Quantcast
Channel: Το Ρεμπέτικο Τραγούδι
Viewing all 1588 articles
Browse latest View live

Aγάθωνας: Δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να αγαπάει το ρεμπέτικο περισσότερο από μένα

$
0
0
agathonas.jpg
Η συμμετοχή του Αγάθωνα μαζί με το συγκρότημα Koza Mostra στη Eurovision εκπροσωπώντας την Ελλάδα εξέπληξε το κοινό, καθώς δεν είχε ξανασυμβεί ένας ρεμπέτης να παίρνει μέρος στον συγκεκριμένο διαγωνισμό.
Οι περισσότεροι επικρότησαν την επιλογή αυτή, ενώ υπήρξαν και ορισμένοι που τον... «έκραξαν», όπως δηλώνει ο ίδιος σε συνέντευξή του στοΑθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Τελικά το αποτέλεσμα δικαίωσε τον ίδιο και όσους τον πρότειναν, αφού η χώρα μας κατέλαβε την 6η θέση.

Ο Αγάθωνας παραδέχεται, πάντως, ότι ουδέποτε ήταν «μανιώδης θαυμαστής της Eurovision» γιατί «δεν ήταν και πολύ του γούστου μου», ενώ επισημαίνει πως θαυμάζει την Έλενα Παπαρίζου η οποία συμμετείχε δύο φορές στη Eurovision και κατάφερε τη μία φορά να βγει τρίτη και την άλλη να κερδίσει τον διαγωνισμό.
Ο γνωστός ρεμπέτης αφού εξηγεί γιατί δεν τραγουδάει σε ρεμπετάδικα, υποστηρίζει πως ακόμη και σήμερα θα έπρεπε οι μουσικές σκηνές να λειτουργούν καθημερινά όπως προ κρίσης...

Ακολουθεί η συνέντευξη του Αγάθωνα στον Νίκο Γιώτη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

Ερ. Ασφαλώς αποτελεί σταθμό στη μακρόχρονη καλλιτεχνική σας πορεία η συμμετοχή σας το 2013 στη Eurovision. Παράλληλα όμως εξέπληξε, ίσως, η απόφασή σας αυτή. Πώς αντέδρασαν οι γνωστοί και οι φίλοι σας;
Απ. Οι άνθρωποι του σιναφιού μου, που υπολογίζω τη γνώμη τους και τους εκτιμώ ενθουσιάστηκα. Υπήρξαν, όμως, κάποιοι άλλοι, μεταξύ των οποίων κι ορισμένοι Θεσσαλονικείς που βγήκαν και με... έκραξαν, λες και αυτοί αγαπάνε το ρεμπέτικο περισσότερο από μένα. Δεν πειράζει όμως τους συγχωρώ. Γιατί δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο που να αγαπάει το ρεμπέτικο περισσότερο από μένα.

Ερ. Πριν σας προταθεί να συμμετάσχετε παρακολουθούσατε τη Eurovision;
Απ. Ούτε πιο μπροστά ούτε στη συνέχεια. Όποτε ήμουν στο σπίτι και ήμασταν με παρέα και τρώγαμε και πίναμε λέγαμε ας ανοίξουμε την τηλεόραση να δούμε λίγο. Ιδίως όταν είχε την ελληνική συμμετοχή και ξέραμε ότι κάποια στιγμή θα ακούγαμε το ελληνικό τραγούδι και το σχολιάζαμε. Μπορεί να μην ήταν του είδους των τραγουδιών μου αλλά μουσικός είμαι. Επειδή τραγουδάω ρεμπέτικα δεν σημαίνει ότι δεν γνωρίζω τη μουσική στο σύνολό της. Πάντως μανιώδης θαυμαστής της Eurovision δεν ήμουν γιατί δεν ήταν και πολύ του γούστου μου.

Ερ. Πώς προέκυψε η συμμετοχή σας;
Απ. Ήρθαν οι Koza Mostra και μου πρότειναν τα παιδιά να συμμετάσχω στον δίσκο τους. Η συνεργασία μας αφορούσε τον δίσκο τους κι επειδή δεν μπορώ να αρνηθώ σε νέα παιδιά καμία βοήθεια, δέχθηκα να τραγουδήσω και στη συνέχεια η εταιρεία τούς είπε πως θα στείλει το τραγούδι στον ελληνικό διαγωνισμό για την επιλογή του τραγουδιού που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Eurovision με την προϋπόθεση ότι θα συμμετάσχω κι εγώ. Όταν μου το πρότειναν τα παιδιά δέχθηκα λέγοντάς τους, μάλιστα, ότι θα τους βγάλω και πρώτους! «Θα σας κάνω ABBA» τους είπα χαριτολογώντας! Η αλήθεια είναι ότι το πίστευα πως θα βγαίναμε πρώτοι γιατί πραγματικά το θεωρούσα και το θεωρώ ωραίο τραγούδι.

Ερ. Και μάλιστα χαριτολογώντας με δηλώσεις σας ζητούσατε από τους Σουηδούς διοργανωτές να σας στείλουν το πρώτο βραβείο πριν από τον διαγωνισμό...
Απ. Αλίμονο! Αν δεν υποστηρίξουμε ότι το τραγούδι μας θα βγει πρώτο τι θα πούμε ότι θα βγει τελευταίο; Απλώς δεν έπαιρνα υπόψη τις φιλικές συνεργασίες που έχουν οι συμμετέχουσες στον διαγωνισμό χώρες, οπότε παρακολουθώντας τες εκ των υστέρων διαπίστωσα πως δεν είχαμε καμία ελπίδα.

Ερ. Κι όμως με την Έλενα Παπαρίζου κερδίσαμε τη Eurovision.
Απ. Όντως. Δηλώνω θαυμαστής της Παπαρίζου η οποία συμμετείχε δύο φορές στην Eurovision και κατάφερε τη μία φορά να βγει τρίτη και την άλλη να κερδίσει τον διαγωνισμό. Όσον αφορά τη δική μας συμμετοχή, εκ των υστέρων μάθαμε πως στην ψηφοφορία του κοινού ήμασταν πρώτοι αλλά δεν μας ψήφισαν οι επιτροπές... Γιατί βαθμολογηθήκαμε με «εξάρια» τα οποία ήταν 12 από το κοινό και 0 από την επιτροπή...

Ερ. Όταν μπήκατε στον χώρο που πραγματοποιήθηκε ο διαγωνισμός όπου σας έβλεπαν σε όλη την υφήλιο πώς νιώσατε;
Απ. Κατ' αρχάς δεν ήξερα ποιοι με βλέπουν. Όταν είσαι σ' έναν τέτοιο χώρο κι έχεις μπροστά σου μόνον τις κάμερες δεν ξέρεις ποιοι και πού σε βλέπουν κι ούτε που μ' ένοιαζε. Είχαν γίνει τόσο πολλές πρόβες, ήταν τόσο μελετημένα και καλοστημένα όλα -κι εγώ ήμουν σ' όλα πολύ πειθαρχημένος και υπάκουος προκειμένου να δίνω το καλό παράδειγμα στους νεώτερους- που όταν ανεβαίναμε επάνω για να διαγωνιστούμε ήταν σαν να κάναμε πρόβα. Πέρασα καταπληκτικά όλο εκείνο το διάστημα...

Ερ. Παρότι είστε ρεμπέτης σπάνια τραγουδάτε σε ρεμπετάδικα, αλλά συνήθως τραγουδάτε ρεμπέτικα σε διάφορα άλλα μαγαζιά. Κι επειδή ο κόσμος, ίσως, μπερδεύει ή δεν γνωρίζει τη διαφορά των ρεμπετάδικων από τους χώρους όπου μεταξύ άλλων τραγουδιούνται και ρεμπέτικα εξηγείστε ποια είναι η διαφορά τους;
Απ. Το ρεμπετάδικο είναι ένα μαγαζί μικρό, συνήθως χωρίς μηχανήματα που παίζεις ό,τι γουστάρεις, ό,τι σου ρθει εκείνη τη στιγμή ή ό,τι σου ζητήσει κάποιος από το κοινό και είναι του γούστου σου. Στα μαγαζιά που δουλεύουμε συνήθως κι έρχεται πολύς κόσμος και τρώνε, πίνουν και χορεύουν δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Προσαρμοζόμαστε κι εμείς γιατί δουλεύουμε για το μεροκάματο και φυσικά πληρωνόμαστε καλύτερα, ενώ στα ρεμπετάδικα δεν μπορούν μας πληρώσουν τόσο. Κάποιοι συνάδελφοι δουλεύουν μόνο σε ρεμπετάδικα και πολύ καλά κάνουν.

Ερ. Υπάρχουν σήμερα αρκετά ρεμπετάδικα;
Απ. Βέβαια υπάρχουν. Και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα.
Ερ. Γιατί σπάνια δουλεύετε σ' αυτά;
Απ. Κάποια στιγμή εκεί θα καταλήξω κι εγώ… με την καλή έννοια. Μακάρι να γίνει ένα ρεμπετάδικο που θα μου προτείνουν να το κάνω εγώ με κάποιον άλλον ή να μπω συνεταίρος ή να μου προτείνουν να δουλέψω μόνο εκεί. Δεν θα μ' ενδιαφέρουν τα λεφτά. Θα πάω εκεί και θα παίζω ό,τι γουστάρω. Όσες φορές το έκανα ήμουν πιο ευχαριστημένος απ' ό,τι είμαι στα άλλα μαγαζιά!

Ερ. Τελικά διακρίνω πως σας εκφράζουν περισσότερο τα ρεμπετάδικα...
Απ. Φυσικά. Πρώτα πρώτα παίζω μπουζούκι στα ρεμπετάδικα, ενώ στα μαγαζιά που συνήθως δουλεύω δεν μπορώ να παίξω μπουζούκι λόγω ήχου μιας και είναι ηλεκτρικός ή επειδή μπορεί να υπάρχουν καλύτεροι και πιο γρήγοροι μπουζουξήδες από μένα. Έτσι παίζω μπαγλαμά, γιατί είναι ένα όργανο το οποίο το κατέχω πολύ καλά και χρειάζεται, ενώ στα περισσότερα μαγαζιά δεν υπάρχει. Στα ρεμπετάδικα όμως παίζω με το μπουζούκι μου ό,τι τραγούδι θέλω -γιατί ξέρω πάρα πολλά τραγούδια- και οι μπουζουξήδες δεν μπορούν να μου παίξουν όποια τραγούδια θέλω.

Ερ. Παραδέχεστε πως υπάρχουν καλύτεροι και πιο γρήγοροι μπουζουξήδες από σας. Αναγνωρίζετε τις αξίες κι αυτό είναι πολύ σημαντικό...
Απ. Βεβαίως. Εγώ παίζω αλά Μάρκο (σ.σ. Βαμβακάρη), όπως παλιά... Είμαι ο μεγαλύτερος θαυμαστής των καλών μπουζουξήδων από την εποχή του Τσιτσάνη, του Χιώτη, του Περιστέρη, του Τασσόπουλου και άλλων, και των σημερινών που τους εκτιμώ βαθύτατα και το ξέρουν οι ίδιοι και είναι φίλοι μου οι περισσότεροι. Και όχι μόνον μπουζουξήδων αλλά και κλαρινοπαιχτών, βιολιστών, ακορντεονιστών και μουσικών όλων των οργάνων. Οι καλύτερες συνεργασίες που έχω κάνει και οι καλύτερες αναμνήσεις που έχω είναι από κάποιους μεγάλους μουσικούς -οι οποίοι είτε ζουν είτε πέθαναν- και το λέω με καμάρι. Τους αγαπάω τους μουσικούς, είναι τα... αδέρφια μου, η οικογένειά μου.

Ερ. Παρότι για ορισμένα χρόνια εγκατασταθήκατε στην Αθήνα όπου δουλέψατε με σημαντικούς καλλιτέχνες, επιστρέψατε στη Θεσσαλονίκη. Για ποιο λόγο;
Απ. Αν εξαιρέσουμε τη δεκαετία του ‘80 οπότε δούλεψα επί έξι χρόνια στην Αθήνα, η βάση μου πάντοτε ήταν η Θεσσαλονίκη όπου ζούσε και ζει η οικογένειά μου, αλλά και είναι το σπίτι μου. Ουσιαστικά πήγα στην Αθήνα για έξι χειμερινές σεζόν αφού τα καλοκαίρια επέστρεφα στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια, από το 1988 μέχρι το 2008-2009, δηλαδή επί μία 20ετία δούλεψα εξαιρετικά στη Θεσσαλονίκη. Μετά άρχισε η οικονομική κρίση της οποίας το τίμημα πλήρωσε και πληρώνει και ο κλάδος μας.

Ερ. Πού τραγουδάτε φέτος;
Απ. Στο «Ρεμπέτικο Σεργιάνι» στον Εύοσμο. Τραγουδάω κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Πάμε πολύ καλά κι εκεί θα ξεχειμωνιάσω!

Ερ. Αναπολείτε την προ κρίσης εποχή που δουλεύατε καθημερινά;
Απ. Δεν έχει νόημα να τα αναπολώ. Πάνε αυτά πέρασαν. Κοιτάω μόνο το σήμερα. Κι αυτό που συμβαίνει όμως τώρα, να δουλεύουν τα μαγαζιά μόνο δυο τρεις μέρες τη βδομάδα είναι ρεζιλίκι. Θα μπορούσαν να συνεχίσουν να δουλεύουν κάθε μέρα.

Ερ. Θα μπορούσαν να επιβιώσουν;
Απ. Γιατί όχι; Θα ήταν τα φαγητά και τα ποτά πιο φθηνά για τον κόσμο κι ας πληρωνόμασταν λιγότερο, παρότι ήδη έχουν πέσει τα μεροκάματα για τους μουσικούς του ρεμπέτικου πάρα πολύ, σε ξεφτιλιστικά επίπεδα...




Δημήτρης Μυστακίδης: Το ρεμπέτικο είναι μια ζωντανή και σπουδαία πρώτη ύλη

$
0
0
https://www.culturenow.gr/wp-content/uploads/2017/11/dimitris-mystakidis-portrait-2.jpg
Ο σημαντικός μουσικός Δημήτρης Μυστακίδης αναφέρεται στην διαχρονικότητα του ρεμπέτικου τραγουδιού, με αφορμή τις εμφανίσεις του στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο.
Ο ΔημήτρηςΜυστακίδηςέχει συνδέσει το όνομά του σε μεγάλο βαθμό με το ρεμπέτικο, διασκευάζοντας επιτυχημένα αρκετά τραγούδια του είδους. Η επαγγελματική του πορεία βέβαια, είναι πλούσια σε εκλεκτές δισκογραφικές δουλειές και επί σκηνής συνεργασίες. Ονόματα όπως Νίκος Παπάζογλου, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Νταλάρας, είναι λίγοι μόνο από όσους «συναντήθηκε» δημιουργικά όλα αυτά τα χρόνια.
Έχει ωστόσο διδάξει και στη σχολή Μουσικής Τεχνολογίας, ενώ  διαθέτει βιβλιογραφία σχετικά με την εκμάθηση εγχόρδων.
Αυτό το διάστημα βρίσκεται στο ΓυάλινοΜουσικόΘέατροπαρουσιάζοντας τα «ΡεμπέτικατηςΚιθάρας» και μας μιλά για την ανεξάντλητη αξία τους, τον νέο του δίσκο, καθώς και τα επόμενα μουσικά του βήματα.

– Σας βρίσκουμε για ακόμα μία φορά στην σκηνή του «Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου» με μια παράσταση αφιερωμένη στα «Ρεμπέτικα της Κιθάρας». Τι περιλαμβάνει το πρόγραμμα;
Περιέχει όπως πάντα μια επιλογή ρεμπέτικων τραγουδιών από όλες τις περιόδους της δημιουργίας του διασκευασμένα για λαϊκές κιθάρες. Είναι κυρίως τραγούδια που περιέχονται στις δισκογραφικές μου δουλειές. Από πέρυσι έχω καθιερώσει και μια θεματική στην οποία με την βοήθεια κάποιων βίντεο παρουσιάζω ένα ιδιαίτερο κάθε φορά γεγονός της ιστορίας του ρεμπέτικου. Φέτος ασχολούμαι με την λογοκρισία. Και φυσικά στο δεύτερο μέρος της παράστασης παρουσιάζουμε τραγούδια σχετικά με την ελληνική μετανάστευση στην Αμερική.
– Μιας και για τον περισσότερο κόσμο το συγκεκριμένο είδος έχει συνδεθεί με έγχορδα όπως το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς, ποια διαφορετική ακουστική δυναμική θεωρείτε πως αποκτούν τα κλασικά ρεμπέτικα τραγούδια με την συνοδεία κιθάρας;

CultureNow.grΔιαβάστε την συνέχεια στο: www.culturenow.gr


Μέγαρο Μουσικής: Ρεμπέτικα… revisited από τους Broke Konsort με μπαρόκ όργανα

$
0
0
Μέγαρο Μουσικής: Ρεμπέτικα… revisited από τους Broke Konsort με μπαρόκ όργανα
Το Σάββατο 2 Δεκεμβρίου στις 9 το βράδυ
Ρεμπέτικο πάθος με μπαρόκ ύφος σε έναν νέο χώρο του Μεγάρου, το Υποσκήνιο Β΄ της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη,  στο πλαίσιο των επίσης νέων κύκλων εκδηλώσεων WITH A TWIST και ΜEGARON UNDERGROUND
Οι Broke Konsortπαρουσιάζουν ρεμπέτικα τραγούδια παιγμένα με μπαρόκ όργανα, σε ανορθόδοξες διασκευές με πολυποίκιλες επιρροές και χωρίς καμία διάθεση ιστορικής αναβίωσης ή πολιτικής ορθότητας!
Ένα μη γραμμικό οδοιπορικό που περνάει από παραδοσιακά ρεμπέτικα (όπως «Τα παιδιά της γειτονιάς σου», «Μισιρλού») και σμυρνέικα, από τραγούδια των Πάνου Τούντα («Ο κοκαϊνοπότης», «Η ζωντοχήρα»), Αντώνη Νταλγκά («Πού να βρω γυναίκα να σου μοιάζει») και Κώστα Μπέζου («Παξιμαδοκλέφτρα», «Υπόγα») αλλά και από «αρχοντορεμπέτικα» του Βασίλη Τσιτσάνη (όπως «Η μάγισσα της Αραπιάς», «Κάθε βράδυ», «Μπαξέ Τσιφλίκι»).

Ρεμπέτικο πάθος με μπαρόκ ύφος το Σάββατο 2 Δεκεμβρίου στις 9 το βράδυσε έναν νέο χώρο του Μεγάρου, το Υποσκήνιο Β΄ της Αίθουσας Αλεξάνδρα Τριάντη,  στο πλαίσιο των επίσης νέων κύκλων εκδηλώσεων WITH A TWIST και ΜEGARON UNDERGROUND.



Έχοντας ως βάση του το Άμστερνταμ, το γκρουπ αποτελείται από πέντε μουσικούς με διαφορετικά background και διαφορετικά ενδιαφέροντα. Παλαιά μουσική, τζαζ, σύγχρονη μουσική, αυτοσχεδιασμός και ευφάνταστες ενορχηστρώσεις μπλέκονται σε ένα καλειδοσκόπιο χρωμάτων, προσεγγίζοντας την έννοια του crossover με σεβασμό στο πρωτότυπο υλικό αλλά και έμφαση στη δημιουργικότητα και τη φαντασία.

Οι διασκευές των τραγουδιών φωτίζουν διαφορετικές πτυχές του ρεμπέτικου (με την πολύ ευρεία έννοια του όρου), αναδεικνύοντας τις ούτως ή άλλως πολυεπίπεδες καταβολές του είδους και εμπλουτίζοντας τα πρωτότυπα κομμάτια με απρόσμενες ηχητικές προσμίξεις.

Το ανσάμπλ απαρτίζουν η πολύπλευρη τραγουδίστρια Σοφία Πάτση, ο τσεμπαλίστας και συνθέτης Πάνος Ηλιόπουλος (ο οποίος υπογράφει και τις διασκευές-ενορχηστρώσεις), η Αντιγόνη Σεφερλή στο μπαρόκ τσέλο, η Ελβετίδα Julie Stadler στη βιόλα ντα γκάμπα και ο τζαζ κοντραμπασίστας Πάνος Μάραντος.

Tιμές εισιτηρίων 
10 €  (φοιτητές, νέοι έως 25 ετών) ● 15,00 €


Πληροφορίες 
210 72.82.333 ● www.megaron.gr


 http://www.protothema.gr/culture/music/article/732177/megaro-mousikis-rebetika-revisited-apo-tous-broke-konsort-me-barok-organa/
Πηγή: www.protothema.gr



Γιώργος Μητσάκης, 17 Νοεμβρίου 1993.

$
0
0
mhtsakhs.jpg]

Γιώργος Μητσάκης Όπου Γιώργος και μάλαμα..... Του Κώστα Μπαλαχούτη

Στο χώρο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, λίγοι είναι εκείνοι που ασχολήθηκαν με όλες τις πτυχές της καλλιτεχνικής έκφρασης και κυμάνθηκαν ταυτόχρονα σε υψηλές στάθμες δημιουργίας. Ο Γιώργος Μητσάκης, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, όπου έκανε το ντεμπούτο του στην δισκογραφία ξεχώρισε αμέσως για την δύναμη των στίχων του, την πολυποίκιλη μουσική του φλέβα, την σωστή ερμηνεία του και την μαστοριά του στο μπουζούκι.

Άλλοτε στιβαρός και δωρικός κι άλλοτε αρχοντορεμπέτης και περιπαικτικός, ο Μητσάκης είχε το χάρισμα να διαφοροποιείται από τους ομότεχνους του.
Ακόμα και σαν προσωπικότητα αλλά και σαν φιγούρα πάνω στο πάλκο «πέρασε» το δικό του ύφος και στυλ. Χωρίς υπερβολή πέρα από τον κοινότοπη αλλά εύστοχη ετικέτα «Δάσκαλος» που του απένειμαν πολλοί, ο Μητσάκης θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένας πηγαίος εστέτ του λαϊκού πενταγράμμου.
Κι είναι κρίμα που μεγάλα μέρη από το εύρος και το μέγεθος του έργου του παραμένουν ακόμη και σήμερα ανεξερεύνητα κι ας έχουν δεκάδες τραγούδια του κερδίσει την δύσκολη μάχη με τον χρόνο. Γιατί πέρα από την εκτίμηση και αναγνώριση που χαίρει στον ευρύτερο μουσικό κύκλο, ο Μητσάκης δεν έχει «παρασημοφορηθεί» όσο άλλοι ισοδύναμοί του. Κι αυτό ίσως συμβαίνει γιατί τα media αλλά και η έρευνα, από άγνοια ή ακόμη και μικροπολιτική σκοπιμότητα, αποδίδουν τα εύσημα μόνο σε λιγοστούς και ορισμένους. Το περίεργο είναι ότι ο Μητσάκης μέχρι και την αναγκαστική «απόσυρσή» του από τα πράγματα παρέμενε επίκαιρος και ευρηματικός σημειώνοντας και στην δεκαετία του '70 επιτυχίες που κατέγραφαν το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής. Όπως άλλωστε συνήθιζε να πράττει στην πολύχρονη διαδρομή του στο τραγούδι, όπου στην περίπτωσή του η περίφημη ρήση «Όπου Γιώργος και μάλαμα.» βρίσκει την απόλυτη επιβεβαίωση της.

♫ΓΙΩΡΓΟΣ ΕΙΝΑΙ Τ' ΟΝΟΜΑ
Γιώργος Μητσάκης ‎-- Τραγούδια Από Τις 45 Στροφές Γιώργος Είναι Τ' Όνομα Καίτη Αμπάβη - Αντ.Γουγούσης

 Εγώ γεννήθηκα στην Πόλη. Τον πατέρα μου τον λέγανε Στέφανο και τη μητέρα μου Αθηνά. Γεννήθηκα στο Μπέικος, μια περιοχή φημισμένη για τα καρύδια της. Ο παππούς μου είχε ανοίξει ένα μαγέρικο εκεί κοντά στα δικαστήρια και σιγά-σιγά είχε αποκτήσει φήμη. Ο πατέρας μου άρχισε να ψαρεύει. Πήρε και μια βάρκα -εγώ ήμουν τότε πολύ μικρός- πήρε και τη μάνα μου κι εμένα και πήγαμε και μείναμε στην Πρίγκηπο, σε κάτι παράγκες κοντά στην παραλία. Εκεί μένανε όλοι οι ψαράδες.
Εγώ γεννήθηκα το 1921. Αλλά έχω κι άλλο ένα πιστοποιητικό γεννήσεως το 1924. Κι αυτό γιατί είχαν αρχίσει να κυνηγάνε τους Ρωμιούς. Τα πράγματα σιγά-σιγά είχαν αρχίσει να γίνονται δύσκολα για μας τους Έλληνες. Είδαμε κι αποείδαμε, δε μας σήκωνε ο τόπος και αποφάσισε ο πατέρας μου να γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα. Φορτώσαμε τα πράγματά μας σ' ένα ιταλικό πλοίο, μια σακαράκα, «Αμπάζια» λεγότανε. Και έπειτα από δεκαεφτά μέρες ταξίδι -πιάσαμε Αλεξανδρούπολη, πιάσαμε Θάσο- φτάσαμε στην Καβάλα.
Αυτό έγινε το 1935. Του πατέρα μου όμως δεν του πολυάρεσε. Αλλά και η μάνα μου φώναζε γιατί είχε ένα θείο ενωμοτάρχη στο Βόλο κι ήθελε να πάμε εκεί, μας είχε καλέσει ο θείος να πάμε κοντά του. Εκεί εγκατασταθήκαμε σ' ένα χωριό λίγο πιο έξω από το Βόλο, την Άφυσσο. Ψαροχώρι ήτανε, ο πατέρας μου ψάρευε εκεί, ήτανε κι ο θείος εξουσία, αρχίσαμε λοιπόν να τα βολεύουμε κάπως. Εμένα όμως το αίμα μου έβραζε. >>1.

Ο νεαρός Μητσάκης τελειοποιεί τα ελληνικά του, για να μην γίνεται λόγω της προφοράς του ο περίγελος των πιτσιρικάδων, διαβάζει ποίηση και ασχολείται με το μπουζούκι. Στην ονομαστή «Σκάλα» του Στέφανου Μιλάνου θα πάρει τα πρώτα «μουσικά» μαθήματα αλλά δεν θα εξοφλήσει το χρέος του προς τον ιδιοκτήτη, 150 δραχμές, που δανείστηκε για να αγοράσει το πολυπόθητο τρίχορδο. Γι' αυτό και το όνομά του παρέμενε μέχρι και τα χρόνια του '60 στο μαυροπίνακα του μαγαζιού. Προκειμένου να μην καταλήξει ψαράς, όπως επιθυμούσε ο πατέρας του το σκάει και πηγαίνει στη Θεσσαλονίκη.

♫ΤΟ ΜΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ

Η καλή του μοίρα θα τον κάνει να γνωριστεί με τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Απόστολο Χατζηχρήστο. Ο τελευταίος όχι μόνο θα του διδάξει τα μυστικά του οργάνου αλλά θα τον προσκαλέσει στην Αθήνα και θα τον φιλοξενήσει στο σπίτι του στη Δραπετσώνα. Μαζί με τον Ηλία Ποτοσίδη θα δουλέψουν σαν τρίο παίζοντας σε ταβέρνες και καφενεία, βγάζοντας «πιατάκι».

Γνωρίζεται με το Στελλάκη Περπινιάδη, το Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, το Στράτο Παγιουμτζή, το Σπύρο Περιστέρη, το Στέλιο Κερομύτη, τον Γιάννη Σταμούλη, το Σταύρο Τζουανάκο και άλλους πρωταγωνιστές και κατά την περίοδο της κατοχής εμφανίζεται στα μουσικά στέκια γύρω από την Ομόνοια (στου Πίκινου, στου Μπουχιούνη, στο Καρρέ του Άσσου κ.ά.). Γράφει τα πρώτα του τραγούδια που αμέσως ξεχωρίζουν για την στιχουργική τους φρεσκάδα και πρωτοπορία καθώς και για την φροντισμένη και ταιριαστή μουσική τους επένδυση.

Δίφυλλο με τα δύο πασίγνωστα
τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη.
Αυτόγραφο του Γιώργου Μητσάκη. Σύμφωνα με τον Μητσάκη, το περίφημο Κομπολογάκι και το Όταν καπνίζει ο λουλάς -που ηχογραφήθηκαν μετά την απελευθέρωση και την επαναλειτουργία των studio στη Ριζούπολη και μάλιστα το καθένα σε τρεις παράλληλες εκτελέσεις - είναι βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα και αφορμές. Παρά κάποια προβλήματα που αντιμετωπίζει με την στρατιωτική του θητεία (αρχικά στην Καλαμάτα και στη συνέχεια με εξάμηνη φυλάκιση στα Γιάννενα) σκαρφαλώνει με γοργούς ρυθμούς τα σκαλοπάτια της καταξίωσης.
Το 1947 παντρεύεται με την πρώτη του σύζυγο και την επόμενη χρονιά έρχεται στη ζωή η κόρη τους. Συνεργάζεται με τον Παπαϊωάννου στου «Μάριου» στην Ίωνος και στου «Καλαματιανού» στις Τζιτζιφιές, μόνοι τους αλλά και ως μέλη του ξακουστού σχήματος των 12 μπουζουξήδων. Περνάει απ' τη «Λουζιτάνια» στη Συγγρού με τον Απόστολο Καλδάρα. Ιστορική έχει μείνει η σύμπραξή του με τον Μανώλη Χιώτη στο «Πίγκαλς» στην αρχή της Πατησίων όπου οι δυο τους συναγωνίζονταν σε κομψότητα και αρχοντιά, μαγεύοντας το κοινό. Ο ίδιος ο Μητσάκης ταπεινά θα δηλώσει: «Η μόνη μου επιτυχία στο πάλκο ήταν με το Χιώτη στο Πίγκαλς»2. Εκεί η Μαρίκα Νίνου θα κάνει το νούμερό της με τον άντρα της και το μικρό γιο τους ως «Δυόμισι Νίνο» αλλά θα αποδώσει και μόνη της τις πρώτες μπριόζικες ερμηνείες της, κι εκεί ο Χιώτης θα γνωρίσει την Μαίρη Λίντα.

♫ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ΤΑ ΣΚΑΛΟΠΑΤΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΗΤΣΑΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΕΣΤΗ ΜΑΚΡΗ
Η φήμη του Μητσάκη εκτινάσσεται στην κορυφή. Βρίσκεται στην πιο παραγωγική και αποδοτική φάση της καριέρας του. Σε μια λογοκριμένη περίοδο καταθέτει ώριμα δείγματα μιας αφοπλιστικά αψεγάδιαστης γραφής που παλινδρομούν ανάμεσα στην απεικόνιση της σκληρής μετεμφυλιακής πραγματικότητας αλλά συντοχρόνως και την διάθεση για διασκέδαση, γλέντι και απόδραση απ' τα προβλήματα και τις δυσκολίες.
Πηγές της θεματολογίας του η καθημερινότητα και οι ανάγκες της που προσεγγίζει με καυστική και αιχμηρή ματιά αλλά και σκωπτική, σαρκαστική οπτική. Μέχρι και τα μισά του '50 η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη: Το καπηλειό, Τα δαχτυλίδια, Η Βαλεντίνα (επηρεασμένος από τη θεία του στην Πόλη, στην οποία εύρισκε καταφύγιο για να μην τιμωρηθεί για τις σκανταλιές του), Η Φρόσω (απ' την παραμονή του στα Γιάννενα και τον μύθο της Κυρά Φροσύνης), Ο Ψαράς (για τον πατέρα του), Κατσιβέλλα, Θέλω στα μπουζούκια να με πας, Δεν είμαι ο Γιώργος, Ψιλή βροχούλα, Το σβηστό φανάρι, Παλαμάκια - Παλαμάκια, Γυναίκα με δυο άντρες, Απόψε είναι βαριά, Να 'χεις χάρη που σε αγαπώ (Το δικό σου το μαράζι) κ.ά. που ερμηνεύουν -συχνά μαζί με τον Μητσάκη- σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως οι Στελλάκης, Παγιουμτζής, Νίνου, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Σωτηρία Μπέλλου, Καίτη Γκρέυ κ.ά.

♫ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ ΠΟΙΑ ΣΕ ΧΑΙΡΕΤΑΙ
ΓΙΩΡΓΟ ΜΟΥ ΠΟΙΑ ΣΕ ΧΑΙΡΕΤΑΙ - ΚΑΙΤΗ ΓΚΡΕΥ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ
Η ανοδική διαδρομή του Μητσάκη στη νύχτα περνά από του «Τζίμη του Χοντρού» στην Αχαρνών με τους Στέλλα Χασκίλ, Χρηστάκη (είχε παντρευτεί την αδελφή του Μητσάκη), Ευαγγελία Μαργαρώνη, Δημήτρη Ευσταθίου και τον νεαρό τότε Πάνο Μιχαλόπουλο.
Ο τελευταίος θα μπει στην δισκογραφία χάρη σ' ένα τραγούδι του «δάσκαλου», το «Σαββατόβραδο συννεφιασμένο» . Στις αρχές του '50, με «μεσολαβητή» το Γιώργο Ζαμπέτα, γνωρίζει την Άννα Χρυσάφη που μόλις έχει κάνει τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι. Μετά από ένα πολύμηνο διάστημα μαθητείας θα εμφανιστούν στη «Γωνιά της Αθήνας» στην Πατησίων και το καλοκαίρι του 1952 στο «Ροσινιόλ» στα Σεπόλια. όπου όπως λέει ο ίδιος ο Μητσάκης «γινόταν λοιπόν μεγάλος ντόρος κάθε βράδυ»3.
Η παρουσία τους στην ταινία «Ο Πύργος των Ιπποτών» του Νίκου Τσιφόρου με τους Μίμη Φωτόπουλο και Πέτρο Κυριακό θα ενισχύσει την δημοτικότητά τους. Για το κοινό θα αποτελέσουν ένα από τα ωραιότερα ντουέτα εκείνης της περιόδου αλλά η καλλιτεχνική τους σύζευξη θα είναι σχετικά σύντομη και στιγματισμένη από παράπονα και «γκρίνιες». Η Χρυσάφη θα κατηγορήσει τον Μητσάκη, ότι τα τραγούδια που εκείνη κάνει επιτυχία στο πάλκο -όπως συνηθιζόταν τότε- τα ηχογραφεί με άλλες ερμηνεύτριες ενώ ο δημιουργός, απαντώντας, θα θέσει το ζήτημα των διαφορετικών εταιρειών που δεν επιτρέπει τη δισκογραφική τους συνεργασία. Η Χρυσάφη ανήκε στην Odeon και ο Μητσάκης στην Columbia.
Στο ίδιο κέντρο θα ξανασυναντηθούν με επιτυχία το 1954 και το 1957. Έχουν μεσολαβήσει τα ταξίδια του Μητσάκη στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα της Χρυσάφης στην Αμερική. Η λεζάντα που προανήγγειλε την δεύτερη επανασύνδεσή τους έγραφε: Ξανασμίγουν τα' αηδόνια.

♫ΟΠΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΜΑΛΑΜΑ
ΟΠΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΜΑΛΑΜΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ
Η δυναμική πορεία του Μητσάκη θα έχει συνέχεια και «συγκομιδή» και στις επόμενες δεκαετίες. Μετά από έναν στενωπό και μια κάμψη που θα έχει στα μισά του '50, το «Όπου Γιώργος και μάλαμα» θα του προσφέρει στήριγμα και εφαλτήριο για νέα «σουξέ». Ο Θεόδωρος Δερβενιώτης, μαέστρος τότε στην Columbia, θυμάται χαρακτηριστικά ότι ο Νίκανδρος Μηλιόπουλος, εκ των διευθυντικών στελεχών της εταιρείας, αντιμετώπιζε με δυσπιστία το συγκεκριμένο τραγούδι και τις προοπτικές του. Μάλιστα είχε δημιουργηθεί κι ένα «παγωμένο» κλίμα με τον Μητσάκη αφού μια σειρά δημιουργιών του είχαν περάσει απαρατήρητες.
Η κάθετη στάση του Δερβενιώτη -που εκτιμά ιδιαίτερα το έργο του Μητσάκη- σχετικά με την ποιότητα και το «γκελ» του «Όπου Γιώργος και μάλαμα» ήταν καθοριστική. Νωρίτερα -αλλά και στη συνέχεια- ο Μητσάκης θα βρει στο πρόσωπο του ανερχόμενου Στέλιου Καζαντζίδη τον ιδανικό εκφραστή μιας ομάδας κοινωνικών τραγουδιών που έθιγαν και φωτογράφιζαν κυριολεκτικά τα «κακώς κείμενα» και την δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει το μεγαλύτερο τμήμα των λαϊκών στρωμάτων.
Οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους: Θλιμμένο δειλινό, Ζωή είν' αυτή Ζωίτσα μου, Χτύπα φτωχή καμπάνα, Αχάριστε κόσμε και ντουνιά, Οι καλοί πεθαίνουν νέοι, Το πιο πικρό ψωμί, Πέφτουν τα φύλλα απ' τα κλαριά, Ζωντανό με κλάψανε, Βράδιασε μες το Γεντί Κουλέ, Το σήμερα χειρότερο, Όλα μαύρα, Το μεροκάματο, Κλάψε φτωχή καρδούλα μου -σε μουσική Δερβενιώτη-, Άσε με γιατρέ μου θέλω να πεθάνω, Μοναξιά και φτώχεια κ.ά. Με τον Καζαντζίδη ο Μητσάκης αφήνει τον ευρωπαϊκό του αέρα και επιστρέφει σε πιο βυζαντινά ηχοχρώματα. Αυτός θα σηματοδοτήσει δισκογραφικά και το «πάντρεμα» του ερμηνευτή με την Μαρινέλλα με εναρκτήριες εγγραφές τα: Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ, Νίτσα Ελενίτσα, Το ρομάντζο. Ο Καζαντζίδης σε συζήτηση που είχα μαζί του θα επισημάνει τον όγκο και την αστείρευτη φλέβα του δημιουργού: «Τα τραγούδια του τα τραγούδησε ολόκληρη η Ελλάδα. Είναι ίσως ο πιο πολυτραγουδισμένος συνθέτης»4.
Οι δυο τους θα συναντηθούν «διακριτικά» και στην δεκαετία του '60, χωρίς ν' αφήσουν όμως έντονα τα χνάρια τους, με εξαίρεση το πανελλαδικής εμβέλειας «Το δικό μου πάπλωμα». Στο μεγάλο δίσκο αφιέρωμα «Ο Κύριος Μητσάκης» (1993) ο Καζαντζίδης στην εισαγωγή του «Τι γυρεύεις παλικάρι» περνάει στο μικρόφωνο τον χαιρετισμό: «Γεια σου Μητσάκη μεγάλε δάσκαλε».

♫ΑΝ ΖΟΥΣΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ.
Αν ζούσαν οι αρχαίοι-Νίκος Δημητράτος
Στα χρόνια του '60 ο Μητσάκης βρίσκεται ανελλιπώς στην επικαιρότητα. Στην ζωή του έχει μπει πλέον «το μεγάλο κεφάλαιό του»5, η δεύτερη σύζυγός του Αθηνά. Οι παλιές του δόξες επανεκτελούνται από κορυφαίους λαϊκούς τραγουδιστές ενώ μια σειρά καινούργιων συνθέσεων του κατέχουν περίοπτες θέσεις στις λίστες επιτυχιών: Το παιδί που μπήκε τώρα, Στον Πειραιά συννέφιασε, Της Λαρίσης το ποτάμι, Ο μπάρμπα Θωμάς, Πάρε το δαχτυλίδι μου κ.ά. με τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Σπύρο Ζαγοραίο, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Μανώλη Αγγελόπουλο κ.ά. Παράλληλα συμβάλει με τα τραγούδια του στην καθιέρωση νέων ερμηνευτών, όπως οι Λίτσα Διαμάντη (Συννεφιές), Γιάννης Καλατζής (Πού 'σαι καημένε Περικλή), Γιώργος Νταλάρας (Στην εποχή του Πάγκαλου), Γιάννης Πάριος (Η θάλασσα του Πειραιά), Καίτη Αμπάβη κ.ά. Προσπαθώντας να κρατηθεί στις κορυφογραμμές της τραγουδοποίας και των τάσεων της εποχής ακολουθεί πιο «έντεχνες» διαδρομές. Παρά τις εμπορικές δάφνες που θα αποκομίσει δεν θα καταφέρει να αγγίξει τα όρια της πρώτης και αξεπέραστης φάσης της καριέρας του.

Ο στίχος του που τόσο εύστοχα αντικατόπτρισε μια ολόκληρη κοινωνία και εποχή, το πνεύμα, τις αγωνίες και τα συναισθήματά της, αρχίζει να δείχνει τις ρυτίδες του, να καταφεύγει σε μανιέρες κι ευκολίες και να χάνει το σφρίγος και το σμάλτο του. Είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο πριν το '70 λίγο επιχειρώντας να κάνει και πάλι τραγούδια με τον Νταλάρα, εκείνος θα αρνηθεί την πρότασή του: «Τώρα κάνω άλλα πράγματα, δεν τραγουδάω αυτό το μοτίβο»6. Ο Μητσάκης δεν θα παραδοθεί άνευ ορών στα νέα καλέσματα των καιρών και στο «άδειασμα» των πρωτομάστορων του κλασικού λαϊκού απ' τις μεγάλες εταιρείες. Στη Lyra θα ανοίξει και πάλι το «Ρεμπέτικο Σχολείο» του και «Το Παλιό Τεφτέρι» του κάνοντας κατάσταση και σημαντικές πωλήσεις με νέους κυρίως καλλιτέχνες μέσα από μια σειρά δίσκων 33 στροφών. Το δέσιμο και επικοινωνία τον κόσμο έχουν κτιστεί με στέρεα υλικά. Άλλωστε απ' τις αρχές του '60 στη νύχτα δείνει δυναμικό παρών: Στο Κάστρο, στο Βράχο, στα Χρυσά Κλειδιά, στον Περικλή και στο Πλακιώτικο Σαλόνι στην Πλάκα, στο Άλσος με τον Οικονομίδη, στη Νεράϊδα, στα Παλιά Δειλινά, στο Quenn Ann.

♫ΑΝ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Αν μιλούσανε τα σύννεφα - Άννα Μαριάννα & Γιώργος Μητσάκης
Ίσως να ζούσαν οι αρχαίοι, όπως και ο τίτλος του χαρακτηριστικού lp του Μητσάκη, που κυκλοφόρησε το 1969 να εκτιμούσαν περισσότερο το έργο και τις ιδιαιτερότητές του. Τις εμμονές του με τις συννεφιασμένες και βροχερές ημέρες (Στον Πειραιά συννέφιασε, Αν μιλούσαν τα σύννεφα, Ψιλοβρέχει, Της βροχούλας το νεράκι κ.ά.) με τους ψαράδες, το ψάρεμα και τη θάλασσα (Ο Νικόλας ο ψαράς), με τους Γιώργηδες και τα ονόματα γενικότερα (Έδιωξες το Δημητράκη), με τα επαγγέλματα και τις ιδιότητες (Ο βιοπαλαιστής, Ο φοιτητής, Ο πατέρας, Ο ναύτης, Το φανταράκι, Οι καπεταναίοι, Ο τσιγγάνος), με τις τοποθεσίες (Στης Καλλιρόης το ρέμα, Στο γύρο της Ακρόπολης, Θεσσαλονίκη, Στα Τρίκαλα, Γκρεμίζουν την Αθήνα την παλιά) τα δαχτυλίδια της αγάπης, το κομπολογάκι που το έχανε και το ξαναέβρισκε, τα ερωτικά τρίγωνα που δεν χωρούν σε «διπλό πάπλωμα» και «μικρό χαγιάτι», τους φυλακισμένους στα κάτεργα και τόσες ακόμη στιγμές που περικλείουν την πολυδιάστατη θεματολογία του που ανέπτυξε με ποιητική σφραγίδα, δυναμισμό, αμεσότητα, κριτική σκοπιά και σαφήνεια με συμπορευτή του λόγου τις όμορφες και ισοβαρής μελωδίες του.

♫ΟΤΑΝ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ.
ΟΤΑΝ ΣΒΗΣΕΙ ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ-Ν.ΓΙΟΥΛΑΚΗΣ
Το 1981 η ζωή του θα κινδυνέψει μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Θα αποσυρθεί από τα πράγματα αλλά αραιά θα επανέλθει στη νυχτερινή διασκέδαση: Το 1983 στα Δειλινά, το 1984 στο Χάραμα και το 1987 στην Όμορφη Νϋχτα. Το 1991 αντιμετωπίζει νέα προβλήματα με την υγεία του και φεύγει απ' τη ζωή το μεσημέρι της 17ης Νοεμβρίου του 1993. Με χαμόγελο στα χείλη και ικανοποιημένος από τη συναυλία που οργανώθηκε προς τιμήν του από το Δήμο Πειραιά στο Βεάκειο με συμμετοχή πλήθους καλλιτεχνών τον Ιούλιο της ίδια χρονιάς κι έχοντας προλάβει να απολαύσει το ύστατο σουξέ, με τις χρυσές πωλήσεις της συλλογής «Η Ελλάδα του Μητσάκη». «Δραπέτης» απ' το «Γεντί Κουλέ» της ζήσης και με σβηστό «Καντήλι» όπως ερμήνευε ο Νίκος Γιουλάκης σε κάποια τραγούδια του «Δάσκαλου» που ανήκουν και στα αγαπημένα του γράφοντα.

'Όταν θα σβήσει και το δικό μου το καντήλι
θέλω να πεθαίνω με χαμόγελο στα χείλη..


1,3,5,6Γιώργος Μητσάκης - Αυτοβιογραφία, επιμέλεια Νίκος Οικονόμου (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) 2Συνέντευξη του Μητσάκη στους Στέλιο Ελληνιάδη και Γιώργο Κοντογιάννη (Ντέφι, τεύχος 8,1983) 4. Κι Όσο Υπάρχει θα Υπάρχω - Η πορεία και τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη, του Κώστα Μπαλαχούτη (εκδόσεις Ατραπός). Επίσης στοιχεία αντλήθηκαν από Ρεμπέτικη Ανθολογία, του Τάσου Σχορέλη (εκδόσεις Πλέθρον) Μανώλης Αγγελόπουλος, Ο Μεγάλος Τσιγγάνος, όπως τον γνώρισα του Τάσου Καραίσκου (Ατραπός) Αρχείο Ελληνικής Δισκογραφίας, Συνθέτες του Ρεμπέτικου του Παναγιώτη Κουνάδη (σειρά ψηφιακών δίσκων της Minos-Emi). ΔΙΦΩΝΟ ΤΕΥΧΟΣ 98 (ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2003)



 Ρεμπέτικο Φόρουμ - The greatest rembetiki pareaΠΗΓΗΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣwww.rembetiko.gr






To Faust κάνει ''συμφωνία'' με τους String Demons !

$
0
0
Ενσωματωμένη εικόνα 2
Μετά τα Summer Demon Concerts σε Ελλάδα και εξωτερικό, αλλά και την καλοκαιρινή μουσική συνάντησή τους με τον Μίλτο Πασχαλίδη οι String Demons κατεβαίνουν στο Μοναστηράκι! Στο παραμυθένιο Faust...
Και το παραμύθι αρχίζει .... Μιά φορά και έναν καιρό ήταν δύο αδέλφια που έπαιζαν βιολί και βιολοντσέλο και τους λέγανε δαίμονες των εγχόρδων...
...έγχορδα , παρτιτούρες, ηλεκτρισμός , τρέλα , ατμόσφαιρα , διάθεση θεατράλε , ορχηστρικά , παιχνίδια , λυρισμός , τραγούδια , καινούργιο υλικό εν όψει τρίτου δίσκου (Minos EMI) και το παραμύθι το Stringdemoνικό συνεχίζεται...!
μαζί τους και τα εξής 'ξωτικά' της μουσικής : η κλασσική , η heavy metal , το rock , τo παραδοσιακό , το εκκλησιαστικό, το λαϊκό ! 
Ενσωματωμένη εικόνα 1

Summer Demon-Concerts 2017

18/5 Aρσάκειο Ψυχικού

7/6 Θέατρο Βράχων opening act - Συναυλία Μίλτου Πασχαλίδη

11/6 Φεστιβάλ Αθηνών - Πειραιώς 260

12/6 Μουσείο Μπενάκη  String Demons μαζί με το Βάγγελη Μπουντούνη και τη Μάρω Ραζή

16/6 Θεσσαλονίκη , Μονή Λαζαριστών opening act - Συναυλία Μίλτου Πασχαλίδη

30/6 Πάτρα , Ρωμαϊκό Ωδείο opening act - Συναυλία Μίλτου Πασχαλίδη

2/7 Μαρούσι , Θέατρο ΑΜαλίειο String Demons με τις 100 Κιθάρες και τον Βαγγέλη Μπουντούνη

5/7 Κύπρος-Λάρνακα  String Demons με τις 100 Κιθάρες , Βαγγέλη Μπουντούνη και Μάρω Ραζή

17/7 Βεάκειο Πειραιά opening act - Συναυλία Μίλτου Πασχαλίδη

18/7 Μέγαρο Μουσικής Αθηνών - World Scholars Cup

22/7 Φεστιβάλ Παραλίας - Ράχες Στυλίδας

11/8 Πελοπόννησος - Μάνη Mani Sonnenlink Music Festival

18/8 Σύμη 

16/9 Θεσσαλονίκη Φεστιβάλ KNE

27/9 Ελευσίνα , Φεστιβάλ Αισχύλεια

20/10 Γερμανία Φεστιβάλ


Λεπτομέρειες για τις συναυλιές καθώς και νέες ημερομηνίες στο Facebook : https://www.facebook.com/string.demons/?fref=ts


Their adventure in this world has started in Athens.

With a unique and explosive way, they reconcile classical music with Heavy Metal and traditional / folk music with rock... and wherever the music takes them, always with rhythm, nuttiness, humour, percussion instruments - drums and string instruments...!!! And the result is magically explosive.
Constantine’s cello, Lydia’s violin, their take on the compositions of Iron Maiden, Queen, Vivaldi, Vamvakaris and many others, where Lady Gaga meets with Laikodimotika, Abba meets Pontiac music, their own compositions, electrical music in contrast to the classical education of the two siblings, the influence of Christian and Byzantine hymns, the musical surprises and the new covers - compositions that they prepare constantly, enchant every listener and the atmosphere is at least Dionysian as soon as their fingers touch the strings.
Both received their diplomas with honours and first prizes, they have received awards in competitions and have taken active part in many great masters seminars in Greece and abroad.
They have appeared at the Athens and Thessaloniki Concert Hall, Herodium Ancient Theatre and many other scenes and theatres throughout Greece and abroad (Europe – Cyprus - America).
In their course as a music band so far, which only started in 2014-15, they have been able to stand worthy next to top foreign acts of the same style, with their subversive - entertaining albums and their sold out performances, having already gained many fans.

in April 2015 they released their album ''String Demons'', which includes, inter alia, their successful' 'look'' on the traditional dance ‘'Kagelia'' in its ''long version'' (which was 'Viral' online) proving that classical culture and art can be combined harmoniously with the soul and the playful rhythm of a traditional piece. In June 2016 and released their second album, titled '' Fear of the Bach'', which is double and includes their own songs and their remixes-compositions, starting from Vivaldi, Bach and reach  Iron Maiden,  Queen, Vamvakaris and Greek traditional music, all rendered with Dionysian energy and rock mood.
Currently they prepare their third String-demonic album to be released by MINOS - EMI UNIVERSAL. 

Δελτίο Τύπου...
Η περιπέτεια τους στον κόσμο έχει ξεκινήσει από την Αθήνα. Με μοναδικό και εκρηκτικό τρόπο συμφιλιώνουν την κλασική μουσική με το Heavy Metal και την παραδοσιακή / λαϊκή με το Ροκ ..και όπου φτάνει η μουσική με ρυθμό, τρέλα, χιούμορ , κρουστά - τύμπανα και Έγχορδα ... !!! και το αποτέλεσμα είναι μαγικά εκρηκτικό. Το βιολοντσέλο του Κωνσταντίνου, το βιολί της Λυδίας, η ματιά τους πάνω στις συνθέσεις των Iron Maiden, των Queen , του Vivaldi, του Βαμβακάρη και πολλών άλλων, εκεί που η Lady Gaga θα συναντηθεί με τα Λαικοδημοτικά , οι Abba με τα Ποντιακά , οι εξ’ ολοκλήρου δικές τους, ο ηλεκτρισμός σε αντίθεση με την κλασική παιδεία των δύο αδελφών,  οι επιρροές από Χριστιανικούς και Βυζαντινούς ύμνους ,οι μουσικές εκπλήξεις και οι συνεχώς καινούργιες διασκευές-συνθέσεις που ετοιμάζουν μαγεύουν κάθε ακροατή και η ατμόσφαιρα γίνεται τουλάχιστον διονυσιακή όταν τα δάχτυλα τους ακουμπήσουν τα έγχορδα. Και οι δύο πήραν τα διπλώματα τους με άριστα παμψηφεί και Α 'Βραβείο, έχουν βραβευτεί σε διαγωνισμούς και λάβει ενεργά μέρος σε σεμινάρια μεγάλων δασκάλων σε Ελλάδα και εξωτερικό. Έχουν εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και Θεσσαλονίκης, στο Ηρώδειο και σε πολλές άλλες σκηνές και θέατρα σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ευρώπη-Κύπρος-Αμερική). Στην μέχρι τώρα πορεία τους σαν σχήμα, που ξεκίνησε μόλις το 2014-15, έχουν καταφέρει να σταθούν πανάξια δίπλα στα κορυφαία ξένα σχήματα του είδους με τους ανατρεπτικούς-ψυχαγωγικούς δίσκους και  τις sold out παραστάσεις τους έχοντας αποκτήσει κιόλας φανατικό κοινό .Αυτή τη περίοδο ‘’μαγειρεύουν’’ τον τρίτο τους Stringdemoniko δίσκο που θα κυκλοφορήσει από την MINOS-EMI UNIVERSAL.

Στις 23 Ιουνίου του 2016 κυκλοφόρησε ο δεύτερος stringdemoνικός δίσκος. Φέρει τον τίτλο '' Fear of the Bach '' και περιέχει εκρηκτικούς συνδυασμούς της Heavy Metal, της Παραδοσιακής και της Κλασσικής μουσικής! Όταν τον εντοπίσετε, να γνωρίζετε ότι  περιλαμβάνει: επιθετικά Ικαριώτικα Δοξάρια, Iron Maiden και Queen με ... '' εγχορδικό '' αέρα, έναν Bach ... ροκ, ολοκαίνουργια δικά τους κομμάτια, θεατράλε διάθεση, διονυσιακά κρουστά και ... όλα τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψετε πατώντας το '' PLAY ''! Πάντα με την προσωπική τους αισθητική και σφραγίδα, ο δίσκος '' Fear of the Bach '', ο οποίος απέσπασε εξαιρετικές κριτικές από δημοσιογράφους και ακροατές, κλείνει μέσα του ένα χορταστικό ''Συμφωνικό Πανηγύρι’’!

O Κωνσταντίνος και η Λυδία Μπουντούνη, το «δαιμονικό» ντουέτο εγχόρδων είναι δύο νέοι μουσικοί που με απίστευτο συγχρονισμό μεταξύ τους, με φαντασία στις διασκευές και μείξεις ετερόκλητων τραγουδιών και βέβαια με δικές τους συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από την διακριτή τους ταυτότητα και το προσωπικό τους στίγμα, θα μας ταξιδέψουν από το ροκ μέχρι την κλασική και την παραδοσιακή μουσική με ευρηματικότητα και έντονη επικοινωνία.

Χαράλαμπος Γαμβρέλλης, αγιογράφος

v  Θησαυρός! Απλά, συγκλονιστικοί! Σεμνοί και επιδέξιοι μαζί, σκηνικά γοητευτικοί και σίγουροι, γεφυρώνουν ιδανικά τον ενθουσιασμό και την «τρέλα» μιας πανκ μπάντας με την σεμνότητα και την «ησυχία» ενός εκκλησιαστικού ύμνου. . Το ρίγος που ένοιωσα, τα «ομολογεί» όλα.

Αλέξανδρος Σουλαχάκης, ακροατής

v  -H ενέργεια που δημιουργούν αυτοί οι δύο νέοι άνθρωποι είναι τεράστια. Τόσο τεράστια, που μπορεί να κάνει τη γη να περιστρέφεται ανάποδα. Είναι σίγουρα μαγικός ο τρόπος με τον οποίο τοποθετούν τη γνώση και τη φαντασία τους πάνω στις χορδές. Ακόμα και αν δε πιστεύετε στην μαγεία η μουσική τους θα σας μαγέψει. Αν δεν το βιώσετε ζωντανά δε μπορείτε να καταλάβετε για τι μιλάμε. Όταν παίζουν οι String Demons τα vibes κυριολεκτικά χοροπηδάνε στο χώρο ανακατεύοντας το σύμπαν. Δεν είναι ούτε η γνώση, δεν είναι ούτε η φαντασία αλλά η ψυχή τους που πραγματικά δίνει άλλη διάσταση στον όρο μουσική. Σας ευχαριστούμε για αυτό που ζήσαμε μαζί σας.


To Faust κάνει ''συμφωνία'' με τους String Demons !

στις 29 Noεμβρίου

και Ώρα 21.30

Ο Μπάμπης Τσέρτος σε μία μοναδική εμφάνιση

$
0
0
Ο Μπάμπης Τσέρτος σε μία μοναδική εμφάνιση
Το κτήμα «Οινοφόρος»υποδέχεται την Παρασκευή 24 Νοεμβρίουτον Μπάμπη Τσέρτοσε μία μοναδική εμφάνιση. Ο Μπάμπης Τσέρτος, είναι ένας σπουδαίος ερμηνευτής, που διακρίνεται για το πάθος του, στο καλό τραγούδι, αυτό που υπηρετεί με αγάπη και ήθος πάνω από 30 χρόνια .

Ο Μπάμπης Τσέρτος, μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες φωνές του ελληνικού τραγουδιού, έχει κατορθώσει στη μακρόχρονη πορεία του να παραμένει συνεπής στις ποιοτικές επιλογές του διευρύνοντας συνεχώς το ρεμπέτικο και λαϊκό ηχόχρωμα μέσα από τις προσωπικές του αναζητήσεις και συνεργασίες.

Από μικρός έδειξε μια αγάπη στα τραγούδια της υψηλής συγκίνησης και προσπάθησε να επαναφέρει στο σήμερα σημαντικά τραγούδια άλλων εποχών, πράγμα που είναι πολύ σπουδαίο».


Mελετά το ελληνικό τραγούδι σε όλο του το εύρος. Στο ρεπερτόριο του συνυπάρχουν το ρεμπέτικο, το λαϊκό, το έντεχνο καθώς και το λεγόμενο «ελαφρό» τραγούδι, καθώς και τραγούδια πέρα από τη δισκογραφία του.
Πιστός πάντα στο καλό ελληνικό τραγούδι και στην αυθεντική διασκέδαση, ο καλλίφωνος «μπελκάντο» Μπάμπης Τσέρτος θα παρουσιάσει την Παρασκευή 24 Νοεμβρίου στο Κτήμα «Οινοφόρος» ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερo πρόγραμμα «εφ’ όλης της ύλης» με τις μεγαλύτερες στιγμές του ρεμπέτικου, σμυρνέικου, παραδοσιακού και λαϊκού μας τραγουδιού.
Θα ακουστούν τραγούδια από την προσωπική δισκογραφία του Μπάμπη Τσέρτου, τραγούδια ελαφρά (Σουγιούλ, Γούναρη κ.ά.), έντεχνα λαϊκά (Θεοδωράκης, Χατζιδάκις κ.ά.), λαϊκά (Καζαντίδης, Μπιθικώτσης, Γαβαλάς κ.ά.) αλλά και της νεότερης γενιάς (Μάλαμας, Κορακάκης κ.ά.).
Μαζί του επί σκηνής η εξαιρετική τραγουδίστρια Ειρήνη Τουμπάκη και τέσσερις σπουδαίοι μουσικοί.

Ο μεγάλος Έλληνας βιολιστής Κυριάκος Γκουβέντας, ο Κώστας Ζαριδάκης στο μπουζούκι, ο Κώστας Τσεκούρας στην κιθάρα και ο Γιάννης Τσέρτος στο πιάνο και την επιμέλεια της ορχήστρας.


Εκδήλωση για το ρεμπέτικο τραγούδι στην Κατοχή και τον Εμφύλιο στις 11 Δεκέμβρη

$
0
0

Εκδήλωση αφιερωμένη στο ρεμπέτικο τραγούδι στην περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου διοργανώνει η ΚΟΒ Κέντρου - Αγ. Τριάδαςτης ΤΟ Περιστερίουτου ΚΚΕ.
Θα πραγματοποιηθεί τη Δευτέρα 11 Δεκέμβρη στις 7 μ.μ.στο αμφιθέατρο του Δημαρχείου Περιστερίου (στάση Μετρό Περιστέρι). Θα παρουσιαστούν τραγούδια της περιόδου, όπως το «Χαϊδάρι», «Κάποια μάνα αναστενάζει» και «Κάνε λιγάκι υπομονή», ενώ θα προβάλλεται φωτογραφικό υλικό από το Αρχείο του ΚΚΕ.
Προσκλήσεις για την εκδήλωση διατίθενται από την Οργάνωση.
Ταυτόχρονα, κυκλοφορεί μπροσούρα με το περιεχόμενο της εκδήλωσης, η οποία επίσης διατίθεται από την Οργάνωση.

Μαριώ Το ρεμπέτικο «αλλιώς»! στο Μ.Μ.Θ.

$
0
0

“Η τελευταία ρεμπέτισσα συναντά τη συμφωνική ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης ” την Παρασκευή, 8 Δεκεμβρίου 2017 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης σε αγαπημένα ρεμπέτικα τραγούδια ενορχηστρωμένα από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης!
Όταν την ρωτήσανε τι την έφερε στον κόσμο του τραγουδιού, απάντησε «το ρεμπέτικο τραγούδι από το γραμμόφωνο και ο πατέρας μου που ήταν μουσικός», αλλά και «τα σμυρνέϊκα που τα άκουγα από την κούνια μου γιατί τα τραγούδαγε η μάνα μου».
Αυτός είναι ο κόσμος της Μαριώς. Το ρεμπέτικο τραγούδι. Που το υπηρετεί με συνέπεια περισσότερο από 50 χρόνια.
Γνήσια ρεμπέτισσα και μια από τις εκφραστικότερες εκπροσώπους του είδους, η Μαριώ,
επιστρέφει στην πατρίδα της, τη Θεσσαλονίκη, για να εμφανιστεί για πρώτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής της πόλης σε μία συνάντηση με τη Συμφωνική ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης, παρουσιάζοντας ένα αφιέρωμα τιμή στο ρεμπέτικο τραγούδι και στην ίδια.

Την Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου, η μεγάλη ρεμπέτισσα Μαριώ,  παρέα με το συνθέτη και σολίστα του μπουζουκιού Δημήτρη Λίβανο, το μαέστρο και πιανίστα Παναγιώτη Παπαγεωργίου και την εξαιρετική Συμφωνική ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης συμπράττουν σε μία μουσική συνάντηση που συμβαίνει για πρώτη φορά.
 Μουσική επιμέλεια: Παναγιώτης Παπαγεωργίου

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

Ώρα Έναρξης: 21:00
Τιμές Εισιτηρίων: 28€, 23€, 18€,13€,10€
ΑΜΕΑ, ΑΝΕΡΓΩΝ, ΦΟΙΤΗΤΙΚΑ 10€

Προπώληση Εισιτηρίων:
  • Στο Μέγαρο Μουσικής: 25ης Μαρτίου & Παραλία
    Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα-Σάββατο: 10:00πμ-6:00μμ
    Τηλέφωνο : 
    2310 895938-9
  • Στα εκδοτήρια στην Πλατεία Αριστοτέλους:
    Ώρες λειτουργίας: Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο:10:00πμ-3:30μμ
                                 Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή:10:00πμ-2:00μμ και 5:30μμ-8:00μμ
  • Ηλεκτρονικά στο Viva.gr
Τα εισιτήρια που αγοράζονται ηλεκτρονικά, παραλαμβάνονται με την επίδειξη ταυτότητας στα εκδοτήρια του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης ή στην πλατεία Αριστοτέλους οποιαδήποτε στιγμή. Επίσης η παραλαβή μπορεί να γίνει ακόμα και λίγη ώρα πριν την παράσταση στα ταμεία του χώρου της εκδήλωσης.
Παραγωγή: art-tclive


Από: Χρήστος Δόκαλης




Το νέο CD του Βαλτινού μουσικού Θοδωρή Θεοδωρίδη: «4 ρεμπέτικα από την γιάφκα του λάκκου» (audio)

$
0
0
tessera-rempetika-theodoridis
Το νέο του CD με τίτλο «4 ρεμπέτικα» κυκλοφόρησε πρόσφατα ο 19χρονος φοιτητής Θοδωρής Θεοδωρίδης, με καταγωγή από το Μπαμπαλιό Βάλτου. 
Το CD ηχογραφήθηκε πέρυσι στο studio «Γιάφκα» των εκδόσεων «Ιαχώ». Οι εκδόσεις «Ιαχώ» είναι μία προσπάθεια που ξεκίνησε πέρυσι ο Θοδωρής Θεοδωρίδης για να κυκλοφορήσει τις δουλειές του και όχι μόνο, καθώς έχει παρουσιάσει και μία ποιητική συλλογή, το “Novus Ordo Chaos” του Αγαθοκλή Βλαβιανού.
Ο δίσκος που κυκλοφόρησε τώρα έχει τέσσερις διασκευές από ρεμπέτικα τραγούδια και θα παρουσιαστεί μέσα στις γιορτές των Χριστουγέννων στο Αγρίνιο. Στο χώρο της παρουσίασης, που δεν έχει ανακοινωθεί ακόμη, θα μπορεί ο καθένας να αγοράσει το CD με τίτλο «4 ρεμπέτικα από τη γιάφκα του λάκκου».

Ο Θοδωρής Θεοδωρίδης ξεκίνησε να παίζει μουσική ζωντανά στο Αγρίνιο το 2011 όταν έκανε κάποιες συναυλίες σε μικρούς χώρους και μαγαζιά, όπως και σε σχολικές εκδηλώσεις. Το καλοκαίρι του 2012 διοργάνωσε το 1ο «Anti Inhumanity Festival», του οποίου τα έσοδα πήγαν στο Χαμόγελο του Παιδιού. Εκείνο το καλοκαίρι δημιουργήθηκε η «Asgaror Records», μία διοργανώτρια ομάδα για τις εν λόγω δράσεις.

Από το 2011 και μετά, μέχρι να φύγει από το Αγρίνιο για να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο της Κρήτης, έπαιζε σε γνωστά μαγαζιά της πόλης και σε ρεμπετάδικα. Η ενασχόληση του με το ρεμπέτικο έχει τις ρίζες της ουσιαστικά στα παιδικά του χρόνια καθώς μεγάλωσε έχοντας ακούσματα λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής, κυρίως Ποντιακά, καθώς η καταγωγή του είναι Ποντιακή.

Σπουδάζει Ειδικό Αρμονίας, Πιάνο και Ιστορία και Μορφολογία της Μουσικής στο Ηράκλειο Κρήτης, παίζει κιθάρα από πολύ μικρός και έχει γράψει αρκετά τραγούδια από τα οποία προς το παρόν έχει ηχογραφήσει ελάχιστα.

Σε επικοινωνία που είχε με το agriniopress.gr, ανέφερε τα εξής: Θέλω απλά να ευχαριστήσω τους ανθρώπους που μου στέκονται σε ότι κάνω και με βοηθάνε απλά και μόνο με το να είναι δίπλα μου, που για μένα αυτό είναι τα πάντα.
Τον δίσκο τον αφιερώνω στους γονείς μου, στα αδέρφια μου, στην Διοτίμα μου, στην Αναστασία μου και στον Γιώργο. Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στους μουσικούς μου πατέρες που έγραψαν τα τραγούδια τα οποία εγώ διασκευάζω σήμερα και έδωσαν τα θεμέλια σε αυτό που λέμε Ελληνικό Τραγούδι.


Οι εκδόσεις Ιαχώ είναι το σπίτι μου. είναι η βάση από την οποία ξεκινάνε όλα όσα κάνω. πρόσφατα πέρα από το CD κυκλοφορήσαμε και μία ποιητική συλλογή με ποιήματα του Αγαθοκλή Βλαβιανού, την συλλογή Novus Ordo Chaos. ξεκίνησα να εκτυπώνω τα CD μου φέτος και τα βιβλία του Αγαθοκλή, πέρυσι. έτσι ξεκίνησε και η Αυτόνομη Καλλιτεχνική Στέγη Ιαχώ. αυτό που προσπαθούμε είναι η συνεχής και απεριόριστη διάδοση κάθε τέχνης χωρίς να κόβουμε τίποτα και φωτίζοντας τα πάντα.





Οι Imam Baildi μιλούν στο iefimerida.gr για τα 10 χρόνια επιτυχίας τους [βίντεο]

$
0
0

Οι Imam Baildi, μετά από 30 συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο, sold out βραδιές στο Λονδίνο, τη Ζυρίχη και το Μόναχο, επιστρέφουν στην Αθήνα για να ολοκληρώσουν το 10th Anniversary Tour τους.
Η πολυαγαπημένη μπάντα ετοιμάζει, εν μέσω εορτών, νέες μουσικές περιπέτειες για τις Παρασκευές του Δεκέμβρη στο Passport Κεραμεικός.
Το αγαπημένο συγκρότημα που δημιούργησαν ο Λύσανδρος και ο Ορέστης Φαληρέας το 2007, όταν άρχισαν να πειραματίζονται με remixes ελληνικών τραγουδιών από τις δεκαετίες του '40, του '50 και του '60, κλείνει 10 χρόνια επιτυχίας και οι δημιουργοί του, κάνουν μία μικρή διαδρομή στην μέχρι τώρα πορεία τους, μιλώντας στο iefimerida.gr.
«Ξεκινήσαμε ακούγοντας παραγωγούς της δεκαετίας του ‘90 όπως ο Moby, ο Dj Shadow και πολλοί άλλοι, που χρησιμοποιούσαν ηχητικά δείγματα (samples) από παλιότερες ηχογραφήσεις της δικής τους μουσικής κουλτούρας, και με βάση αυτά έφτιαχναν ένα νέο ήχο. Σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι αντίστοιχο με το ελληνικό ρεπερτόριο, και το 2007 κυκλοφορήσαμε το πρώτο μας album».
«Δεν είχαμε καν σκεφτεί να εμφανιστούμε στη σκηνή με αυτό το υλικό, αλλά μόλις κυκλοφόρησε το album δεχτήκαμε αρκετές προτάσεις, και αρχίσαμε να φτιάχνουμε μια μπάντα που θα μπορούσε να παρουσιάσει αυτό το υλικό ζωντανά. Έκτοτε έχουμε κυκλοφορήσει ακόμα 3 albums (2 studio και ένα live), κάνουμε συνεχόμενα εμφανίσεις και έχουμε ταξιδέψει σε 23 χώρες του κόσμου».

-Νέα τραγούδια και εμφανίσεις, να περιμένουμε κάτι διαφορετικό ή κλασικά αγαπημένα;



Η μεγαλύτερη ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη, λέει η Μαριώ

$
0
0
Φωτογραφία: ΜΟΤΙΟΝ ΤΕΑΜ/ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Οι δύο εμφανίσεις της Μαριώς στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πριν από λίγα χρόνια εξέπληξαν το κοινό, αφού δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ρεμπέτες να τραγουδούν σε χώρους όπως ο συγκεκριμένος.
Την προσεχή Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου η «τελευταία ρεμπέτισσα» θα εμφανιστεί για πρώτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής της γενέτειράς της Θεσσαλονίκης, σ’ ένα αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι και στην ίδια. Η ιδιαιτερότητα σ’ αυτήν τη συναυλία έγκειται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά εκτός από την ορχήστρα της που θα τη συνοδεύει, θα… συναντήσει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Εύλογα λοιπόν, τίθεται το ερώτημα, πώς μπορούν να συνυπάρξουν και να «δέσουν» μια ρεμπέτισσα με μια συμφωνική ορχήστρα σε ένα Μέγαρο Μουσικής, και πώς θα ακουστούν αγαπημένα ρεμπέτικα τραγούδια ενορχηστρωμένα από μία συμφωνική ορχήστρα.

Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δίνει η ίδια η Μαριώ στη συνέντευξή της στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, επισημαίνοντας πως το αφιέρωμα του ρεμπέτικου τραγουδιού σ’ ένα Μέγαρο Μουσικής δικαιώνει τους ρεμπέτες, ενώ δικαιώνεται και η Θεσσαλονίκη στην οποία -όπως υποστηρίζει- γράφτηκε η μεγαλύτερη ιστορία του ρεμπέτικου.
Επίσης εκφράζει την άποψη πως το ηλεκτρικό μπουζούκι έχει αλλοιώσει το ύφος και το «χρώμα» του ρεμπέτικου, ενώ τονίζει πως θεωρεί σημαντικό το ενδιαφέρον των νέων για αυτό το είδος μουσικής.

Ακολουθεί η συνέντευξη της Μαριώς στον Νίκο Γιώτη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

Ερ. Τι σημαίνει για σας το αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι και σε σας, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης;
Απ. Δεν νομίζετε πως είναι καιρός κάποια στιγμή η Θεσσαλονίκη να δικαιωθεί; Δεν είναι θέμα ρεμπέτικου αλλά ιστορίας. Η περισσότερη ιστορία του ρεμπέτικου γράφτηκε απ’ τον Τσιτσάνη, τον Βαμβακάρη, τον Καλφόπουλο, τον Μπίνη και άλλους. Έπρεπε να ζουν οι ρεμπέτες τώρα για να δουν πώς τους βλέπουν αξιοκρατικά σήμερα και δικαιώνονται.

Ερ. Έχει μεγάλο κομμάτι από την ιστορία του ρεμπέτικου η Θεσσαλονίκη όπου δραστηριοποιήθηκαν αρκετοί ρεμπέτες…




Το Σάββατο τα εγκαίνια της ομαδικής εικαστικής έκθεσης «Rebetiκa»

$
0
0

Το Μουσείο Τσιτσάνη στα Τρίκαλα εγκαινιάζει το ερχόμενο Σάββατο 9 Δεκεμβρίουστις 8 το βράδυ, την ομαδική εικαστική έκθεση με τίτλο «Rebetiκa», την επιμέλεια της έκθεσης έχει η ιστορικός Τέχνης, Νικολένα Καλαϊτζάκη.

Η ίδια σημειώνει πως «Με συγκίνηση, ενθουσιασμό και σεβασμό στις παραδόσεις μας, παρουσιάζουμε τον Δεκέμβρη του 2017, την ομαδική εικαστική έκθεση με τίτλο: "Rebetiκα" στο Μουσείο Τσιτσάνη στα Τρίκαλα. Πρόκειται για το πολύτιμο απόσταγμα μιας συλλογικής προσπάθειας μηνών που ξεκίνησε με κοινή μας πυξίδα, την αγάπη για το ρεμπέτικο τραγούδι και την απόδοση τιμής στους ρεμπέτες της καρδιάς μας.

Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Τσέρτος, Εσκενάζυ, Μπέλλου, Γενίτσαρης, Μαριώ, Νίνου, Παπάζογλου, Χασκίλ, Δελιάς και άλλοι, γίνονται οι μεγάλοι μας πρωταγωνιστές».

Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες:

ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ • ΕΦΗ ΒΕΡΙΚΙΟΥ • BΙΚΥ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ • ΣΟΦΙΑ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗ • ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗΣ • ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΜΙΑΝΙΔΟΥ • ΕΥΔΟΚΙΑ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ • ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΙΤΣΚΟΥΔΗΣ • ΘΕΝΙΑ ΚΑΡΛΑΦΤΗ • ΣΟΦΙΑ-ROSE ΚΟΣΜΙΔΟΥ • ΣΟΦΙΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ • ΕΛΕΝΑ ΛΑΚΚΙΩΤΗ • ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΟΗ • ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΙΖΟΥ • ΑΝΤΩΝΙΑ ΜΑΝΤΖΟΥΚΑ • ΜΑΡΙΑ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ • ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗΣ • ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΜΗΤΣΑΚΟΥ • ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΠΛΟΥΚΟΥ • ΕΙΡΗΝΗ ΜΟΝΟΜΜΑΤΟΥ • ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΠΟΜΠΟΡΗ • ΑΘΗΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΟΥ • ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΠΑΠΑΔΟΥΛΗ • ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΠΑΠΟΥΛΙΑ • ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ • ΣΥΛΒΙΑ ΠΕΤΣΟΥΡΑ • ΜΑΙΡΗ ΡΟΥΣΙΩΤΗ • ΒΙΚΥ ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΟΥ • ΡΑΝΙΩ ΣΑΡΡΗ • ΝΙΚΟΣ ΣΙΑΛΑΚΑΣ • ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ • ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΡΑΤΑΚΟΥ • ΣΤΑΘΗΣ ΣΩΤΗΡΧΟΣ • ΕΛΕΝΗ ΤΣΙΛΙΛΗ • ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΦΩΛΙΝΑΣ

Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 17 Δεκεμβρίου και το ωράριο λειτουργίας είναι: 10:00 - 14:00 & 18.30 - 21:30




Το Ρεμπέτικο στην πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO

$
0
0
Το Ρεμπέτικο στην πολιτιστική κληρονομιά της UNESCO
www.euro2day.gr

Την ένταξη του Ρεμπέτικου στον κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας αποφάσισε η UNESCO, κατόπιν εξέτασης του σχετικού φακέλου υποψηφιότητας. 

Η υποψηφιότητάτου ρεμπέτικου αξιολογήθηκε από τις αρμόδιες επιτροπές και έγινε εγγραφήτου στα νέα στοιχεία πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο κατάλογος περιλαμβάνει μορφές έκφρασης που μαρτυρούν την ποικιλομορφία της άυλης κληρονομιάς και τη σημασία της.

Στην σύντομη περιγραφή του Ρεμπέτικου, η UNESCOαναφέρει πως αποτελεί αστικό λαϊκό μουσικό είδος που άκμασε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Με επιρροές από το δημοτικό και το μικρασιάτικο τραγούδι, αντικατοπτρίζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής όπου αναπτύχθηκε και ιδιαιτέρως τη ζωή του περιθωρίου.


Στην πορεία η κοινωνική του βάση επεκτάθηκε στους πρόσφυγες, στην εργατική και τη μεσοαστική τάξη, ενώ στις μέρες μας αναγνωρίζεται ως δημοφιλής πολιτιστική κληρονομιά, που ανήκει σε όλους τους Έλληνες.



Πρόκειται για μουσική-πολιτισμική έκφραση, άμεσα συνδεδεμένη με τον λόγο και τον χορό, που διαδόθηκε σταδιακά στα αστικά λαϊκά στρώματα τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Εξελίχθηκε μεταπολεμικά σε μουσικό είδος ευρείας απήχησης, λειτουργώντας ως ισχυρό σύμβολο ταυτότητας και ιδεολογίας για την ελληνική λαϊκή μουσική παράδοση.







Μια γνωριμία με τον Σταύρο Τζουανάκο.

$
0
0
stauros-tzouanakos.jpg
Αγαπημένος ερμηνευτής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού και μαζί σημαντικός συνθέτης. Μια φωνή εκφραστική, γνήσια ρεμπέτικη, νταλγκαδιάρικη που αγγίζει την καρδιά και γεννά πολλά συναισθήματα στον ακροατή.

Ένας αγαπημένος ερμηνευτής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού και μαζί σημαντικός συνθέτης. Μια φωνή εκφραστική, γνήσια ρεμπέτικη, νταλγκαδιάρικη που αγγίζει την καρδιά και γεννά πολλά συναισθήματα στον ακροατή.
Ο Σταύρος Τζουανάκος, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ολοκληρωμένου δημιουργού. Τη χρονική περίοδο από το 1948 έως και το 1964 πρόσφερε στο ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι περίπου 140 όμορφα τραγούδια (δικά του και άλλων δημιουργών) που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Ανήκει στην τελευταία «φουρνιά» των δημιουργών του νεώτερου ρεμπέτικου τραγουδιού (1940 - 1955).

Επηρεασμένος έντονα από τα σκληρά και απάνθρωπα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, ο Σταύρος Τζουανάκος μεταφέρει στα τραγούδια του -ίσως καλύτερα και εντονότερα από άλλους λαϊκούς συνθέτες της εποχής του- το κλίμα της μελαγχολίας, της κοινωνικής αδικίας, της στέρησης, της απόγνωσης και αποσύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας, της ερωτικής απόγνωσης και της απιστίας, του χωρισμού, του θανάτου κλπ. Συχνά όμως στα τραγούδια του κινείται και σε κλίμακες αισιοδοξίας.


Στη δεκαετία του ’50 μεταναστεύει στις ΗΠΑ όπου εργάζεται σαν τραγουδιστής και μουσικός και παράλληλα ηχογραφεί πολλά από τα τραγούδια του. Εκεί θα φύγει ξαφνικά από τη ζωή σε ηλικία μόλις 49 ετών.

Με δυσκολία ξεχωρίζω μερικά από τα τραγούδια που ερμήνευσε μοναδικά:

«Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία/έχει θερίσει την κοινωνία»... Ακούγοντας το τραγούδι έρχονται στα μάτια μας εικόνες «ρεαλιστικές», σημερινές, μιας κοινωνίας που κάνει βήματα όπισθεν ολοταχώς προς το παρελθόν. «Η μαύρη φτώχεια», ένα τραγούδι από τα πολλά με κοινωνικό 

Στη δεκαετία του ’50 μεταναστεύει στις ΗΠΑ όπου εργάζεται σαν τραγουδιστής και μουσικός και παράλληλα ηχογραφεί πολλά από τα τραγούδια του. Εκεί θα φύγει ξαφνικά από τη ζωή σε ηλικία μόλις 49 ετών.
Με δυσκολία ξεχωρίζω μερικά από τα τραγούδια που ερμήνευσε μοναδικά:

«Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία / έχει θερίσει την κοινωνία»... Ακούγοντας το τραγούδι έρχονται στα μάτια μας εικόνες «ρεαλιστικές», σημερινές, μιας κοινωνίας που κάνει βήματα όπισθεν ολοταχώς προς το παρελθόν. «Η μαύρη φτώχεια», ένα τραγούδι από τα πολλά με κοινωνικό περιεχόμενο, που έγραψε ο μεγάλος δημιουργός Μπάμπης Μπακάλης:
Η ΜΑΥΡΗ ΦΤΩΧΕΙΑ
Στίχοι: Μπάμπης Μπακάλης, Κουβάς
Μουσική: Μπάμπης Μπακάλης, Κουβάς
Πρώτη εκτέλεση: Σταύρος Τζουανάκος
Μια καταδίκη που έχω πάθει,
να είμαι ρέστος κι απένταρος,
και γω δεν ξέρω πια που να πάω,
γυρνώ στους δρόμους ταλαίπωρος.
Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία
έχει θερίσει την κοινωνία.
Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία
έχει θερίσει την κοινωνία.
Παίρνω τον δρόμο, δεν σταματάω,
δεν με χωράει πια πουθενά,
στο ταβερνάκι για να καθίσω
και η καρέκλα ζητάει λεφτά.
Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία
έχουν θερίσει την κοινωνία.
Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία
έχει θερίσει την κοινωνία.
Το χρήμα είναι που σ' εμψυχώνει,
σε κάνει φίνο να περπατάς,
και δεν σε νοιάζει η κοινωνία,
το τι θα γίνει που δεν ρωτάς.
Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία
έχουν θερίσει την κοινωνία.
Η μαύρη φτώχεια κι η ανεργία
έχει θερίσει την κοινωνία. 


Ο Σταύρος Τζουανάκος γραμμοφωνεί το 1948 τα δύο πρώτα του τραγούδια στην Columbia: το «Ένας διαβάτης», με στίχους του Κώστα Κοφινιώτη και ερμηνευμένο απαράμιλλα από τον ίδιο και το «Θέλω να πάψεις να γελάς, θέλω να κλαις». Ένας διαβάτης μόνος:
Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης
Μουσική: Σταύρος Τζουανάκος
Πρώτη εκτέλεση: Σταύρος Τζουανάκος
Αυτό το βράδυ το σκοτεινό
είμαι μονάχος και σε ζητώ
πού να γυρίζεις πού να γλεντάς
με ποιόν τα πίνεις και με ξεχνάς.
Με πνίγει απόψε η ερημιά
και παίρνω σβάρνα τα καπηλιά
τρέχω στους δρόμους εδώ και 'κει
κανείς δεν ξέρει που να 'σαι εσυ.
Ένας διαβάτης είμαι και 'γώ
χωρίς να ξέρω για που τραβώ
χωρίς ελπίδα μες την καρδιά
ψάχνω για να βρω παρηγοριά.
Στο πολύ γνωστό «Φτωχομπούζουκο» του Μανώλη Χιώτη,  η εκτέλεση του Τζουανάκου δεν ήταν η πρώτη. Είναι όμως η πιο εκφραστική. Μια «κραυγή» απόγνωσης ενός βαθιά ερωτευμένου και πληγωμένου άντρα που βρίσκει παρηγοριά στον μόνο «φίλο» που δεν θα τον προδώσει ποτέ:
Στίχοι: Μανώλης Χιώτης
Μουσική: Μανώλης Χιώτης
Πρώτη εκτέλεση: Θανάσης Ευγενικός, Σαμιώτης
Με το φτωχομπούζουκό μου
τραγουδάω τον καημό μου
να ξεχάσω μιά γυναίκα δεν μπορώ
Από τότε που 'χει φύγει
το μεράκι μου με πνίγει
και το δάκρυ μου κυλάει σαν νερό
Με άφησε μονάχο μου σ' αυτή τη ζήση
δε θα ξαναγυρίσει
Το φτωχό μου μπουζουκάκι
το χτυπάω με μεράκι
και του λέω πως κατάντησα για δες
Με κοιτάει λυπημένο
μα τι φταίει το καημένο
που του σπάω κάθε τόσο τις χορδές
Με άφησε μονάχο μου σ' αυτή τη ζήση
δε θα ξαναγυρίσει
Το μπουζούκι μου κρατάω
και με πόνο το ρωτάω:
"μπουζουκάκι τι να κάνω πες και συ"
Και μου λέει πως θα ζήσεις
θα ΄βρεις άλλη ν' αγαπήσεις
και τον πόνο σου να ρίξεις στο κρασί
Με άφησε μονάχο μου σ' αυτή τη ζήση
δε θα ξαναγυρίσει

«Στον κόσμο αυτόν τον ψεύτικο/το χρήμα κυβερνάει/και όποιος έχει τάλιρα/αυτός καλοπερνάει». Έτσι γινόταν τότε, έτσι γίνεται και τώρα, έτσι θα γίνεται πάντα όσο «αυτός ο κόσμος» θα παραμένει «ψεύτικος»:
Στίχοι: Γιώργος Μητσάκης
Μουσική: Γιώργος Μητσάκης
Πρώτη εκτέλεση: Σταύρος Τζουανάκος
Στον κόσμο αυτόν τον ψεύτικο
το χρήμα κυβερνάει
και όποιος έχει τάλιρα
αυτός καλοπερνάει.
Τους πλούσιους δεν ζηλεύουμε
εμείς τα μπατιράκια
γιατί τηνε βολεύουμε
με λίγα ταλιράκια.
Όλοι τον φίλο κάνουνε
η τσέπη σου σαν έχει
κι όταν σωθούν τα τάλιρα
κανείς δεν σε προσέχει.
Τους πλούσιους δεν ζηλεύουμε
εμείς τα μπατιράκια
γιατί τηνε βολεύουμε
με λίγα ταλιράκια.
Στον άλλο κόσμο μοναχά
που χρήμα δεν υπάρχει
και ο φτωχός κι ο πλούσιος
την ίδια θέση θα 'χει.
Τους πλούσιους δεν ζηλεύουμε
εμείς τα μπατιράκια
γιατί τηνε βολεύουμε
με λίγα ταλιράκια.

Βαρύ κι ασήκωτο το αίσθημα της αδικίας που γεννά ο προδομένος έρωτας. Τότε η διέξοδος  βρίσκεται στην επίκληση από τον πληγωμένο άντρα, έμμεσα, μιας ιδιόμορφης δικαιοσύνης που θα τιμωρήσει το «θύτη» (γυναίκα) κατεβάζοντάς το στη θέση του «θύματος»:
Στίχοι: Χρήστος Κολοκοτρώνης
Μουσική: Γιώργος Λαύκας
Πρώτη εκτέλεση: Σταύρος Τζουανάκος και Γιάννης Κυριαζής
Μεσάνυχτα βαθιά σκοτεινιασμένα
στα έρημα σοκάκια τριγυρνώ
εκεί που πρωτοφίλησα εσένα
με στήθια πληγωμένα ξαγρυπνώ
Στου δρόμου τα σκουπίδια σαν κουρέλι
με πέταξες χωρίς να το σκεφτείς
με πρόδωσες και τώρα δε σε μέλει
καινούργιο θύμα ψάχνεις για να βρεις
Δεν ξέρουμε η τύχη πως τα φέρνει
μπορεί κι εσύ μια μέρα να βρεθείς
κουρέλι μες στο ίδιο το σοκάκι
συγγνώμη στο κουρέλι για να πεις.

Ο Σταύρος Τζουανάκος εκτός από μεγάλος ερμηνευτής και σημαντικός δημιουργός, ήταν και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Απολαύστε τις πενιές του από μια ηχογράφηση της δεκαετίας του ’50 στις ΗΠΑ:





Σπύρος Ταραπόσος:''Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο'' Aπό τούς τελευταίους λατερνατζήδες..

$
0
0
 ''Γαρύφαλλο στ' αφτί και τσαχπινιά στο μάτι'' ήχος ενός παλιού γνώριμου τραγουδιού που ακούμε στα δρομάκια της Αθήνας από την λατέρνα του κυρίου Σπύρου.
 Έναν από τους λίγους λατερνατζήδες που απέμειναν δυστυχώς στην Ελλάδα.(τον βρήκα στην οδό Βουκουρεστίου να διασκεδάζει τον κόσμο γυρίζοντας την μανιβέλα, γεμίζοντας τα γύρω στενά με ωραίες μελωδίες)
Η βαριά λατέρνα κυλάει αργά στα δρομάκια της πόλης και η σκέψη γυρνάει πολλές δεκαετίες πίσω ακούγοντας τις υπέροχες μελωδίες.
Σπύρος Ταραπόσοςο Μακεδόνας λατερνατζής που προσπαθεί να ζήσει την οικογένεια του με την λατέρνα, αφού μετά από πολλές προσπάθειες και  αιτήσεις για δουλειά , ακόμη και στον τόπο του δεν καρποφόρησαν.
Και του ήρθε η ιδέα να χρησιμοποιήσει την κληρονομιά από τον παππού του, την λατέρνα, η οποία είναι πολύ παλιά, κατασκευής του 1942.
Όπως μας είπε ο κύριος Σπύρος, ο παππούς του με την λατέρνα είχε γυρίσει σε πολλά μέρη πηγαίνοντας σε γάμους, πανηγύρια, βαπτίσεις και με τα λίγα χρήματα που έβγαζε ζούσε την οικογένεια του αξιοπρεπώς.

Ο κύριος Σπύροςμας λέει για το επάγγελμα του λατερνατζή πως δεν είναι καθόλου εύκολο και δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας.
Χρειάζεται μαεστρία, να εμπνέεις στον άλλον φιλικότητα, να τον κερδίσεις με το παίξιμο σου και με το χαμόγελο σου.

(ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ  ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ, ΣΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ, ΣΤΟ ΓΑΜΟ, ΣΤΑ ΒΑΠΤΙΣΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΑΛΕΣΕΙ ΤΟΝ Κο ΣΠΥΡΟ ΜΕ ΤΗΝ ΛΑΤΕΡΝΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΕΙ ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΞΗ ΤΟΥΣ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ. 
Τηλ Επικοινωνίας 6931080272)

photo by parapona-rodou.
photo by www.pinnokio.gr 
photo by George Gyrnas 







ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΕΚΙΑ ΤΩΝ ΡΕΜΠΕΤΗΔΩΝ

$
0
0
ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΕΚΙΑ ΤΩΝ ΡΕΜΠΕΤΗΔΩΝ
Το βρήκαμε εδώ: www.mousikes-diadromes.gr

Πολλά έχουν λεχθεί και έχουν γραφτεί για τους διάφορους ρεμπέτες. Λίκνο των ρεμπέτηδων ήταν η περιοχή του Πειραιά, πρώτα η Δραπετσώνα και μετά η Τρούμπα. Στις περιοχές αυτές γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι γύρω στα 1920.
Ακριβώς απέναντι από τον Αγιο Διονύση ήταν η ξύλινη γέφυρα του Ρεμπέτη, η γέφυρα που ένωνε τον Πειραιά με τα Βούρλα και τη Δραπετσώνα,και από κάτω περνούσε το τραίνο της Λαρίσης. Για να γίνει κανείς ρεμπέτης έπρεπε να περάσει αυτή τη γέφυρα, έλεγε ο Γιάννης Παπαϊωάννου.
Στη Δραπετσώνα έγιναν μετά το 1922 τα πρώτα μπουζουκτσίδικα που συγκέντρωναν τους μάγκες της εποχής.
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ

Στην περιοχή αυτή έδωσε μαθήματα μπουζουκιού ο Γιοβάν Τσαούς ή Γιάννης Εϊτζιρίδης - δηλαδή Γιάννης ο Λοχίας, από τον βαθμό με τον οποίο υπηρέτησε στον τουρκικό στρατό- (1924-1925 τότε που το μπουζούκι ήταν απαγορευμένο όργανο). Στην περιοχή αυτή έμαθαν μπουζούκι, έγραψαν, τραγούδησαν ή έσυραν τα βήματά τους πολλές φορές οι Ρεγγίνας, Ζυμαρίτης, Μιμίκος Βογιατζής, Σκριβάνος, ο Στέλιος Περπινιάδης, ο Γιάννης Γυλιάς, το Αλεκάκι, ο Χαρίλαος Κηρομύτης, ο Νίκος Αϊβαλιώτης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Γιάννης Παπαιωάννου, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Μάρκος Βαμβακάρης –που δούλευε σαν εκδοροσφαγέας στο γειτονικά σφαγεία – ο Ανέστης Δελιάς, ο Γιάννης Λελάκης, ο Στέλιος Κερομύτης, ο Ηλ.Ποτοσίδης, ο Απόστολος Χατζηχρήστος, ο Δημ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), ο Παναγιώτης Τούντας, ο Σ. Περιστέρης, ο Μιχάλης Γενίτσαρης, ο Μακαρόνας, ο Σοφρωνίου και πολλοί άλλοι .
Οι Στράτος,Μάρκος, Μπάτης, Δελιάς είχαν σκαρώσει την κομπανία "τετράς".

Οι γέννημα- θρέμμα ρεμπέτες του Πειραιά ήταν ο Στέλιος Κερομύτης, ο Δημ. Γκόγκος από Ποριώτη πατέρα και ο Μιχάλης Γενίτσαρης. Ο Μπάτης ήταν από τα Μέθανα και Μάθεσης από τη Σαλαμίνα. Ο ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας –γιος ψαρά από τη Σαλαμίνα - αναφέρει σε μια αφήγησή του: « Η Δραπετσώνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς. Στους τεκέδες της και στα Βούρλα σύχναζαν κάθε καρυδιάς καρύδι. Στους τεκέδες οι μάγκες κάπνιζαν ναργιλέ». Στην «Κρεμμυδαρού» ήταν πολλοί τεκέδες όπως του Μίχαλου, του Σάλωνα, του Μαρκεζίνη, του Σαραντόπουλου και άλλων.
Πολλοί από όσους προαναφέρθηκαν έμεναν στην «Κρεμμυδαρού», όπως ο Ανέστης Δελιάς, ο Απόστολος Χατζηχρήστος και άλλοι.

ΤΙ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΛΑΚΗΣ στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: ……»Εκείνη τη χρονιά (1937) άρχισα συνεργασία με το συνθέτη Απόστολο Χατζηχρήστο, ο οποίος ήτο και ο πρώτος που συνεργάστηκα. Είχαμε γνωριστεί στη Δραπετσώνα όπου κι εκείνος κατοικούσε εκεί από πολλά χρόνια. Έπαιζε μπουζούκι παρέα με τον Ηλ. Ποτοσίδη, τον Ανέστο Δελιά και το Μακαρόνα……Ήταν φτωχό παιδί και εξαιρετικός άνθρωπος και συνθέτης. Πολύ σεμνό και πολύ καλό παιδί. Έντιμος, φιλαλήθης και κουβαρντάς»…... Κι ένα κομμάτι από την αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη: «Βέβαια στον κύκλο που γύριζα να πούμε, τον μάγκικο αυτό, στους τεκέδες που πήγαινα, ακούγαμε πολλά για διάφορους κουτσαβάκηδες προσωπικότητες...Εκεί, όταν είχα γνωρίσει τον Αλέκο τον Σχίζα να πούμε, κάθε μέρα επήγαινα στο σπίτι αυτουνού, εκεί στην Κρεμμυδαρού που ήταν το Καστράκι. Πίναμε χασίσι. Είχε λεφτά αυτός. Επήγαινα και του μάθαινα μπουζούκι και φουμέρναμε κιόλας ε? Αυτός έμενε εκεί κάτω στην Κρεμμυδαρού, εδώ στο λιμάνι του Πειραιώς. Και πήγαινα κάθε μέρα στην κάμαρά του. 
Ώσπου τώρα αυτόν τον ζήταγε η Ασφάλεια Αθηνών για κάτι κλοπές που γινόντανε. Και ξέρανε αυτοί ότι άλλος δε μπορεί να τις κάνει ειμή αυτός, αλλά δεν ξέρανε που βρίσκεται...» Σχετικά με τα Βούρλα ο Μάρκος Βαμβακάρης αφηγείται: «…Δεκαεννιά χρονών (το 1924) έγινα αγαπητικός στο μπορντέλο μιας Ειρήνης από τη Σύμη. Ήτανε στο δεύτερο διαμέρισμα των Βούρλων, η πρώτη μου ερωτική επαφή. Μεγαλύτερη είκοσι εφτά, είκοσι οκτώ χρονών, μου ’δινε και λεφτά και κουστούμια. Αγάπησα την άλλη, τη Μανιάτισσα, τη Ζιγκοάλα,(τη γυναίκα που παντρεύτηκε) και την απαράτησα…».

ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ, ΜΑΓΚΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΤΗΛΙΚΙ


Ο παλιός ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης, από τη Σαλαμίνα, αφηγήθηκε σχετικά: «Καμιά δεν ήταν χωρίς αγαπητικό, νταβατζή. Χωρίς συνεταίρο στις εισπράξεις. Χαμαιτυπεία ο Πειραιάς είχε μόνο στα Βούρλα που τώρα είναι φυλακές. Εκεί οι γυναίκες δεν βγαίνανε έξω, απαγορευότανε αυστηρώς. Αλλά οι αγαπητικοί είχαν τον τρόπο τους και πηδάγανε τα μεσάνυχτα μέσα παρ' όλο που φυλάγανε άγριοι εύζωνοι! Αλλά καμία δεν μαρτυρούσε. Φόνοι γινόντουσαν κάθε τόσο, αιτία βέβαια οι γυναίκες αλλά όσοι εγκληματούσαν για την γυναίκα, αυτή ήταν υποχρεωμένη μέχρι να βγει απ' την φυλακή να τον συντηρεί. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, θα σκοτωνότανε απ' τους φίλους του. Αλλά και όταν έβγαινε, η πρώτη του δουλειά ήταν να την στεφανωθεί. Απαραίτητος κανών!!! Για τη Δραπετσώνα γράφτηκε το τραγούδι «Αφ ότου εγεννήθηκα». (Το τραγούδι είναι στο όνομα του Καρυδάκη, φίλου του Μάρκου αλλά μάλλον είναι δικό του. Στίχοι: Γ. Δερέμπεης. Μπουζούκι: Σ. Περιστέρης. Ο Γιώργος Δερέμπεης ήταν ο πατέρας της σπουδαίας μουσικού και πιανίστριας Βούλας Δερέμπεη. Ο Δημήτρης Καρυδάκης ή Καρυδάκιας, βρέθηκε νεκρός-δολοφονημένος-στα χρόνια της κατοχής, στη Δραπετσώνα και κανείς δεν έμαθε ποτέ, ποιός και γιατί τον σκότωσε. Ανήκε στην παρέα της Πειραιώτικης Κομπανίας, αλλά ήταν "σπιτικό" μπουζούκι και απέφευγε τη δημοσιότητα, το πάλκο και τις εταιρείες.

ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ΣΤΗΝ ΤΡΟΥΜΠΑ


Όταν δημιουργήθηκαν τα «Βούρλα» στη Δραπετσώνα, το 1875, η περιοχή ήταν ακατοίκητη. Όμως μετά 60 χρόνια, το 1932, και αφού είχαν έρθει και οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, ήταν κέντρο πυκνοκατοικημένης περιοχής και οι κάτοικοι δεν ανέχονταν πια τα κακόφημα σπίτια. Γι αυτό και έκαναν συνεχείς διαμαρτυρίες προς την Κυβέρνηση. Τελικά το 1937 τα κακόφημα σπίτια των Βούρλων διαλύθηκαν και στο χώρο εκείνο λειτούργησαν φυλακές. Ετσι δημιουργήθηκε η Τρούμπα. Και μεταφέρθηκε εκεί η κίνηση, η μαγκιά και η ρεμπετοσύνη. Για τον προπολεμικό Πειραιά και το ρεμπέτικο, ο ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης, γράφει στα απομνημονεύματά - όπως τα παρέδωσε στον Κώστα Χατζηδουλή: «Ο Πειραιάς πριν μισό αιώνα με τα καταγώγια, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα «καφέ-σαντάν» του. 

Ο Πειραιάς με τους νταήδες του, τους μάγκες, τους ρεμπέτες, τους αγαπητικούς, τους πορτοφολάδες και τους κλέφτες των λιμανιών. Ο Πειραιάς προ 57 χρόνια όπως τον έζησα εγώ, τότε ήμουν 11 χρονών και τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Τότε και πριν έλθουν οι πρόσφυγες ήταν μικρός. Θυμάμαι το 1917 όπου ήμουν πρόσκοπος στην ομάδα του Λελούδα με έναν συμμαθητή μου που τώρα είναι δικηγόρος, επίσης και ο αδερφός του δικηγόρος είναι. 
Και όταν ερχότανε απ' τη Θεσσαλονίκη το "Λαφαγιέτ", το πλοίο νοσοκομείο (γαλλικό ήτανε) στου Ξαβέριου και έφερνε Έλληνες στρατιώτες τραυματίες από τις μάχες του Σκρα και τους κερνούσαμε και μετά τους πήγαιναν στο Χατζηκυριάκειον που ήτανε νοσοκομείο τότε. Εκεί μπροστά στου Ξαβέριου ήταν αραγμένα πολεμικά καράβια γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά και ελληνικά. Και σαν δεν είχαμε δουλειά πηγαίναμε παρέες και κολυμπάγαμε και λέγαμε στους Γάλλους "μουσχιού ντόνε μουά λεπέν" ή "ντόνε μουά νεσού". Δηλαδή, "κύριε δω μας ψωμί" ή "δω μας μια δεκάρα". Κι αυτοί μας έλεγαν "μαργαρήτ...".

ΣΤΗ 10ΕΤΙΑ ΤΟΥ 40 Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΗΤΑΝ ΑΓΡΙΟΣ


Τότες ο Πειραιάς ήταν πολύ άγριος. Από την μια ο αποκλεισμός, από την άλλη τα πολιτικά μας μίση. Οι φόνοι στα Καρβουνιάρικα, Τρούμπα και Τζελέπη ήταν στην ημερησίαν διάταξιν. Όσο για ντεκέδες από την Πειραϊκή, Παναγίτσα, Άγιο Νείλο, Άγιο Νικόλαο, Γύφτικα, στο Χατζηκυριάκειο, στην Τρούμπα και όσο πιο πέρα πήγαινες, Άγιο Διονύση, εκεί φουμάρανε στο δρόμο. Ζάρια μες το δρόμο παίζανε, περνούσε ο χωροφύλακας και δεν του έδινε κανείς σημασία, παρά τραβούσανε την δίκοπη επιδειχτικά να την δει! Τι να έκανε; Από στρατιώτη αγράμματο βουνήσιο τον ρίξανε χωροφύλακα στον Πειραιά μες τα λυσσασμένα τσακάλια. Πρωτοδικείο, Εισαγγελία δεν είχε τότε ο Πειραιάς! Από την Αθήνα κατέβαιναν οι νωματαρχέοι νταήδες να επιβάλουν την τάξη και να συλλάβουν κανέναν επικίνδυνο καταζητούμενον. 

Ο Μαρούδας και ο Γαλιγάλης, οι μάγκες είχανε συνθέσει και στίχους για τους μόρτες καταδότες και ας μην τους ήξεραν και το τραγουδούσαν παίζοντας το μπουζούκι τους. »Ο Πειραιάς τότε είχε και έφιππη χωροφυλακή. Για τον σκυλόμαγκα ο άγραπτος νόμος είναι σκληρός! Καφωδεία ο Πειραιάς είχε πολλά γύρω στην Ντρούμπα. Απάνω στο πάλκο έπαιζαν τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικο κ.λ.π. Κάτω στο πάλκο ορχήστρα ευρωπαϊκή, πιάνο, βιολί και τζάζι για ταγκό κ.λ.π. Και μπροστά χαμηλά, σχεδόν κάτω ήταν δώδεκα κορίτσια σε παράταξη άβαφτες Γερμανίδες που έπαιζαν με την σειρά τους βιολιά. Αυτή την διαρρύθμιση είχαν όλα τα καφωδεία της Τρούμπας. 

Οι φόνοι εκεί γινόντουσαν συχνότατα. Αφού του έτρωγε τα λεπτά του και τον έκανε στούπα, του έλεγε να την περιμένει απέξω! Και η αρτίστα έβγαινε αγκαζέ με τον ντερβίση της, αλλά και ο άλλος ο επαρχιώτης άγριος, και το ψυχικό γινότανε... Επίσης και τα παιχνίδια ήταν πάμπολλα (λέσχες). Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα, να πουν αμέσως φυλακή σε ένα γνέμα! Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεπτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα. Και το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι και ... όσο για μάγκες, δηλαδή ρεμπέτες, κάθε συνοικία είχε τους δικούς της. Αν ακουγότανε κανένας ρεμπέτης καλός με πράξεις σωστές ρεμπέτικες, δηλαδή παλικαρίσιες εξηγήσεις, τότε ακουγότανε και στον Πειραιά, δηλαδή στην καρδιά του Πειραιά. Στα παιχνίδια που είχαν οι νταήδες ανεγνωρισμένοι... 

Έσπαγε τα δεσμά της συνοικίας του και από μαχαλόμαγκας αφανής –ενός μαχαλά -γινότανε διεθνής. Αναγνωριζότανε από όλες τις συνοικίες, αλλά πως; Έπρεπε με έργα και όχι με λόγια, να μαλώσει, να μαχαιρώσει, να μπιστολίσει, να τραυματίσει καλόν νταή ανεγνωρισμένον, ασχέτως εάν δεν πήγε στην φυλακή. Μηνύσεις δεν γινόντουσαν, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο χτυπημένος απ' το νοσοκομείο... 
Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά... και σου έλεγε μακάρι μόλις βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια...Αν όμως έκανες μήνυση κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα και να σε ξεφτιλίζουν...

Τέτοια γινόντουσαν που και που, μάλλον από γερασμένους νταήδες και από φιγουρατζήδες ρεμπέτες... Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) ή από αργιλέ ή από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της τούφας και το είχε μάθει στο σχολείο - φυλακή. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι. Παιδιά κάτω των 20 χρόνων και ανώμαλοι απαγορευότανε η είσοδος δια καρπαζιάς, σβουριχτής και κλοτσάς! Εδώ το νταραβέρι είναι του τάδε και συχνάζει όλο το σκυλολόι».

ΤΑ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ


Μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο ο Μιχάλης Γενίτσαρης ανέλαβε ένα μαγαζί στην Τρούμπα. Μαζί του ήταν ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης και ο Νίκος ο Πουνέντης, ώσπου μία φασαρία με έναν Εγγλέζο στάθηκε η αφορμή να του το κλείσει η αστυνομία.
Στο μπαρ " ΜΑΡΚΟΣ" στα Ασπρα Χώματα Παλαιάς Κοκκινιάς, Στράτος, Μάρκος, Μπάτης, Δεληάς, η κομπανία "ΤΕΤΡΑΣ".
Στα 1949- 50 ο Μάρκος Βαμβακάρης δούλεψε στην Τρούμπα σ’ ένα μαγαζί στην παραλία, στου Λινάρη. Ο Τάκης Μπίνης είχε παλιό όνειρο την Τρούμπα. Αφηγείται σχετικά: « Τέλειωσα τη δευτέρα Γυμνασίου με άριστα, το ίδιο και στην Τρίτη και άκουγα κάπου - κάπου που συζητούσαν η μάνα κι ο πατέρας μου για το μέλλον μου. Ο ένας έλεγε πως θα γινόμουν δικηγόρος, ο άλλος ήθελε να γίνω αξιωματικός κι εγώ έλεγα από μέσα μου, «κούνια που σας κούναγε, σε λίγο θα με χάσετε και από την Τούμπα, θα είμαι μπουζουξής μες στη μαγκιά, στην Τρούμπα του Πειραιά». 

Ο Τάκης Μπίνης από τη Θεσσαλονίκη, έκανε το όνειρό του πραγματικότητα στην κατοχή. Συνελήφθη για αντιστασιακή δράση αλλά δραπέτευσε και ύστερα από πολύμηνη περιπλάνηση στα βουνά έφτασε με τα πόδια στη Χαλκίδα και από κει στον Πειραιά το 1944 , και δούλεψε στην Τρούμπα σαν μπουζουκτσής. Ο λαϊκός συνθέτης κιθαρίστας και τραγουδιστής Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης δούλεψε στο «Καρρέ του Aσσου» στην Τρούμπα , που το 'χε ο Ηλίας Νοταράς. Και πολλοί άλλοι. Γι αυτή τη συνοικία γράφτηκαν πολλά τραγούδια όπως το «Χρόνια μες στην Τρούμπα» του Μάρκου Βαμβακάρη:
Χρόνια στον Περαία (Τρούμπα)
μαγκίτης κι αλανιάρης
ρώτησε να μάθεις
κι ύστερα να με πάρεις
Είμαι παιδάκι έξυπνο
παίζω και μπουζουκάκι
οι φίλοι με προσέχουνε
γιατί 'μαι Συριανάκι
Στην πιάτσα που μεγάλωσα
όλοι μ' έχουν θαυμάξει
γιατί 'μαι μάγκας κι έξυπνος
και σόλα μου εντάξει
Οι μάγκες με προσέχουνε
κι όλοι με λογαριάζουν
όταν με βλέπουν κι έρχομαι
μαζί μου νταλκαδιάζουν

Και το ΚΑΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΤΡΟΥΜΠΑ του Γιώργου Μητσάκη:
«Ήταν Κατοχή,
κι έπεφτε βροχή,
ήτανε βαθύ σκοτάδι
στη Τρούμπα κάθε βράδι.
Κι εμείς για ντου πηγαίναμε,
σαλτάραμε και κλέβαμε,
παρέα ήτανε με μας
κι ο μπουκαδόρος ο Κοσμάς.
Ήταν Κατοχή,
πείνα και βροχή.
Είμασταν παιδιά,
κι είχαμε καρδιά,
ο Κεφάλας κι ο Μαρίνος
παρέα μας κι εκείνος.
Μια νύχτα τον Τζιμίνσκουλα
τον φάγανε για ψίχουλα,
και τον βαρκάρη το Θωμά
που έπαιζε τον μπαγλαμά.
Ήταν Κατοχή, πείνα και βροχή». 

***Στίχους για το ρεμπέτικο, εκτός από τους ίδιους του ρεμπέτες έγραψαν οι Νίκος Ρούτσος, Νίκος Μάθεσης, Κώστας Βίρβος, Νίκος Μουρκάκος, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, και μετέπειτα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και άλλοι. ΠΛΩΡΗ ΓΙΑ ΑΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ Όμως όλα αλλάζουν. Σιγά – σιγά το μπουζούκι εξευγενίστηκε, έγινε προσιτότερο σε περισσότερο κόσμο. Που δεν μπορούσε να πηγαίνει στην κακόφημη συνοικία. Ετσι οι ρεμπέτες απλώθηκαν σε άλλες συνοικίες: Πέραμα, Παλιά Κοκκινιά, Τζιτζιφιές και αλλού. 
Κι έκαναν χρυσές δουλειές. Στο μεταξύ είχαν μπει και οι πρώτες γυναίκες στο ρεμπέτικο: Ρόζα Εσκενάζι (βγήκε πρώτη στο πάλκο), Μαρίκα Παπαγκίκα, Ρίτα Αμπατζή και Σοφία Καρύβαλη (αδελφές από τη Μ. Ασία εγκατεστημένες στον Πειραιά με τη μητέρα τους Στυλιανή, δασκάλα, ο πατέρας τους χάθηκε κατά την καταστροφή), Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλλου, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Ρένα Ντάλλια, Αννα Χρυσάφη, και άλλες.
 Η Σοφία Καρύβαλη συνεργάστηκε και με τον Βαμβακάρη. Το 1935 παντρεύτηκε τον Παντελή Καρύβαλη, που διατηρούσε μεγάλο καφενείο στη Νίκαια και της επέβαλε να σταματήσει το τραγούδι πρόωρα. 

H Πειραιώτισα ρεμπέτισσα Σοφία Καρύβαλη, μεταξύ άλλων, ηχογράφησε με τον Τσιτσάνη γύρω στα 1936 τη "Γειτόνισα" που κυκλοφόρησε από την Parlophone μαζι με το τραγούδι του Τούντα "Σαν δεν ήξευρες".

ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΕΚΛΕΙΣΑΝ ΤΑ «ΣΠΙΤΙΑ» ΑΛΛΑ……


Πολύ αργότερα, το 1968, έκλεισαν και τα «σπίτια», λιγόστεψαν τα καμπαρέ, όμως η φήμη κι ο φόβος στην Τρούμπα έμεινε:
Ενας Θεσσαλονικιός, ο Θανάσης Π. που επισκέφθηκε την περιοχή το 1989, όταν διορίστηκε δικαστικός αντιπρόσωπος σε εκλογές σημειώνει: «Κάνοντας μια βόλτα πίσω από το Πρωτοδικείο στη Σκουζέ, είδα ένα βαμμένο κατακόκκινο μαγαζί. Δεν ήταν αυτό που νομίζετε και νόμιζα κι εγώ αρχικά. Ηταν κέντρο διασκέδασης, "οικογενειακό" έγραφε μάλιστα !!! Εκεί τραγουδούσε πλέον ο Γιώργος Ζαμπέτας, λίγο πριν πεθάνει, στην Τρούμπα. Ηταν μέρα όταν πέρασα απ΄έξω, παρόλα αυτά μ' έπιασε φόβος, καθότι: "Πέντε μάγκες στον Περαία....."

Η ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ


Από τις νεότερες κυρίες του ρεμπέτικου η ΔΟΥΚΙΣΣΑ είναι Πειραιώτισσα. Η Δούκισα Φωταρά, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1941 και μπήκε από πολύ μικρή στο χώρο ως χορεύτρια. Στα 12 της χρόνια πήρε μέρος σε ένα διαγωνισμό ταλέντων στο Πασαλιμάνι βγήκε πρώτη και δούλεψε εκεί για ένα καλοκαίρι. Στη συνέχεια δούλεψε συνδυάζοντας το χορό και το τραγούδι, ενώ μετά από κάποιο διάστημα την κέρδισε αποκλειστικά το τραγούδι. 

Ο πατριός της Γιάννης Λαουτάρης υπήρξε ονομαστός μπουζουξής. Στα 13 της χρόνια έκανε την 1η δισκογραφική της δουλειά με το τραγούδι του Στ. Χρυσίνη «Με την κοπέλα π αγαπώ». Εν συνεχεία έκανε πάρα πολλές δισκογραφικές δουλειές σε συνεργασία με όλους τους μεγάλους συνθέτες. Τα τραγούδια της είναι γνωστά και διαχρονικά, κάποια από αυτά: "Άνθρωποι είμαστε ", "Αναμνήσεις", "Ατάκα κι επί τόπου", "Παληκάρια", "θέλω τα όπα μου", "Το μωρό", και πολλά άλλα. Έχει πάρει βραβείο 1ης γυναικείας ερμηνείας, (1ης αντρικής ερμηνείας είχε πάρει ο Γ. Πάριος) -από τον Κερκυραϊκό σύλλογο στην απονομή που έγινε στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά. Στον κινηματογραφικό χώρο έχει πρωταγωνιστήσει σε 8 ταινίες με τους: ΜΑΝΟ ΚΑΤΡΑΚΗ, ΤΟΛΗ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟ, ΠΑΝΤΕΛΗ ΖΕΡΒΟ, ΜΑΡΙΑ ΦΩΚΑ, ΚΩΣΤΑ ΚΑΚΑΒΑ, ενώ έχει συμμετάσχει σε πολλές άλλες ελληνικές ταινίες.

 http://www.koutouzis.gr/http://www.koutouzis.gr/intex.3.gif
ΠΗΓΗ: www.koutouzis.gr


Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ένας σπουδαίος ερμηνευτής

$
0
0
mpithikotsis
Μια μεγάλη μορφή του τραγουδιού στη χώρα μας υπήρξε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ο τραγουδιστής με την «ξύλινη» φωνή, που ερμήνευσε μοναδικά σπουδαίους ποιητές και μεγάλα μουσικά έργα, ο συνθέτης που γέννησε και τραγούδησε όμορφα λαϊκά τραγούδια, άφησε πίσω του μια ζηλευτή παρακαταθήκη στον πολιτισμό και το λαό μας.

«Υπεράνω όλων ο Βαμβακάρης»

Παιδί μιας οκταμελούς φτωχής οικογένειας, ο Γρ. Μπιθικώτσης γεννήθηκε στις 11 Δεκέμβρη 1922, στο Περιστέρι. Από μικρός έδειξε την κλίση του στη μουσική, γρατζουνώντας την κιθάρα του αδερφού του Χρήστου. Μαθαίνει την τέχνη του υδραυλικού, όμως ο κόσμος της μελωδίας τον καλεί. Η πορεία του καλλιτέχνη, από το ρεμπέτικο μέχρι το έντεχνο, ξεκίνησε στη δεκαετία του ’40.
Μαθητευόμενος υδραυλικός ακόμα, το ‘σκαγε από το σπίτι και πήγαινε να ακούσει τον Μάρκο που έπαιζε στο Περιστέρι, μαζί με τους Στρ. Παγιουμτζή, Απ. Χατζηχρήστο και Μ. Χιώτη. Μετά την Απελευθέρωση, αφήνει την κιθάρα και πιάνει το μπουζούκι, το όργανο που συνδέθηκε μαζί του μιαν ολόκληρη ζωή, ενώ αρχίζει να τραγουδά ερασιτεχνικά τραγούδια της εποχής με τον Φώτη Πολυμέρη και τον Γιώργο Κεφαλά.

Η μεγάλη αγάπη του, πάντως, υπήρξε ο «Σωκράτης» της λαϊκής μας μουσικής, όπως τον αποκαλούσε, ο Μάρκος Βαμβακάρης και τα τραγούδια του – «υπεράνω όλων ο Μάρκος Βαμβακάρης», έλεγε. Το 1947 πραγματοποιείται το μεγάλο του όνειρο να συνεργαστεί με τον Βαμβακάρη, ο οποίος μαζί με την Σούλα Καλφοπούλου τραγουδά το πρώτο τραγούδι του νεαρού συνθέτη «Το καντήλι τρεμοσβήνει». Στη συνέχεια, ως συνθέτης, συνεργάζεται με τους Πρόδρομο Τσαουσάκη, Σταύρο Τζουανάκο, Ρένα Ντάλλια, Γιώτα Λύδια, Καίτη Γκρέυ, Στέλιο Καζαντζίδη, Μανώλη Αγγελόπουλο και άλλους, ενώ καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στην ανάδειξη δύο εξαίρετων γυναικείων φωνών, όπως της Πόλυς Πάνου και της Βίκυς Μοσχολιού, οι οποίες έκαναν δίπλα του τα πρώτα τους βήματα. Το πρώτο τραγούδι που ερμήνευσε ο ίδιος ήταν το «Τρελοκόριτσο» για ν’ ακολουθήσει η συνεργασία του ως ερμηνευτής με τον Μάνο Χατζιδάκι και το πολυτραγουδισμένο «Γαρίφαλο στ’ αυτί». Στη συνέχεια καταθέτει μεγάλες ερμηνείες σε τραγούδια των Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη, Δερβενιώτη, Μπακάλη, Παπαϊωάννου, Μητσάκη.

Τραγουδώντας τους ποιητές

Όλα αυτά πριν από τη συνάντησή του με τον Μίκη Θεοδωράκη στη Μακρόνησο, όπου βρέθηκε για λίγο ο Μπιθικώτσης. Το 1959, ξανασμίγουν, στην «Columbia», καθώς ο Μ. Θεοδωράκης ζητά από τον λαϊκό τραγουδιστή να ερμηνεύσει τον «Επιτάφιο» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Παρ’ όλο που στην αρχή, τα τραγούδια δεν άρεσαν στον Μπιθικώτση, ο τραγουδιστής ερμηνεύει με σπουδαίο τρόπο τον «Επιτάφιο», που πλέον χαράζει νέους δρόμους στην πορεία όχι μόνο του ίδιου, αλλά και του λαϊκού μας τραγουδιού γενικότερα. Όπως αναφέρει ο Π. Γεραμάνης, στη βιογραφία «Εγώ, ο σερ», «η πρώτη συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη στην τρομερή ερμηνεία του “Επιτάφιου” (σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου) με συνοδεία μπουζουκιού από τον Μανώλη Χιώτη έφερε τη μεγάλη ανατροπή στο ελληνικό τραγούδι, καθιέρωσε τον Μπιθικώτση ως το πρόσωπο της εποχής και του άνοιξε το δρόμο για να περπατήσει από τη “Ζούγκλα” της Πλατείας Βάθης, το “Ροσινιόλ” των Σεπολίων και τον “Κήπο του Αλλάχ” στο Αιγάλεω στη σκηνή των θεάτρων “Κεντρικόν”, “Καλουτά” και “Ρεξ” και αργότερα στο ναό της τέχνης, στο Ηρώδειο».

Ο ίδιος ο Μ. Θεοδωράκης, αναφερόμενος στον Μπιθικώτση του «Επιτάφιου» έλεγε το 1961 πως είναι «ένας άνθρωπος που έχει υποφέρει και έχει ελπίσει, είναι ο καθένας μας που τραγουδάει με τη φωνή του, είναι ο βαρκάρης, ο ζευγάς, ο σοφέρ, ο φοιτητής, ο φαντάρος…». Αυτό το έργο – σταθμός ανοίγει το δρόμο στη μελοποιημένη ποίηση, ένα δρόμο που χαράχτηκε ανεξίτηλα και στα επόμενα χρόνια από τις συγκλονιστικές και ανεπανάληπτες ερμηνείες του Γρ. Μπιθικώτση σε τραγούδια του Θεοδωράκη: «Σε πότισα ροδόσταμο» (Νίκος Γκάτσος), «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» (Τάσος Λειβαδίτης), «Επιφάνεια» (Γιώργος Σεφέρης), «Το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού» (Μίκης Θεοδωράκης), «Καημός» (Δημήτρης Χριστοδούλου), «Αυτούς που βλέπεις» (Μιχάλης Κατσαρός), «Οι Μοιραίοι» (Κώστας Βάρναλης), «Αξιον Εστί» (Οδυσσέας Ελύτης), «Ρωμιοσύνη» (Γιάννης Ρίτσος), «Οκτώβρης ’78» (σε ποίηση Μάνου Ελευθερίου, Δημήτρη Χριστοδούλου, Ερρίκου Θαλασσινού, Τάσου Λειβαδίτη, Γιάννη Θεοδωράκη και Λευτέρη Παπαδόπουλου). Επίσης, «Πάει ο καιρός» (Νίκος Γκάτσος – Μάνος Χατζιδάκις), «Ασπρη μέρα και για μας» (Νίκος Γκάτσος – Σταύρος Ξαρχάκος), «Μ’ ένα παράπονο» (Νίκος Γκάτσος – Δήμος Μούτσης), «Επιστροφή» (Νίκος Γκάτσος – Μάνος Χατζιδάκις) και πολλά ακόμα.

«Πιο μεγάλη στιγμή η “Ρωμιοσύνη”»

«Από τα έργα του Θεοδωράκη», έλεγε ο Γρ. Μπιθικώτσης στον Π. Γεραμάνη, «εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η “Ρωμιοσύνη” του Γιάννη Ρίτσου. Σ’ αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου. Τα εννέα τραγούδια της “Ρωμιοσύνης” είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου.
Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μου έλεγε: “Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Ελληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους”. Και πάνω σ’ αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100 – 200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη “Ρωμιοσύνη”». Και ο ποιητής του έργου, ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε για τον τραγουδιστή: «Μέσα στη φωνή του, όλος ο καημός του Ελληνικού Λαού, όλο του το μεράκι και όλη του η λεβεντιά φαίνεται σ’ όλο τους το μεγαλείο! Θυμάμαι ότι σε μεγάλα γεγονότα της Νεοελληνικής μας Ιστορίας, σε κρίσιμες αγωνιστικές στιγμές του Ελληνικού Λαού η φωνή του Μπιθικώτση βρισκόταν πάντοτε μπροστά, τραγουδώντας τη “Ρωμιοσύνη”».

Στη «Μαγική Πόλη» των Θεοδωράκη – Χατζιδάκι («Παρκ», 1963) ερμηνεύει το υπέροχο «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά» (στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου) κι ένα χρόνο αργότερα στο δίσκο «Πολιτεία Β΄» του Θεοδωράκη θα τραγουδήσει το αριστουργηματικό «Γωνιά – Γωνιά». Από τα πολλά υπέροχα τραγούδια που σμίλεψε με τη φωνή του είναι των Άκη Πάνου («Όταν σημάνει η ώρα», «Θα κλείσω τα μάτια» κ.ά.), Γιάννη Σπανού («Μια Κυριακή», «Άκου πώς κλαίει ο μπαγλαμάς»), Σταύρου Κουγιουμτζή κ.ά. Η τελευταία, προσωπική του περίοδος, περιλαμβάνει οκτώ δίσκους με δικά του τραγούδια (σύνθεση – ερμηνεία), τα περισσότερα σε στίχους του Κώστα Βίρβου: «Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα», «Το μεσημέρι καίει το μέτωπό σου», «Εγνατίας 406», «Ο κυρ – Θάνος», «Είχε και κείνος μιαν αγάπη και την έχασε», «Ρίξε μια ζαριά καλή» κ.ά.

Γέννημα μιας εποχής ζοφερής, που έβγαινε από τη Μικρασιατική Καταστροφή για να μπει στα δεινά της Κατοχής, του Εμφυλίου και των μεταπολεμικών διώξεων, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έγραψε τη δική του σημαντική ιστορία στο ελληνικό τραγούδι, μιαν ιστορία δεμένη με στιγμές και γεγονότα της νεότερης ιστορίας μας και της ζωής μας. Ευτύχησε να συνεργαστεί με σπουδαίους συνθέτες και να είναι ο πρώτος τραγουδιστής, που έβγαλε τη μεγάλη ποίηση στους δρόμους του αγώνα, της διεκδίκησης, της ελπίδας. Και είναι σίγουρο ότι η μνήμη του, όπως και η προσφορά του δε θα σβήσουν ποτέ από τις ψυχές των ανθρώπων που τραγούδησαν μαζί του.


ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ  Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ / Ριζοσπάστης



Ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Θερμαϊκός - Αφιέρωμα στον μεγάλο λαϊκό συνθέτη

$
0
0

Ιδιαίτερα δεμένος με την περιοχή του σημερινού δήμου Θερμαϊκού, ήταν ένας από τους κορυφαίους της Ελληνικής λαϊκής μουσικής, ο αξέχαστος συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής Βασίλης Τσιτσάνης (18 Ιανουαρίου 1915 – 18 Ιανουαρίου 1984). 

Το τραγούδι του «Μπαξέ Τσιφλίκι», το εμπνεύσθηκε τις πολλές φορές που επισκέπτονταν τους Νέους Επιβάτες, τα μαύρα χρόνια της Κατοχής, ενώ αρκετό διάστημα διέμεινε και στην Επανομή, όπου σύμφωνα με τη μαρτυρία του αδελφού της γυναίκας του, έγραψε και δύο ύμνους για την Εθνική Αντίσταση και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ!



Τεράστιο το έργο του μεγάλου καλλιτέχνη: Σαράντα χρόνια πάνω στο πατάρι, 600 τραγούδια, 12.000 ξενύχτια. Αυτή ήταν η καλλιτεχνική εξίσωση της ζωής του. Σαράντα χρόνια αδιάφθορος και απαραχάρακτος από τους καιρούς. Και όπως έγραψαν πολλοί μελετητές του έργου του, ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε ένας εκσυγχρονιστής, που δεν πιάστηκε στις δαγκάνες «του δέοντος και του ωφελίμου», παρά εξέφρασε τις δίσεκτες εποχές του ελληνισμού: τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, μέχρι και τη Μεταπολίτευση. Ο δημιουργός που μιλούσε στα περισσότερα έργα του για τα βάσανα και τους καημούς του κόσμου. Για τις ανισότητες, τις αδικίες και τη φτώχεια του λαού μας.

Τακτικός επισκέπτης των Ν.Επιβατών

Ακτιβιστης

Ο Δημήτρης Γιοβανόπουλος, που ερεύνησε το έργο του μεγάλου τροβαδούρου της λαϊκής μας μουσικής, σημειώνει ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης, κατά τα χρόνια 1938-1945 που ζούσε στη Θεσσαλονίκη, ήταν τακτικός επισκέπτης των Ν. Επιβατών, όπου με το μπουζούκι του συνόδευε γιορτές (γάμους, βαπτίσεις και πανηγύρια). Ίσως κατόπιν παραγγελίας κάποιου Επιβατιανού, έγραψε το τραγούδι Μπαξέ Τσιφλίκι, σε ένδειξη αγάπης για την Θεσσαλονικιά γυναίκα του φίλου του, ονόματι Μαριγούλα.

Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ-Τσιφλίκι,

κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη...
Πρόκειται για ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια το ελληνικού ρεπερτορίου. Αναπόσπαστο κομμάτι των λαϊκών πάλκων και κέντρων διασκεδάσεως μέχρι και σήμερα. Ο λόγος για το «Μπαξέ Τσιφλίκι». Δύσκολα θα βρεθεί καλλιτέχνης, από τους πολύ γνωστούς έως τους απλούς τραγουδιστές σε ταβέρνες που δεν το έχει πει.

Είναι ένα γρήγορο χασαποσέρβικο με τον τόνο και τη στιχουργική μαγεία του Βασίλη Τσιτσάνη. Ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1946 με πρώτους ερμηνευτές, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Βασίλη Τσιτσάνη. 1



Ο Τσιτσάνης στη Θεσσαλονίκη

Ο Βασίλης Τσιτσάνης, που από την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Τρίκαλα, είχε εγκατασταθεί από τα τέλη του 1936 στην Αθήνα, έχοντας ήδη στο ενεργητικό του πάνω από 40 λαϊκά τραγούδια που είχε συνθέσει, άρχισε να δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά της πρωτεύουσας, αλλά και να γραμμοφωνεί τους πρώτους δίσκους του στην «ΟΝΤΕΟΝ». Αυτό μέχρι το Μάρτιο του 1938, οπότε στρατεύθηκε και στάλθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στη Θεσσαλονίκη.

Στο Τάγμα Τηλεγραφητών, που ήταν στην περιοχή του Ντεπό, ο καλλιτέχνης συνέθεσε πολλά τραγούδια του που έγιναν επιτυχίες, κάποια μάλιστα από αυτά, στο πειθαρχείο της μονάδας, δεδομένου ότι συχνά παραβίαζε τις άδειες που έπαιρνε για να κατέβει στην Αθήνα προκειμένου να δώσει κομμάτια του στις εταιρίες για ηχογράφηση. Στο πειθαρχείο, έμεινε κλεισμένος περισσότερες από 50 μέρες, στα δύο χρόνια της θητείας του στο Τάγμα Τηλεγραφητών. 2

Ένα από τα τραγούδια που έγραψε στο Πειθαρχείο, ήταν η «Αρχόντισσα» που έγινε μεγάλη επιτυχία.

Τον Απρίλιο του 1940 ο Τσιτσάνης απολύεται από το στρατό και πηγαίνει κατευθείαν στην Αθήνα, όμως λίγους μήνες αργότερα ξεσπάει ο πόλεμος, οπότε επιστρατεύεται και στέλνεται στο Αλβανικό μέτωπο με την ειδικότητα του τηλεγραφητή.

Με την κατάρρευση του μετώπου και την είσοδο των Γερμανών, πηγαίνει στα Τρίκαλα, όπου βλέπει το σπίτι του μισογκρεμισμένο από τα βλήματα όλμων, οπότε φεύγει αμέσως για τη Θεσσαλονίκη όπου και εγκαταστάθηκε. Εδώ γνώρισε και τη γυναίκα του, τη Ζωή, το γένος Σαμαρά, που την παντρεύτηκε το 1942. Αφηγήθηκε για εκείνη την περίοδο της Θεσσαλονίκης ο Τσιτσάνης:


Ακτιβιστης
«Πήγα αμέσως για δουλειά. Δούλεψα στο Καραμπουρνάκι, στους Μπαρμπαλιά, δούλεψα και αλλού και στα περίφημα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα, που βρισκόταν στην οδό Νικηφόρου Φωκά, κοντά στο Λευκό Πύργο.

Στα ξένα αυτά μαγαζιά δε δούλεψα και πολύ καιρό, γιατί μετά το 1941, άνοιξα δικό μου μαγαζί, στην οδό Παύλου Μελά 21, δίπλα στο Μέγαρο του Μοσκώφ, στη Διαγώνιο. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι με λίγα τραπεζάκια, ένα φοβερό μαγαζάκι που έμεινε ιστορικό. Λεγόταν «Ουζερί Τσιτσάνη» και εκεί μέσα έγραψα τραγούδια τα οποία γραμμοφώνησα μετά τον πόλεμο και χάλασαν κόσμο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αγαπώ τη Θεσσαλονίκη.

Σ’ αυτή την πόλη ετοίμασα στην Κατοχή, ολόκληρο έργο. Ένα έργο που αργότερα θα μίλαγε όλος ο κόσμος, ένα έργο που βγήκε από τις δραματικές σελίδες της εποχής, ένα έργο που ξεπήδησε μέσα από την ψυχή μου, ένα έργο που είχε μέσα του τον καλύτερο μουσικό μου κόσμο, ένα έργο που αργότερα θα σάρωνε την Ελλάδα.

Η Κατοχή είναι η πιο συγκλονιστική περίοδος του λαϊκού τραγουδιού και αυτή όπως φαίνεται πια καθαρά κάθε μέρα, «σημάδεψε» και την καριέρα μου και την ιστορία της λαϊκής μουσικής. Διότι αν προπολεμικά έγινε το ξεκίνημά μου στα γραμμόφωνα σαν λαϊκού συνθέτη και έγινε πραγματική επανάσταση στο λαϊκό τραγούδι, η κατοχή υπήρξε η εποχή που έδωσα ότι καλύτερο είχα στην ψυχή μου, που έδωσα ότι πιο αληθινό βγήκε μέσα από τις τραγικές εκείνες συνθήκες. Η κατοχή, με δύο λόγια, είναι η καρδιά του λαϊκού τραγουδιού». 3

Σύμφωνα με τον Πάνο Σαββόπουλο, ο κατοχικός Τσιτσάνης είναι ανεπανάληπτος και ασύγκριτος. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941-1944 στη Θεσσαλονίκη συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια, τα οποία ηχογράφησε από το 1946 και μετά, όταν άνοιξε το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων που το είχαν κλείσει για τρία χρόνια οι Γερμανοί. Τα 30 «κατοχικά» τραγούδια του Τσιτσάνη θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα το «Χατζή Μπαξέ», η «Αθηναίϊσα», οι «Αραπίνες», η «Αχάριστη», ο «Ζητιάνος», η «Συννεφιασμένη Κυριακή» κ.α. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι αυτά τα συνέθεσε όταν ήταν μόλις 26-29 ετών, ενώ γνωρίζουμε ότι το απόγειο της δημιουργίας των συνθετών είναι τα 40-45 χρόνια. 4

Ακτιβιστης

Πάντως, οι εποχές τότε ήταν πολύ δύσκολες. Στα μαγαζιά σύχναζαν ύποπτοι λεφτάδες και μαυραγορίτες, γίνονταν φασαρίες, μπλόκα, εκτελέσεις και γενικότερα η ανθρώπινη ζωή είχε χάσει την αξία της. Ο Τσιτσάνης όμως μετρημένος, όπως πάντα, είχε κι έναν φίλο που τον προστάτευε, κι αυτός ήταν ο κουμπάρος του Νίκος Μουσχουντής, διευθυντής στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, έκανε ταξίδια στην επαρχία. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί και πληρωνόταν σε τρόφιμα ή λίρες. 5


Για το μαγαζί του Τσιτσάνη στη Θεσσαλονίκη, αφηγήθηκε ο Ανδρέας Σαμαράς, ο αδελφός της γυναίκας του:

«Το φθινόπωρο του 1942 κάναμε το «Ουζερί» στην οδό Παύλου Μελά 22. Ένα ισόγειο στενόμακρο μαγαζί με καμιά δεκαριά τραπέζια. Στο βάθος ήταν ο νεροχύτης και ο πάγκος με τους μεζέδες και τα ποτά, αριστερά το ταμείο και ο καμπινές και όπως μπαίνουμε δεξιά, κοντά στο νεροχύτη, ήταν το πάλκο με την ορχήστρα. Εγώ ήμουν στο ταμείο και είχα τη διαχείριση του μαγαζιού, ο Βασίλης δεν είχε ιδέα από αυτά και ούτε που ανακατευόταν καθόλου. Ερχότανε τα βράδια και έπαιζε και για τίποτε άλλο δε νοιαζότανε…». 6

Την ώρα που χιλιάδες Θεσσαλονικείς πέθαιναν στο δρόμο από την πείνα και τις κακουχίες της Κατοχής, υπήρχαν άνθρωποι που γλεντούσαν και σκορπούσαν σαν μαρουλόφυλλα τα χρήματα που αποκτούσαν από άνομες δραστηριότητες, απομυζώντας στην κυριολεξία το αίμα του καταπιεζόμενου λαού.

Βρισκόμαστε στην καρδιά της Κατοχής, της πιο μεγάλης περιπέτειας του ελληνικού έθνους. Η ζωή είναι δύσκολη, κάθε μέρα θάνατοι στο δρόμο από την πείνα, άλλοι δολοφονούνται γερμανικά κρατητήρια ή ακόμα και καταμεσής του δρόμου. Η συσκότιση της πόλης από το φόβο των βομβαρδισμών είναι καθημερινή. Τα τρένα γεμίζουν ομήρους που μεταφέρονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένα κομμάτι του λαού της πόλης ριψοκινδυνεύει τη ζωή του κάνοντας αντίσταση κατά των κατακτητών. Και την ίδια στιγμή, υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται μόνο για αγνό καφέ που σερβίρει το καφενείο «Ήλιον», για μαθήματα χορού και κιθάρας, ενώ η ταβέρνα «Αετός» σε σκανδαλίζει με τα ψητά γουρουνόπουλα τα αρνιά σούβλας που σου υπόσχεται αν πας να ακούσεις τον ξακουστό Τσιτσάνη. Που τα βρίσκουν όλα αυτά τα καλά, διάβολε; Και σε ποιους ανθρώπους απευθύνονται; … Ότι και να είναι, κάποιοι πάντως επωφελήθηκαν. 7


Η μοναδική φωτογραφία που σώζεται από το "Ουζερί Τσιτσάνης".
Όρθιος αριστερά ο κουνιάδος του, Σαμαράς

Τακτικός επισκέπτης των Ν.Επιβατών

Σύμφωνα με τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο, το βιβλίο του Τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη επί Γερμανικής Κατοχής (Εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, σελ. 14-16), το τραγούδι για το Μπαξέ Τσιφλίκι, που κατά τον Κώστα Βίρβο, ήταν το σπουδαιότερό του, γράφτηκε στα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Μάλιστα ο ίδιος ο Τσιτσάνης, μιλώντας στον Χατζηδουλή, 8, το αναφέρει πρώτο μεταξύ των τραγουδιών που έγραψε επί κατοχής. Και προσθέτει: «Όταν έγραψα το "Μπαξέ Τσιφλίκι" δούλευα στο μαγαζί του Δαλαμάγκα ακόμα. Εκεί μέσα το συνέθεσα».
Ακτιβιστης

Σύμφωνα πάντα με τον Χατζηδουλή, επειδή ο Τσιτσάνης το «ουζερί» του το άνοιξε περί τα μέσα του 1942 και μια σαιζόν αργότερα δούλεψε στου Δαλαμάγκα, λογαριάζει ότι το τραγούδι γράφτηκε στα τέλη του 1942 ή το φθινόπωρο της χρονιάς αυτής. 9

Να πούμε για τον Δαλαμάγκα, που ο Τσιτσάνης τον κατέστησε μυθικό πρόσωπο στον κόσμο του ρεμπέτικου, ότι υπήρξε επί κατοχής ιδιοκτήτης του υπαίθριου κέντρου «Τα Κούτσουρα», στην οδό Νικηφόρου Φωκά 10 της Θεσσαλονίκης.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Τσιτσάνης, είναι η απλή δημοτική, με λαϊκές λέξεις («τσάρκα»). Εξάλλου σε όλα τα τραγούδια του χρησιμοποιεί την απλή δημοτική καθότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του, ως εκφραστή των συναισθημάτων των Ελλήνων. Δεν επιζητούσε κάτι το εξεζητημένο και αυτή ακριβώς ήταν η διαφορά που τον έκανε ανώτερο από όλους τους συνθέτες.

Με απλή αλλά μαγική γλώσσα

Οι περισσότεροι προσπαθούσαν με κάποιους περίεργους χειρισμούς της γλώσσας να πετύχουν κάτι που θα γινόταν σουξέ, πετυχαίνοντας ακριβώς το αντίθετο. Αντιθέτως, ο Τσιτσάνης με την τόσο απλή και συνάμα μαγική γλώσσα, κατάφερε να μπουν όλα τα τραγούδια του στις ψυχές των Ελλήνων.

Το «Μπαξέ Τσιφλίκι», αναφέρεται σε επτά γνωστές περιοχές της Θεσσαλονίκης και είναι και αυτό αφιερωμένο σε μια Θεσσαλονικιά, ονόματι Μαριγούλα, όπως προαναφέρθηκε. Καλύτερα βέβαια να γίνει μία προσεκτική ανάλυση των στίχων και τον στροφών ξεχωριστά.
Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ Τσιφλίκι
κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη
στου Νικάκη τη βαρκούλα, γλυκιά μου Μαριγούλα
να σου παίξω φίνο μπαγλαμά
Η βόλτα ξεκινάει αρχικά στην περιοχή «Μπαξέ Τσιφλίκι», που τώρα ονομάζεται Νέοι Επιβάτες. Ο Τσιτσάνης δεν παραλείπει να παραθέσει την εμφάνιση και την καταγωγή της γυναίκας. Είναι όμορφη και είναι από τη Θεσσαλονίκη. Στον τρίτο στίχο, παραθέτει και το όνομά της (Μαριγούλα).

Αναφέρει λοιπόν πως στου Νικάκη τη Βαρκούλα, δηλαδή στη Θάλασσα του Θερμαϊκού, θα της παίξει μπαγλαμά, ενώ προσθέτει και έναν επιθετικό προσδιορισμό («φίνο»). Οι Νέοι Επιβάτες (γνωστοί και ως Μπαξέ Τσιφλίκι, στην καθομιλουμένη Μπαξές) είναι παραλιακή κωμόπολη και δημοτικό διαμέρισμα του δήμου Θερμαϊκού. Βρίσκεται 22 χιλιόμετρα ανατολικά της Θεσσαλονίκης, επί του Θερμαϊκού Κόλπου. Σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, ο Νικάκης ήταν υπαρκτό πρόσωπο, κάτοικος της Νέας Μηχανιώνας, που κάποιες φορές έπαιρνε τον Τσιτσάνη στη βάρκα του για να ψαρέψουν μαζί.
Το Μπαξέ Τσιφλίκι

Μέχρι και την Απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912 η περιοχή των σημερινών Νέων Επιβατών ήταν φέουδο ενός Τούρκου πασά και ονομαζόταν «Μπαξέ Τσιφλίκι».

Ο νέος οικισμός των Επιβατιανών προσφύγων δημιουργήθηκε στην περιοχή που βρισκόταν το θερινό σπίτι του πασά. Σ’ εκείνη την τοποθεσία εγκαταστάθηκαν το 1923, μετά τη ανταλλαγή πληθυσμών, 159 προσφυγικές οικογένειες (631 άτομα), όλες προερχόμενες από την κωμόπολη Επιβάτες, προαστίου της Κωνσταντινούπολης, και έδωσαν και το όνομα Νέοι Επιβάτες, αν και δεν έπαψε ποτέ να είναι σε χρήση και η δεύτερη ονομασία Μπαξέ Τσιφλίκι, τόσο από τους Επιβατιανούς όσο και από τους παλιούς Θεσσαλονικείς.

Οι Νέοι Επιβάτες ήδη από το 1928 αποτελούσαν πόλο έλξης παραθέρισης των Θεσσαλονικέων. Σ’ αυτό βοηθούσε πάρα πολύ το ότι οι πρόσφυγες φρόντισαν να κάνουν αμέσως μετά την εγκατάσταση τους, έναν ξύλινο λιμένα, και η τακτική συγκοινωνία με καραβάκια (Από τους Ν. Επιβάτες κατά τον μεσοπόλεμο ξεκινούσαν καθημερινά 5 καράβια).

Ο Τσιτσάνης στην Επανομή

Όμως ο Βασίλης Τσιτσάνης ήταν στενά δεμένος και με την Επανομή. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες παλιών Επανομιτών, μετά την κατάρρευση του μετώπου, όπου ο συνθέτης πολεμούσε για την απόκρουση των εισβολέων και την κατάληψη της Ελλάδος από τους Ναζί, κατέφυγε στην Επανομή, όπου του δώσανε πολιτικά ρούχα για να βγάλει τη στρατιωτική στολή και να μη συλληφθεί. Και τότε για πρώτη φορά, έπαιξε μπουζούκι για τους κατοίκους της όμορφης κωμόπολης.
Ακτιβιστης

Υπήρξε όμως και συνέχεια: Ο στενός φίλος και συνεργάτης του συνθέτη, Αντρέας Σαμαράς, αδελφός της γυναίκας του Τσιτσάνη, διηγήθηκε στον συγγραφέα Σώτο Αλεξίου, στο βιβλίο του «Ο ξακουστός Τσιτσάνης»: «Πολλές φορές διάφοροι φίλοι του Βασίλη του κάνανε πρόταση να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Ήταν όμως διστακτικός, δεν το αποφάσιζε. Ήθελε την ανεξαρτησία του. Δεν ξέρω τι.
Κάποια φορά, άνοιξη ήταν του '44, ήρθε απεσταλμένος από την επιτροπή του ΕΑΜ Επανομής και τον κάλεσε να τους επισκεφθεί για να μιλήσουν. Ο απεσταλμένος του λέει: «Τι να τους απαντήσω;» Ο Βασίλης αφού το σκέφθηκε πολύ του λέει: «Να τους πεις πως θα 'ρθω σε λίγες μέρες». Πράγματι σε κάνα δυο μέρες πήγαμε. Εγώ, ο Βασίλης και η Ζωή (σ.σ. η γυναίκα του Τσιτσάνη). Εκεί μας υποδέχτηκαν τα μέλη της επιτροπής του ΕΑΜ. Είχανε πανηγύρι, είχανε γιορτές, θέατρο, Καραγκιόζη, σε ένα πάλκο στην πλατεία έπαιζαν τα κλαρίνα και χόρευαν. Καμία σχέση με αυτά που περνάγαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί ζούσαν ελεύθεροι. Όλοι ήταν αρματωμένοι. Μας συμπεριφέρθηκαν με μεγάλο σεβασμό. Πολλοί ήξεραν τον Βασίλη και τον παρακάλεσαν να τους παίξει τραγούδια του. Εκεί έγραψε και τα δυο τραγούδια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαιζε συνέχεια και τα μάθανε και οι κλαριντζήδες και τα παίζανε μαζί. Όλοι ήταν ξετρελαμένοι με τον Τσιτσάνη. Εγώ ύστερα από τρεις-τέσσερις μέρες έφυγα, γιατί έπρεπε να κοιτάξω και το μαγαζί. Ο Βασίλης και η Ζωή ήρθαν ύστερα από μερικές μέρες. Αποφασίστηκε να μείνει έξω από το ΕΑΜ και να το βοηθάει όποτε υπήρχε ανάγκη. Έτσι και έγινε. Πολλοί βρήκαν καταφύγιο στο "Ουζερί" για μια δυο μέρες». 10

Σχετικά με τη μετάβαση του Τσιτσάνη στην Επανομή, έγραψε και ο Ηλίας Μπαρούνης, αναφέροντας ότι πράγματι, εκεί έγραψε τα δύο τραγούδια-ύμνους στην Αντίσταση, αλλά αρνήθηκε να ενταχθεί στο ΕΑΜ. Σημείωσε σχετικά:

«Λέγεται ότι την άνοιξη του 1944 τον κάλεσαν από το ΕΑΜ Επανομής. Ο Τσιτσάνης πήγε μεν, αλλά δεν γράφτηκε. Συνέθεσε όμως δύο ύμνους-τραγούδια για το ΕΑΜ. Το ΚΚΕ, ως κόμμα, από τα λεγόμενα του Μάρκου Βαμβακάρη και άλλων, είχε επιφυλακτική και εν πολλοίς αρνητική στάση απέναντι στους ρεμπέτες και στα ρεμπέτικα. Τα απλά μέλη του όμως σαφώς και συμπαθυούσαν αυτά τα τραγούδια». 11

Τα περί συνεργασίας του Τσιτσάνη με το ΕΑΜ, επιβεβαιώθηκαν και από τα όσα δήλωσε ο εκπαιδευτής του συνθέτη στον ασύρματο, στο Τάγμα Τηλεγραφητών, Γιώργος Γουδέδης:

«Στο Τάγμα Τηλεγραφητών είχαμε φτιάξει μια ομάδα αντιδικτατορική. Ο Τσιτσάνης μας ήξερε όλους και γνώριζε τη δράση μας και πολλές φορές μας είχε συμπαρασταθεί σε δύσκολες καταστάσεις. Το 1943 το ΕΑΜ με έστειλε με συγκεκριμένη αποστολή στη Θεσσαλονίκη μου είπαν πως μπορώ, αν χρειαστεί, να ζητήσω τη βοήθεια του Τσιτσάνη. Πήγα και τον βρήκα στο «Ουζερί». Εντυπωσιάστηκε που κυκλοφορούσα οπλισμένος. Από τότε τον έβλεπα κάπου-κάπου μέχρι το θάνατό του». 12

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Τσιτσάνη

Ο εξαίρετος ποιητής αλλά και Άνθρωπος, ο αψεγάδιαστος Ντίνος Χριστιανόπουλος, που γνώριζε τον Τσιτσάνη και μελέτησε το έργο του, έγραψε αρκετές μελέτες για τον βάρδο της Ελληνικής λαϊκής μουσικής. Μάλιστα, σε μία ομιλία του στη γενέθλια πόλη του Τσιτσάνη, τα Τρίκαλα, το 1998, ο Χριστιανόπουλος περιέγραψε το πώς γνώρισε στα μαύρα χρόνια της Κατοχής τον σπουδαίο καλλιτέχνη. Όπως εξιστόρησε:

Ήμουνα έντεκα χρονών το 1942 και κινδυνεύοντας να πεθάνω από πείνα, στη γερμανική κατοχή, πουλούσα διάφορα μικροπράγματα (τσιγάρα, σπίρτα, μύγδαλα, παστέλια) και μπαινόβγαινα ελεύθερα στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα. Τα «Κούτσουρα» τότε ήταν μια μεγάλη μάντρα, αρκετά ευπρεπής, όπου σύχναζαν κάτι μαυραγορίτες. Εκεί, για μερικούς μήνες – τρεις, ίσως και τέσσερις – τραγουδούσε ο Τσιτσάνης. Ο οποίος ήδη το 1942 ήταν ένας θρύλος. Τότε ήμουν παιδί του κατηχητικού και δεν γνώριζα ακόμη το χώρο του ρεμπέτικου, αλλά η μουσική του Τσιτσάνη με τραβούσε. Και κάθε φορά που έκανα τη βόλτα, για να πουλήσω την πραμάτεια μου, έλεγε: «Ας περάσω κι απ’ τη Νικηφόρου Φωκά να ρίξω μια ματιά». Και πραγματικά, στο βάθος ο Τσιτσάνης, ωραία φιγούρα, ωραίος άντρας, έπαιζε τα τραγούδια του που ήδη από τότε πολλά απ’ αυτά είχαν γίνει κλασικά. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή».13

Η οδός Π.Μελά στην Κατοχή. Εδώ βρισκόταν το "Ουζερί Τσιτσάνης"

Ο Χριστιανόπουλος θεωρεί ότι ο Τσιτσάνης, έρχεται σήμερα να καταλάβει τη θέση του στις νέες παραδοσιακές αξίες, που μπορούμε να δεχτούμε και που είναι ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Μακρυγιάννης, ο Παπαδιαμάντης. Όπως δε σημειώνει: «Ξεκινάει πλέον όχι μια προσπάθεια τιμής προς το ίδιο το έργο του Τσιτσάνη, αλλά μία ευρύτερη προσπάθεια ένταξης του Τσιτσάνη στις μεγάλες πολιτισμικές μας αξίες». 14

«Συννεφιασμένη Κυριακή»: Ένα πραγματικό περιστατικό της Κατοχής

Ένα από τα πιο πολυειπωμένα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, το «Συννεφιασμένη Κυριακή», γράφτηκε τη μαύρη περίοδο της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Οι στίχοι αναφέρονται σε ένα περιστατικό, που ο Βασίλης Τσιτσάνης είδε με τα μάτια του, όταν γυρνούσε από το ουζερί που είχε ανοίξει στη Θεσσαλονίκη, με τον αδερφό της γυναίκας του, Ανδρέα Σαμαρά. Το τραγούδι αυτό, φωνογραφήθηκε αρχικά στις 11 Αυγούστου 1948 με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου Ωστόσο, η ερμηνεία που εκτόξευσε το τραγούδι στα ύψη, κάνοντάς το δισκογραφική επιτυχία, ήταν εκείνη του 1959. Ερμηνευτής του, ο μεγάλος Στέλιος Καζαντζίδης με τη σύμπραξη της Γιώτας Λύδια και της Μαρινέλλας. Η εισαγωγή αυτής της εκτέλεσης, για περίπου πενήντα χρόνια, υπήρξε το μουσικό σήμα της φωνογραφικής εταιρίας «Κολούμπια» στις ραδιοφωνικές εκπομπές της, με λαϊκή μουσική. Ενώ προηγουμένως, το 1954 η μουσική του τραγουδιού, έδωσε την έμπνευση στο Μάνο Χατζιδάκι, να την μεταγράψει για πιάνο, συμπεριλαμβάνοντάς την στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» του. Ο Χριστιανόπουλος, θεωρεί ότι η «Συννεφιασμένη Κυριακή», παρόλο που είναι ένα τραγούδι άνισο, δεν διαφέρει πολύ από ένα κλασικό ορατόριο. 15

Με γλαφυρό τρόπο ο Βασίλης Τσιτσάνης περιέγραψε τις συνθήκες που του έδωσαν την έμπνευση να συνθέσει τραγούδι: «Κατά την περίοδο της Κατοχής, στη Θεσσαλονίκη, εμπνεύσθηκα και τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη “Συννεφιά” της Κατοχής από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας – τότε που όλα τα σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά».
Χειρόγραφο του Τσιτσάνη για τις περιπέτειές του στον πόλεμο και την Κατοχή

Το πραγματικό περιστατικό, όπως ακριβώς το έζησε ο συνθέτης, παρατίθεται στην βιογραφία του από τον Σώτο Αλεξίου «...λίγο πιο πάνω, τρεις σκιές προχωράνε με προφύλαξη τοίχο-τοίχο. Στα χέρια τους κρατάνε μπουγέλα και πινέλα. Σε λίγο φτάνουν στην πλατεία Φαναριωτών. Ο ένας φυλάει τσίλιες και οι άλλοι δύο αρχίζουν να γράφουν με μεγάλα κεφαλαία γράμματα στον τοίχο: “ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”. Πριν προλάβουν να τελειώσουν, πρόβαλε από το στενό γερμανική περίπολος πλαισιωμένη με προδότες Έλληνες ταγματασφαλίτες. Ούτε που πρόλαβε να φωνάξει ο τσιλιαδόρος. Τα όπλα κροτάλισαν μες στο παγωμένο χάραμα. Το αγόρι τινάχτηκε, έπεσε κάτω, αίμα και χρώμα άρχισαν να τρέχουν πάνω στο πεζοδρόμιο. Έξι και τριάντα μαζί με το Μπαρμπαθανάση και τον Κυριαζή φεύγουμε από τον “Aετό” και προχωράμε τυλιγμένοι στα χοντρά παλτά μας προς τα κάτω, για την “Παύλου Μελά”. Λίγο πιο κάτω, ένα μικρό πηγαδάκι έχει σχηματιστεί από περαστικούς που κλείνουν το πεζοδρόμιο. Μουρμουρητά, χωρίς να μπορείς να ξεκαθαρίσεις τι λένε. Κάνουν έτσι και βλέπουν το παλληκάρι ανάσκελα, με τα μάτια ορθάνοιχτα προς τον ουρανό, μέσα σε μια λίμνη από αίμα ανακατεμένο με το μαύρο χρώμα, παγωμένο από το ψύχος που επικρατεί.
Αυτό έμεινε στη μνήμη μου και έγινε αφορμή να γράψω τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”. Μέρες πολλές από τότε προσπαθούσα με το μπουζούκι μου να βγάλω μια μελωδία, μια μουσική, που να περικλείει μέσα το περιστατικό αυτό που με βασάνιζε, αλλά και τη ζωή που ζούσα εγώ και όλοι μας. Στην αρχή δεν είχα στο νου να του βάλω λόγια. Ώσπου μια Κυριακή απόγευμα που γύριζα με τη Ζωή και την κορούλα μας, που μόλις είχε γεννηθεί, με το καραβάκι από τη Σαλαμίνα, άκουσα κάποιον να λέει στο διπλανό του: “Τι νύχτα κι αυτή, Θεέ μου... Σου πλακώνει την καρδιά...” Τότε, κάτι άστραψε μέσα μου. Βγάζω ένα χαρτάκι και πολύ πρόχειρα γράφω δυο τρεις λέξεις (“συννεφιασμένο απόγευμα, πλακώνει την καρδιά μου” ή κάπως έτσι). Το νόημα πάντως αυτό ήταν». 16
Με τη Μαρίκα Νίνου και το συγκρότημά τους σε τουρνέ στην Τουρκία

Σύντομο βιογραφικό του Βασίλη Τσιτσάνη

Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.

Ακτιβιστης
Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Το δωμάτιο του Τσιτσάνη στο πατρικό του σπίτι στα Τρίκαλα

Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.

Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Τα εμβατήρια της 4ης Αυγούστου

Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.

Ο Τσιτσάνης το 1982 έξω από το Τάγμα Τηλεγραφητών

Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.

Το 1938 ο στρατευμένος πια Τσιτσάνης, υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη, όπου στάλθηκε και ο Χαρίλαος Φλωράκης. Τότε πρωτογνωρίζονται και ξανασυναντιούνται το 1940 στο Τάγμα Μηχανικών στα Γιαννιτσά, πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο.
Ο Χαρίλαος Φλωράκης διηγήθηκε για τη ζωή τους στο Τάγμα Τηλεγραφητών: «Όταν πήγα εγώ στο Τάγμα, ο Τσιτσάνης ήταν ήδη γνωστός και αγαπητός στους φαντάρους. Συχνά τα βράδια μετά το προσκλητήριο πηδούσε τα συρματοπλέγματα με κάποιον άλλο και πήγαιναν στις ταβέρνες που ήταν γύρω από το στρατόπεδο και δούλευαν μέχρι αργά το βράδυ. Με τον ίδιο τρόπο ξαναγύριζαν και ούτε γάτος ούτε ζημιά. Κάποια φορά όμως ο επιλοχίας τού έστησε καρτέρι και τον έπιασε στα πράσα, που πηδούσε το φράχτη. Την άλλη μέρα το πρωί στην αναφορά τον ρωτάει ο λοχαγός: "Τι γύρευες στα σύρματα τέτοια ώρα, Τσιτσάνη;". Κι αυτός με χιούμορ και ετοιμόλογος του απαντά: "Ασυρματιστής δεν είμαι κυρ λοχαγέ; Πήγα να τα επιθεωρήσω, να δω αν είναι εντάξει"». 17
Το 1938, με επταήμερη άδεια από το στρατό, κατεβαίνει στην Αθήνα και ηχογραφεί την «Αρχόντισσα» και άλλα τραγούδια. Αυτή τη χρονιά δισκογράφησε 25 τραγούδια στην Odeon, 7 στην Columbia και 9 στη HMV. Το 1939, με άδειες του στρατού κατεβαίνει συχνά στην Αθήνα και ηχογραφεί τραγούδια του. Στη Θεσσαλονίκη, νοικιάζει ένα δωματιάκι στην οδό Στρωμνίτσης 20, στο Ντεπό.

Γείτονάς του, είναι ο έφηβος τότε, Γιώργος Φαρσακίδης, ο οποίος θυμάται ότι κοντά στη γειτονιά ήταν το Τάγμα Τηλεγραφητών. Ότι τις Κυριακές «τα φαντάρια τρώγανε πατάτες με κρέας» κι ότι μέχρι να γίνει το φαγητό, «παίζανε ποδόσφαιρο στο γήπεδο. Πολλές φορές είδα τον Τσιτσάνη πάνω στις κερκίδες, ανάμεσα στους αξιωματικούς, να παίζει το μπουζούκι και να τραγουδά μαζί τους. Εμείς, τα μαγκάκια της γειτονιάς, όταν βλέπαμε τον Τσιτσάνη με το μπουζούκι, δίναμε σύρμα και στους άλλους και τρέχαμε ν' ακούσουμε τον φαντάρο που, όπως λέγαμε, τραγουδούσε στα γραμμόφωνα». 18

Ακτιβιστης

Ο συγγραφέας Σώτος Αλεξίου, που για πολλά χρόνια ερεύνησε τη ζωή και το έργο του μουσικοσυνθέτη, σημειώνει: «Ο Τσιτσάνης δεν είχε στόφα ήρωα. Τις ηρωικές πράξεις τις θαύμαζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη έγραψε δυο τραγούδια - ύμνους για την αντίσταση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου-κάπου τα παίζανε στο μαγαζί. Άλλοι λένε πως ήταν παραγγελία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίεσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρικάλων, τον Ιούνιο του 1943».
Χειρόγραφο του Τσιτσάνη για τους δύο ύμνους στην Εθνική Αντίσταση

Ο συγγραφέας του βιβλίου παραθέτει και γραπτή μαρτυρία του Τσιτσάνη: «Τραγούδια, όπως λένε "αντιστασιακά " έγιναν στα βουνά. Εγώ έχω γράψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι μαρς. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά, πριν την απελευθέρωση και τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλω».19


Ο «Ύμνος του ΕΑΜ» από τον Τσιτσάνη

Παραθέτουμε τους δύο ύμνους για την Αντίσταση και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που έγραψε ο Τσιτσάνης:

«Πέρασαν έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας 
Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια,
φτάνει, σταθείτε, δειλοί,
Ο λαός να χαρεί
την αυγούλα τη χρυσή,
π’ ανατέλλει σε όλους λεύτερη ζωή. 
Σκλάβοι, δεσμώτες, αδέλφια.
Σκελετωμένα κορμιά.
Ζωή καινούρια, τραγούδια, χαρά,
δώσατε σεις λευτεριά. 
Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας,
Στραγγαλιστές του λαού,
Καταφρόνια και σκλαβιά,
μαστιγώματα, κελιά,
Ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά. 
Σίδερα σπάστε κι αφήστε
Το αίμα να ξεχυθεί.
Λευτεριά τώρα ας τρέχει στη γη
Κι όλους μας ας οδηγεί. 
(Ρεφρέν: η δεύτερη και τέταρτη στροφή)
Αυτός, είναι ο πρώτος από τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους του Τσιτσάνη, γραμμένος, σύμφωνα με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, «προφανώς το τελευταίο τρίμηνο του 1944. 20

Όπως πάλι ανέφερε ο Ηλίας Πετρόπουλος, αυτό το τραγούδι-ύμνος στην Εθνική Αντίσταση «ποτέ δεν βγήκε σε δίσκο. Ήταν πασίγνωστο στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι πολύ καλά τη μελωδία του». 21

Ο Κώστας Βίρβος πάλι στην αυτοβιογραφία του, σημείωνε ότι δεν βρέθηκε ακόμη ολόκληρο το τραγούδι, που το τραγουδούσε ο Τσιτσάνης κρυφά στο μαγαζί του. 22

Σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, ο ερευνητής του έργου του μεγάλου λαϊκού δημιουργού, Κώστας Χατζηδουλής έγραψε ότι οι στίχοι και η μελωδία των δύο ΕΑΜικών τραγουδιών σώθηκαν χάρη στους φίλους του Τσιτσάνη, τον μουσικό και τραγουδιστή, Γιώργο Τσανάκα και τον Τάκη Φιτσιώρη, ο οποίος τους αναφέρει στις αναμνήσεις του, από τις οποίες ο Χατζηδουλής πήρε τους στίχους και τους παρέθεσε στην εφημερίδα. 23

Οι στίχοι αυτών των άγνωστων μέχρι σήμερα στο ευρύ κοινό τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά από τον Ηλία Πετρόπουλο στα «Ρεμπέτικα τραγούδια». 24




Μία από τις ελάχιστες φορές που έβαλε γραβάτα ο Τσιτσάνης, ήταν στις 30 Οκτωβρίου 1944, ημέρα που απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη από τους Ναζί κατακτητές. Εδώ: Μπαρμπαθανάσης (με το καλάθι), Τσιτσάνης, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης με τη γυναίκα του, ο Γιοβάνης, ο Τσανάκας, η Μαίρη Σοίδου και ο Τσιγάρας

Ο δεύτερος αντάρτικος ύμνος του Τσιτσάνη
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ. 
Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά τα παιδιά
το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά. 
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς». 
(Ρεφρέν: Η δεύτερη στροφή)
Το τραγούδι, το καταχώρησε ο Χατζηδουλής στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, με βάση τις αναμνήσεις του Τάκη Φιτσιώρη, ο οποίος όμως ανέφερε ότι ο Τσιτσάνης δεν το τραγούδησε ποτέ ολόκληρο κανέναν. 25Πάντως, τους δύο πρώτους στίχους της επωδού, τους παρέθεσε ο Ηλίας Πετρόπουλος, 26ενώ στις αναμνήσεις του στην ίδια εφημερίδα ο Όμηρος Χατζησαράντης, ανέφερε τους ίδιους στίχους. 27

Πάντως, ανεξήγητο παραμένει ένα θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη: Πως, παρά τις στενές σχέσεις του με τον αξιωματικό της Ασφάλειας και μέγα κομμουνιστοφάγο, Νικόλαο Μουσχουντή, έγραψε τους δύο ΕΑΜικούς ύμνους, που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά ποτέ δε βγήκαν σε δίσκο. 28

Αναθεμάτιζε τις τυραννίες

Σύμφωνα με τον μελετητή του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού, Νέαρχο Γεωργιάδη, προς το τέλος της Κατοχής, ο Τσιτσάνης με ένα εμβατήριό του αναθεμάτιζε τις δύο τυραννίες που γνώρισε η Ελλάδα και καλωσόριζε την ελευθερία που, όπως πίστευε, θα ερχόταν. Ο συνθέτης και στιχουργός εξομοίωνε τη δικτατορία του μεταξά, στην οποία αναφερόταν ρητά, με τη γερμανική Κατοχή, την οποία υπονοούσε, και χρησιμοποιούσε έναν κώδικα σκοταδισμού και φωτός, πολύ διαδεδομένο μεταξύ του λαού, με εκφράσεις όπως «τα σκοτάδια της σκλαβιάς» και το «γλυκοχάραμα της λευτεριάς». 29Αυτές οι εκφράσεις, εξάλλου, ήταν και μέρος της πολιτικής ρητορικής της Αριστεράς: Σύμφωνα με τη φρασεολογία της, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου χαρακτηριζόταν σαν «βαθύ μεσαιωνικό σκοτάδι» 30και ο χιτλερισμός απειλούσε «να γυρίσει αιώνες πίσω στο σκοτάδι την ανθρωπότητα». 31
Ακτιβιστης

Συννεφιασμένη Κυριακή

Στο τραγούδι του Τσιτσάνη, τα σκοτάδια που σημαίνουν τη σκλαβιά, είναι τόσο πηχτά κι αδιαπέραστα, όσο εκείνα του θανάτου και του Άδη, και τόσο αβάσταχτα, που η κάθε μικρότερη μονάδα χρόνου (ώρα, μέρα, βδομάδα, μήνας, χρόνος) φαίνεται σαν αιώνας στη συνείδηση του καταπιεσμένου Έλληνα. Κι αφού το σκοτάδι σημαίνει σκλαβιά, η αντίθετη έννοια, το φως, σημαίνει ελευθερία. Φως της αυγής: η ελευθερία που διαδέχεται τη σκλαβιά. 32

Στην ευρύτερη έννοια «σκλαβιά», εκτός από τα «νεκρικά σκοτάδια», ανήκουν επίσης και οι έννοιες «χρόνοι της σαπίλας», δηλαδή της διαφθοράς και της κατάπτωσης των ανθρώπινων αξιών, «στραγγαλιστές του λαού»(δηλαδή στραγγαλισμός των λαϊκών ελευθεριών), η «καταφρόνια» (ο εξευτελισμός της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας), τα «μαστιγώματα» και τα άλλα βασανιστήρια, τα «κελιά» και τα «σίδερα» (οι φυλακίσεις), τα «ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά» (οι εκτοπίσεις των αριστερών και των άλλων δημοκρατικών).

Ωστόσο, η ελευθερία, όπως την περίμενε ο Τσιτσάνης κι’ όλος ο λαός, δε θα φτάσει. Γιατί με το τέλος της Κατοχής, θα αρχίσει μία νέα περίοδος ανελευθερίας που θα οφείλεται στην αγγλοαμερικανική επέμβαση, μία επέμβαση που θα οδηγήσει στον καταστρεπτικό Εμφύλιο Πόλεμο. Το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», θα χρησιμοποιήσει ξανά τον κώδικα σκοταδιού και φωτός για να ζωγραφίσει παραστατικά τη νέα τυραννία. 33


Η σχέση του ρεμπέτικου με τα αντάρτικα τραγούδια

Πολλά χρόνια αργότερα απαντώντας στο ερώτημα εάν υπήρχε σχέση του ρεμπέτικου με τα αντάρτικα τραγούδια και την Αντίσταση, θα γράψει ο Τσιτσάνης σε κάποιες ιδιόχειρες σημειώσεις του:

«Στην περίοδο του Μεταξά, 1936-1941, δε γνωρίζω να υπήρχε αντιστασιακό ρεμπέτικο. Ρεμπέτικα τραγούδια δεν υπήρχαν. Τα πάντα περνούσαν από τη λογοκρισία. Βγαίναν τραγούδια με κύρια θέματα ερωτικά-λαϊκά. Βέβαια υπήρχαν και μερικά λαϊκά όπως το «Θα σαλτάρω», ένα άλλο «Το Χαϊδάρι», τραγούδια όπως λένε αντιστασιακά, τέτοια έγιναν στα βουνά. Εγώ προσωπικά έχω γράψει δυο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες είναι σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι mars και χορωδιακό. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά πριν από την απελευθέρωση τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλο. Το άλλο, το «Μπλόκο», που περιέχει ο δίσκος της CBS, δεν τολμούσα να το πω γιατί στο μικρό ουζερί που είχα στη Διαγώνιο, Τσιμισκή και Παύλου Μελά 21 μπαίναν κάθε βράδυ Γερμανοί». 34



Ο Τσιτσάνης στο Καραμπουρνάκι, στον
"Μπαρμπαλιά", παίζοντας μπουζούκι "από πρωίας"

Το 1946, ο Τσιτσάνης εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 - 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι' αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. "Είμαστε αλάνια", "Πήρα τη στράτα κι έρχομαι", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Τρελός τσιγγάνος", "Πέφτουν της βροχής οι στάλες", "Όμορφη Θεσσαλονίκη", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Φάμπρικες", "Πέφτεις σε λάθη", "Καβουράκια", "Κάθε βράδυ λυπημένη", "Ξημερώνει και βραδιάζει", "Έλα όπως είσαι", είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι' αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα' πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ' αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους - που κάποτε είναι...τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή - δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.

Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.

Ο Τσιτσάνης με τη Λάουρα τραγουδούν "το Καράβι"
Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ' τις εποχιακές "μόδες", παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ' τον κυρίαρχο ήχο αυτών. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ' εξοχήν ο ίδιος. Απ' αυτά ν' αναφέρουμε ενδεικτικά : "Ίσως αύριο (1958), "Τα λιμάνια" (1962), "Τα ξένα χέρια"(1962), "Μείνε αγάπη μου κοντά μου"(1962), "Κορίτσι μου όλα για σένα"(1967), "Απόψε στις ακρογιαλιές"(1968), "Κάποιο αλάνι"(1968), "Της Γερακίνας γιός"(1975),"Δηλητήριο στη φλέβα"(1979).


Με τον Τζο Ντασέν και τη Σωτηρία Μπέλλου

Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο "Χάραμα" - έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια... Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984 στο Λονδίνο, όπου βρισκόταν για εγχείρηση, και κηδεύτηκε στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών.


Σημειώσεις
1. Δημήτρη Γιοβανόπουλου, «Μπαξέ Τσιφλίκι», Ένα τραγούδι, μία ιστορία, στο periskopisi.blogspot.gr
2. Σώτος Αλεξίου, Ο ξακουστός Τσιτσάνης, Αθήνα 2003, Κοχλίας, σ.62
3. Κώστας Χατζηδουλής, Βασίλης Τσιτσάνης, η ζωή μου, το έργο μου, Αθήνα 1980, Νεφέλη, σ.19-20
4. Πάνος Σαββόπουλος, «Ένας κορυφαίος δημιουργός», στο Βασίλης Τσιτσάνης 1915-1984», χ.χ. έκδοση «Ελευθεροτυπία», σ. 134-135
5. Ηλίας Μπαρούνης, «Η ζωή του, τα τραγούδια του», ό.π., σ. 24
6. Σώτος Αλεξίου, ό.π. σ. 122
7. Σώτος Αλεξίου, ό.π., σ.144-145
8. Κώστας Χατζηδουλής, Βασίλης Τσιτσάνης, Η ζωή μου, το έργο μου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1979, σ. 20,
9. Χατζηδουλής, σ. 132
10. Σώτος Αλεξίου, Ο ξακουστός Τσιτσάνης, Αθήνα 2003, Κοχλίας, σ. 155
11. Ηλίας Μπαρούνης, «Η ζωή του, τα τραγούδια του», στο Βασίλης Τσιτσάνης 1915-1984», χ.χ. έκδοση «Ελευθεροτυπία», σ. 25-26
12. Σώτος Αλεξίου, ο ξακουστός.. ό.π., σ.441-442
13. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τσιτσάνης και Τρίκαλα, ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Τρικκαίων στα «Β΄ Τσιτσάνεια 1998». Τρίκαλα 1999, Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις, σ.11-12
14. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τσιτσάνης και Τρίκαλα, ό.π., σ.19
15. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τσιτσάνης και Τρίκαλα, ό.π., σ.17
16. Σώτος Αλεξίου, Ο ξακουστός Τσιτσάνης, 4η Έκδοση, 2003, σ.75
17. Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 18 Ιανουαρίου 2004, σ.4
18. Στο ίδιο, σ.4
19. Σώτος Αλεξίου, ό.π., σ.148
20. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του (1932-1946), Θεσσαλονίκη 1994, Διαγώνιος, σ.83
21. Ηλίας Πετρόπουλος, Τα μικρά ρεμπέτικα, Αθήνα 1982, Νεφέλη, σ.215
22. Κώστας Βίρβος, Μια ζωή τραγούδια: Αυτοβιογραφία, Αθήνα 1985, Ντέφι, σ.18
23. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 21 Ιανουαρίου 1987
24. Ηλίας Πετρόπουλος, ό.π., σ. 74
25. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 21 Ιανουαρίου 1987
26. Ηλίας Πετρόπουλος, ό.π., σ. 215
27. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 19 Ιανουαρίου 1984
28. Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια, ό.π. σ.16
29. Νέαρχος Γεωργιάδης, Ρεμπέτικο και Πολιτική, Αθήνα 1993, Σύγχρονη Εποχή, σ. 164
30. Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τ. Δ΄(1934-1940), Αθήνα 1975, Σύγχρονη Εποχή, σ.441
31. Στο ίδιο, τ. Ε΄ (1940-1945), σ.144
32. Νέαρχος Γεωργιάδης, ό.π., σ.164
33. Νέαρχος Γεωργιάδης, ό.π., σ. 165
34. Σώτος Αλεξίου, Βασίλης Τσιτσάνης, Η παιδική ηλικία ενός ξεχωριστού δημιουργού, Αθήνα 1998, Καστανιώτης, σ. 103


Ακτιβιστης

«Στέλιος Καζαντζίδης- Η ζωή του όλη»

$
0
0
Stelios_Kazantzidis
«Ο Καζαντζίδης ήταν ένα φαινόμενο φωνής και ήθους. Δεν μπορώ να τον συγκρίνω με κανέναν» δηλώνει η Μιμή Ντενίση, η οποία, μετά το πολύ επιτυχημένο «Σμύρνη μου αγαπημένη», επέλεξε να σκηνοθετήσει ένα έργο - αναφορά στο «μύθο» του μεγάλου Έλληνα τραγουδιστή και στη ζωή των μουσικών της εποχής του.
Η ίδια μάλιστα, υπογράφει μαζί με την Κωνσταντίνα Γιαχαλή το κείμενο της παράστασης με τίτλο «Στέλιος Καζαντζίδης- η ζωή του όλη», η οποία ανεβαίνει από τις 25 Δεκεμβρίου στο «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». Πρόκειται για μία παραγωγή του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και της Stefi productions.
«Τον αγάπησα πολύ τον Καζαντζίδη. Πέρασα χιλιάδες ώρες ακούγοντας τα τραγούδια του» παραδέχτηκε η Μιμή Ντενίση στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση της παράστασης, και εξήγησε πως πρόκειται για «ένα έργο για την ψυχή και τις αξίες ενός μύθου της Ελλάδας». Σύμφωνα με την ίδια, η παράσταση επιχειρεί να ξεδιπλώσει την πορεία της ζωής του μεγάλου τραγουδιστή, με μια μυθιστορηματική αφήγηση μέσα από τα μάτια των δικών του ανθρώπων.
«Ήταν χρέος μου, να γίνει η ζωή του Στέλιου θεατρική παράσταση» είπε η σύζυγός του, Βάσω Καζαντζίδη, που στάθηκε στο πλευρό του μέχρι το τελευταίο λεπτό και παραμένει μέχρι σήμερα θεματοφύλακας της μνήμης του, σημειώνοντας ότι στο μέλλον δεν αποκλείεται να γίνει και ταινία.
Πηγή έμπνευσης για την παράσταση, αποτέλεσε το βιβλίο «Απομεσήμερο με τον Στέλιο» (εκδόσεις Οδός Πανός) των προσωπικών του φίλων, Πάνου Υφαντή και Νίκου Τζανιδάκη. Μιλώντας για τον μεγάλο Έλληνα τραγουδιστή που «αγαπήθηκε φανατικά και μπήκε στις καρδιές και στα σπίτια των ανθρώπων», ο Νίκος Τζανιδάκης ανέφερε: «Ο Στέλιος ήταν μία ξεχωριστή προσωπικότητα. Τις αρχές και τα πιστεύω του δεν μπορούσες να τα εξαγοράσεις, ούτε με όλο το χρυσάφι του κόσμου. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε εντοπίσει τις ανάγκες του και δεν μπορούσες να τον πείσεις να κάνει κάτι που δεν ήθελε. Στην τέχνη του, μπορούσες να δεις την ψυχή του».
'Αλλωστε, το τεράστιο καλλιτεχνικό στίγμα του Στέλιου Καζαντζίδη ήταν και αυτό που ενέπνευσε τους δημιουργούς να γράψουν ένα έργο αφιερωμένο στη χρυσή εποχή του λαϊκού βάρδου, γεμάτο από τα τραγούδια που αγαπήθηκαν από τους παλιότερους και τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα από τους νεότερους.
Ωστόσο, η παράσταση είναι και μια τοιχογραφία της εποχής του. Μεγάλοι συνθέτες, όπως οι Παπαϊωάννου, Χιώτης, Τσιτσάνης, Πάνου, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, διάσημα κέντρα όπως η «Τριάνα» του Χειλά, καθώς και μεγάλες δισκογραφικές επιτυχίες, περνούν μέσα από το έργο και φωτίζουν γνωστές και άγνωστες πτυχές του περιβάλλοντος που έζησε και δημιούργησε ο Στέλιος Καζαντζίδης.

Kazantzidis.JPG

Τον Έλληνα τραγουδιστή ερμηνεύει ο ηθοποιός Μελέτης Ηλίας, ο οποίος δεν έκρυψε την ικανοποίησή του γι' αυτήν την αναμέτρηση. «Νιώθω ευγνωμοσύνη που μου δόθηκε η ευκαιρία ν' ακουμπήσω έστω και λίγο την προσωπικότητα ενός θρύλου, ενός ανθρώπου που επέλεξε να μείνει στα απλά και τα σημαντικά της ζωής» επεσήμανε ο ίδιος. Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, η οποία κρατά τον ρόλο της μητέρας του, Γεσθημανής, είπε πως νιώθει μεγάλη χαρά γι' αυτή τη συνάντηση: «Μου αρέσουν οι ωραίες συνεργασίες, οι οποίες καμιά φορά είναι μεγαλύτερες και από τα ωραία έργα. Με έναν τρόπο λοιπόν, έχουμε κάτι κοινό με τον Στέλιο Καζαντζίδη».
Ο Αντώνης Λουδάρος, που ερμηνεύει ένα φανταστικό χαρακτήρα, τον Γιορδάνη, ο οποίος κρατά τον ρόλο του αφηγητή, είπε πως η συμμετοχή του στην παράσταση είναι «ένας μικρός φόρος τιμής στην οικογένειά του, που άκουγε τον Στέλιο Καζαντζίδη με πάθος και λατρεία». Ενώ για τον Δημήτρη Σταρόβα που ερμηνεύει έναν επιχειρηματία της νυχτερινής Αθήνας, είναι μία ξεχωριστή εμπειρία, καθώς έχει μεγαλώσει μαζί του από πέντε χρονών. «Αν και δεν προέρχομαι από το θεατρικό χώρο, απολαμβάνω την όλη διαδικασία και νιώθω κερδισμένος. Μια παραγωγή σε αυτό το επίπεδο με αλλάζει σαν άνθρωπο», τόνισε.
Μιλώντας για τον Στ. Καζαντζίδη, η Νίκη Παλληκαράκη, ο «μεγάλος έρωτας» του τραγουδιστή στο έργο, είπε πως «δεν είναι πολλοί οι καλλιτέχνες στην Ελλάδα που έχουν συνδιαλλαγεί με την αθανασία και ο Καζαντζίδης είναι ένας από αυτούς. Όλοι υποκλίνονται στο ταλέντο του». Ενώ αναφερόμενη στην παράσταση, είπε πως «η ενέργεια που υπάρχει στις πρόβες, θα περάσει και στον κόσμο».

Τέλος, ο Γιάννης M. Κώστας από τη Stefi productions, μίλησε για τον «μεγάλο καλλιτέχνη που τραγούδησε τους πόνους, τις χαρές και τα βάσανα των Ελλήνων». Ένας μεγάλος καλλιτέχνης έχει συνείδηση, ότι αυτό που είναι το χρωστάει. Και ο Στέλιος είχε αυτή τη συνείδηση. Το φανερώνουν, όχι μόνο τα λόγια του αλλά και οι πράξεις του. Έζησε απλά όσο και οι άνθρωποι για τους οποίους τραγούδησε».



Αθανάσιος-Δημήτριος (Άκης) Πάνου. (15/12/1933 - 07/04/2000)

$
0
0
Γεννήθηκε στις 15/12/1933 στην Αθήνα στου Χαροκόπου και ήταν ο τρίτος από τα έξι παιδιά της οικογένειας.
Ο πατέρας του Στέφανος Πάνου εργαζόταν ως διαχειριστής της βασιλικής φρουράς και η μητέρα του Ελευθερία Σακελλαριάδη ασχολείτο με τα οικιακά. Μεγάλωσε σε γειτονιά με πολλούς πρόσφυγες και από μικρό παιδί έζησε μέσα στη μουσική, στους κεμετζέδες και στα τραγούδια των Ποντίων.
Απέκτησε ακούσματα από τα ρεμπέτικα που ήταν διάχυτα παντού στην περιοχή αλλά και από τον αδελφό της Μητέρας του Περικλή Σακελλαριάδη που έπαιζε κλασική κιθάρα.
Μέσα στα δύσκολα χρόνια της κατοχής προσπαθεί να επιβιώσει πουλώντας τσιγάρα και κάνοντας διάφορες δουλείες ενώ παράλληλα μυείται από τον μεγαλύτερο αδελφό του Ευάγγελο και τον φίλο του Λευτέρη Ευσταθιάδη στον κόσμο της μουσικής και των οργάνων.
Από εννέα ετών ξεκινάει να παίζει μαντολίνο και κιθάρα και την άνοιξη του 1947 γνωρίζεται με τον Γιάννη Σταματίου (Σπόρος), μαζί του κάνει την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στην ταβέρνα του Σιλιβάνη στο Κουκάκι με αμοιβή το όποιο φιλοδώρημα των πελατών και ένα πιάτο φαγητό. Το 1948 ανεβαίνει ως ταλέντο στο Αλκαζάρ, στη Φρεγάδα του Λάσκου και παίζει κιθάρα μαζί με τον αδελφό του ενώ η αδελφή του τραγουδάει και αργότερα σμίγει με τον φίλο του τον Λευτέρη και μαζί παίζουν στα πάρτι και στους χορούς.


Εκείνη την εποχή γνωρίζεται με τον Νίκο Καρανικόλα τον Κώστα Σιμόπουλο και τον Ορφέα Κρεούζη και μαζί παίζουν σε διάφορα μέρη της Αθήνας και της επαρχίας.
Για μια περίπου δεκαετία ο Άκης Πάνου αρχίζει την περιπλάνηση του με όλους τους καλλιτέχνες της εποχής σε διάφορα κέντρα, ενδεικτικά αναφέρουμε τους Γιώργο Τσιμπίδη, Αντώνη Μουστάκα, Γιώργο Χατζηδάκη, Βαγγέλη Νταράλα, Σεβάς Χανούμ, Σταύρο Τζουανάκο, Κώστα Παπαδόπουλο, Βούλα Γκίκα και πολλούς άλλους. Το 1957-58 παίζει στο κέντρο «Απόψε φίλα με» του Χρήστου Κολοκοτρώνη όπου τα ονόματα του μαγαζιού είναι η Σωτηρία Μπέλλου, ο Καραπατάκης και ο Μανώλης Αγγελόπουλος.

Το τελευταίο κέντρο που εμφανίζεται είναι «ο Θείος» το 1958.

00061Ο Άκης Πάνου μπήκε στην δισκογραφία το 1958 με τα τραγούδια: «Το παιδί μου απόψε πίνει» με την Καίτη Γκρέυ και «Μια βραδιά καταραμένη» με την Δούκισσα, σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη. Ακολουθούν αρκετές επιτυχίες μεταξύ των οποίων το «Ξημέρωσε καλή μου» (1964) και «Καρδιά μου μην παραπονιέσαι» (1964).
Το 1967 ο δημιουργός λογοκρίνεται για τους στίχους του «Θα κλείσω τα μάτια» τραγούδι που θα κυκλοφορήσει αργότερα με διαφορετικούς στίχους. Παρόλα αυτά είναι μια πολύ παραγωγική χρονιά γράφοντας μεταξύ άλλων το «Η πιο μεγάλη ώρα», «Μοίρα μου γιατί μ’αφήνεις», «Ρολόι κομπολόι», «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα» κα. Η περίοδος 1968-69 είναι γεμάτη επιτυχίες όπως το «Δεν θέλω την συμπόνια κανενός», «Όταν σημάνει η ώρα», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Και τι δεν κάνω», «Πήρα απ’το χέρι σου νερό», «Του κόσμου το περίγελο», «Ούτε αχ δεν θα πω» κα.
Ο μουσικοσυνθέτης συνεχίζει με σπουδαία τραγούδια όπως το «Δεν κλαίω για τώρα» (1970), «Δώσ’μου να πιώ» (1970), «Κοίτα με στα μάτια» (1971), «Πυρετός» (1971), «Να είχα το κουράγιο» (1971), «Εγώ καλά σου τα’λεγα» (1971), «Πρέπει» (1972), « Ήταν ψεύτικα» (1972), «Στο σταθμό του Μονάχου» (1972), «Τα όνειρα χτίζονται» (1973), «Το θολωμένο μου μυαλό» (1973), «Άντε να περάσει η μέρα» (1973), «Οι μισοί καλοί» (1973), «Μίσος» (1974), «Η ζωή μου όλη» (1974), «Και τότε» (1974) κα. Το 1977 κυκλοφορεί ο προσωπικός του δίσκος «Παρών» με ερμηνευτή τον Μανώλη Μητσιά και από αυτή τη συνεργασία ξεχωρίζει «Ο Τρελλός». Την επόμενη χρονιά (1978) ξεχωρίζει το τραγούδι «Μολόγατα» από τον δίσκο «Σεισμός» με ερμηνευτή τον Μιχάλη Μενιδιάτη. Το 1982 ηχογραφεί τον δίσκο «Θέλω να τα πώ».

 

Είναι η περίοδος που ο Άκης Πάνου συμμετέχει στην συντακτική ομάδα του περιοδικού «Ντέφι» μαχόμενος για τα πιστεύω του. Αργότερα αποχωρεί.
Το 1985 ο Άκης Πάνου θα κάνει κάτι μοναδικό για τα παγκόσμια δεδομένα. Θα κυκλοφορήσει ένα δισκάκι 45 στροφών με τον τίτλο̏ ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ 100% ΠΡΟΒΑ ̋ και θα συμπεριλάβει σε αυτό δυο τραγούδια του, το «Πες μου Παππού» και το «Πριν, τώρα, πάντα» τα οποία ηχογράφησε και ερμήνευσε μόνος του, παίζοντας την μουσική με όργανα που κατασκεύασε ο ίδιος. (ο μεγάλος δημιουργός Μανώλης Ρασούλης έλεγε ότι πρέπει να μοιράζεται στους τουρίστες δωρεάν ως δείγμα πολιτισμού).

Το 1989 μετά από την παρότρυνση φίλων του αποφασίζει να επιστρέψει στο πάλκο σε κοινές εμφανίσεις με τον Μανώλη Ρασούλη στο κέντρο «Επειγόντως» του Βασίλη Σαλούστρου στην Κυψέλη. Έπειτα ξεκινάει εμφανίσεις σε διάφορα κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και μια σειρά συναυλιών. Σε αυτές τις εμφανίσεις ιδιαίτερη εντύπωση κάνει ο τρόπος στησίματος της ορχήστρας, χωρίς καθόλου χώρο στην πίστα και βάζοντας καθήμενους τους μουσικούς μπροστά και τους τραγουδιστές πίσω. Το 1997 ηχογραφεί τον τελευταίο του δίσκο με τίτλο «CASINO» ο οποίος περιέχει το ομώνυμο τραγούδι και 14 επανεκτελέσεις.

 

Κυκλοφόρησε περίπου 200 τραγούδια γράφοντας μόνος του στίχο και μουσική και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου, ενδεικτικά αναφέρουμε τους Πρ. Τσαουσάκη, Γιώτα Λύδια, Πάνο Γαβαλά, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Μιχάλη Μενιδιάτη, Χαρούλα Λαμπράκη, Στράτο Διονυσίου, Βίκυ Μοσχολιού, Στέλιο Καζαντζίδη, Γιώργο Χατζηαντωνίου, Βούλα Γκίκα, Μαρινέλλα, Γιώργο Μαρίνο, Δημήτρη Μητροπάνο, Πόλυ Πάνου, Τόλη Βοσκόπουλο κ.α.

Έχουν κυκλοφορήσει δυο βιβλία με στίχους του, το πρώτο το 1980 με τίτλο «Ο ΚΟΣΜΟΣ Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ» και το δεύτερο το 1990 με τίτλο «ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ-ΣΤΙΧΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ» επιμελημένο από τον Γιώργο Χρονά. Επίσης κυκλοφορούν 36 τραγούδια του σε παρτιτούρες και 20 σε ταμπλατούρες από τις εκδόσεις «Φίλιππος Νάκας».

00241Ο Άκης Πάνου παντρεύτηκε δύο φορές, το 1954 με την Δήμητρα και το 1993 με την Άννα με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά, την Ελευθερία (1978), τον Στέφανο (1982) και τους δίδυμους Αθανάσιο-Δημήτριο και Ευάγγελο (1984).
Το 1986 αποφασίζει να εγκατασταθεί με την οικογένεια του στην Ξάνθη διατηρώντας όμως τους επαγγελματικούς του δεσμούς με την Αθήνα.
Τον Αύγουστο του 1997 ο Άκης Πάνου μετά από αψιμαχία σκοτώνει τον φίλο της κόρης του Ελευθερίας και οδηγείται σε δίκη και φυλάκιση χωρίς να του αναγνωριστεί ο πρότερος έντιμος βίος και η πολιτισμική προσφορά του.
Από τις φυλακές της Κομοτηνής θα μεταφερθεί στις φυλακές Κορυδαλλού και αμέσως μετά στο Τζάνειο νοσοκομείο όπου θα διαγνωστεί ότι πάσχει από την επάρατη νόσο.
Τον χειμώνα του 1999 θα υποβληθεί σε χειρουργική επέμβασή και θα αφεθεί ελεύθερος λόγω της ανήκεστου βλάβης της υγείας του.

Έφυγε από τη ζωή στις 07/04/2000 στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο αφήνοντας πίσω του βαριά κληρονομιά. 



akispanou
Φωτογραφικό Υλικό
9
Δισκογραφία
 

Viewing all 1588 articles
Browse latest View live