλιότερο αντάρτικο θούριο, το «Μαύ-ρη είν’ η νύχτα στα βουνά», που το τραγουδούσαν οι αντάρτες στον καιρό της Κα-τοχής.
5. Τραγουδιέται πάνω στο χαβά του προαναφερόμενου αντάρτικου θούριου.
6. Ο Μπαγιαντέρας, σε κάποια από τα αντιστασιακά του τραγούδια, δανείζεται εικό-νες και φράσεις από την ποίηση που ύμνησε το ηρωικό Εικοσιένα. Στο τραγούδι του αυτό, στην πρώτη στροφή, ενσωματώνει το σολωμικό «χαίρε, ω χαίρε, λευτε-ριά» του Εθνικού μας Ύμνου.
7. Ο τυφλός ραψωδός της Αντίστασης, που έχασε το φως του στις αρχές της γερμα-νικής κατοχής, για να επιζήσει στα δύσκολα εκείνα χρόνια, γυρνούσε, με συνο-δεία, στα γνωστά στέκια και τραγουδούσε παλιά ρεμπέτικα, αλλά και τα τραγού-δια που έγραφε τότε εναντίον των κατακτητών.
Παρόλη την αναπηρία του, ο Μπαγιαντέρας, εξακολούθησε να εργάζεται, στην αρχή –μετά την κατοχή– σε λαϊκά συγκροτήματα με τους παλιούς φίλους και συναδέλφους του και αργότερα μόνος του γυρνώντας από ταβέρνα σε ταβέρνα και κάνοντας το γνωστό «σφουγγάρι» με τη βοήθεια της μεγαλύτερης κόρης του, μέχρι το 1963.
Δυστυχώς, από τις αρχές του ’50 πέρασε ξεχασμένος πολύ δύσκολες στιγμές, ζώντας πολύ φτωχικά με την γυναίκα του και τα τρία του παιδιά (δυο κόρες και ένα γιο) στις Τζιτζιφιές. Αργότερα, όταν ανανεώθηκε το ενδιαφέρον του κόσμου για τα ρεμπέτικα, επανήλθε στη δημοσιότητα, επανακυκλοφόρησαν κάποια από τα παλιά του τραγούδια και ηχογραφήθηκαν και μερικά καινούρια, που δεν έπαψε να γράφει όλα αυτά τα χρό-νια της σιωπής.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, επανεκτελούνται μερικές από τις παλιές του επιτυ-χίες από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και άλλους νεώτερους τραγουδιστές, γεγονός που τον εμψυχώνει, του δίνει κουράγιο και τον ανακουφίζει κάπως οικονομικά.
Τον Μάη του 1972, επανεμφανίστηκε σε μια τιμητική βραδιά στις «Χάντρες» του Σπύρου Κουρουγιένη, στην Πλάκα και σε δύο συναυλίες με δικά του τραγούδια, στο θέατρο «Διάνα» και στον κινηματογράφο της Καλλίπολης «Γαρδένια», που οργάνω-σε το Ελληνικό Κέντρο Γραμμάτων (Ε.Κ.Γ).
Τον χειμώνα του 1972, ανταποκρινόμενος με εφηβικό ενθουσιασμό στην πρόταση του Τάσου Σχορέλη να παρουσιάσουν γνήσιο ρεμπέτικο και σμυρνέϊκο τραγούδι, εμ-φανίστηκε μαζί με άλλους βάρδους ρεμπέτες σε κέντρο της Πλάκας.
Έτσι, επί Χούντας, ξεκίνησε μια προσπάθεια «ζωντανής» αναβίωσης του ρεμπέτικου με πρωτεργάτες τον Μπαγιαντέρα, τον Μαρίνο Γαβριήλ-Μαρινάκη, τη Ρόζα Εσκενά-ζυ, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον Σπύρο Καλφόπουλο, τον Γιάν-νη Σταμούλη (Μπιρ-Αλλάχ), κ.ά, που στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μπαγιαντέρας τα έζησε απομονωμένος στο σπίτι του στον Άγιο Ιερόθεο, συντροφιά  με την αγαπημένη του σύζυγο Δέσποινα.
Στις αρχές του Οκτώβρη του 1985 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και μπήκε στο νο-σοκομείο “Ευαγγελισμός”. Έγινε καλά, συνήλθε και επέστρεψε στο σπίτι του. Δυστυχώς, όμως, στις 24 του ίδιου μήνα μπήκε πάλι στο νοσοκομείο, γιατί έπαθε ουρολοί-μωξη, και στη συνέχεια προσβλήθηκε από λοίμωξη του αναπνευστικού.  Σιγά –σιγά έχασε την επαφή του με το περιβάλλον.
Ο ευαίσθητος υμνητής του Έρωτα και της Αντίστασης, ο λεοντόκαρδος Μπαγιαντέ-ρας, έφυγε απ’ τον μάταιο αυτό κόσμο στις 18 του Νοέμβρη του 1985. Κοντά του, τις τελευταίες του στιγμές, ήταν η κόρη του Έλλη Μαργαρίτη, που του συμπαραστάθηκε σ’ όλη του τη ζωή (ενώ η άλλη του κόρη απουσίαζε στο Σικάγο, όπου και ζει μόνι-μα), καθώς και ο γιος του που ακολούθησε το ίδιο επάγγελμα και έγινε μουσικός.
ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑ
1. Στον Τάσο Σχορέλη: Αποσπάσματα από συζήτηση με τον μαστρο-Μήτσο γύρω απ’ τη ζωή του («Ρεμπέτικη Ανθολογία», τόμος Α, σελ. 274 – 277):
. . . «Αυτή που μου ‘λεγες προχτές ή σπηλιά του Κουλού τι ήταν; Tεκές»
-Όχι. Τα παλιά χρόνια άμα άρχισε η δίωξη μέσα στους διάφορους τεκέδες, στην Πει-ραϊκή, στο Πέραμα και αλλού -εκεί είχε μαγαζί κι ο Μπάτης, με τη διαφορά ότι δεν έκανε αυτή τη δουλειά- εκεί, λοιπόν, που ‘ναι τώρα οι βενζίνες στο Κερατσίνι, είχε μια σπηλιά και πηγαίνανε για να μην κινδυνεύουν στους τεκέδες..
Αυτή η δουλειά που σου λέω εγώ είναι το 1919. Εγώ ήμoυνα 17 χρονώ παλικαράκι, τσικλιμαγκάκι. Μεταξωτά ζουναράκια βάζαμε, δεν είχαμε ξανοιχτεί ακόμα. Και φεύγαμε, να πούμε, ν’ ανέβουμε και στην Αθήνα επειδή κάναμε και τίποτα άταχτες δουλειές (σ.σ.: ο Μπαγιαντέρας εννοεί τα λαθραία που παίρναν απ’ τους ναυτικούς και τα μεταπουλούσανε) και οικονομάγαμε, να πούμε, κάνα φράγκο όσοι ήτανε έξυπνοι, να μη μας βλέπουν κάτω ότι χαλάγαμε λεφτά. Που τα βρήκατε; Δε δου-λεύετε. Εμείς φεύγαμε. Τους άλλους που ήσαν κοροΐδα τους τσιμπάγανε. Τoυς τυλί-γανε. Εγώ ήμoυνα ατύλιχτος. Είχε ωραία ζωή τότε ο Πειραιάς. Και οικονόμαγαν οι μάγκες…
. . .»Η ζωή μας είναι πολύτιμη. Εγώ της λέω της γυναίκας μου: Άμα θα πάψω να νιώθω τη ζωή, θα πάω να γεμίσω το κρεβάτι μου λουλούδια, θα τα σκορπίσω, θα γράψω ένα τραγούδι και τότε θα σκολάσω…
. . .»Το 1935 με ’36 ήμoυν στη Θεσσαλονίκη με το μακαρίτη τον Στράτο. Λίγο πιο κει ήταν ένα άλλο μαγαζί, βέβαια. Ήρθαν, μου ρίξανε να με γκρεμίσoυν. Κείνα τα χρόνια ήταν ξέρεις, κουμπούρα, μαχαίρα. Η Θεσσαλονίκη ήταν αντάρτικο.
Ποιός να μιλήσει. Χασίσια; Με το τσουβάλι. Εκτός την Τουρκία τι μπαίνανε, η Μα-κεδονία ήταν φυτεμένη όλη χασίσι.
O Στράτος μου ’λεγε: “Μπαγιαντέρα μη σε σκοτώσουνε. Μην κάνεις πολύ ζοριλίκι”.
Ήμουνα ζόρικος…
. . .»Στo “Δάσος” με πήρε ο Στράτος με 150 δρχ. μεροκάματο. Δέχτηκα μια και ήμουν πρωτάρης. Δούλεψα κάνα χρόνο. Κάποιο βράδυ έγινε μια παραξήγηση για το μεροκάματο. Εν τω μεταξύ έχει έρθει και ο Μανώλης ο Χιώτης, σαν δεύτερο μπου-ζούκι. Τον παίρνω τον πάω στην εταιρία. Του κακοφάνηκε του Στράτoυ, επειδή με τον Μανώλη τραγουδήσαμε πρώτη εκτέλεση το “Σαν μαγεμένο το μυαλό μου” και “Ζoύσα μοναχός χωρίς αγάπη”. Λέμε ακόμα το “Αλάνη με φωνάζουνε” και “Μάτια γλυκά και γαλανά”. Αυτά το 1937.
Μου κολλήσαν λοιπόν εκεί μέσα μια βραδιά πoλύ άσχημα και οι μουσικάντες. Ο Μάρκος, ο Στράτος και ένας που τον είχε φέρει ο Μάρκος για μπαγλαμά, τον Kαρυ-δάκια. Τον έπνιξαν αυτόν, πνιχτός έγινε στην Κατoχή.
Εγώ τσαντίστηκα, να πούμε. Είχα ένα σουγιά γερμανικό, μια σούστα, κάνω έτσι τoν ανοίγω, βάζω σ’ ένα τοίχο τον Μάρκο. Θεός σχωρές τον. Δεν είναι στη ζωή ούτ’ ο Στράτος. Είναι όμως κάποιος άλλος που μπορεί να τα πει αυτά, ο Παπαϊωάννου (σ.σ.: ζούσε τότε ο Γιάννης Παπαϊωάννου). Γίναμε μετά πρώτοι φίλοι.
Ένα βράδυ τον πλακώνoυν τον Μάρκο στις μπιστολιές και δεν μπορεί να φύγει να πάει σπίτι του. Έμπα στ’ αυτοκίνητο, του λέω, και θα μπω εγώ ρε μπροστά. Να δεις τι αξία έχω εγώ ο τρισπιθαμίτης.
Μέσα στο μαγαζί είχε δυο νταήδες. Ο ένας ήτανε Μενιδιάτης και λεγόταν Βερτ-σέκος. Εβδομήντα χρονώ άλλα έκοβε ένα αμάξι ξύλα μέσα σε μια ώρα. Θερίο. Κι άλλον ένα ακόμα, ο Μπουχός ο Χαράλαμπος. Αυτοί ήσαν οι πρώτοι νταήδες της Αθήνας. Εγώ βέβαια ήμουνα απ’ τον Περαία. Δεν είχα καμιά θέση. Αλλά τον Μπου-χό τον εγνώρισα στη φυλακή. Είχε φάει ισόβια.
Και όταν με είδανε στο πάλκο του λένε αυτού που είχε το μαγαζί, αυτούς τους δυo τούς είχε για κουτσαβάκια, αξιοσέβαστοι σ’ όλη τη μαγκιά της Αθήνας. Τους τρέμαν όλοι. Μάλλον από σεβασμό και από νταηλίκι. Αυτός προ παντός ο Βερτσέκος, στη μουστάκα του κρέμαγε είκοσι άντρες. Είχε ένα μάτι του αητού, που λέμε.
Του λένε, λοιπόν, του καταστηματάρχη, που είχε το “Δάσος”, του Βλάχου του Αντώ-νη του συχωρεμένου, αρβανίτικα. Κάτι που πήγε να μου πει, του λένε: “Πουσό”, που πάει να πει “σώπαινε”. Αυτός ήξερε πως εγώ ήξερα αρβανίτικα, ο Μπουχός. “Τον ξέ-ρω από τη φυλακή”, του λέει, “αυτό το μικροσκοπικό ανθρωπάκι. Είναι άξιοσέβαστο και καλό”. Σταματήσανε πια να μ’ ενοχλούν. Tην άλλη μέρα όμως ήτανε αργά, εμένα μ’ είχανε πειράξει. Παίρνω τον Στράτο, τον εαυτό μου, παίρνω τον Χιώτη κι έρχομαι κι ανοίγουμε στο Περιστέρι μια δουλειά απέναντι στον Άγι’ Αντώνη, του Αντώνη του Ηπιώτη ένα κέντρο, μ’ ένα σιντριβάνι στη μέση. Ήρθαν οι Βλαχαίοι, πoύλησαν αγρι-άδα. Είχα όμως αφεντικό ντερβίσικο. Αυτός ο Αντώνης ο Ηπιώτης ήταν πολύ μαγκί-της. ‘Ήτανε και νταής του Μερκούρη. Σμυρνιός μεν, Μικρασιάτης, αλλά ξέρεις κάτι φουφουλάδες, ψυχωμένοι πολύ που τους έτρεμε όλη η Σμύρνη. “Μη φοβάσαι Μπα-γιαντέρα”, μου λέει…
. . . »Του ‘χω δώσει ένα γερό τάγιο, πριν χάσω τα μάτια μου.
Δέκα μέρες είχε που ‘χε βγει που σκότωσε έναν άνθρωπο, τον Κώστα τον Στρίγγλα μέσα στην κεντρική αγορά του Πειραιά.
Κάποια βραδιά στο “Δάσος” ένας φίλος μου χάρισε ένα κουκλάκι της δραχμής. Δεν είχε καμιά αξία. Το κρέμασα δίπλα μου. Στο μαγαζί βρισκόταν ο Μάθεσης μ’ έναν βαρύμαγκα τσαγκάρη, τον Σταύρακα. Ο Μάθεσης ήταν γνωστός σαν παλικαράς και φονιάς. Σε μια στιγμή που έλειψα πήγε και μου πήρε το κουκλάκι. Δε με πείραξε που το πήρε αλλά με πείραξε που το πήρε ανερώτητα. Γιατί δηλαδή, επειδή ήταν κουτσαβάκι;
Κείνη τη βραδιά είπαμε πολλές βαριές κουβέντες. Mπήκαν στη μέση και μας χωρίσα-νε.
Μετά λίγες ημέρες, με την τότε αρραβωνιαστικιά μου και σημερινή σύζυγό μου, τη Δέσποινα, κατεβήκαμε στην αγορά του Πειραιά να ψωνίσουμε. Γεμίσαμε ένα δίχτυ ψώνια, ψάρια, παντζάρια και πηγαίναμε για το σπίτι μας. Ξαφνικά τρώω ένα χαστού-κι που αστράψανε τα μάτια μου. Ήταν ο Μάθεσης με δυο φίλους του, αδέλφια, που ήσαν καλά παιδιά.
Με είχε κτυπήσει μπαμπέσικα. Μου ’φυγε από τα χέρια το δίχτυ και σκόρπισαν στο δρόμο τα ψάρια, τα παντζάρια που είχαμε αγοράσει κι όλα τ’ άλλα.
Αυτός νόμιζε πως θα το έβαζα στα πόδια. Συνήλθα αμέσως και του είπα ότι γι’ αυτό που έκανες θα σε τιμωρήσω.
Του δίνω λοιπόν μια γροθιά, ένα ντιρέκτ να πούμε, στο πρόσωπο και τον ξαπλώνω φαρδύ – πλατύ στο δρόμο. Τον έπιασε η πρώτη μπουνιά μου. Τον καβάλησα, τον έψα-ξα πρώτα. Φοβήθηκα μην είχε τίποτα. Πέσαν οι άλλοι. Μη Μήτσο, μη. Tην ώρα που σηκώθηκα του ‘δωσα και μια μπουνιά και μια κλοτσιά όπως ήταν χάμω. Βέβαια αυτό δεν ήταν σωστό. Σηκώθηκα επάνω και μου μάζεψαν αυτοί τα πράγματα. Από τότε όταν με έβλεπε άλλαζε δρόμο…».
2. Συνέντευξη του Μπαγιαντέρα στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, το 1972. Η συνέν-τευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο, πολλά χρόνια μετά, τον Οκτώβριο, του 1997:
Μπαγιαντέρας: Μόλις τελείωσα το γεύμα μου. Δεν τρώω ποτέ το βράδυ. Δυστυχώς, έχασα, μαζί με τα μάτια, και τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις. Δεν έχασα το θάρρος μου όμως. Δυστυχώς η κοινωνία με πέταξε, να το πούμε έτσι, πιο ξεκά-θαρα. Παλιοί συνεργάτες μου, που τους ανέδειξα, φερ’ ειπείν. Όταν άρχισα καριέρα είπα τρία-τέσσερα τραγούδια μόνος μου. Μετά πήρα κοντά μου τον Χιώτη, τον Μα-νώλη.
Λ.Π: Ποια χρονολογία γίνονταν αυτά;
Μπαγιαντέρας: Προ του `40. Τραγούδησα “Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγί-ζει”. Τραγουδάω πρώτη έκδοση μόνος μου, μαζί με τον Χιώτη, “Ζούσα μοναχός χω-ρίς αγάπη” μαζί με τον Χιώτη, “Μάτια μου γλυκά και γαλανά” μαζί με τον Χιώτη, “Αλάνι πώς κατάντησα” μαζί με τον Χιώτη. Λοιπόν, όλ’ αυτά. Μετά άρχισα: “Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια” έδωσα στον Ευστράτιο Παγιουμτζή, τον συχωρεμένο τον Στράτο. Μετά στον Περπινιάδη, τον γέρο Περπινιάδη, τον Στέλιο, τον παλιό. Του ‘δωσα “Αποβραδίς ξεκίνησα”, “Νυχτερίδα”, “Ξεκινάει μια ψαροπούλα απ` το γιαλό” – όλα τα παλιά μου που έκανα σουξέ, αυτοί τα είπανε. Και όμως δεν ήρθε ο Στράτος ποτέ να μου χτυπήσει την πόρτα και… Ούτε ο Παπαϊωάννου… Όταν πρωτοβγήκε εγώ τον πήρα, σ` ένα κέντρο στην περιοχή Χατζηκυριάκειου που άνοιξα. Δυστυχώς. Και αναγκάστηκα λοιπόν – έχασα τα μάτια μου, δεν θ` άφηνα όμως και την οικογένειά μου να λιμάξει το ψωμί, ε; – άρπαξα το μπουζούκι, έβγαζα ένα νουμεράκι σε πέντ`-έξι μαγαζιά, ‘κονόμαγα το μεροκάματο και γύρναγα σπίτι. Ξεπετάξαμε τα παιδιά μας, παντρεύω το πρώτο στη Γερμανία, το δεύτερο τον παρελθόντα Αύγουστο (σ.σ.: ση-κώνεται και σταυροκοπιέται). Δόξα το Θεό, με αξίωσε κι έμεινα με τη γριούλα μου και το αγόρι αυτό.
Λ.Π: Εσείς απ` ότι βλέπω, είστε μορφωμένος άνθρωπος.
Μπαγιαντέρας: Όχι, εγώ δεν έκανα αυτή τη δουλειά. Έχω πτυχίο ηλεκτριστού. Να σας το φέρει τώρα η κυρία μου να το δείτε.
Λ.Π: Πόσων χρόνων είστε;
Μπαγιαντέρας: Εξήντα εννέα.
Λ.Π: Που γεννηθήκατε;
Μπαγιαντέρας: Πειραιεύς. Χατζηκυριάκειον.
Λ.Π: Οι γονείς σας τι ήταν;
Μπαγιαντέρας: Ο πατέρας μου ήτανε υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος και η μητέρα μου μια οικοκυρά.
Λ.Π: Εσείς, που πρωτακούσατε μπουζούκι; Λαϊκά τραγούδια;
Μπαγιαντέρας: Από ηλικία επτά χρονών πήρα ένα μαντολίνο. Το 1910… Μα νομίζω 16 δραχμές το ‘χα πάρει. Χωρίς δάσκαλο, χωρίς τίποτα, άρχισα κι έπαιζα. Προχώρησα καλά. Είχα το εκ φύσεως ταλέντο.
Λ.Π: Μπορείτε να θυμηθείτε κανένα τραγούδι απ’ αυτά που έλεγαν εκεί στη γειτονιά σας;
Μπαγιαντέρας: Σ` ένα καφενείο, στη γωνιά του σπιτιού μας, έλεγαν αυτά τα παλιά τα μάγκικα. Αυτό το “Αντιλαλούν δυο φυλακές”, κάτι άλλα.
Λ.Π: Μα είχανε βγει αυτά τα τραγούδια;
Μπαγιαντέρας: Αυτά ήταν παμπάλαια που τα ‘βγαλε ο Μάρκος.
Λ.Π: Δεν είναι του Μάρκου;
Μπαγιαντέρας: Όχι. Αυτά, μην ακούτε,… αυτά είναι όλα παλιές στιχουργίες διαφόρων, ακόμη παλαιοτέρων. Κατάλαβες;
Λ.Π: Μπουζούκι έπαιζαν πολλοί τότε;
Μπαγιαντέρας: Πολλοί λίγοι και όχι τέλεια. Το πρώτο μπουζούκι που βγήκε στον Περαία ήμουν εγώ.
Λ.Π: Και τραγούδια συνθέτατε;
Μπαγιαντέρας: Όχι, όχι. Έπαιζα σκοπούς της εποχής. Δώδεκα χρονώ ήμουνα. Πήγαινα και στο σχολείο. Στο Β` Δημοτικό σχολείο, μετά στο σχολαρχείο, μετά γυμνάσιο.
Λ.Π: Πότε αρχίσατε να παίζετε μπουζούκι; Παίζατε μπαγλαμά.
Μπαγιαντέρας: Ναι. Τον μπαγλαμά δεν τον κράτησα παραπάνω από ένα χρονάκι. Ξανασυνέχισα με το μαντολινάκι μου μέχρι τα 18. Από `κει και πέρα, πήρα ένα βιολάκι. Έπαιξα κάνα δυο χρόνια, το άφησα και αυτό.
Λ.Π: Ήσασταν γεννημένος για μπουζούκι…
Μπαγιαντέρας: Ναι. Από `κει και πέρα, μου ‘φερε ένα μπουζουκάκι ο Πετρόπουλος, που είχε μια ταβέρνα, του το πλήρωσα, άρχισα μόνος μου κι έπαιζα. Μέχρι κλασικά. Ό,τι πεις τα παίζω `δω πάνω.
Λ.Π: Τότε υπήρχαν άλλα μπουζούκια;
Μπαγιαντέρας: Όχι. Μόνο κάτι γυρολόγοι που και αυτοί είχαν σχεδόν εξαφανιστεί.
Λ.Π: Το μπουζούκι ήταν του υποκόσμου. Μήπως και αυτοί ανήκαν στον υπόκοσμο; Μπαγιαντέρας: Όταν λέμε “υπόκοσμος”, πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Υπόκοσμος λέγεται κι ο κλέφτης. Γενικά οι χασισοπότες. Αυτοί ήταν όλοι ντερβισάδες, χασίκλες. Τσιμπούκι πίνανε. Αργιλέ. Δεν ήταν κλέφτες. Άλλοι ήταν ψαράδες, άλλοι αραμπατζήδες μες στο Τελωνείο.
Λ.Π: Που το ξέρετε ότι τραβάγανε χασίσι; Αφού ήταν απαγορευμένο και δεν καπνίζανε μπροστά σας.
Μπαγιαντέρας: Α, εδώ να δεις. Μέσα στα καφενεία, μεταξύ τους, οι ίδιοι μιλάγανε, είχανε την αφέλεια να μιλάνε. Κατάλαβες; Όπως αίφνης εκεί στου Κολιέρου. Και καφές υπήρχε, και βαρελάκια κρασί υπήρχαν, και η γλώσσα λυνότανε… “Χτες πήγαμε και ήπιαμε τα τσιμπούκια μας στου Σειρηνάκι”, φέρ` ειπείν.
Λ.Π: Εσείς, πότε πήγατε για πρώτη φορά σε τεκέ, για να μας τον περιγράψετε;
Μπαγιαντέρας: Να σας πω. Κάποιο βράδυ, κάποιος άλλος, ο οποίος κι αυτός έπαιζε λίγο μπουζουκάκι, Ιωάννης Μιχαλαρέας το όνομά του, μου λέει “γίνεται μια εορτούλα σ’ ένα μαγαζί του Μίχαλου”, χωρίς να μου πει ότι είναι τεκές και τέτοια. Εγώ όμως είχα ακουστά. Λέω “ξέρω, ξέρω που θες να με πας”. Τέλος με πήγε λοιπόν και λέει “θα ‘ρθει κι ο διοικητής της Ασφάλειας”. Ο Νίκος Τσαγκλής. “Θα παίξεις και θα μας πάρουν φωτογραφίες”. “Α, πα, πα, δεν έρχομαι” του λέω. Με παρακαλέσανε λοιπόν και πήγα, έπαιξα τρία-τέσσερα τραγουδάκια έτσι κι έφυγα. Εκεί είδα το περιβάλλον, πως γίνεται, πως σερβίρεται ο αργιλές.
Λ.Π: Πως ήτανε; Κάντε μου μια περιγραφή. Ήταν ένα δωμάτιο ο τεκές;
Μπαγιαντέρας: Μια σάλα να πει κανείς. Άνοιγε μια πόρτα κι από ένα άλλο διαμέρισμα ερχότανε κάποιος με μία καρύδα, αυτές τις ινδιάνικες. Με το καλάμι της να πούμε, αργιλές, από πάνω ο λουλάς, τουμπεκί μέσα (ο καπνός, τα φύλλα), το χασίσι και σ` το ‘φερνε και στο σερβίριζε.
Λ.Π: Κι ο καθένας τράβαγε από μία; Βόλτα; Δηλαδή, η περιγραφή που κάνει ο Τσιτσάνης: “και βόλτα φέρνει ο αργιλές…”;
Μπαγιαντέρας: Αυτός κατά φαντασίαν και κατά ερωτήματα, όπως ρωτάτε και εσείς, τα ‘χει δει. Εγώ τα ‘χω ζήσει στην πραγματικότητα.
Λ.Π: Πάντως έτσι είναι, όπως τα λέει το τραγούδι.
Μπαγιαντέρας: Ναι. Έχει έναν ταμπή. Ταμπής, όπως είναι στους καφέδες. Αυτός έφτιαχνε τους αργιλέδες. Έπαιρνε το καρύδι, το άναβε… Ξέρεις, τη φλούδα του καρυδιού, την κάνανε φωτιές. Την έβαζε απάνω κι ερχότανε κοντά σου και σου ‘λεγε “ορίστε κύριε, τράβα”. Έβαζες στο στόμα σου τον αργιλέ… Άλλοι είχανε, που ήτανε πιο ντερβισάδες να πούμε, “χάντρα”. Πως είναι οι αργιλέδες οι σπιτίσιοι, που έχουνε μπροστά ένα κοκαλάκι… Το βγάζουνε απ` την τσέπη και το βάζουνε άλλος για το στόμα του, άλλος έτσι. Πατ, το έβαζε μπροστά λοιπόν και τράβαγε. Την ώρα που τελείωνε έπαιρνε τη “χάντρα”. Αν ήθελε έπαιρνε μακροβούτι, να αδειάσει τον αργιλέ. Να μην μείνει τίποτα.
Λ.Π: Κι εκεί πόσα πλήρωνε;
Μπαγιαντέρας: Ένας τα πλήρωνε. Αυτός που θα έκανε την παραγγελιά. Αν ήθελε κέρναγε. Αν ήθελε ατομικά να τον πιει τον αργιλέ μόνος του, αλλά…Όπως και το κρασί δεν μπορείς να το φχαριστηθείς μόνος σου, έτσι και οι χασισοπόται εκείνη την εποχή – και τώρα ακόμα, που δεν υπάρχουν βέβαια πια, έχει ενταθεί η δίωξή τους τόσο πολύ που δεν υπάρχουν πια… Μέχρι την εποχή αυτή είχε δέκα δραχμές ο αργιλές.
Λ.Π: Η Αστυνομία δεν έμπαινε μέσα να τους πιάσει;
Μπαγιαντέρας: Και βέβαια έκανε μπλόκα. Κάθε τόσο. Τους τσακώνανε, τρώγανε τρεις μέρες κράτηση και δρόμο. Μόνο τόσο διότι εκείνη την εποχή δεν είχε νομοθεσία της δίωξης λαθρεμπορίας και ξέρω ‘γω τι.
Λ.Π: Υπήρχε και κάποιος που έπαιζε μπουζούκι εκεί;
Μπαγιαντέρας: Εκεί πάντα υπήρχε κα ‘νας μπαγλαμάς, κα ‘να μπαλάκι κρεμασμένο, κα ‘νας παλιός φωνόγραφος, κι εκεί που τους έβλεπες να ‘ναι σε βαριά μέθη, αναλόγως να πούμε, που μαστουριάζανε να το πούμε έτσι, γινότανε και κα ‘να μπλόκο, τους αρπάζανε. Αν ήταν εκεί μέσα κανένας που έπαιζε μπουζούκι, διασκέδαζε όλους τους άλλους.
Λ.Π: Εσείς μαθαίνεται καλό μπουζούκι γύρω στο 1923. Αρχίζετε και να συνθέτετε κιόλας;
Μπαγιαντέρας: Όχι. Συνθέσεις άρχισα το 1937, γιατί είχα άλλη απασχόληση. Είχα πτυχίο ηλεκτριστού είπαμε. Ερασιτεχνικά, όχι μόνο το μπουζούκι αλλά και την κιθάρα.
Λ.Π: Επαγγελματίες δεν υπήρχαν τότε;
Μπαγιαντέρας: Μπουζουκιού; Όχι ,κανένας. Ο πρώτος που βγήκε ήταν ο Μάρκος. Αυτός βγήκε πριν από μένα και ο οποίος χρωμάτισε και όλους τους τεκέδες με το πρώτο του τραγούδι. Έγραψε ένα τραγούδι και υπόδειξε , να πούμε, τις τοποθεσίες που υπήρχανε τεκέδες κι από τότε…τους κυνηγούσε η αστυνομία. Γιατί το πρώτο του τραγούδι έλεγε “Χαρμάνης είμαι απ` το πρωί”, δηλαδή ξεμαστουρωμένος, “και πάω να φουμάρω. Μες στον τεκέ του Μίχαλου που` χει το σύρμα μαύρο”. Βγήκανε οι πλάκες αυτές στην κυκλοφορία, ακούει η Αστυνομία “στου Μίχαλου πάω να φουμάρω”, ποιος είναι ο Μίχαλος, που είν` ο Μίχαλος, βγήκε το άντρο του στην επιφάνεια. Αλλά δεν έλεγε στα τραγούδια του μόνο του Μίχαλου, έλεγε κι άλλους. Αυτά όλα έγιναν το `34-`35, ένα-δυο χρόνια πριν από μένα βγήκε.
Λ.Π: Βγαίνανε τότε δίσκοι με ρεμπέτικα τραγούδια;
Μπαγιαντέρας: Βγαίνανε, αλλά όχι με μπουζούκια. Σαντούρια, κιθάρες, βιολιά και τέτοια, δημοτικά τραγούδια με κλαρίνα και τέτοια. Ο Μάρκος είναι ο πρώτος που έβαλε μπουζούκι στα ρεμπέτικα.
Λ.Π: Εσείς έχετε γράψει ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια.
Μπαγιαντέρας: Δεν έχει καμιά σημασία. Ο Μάρκος έβγαλε δίσκο. Όταν έμπαινα εγώ στα κεντράκια αυτά που πήγαινε κι αυτός, καμιά φορά, κι έπιανα το μπουζούκι στα χέρια, αυτόνε τόνε πιάνανε τρεμούλες. Δεν είχε την τέχνη και την ευχέρεια στο μπουζούκι που είχα εγώ και μου έλεγε “για δεν πα` να βγάλεις…”. Ώσπου ήρθε ο Στράτος, ο συχωρεμένος ο Στράτος αν έχεις ακουστά, το `37. Ήρθε λοιπόν και με βρήκε στο Χατζηκυριάκειο και μου λέει: “Έρχεσαι να πάμε ένα τουρνέ στη Θεσσαλονίκη;”. “Να κάνουμε τι;”. “Ρε Στράτο, εγώ δεν ξέρω τι…”. “Αυτά που ξέρεις” μου λέει, “θα πάρεις τόσο μεροκάματο” – μου όρισε ένα μεροκάματο μεγάλο, 300 δραχμές, 250, δεν θυμάμαι, ενώ ως ηλεκτρολόγος έπαιρνα 100 φράγκα στην Εταιρεία Λιπασμάτων. Μπορούσα να μην πάω; “Έρχομαι” του λέω. “Θα σου δώσω…”. Α, κι ο Μάρκος ο συχωρεμένος μαζί. “Έρχομαι” του λέω.
Λ.Π: Ο Δελιάς;
Μπαγιαντέρας: Ο Δελιάς είν` ένας Σμυρνιός. Τώρα που τον θυμηθήκατε κι αυτόν; Τ` Ανεστάκι λεγόμενο. Πολύ καλό μπουζουκάκι και γλυκοδάχτυλο, ο πατέρας του έπαιζε τσέμπαλο, απ` τη Σμύρνη, κι όταν ήρθε εδώ παραστράτησε, έγινε πρεζάκιας και ξεψύχησε πρεζάκιας. Ερωτεύθηκε μια γυναίκα, η οποία τον έριξε στην πρέζα, στην ηρωίνη. Πέθανε πολύ νέος και ήταν ομορφάντρας. Κι έχει γράψει και κάτι τραγούδια… “Απ` τον καιρό πού έμαθα την πρέζα να φουμάρω”, “Τον ξέρεται μωρέ παιδιά, τον Νίκο τον τρελάκια”, ένα ζεϊμπέκικο, και κα ‘να δυο άλλα τραγουδάκια.
Λ.Π: Εν τέλει πήγατε στην Θεσσαλονίκη;
Μπαγιαντέρας: Πήγαμε για ένα δίμηνο. Το 1937. Γυρίζοντας έριξα και τον πρώτο μου δίσκο. Στην ορχήστρα υπήρχαν ένα μπουζούκι, εγώ, μια κιθάρα και δυο μπαγλαμάδες. Ο Μπάτης και ο Στράτος ήταν μπαγλαμάδες, δεν ‘ξέραν οι άνθρωποι. Κατάλαβες; Λέγαμε τραγούδια του Τούντα, ενανού παλιού, του Σκαρβέλη…
Λ.Π: Πείτε μου κανένα τραγούδι.
Μπαγιαντέρας: Που να θυμάμαι… Να, Σκαρβέλης “Τι σου λέει η μάνα σου για μένα”. Και ο Τούντας είχε γράψει εκείνη την εποχή ορισμένα τραγούδια, και επειδή ούτε ο Μάρκος είχε ευρύνει τον κύκλο του σε τραγούδια να πούμε της προκοπής, για να μπορεί κανείς να τα πει δημοσία, δεν μπορούσε να λέει όλο χασικλίδικα πάνω στο πάλκο… Φυλαγόμουνα, όταν είχε βγάλει μια σειρά έπειτα από δυο χρόνια που βγήκα εγώ, να παίζω αίφνης τα τραγούδια, τη “Φραγκοσυριανή” μάλιστα, άλλα τραγουδάκια του Μάρκου, να πούμε, που ήτανε λίγο πιο σεμνά και πιο ξέρω ‘γω τι. Κάτι ζεϊμπεκάκια έτσι όμορφα του Μάρκου επίσης τα παρουσίαζα. Άμα ήτανε βαριά και τέτοια, απόφευγα.
Λ.Π: Όλοι αυτοί ήταν μεγαλύτεροι από σας;
Μπαγιαντέρας: Βέβαια μεγαλύτεροι. Και πιο πεπειραμένοι από τέχνη. Όχι ο Μπάτης, μόνο ο Σκαρβέλης. Ο Μπάτης ήταν ένας απλός άνθρωπος που βάσταγε ένα οργανάκι και δεν ήξερε ούτε να παίξει ούτε τίποτα. Το ακομπανιάριζε μόνο. Ο Τούντας έπαιζε μαντολίνο και ήτανε και καλός συνθέτης. Ούτε κατά σύγκριση να τον βάλεις, να τον προσεγγίσεις με τους άλλους… Είχε χτυπήσει δίσκους πρωτύτερα από τον Μάρκο. Όχι με μπουζούκια. Μετά επειδή πιαστήκανε το μπουζούκι του Μάρκου και το δικό μου, άμα γράφανε κα ‘να τραγουδάκι μας το δίνανε από τα μαντολίνα τους, μας το μαθαίνανε στο μπουζούκι και το παίζαμε. Φερ` ειπείν ο Τούντας: “Είν` ευτυχής ο άνθρωπος π` αγάπη δεν γνωρίζει, και με κοπέλες όμορφες το νου του δεν σκοτίζει”. Δάσκαλος καλός και στην πένα και συγγραφεύς καλός. Έγραφε κι ο ίδιος στίχους, κατάλαβες;
Λ.Π: Πότε θυμάστε να πρωτοεμφανίστηκαν λαϊκές ορχήστρες στον Πειραιά;
Μπαγιαντέρας: Από την εποχή του Μάρκου και μετά :`34, `35, `37. Εγώ δεν έπαιξα σε καμιά απ’ αυτές. Έπαιζαν ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Μπάτης, ο Δελιάς, καμιά γυναίκα εκείνης της εποχής- η Δήμητρα, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή, που πέθανε και αυτή.
Λ.Π: Γιατί γράφατε για τεκέδες; ήταν της μόδας;
Μπαγιαντέρας: Ήτανε η εποχή τέτοια. Ήτανε πολύς κόσμος, ρεμπετόκοσμος, που τραβιότανε μ` αυτό κι έπρεπε να πιαστούμε πάνω σ` αυτούς. Αυτοί να μας αναδείξουνε.
Λ.Π: Ο Μάρκος έγραφε εκείνη την εποχή;
Μπαγιαντέρας: Βέβαια. Ο Μάρκος είχε κάνει το σάλτο από `κει (Κολούμπια), μόλις παρουσιάστηκα εγώ, και πήγε στην Οντεόν, απέναντι. Εγώ εκεί πήγα με μια συστατική επιστολή, για να είμαι ειλικρινής, γιατί δεν με προσέξανε εμπορικώς, πριν. Έχω ένα φίλο ο οποίος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, Μανώλης Πρωτοψάλτης. Εκεί λοιπόν είχε έναν υφιστάμενο. “Έλα πάνω” μου λέει μια μέρα. Πήγα στην Ακαδημία, εκεί έμενε. Μου ‘δωσε μια συστατική επιστολή. Προς τον κ. Φαλτάϊτς. Ήταν ένας τσιγγάνος ο οποίος ήταν επί της διαλογής των μουσικών τεμαχίων μες τον Λαμπρόπουλο. Και πρωτόγραψα τον πρώτο δίσκο. Μετά λοιπόν ο κ. Φαλτάϊτς άρχισε: “κάτι πιο ωραίο, πιο πεταχτό”, “άστα αυτά” μου λέει, “γράφει ο Μάρκος τέτοια είδη”. Γράφω λοιπόν “Αποβραδίς ξεκίνησα” μαζί με το ζευγαράκι του τρία χρόνια μετά. Τα λόγια τα έγραψα μόνος μου.
Λ.Π: Στους άλλους ποιοι τα γράφανε; Στον Μάρκο;
Μπαγιαντέρας: Ο Μάρκος; Πότε λέει ότι τα ‘γραφε μόνος του. Ορισμένα έγραφε μόνος του. Τα περισσότερα είχα ακούσει ότι κάποιος του τα ‘δινε και διάφοροι μάγκες, να πούμε, τα ταιριάζανε και του τα κάνανε πάσα.
Λ.Π: Έχετε γράψει κι `ένα τραγούδι που θεωρείται κλασικό ελληνικό: “Ξεκινάει μια ψαροπούλα”. Πότε το γράψατε αυτό;
Μπαγιαντέρας: Ένα μήνα μετά την απελευθέρωση, στο κέντρο του Χειλά, την “Τριάνα”.
3. Συνέντευξη του Μπαγιαντέρα στον Κώστα Χατζηδουλή-«Ρακοσυλλέκτη»:
…«Το πρωί ξεκίναγα μόνος, τυφλός με το μπαστούνι για τα διάφορα συσσίτια κι όπου μοίραζαν γάλα για τα παιδιά. Με γνώριζαν απ’ τα τραγούδια μου, ήμουν και τυφλός και με συμπονούσαν, δεν ήμουν κι’ εγωιστής, έπρεπε να αγωνιστώ για να  ζήσουμε κι’ έτσι έκανα. Μεγάλος μουσικός ο φουκαράς ο Αττίκ και πέθανε τότε από την πείνα και τη δυστυχία.
»Ήταν μια  κυρία τότε εκεί προϊσταμένη στις διανομές που με συμπονούσε πάρα πολύ. Με γνώριζε καλά από τα τραγούδια μου και της άρεσα σαν μουσικός και με βοηθούσε. Κάθε μέρα πήγαινα και μου γέμιζε ταγάρια ολόκληρα με τρόφιμα και γά-λατα. Κάθε μέρα γινόταν αυτό, ενώ το βράδυ γύριζα στα ταβερνάκια και με τα λεφτά συμπλήρωνα τις ανάγκες μου.
Η γυναίκα αυτή μου έδινε θάρρος και μου ‘λεγε “κάνε υπομονή και εμείς θα σε βοηθούμε”. Κι’ έτσι γινόταν… Καλή της ώρα αν ζει.
»Έτσι ξεπέρασα τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής. Σποραδικά όμως πήγαινα σε μα-γαζιά και δούλευα με συγκροτήματα. Όπως σ’ ένα μαγαζί στον Προφήτη Δανιήλ και αργότερα στο μαγαζί του Νότη του Αγύρτη, όπως τον έλεγαν. Από τα μαγαζιά αυτά  πέρασε και ο Μανώλης ο Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης και άλλοι.
Στου Νότη ήταν και ο Κορίνθιος και κάποιος άλλος –που δε χρειάζεται να πω το όνο-μά του, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο –ο οποίος ήταν  Εβραίος κι έπαιζε ακορντεόν.
Όλοι ξέρουμε τι γινόταν τότε με τους Εβραίους στην περίοδο της Κατοχής. Οι Γερ-μανοί τους γύρευαν όλους, τους κυνηγούσαν με τόσο μίσος, κι όταν τους έπιαναν ή τους έστελναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως ή τους σκότωναν. Ο ακορντεονίστας  αυτός που ήταν από τα πιο καλά παιδιά, έκρυβε ότι ήταν Εβραίος. Μόνο εμείς λίγοι  άνθρωποι, συνάδελφοί του γνωρίζαμε την καταγωγή του, κι εμείς τον κρύβαμε, κα-νείς δεν το έμαθε.
»Μετά την Κατοχή το πρώτο μαγαζί που δούλεψα,  ήταν του Χειλά, η θρυλική “Τρι-άννα”, στη λεωφόρο Συγγρού. Στο μαγαζί αυτό δούλεψα ένα χρόνο συνέχεια. Στην “Τριάννα” είχα τότε μαζί μου μπουζούκι τον Σπύρο Ευσταθίου, τον αδελφό του Μήτ-σου, αυτόν που τον λέγαμε  χαϊδευτικά  «μπουμπούνα». Καλά παλικάρια και  οι δυο τους.
Μέσα εκεί έγραψα  το “Ξεκινάει μια ψαροπούλα”, που το  τραγούδησε ο Στελλάκης  Περπινιάδης. Και σ’ αυτό νομίζω παίζει μπουζούκι ο Τσιτσάνης. Σιγόντο έκανε στο Στελλάκη μια καλή ρεμπέτισσα τραγουδίστρια, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Αυτό το τραγούδι είχε γκραν επιτυχία.  Άλλωστε το τραγούδησε, είπαμε, ο Στελλάκης.
Λίγο μετά έγινε δίσκος και η “Όμορφη Πειραιώτισσα”. Κι  αυτό είχε μεγάλη επιτυ-χία. Αυτό το τραγούδι το είχα γραμμένο, στίχους και μουσική, από προπολεμικά, από 1938-39, όταν έγραψα το “Zούσα μοναχός”, το “Μαγεμένο” και το “Χατζηκυριά-κειο”…».


www.rebetiko.gr


Ηρώδειο 3 Οκτωβρίου 2014: Μια μουσική παράσταση – αφιέρωμα στον Μάριο Τόκα, 6 χρόνια μετά το θάνατό του.

$
0
0
AFISA-TELIKO1-copy

Ανάρτηση από mariostokas.gr
Μια μουσική παράσταση – αφιέρωμα στον Μάριο Τόκα, 6 χρόνια μετά το θάνατό του.

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Ωδείο Ηρώδου Αττικού

Τραγουδούν

ΓΛΥΚΕΡΙΑ
ΓιάννηςΚΟΤΣΙΡΑΣ
ΜίλτοςΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ
Δώρος Δημοσθένους
Δήμητρα Σταθοπούλου

Τιμητική Συμμετοχή
Γιώργος ΝΤΑΛΑΡΑΣ

Αφήγηση: Στέλιος ΜΑΪΝΑΣ

Μία μουσική παράσταση – αφιέρωμα στα τραγούδια του Μάριου Τόκα και την αγάπη του για “τη δική του την πατρίδα, που έχει μοιραστεί στα δυο”, θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή, 3 Οκτωβρίου 2014 στο Ηρώδειο. Η εκδήλωση αποτελεί την αρχή ενός μεγάλου κύκλου παραστάσεων με τον τίτλο «Σ’ αναζητώ», στην Ελλάδα, στην Κύπρο και σε άλλες χώρες του κόσμου και θα ολοκληρωθεί, μετά από δυο χρόνια, στη γενέτειρα του Μάριου, τη Λεμεσό.
Στην παράσταση συμμετέχουν η Γλυκερία, ο Γιάννης Κότσιρας, ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Δώρος Δημοσθένουςκαι η Δήμητρα Σταθοπούλουκαι τιμητικά ο Γιώργος Νταλάραςστα τραγούδια που έγραψε ο συνθέτης για την ιδιαίτερη πατρίδα του, με τη συνοδεία δεκαμελούς λαϊκής ορχήστρας που διευθύνει ο μαέστρος Γιάννης Παπαζαχαριάκης. Τη σύνθεση του προγράμματος ανέλαβε ο παραγωγός και μελετητής της ελληνικής μουσικής Ηλίας Μπενέτος, τα κείμενα είναι του συγγραφέα Μηνά Βιντιάδηκαι αφηγητής είναι ο ηθοποιός Στέλιος Μάϊνας.
«Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη», «Η εθνική μας μοναξιά», «Λαδάδικα», «Μια στάση εδώ», «Εξαρτάται», «Θάλασσες», «Σαν τρελό φορτηγό», «Δίδυμα φεγγάρια» κι άλλα τραγούδια – σταθμοί σ’ ένα μουσικό αφιέρωμα, γεμάτο μνήμες, νοσταλγία, αρώματα και εικόνες της Κύπρου και της Ελλάδας, τραγούδια της παρέας, του αγώνα, του έρωτα και της ψυχής. Σε μια περίοδο που η κοινωνία έχει ανάγκη από ανάταση ψυχής, τα τραγούδια του Μάριου Τόκα μπορούν ν’ αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και δύναμης. Αυτή η διαδρομή στον ήχο και το χρόνο, θα διανθιστεί από προβολές και σπάνια ντοκουμέντα από τη ζωή και το έργο του συνθέτη.
Οι παραστάσεις πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εκδηλώσεων για την επέτειο της εγκαθίδρυσης της Δημοκρατίας της Κύπρου και της συμπλήρωσης 40 χρόνων από την τουρκική εισβολή και κατοχή του νησιού, μεταφέροντας το μουσικό μήνυμα ελπίδας για την επανένωσή του με μια δίκαιη λύση. Οι παραστάσεις έχουν τεθεί υπό την αιγίδα της Προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Την ευθύνη της παραγωγής και τη διοργάνωση ανέλαβαν η «Cricos Pr & Events» και η «Newcelas Ltd». Σύμβουλος προγράμματος είναι η γυναίκα του Μάριου, Αμαλία Τόκα.
Ώρα έναρξης: 21.00


ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ:
Καταστήματα PUBLIC (public.gr)
Βρες ένα κατάστημα Public ΕΔΩ
Τηλεφωνικά στο 11876
Βιβλιοπωλεία Παπασωτηρίου
Βρες ένα κατάστημα Παπασωτηρίου ΕΔΩ
IANOS
Βρες ένα κατάστημα IANOS ΕΔΩ
Reload Stores

 

Λεπτομέρειες Εισιτηριών για το αφιέρωμα στο Ηρώδειο

Μπάτσοι και ρεμπέτικο τραγούδι

$
0
0
Το βρήκαμε εδώ ksipnistere.blogspot.gr
Μέχρι τώρα από τα ρεμπέτικα άσματα (χαρακτηριστικό αυτό εδώ) είχαμε σχηματίσει μια άποψη για την αντίληψη που είχαν οι παλιοί ρεμπέτες για τις κρατικές δυνάμεις καταστολής της εποχής τους.
Αξιοσημείωτος όμως είναι  και ο
τρόπος με τον οποίον στέκεται απέναντι στο ρεμπέτικο τραγούδι, και στους ρεμπέτες φυσικά, η μπασκηναρία της δεκαετίας του ’50. Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του συντρόφου Γ. Αλεξάτου «Το τραγούδι των ηττημένων. Κοινωνικές αντιθέσεις και λαϊκό τραγούδι στην μεταπολεμική Ελλάδα»,  βρίσκουμε το κύριο άρθρο που έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό  «Αστυνομική  Επιθεώρηση» το 1954.

Εχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Το παραθέτουμε:

«Κατά την περίοδον των τελευταίων τούτων ετών, ο Ελληνικός Λαός έπειτα από τας τόσας δοκιμασίας και συμφοράς αι οποίαι τον έπληξαν, ήρχισε, δυστυχώς, να αποβάλη πολλάς των κληρονομικών του αρετών, των αρετών εκείνων, που χάρις εις αυτάς διετηρησε άσπιλον την εθνικήν του υπόστασιν, την θρησκείαν και τη\ γλώσσαν του επί τόσας χιλιετηρίδας.

Εννοούμεν την εκ μέρους μεγάλου αριθμού νέων μας, προτίμησιν προς την μουσικήν, την άλλως ρεμπέτικην καλουμένην, η οποία αποδίδεται από τα ξενικής προελεύσεως “μπουζούκια”, ως και την προτίμησιν των επίσης προς τους αυτής προελεύσεως και ποιότητος χορούς.

Είναι γνωστόν, ότι οι λαϊκοί χοροί όλων των λαών, μη εξαιρουμενών ουδέ των χορών των ανθρωποφάγων, αποδίδουν με τα βήματα, τας χειρονομίας και τας κινήσεις γενικώς των χορευτών, τα διάφορα συναισθήματα και την ψυχικήν διάθεσιν των λαών, όπως π.χ. το πολεμικόν μένος, των ιδίων ή των προγόνων των, τον ερωτισμόν των, τας αγροτικός ή άλλας ασχολίας των (θερισμόν, τρυγητόν, ψάρεμμα -τράτα-) την χαράν, την λύπην, τον ενθουσιασμόν των κ.λπ. κ.λπ.

Και οι ρεμπέτικοι χοροί, μη εκφεύγοντες του γενικού αυτού κανόνος, αποδίδουν εν πολλοίς με τα βήματα, τας χειρονομίας, και τους στροβιλισμούς του σώματος τα έργα των... διαρρηκτών και των δολοφόνων, και τας καννιβαλικάς των διαθέσεις. Με άλλους λόγους, τα πλέον χυδαία ένστικτα.
Οι χορευταί των Ελληνικών χορών (νέας και παλαιός Ελλάδος, Κρήτης, νήσων) έχουν το σώμα των ευθυτενές, την κεφαλήν υψηλά, όπως είναι υψηλόν και το φρόνημα του λαού, και έχουν παράστασιν γεμάτην λεβεντιά και χάριν, που αντικατοπτρίζει την ψυχικήν ευγένειαν και δύναμιν και τας μεγάλας αρετάς των Ελλήνων.

Οι χορευταί των ρεμπέτικων χορών, ουδέποτε έχουν υψηλά την κεφαλήν. Την έχουν κεκλιμένην προς τα κάτω δείγμα της υπούλου ψυχικής διαθέσεως των κακοποιών.
Το σώμα των επίσης είναι κυρτόν, δείγμα των χυδαίων των διαθέσεων, και του σαρκικού των ερωτισμού.
Δεν έχουν λεβεντιά. Δεν έχουν καμάρι. Και όταν στροβιλίζουν το σώμα και σπαθίζουν με τας χείρας των τον αέρα, μιμούνται τας κινήσεις των κακοποιών, που με την αμφίστομον μάχαιρα πολιορκούν το θύμα των δια να το κατακρεουργήσουν.

Άλλαι κινήσεις αυτών υποδηλούν την ψυχικήν εξέγερσιν των φυλακισμένων, που ζητούν να σπάσουν “της φυλακής τα σίδερα” δια να αποδράσουν και επανέλθουν εις την ελευθέραν ζωήν.

Δεν εννοούμεν βεβαίως ότι οι χορεύοντες τους χορούς αυτούς είναι κακοποιοί. Εννοούμεν και διασαφηνίζομεν, προς άρσιν τυχόν πάσης παρεξηγήσεως, ότι οι χοροί αυτοί έχουν αυτήν την σημασίαν. Και εφ’ όσον, δυστυχώς, επεκράτησαν ως μόδα, παρέσυρον τους αφελείς νέους και τας νέας και τείνουν να τους κατακτήσουν ολοκληρωτικώς.

Κατά μίαν πληροφορίαν, δημοσιευθείσαν εις τον ημερήσιον τύπον, από τους πωληθέντας κατά το παρελθόν έτος δίσκους γραμμοφώνου, οι 70% περίπου ήσαν ρεμπέτικοι, έτεροι 20% με ελαφράν
μουσικήν, και μόνον 10% περίπου ήσαν με μουσικήν σοβαράν.
Τούτο σημαίνει ότι η στάθμη του πολιτισμού μας κατήλθε πολύ χαμηλά. Και επιβάλλεται εις κάθε άνθρωπον που αισθάνεται ότι έχει κάποιαν ευθύνην έναντι του τόπου αυτού να εξεγερθή δια να
σταματήση αυτός ο κατήφορος.
Και η Εκκλησία μας, και η Αστυνομία, και τα Σωματεία και αι οργανώσεις, οφείλουν να κηρύξουν μίαν αληθινήν σταυροφορίαν δια να αναχαιτισθή το κύμα αυτό της παρακμής και να προστατευθή το μουσικόν αίσθημα του Λαού, που τείνει να διαστρεβλωθή από την επήρειαν των συνηθειών και των προτιμήσεων αυτών.

Η Αστυνομία ιδίως, οφείλει, όπως έκαμε και κατά το παρελθόν, να προβεί εις επιλογήν των κυκλοφορούντων δίσκων γραμμοφώνου, και να καταστρέψη όσους θα χαρακτηρισθούν ως χυδαίοι και ως έχοντες ψυχοφθόρον επίδρασιν. Και αυτών των δίσκων (διότι υπάρχουν και ρεμπέτικοι ανεκτοί, που έχουν ακίνδυνον χιούμορ και προκαλούν την ευθυμίαν) να απαγορεύση την κυκλοφορίαν και κατοχήν.
Διότι με χυδαία άσματα και ακόσμους χορούς γαλουχούνται σήμερον αι λαϊκαί τάξεις.

Και το χειρότερον, θεωρούνται μοντέρνοι οι χοροί και τα άσματα αυτά και πας όστις τα κατηγορεί θεωρείται ως άνθρωπος οπισθοδρομικός και αντιπροοδευτικός. Οφείλομεν όθεν να αντιμετωπίσωμεν με σύστημα και αποφασιστικότητα την φοβερόν αυτήν κατάστασιν. Διότι το κακόν έχει παραγίνει. Και η βραδύτης, η αμέλεια, οι δισταγμοί και αι ταλαντεύσεις θα συντελέσουν εις παγίωσιν της καταστάσεως αυτής.

Κάθε τίμιος Έλλην, έχων συναίσθησιν των υποχρεώσεών του έναντι της πατρίδος, οφείλει να κάμη το καθήκον του, εν προκειμένω»/
tsak-giorgis.blogspot.gr

Η ορχήστρα “Smyrna” live στο Ίλιον Cinema & Stage (Βίντεο)

$
0
0

Η ορχήστραελληνικής παραδοσιακής μουσικής Smyrna, με νέα δισκογραφική δουλειά στις αποσκευές της, θα εμφανιστεί την Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014στο Ίλιον Cinema & Stageστο κέντρο της Αθήνας.

Η Κάλη Καμπούρη (κανονάκι, τραγούδι), η Ελευθερία Κουρλιά (κιθάρα, τραγούδι), η Πένυ Παπακωνσταντίνου (πολίτικο λαούτο, κρουστά, τραγούδι), η Ειρήνη Συσκάκη (βιολί, τραγούδι) και η Χαρά Τσαλπαρά (ακορντεόν, τραγούδι) ερμηνεύουν σκοπούς και τραγούδια από τη Μ. Ασία, την Καππαδοκία, την Κωνσταντινούπολη, τη Θράκη, την Μακεδονία, την Ήπειρο, το Αιγαίο αλλά και έργα Σμυρνιών συνθετών.

Διπλό live άλμπουμ για τον Γιάννη Χαρούλη

$
0
0
Από Χάρη Ποντίδα και http://tospirto.net/music/news/19365

Θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο περιλαμβάνοντας τις καλύτερες συναυλιακές του στιγμές.
Καλά νέα για τα παιδιά που αγαπούν τον Γιάννη Χαρούλη και ξεροσταλιάζουν σε ταμεία. 
Όχι ότι ένα cd μπορεί να αντικαταστήσει το κλίμα ενός λάιβ, αλλά εν πάση περιπτώσει, μια γεύση για τον παλμό και τον αυθορμητισμό που έχει το «κοπέλι» εν ώρα δράσης, ίσως και να μπορεί να φτάσει στον καναπέ τους. Μέσα στις δισκογραφικές παραγωγές που θα κυκλοφορήσουν, λοιπόν, τον Οκτώβριο θα είναι κι ένα διπλό live με τις καλύτερες συναυλιακές του στιγμές.

Εκείνο που είναι όντως ξεχωριστό στα live του (εκτός από την έκλυση θερμότητας που ανέφερα) είναι ο τρόπος που έχει να περνάει την παράδοση στο πρόγραμμά του, φτιάχνοντας ένα δικό του χαρμάνι, απόλυτα σημερινό έτσι ώστε να σου έρχεται φυσικά να τραγουδάς τα «Μαύρα μου Μάτια» και καπάκι Ξυλούρη, Πορτοκάλογλου, Παπακωνσταντίνου, Μάλαμα, Ξαρχάκο κλπ. 
Είναι σα να έχει βρει μια δική του γραμμή -της …καρδιάς !- που ενώνει το χθες με το σήμερα. Για να μην πούμε και για τους καταπληκτικούς μουσικούς του.



Λουκάς Νταράλας (1927-1977)

$
0
0
http://www.dalaras.gr/wp-content/uploads/1977/06/image12925074611.jpg
ΦΩΤΟ:  www.dalaras.gr
Aναδημοσίευση από okosmosodikosmou.blogspot.gr
Ο κορυφαίος λαϊκός τραγουδιστής και εξαιρετικός μπουζουξής Λουκάς Νταράλας (1927-1977) έζησε πάντα  ως αυθεντικός ρεμπέτης, περιπλανώμενος και ελεύθερος.
 Ήταν γιός του δεξιοτέχνη του βιολιού Χρήστου Νταράλα (1880-1942) απο την Καρδίτσα, (τον οποίον συναντάμε στον δίσκο 78 στροφών της Columbia, με κωδικό D.G. 6062, που ηχογραφήθηκε το 1935. Εκεί ο Νίκος Καρακώστας (κλαρίνο) και ο Xρήστος Νταράλας (βιολί) , παίζουν τα οργανικά: „Σβαρνιάρα“ και „Πέρα στον πέρα μαχαλά"). 
Παιδιά του ο Γιώργος (Νταλάρας), η Ελένη, ο Χρήστος (πέθανε το 2010) και η Σόνια.
Απο τα τέλη της δεκαετίας του 40 έως και τα τέλη της δεκαετίας του 50 έπαιξε μουσική δίπλα σε μεγάλα ονόματα της ρεμπέτικης αλλά και λαϊκής μουσικής όπως ο Μάρκος, ο Τσαουσάκης, ο Στελλάκης, και το δίδυμο Καζαντζίδη - Μαρινέλλας. 
Ο  Στελάκης, ο Νταράλας, ο Σελασίδης και πίσω ο ακορντεονίστας Μητσάρας (1950)

Στην υπόλοιπη ζωή του περιπλανήθηκε ως μουσικός ανα τον κόσμο, απο τη Γαλλία, το Βέλγιο και την Ολλανδία έως το Ισραηλ, την Τουρκία, την Αυστραλία, την Αφρική..
Εδώ ο Λουκάς Νταράλας, αριστερά με το μπουζούκι, στο Βέλγιο το 1960.

Γαλλία, Ολλανδία, Ισραήλ, Τουρκία, Αυστραλία, Αφρική - See more at: http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=3167&Itemid=44#sthash.HBLusle8.dpuf Πηγή: www.ogdoo.gr
Μάρκο, τον Παπαϊωάννου και τον Στελλάκη, μέχρι τον Τσαουσάκη, τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα - See more at: http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=3167&Itemid=44#sthash.HBLusle8.dpuf Πηγή: www.ogdoo.gr
Μάρκο, τον Παπαϊωάννου και τον Στελλάκη, μέχρι τον Τσαουσάκη, τον Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα - See more at: http://www.ogdoo.gr/portal/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=3167&Itemid=44#sthash.HBLusle8.dpuf Πηγή: www.ogdoo.gr
Έγραψε σημαντικά τραγούδια όπως Πικρός καημός, Μια μάνα είχα στη ζωή, Μου κλεισες βαριά την πόρτα και άλλα. Το πιό γνωστό τραγούδι του όμως είναι το περίφημο 'Βουνό'σε στίχους Ευάγγελου Πρέκα. Φωνογραφήθηκε για πρώτη φορά απο την Καίτη Γκρέυ και τον Δημήτρη Ρουμελιώτη το Μάρτη του 1954 σε δίσκο 78 στροφών, και την ίδια χρονιά, λίγους μήνες μετά, απο την Μαρίκα Νίνου. Ο ίδιος ο Λουκάς Νταράλας το ηχογράφησε με τη φωνή του το 1975.
Δύο μόνο επίσημες κυκλοφορίες δίσκων του Λουκά Νταράλα υπάρχουν στην ελληνική δισκογραφία. Τα LP : Ένας ρεμπέτης (1974) και Εγώ και το ρεμπέτικο (1975) απο την δισκογραφική εταιρία Sonora.
 
 Στο παρακάτω βίντεο ο Λουκας Νταράλας σ ένα πολύ αγαπημένο τραγούδι, του Μανώλη Χιώτη. Ένα τραγούδι που του ταίριαξε "γάντι"καθώς ο πιό πιστός συντροφος στη ζωή, και η μεγάλη του αγάπη ήταν η μουσική, και βέβαια το μπουζούκι του.

(Το βίντεο απο το κανάλι http://www.youtube.com/user/ka1962gr?feature=watch στο youtube. )

Ποιος ήταν ο Θανάσης για χάρη του οποίου ο Γιώργος Ζαμπέτας τραγούδησε το περίφημο «Που σαι Θανάση;»

$
0
0
Ποιος ήταν ο Θανάσης για χάρη του οποίου ο Γιώργος Ζαμπέτας τραγούδησε το περίφημο «Που σαι Θανάση;» [βίντεο] 
«Είχα ένα παλιόφιλο, τα ίχνη του έχω χάσει»....

Ενα από τα πιο γνωστά, τα πιο τραγουδισμένα από τον κόσμο τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα είναι το «Που 'σαι Θανάση». Και όπως συνέβαινε συνήθως με τα τραγούδια του σπουδαίου συνθέτη και τραγουδιστή, ο Θανάσης υπήρξε, πέρασε με κάποιον τρόπο – έστω φευγαλέο- από τη ζωή του και αποτυπώθηκε.

Ο Θανάσης, λοιπόν, ήταν ένας από τους πιο φανατικούς θαυμαστές του Ζαμπέτα. Τον ακολουθούσε παντού, στο πρώτο τραπέζι και του φώναζε «Αχ βρε Ζαμπέτα. Ξέρεις από πού έρχομαι για να δω το κάδρο σου;» Ο Ζαμπέτας, με τον που τον αντίκριζε του φώναζε «Που 'σαι Θανάση»; Κάποια στιγμή ο Θανάσης εξαφανίστηκε. Ο Ζαμπέτας αναρωτήθηκε μιλώντας στην παρέα του που βρίσκεται και τι έπαθε. Ανάμεσα σε αυτούς που το άκουσαν ήταν και ο στιχουργός ο Μπάμπης Βασιλειάδης, γνωστός ως Τσάντας γιατί κρατούσε μια τσάντα γεμάτη στίχους.


  
Μετά από την περιοδεία του στην Αμερική το 1972, επιστρέφοντας ο Ζαμπέτας έμαθε ότι ο Τσάντας είχε πεθάνει. Πηγαίνοντας στο σπίτι για να συλλυπηθεί τη χήρα του, αυτή του παρέδωσε ένα χαρτί με στίχους λέγοντας του πως λίγο πριν ξεψυχήσει ο άντρας της ζήτησε να δώσουν αυτό το τραγούδι στον Ζαμπέτα. Ήταν το «Πού'σαι Θανάση». Ο Ζαμπέτας τραγουδούσε κάθε βράδυ αυτό το τραγούδι.  «Που'σαι Θανάση, ήθελα να σ αντάμωνα η γρουσουζιά να σπάσει».
www.gkourou.com

Εμείς το διαβάσαμε στο goal24.blogspot.gr

Συγκίνηση Νταλάρα για τη συναυλία-αφιέρωμα στον Τόκα

$
0
0
 
«Συμμετέχω στη συναυλία για τον Μάριο με χαρά και συγκίνηση. Γνωριζόμαστε από πολύ νέοι και θυμάμαι πάντα έναν πολύ γλυκό άνθρωπο, με ταλέντο μεγάλο, με αγάπη για τη μουσική, για τα τραγούδια, για τους Έλληνες συνθέτες. Αυτά ήταν τα εφόδια του και οι αποσκευές του, όταν άφησε την μικρή του πατρίδα να έρθει να σπουδάσει στην Ελλάδα. Τελικά τον κέρδισε η μουσική. Τα τραγούδια του τραγουδήθηκαν από όλο τον κόσμο, μας έδωσαν χαρά και μας συγκίνησαν. Συμμετέχω σε αυτή τη βραδιά με την ψυχή μου και για έναν ακόμα λόγο, γιατί τα τραγούδια που θα πω είναι αυτά που έγραψε ο Μάριος για την Κύπρο και τους αγώνες της» λέει ο Γιώργος Νταλάρας,με αφορμή τη μεγάλη συναυλία που πραγματοποιείταιστη μνήμη του Μάριο Τόκα, το βράδυ της Παρασκευής (21.00), στο Ηρώδειο, με τη συμμετοχή σημαντικών τραγουδιστών, μεταξύ των οποίων και του ίδιου του Γ. Νταλάρα.

Από την πλευρά του, οΜίλτος Πασχαλίδης,που επίσης συμμετέχει στην εκδήλωση, επισημαίνει:

«Με τον Μάριο δεν προλάβαμε να κάνουμε όλα αυτά τα οποία σχεδιάζαμε. Ήμασταν παλιοί γνωστοί και όταν βρισκόμασταν, μιλούσαμε για τις κοινές μας αγάπες, δηλαδή για την ΑΕΚ και για την πράσινη γραμμή στη Λευκωσία. Όλο σχεδιάζαμε να κάνουμε κάτι παρέα, δεν το ολοκληρώσαμε, δεν το προλάβαμε, γιατί όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, κάποιος εκεί πάνω ξεραίνεται στα γέλια...

Παρ'όλα αυτά ήταν για μένα ένας πολύ γλυκός και πολύ τρυφερός άνθρωπος, πολύ ευαίσθητος, δηλαδή αυτό που φαίνεται στις μελωδίες του, αυτό ήταν ο Μάριος. Πιο πολύ βρεθήκαμε κοντά την περίοδο που συνεργαζόμουν με τον άλλον σπουδαίο φίλο, τον Άλκη Αλκαίο. Αισιοδοξώ ότι στο μέλλον αυτό που δεν ολοκληρώσαμε με την παρουσία του, πιθανόν κάπως να γίνει με την απουσία του, γιατί έχει αφήσει πράγματα πίσω και μακάρι να κληθώ να τα υπερασπιστώ κάποια στιγμή».

Η συναυλία-αφιέρωμα,που φέρει την υπογραφή στενών συνεργατών του συνθέτη και της χήρας του, Αμαλίας, θεωρείται κορυφαίο γεγονός της φετινής πολιτιστικής σεζόν.

Τη μοναδικότητα της εκδήλωσης διασφαλίζουν σπουδαίοι ερμηνευτές, ο Γιώργος Νταλάρας, η Γλυκερία, ο Γιάννης Κότσιρας, ο Μίλτος Πασχαλίδης, ο Δώρος Δημοσθένους και η Δήμητρα Σταθοπούλου,που θα ερμηνεύσουν τις επιτυχίες του αείμνηστου συνθέτη, όπως το «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη», η «Εθνική μας Μοναξιά», «Λαδάδικα», «Θάλασσες» και πολλά άλλα, σε ενορχήστρωση του Γιάννη Παπαζαχαριάκη.

Μαζί τους, στην αφήγηση, οΣτέλιος Μάϊναςκαι οπτικοακουστικές παρουσιάσεις με ντοκουμέντα από το έργο του Μ. Τόκα που άφησε το αποτύπωμά του στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι.

 

«Έφυγε» από τη ζωή η σύζυγος του μεγάλου ρεμπέτη Μάρκου Βαμβακάρη

$
0
0
«Έφυγε» από τη ζωή η σύζυγος του μεγάλου ρεμπέτη Μάρκου Βαμβακάρη 

Με το Μάρκο Βαμβακάρη ήταν μαζί απ’ τα πρώτα χρόνια του ΄40 μέχρι και το φινάλε του στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 - Γ ι αυτήν, ο Μάρκος αφιέρωσε πολλές σελίδες ευγνωμοσύνης και αγάπης στην αυτοβιογραφία του - Διαβάστε την τελευταία της συνέντευξη 

Έφυγε από την ζωή η Ευαγγελία Βαμβακάρη. Πρόκειται για τη σύζυγο του μεγάλου και αείμνηστου Μάρκου Βαμβακάρη. Μαζί οι δυο τους απέκτησαν δυο παιδιά τον Στέλιο και τον Δομένικο Βαμβακάρη.

Άφησε την τελευταία της πνοή τη Δευτέρα το βράδυ και η κηδεία της έγινε στο Τρίτο Νεκροταφείο σε στενό οικογενειακό κύκλο μία ημέρα μετά.

Η Ευαγγελία Βαμβακάρη έφυγε στα 96 της χρόνια, αθόρυβα, αφήνοντας πίσω της μονάχα αναμνήσεις σε όσους τη γνώρισαν.



Με το Μάρκο Βαμβακάρη ήταν μαζί απ’ τα πρώτα χρόνια του ΄40 μέχρι και το φινάλε του στις 8 Φεβρουαρίου του 1972. Γ ι αυτήν, ο Μάρκος αφιέρωσε πολλές σελίδες ευγνωμοσύνης και αγάπης στην αυτοβιογραφία του.

Στην τελευταία της συνέντευξη το 2001 στο περιοδικό «Εικόνες» είχε πει μεταξύ άλλων για τον σύζυγό της: «Ήθελα να πάρω έναν άντρα που να τα έχει όλα. Ήταν πολύ ωραίος άντρας ο Μάρκος και συγκλονιστικός συνθέτης. Είχε μεγάλη φήμη τότε γιατί είχε γράψει πολλά τραγούδια. Εγώ λοιπόν ήθελα να στηριχτώ μετά τον θάνατο και του πατέρα μου σε κάποιον άντρα και να είμαι ανεξάρτητη. Πήγαμε, βγάλαμε τις άδειες του γάμου και παντρευτήκαμε το 1941. Το 1944 γέννησα τον μεγάλο μου γιο, τον Βασίλη, το '47 τον Στέλιο και το '49 τον Δομένικο».

«Ο Μάρκος πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια. Για να μεγαλώσει τα τρία μας παιδιά, πείνασε, δυστύχησε, αρρώστησε βαριά. Πόσες φορές τον θυμάμαι να κλαίει που δεν είχε χρήματα να θρέψει την οικογένεια του. Υπήρχαν φορές που από τα μαγαζιά που δούλευε δεν έπαιρνε ούτε δραχμή, γιατί δεν είχε δουλειά. Ερχόταν πίσω στο σπίτι με κατεβασμένο το κεφάλι και μου έλεγε: «Βαγγελιώ, δεν έφερα τίποτα σήμερα». Μετά πήγαινε σε ένα μικρό καφενείο που υπήρχε απέναντι από το σπίτι μας και έκλαιγε τη μοίρα του. Παρ'όλο που είχε γράψει τόσα πολλά, όμορφα τραγούδια».
 

http://www.protothema.gr/greece/article/415292/efuge-apo-ti-zoi-i-suzugos-tou-megalou-rebeti-markou-vamvakari/

Στα καταγώγια του ρεμπέτικου...

$
0
0

Μια αναδρομή στην ιστορία του τραγουδιού που αποτέλεσε συνώνυμο του μάγκα

Το ρεμπέτικο τραγούδι, που πλέον έχει καταχωρηθεί στη συνείδηση του Έλληνα, ανεξαρτήτως τάξης και μόρφωσης, δεν ήταν πάντα δεδομένο ως αυτονόητη ελληνική παράδοση, Χωρίς να αποτελεί πάντα το δημοφιλές αυτό είδος που σήμερα αναγνωρίζουν όλοι, τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας, εναντίον του είχε ξεσπάσει ένας σφοδρός πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα…

Γράφει η Νίκη Παπάζογλου

Με διάφορους παράγοντες να συμβάλλουν στη δημιουργία του και στην διαμόρφωση του, όπως τα δημοτικά τραγούδια, η Βυζαντινή και Βαλκανική μουσική, η Τούρκικη και ανατολίτικη μουσική είναι ένα είδος που επηρεάστηκε έντονα και από κοινωνικού περιεχομένου παράγοντες, όπως ο τρόπος ζωής (τεκέδες, φυλακές , παρανομία) και μεγάλα ιστορικά γεγονότα (καταστροφή της Σμύρνης το 22 και το κύμα της προσφυγιάς, η βιομηχανική επανάσταση και η άνοδος -και αργότερα κάθοδος- της αστικής τάξης, οι διάφοροι πόλεμοι -1897, Β'παγκόσμιος, εμφύλιος)…

Οι απαρχές του φαίνεται να συνδέονται με τα τραγούδια των φυλακών στα τέλη του 19ου αιώνα. Ήδη από το 1850, όταν ο Γάλλος ευγενής Αππέρ επισκέφτηκε την Ελλάδα για να μελετήσει το πρόβλημα των οθωνικών φυλακών, αναφέρθηκε στα τραγούδια που ακούγονταν σ'αυτές. Βέβαια ο Αππέρ δεν ήταν ο μόνος, ο Παπαδιαμάντης, ο Δάφνης και ο Καρκαβίτσας, ο οποίος επισκέπτεται το Μοριά το 1890, καταγράφουν στα χειρόγραφά τους αρκετά από αυτά.



Από όταν ιδρύεται το νεοελληνικό κράτος έως περίπου το 1880 στη Αθήνα κυριαρχεί το ιταλικό μελόδραμα, αφού τα «ελληνικά» τραγούδια της εποχής βασίζονταν πάνω σε μελωδίες από τις ιταλικές όπερες. Η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία ελληνικού τραγουδιού ξεκινάει με την επτανησιακή καντάδα και το αθηναϊκό τραγούδι, με έντονη βέβαια την επίδραση του ιταλικού μελοδράματος.

Την περίοδο εκείνη άλλωστε λειτουργούν στην Αθήνα δύο ειδών καφέ, τα καφέ-σαντούρ μετέπειτα καφέ-αμάν, το πρώτο άνοιξε το 1873, και τα καφέ σαντάντ. Έτσι η Αθήνα χωρίζεται στα δύο. Από τη μία μεριά βρίσκονται οι «εραστές της ασιάτιδος μούσης» και από την άλλη όσοι απορρίπτουν τους αμανέδες θεωρώντας πως δεν έχουν κάτι το ελληνικό και προσκολλούνται στη δύση.

Μετά από δέκα χρόνια κυριαρχίας, τα καφέ αμάν γνωρίζουν πτώση για να επανέλθουν κατά την μικρασιατική καταστροφή μαζί με την οπερέτα που κυριαρχεί επίσης, της οποίας η μουσική είναι ελληνική και δεν έχει καμία σχέση ούτε με την επιθεώρηση ούτε με τα «αμανετζίδικα». Εκείνα τα πρώτα χρόνια της οπερέτας γεννούνται και τα τραγούδια του κρασιού, τα οποία φτάνουν στο ζενίθ τους τη δεκαετία του 1930. Όμως το έδαφος φαίνεται να χάνεται με την εμφάνιση της δισκογραφίας...

Σε όλη αυτή την περίοδ, η ζωή στην Ελλάδα, καθορίζεται από παράγοντες όπως η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση, ο διπλασιασμός του ελλαδικού εδάφους το 1912 και η Μικρασιατική καταστροφή του 1922.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες δημιουργούν κατά ένα τρόπο το κατάλληλο υπόστρωμα για τη δημιουργία των ρεμπέτικων. Τα τραγούδια των προσφύγων, οι οποίοι ήλθαν με την Μικρασιατική Καταστροφή συνδυαζονταισμό με το είδος που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται για να μας δώσουν το είδος μουσικής που θα σημαδέψει για τα επόμενα χρόνια τη χώρα.

Ως κατεξοχήν τραγούδια των πόλεων και ιδιαίτερα των λιμανιών,όπως η Σμύρνη, η Πόλη, ο Πειραιάς, η Αλεξάνδρεια, τα ρεμπέτικα, κατά την πρώτη εμφάνισή τους, τραγουδιούνται από ανθρώπους του περιθωρίου και έχουν χαρακτήρα και περιεχόμενο καθαρά κοινωνικό.

Περίοδοι του Ρεμπέτικου

Ο διαχωρισμός που συνηθέστερα γίνεται σ’ αυτό το είδος τραγουδιού με τα έντονα κοινωνικά στοιχεία, ακολουθεί εν μέρει την ιστορία του τόπου και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν. Έτσι οι περισσότεροι μιλούν για τις τρεις περιόδους του ρεμπέτικου.

Ως το τα τέλη της δεκαετίας του 30.



Στην πρώτη περίοδο, κυριαρχεί το Σμυρναίικο και ανατολίτικο στυλ στο ρεμπέτικο τραγούδι. Η καταστροφή της Σμύρνης και η προσφυγιά από την Μικρά Ασία εμπλουτίζουν το Ελληνικό τραγούδι με αμανέδες και ταξίμια, Σμυρνιές τραγουδίστριες και ανατολίτικα όργανα όπως σάζι, σαντούρι, ούτι, κανονάκι.

Οι στίχοι στα πρώτα ρεμπέτικα μιλούν για παραβατικές πράξεις και για ερωτικές σχέσεις, ενώ το κοινωνικό στοιχείο στην θεματική είναι περιορισμένο.

Στην περίοδο αυτή κυριαρχεί το πειραιώτικο στυλ με κυριότερο εκφραστή τον Μάρκο Βαμβακάρη. Παράλληλα αρχίζουν να γράφουν ρεμπέτικα και οι Σμυρνιοί συνθέτες. Το 1937 πρωτοεμφανίζεται ο Βασίλης Τσιτσάνης ενώ την ίδια περίπου περίοδο εμφανίζεται και ο Μανώλης Χιώτης. Σε εκείνα τα χρόνια όμως είναι που ξεκινά και η λογοκρισία των ρεμπέτικων τραγουδιών, των τραγουδιών αυτών που εκφράζουν τον τρόπο ζωής ενός ολόκληρου κοινωνικού στρώματος. Το 1936 λογοκρίνεται το τραγούδι του Τούντα «Βαρβάρα» ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1937, επιβάλλεται από το καθεστώς Μεταξά γενικευμένη λογοκρισία. Το περιεχόμενο αλλάζει αναγκαστικά. Οι αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες πρέπει να εκλείψουν.

1938 εως περίπου το 1950



Στην δεύτερη περίδο, οι μάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων έχουν αντικαταστήσει τα ανατολίτικα οργάνα με μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Η ρεμπέτικη μουσική έχει μετατραπεί σε τρόπο ζωής για τους ανθρώπους του περιθωρίου, της φτώχιας , τους αδικημένους από την κοινωνία, τους ναρκομανείς, τους φυλακισμένους.

Κατά την κατοχή γράφονται τραγούδια τα οποία δεν περνάνε στη δισκογραφία γιατί τα εργοστάσια παραμένουν κλειστά μέχρι το 1946. Την περίοδο αυτή κυριαρχούν ο Βασίλης Τσιτσάνης μαζί με την Μαρίκα Νίνου, ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Οι πιο παλιοί ρεμπέτες μένουν όμως στο περιθώριο.

Στην κατοχή άλλωστε, πεθαίνουν αρκετοί από τους Σμυρνιούς συνθέτες. Βέβαια κάποιοι άλλοι, εκείνοι του πειραιώτικου, είναι εν ζωή και με δυσκολία προσπαθούν να συντηρηθούν. Όπως αναφέρει ο Μάρκος Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του«έτρεχα στα νησιά και στα πανηγύρια».

Στην δεκαετία του 1940 εμφανίζεται η Σωτηρία Μπέλλου ενώ στην δεκαετία του 1950 εμφανίζονται δύο πολύ σημαντικοί νέοι τραγουδιστές, ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

Σταδιακά το ρεμπέτικο βρίσκει απήχηση σε όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού, επεκτείνεται η θεματολογία του με την εμφάνιση των αρχοντορεμπέτικων και περνά από τα καταγώγια στις οικογενειακές ταβέρνες.

Από το 1950 και έπειτα



Αν και σύμφωνα με πολλούς μουσικούς ερευνητές στα μέσα της δεκαετίας του '50 φαίνεται ο πρόσκαιρος θάνατος του ρεμπέτικου, στη δεκαετία του 1960 πραγματοποιείται η νεκρανάστασή του. Τα άρθρα που γράφονται, οι φιλότιμες προσπάθειες αρκετών φοιτητών, ο κορεσμός του κόσμου από τα ινδικά, η ηχογράφηση του Επιτάφιου του Θεοδωράκη το 1960, έχουν ως αποτέλεσμα οι δισκογραφικές εταιρείες να αρχίσουν να ηχογραφούν εκ νέου ρεμπέτικα, κυρίως μερικά παλιά με τις φωνές του Γρηγόρη Μπιθικώτση και της Σωτηρίας Μπέλλου. Έτσι ρεμπέτες όπως ο Μάρκος και ο Στράτος ξαναβρίσκουν δουλειά στα μαγαζιά. Παράλληλα μέσα από ρεμπέτικες μουσικές βραδιές που διοργανώνονται ο νέος κόσμος, κυρίως φοιτητές, έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τους παλιούς ρεμπέτες.

Σε εκείνη την περίοδο, συγκεκριμένα το 1961, ο Χριστιανόπουλος κυκλοφορεί ένα δοκίμιο και διεκδικεί γι'αυτό τον τριπλό τιμητικό τίτλο: της πρώτης ρεμπέτικης βιβλιογραφίας, της πρώτης ανθολογίας ρεμπέτικης στιχουργίας και, ως προς την ανατυπωμένη του μορφή, της πρώτης μονογραφίας επί του αντικειμένου. Επτά χρόνια μετά, το 1968, κυκλοφορεί το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου "Ρεμπέτικα Τραγούδια", το βιβλίο που σύμφωνα με πολλούς, καθιέρωσε τον όρο «ρεμπέτικα» για τα τραγούδια αυτά.

Από τη στιγμή εκείνη αρχίζουν να δισκογραφούν οι περισσότεροι ρεμπέτες, εκδίδονται βιογραφίες (Βαμβακάρης 1973, Ροβερτάκης 1973, Ρούκουνας 1974, Τσιτσάνης 1979, Μουφλουζέλης 1979 κ.λ.π) και εμφανίζονται πολλές ρεμπέτικες κομπανίες. Ταυτόχρονα ιδρύονται κέντρα για την μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού και οι πανεπιστημιακοί λαογράφοι αρχίζουν να μνημονεύουν το προσφιλές πλέον είδος

Τη δεκαετία του 1980 γυρίζονται ταινίες όπως το «Ρεμπέτικο» του Κ. Φέρρη με τραγούδια των οποίων η θεματολογία και η μουσική προσομοιάζουν σε αυτά των ρεμπέτικων, τηλεοπτικές σειρές όπως το Μινόρε της Αυγής ακόμα και  επιθεωρήσεις όπως το Μινόρε της Αλλαγής.

Πλέον το ρεμπέτικο καταχωρίζεται ως έγκυρο μουσικό είδος σε έγκυρα διεθνή εγχειρίδια μουσικολογίας.

Οι κουτσαβάκηδες, οι μάγκες, οι ρεμπέτες

Τα αρχικά χρόνια η ρεμπέτικη μουσική αποτελεί τρόπο ζωής για τους ανθρώπους του περιθωρίου, της φτώχιας , τους αδικημένους από την κοινωνία, τους ναρκομανείς, τους φυλακισμένους. Μια ομάδα τέτοιων ανθρώπων ήταν και οι κουτσαβάκηδες που έδρασαν στου Ψυρρή από το 1867 έως το 1897 και στη συνέχεια μετονομάστηκαν σε μάγκες.Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι εκείνα των κατώτερων κοινωνικών ομάδων των μεγάλων αστικών κέντρων και των λιμανιών και εξελίσσονται, παράλληλα με τους ανθρώπους του περιθωρίου στο πλαίσιο της αστικοποίησης που ακολουθεί, και της εισβολής των δυτικών συμφερόντων στον Ελληνικό χώρο.

Ποιος ήταν όμως ο μάγκας ή ο κουτσαβάκης; Στα σημερινά λεξικά ανάμεσα σε άλλους ορισμούς που αποδίδονται στη λέξη συνυπάρχει και ο παλαιότερος, που προσδιορίζει τον τύπο των λαϊκών αστικών στρωμάτων των αρχών του 20ου αιώνα με χαρακτηριστικό ντύσιμο και συμπεριφορά.



Πράγματι η ενδυμασία του κουτσαβάκη ήταν καθορισμένη ειδικά τα πρώτα χρόνια. Το σακάκι ήταν μαύρο, κοντό με αρκετά κουμπιά στα μανίκια. Το παντελόνι , «τρόμπα» ήταν φαρδύ επάνω και στενό στους αστραγάλους, συνήθως τζογέ, σε σχέδιο ριγέ ή καρώ. Τα υποδήματα ήταν πάντα ψιλοτάκουνα, «τριζάτα στιβάλια», - χωρίς κορδόνια, όπου συνήθως είχαν δυο φέτες πετσί βουτηγμένο σε πετρέλαιο ανάμεσα στον πάτο και τη σόλα για να προκαλείται ο απαραίτητος θόρυβος. Την αμφίεση συμπλήρωνε η ρεπούμπλικα, με 2-3 βουλιάγματα, ή το «καβουράκι» με δυο δάχτυλα «χλίψη» ή «θλίψη», όπως ονόμαζαν τη μαύρη περιμετρική ταινία πένθους. Οι δευτεράντζες φορούσαν τραγιάσκα. Απαραίτητο ήταν και το γιλέκο «μεϊντανογέλεκο», με κρυφή τσέπη «γκαρδιακιά» για τη «δίκοπη», το μαχαίρι. Άλλες φορές είχαν και «σίδερο» ή «κούφιο» ή «κουμπούρι».

Οι κουτσαβάκηδες που στη συνέχεια μετονομάζονται σε μάγκες ,βλάμηδες, τσίφτηδες , αλάνια για να ονομαστούν εν τέλει ρεμπέτες, είχαν αναπτύξει ένα δικό του τρόπο ζωής (αργκό, τραγούδια , συνήθειες , ενδιαφέροντα) που δεν συμβάδιζε με τον νέο αστικό πρότυπο, που εισήγαγε η νέα ανερχόμενη αστική τάξη.

Οι ρεμπέτες, ονομασία με καταγωγή από την τούρκικη λέξη «ρεμπετ» που σημαίνει άτακτος, αλανιάρης, χαρακτηρίζονται από το είδος μουσικής που παίζουν στα καταγώγια που συχνάζουν. Άνθρωποι κατατρεγμένοι, με βάσανα και με καημούς, απέχουν από τους ρυθμούς της ζωής της πολιτισμένης κοινωνίας και αναπτύσσουν τις δικές τους συνήθειες που έρχονταν συνήθως σε σύγκρουση με τους νόμους του κράτους.



Κουτσαβάκηδες, μάγκες και ρεμπέτες κατά κανόνα τραγουδούν τα βάσανα και τους καημούς τους. Οι πρώτες μελωδίες, αυτές των φυλακών παίζονται αρχικά με αυτοσχέδια όργανα που μοιάζουν με μικρά μπαγλαμαδάκια και κρύβονται εύκολα και έχουν στίχους πονεμένους, όπως το παλιό μουρμούρικο τραγούδι «Η φυλακή είναι σχολείο».

Τα επόμενα τραγούδια γράφονται από τους μάγκες των τεκέδων, οι οποίοι αυτοοσχεδιάζουν καπνίζοντας χασίς, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο οποίος στην αυτοβιογραφία του εξηγεί πως άρχισε να παίζει μπουζούκι και να γίνεται γνωστός μέσα σε τεκέδες.

Σε κάθε περίοδο πάντως, οι ρεμπέτες αναπτύσσουν την δική τους κοινωνία μέσα στην κοινωνία. Συγκεκριμένο ντύσιμο, ιδιαίτερη διάλεκτο, αισθηματική πολυτάραχη ζωή. Η μουσική αποτελεί γι αυτούς μέσο έκφρασης των συναισθημάτων τους, τρόπο να μοιραστούν ή και να ξεχάσουν τα προβλήματά τους.

Στα τραγούδια όμως αποτυπώνονται και τα ιδανικά τους. Ιδανικά διαφορετικά από τον λοιπό κόσμο, στα οποία όμως μένουν πάντα πιστοί. Πρωταρχικό ρόλο γι αυτούς παίζει η αξιοπρέπεια και η τιμή. Μετά ακολουθεί η αγάπη προς την γυναίκα και ιδιαίτερα προς την μάνα, η φιλία, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια, στοιχεία που παρά την παρακμή που συνόδευε τον κοινωνικό αποκλεισμό τους, μαρτυρούσε ίσως και την μεγαλοψυχία τους....
ΠΗΓΗ
http://www.newsbeast.gr/weekend/arthro/738099/sta-katagogia-tou-rebetikou/

Τραυματίας με εγκαύματα ο Μανώλης Λιδάκης

$
0
0
traumatias-me-egkaumata-o-manwlis-lidakis
 Πηγή www.thetoc.gr
Το αυτοκίνητο του τραγουδιστή πήρε φωτιά και ο Μανώλης Λιδάκης τραυματίστηκε όταν προσπάθησε να βγάλει από το φλεγόμενο αυτοκίνητο τον αγαπημένο του σκύλο.
Ο Μανώλης Λιδάκηςκατευθυνόταν με το αυτοκίνητό του προς την Κυπαρισσία, όταν στο ύψος της Τσακώνας διαπίστωσε ότι από τη μηχανή του ΙΧ άρχισαν να βγαίνουν καπνοί.
Άμεσα ο τραγουδιστής προσπάθησε να ακινητοποιήσει το όχημά του αλλά τα φρένα δεν έπιαναν και έτσι για να το ακινητοποιήσει το έριξε στις μπάρες.
Βγαίνοντας από το ΙΧ διαπίστωσε ότι ο σκύλος του – ένα μπόξερ- φοβισμένο, είχε μείνει στο πίσω κάθισμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Μανώλης Λιδάκης μπήκε και πάλι προκειμένου να σώσει το αγαπημένο του τετράποδο.
Έπαθε εγκαύματα στο δεξί του χέρι, στο πόδι και στο πρόσωπο,αλλά ήταν το λιγότερο που τον ένοιαζε, καθώς ήταν χαρούμενος που κατάφερε να σώσει το σκύλο του.
«Είναι εξαιρετικοί άνθρωποι και επιστήμονες, η ανθρωπιά που βρήκα στο Κέντρο Υγείας Μεγαλόπολης είναι κάτι σπάνιο και συγκινητικό», είπε ο Μανώλης Λιδάκης για τους γιατρούς οι οποίοι τον φρόντισαν.
Το αυτοκίνητο του Μανώλη Λιδάκη καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ στο σημείο του ατυχήματος χρειάστηκε να διακοπεί η κυκλοφορία για περίπου μισή ώρα
ΠΗΓΗ: eleftheriaonline.gr

Ταβέρνες, ταβέρνες, ταβέρνες

$
0
0
 
  Πίνε πίνε ως τον πάτο

                                Το ξανθό το ρετσινάτο
                                Έξω έξω το μαράζι
                                Όποιος πίνει δεν στενάζει

Οκτώβριος, μήνας αφιερωμένος στο κρασί και την παραδοσιακή ταβέρνα. Ένα μικρό αφιέρωμα-ύμνος, δανεισμένο από την «Βραδυνή» (1940).

«Τις μετρήσατε; Είναι περισσότερες από τα θέατρα και τους κινηματογράφους. Ταβέρνες, ταβέρνες, ταβέρνες. Και κάθε μέρα ξεφυτρώνει και από μία. Αυτό σημαίνει πώς το κρασί ξεπέρασε το νερό, και πώς το νερό έχασε την υπόληψή του. Σ’ αυτό ίσως να οφείλεται και η λειψυδρία. Ντρέπεται να βρέξη. Σε λίγο θα εκτοπισθεί και από το λουτρό. Οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες θα παίρνουν το μπάνιο τους σ’ ένα βαρέλι με γνήσια ρετσίνα των Μεσογείων. Τα κρασόλουτρα θα διατάσσονται ακόμα και από τους γιατρούς.

Βάσανα, πίκρες, καϋμοί, όλα ξεχνιούνται με το κρασάκι. Αυτό δίνει τη λήθη και τη λησμονιά. Αυτό μεταφέρει για λίγες ώρες σε κόσμους ονείρων, και αυτό κάνει να λησμονιούνται φτώχεια, ανάγκες βασανιστικές και πόνοι ανυπόφοροι. Γι’ αυτό έχει και λάτρεις αφοσιωμένους μέχρι θανάτου.

Κάθε βράδυ χωρίς διακοπήν μέσα εις τα ταβερνάκια της Πλάκας ή όπου αλλού, άνθρωποι με το ποτήρι εις το χέρι πίνουν, πίνουν, πίνουν. Και εννοούν να πίνουν μέχρι… τάφου.

Ρετσίνα μου, ρετσίνα μου

                              Μαζί σου θα πεθάνω
                              Του κόσμου όλα τα καλά
                              Μπροστά σου δεν θα βάνω

Ποια λοιπόν επίγειος ερωμένη έχει τόσον φανατικούς εραστάς;

Κρασοκατάνυξις πέρα-πέρα. Και να συλλογίζεται κανείς ότι εδώ και λίγα χρόνια ακόμα, η ταβέρνα ήταν ο όχλος, η πρόστυχη συνήθεια, η «κακή έξις» και το χειρότερο συστατικό. Όταν θέλανε να πούνε για ένα άνθρωπο πώς ήταν από τον υπόκοσμο, λέγανε, μ’ ένα τρόπο πού έδειχνε την πιο μεγάλη περιφρόνηση: «Άνθρωπος της ταβέρνας». Ήλθε όμως η μόδα και ο κατηγορούμενος ηθωώθη πανηγυρικώς.

Ο άνθρωπος της ταβέρνας είναι σήμερα ο πιο σίκ και ο πιο συγχρονισμένος τύπος. Και γιατί να μην είναι;».

Πηγή ανάρτησης www.paliaathina.com

''Η Παλιά Αθήνα ζει γλεντά, γεύεται 1834-1938''. Ένα κιμπάρικο ανάγνωσμα για μερακλήδες αναγνώστες

$
0
0
 
 Πηγή ανάρτησης www.paliaathina.com
Πώς διασκέδαζε η Παλιά Αθήνα; Πώς διαµορφωνόταν η καθηµερινή ζωή του Αθηναίου και της Αθηναίας; Ποια ήταν η γαστρονοµία της εποχής;

Μέσα από αυθεντικές µαρτυρίες, φωτογραφίες, χρονογραφήµατα, διαφηµίσεις, µικρές πικάντικες ειδησούλες, σχόλια, ανέκδοτα και γελοιογραφίες, ο συγγραφέας µας παρουσιάζει ένα ογκώδες υλικό µε τρόπο γλαφυρό κι ευχάριστο, κρατώντας αµείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε κάθε σελίδα.

Όπως θα έλεγε κι ένας λόγιος κριτικός βιβλίου εκείνης της εποχής: «Το ανάγνωσµα τούτο διδάσκει, φαιδρύνει, τέρπει, ζωγραφίζει, ηθογραφεί, συγκινεί, µορφώνει, διεγείρον το αίσθηµα, την µελέτην, τον γέλωτα, την σκέψιν, το ενδιαφέρον, την φαιδρότητα. Το περιεχόµενόν του, ευφυές, τερπνόν, ευχερές, τερψίθυµον, διδακτικόν όσον και πλήρες αττικού άλατος, υπόσχεται διασκέδασιν, ουχί του ωφελίµου αµέτοχον...».

Στο τέλος ο αναγνώστης αποκτά µια εµπλουτισµένη οπτική και για τη σύγχρονη πόλη, αφού γνωρίζει την ιστορία και την εξέλιξή της στο χρόνο. Μέσα από τα ήθη και τα έθιµα κάθε περιόδου αναδεικνύεται ο χαρακτήρας του κατοίκου αυτής της πόλης και µε τις απαραίτητες συγκρίσεις µάς βοηθά να καταλάβουµε την εξέλιξή του σήµερα.

Η λαογραφική ιστορία της Αθήνας ενός ολόκληρου αιώνα ξετυλίγεται σαν ένα µικρό ντοκιµαντέρ.
«Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται 1834-1938» από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, 2011
Κατεβάστε το pdfκαι ξεφυλλίστε το απόσπασμα, γεμάτο φωτογραφίες, πικάντικα νέα και διαλόγους.

αγόρασέ το

 

Τα Ρεμπετάκια για τέσσερις εμφανίσεις στο Τσάι στη Σαχάρα

$
0
0
Τα Ρεμπετάκια για τέσσερις εμφανίσεις στο Τσάι στη Σαχάρα
Το Τσάι στη Σαχάρα, πιστό στις διαφορετικές μουσικές βραδιές παρουσιάζει για 4 βραδιές ρεμπέτικης μουσικής τα "Ρεμπετάκια",κάθε Κυριακή του Οκτωβρίου 2014.

Τα "Ρεμπετάκια"  θα μας θυμίσουν ρεμπέτικα τραγούδια μεγάλων μουσικών όπως οι Μάρκος Βαμβακάρης και Βασίλης Τσιτσάνης , με σκοπό να τραγουδήσουμε, να ξεχαστούμε, να ψυχαγωγηθούμε και εντέλει, να γίνουμε όλοι μια μεγάλη παρέα. Άλλωστε τραγούδια όπως η "Φραγκοσυριανή", το "Χατζηκυριάκειο", η "Συννεφιασμένη Κυριακή"και η "Όμορφη Θεσσαλονίκη"έχουν κερδίσει με την αξία τους θέση στο πάνθεον της ιστορίας της ελληνικής μουσικής.

Ρεμπετάκια
Τα "Ρεμπετάκια"ξεκίνησαν την πορεία τους πριν από περίπου ένα χρόνο. Μια φοιτητική ομάδα, που επεκτάθηκε για να δοκιμάσει την τύχη της, παίζοντας αρχικά στο δρόμο, στην Ερμού, στην Ακρόπολη και σε άλλα σημεία της Αθήνας. Στη συνέχεια έφτασαν οι πρώτες επαγγελματικές προτάσεις, καθώς και η συμμετοχή στο 20ό Φεστιβάλ "Super Bock, super Rock"στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας, τον Ιούλιο του 2014, σε μια προσπάθεια ανάδειξης καλλιτεχνών του δρόμου από όλη την Ευρώπη. Όσον αφορά στις μουσικές επιρροές , αυτές είναι καθαρά βασισμένες στο ρεμπέτικοκαι στην κουλτούρα εκείνης τις εποχής. Η ομάδα παίζει ρεμπέτικα τραγούδια υμνώντας έτσι τους τότε μάγκες που με το μπουζούκι, το μπαγλαμά και την κιθάρα έβγαζαν όλους τους πόνους, τα μεράκια, τις χαρές και τις λύπες τις ζωήςμέσα από το ρεμπέτικο τραγούδι. Είναι λοιπόν μια ομάδα πιστή στο ρεμπέτικο τραγούδι και κουλτούρα, που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή αυτή τη μορφή τραγουδιού στην εποχή μας.

 

Σμύρνη: Οι… μόρτηδες αλλά και τα Μορτάκια. Η προέλευση της λέξης, η πανώλη και ο Βαρδιάνος!

$
0
0
http://mikros-romios.gr/wp-content/uploads/2014/09/%CE%BC%CF%8C%CF%81%CF%84%CE%B7%CE%B4%CE%B5%CF%82.jpg
Άποψη της Σμύρνης, τέλη 18ου αιώνα.

του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.

Αναζητούν χρόνια τώρα οι γλωσσολόγοι και οι λεξικογράφοι την προέλευση της λέξης «μόρτης», η οποία στις ημέρες μας έφθασε να σημαίνει τον άνθρωπο του δρόμου, αυτόν που ζει με ύποπτους ή ανέντιμους τρόπους, τον μάγκα, το αλάνι.

 Οι περισσότεροι βλέπουν ιταλική ρίζα (συγκοπή του beccamorti = τυμβωρύχος και morto = νεκρός).

 Άλλοι το mordace, δηλαδή χλευαστικός, δηκτικός, πικρόγλωσσος και άλλοι το τουρκικό morto/u, δηλαδή το κουφάρι, που είναι και πάλι δάνειο από την ιταλική.

 Αλλά ας αφήσουμε τους γλωσσολόγους και ας πάμε στους Σμυρνιούς ιστορικούς, που έχουν πολλά να μας αφηγηθούν για την ιστορία που κρύβεται πίσω από τους μόρτηδες.

 Έτσι αποκαλούσαν οι Σμυρνιοί όσους είχαν προσβληθεί από πανώλη και είχαν καταφέρει να επιβιώσουν και να περιέλθουν σε κατάσταση ανοσίας.
 Όπως μας πληροφορεί ο Χρήστος Σολομωνίδης, οι μόρτηδες ή μόρτες, όταν προσβαλλόταν η Σμύρνη από επιδημία πανώλης, γίνονταν οι κυρίαρχοι της πόλης. Μόνον αυτοί κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Χρησίμευαν ως φύλακες όσων προσβάλλονταν από τη φοβερή αρρώστια, δεν έπαιρναν προφυλάξεις και κοιμούνταν πλάι στους αρρώστους.

http://mikros-romios.gr/wp-content/uploads/2014/09/%CE%BC%CF%8C%CF%81%CF%84%CE%B7%CE%B4%CE%B5%CF%82-1.jpg
Εμπορική οδός της Σμύρνης.
 Οι μόρτηδες πήγαιναν στα σπίτια των ασθενών και τους μετέφεραν στο «λοιμοκομείο», φροντίζοντας και για την απολύμανση των δωματίων. Ο επικεφαλής τους ονομαζόταν Βαρδιάνος. Προπορευόταν του φορείου, το οποίο αποκαλούσαν σέντια, και χτυπούσε το ραβδί του στο λιθόστρωτο για να ειδοποιεί τους υγιείς να κλείνουν ερμητικά τις πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών τους.

 Όσο για τα Μορτάκια, ήταν οικήματα που ανεγέρθηκαν το 1838 σε οικόπεδο που δώρισε ο Αγγελής Χαϊκάλης και θεωρούνταν κατάλληλα για τη νοσηλεία όσων προσβάλλονταν από πανώλη. Αλλά μετά από μια επιδημία τα οικήματα εγκαταλείφθηκαν και εκεί εγκαταστάθηκαν άπορες χριστιανικές και εβραϊκές οικογένειες.

 Ύστερα από μια μεγάλη πυρκαγιά, που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1845 και κατέκαψε τη Σμύρνη, εκεί εγκαταστάθηκαν και πυρόπληκτοι. Στα τέλη περίπου του 19ου αιώνα η συνοικία Μορτάκια είχε περισσότερους από 2.500 κατοίκους. Χαρακτηριστικά της: στερήσεις, αθλιότητα και τριγύρω έλη, ενώ οι κάτοικοί της ήταν ψαράδες, εργάτες ή μικροέμποροι που είχαν τα ρυπαρά μαγαζάκια τους μέσα στη συνοικία.

 Ο Εβραίος μικροέμπορος έβρισκε μια γωνιά για να εγκαταστήσει το μικρό κινητό του κατάστημα με πολύχρωμες συλλογές ψεύτικων βραχιολιών και διαφόρων μικροπραγμάτων, άλλος έβρισκε τρόπο να στήσει μια πυραμίδα με πεπόνια και να διαλαλεί την πραμάτεια του, ή σταφύλια, κρεμμύδια κ.ά.

 Έτσι, τα Μορτάκια, τα οποία παλιότερα ονόμαζαν και «Πρωτοδοχείον», έμειναν να θυμίζουν τον τόπο των ενδεών. Φτωχός τόπος αλλά γεμάτος ζωή και περιπέτειες.

Του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά | Αναδημοσίευση από: Ο Μικρός Ρωμηός
Viewing all 1582 articles
Browse latest View live